Μια εκτεταμένη παρουσίασή του βιβλίου του Πιερ Μπρουέ για τη γερμανική επανάσταση, από τον Τοντ Κρετιέν. Γράφτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό ISR, που αναδημοσιεύτηκαν μαζί στο τεύχος 11 του περιοδικού "Κόκκινο".

Μέρος Α΄: Από το ξέσπασμα της επανάστασης μέχρι τη δολοφονία της Λούξεμπουργκ

«Στεκόμαστε σήμερα μπροστά σε μια φοβερή επιλογή: ή τον θρίαμβο του ιμπεριαλισμού και συνακόλουθα την καταστροφή ολάκερου του πολιτισμού, και, όπως στην Αρχαία Ρώμη, την ερήμωση, την απόγνωση, τον εκφυλισμό, την καταστροφή των γενεών, ένα “γιγάντιο νεκροταφείο” –η τη νίκη του σοσιαλισμού».

Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Μπροσούρα του Γιούνιους» γραμμένο στη φυλακή το 1915.



Το 1971, ο Γάλλος μαρξιστής Πιερ Μπρουέ έγραψε μια αναλυτική ιστορία των επαναστατικών εξεγέρσεων στη Γερμανία, που ακολούθησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για ένα εμβληματικό βιβλίο 1.000 σελίδων. Η έκδοση περιλαμβάνει έναν πολύτιμο χρονολογικό πίνακα των σημαντικών γεγονότων και βιογραφικά σημειώματα των 100 πιο σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων. Αν δεν είναι κάποιος βαθύς γνώστης της Γερμανικής Ιστορίας, θα μπορεί να ανατρέξει πολλές φορές στο πίσω μέρος του βιβλίου, αν θέλει να διακρίνει, για παράδειγμα, τον Ερνστ Τέλμαν από τον Αύγουστο Ταλχάιμερ. Αλλά αξίζει τον κόπο.

Ποιος ο λόγος να γραφτεί ένα τέτοιο μεγάλο βιβλίο για μια επανάσταση που ηττήθηκε; H απάντηση βρίσκεται στον ιστορικά θεμελιώδη χαρακτήρα αυτής της περιόδου στη Γερμανία. Στα 1917, ο Λένιν και ο Τρότσκι έλπιζαν ότι μια συμμαχία ανάμεσα στην Επαναστατική Ρωσία, με την τεράστια αγροτική δυνατότητα, και τη Γερμανία με το πανίσχυρο βιομηχανικό δυναμικό, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μιας βιώσιμης σοσιαλιστικής δημοκρατίας ευρωπαϊκής εμβέλειας, που θα ενέπνεε τον υπόλοιπο κόσμο. 

Το Νοέμβρη του 1917, η πτώση του Κάιζερ φάνηκε να σηματοδοτεί την έναρξη της ίδιας διαδικασίας που είχε αρχίσει τον Φεβρουάριο του 1917 με την πτώση του Τσάρου και κατέληξε στην Οκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση. Όμως δεν έγινε έτσι. Παρά τις ηρωικές μάχες, η επανάσταση νικήθηκε στη Γερμανία στα χρόνια 1917-1923, αφήνοντας τη Ρώσικη Επανάσταση απομονωμένη και λιμοκτονούσα.

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε δίκιο. Η ήττα του σοσιαλισμού γρήγορα μετέτρεψε μεγάλα τμήματα της Ευρώπης σε ένα «γιγάντιο νεκροταφείο». Ο Στάλιν στη Ρωσία ισχυροποίησε το γραφειοκρατικό καθεστώς, στηριζόμενος στην απογοήτευση από την ήττα της Γερμανίας και τη φτώχεια. Στη Γερμανία οι Ναζί ακόνιζαν τα δόντια τους και, στην πάλη εναντίον των επαναστατών εργατών, αναπτύχθηκαν σε μια πανίσχυρη μαζική οργάνωση. Το δίδυμο Σταλινισμός - Ναζισμός έθαψε τις άμεσες προοπτικές του επαναστατικού Μαρξισμού. 

Τίποτα απ’ όλα αυτά όμως δεν συνέβη αυτόματα. Ο Μπρουέ δεν μασάει τα λόγια του, όταν αναλύει τα λάθη που έγιναν από τους επαναστάτες, είτε μιλάμε για λάθη νεανικής απειρίας, είτε –αργότερα– για λάθη που οφείλονταν στη γραφειοκρατική ηλιθιότητα. Ταυτόχρονα, φέρνει στην επιφάνεια έναν πλούτο συμπερασμάτων όσον αφορά τη στρατηγική και τις τακτικές. Τις δυσκολίες να γίνει η επανάσταση σε μια αναπτυγμένη κοινωνία –με πιο επίπονη απ’ όλες τις δυσκολίες την αναγκαιότητα να οικοδομηθούν ανεξάρτητες επαναστατικές οργανώσεις πριν από τη στιγμή της επαναστατικής κρίσης, που δεν θα χτίζονται από το μηδέν μέσα στη φωτιά της μάχης. Αυτά τα μαθήματα, και τα θετικά και τα αρνητικά, κατακτήθηκαν με πολύ μεγάλο κόστος. O Μπρουέ όχι μόνο επαναφέρει στην επιφάνεια ένα θέμα ξεχασμένο από καιρό και ελάχιστα κατανοητό από τους ακτιβιστές και τους σοσιαλιστές του σήμερα, αλλά αποδίδει μέγιστη τιμή στους σοσιαλιστές που έδωσαν τη ζωή τους σε μια από τις μεγαλύτερες μάχες της εργατικής τάξης που έζησε ο κόσμος.

