Τα καταιγιστικά γεγονότα των τελευταίων ημερών στην Ουκρανία μας καλούν επειγόντως να επανεξετάσουμε ορισμένες υποτιθέμενες σταθερές της σκέψης μας, τόσο των αριστερών όσο και των απλώς δημοκρατικών και φιλελεύθερων πολιτών.

Είχαμε μια «από τα κάτω» ανατροπή μιας εκλεγμένης κυβέρνησης, όπως αυτή του Γιανουκόβιτς με τρόπο που θυμίζει έντονα το πλαίσιο των λεγόμενων «πορτοκαλί επαναστάσεων» των τελευταίων χρόνων και ιδίως αυτήν στην Ουκρανία κατά την πρώτη δεκαετία του αιώνα καθώς και εκείνη των τελευταίων μηνών στην Αίγυπτο, η οποία οδήγησε στην ανατροπή του Μόρσι και στην ανάληψη της εξουσίας από τους φορείς μιας στρατιωτικής δικτατορίας με υποτιθέμενη προοπτική τη μετάβαση στην «ομαλότητα». Παρατηρούμε εδώ το εξής παράδοξο: ενώ υποτίθεται ότι αυτές οι ανατροπές διεξήχθησαν με προεξάρχον το λαϊκό στοιχείο και με σκοπό τη «δημοκρατική» μεταβολή σε βάρος μιας (πραγματικά ή και όχι) αυταρχικής κυβέρνησης, στην πραγματικότητα υπήρξε μια ξεκάθαρη σταδιακή ηγεμόνευση από φιλοδυτικά και φιλοϊμπεριαλιστικά στοιχεία και ρεύματα αλλά και η επιβολή ενός φιλοδυτικού αυταρχικού καθεστώτος (στη μεν Αίγυπτο ανοιχτά με την κήρυξη στρατιωτικής δικτατορίας μετά την πτώση του Μόρσι, ενώ στην Ουκρανία με τη μορφή ενός έντονα φιλοφασιστικού καθεστώτος σε κοινοβουλευτικά ακόμη πλαίσια). Ταυτόχρονα, και στη μετά-Τσάβεζ Βενεζουέλα εκτυλίσσεται μια μαζική κινητοποίηση στις εύπορες περιοχές κατά του Μαδούρο και με σκοπό την αποσταθεροποίησή του. Μια πρώτη παρατήρηση σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν μπορούμε και δεν πρέπει να είμαστε πάντοτε, σε κάθε περίπτωση, με την φορά και τη διάθεση ενός μαζικού αντικυβερνητικού κινήματος, ακόμη και αν αυτό επικαλείται πραγματικές ή φανταστικές καταπιέσεις σε βάρος του και πραγματικές πλημμέλειες στη λειτουργία της δημοκρατίας. Η απολυτοποίηση της αμεσοδημοκρατικής λειτουργίας του Διαδικτύου και της δήθεν δημοκρατικής και προοδευτικής κατεύθυνσης κάθε κινητοποίησης, η οποία εξαπλώνεται μέσα από το Διαδίκτυο, είναι εσφαλμένη. Σε μια περίοδο, η οποία κυριαρχείται από μια αντεπαναστατική και αντεργατική πολιτική και ιδεολογική τάση και όπου οι φιλοκαπιταλιστικές και φιλοϊμπεριαλιστικές δυνάμεις βρίσκονται στην επίθεση -παρά τις όποιες τάσεις φιλολαϊκής ριζοσπαστικοποίησης, όπως ιδίως σε χώρες σαν την Ελλάδα-, δεν είναι καθόλου παράλογο η όποια μαζική και κινηματική τάση να ηγεμονευθεί από ιμπεριαλιστικές έως και ακραία δεξιές ή και φασιστικές πολιτικές αντιλήψεις και μάλιστα κάτω από την ισχύ κυρίως της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας του δυτικού άξονα (ΗΠΑ, Ε.Ε.). Ιδίως, η ταύτιση μιας προοπτικής «φιλοδυτικής διακυβέρνησης» ή διεξόδου ως ταυτόσημης με τη δήθεν τελική επιβολή ενός δημοκρατικού - κοινοβουλευτικού καθεστώτος θυμίζει έντονα το κλίμα κάτω από το οποίο κατέρρευσαν οι κοινωνίες του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» όπου τα μαζικά κινήματα σχετικά εύκολα ηγεμονεύθηκαν από το όνειρο μιας φιλελεύθερης και καταναλωτικής κοινοβουλευτικής Δύσης.

Η ηγεμόνευση φιλοφασιστικών 

ιδεολογημάτων και κινήσεων

Αυτό που είναι, όμως, καινούριο στοιχείο είναι η ηγεμόνευση αυτών των μαζικών κινημάτων σε χώρες της περιφέρειας ή έστω της ευρωπαϊκής περιφέρειας από πραγματικά και άμεσα φιλοφασιστικά και φιλοαυταρχικά ιδεολογήματα και κινήσεις. Ενώ παλαιότερα η συμμαχία των μεσαίων στρωμάτων με τη Δύση οικοδομούνταν στη βάση μιας γνήσιας κοινοβουλευτικής προοπτικής, ταυτισμένης με την υποτιθέμενη «άνοδο» ή «προσέγγιση» αυτών των κοινωνιών προς τα δυτικά ιμπεριαλιστικά κέντρα, τώρα η στροφή προς τη Δύση ταυτίζεται με πρακτικές της «παθητικής επανάστασης» και με τη φασιστικοποίηση των φιλοδυτικών μαζικών κινημάτων. Έχουμε την αίσθηση ότι αυτή η εξέλιξη λέει περισσότερα πράγματα για τη διεθνή πολιτική κρίση εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και ιδίως στις χώρες του καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού κέντρου και λιγότερα για τα φιλοδυτικά μαζικά κινήματα στη συνολική περιφέρεια ή στην «περιφέρεια του κέντρου». Ο ιμπεριαλισμός, κατά τη σύγχρονη κρίση του, δεν εξάγει από το κέντρο προς την περιφέρεια φιλοδημοκρατικά και πραγματικά αναπτυξιακά (με την όποια προοδευτική έννοια του όρου) διακυβεύματα και ιδεολογίες αλλά κυρίως φιλοφασιστικές ενορμήσεις για την «ισχυρή κοινότητα» και το «ισχυρό φυλετικό κράτος» που θα είναι και σύμμαχος ιδίως της ιμπεριαλιστικής Δύσης. Αυτές οι ιδεολογίες δεν καλλιεργούν καν μια προοπτική «αναπτυξιακού λαϊκισμού» σαν αυτήν που χαρακτήριζε ορισμένα μεταποικιακά καθεστώτα μετά το 1960 (με τη στήριξη ή και μη της ντόπιας Αριστεράς) αλλά, αντιθέτως, μια γειτνίαση με όρους απόλυτης πολιτικής και πολιτιστικής υποτέλειας.

Όμως, ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το φαινόμενο ότι ο δυτικός ιμπεριαλισμός (η στάση του ρωσικού ή του κινέζικού ιμπεριαλιστικού άξονα είναι διακριτό ζήτημα) δεν εγκρίνει αυτά τα νέα αυταρχικά καθεστώτα μονο κατ’ αποτέλεσμα (όπως συνέβαινε με τη σχέση Χάγεκ-Πινοσέτ, όταν προκρινόταν το «περιφερειακό» δικτατορικό καθεστώς γιατί διευκόλυνε την «αγορά» και γιατί εξολόθρευες τους κομμουνιστές) αλλά και κατά τη μορφή. Η σημερινή Δύση φαίνεται να μην έχει τίποτε αντιθετικό να πει για τη «νεκρανάσταση» των ναζιστικών συμβόλων, ονομάτων και σημαιών στην Ουκρανία, για φαινόμενα που υπερτερούν δηλαδή κατά πολύ σε αντιδραστικότητα από τους φιλοδυτικούς δικτάτορες του ’60 και του ’70, και μάλιστα διακρίνονται από την ύπαρξη αντιδραστικών μαζικών κινημάτων.