Αυτή η παρουσίαση, σε δύο μέρη, θα ασχοληθεί με τις κεντρικές διαμάχες και τα προβλήματα που συζητά ο Μπρουέ μέσα στους κόλπους της Γερμανικής Επαναστατικής Αριστεράς. Το πρώτο μέρος θα ασχοληθεί με τα ζητήματα όπως το «μεταρρύθμιση ή επανάσταση;» ή το ζήτημα του πώς θα έπρεπε να οργανώνονται οι επαναστάτες σε σχέση με τους υπόλοιπους εργάτες ή τα μη-επαναστατικά πολιτικά κόμματα. Το δεύτερο μέρος θα ασχοληθεί με τις δυσκολίες της δημιουργίας μιας ηγεσίας μέσα σε ένα επαναστατικό κόμμα, τη στρατηγική και τις τακτικές, το ζήτημα της ρεφορμιστικής συνείδησης στην εργατική τάξη και τα προβλήματα που τέθηκαν από την κρίση στη Ρώσικη Επανάσταση και πώς αυτή επηρέασε το Κομουνιστικό Κόμμα στη Γερμανία.

Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση

Το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ήταν το καμάρι του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ιδρύθηκε το 1875 στη Γκότα, ως μία συγχώνευση του Μαρξιστικού Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Εργατικού Κόμματος που καθοδηγούσαν οι Αύγουστος Μπέμπελ και Βίλχελμ Λίμπκνεχτ και της Γενικής Ένωσης Γερμανών Εργατών με ηγέτη τον Φέρντιναντ Λασάλ. Ο Μαρξ έγραψε μια περίφημη κριτική για το πρόγραμμα του κόμματος, όπου θεωρούσε ότι το πρόγραμμα έκανε πολλές παραχωρήσεις στους Λασαλικούς. Στη διάρκεια των πρώτων χρόνων, το SPD αντιμετώπισε σκληρή καταπίεση, κυρίως με τη μορφή των Νόμων των Εξαιρέσεων (ο Μπέμπελ φυλακίστηκε δύο φορές) και αυτό ώθησε το κόμμα σε πιο ριζοσπαστική μαρξιστική κατεύθυνση. Τραυματισμένο, αλλά όχι συντετριμμένο, το κόμμα κατάφερε να μεγαλώσει σημαντικά σε μια περίοδο σημαντικής ανάπτυξης, που συνοδεύτηκε από μια σχετικά μικρής έντασης ταξική πάλη. Από το 1880 και μέχρι τον πόλεμο, οι απεργίες ήταν σπάνιες και το βιοτικό επίπεδο των εργατών ανέβαινε, αν και όχι στην ίδια αναλογία με την αύξηση των κερδών. Οι αριθμοί που σχετίζονται με το κόμμα αυξάνονταν σταθερά και το 1914 αριθμούσε 1.085.905 μέλη. Η εκλογική του δύναμη αυξήθηκε από 311.900 ψήφους το 1881 σε 4 εκατομμύρια στις εκλογές το 1912, όταν έβγαλε 110 βουλευτές στην Εθνική Αντιπροσωπία (Ράιχσταγκ). Το κόμμα εξέδιδε 90 ημερήσιες εφημερίδες, απασχολούσε 267 δημοσιογράφους πλήρους απασχόλησης και 3.000 επαγγελματικά στελέχη, ενώ ηγείτο εργατικών συνδικάτων με συνολικό αριθμό 2 εκατομμύρια μέλη. Καθώς στη Γερμανία απουσίαζαν οι δημόσιες δομές, το κόμμα δημιούργησε βιβλιοθήκες, εργατικά σχολεία, νεολαιίστικες ομάδες, γυναικείες οργανώσεις, αθλητικά σωματεία και χώρους αναψυχής. Ήταν κάτι περισσότερο από ένα πολιτικό κόμμα –ήταν ακόμα ένας χώρος ζωής για πολλούς εργάτες.

Το SPD ήταν σίγουρα ένα μαζικό κόμμα. Όμως η επιτυχία στην οικοδόμηση των εντυπωσιακών δομών του οδήγησε σε έντονες αντιπαραθέσεις για θέματα στρατηγικής, τακτικής και θεμελιωδών αρχών. Το 1891, με την απόσυρση των Νόμων των Εξαιρέσεων, το κόμμα ήταν πλέον πλήρως νομιμοποιημένο. Τότε ξέσπασε διαμάχη για το κατά πόσο θα έπρεπε αντιπρόσωποί του να αναλαμβάνουν δημόσια αξιώματα. Όπως διηγείται ο Μπρουέ:

«Σε αντίθεση με τη “νεολαία” που υποστήριζε το μποϊκοτάρισμα των εκλογών και μια μόνιμα επιθετική πολιτική και τη δεξιά πτέρυγα… που ήθελε να περιορίσει το κόμμα στο “εφικτό” και έναν αγώνα αποκλειστικά εκλογικό, η ηγεσία νίκησε στη συζήτηση για το πρόγραμμα, που επιβλήθηκε στο Συνέδριο της Ερφούρτης που υιοθέτησε τις ιδέες του Καρλ Κάουτσκι. Ο Κάουτσκι δεν απεμπολούσε μεν το μάξιμουμ πρόγραμμα, τη σοσιαλιστική επανάσταση, που η καπιταλιστική ανάπτυξη είχε αναγάγει σε μια μακρινή προοπτική, αλλά υποστήριζε ότι το Κόμμα μπορεί και πρέπει να παλέψει για τα αιτήματα ενός μίνιμουμ προγράμματος, τους μικρούς επί μέρους στόχους, τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ενώ θα πρέπει να εργάζεται για την ενδυνάμωση της πολιτικής και οικονομικής ισχύος του εργατικού κινήματος και ταυτόχρονα να ανεβάζει την ταξική συνείδηση της εργατικής τάξης. Έτσι δημιουργήθηκε το ρήγμα… Αυτή η διχογνωμία έμελε να κυριαρχήσει στη θεωρία και πρακτική της σοσιαλδημοκρατίας για δεκαετίες».

Ο ρόλος του Κάουτσκι, όπως γράφει ο ιστορικός Carl Schorske, ήταν «η συμφιλίωση μεταξύ ανταγωνιστικών τάσεων, μέσω των θεωρητικών συλλήψεων».1

Το 1898, ο Έντουαρντ Μπερνστάιν, βετεράνος της εποχής των διώξεων και γνωστός κομματικός ηγέτης, όξυνε την αντιπαράθεση ανάμεσα στη μεταρρύθμιση και την επανάσταση. Ο Μπερνστάιν αμφισβήτησε τη θέση του Μαρξ ότι το ξέσπασμα των οικονομικών κρίσεων είναι σύμφυτο στον καπιταλισμό. Έβλεπε τον «σοσιαλισμό ως ελεύθερη επιλογή των ανθρώπων, ανεξαρτήτως της οικονομικής και κοινωνικής τους κατάστασης, ως μια ηθική επιλογή περισσότερο παρά μια κοινωνική αναγκαιότητα. Αντιπαράβαλε αυτό που θεωρούσε παρωχημένη επαναστατική φρασεολογία με μια ρεαλιστική αναζήτηση μεταρρυθμίσεων, για τις οποίες η εργατική τάξη θα έπρεπε να βυθιστεί σε ένα πλατύ δημοκρατικό κίνημα που θα περιλάμβανε σημαντικά τμήματα της μπουρζουαζίας». Σε απάντηση η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραψε το «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;», καταγγέλλοντας τον διαχωρισμό ανάμεσα στη Μεταρρύθμιση και την Επανάσταση ως παραπλανητικό. Οι ρεφορμιστές που θα εγκατέλειπαν την επανάσταση ως δρόμο για τον σοσιαλισμό, δεν θα διάλεγαν μόνο έναν διαφορετικό δρόμο, αλλά έναν διαφορετικό στόχο, γιατί οι καπιταλιστές δεν θα παρέδιδαν ποτέ την πολιτική εξουσία ειρηνικά. Οι επαναστάτες, από την άλλη, δεν θα έπρεπε να απορρίπτουν τη μάχη για μεταρρυθμίσεις μέσα στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά να υποστηρίζουν ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν θα μπορούσαν να είναι μόνιμες κατακτήσεις και αναπόφευκτα θα ήταν ευάλωτες στην αντίδραση, όσο θα κυριαρχούσε το καπιταλιστικό κίνητρο για κέρδος. Ο Κάουτσκι πήρε το μέρος της Λούξεμπουργκ, κερδίζοντας την πλειοψηφία του SPD στην ψηφοφορία για την απόρριψη της πολιτικής του Mπερνστάιν με στόχο να «αντικαταστήσει την πολιτική της κατάκτησης της εξουσίας μέσω της πολιτικής νίκης με μια πολιτική που συμφιλιώνεται με την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων». Αλλά όπως σημειώνει ο Schorske, ούτε η απόφαση σε βάρος του Μπερνστάιν το 1899, ούτε μια ακόμη αντίστοιχη το 1901, «μετρίασαν τη διάδοση των αναθεωρητικών (ρεβιζιονιστικών) ιδεών. Το κόμμα –συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς– απέδιδε μεγάλη σημασία στους αριθμούς των μελών και στην ενότητά του για να σκεφτεί να αποβάλει τη μειοψηφία».2

H διαμάχη κάθε άλλο παρά καταλάγιασε. Η Ρώσικη Επανάσταση του 1905 (που ηττήθηκε μετά από έναν ολόκληρο χρόνο μαζικών απεργιών και μισο-εξεγέρσεων) σε συνδυασμό με μια κακή επίδοση του SPD στις εκλογές του 1907 είχαν ως αποτέλεσμα να αποκρυσταλλωθούν τρείς διακριτές τάσεις μέσα στο κόμμα.

Στα δεξιά, στέκονταν «οι Έμπερτ, Μπράουν, Σάιντεμαν (οι γνωστοί ηγέτες της δεξιάς πτέρυγας του SPD ) και οι άλλοι που βρίσκονταν σε προνομιούχες θέσεις, ανάμεσα στις αντιμαχόμενες ταξικές δυνάμεις. Ο οικονομικός μετασχηματισμός της Γερμανίας και η σχετική κοινωνική ειρήνη στην Ευρώπη, οι πρόοδοι στις κοινωνικές νομοθεσίες, που κερδήθηκαν από τη σοσιαλδημοκρατία και τα εργατικά συνδικάτα, αλλά και οι προοπτικές κοινωνικής προόδου και ατομικής επιτυχίας που προσέφεραν στα ικανά μέλη της εργατικής τάξης οι εργατικές ενώσεις, όλα αυτά έθρεφαν τις ρεβιζιονιστικές τάσεις. Αυτές οι τάσεις ήταν θεμελιακά αντίθετες στον Μαρξισμό... (Αυτοί θεωρούσαν) το επίπεδο ζωής της Γερμανικής εργατικής τάξης… να συνδέεται άρρηκτα με την ευμάρεια των “δικών τους” καπιταλιστών και την εξάπλωση του Γερμανικού ιμπεριαλισμού».