Τι συμβαίνει με τη Δύση;

Τι συμβαίνει, λοιπόν, με τη Δύση; Τι απέγινε το δημοκρατικό και φιλελεύθερο πρόσωπο ή έστω «προσωπείο» της;

Η παρακμή της πολιτικής ως διακριτής σφαίρας και του κοινοβουλευτισμού ως μορφής καθεστώτος στη Δύση και ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου πυκνώνουν τα σύννεφα ενός διαρκούς «κοινοβουλευτικού» καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης» σε σύμπνοια και συνεργασία με την άμεσα ριζοσπαστική και φασιστική Δεξιά, η οποία και εξαπλώνεται μέσα και από τον εύλογο ευρωσκεπτικισμό, αποκαλύπτουν μια ολωσδιόλου διαφορετική εικόνα από αυτήν που προπαγανδίζει εδώ και δεκαετίες η φιλοευρωπαϊστική Αριστερά και Κεντροαριστερά. Ας θυμηθούμε, εδώ, ότι ένα βασικό επιχείρημα υπέρ της παραμονής στο ευρώ και στην Ε.Ε. έχει υπάρξει ως προς τους αριστερούς η πολιτική νηνεμία, η αποφυγή καθεστωτικών κρίσεων και η δήθεν δομική διάσωση του κοινοβουλευτισμού εντός του πλαισίου της Ε.Ε. και τελικά η διατήρηση, έστω και με μεγάλο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο για τους εργαζόμενους ενός δημοκρατικού πολιτεύματος ενάντια στη φασιστική απειλή. Είναι, όμως, έτσι τα πράγματα;

H πλήρης αντιδραστικοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ουκρανία και στο χώρο των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών καταλήγουν να διαψεύσουν την επί δεκαετίες εντύπωση ή και προπαγάνδα ότι οι χώρες της Ε.Ε. αποτελούν κοιτίδα και θεματοφύλακα της αστικής έστω δημοκρατίας. Ας θυμηθούμε εδώ ορισμένα σημαντικά περιστατικά των τελευταίων ετών:

  • Την κήρυξη στρατιωτικού νόμου στη Γαλλία το φθινόπωρο του 2005 για την αντιμετώπιση των ταραχών στα προάστια του Παρισιού.
  • Την εισαγωγή -ιδίως στη Βρετανία αλλά και στη Γερμανία και αλλού- νέων ειδικών αντιτρομοκρατικών νόμων μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι οποίοι όχι μόνο ποινικοποιούν το φρόνημα αλλά και δίδουν τη δυνατότητα κράτησης χωρίς δίκη, ανωνύμων μαρτύρων κ.λπ. Όλα αυτά τα υπέροχα διαφημίσθηκαν ως προστασία της δημοκρατίας έναντι της «τρομοκρατίας», του φονταμενταλιστικού Ισλάμ κ.λπ.
  • Τη συνεχή πραγματοποίηση ασκήσεων των ειδικών δυνάμεων του στρατού και της αστυνομίας κατά ενδεχόμενων ταραχών μέσα στις πόλεις, πρόσφατα δε τη συνεργασία γαλλικών και γερμανικών ειδικών δυνάμεων στο δυτικό τμήμα της Γερμανίας αλλά και την πραγματοποίηση αντίστοιχων ασκήσεων στη Βόρεια Ελλάδα με τον κωδικό «Καλλίμαχος».
  • Τη συστηματική κατάλυση των κοινωνικών, εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων στο όνομα των διαρθρωτικών μέτρων, των αναγκαίων «μεταρρυθμίσεων» και μάλιστα ιδίως στον ευρωπαϊκό Νότο και στην Ελλάδα.
  • Την ενίσχυση των αποικιακών και νεοϊμπεριαλιστικών περιπετειών ιδίως της «σοσιαλιστικής» Γαλλίας στο Μάλι, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και αλλού.
  • Τη μεγάλη ενίσχυση από την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ του φιλοδυτικού αλλά σε μεγάλο βαθμό και νεοφασιστικού άξονα στην Ουκρανία και στον ευρύτερο χώρο των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, σε αντίθεση προς την (καπιταλιστική βεβαίως) επιρροή της Ρωσίας και των δικών της συμμάχων.
  • Τη συζήτηση για πιθανή επέμβαση δυνάμεων της Ε.Ε. κατά του λαού της Βοσνίας.