Στα αριστερά, επαναστάτες όπως η Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ έβλεπαν τις εκλογικές αναμετρήσεις ως δευτερεύουσα διαδικασία σε σύγκριση με τους εργατικούς οικονομικούς αγώνες, οι οποίοι, όπως πίστευαν, θα άνοιγαν το δρόμο για μαζικές απεργίες και επαναστατικές συγκρούσεις, όπως είχε συμβεί το 1848 στη Γερμανία, το 1871 στο Παρίσι και το 1905 στη Ρωσία. Υποστήριζαν τη βαθιά πεποίθηση του Μαρξ και του Ένγκελς ότι ο καπιταλισμός δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει την τάση για οικονομικές κρίσεις. Συνειδητοποιούσαν τον κίνδυνο των κλιμακούμενων ιμπεριαλιστικών εντάσεων μεταξύ των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων και ήταν αντίθετοι στις αυξανόμενες μιλιταριστικές και αποικιοκρατικές φιλοδοξίες της Γερμανικής άρχουσας τάξης.

Στο κέντρο, πολλοί από τους ηγέτες της «παλιάς φρουράς», όπως ο Κάουτσκι και ο Μπέμπελ, αοριστολογούσαν. Είχαν ξοδέψει όλη τη ζωή τους στην προσπάθεια να χτίσουν ένα πανίσχυρο κόμμα. Ακόμα πίστευαν στο σοσιαλισμό και στην «ιδέα της επανάστασης», όμως με την έννοια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφικής νίκης, γεγονός που μετέπειτα θα άνοιγε το δρόμο για βαθιές και πλήρεις μεταρρυθμίσεις. 

Εκείνο που φοβόντουσαν πάνω απ’ όλα ήταν ότι η Γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως άλλοθι τη ρητορική και την πρακτική της αριστερής πτέρυγας του κόμματος ως δικαιολογία για να επαναφέρει τα καταπιεστικά μέτρα της δεκαετίας του 1880 και να διαλύσει την «όμορφη μηχανή» που είχαν κοπιάσει τριάντα χρόνια για να κατασκευάσουν. Έτσι λοιπόν, στην πράξη, αν και το κέντρο δεν μπορούσε ανοιχτά να αποδεχτεί την απόρριψη από τη δεξιά του τελικού σκοπού, που ήταν η αντικατάσταση του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό, υπήρχε ο «κίνδυνος μας στενότερης συνεργασίας μεταξύ του κέντρου και της δεξιάς πτέρυγας». Από εκείνο το σημείο και μετά, λέει ο Μπρουέ, η ηγεσία του SPD, δεξιοί και κεντρώοι, «γύρισαν την πλάτη κατηγορηματικά στην ταύτιση του κόμματος με την επανάσταση, και οι αναφορές σ’ αυτήν στις μετέπειτα συζητήσεις έγιναν όλο και πιο σπάνιες».

Η διαμάχη στο SPD δεν ήταν απλά μια σύγκρουση ιδεών αποκομμένη από τις κοινωνικές δυνάμεις. Ο ιδέες της δεξιάς ήταν βαθιά ριζωμένες στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και στους εκλεγμένους ανώτερους αξιωματούχους, των οποίων η δουλειά ήταν εξαρτημένη από το πολιτικό σύστημα που υπηρετούσε τον Γερμανικό καπιταλισμό. Οι ιδέες του κέντρου έτειναν να είναι ισχυρότερες στις τάξεις των ανώτερων κομματικών επαγγελματικών στελεχών, οι οποίοι ενδιαφέρονταν πρωτίστως να κρατήσουν το SPD ενωμένο. Οι θέσεις της αριστεράς επικρατούσαν στα δημοσιογραφικά στελέχη και στους εργάτες πλήρους απασχόλησης στο κόμμα, που δεν έφεραν καμιά άμεση ευθύνη για τα οργανωτικά ζητήματα. Φυσικά, υπήρχαν σημαντικές εξαιρέσεις σ’ αυτή την περιγραφή (όπως ο Λίμπκνεχτ), αλλά ο Μπρουέ –στη συζήτηση για την άνοδο της γραφειοκρατίας στο SPD– μας παρέχει μια καλή αφετηρία για να κατανοήσουμε την έκβαση αυτής της διαμάχης.

Οι ρεφορμιστικές όπως και οι επαναστατικές αναλύσεις για τον καπιταλισμό μπήκαν σε σοβαρή δοκιμασία στις 4 Αυγούστου του 1914. Εκείνη τη μέρα, όλοι οι βουλευτές του SPD στο Ράιχσταγκ, ακολουθώντας την κομματική πειθαρχία, ψήφισαν εγκρίνοντας τις πολεμικές πιστώσεις για να προετοιμαστεί ο πόλεμος με τη Ρωσία κα τη Γαλλία. 

«Οι σοσιαλδημοκράτες πήραν μέρος στον πόλεμο», γράφει ο Μπρουέ. 

«Τα λόγια τους αποδείχτηκαν μια πενιχρή ρητορική κάλυψη της πραγματικότητας, που τη συνέθεταν θραύσματα, βόμβες, πολυβόλα, δηλητηριώδη αέρια και ιμπεριαλιστικοί στόχοι… Η Διεθνής πέθανε την 4η του Αυγούστου». 