Όλοι αυτοί οι δείκτες δείχνουν ότι αναπτύσσεται μια εγγενής κρίση των όψεων της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού στη Δύση, όπως αυτά αναπτύχθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χάρη σε μεγάλο βαθμό στην αντιφασιστική νίκη και ιδίως χάρη στα αντιφασιστικά κινήματα των λαών της Ευρώπης αλλά και τις νίκες της τότε Σοβιετικής Ένωσης, η οποία παρά τον εσωτερικό γραφειοκρατικό εκφυλισμό της αποτέλεσε το καίριο αντίβαρο στην ανάπτυξη και επέκταση του φασισμού και ναζισμού. Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού αλλά και των νέων όψεων του ιμπεριαλισμού που ορίζονται ως «διεθνοποίηση» ή «παγκοσμιοποίηση» βλάπτει σοβαρά τη δημοκρατία, ακόμη και την αστική.

ΕΟΚ και Ε.Ε.

Υποτίθεται ότι η αρχική Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) μετά το 1957, ή και ακόμη παλαιότερα η Ένωση Άνθρακα και Χάλυβα ανάμεσα στη Γαλλία κυρίως και τη Γερμανία, ιδρύθηκαν πέραν των οικονομικών λόγων για το συντονισμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης των χωρών αυτών μετά τον πόλεμο και για να προασπίσουν τη δημοκρατία στην Ευρώπη και ότι ως έναν βαθμό το πραγματοποίησαν. Ακόμη και αυτή η προκαταρκτική παρατήρηση δεν είναι επαρκώς βάσιμη. Ξεχνά ότι η «προστασία της δημοκρατίας» στην Ευρώπη κατανοήθηκε εξαρχής ως αντίθεση στον κομμουνισμό στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, ως στήριξη του διαβόητου Σχεδίου Μάρσαλ και ως προπαγάνδιση των αξιών του δημοκρατικού καπιταλισμού ως μιας σταθεράς έναντι «του μαύρου και του κόκκινου ολοκληρωτισμού». Επίσης, ότι σε βασικές χώρες της ΕΟΚ όπως η Γαλλία και η Ιταλία, κατά τη διάρκεια των μεγάλων πολιτικών κρίσεων του Μάη 1968 ή του «Θερμού Φθινοπώρου» του 1969 στην Ιταλία, συζητήθηκε στους κυρίαρχους κύκλους -και απορρίφθηκε, αφού υπήρχαν και ηπιότερες δυνατές λύσεις- και το ενδεχόμενο ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος σε συνδυασμό με μια προγενέστερη «στρατηγική της έντασης» οργανωμένης σε σύμπνοια από τις υπηρεσίες των ΗΠΑ και των χωρών αυτών. Επίσης, ότι η ΕΟΚ σε αντίθεση με το Συμβούλιο της Ευρώπης καμία σοβαρή πρωτοβουλία δεν πήρε για να αποδυναμώσει την ελληνική, την ισπανική ή την πορτογαλική δικτατορία: αντίθετα, οι σοσιαλδημοκρατικοί κύκλοι της έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ανακόψουν την Επανάσταση των Γαριφάλων στην Πορτογαλία το 1975. Επίσης, και η ίδια η σταδιακή επιβολή ενός ακραίου νεοφιλελευθερισμού μετά το Μάαστριχτ (1991) εκδηλώθηκε ως ένα λανθάνον και διαρκές αντεπαναστατικό κίνημα ή «πραξικόπημα».

Και πέρα, όμως, από τις παλαιότερες αυτές ιστορικές αναφορές, η εικόνα μιας Ε.Ε. η οποία εγγυάται τη «δημοκρατία» και την «κοινωνική δικαιοσύνη» δεν έχει καμία σχέση με την ισχύουσα πραγματικότητα των τελευταίων ετών. Η μεγάλη αύξηση των ανέργων, των φτωχών και των αστέγων ως ποσοστό του πληθυσμού χάρη στις συστηματικές «αντιμεταρρυθμίσεις» του κεφαλαίου αλλά και η υψηλή -πέραν συγκυριακών αναταράξεων και πέραν ίσως και της ελληνικής εξαίρεσης στο εκλογικό όμως κυρίως επίπεδο- παθητικοποίηση των λαϊκών τάξεων και μαζών αποδεικνύουν ότι εκτυλίσσεται επί χρόνια μια όξυνση της επιθετικής ταξικής πάλης εκ μέρους των κυρίαρχων τάξεων στην Ε.Ε. χωρίς αντίστοιχη απάντηση από τις κυριαρχούμενες τάξεις. Το γεγονός ότι η αντιδραστικοποίηση των πολιτικών μορφών δεν έχει φτάσει ως το σημείο της στρατιωτικής κατάλυσης του κοινοβουλευτισμού στη Δύση δεν έχει σχέση με την υποτιθέμενη υπεροχή των δημοκρατικών αξιών στη Δύση αλλά με το απτό γεγονός ότι οι όποιες λαϊκές και κοινωνικές αντιστάσεις δεν ξεπέρασαν -παρά την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης ιδίως στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου- ένα όριο ανάπτυξης των μαχητικών και αγωνιστικών μορφών πάλης. Γιατί, όμως, παρ’ όλα αυτά, μια μεγάλη μερίδα της ευρωπαϊκής Αριστεράς θεωρεί ακόμη την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη σαν κοιτίδα και χώρο προστασίας του αστικοδημοκρατικού πολιτεύματος; Γιατί αυτή η μερίδα θεωρεί κάθε πιθανή ρήξη με την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. ως άνοιγμα του δρόμου όχι μόνο προς την εθνικιστική αναδίπλωση (η οποία σήμερα θεριεύει εντός της Ε.Ε.) αλλά και προς την αντιδημοκρατική εκτροπή; Θα επιχειρήσουμε μια πρώτη σύντομη εξήγηση και θα επανέλθουμε.

2. Οι παραγωγικές δυνάμεις, η δημοκρατία, η ευρωκεντρική Αριστερά

Η ευρωπαϊστική τάση της Αριστεράς σήμερα -και εδώ εννοούμε την υπεράσπιση της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. και όχι των κατακτήσεων του ευρωπαϊκού πολιτισμού και του Διαφωτισμού- συνεχίζει μια ισχυρή παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και του δεξιού ευρωκομμουνισμού. Η Ευρώπη και γενικότερα το δυτικό ιμπεριαλιστικό Κέντρο νοούνται ως ο χώρος της βασικής ανάπτυξης των (καπιταλιστικών) παραγωγικών δυνάμεων και, άρα, ως ο χώρος όπου η ενίσχυση της κοινωνικοποίησης της παραγωγής και των παραγωγικών δυνάμεων θέτει εμφανέστερα το ζήτημα της αναντιστοιχίας παραγωγικών σχέσεων-παραγωγικών δυνάμεων και η διεθνής και εγχώρια μονοπωλιοποίηση του καπιταλισμού θέτει άμεσα το ζήτημα ενός προσταδίου και μιας προκαταρκτικής μορφής του σοσιαλισμού. Η κοινωνικοποίηση και ολοκλήρωση του καπιταλισμού ενισχύει αναγκαστικά τις δημοκρατικές μορφές και οξύνει την αντίθεση ανάμεσα σε αυτές και στην καπιταλιστική ιδιοκτησία και ιδιοποίηση. Συνεπώς, ο χώρος της Ευρώπης λόγω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων -σε συστοιχία και με ένα φιλελεύθερο και διαφωτιστικό ιδεολογικό και πολιτιστικό πλαίσιο- είναι ο ιδανικός κοινός χώρος για την άνοδο των δυνάμεων του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας.

Όλη αυτή η συζήτηση έχει ξαναδιεξαχθεί και μάλιστα σε τόσο έντονο βαθμό που θυμίζει ένα déjà vu. Ήταν ο Κάουτσκι το 1918, ο οποίος αμφισβητούσε τη δυνατότητα όχι απλώς οικοδόμησης του σοσιαλισμού αλλά και νίκης της εργατικής εξουσίας σε μια «καθυστερημένη χώρα» όπως η Ρωσία. Η επανάσταση μπορούσε να νικήσει είτε διεθνώς σε μια συνολικά επαναστατημένη Ευρώπη (μέχρι τότε πρότεινε την «αναμονή») είτε στην ώριμη καπιταλιστικά Γερμανία (και εκεί, όμως, πρότεινε την «αναμονή» μέχρι την πραγματική ωρίμανση). Μέχρι τότε πρότεινε την υπεράσπιση των αστικών δημοκρατικών θεσμών, έστω και αν αυτό σήμαινε στην πράξη τη σφαγή των επαναστατών - τον Κάουτσκυ δεν τον ένοιαζε, δεν έβαψε ο ίδιος τα χέρια του στο αίμα αλλά οι «πλειοψηφικοί σοσιαλιστές» Σάιντεμαν, Έμπερτ και Νόσκε. Όλο λοιπόν το καουτσκιστικό σχήμα υποστήριζε -τουλάχιστον μετά το 1914- ότι οι δυνάμεις της κοινωνικοποίησης και της δημοκρατίας σήμερα και του σοσιαλισμού αύριο συγκεντρώνονται εντός μιας κοινωνικά και πολιτιστικά ενοποιημένης Δύσης. Ο Λένιν του αντιπαρέτασσε το σκεπτικό της ανισόμετρης ανάπτυξης, του «ασθενούς κρίκου», των διεθνών και εσωτερικών αντιφάσεων που συγχωνεύονται και τελικά το χαρακτήρα των σκέψεων του Κάουτσκυ ως απολογητικό του δυτικού ιμπεριαλισμού.