Μέσα σε λίγους μήνες, μετά τις πρώτες μάχες του φθινοπώρου του 1914, έγινε ξεκάθαρο ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν θα συγκρινόταν με κανέναν άλλο πόλεμο στην ανθρώπινη Ιστορία. Οι πλέον προηγμένες βιομηχανικές οικονομίες στον κόσμο κατασκεύασαν αποτελεσματικά όπλα για να σφαγιάσουν αδιανόητα μεγάλους –μέχρι τότε– αριθμούς στρατιωτών και πολιτών. Οι ρεφορμιστές σοσιαλιστές είχαν επενδύσει σε μια διαρκή πρόοδο του καπιταλισμού, που σταδιακά θα ανέβαζε το επίπεδο ζωής της εργατικής τάξης. Τώρα το ίδιο αυτό το σύστημα αποδείκνυε ότι μπορούσε το ίδιο αποτελεσματικά να ρίξει ολόκληρους πληθυσμούς πίσω στον Μεσαίωνα. Η δεξιά πήρε μέρος στον πόλεμο, ελπίζοντας ότι η Γερμανία θα νικούσε τους άλλους. Η ελπίδα του κέντρου για έναν σύντομο πόλεμο και μια άμεση επιστροφή στην ειρήνη κατάρρευσε. Η αριστερά δικαιώθηκε. Όμως, ήταν η λιγότερο οργανωμένη από όλες τις άλλες τάσεις μέσα στο SPD.

Η επαναστατική Αριστερά

Μερικές από τις πλέον εντυπωσιακές προσωπικότητες του SPD πρωταγωνίστησαν στην επαναστατική αριστερή πτέρυγα. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, που διακρίθηκε στην οργάνωση των Πολωνών σοσιαλδημοκρατών, ήρθε γρήγορα στην επιφάνεια μέσα από τις άγριες συγκρούσεις της με τον Μπερνστάιν. Επίσης έγραψε ένα μνημειώδες έργο πάνω στη διαδικασία της συσσώρευσης του κεφαλαίου, υπερασπίστηκε τις μαζικές απεργίες στη Ρωσία και έγινε μία από τις διασημότερες ηγέτιδες (παρότι ξένη και Εβραία) μέσα στο μεγαλύτερο σοσιαλιστικό κόμμα στη γη. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ ήταν ένας πασίγνωστος αγκιτάτορας εναντίον του Γερμανικού μιλιταρισμού, είχε επιρροή σε ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας, ενώ είχε βουλευτική έδρα στο Ράιχσταγκ. Η Κλάρα Τσέτκιν ήταν γνωστή διεθνώς ως η ηγέτιδα των σοσιαλιστριών γυναικών. Άλλοι είχαν στις πλάτες τους δεκαετίες αγώνων, που τους έκαναν πλατιά αναγνωρίσιμοuς μέσα στο κόμμα, όπως ο Φραντς Μέρινγκ, o Λέο Γιόγκισες (στενός συνεργάτης και σύντροφος της Λούξεμπουργκ για πολλά χρόνια), ο Πάουλ Φρέλιχ και ο Χάινριχ Μπράντλερ. Ως προσωπικότητες, βρίσκονταν ανάμεσα στους πιο διάσημους αγκιτάτορες, διανοούμενους και εργατικούς ηγέτες που είχε αναδείξει το σοσιαλιστικό κίνημα.

Παρά ταύτα, όταν το SPD συνθηκολόγησε υπέρ του πολέμου, αυτές οι ηγετικές μορφές απομονώθηκαν, βρέθηκαν ανίκανες να παρέμβουν στη ροή των γεγονότων. Το σοκ της προδοσίας εξηγεί ένα μέρος αυτής της κατάστασης. Όταν για παράδειγμα ο Λένιν πληροφορήθηκε για την ψηφοφορία της 4ης Αυγούστου, υπέθεσε ότι επρόκειτο για απάτη από μέρους των Γερμανικών Αρχών, με σκοπό την αποθάρρυνση των σοσιαλιστών άλλων χωρών. Αλλά το βάθος της παράλυσης της Αριστεράς είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Το Σεπτέμβρη του 1914, η Λούξεμπουργκ , ο Γιόγκισες και ο Μέρινγκ έστειλαν 300 τηλεγραφήματα, ζητώντας από τα στελέχη της αριστερής πτέρυγας να συναντηθούν στο σπίτι της Λούξεμπουργκ για να συζητήσουν την αντιπολεμική στρατηγική. Μόνο η Τσέτκιν ανταποκρίθηκε θετικά.

Ο Μπρουέ χρησιμοποιεί την εμπειρία του Λίμπκνεχτ για να καταδείξει την απομόνωση και την αποθάρρυνση της Αριστεράς. Παρότι ήταν γνωστός ως αντιμιλιταριστής, είχε πεισθεί από την ηγεσία του SPD να σεβαστεί την κομματική πειθαρχία στο Ράιχσταγκ κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας της 4ης Αυγούστου. Μετά το ταξίδι του στο Βέλγιο, διαπίστωσε τις γερμανικές ακρότητες. Όταν αντιμετώπισε φίλους του στη Στουτγκάρδη, δήλωσε: «Οι επικρίσεις σας είναι απολύτως δικαιολογημένες… έπρεπε να έχω φωνάξει “Όχι” στη συνεδρίαση του Ράιχσταγκ. Έκανα ένα σοβαρό λάθος».

Καθ’ όλη τη διάρκεια του φθινοπώρου, η Αριστερά προσπαθούσε να δουλέψει μέσα στις υπάρχουσες κομματικές δομές για να εκφράσει τη διαφωνία της, όμως η ηγεσία του SPD δούλευε χέρι-χέρι με την αστυνομία, συλλαμβάνοντας και καταστέλλοντας τους διαφωνούντες, λογοκρίνοντας τις εφημερίδες και απαγορεύοντας τις πολιτικές συναντήσεις. Μέχρι το Δεκέμβρη, ο Λίμπκνεχτ είχε αποφασίσει ότι η «νόμιμη αντιπολίτευση» μέσα στους κόλπους του SPD ήταν πλέον αδύνατη. Όπως διηγείται ο Μπρουέ:

«Αντιμέτωπος με την κατάρρευση των τελευταίων του ψευδαισθήσεων, με κλονισμένα νεύρα από την κρισιμότητα της κατάστασης αλλά και έχοντας συνειδητοποιήσει ότι το όφειλε σ’ αυτούς που δεν είχαν παραιτηθεί από τα σοσιαλιστικά τους ιδανικά, ο Λίμπκνεχτ αποφάσισε να κάνει το αποφασιστικό βήμα. Ένας μόνο τρόπος έκφρασης παρέμενε ανοιχτός γι’ αυτόν, αυτός της ψήφου εναντίον των πολεμικών πιστώσεων –της ψήφου εναντίον της απόφασης του κόμματός του. Τη νύχτα της 1-2 Δεκεμβρίου, σε μία δραματική συνεδρίαση στο διαμέρισμα του Λεμπεντούρ με τους άλλους αντιπροσώπους της αντιπολίτευσης, δεν κατόρθωσε να πείσει κανέναν ότι ήταν αναγκαίο, με κάθε κόστος, να κάνουν αυτή τη θεαματική κίνηση. Στις 3 Δεκεμβρίου ψήφισε μόνος του στο Ράιχσταγκ εναντίον των πολεμικών πιστώσεων και μ’ αυτό τον τρόπο έκανε τον εαυτό του σύμβολο της αντιπολίτευσης και κέντρο του αγώνα όλων των σκόρπιων δυνάμεων».

Για την ανυπακοή του, ο Λίμπκνεχτ επιστρατεύτηκε και στάλθηκε στο μέτωπο.

Γιατί χρειάστηκε τέσσερεις μήνες ο Λίμπκνεχτ για να σπάσει την πειθαρχία στο SPD; Γιατί η Αριστερά υπήρξε τόσο αδύναμη; Σύμφωνα με τον Μπρουέ, παρά την εχθρότητα απέναντι στην ολοένα και αυξανόμενη γραφειοκρατία στο SPD και τη μετατόπιση του κόμματος προς τα δεξιά, η αριστερή πτέρυγα ποτέ δεν επεδίωξε να οργανωθεί ως μία συγκροτημένη ομάδα και να πολεμήσει για την ηγεσία του SPD. Η θεωρητική βάση για την παθητική τους στάση όσον αφορά το ζήτημα της οργάνωσης φαίνεται πιο καθαρά στον τρόπο που κατανοούσε η Λούξεμπουργκ τη σχέση μεταξύ σοσιαλιστικού κόμματος και εργατικής τάξης. Πίστευε ότι η κομματική γραφειοκρατία ήταν εγγενώς συντηρητική και αποτέλεσμα υπερβολικής συγκέντρωσης εξουσίας στα χέρια του επαγγελματικού κομματικού μηχανισμού. Υποστήριζε ότι, αν και η Αριστερά θα έπρεπε να αντιμάχεται την τάση προς τη γραφειοκρατία, η αυθόρμητη πάλη της εργατικής τάξης θα ήταν ο παράγοντας-κλειδί για το ξεπέρασμα του γραφειοκρατικού συντηρητισμού την αποφασιστική στιγμή. Στο βιβλίο της γύρω από τη Ρώσικη Επανάσταση του 1905 [σσ: «Η Μαζική Απεργία, το Κόμμα και τα Συνδικάτα»] υποστήριζε ότι οι Ρώσοι εργάτες είχαν ανακαλύψει ότι ο συνδυασμός των μαζικών οικονομικών και πολιτικών απεργιών ήταν το μέσο με το οποίο μπορούμε να αντιπαλέψουμε τον καπιταλισμό και ταυτόχρονα να ξεπεράσουμε τα συντηρητικά ή γραφειοκρατικά στοιχεία στην πορεία.

Ο Μπρουέ συμφωνεί με την έμφασή της στον μαζικό αγώνα. Παρατηρεί όμως ότι ο τρόπος που αντιλαμβανόταν τη Ρώσικη πραγματικότητα υπερεκτιμούσε το ρόλο της μαζικής δράσης στο ζήτημα για το ξεπέρασμα του ρεφορμισμού, ενώ υποτιμούσε τη σημασία της οργάνωσης, της οργάνωσης που, λόγω της περιορισμένης γερμανικής εμπειρίας, υπέθετε ότι γενικά θα έπαιζε επιβραδυντικό-ανασταλτικό ρόλο στον αγώνα.

«Οι επαγγελματίες επαναστάτες που είχαν κτίσει τη Μπολσεβίκικη πτέρυγα, με στόχο να αναπτύξουν την επαναστατική συνείδηση και τη σοσιαλδημοκρατική οργάνωση μέσα στη Ρώσικη εργατική τάξη, δρούσαν σε συνθήκες παρανομίας και καταστολής που κάθε άλλο παρά τους οδηγούσαν στον πειρασμό να προσαρμοστούν ή πολύ περισσότερο να ενσωματωθούν στο τσαρικό καθεστώς. Είχαν διατηρήσει τον επαναστατικό τους σκοπό στην πρώτη γραμμή της προπαγάνδας, αν και ο σκοπός τους ίσως να έμοιαζε ακόμα πιο απόμακρος από ό,τι στη Γερμανία, ενώ η οργάνωσή τους ήταν ισχυρά συγκεντρωτική –παρόλο που δεν υπήρχε συντηρητισμός στην καθημερινή τους πρακτική. Αντιθέτως, ο μηχανισμός της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας... κυνηγούσε την αποτελεσματική εκλογική καταγραφή… σε μια περίοδο σχετικής κοινωνικής ηρεμίας… ήταν απορροφημένος στο να σιγουρέψει ότι οι εσωτερικές διαμάχες δεν θα αποδυνάμωναν την εκλογική της επιρροή». 