Το σκεπτικό αυτό του Κάουτσκι, όπως το διαβάζουμε σήμερα, αγνοούσε ορισμένες βασικές πολιτικές παραμέτρους α) τη συνάφεια παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων και, άρα, και την αυταρχική και ταξική περιφρούρηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης εντός της Δύσης, β) τη λειτουργία της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων ως μέσου ενίσχυσης της αστικής ιδεολογίας και ηγεμονίας ακόμη και σε συνθήκες πολιτιστικής και πολιτικής παρακμής, γ) τη δυνατότητα ορισμένες όψεις του Διαφωτισμού, ιδίως αυτές που έχουν σχέση με την εργαλειακότητα και την κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο και τη φύση, να αντιστραφούν σε αντιδραστική και φασιστική κατεύθυνση, ιδίως στα κέντρα της ιμπεριαλιστικής Δύσης, όπως απέδειξε η φασιστική εμπειρία, δ) τη λειτουργία της αστικής δημοκρατίας σε συνθήκες πολιτικής κρίσης ως συγκαλυπτικής της ταξικής κυριαρχίας αλλά και ως συγκαλυπτικής του εθνικισμού των ισχυρότερων ιμπεριαλιστικών κρατών. Επίσης, το σκεπτικό του Κάουτσκι για την αδυναμία και τη μη πρόσβαση των λιγότερο αναπτυγμένων κοινωνιών προς το σοσιαλισμό ενίσχυε από μια «δημοκρατική» και «αριστερή» οπτική τον ευρωκεντρισμό, το ρατσισμό και την ιμπεριαλιστική ιδεολογία, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί στα κέντρα των ιμπεριαλιστικών αυτοκρατοριών και των άλλων ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της Δύσης.

Όλη αυτή την ιδεολογική αποσκευή ότι όλα θα συμβούν σε μια ενοποιημένη Ευρώπη μέσα από μια συγχρονία και ιδίως πρώτα στα πιο αναπτυγμένα καπιταλιστικά έθνη της, ο καουτσκισμός την κληροδότησε στον Ευρωκομμουνισμό, ιδίως τη δεξιά του εκδοχή. Σε αντίθεση με τον παραδοσιακό κομμουνισμό και τον «προλεταριακό διεθνισμό» προς την ΕΣΣΔ -και αυτό είναι το αστείο σε σύγκριση με τη σημερινή συζήτηση- ο Ευρωκομμουνισμός πρότεινε τους «εθνικούς δρόμους» προς το σοσιαλισμό: η γραμμή έπρεπε να μυρίζει θυμάρι, έλεγε κάποτε ο Λεωνίδας Κύρκος για το ΚΚΕ Εσωτερικού. Όμως, ταυτόχρονα, ο Ευρωκομμουνισμός προνομιοποιούσε το χώρο της ΕΟΚ ως το πεδίο των ταξικών αγώνων στην Ευρώπη. Πίσω από αυτή τη λογική βρισκόταν και πάλι το σχέδιο συγκέντρωσης και κοινωνικοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και η «δύναμη» της αστικής δημοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη. Και πάλι οι ισχυρότεροι οικονομικά λαοί εντός της Ευρώπης θα «ξυπνούσαν» πρώτοι και θα τραβούσαν και τους άλλους λαούς προς το σοσιαλισμό. Επίσης, οι πιο «καθυστερημένες χώρες» έμπαιναν στο κλαμπ των πλουσίων και, άρα, των πραγματικών δυνατοτήτων σοσιαλιστικής αναγέννησης.