Η Λούξεμπουργκ διαφωνούσε με τη μέθοδο του Λένιν να οικοδομήσει ένα συγκροτημένο, πειθαρχημένο και αυστηρά οργανωμένο κύκλο επαναστατών, με τον δικό του Τύπο και το δικό του σύστημα επικοινωνίας, που αποσκοπούσε στο να διαδώσει τις θέσεις του σε κάθε παρακλάδι του κόμματος και σε κάθε πιθανή εργατική ομάδα. Απέρριπτε ως σεχταριστική τη Λενινιστική πρακτική οικοδόμησης μιας πτέρυγας όπου θα τους συνέδεαν κοινές εμπειρίες μέσα από χρόνια δουλειάς και μια συμπεφωνημένη ηθελημένη πειθαρχία. O Μπρουέ πιστεύει ότι η Λούξεμπουργκ λανθασμένα ταύτιζε την επιμονή του Λένιν στον περιορισμό του αριθμού μελών της επαναστατικής οργάνωσης σε εκείνους που συμφωνούσαν να δουλέψουν με συγκεντρωτικό και πειθαρχημένο τρόπο, με την τάση για γραφειοκρατικοποίηση που η ίδια αντιπάλευε μέσα στο SPD. Το παράδοξο είναι ότι η πεισματική πολεμική της Λούξεμπουργκ ενάντια στη γραφειοκρατία και το συγκεντρωτισμό γενικά την οδηγούσε σε αδυναμία, σε σημείο να μην παίρνει κανένα οργανωτικό μέτρο για να πολεμήσει τη γραφειοκρατία με έναν συγκεκριμένο τρόπο, και της υπαγόρευαν μια τάση εξιδανίκευσης νέων οργανωτικών μορφών.

Όπως η ίδια έλεγε σε έναν φίλο της από την αριστερή πτέρυγα, που παραιτήθηκε από το SPD το 1908: «Δεν μπορούμε να είμαστε έξω από την οργάνωση, μακριά από την επαφή με τις μάζες. Το χειρότερο εργατικό κόμμα είναι καλύτερο από το τίποτα». Όμως αυτό δεν απαντά στο ερώτημα του πώς θα παλέψουμε πιο αποτελεσματικά για να αυξήσουμε την επιρροή της αριστερής πτέρυγας μέσα σε ένα τέτοιο κόμμα, ή το τι θα κάνουμε, αν αυτό το «χειρότερο» κόμμα μπλοκάρει την επαναστατική δράση. Οι Μπολσεβίκοι παρέμειναν στο ίδιο κόμμα με τους Μενσεβίκους (στο Ρώσικο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα) για πολλά χρόνια. Ο Λένιν δεν ήταν από θέση αρχών (τουλάχιστον πριν το 1912) εναντίον της δουλειάς μέσα στο ίδιο κόμμα με τους ρεφορμιστές. Απλά επέμενε ότι οι επαναστάτες δεν έπρεπε κατά κανένα τρόπο να παραχωρήσουν στους ρεφορμιστές το δικαίωμα να μπλοκάρουν την προπαγάνδα και την οργάνωση της Αριστεράς. Στην πραγματικότητα η Λούξεμπουργκ ήταν τόσο εχθρική απέναντι στην επιμονή του Λένιν ότι οι επαναστάτες έπρεπε να παλεύουν ανοιχτά για τη στρατολόγηση εργατών έξω από την επιρροή του Κέντρου και της Δεξιάς, που πήρε το μέρος του Κάουτσκι το 1912, κατηγορώντας τον Λένιν ότι ήθελε τη διάσπαση με τους Ρώσους Μενσεβίκους. 

Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, η μέθοδος του Λένιν αποδείχτηκε πιο αποτελεσματική από της Λούξεμπουργκ. Ο Λένιν διέθετε μια οργάνωση επαναστατών με αρχές, με ένα κρίσιμο μέγεθος, με ρίζες σε χώρους-κλειδιά, που διέδιδαν τις θέσεις τους εναντίον του πολέμου με έναν ηχηρό και ταυτόχρονα ενωτικό τρόπο και που αμέσως άρχισαν να οργανώνουν την αντίσταση στα εργοστάσια και στο μέτωπο. Η Λούξεμπουργκ λογοκρίθηκε από τη δεξιά πτέρυγα του κόμματός της και όταν της απαγορεύτηκε να κυκλοφορεί τις απόψεις της, δεν είχε ανεξάρτητη οργάνωση με δικά της έντυπα.

Η Αριστερά πλήρωνε τώρα το αντίτιμο της υποτίμησης της δύναμης της δεξιάς πτέρυγας στο SPD. Μη έχοντας οργανώσει ποτέ μια εθνικής εμβέλειας πτέρυγα για να πολεμήσει, οι επαναστάτες υποχρεώνονταν τώρα να παλεύουν κάτω από τις χειρότερες συνθήκες, δουλεύοντας κάτω από τη σημαία μιας χαλαρής ομάδας με το όνομα Σπάρτακος (Spartacus League, όνομα που διάλεξε από τον ηγέτη της εξέγερσης των σκλάβων στην αρχαία Ρώμη). Ανάμεσα στο 1914 και το 1918, οι Λούξεμπουργκ, Λίμπκνεχτ, Μέρινγκ, Γιόγκισες, Μπράντλερ και άλλοι μπαινόβγαιναν στη φυλακή και κάποιοι επιστρατεύονταν για τιμωρία. Το 1915, η Λούξεμπουργκ έγραψε τη «Μπροσούρα του Γιούνιους» (Junius Pamphlet), με την οποία καλούσε σε απεργίες για να σταματήσει ο πόλεμος και έριχνε ξεκάθαρα την ευθύνη του πολέμου στις Γερμανικές Αρχές. Το βιβλίο έπρεπε να μοιράζεται παράνομα, καθώς και η αστυνομία και η ηγεσία του SPD το κυνηγούσαν. Όμως η Μπροσούρα βρήκε ευήκοα ώτα. Την Πρωτομαγιά του 1916, εργάτες διαδήλωσαν στο Βερολίνο υπέρ της ειρήνης και κατόπιν εργάτες της μηχανουργίας, με ηγέτη τον Ρίχαρντ Μίλερ, έναν μελλοντικό ηγέτη του KPD, οργάνωσαν διαμαρτυρία για την καινούργια σύλληψη του Λίμπκνεχτ.