Από την ΕΟΚ, στην Ε.Ε.

- από τον ευρωκομμουνισμό,

στη σημερινή ευρωαριστερά

Όμως, παρά τον οικονομισμό, τον ευρωκεντρισμό και την υπόκλιση προς την αστική δημοκρατία, όπως αυτά εμπεριέχονταν στην πλήρη αποδοχή της ΕΟΚ από τα ευρωκομμουνιστικά κόμματα, προκύπτει και μια βαθιά διαφορά ανάμεσα στην ΕΟΚ των Ευρωκομμουνιστών και στην Ε.Ε. που «λατρεύει» μια σημαντική πτέρυγα της Ευρωαριστεράς σήμερα. Η ανατροπή των εργασιακών και κοινωνιών κατακτήσεων, η ριζική ανατροπή των ταξικών συσχετισμών δύναμης από το 1980 μέχρι σήμερα, καθιστά την Ε.Ε. (ακόμη και αν θεωρούνταν ως πεδίο και σχέση ταξικών συσχετισμών, άποψη αρκετά αμφιλεγόμενη) επιτελείο της αντιδραστικοποίησης και αντεπανάστασης στην ιμπεριαλιστική Δύση και μάλιστα με ρυθμούς και μορφές απείρως χειρότερες κάποιες φορές ακόμη και από τις ΗΠΑ του Ομπάμα (χωρίς αυτό να οδηγεί στον «καλό ιμπεριαλισμό»). Έτσι, και η θεωρία της «δημοκρατικής Ε.Ε.» ως του χώρου που θα μας προφύλασσε από το φασισμό σε εθνική κλίμακα είναι απολύτως αποπροσανατολιστική: η αντίθεση της Γερμανίας προς τον εθνικό μας φασισμό σχετίζεται βασικά με τις ανάγκες «συνταγματικής» νομιμοποίησης της κυβέρνησης Σαμαρά και όχι με την «απέχθεια», κατά κύριο λόγο, των Γερμανών ιθυνόντων έναντι της Χρυσής Αυγής. Σε μια άλλη συγκυρία, η γερμανική άρχουσα τάξη θα μπορούσε να πριμοδοτήσει ένα ακροδεξιό κόμμα ή και ένα ακροδεξιό καθαρά καθεστώς, όπως κάνει στην Ουκρανία, και όπως έκανε η προκάτοχός της τάξη ενισχύοντας το 1936 τον Φράνκο καθώς και όλα τα άλλα ακροδεξιά «μαντρόσκυλα» απανταχού της Ευρώπης στον Μεσοπόλεμο. Η ιμπεριαλιστική ιδεολογία έχει από τη φύση της αυταρχικά, στρατοκρατικά, ρατσιστικά και αντιδημοκρατικά στοιχεία και μάλιστα με τρόπο που αυτά μπορούν να υποστηριχθούν και από ένα αντιδραστικό μαζικό κίνημα: όπως αυτό που ανέτρεψε τον Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία.

Φτάνουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι φαινόμενα όπως αυτό της Ουκρανίας πρέπει να γίνονται κατανοητά μέσα από την σχέση του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο με το φασισμό, το νεοφασισμό και τα λοιπά ακροδεξιά φαινόμενα. Είναι η ιμπεριαλιστική φύση τής υπό γερμανική κυριαρχία Ε.Ε. αυτή που εξηγεί την στήριξη προς τοπικούς ακροδεξιούς ιμάντες μεταβίβασης. Αλλά είναι και κάτι άλλο που δεν το έχουμε «πιάσει» αρκετά: η σχέση φασισμού και νεοφιλελευθερισμού σχετικά με το πρόβλημα του «καθεστώτος εξαίρεσης», η σύμφυση αυτών των δύο φαινομενικά αντιθετικών πολιτικών και ιδεολογικών σχηματισμών και μάλιστα η ιδιαίτερη αντιφατική σύμφυσή τους εντός της Ε.Ε. Θα χρειαστεί λοιπόν να επανέλθουμε.

Ετικέτες