Στα μέσα του 1916, έγινε ολοφάνερο ότι το SPD πήγαινε για διάσπαση. Στα δεξιά, ηγέτες όπως οι Νόσκε, Σάιντεμαν και Έμπερτ υποστήριζαν ολόθερμα τον πόλεμο και επέβαλλαν αντι-απεργιακή εκεχειρία στα συνδικάτα. Μέχρι το 1915, επιδοκίμαζαν ανοιχτά τα σχέδια της κυβέρνησης για προσάρτηση ξένων εδαφών και τη δημιουργία μιας Γερμανικής αυτοκρατορίας. Στα αριστερά, η Ένωση Σπάρτακος προπαγάνδιζε ανταρσία και μαζικές απεργίες για να σταματήσει τον πόλεμο. Ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, κεντρώοι ηγέτες όπως οι Κάουτσκι, Γκεόργκ Λεμπεντούρ, Ρούντολφ Χίλφερντινγκ και Μπερνστάιν ήταν αντίθετοι στη μαζική δράση, αλλά υποστήριζαν τις διαπραγματεύσεις για να σταματήσει ο πόλεμος «όσο το δυνατόν γρηγορότερα». Η αναμενόμενη διάσπαση έθετε ένα σοβαρό ερώτημα στην Αριστερά. Θα έπρεπε να δημιουργήσουν ένα νέο καθαρά επαναστατικό κόμμα ή θα έπρεπε να συμμαχήσουν με τους κεντριστές σε ένα νέο κόμμα στο οποίο οι επαναστάτες θα παρέμεναν μειοψηφία;

Ο Καρλ Ράντεκ, ο Πολωνός κομουνιστής και στενός συνεργάτης του Λένιν, υποστήριζε την ίδρυση ενός επαναστατικού κόμματος, που θα βασιζόταν στη Μπολσεβίκικη πολιτική της μετατροπής του παγκόσμιου πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο σε κάθε εμπόλεμο έθνος: 

«Η ιδέα της οικοδόμησης κόμματος σε συμμαχία με τους κεντρώους είναι μια επικίνδυνη ουτοπία. Είτε οι συνθήκες είναι ευνοϊκές είτε όχι, οι αριστεροί ριζοσπάστες πρέπει να οικοδομήσουν το δικό τους κόμμα, αν θέλουν να εκπληρώσουν την ιστορική τους αποστολή». 

Όμως πολλοί ηγέτες της Αριστεράς εξακολουθούσαν να αρνούνται την οριστική ρήξη με το Κέντρο. Πράγματι, αυτό αποτέλεσε σοβαρή πηγή διαφωνιών στα αντιπολεμικά συνέδρια, που έλαβαν χώρα στο Τσίμερβαλντ και στο Κίενταλ το 1915-1916. Εκεί ο Λένιν δεν μπόρεσε να πείσει τους Γερμανούς Αριστερούς να γυρίσουν την πλάτη στο Κέντρο και να συνεργαστούν προς μια νέα επαναστατική διεθνή. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ εξακολουθούσαν να φοβούνται ότι κάτι τέτοιο θα τους απομόνωνε και θα έχαναν κάθε επαφή με την εργατική βάση τους (τους αριστερούς εργάτες μηχανουργίας στο Βερολίνο, για παράδειγμα), εάν διαγράφονταν με δική τους ευθύνη. Οι Σπαρτακιστές, αν και ομόθυμα συμφωνούσαν στην ανάγκη για ένα επαναστατικό κόμμα, ήταν ακόμη αρκετά διασπασμένοι πάνω στα θέματα τακτικής σχετικά με το πώς θα το ιδρύσουν. Ήταν ένα πράγμα να συμφωνήσουν πάνω στην αρχή ότι χρειάζεται ένα επαναστατικό κόμμα με αναφορά στην εργατική τάξη και ανεξάρτητο από τους κεντρώους, και άλλο πολύ πολυπλοκότερο ζήτημα να δώσουν στην πράξη ζωή σε ένα τέτοιο εγχείρημα.

Ο δισταγμός τους να προετοιμαστούν για τη διάσπαση με έναν οργανωμένο τρόπο απλώς άφησε την πρωτοβουλία στη δεξιά, που μπορούσε να επιλέξει το χρόνο και την αφορμή για τη διάσπαση. Το Μάιο του 1916, ο Ούγκο Χάαζε μίλησε στο Ράιχσταγκ, εκπροσωπώντας το Κέντρο, καταγγέλλοντας την κυβέρνηση για τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών και 33 βουλευτές του SPD ψήφισαν υπέρ των θέσεων του Χάαζε. H ηγεσία του SPD αντέδρασε αστραπιαία και τους διέγραψε όλους. Η κυβέρνηση έκλεισε τη βασική εφημερίδα του SPD στο Βερολίνο, την Vorwarts, που εξέδιδαν μέλη του SPD φίλα προσκείμενα στους κεντρώους, και παρέδωσε την εφημερίδα στη δεξιά του SPD. Δύο μήνες αργότερα ιδρύθηκε το Ανεξάρτητο SPD (USPD) με 120.000 μέλη, όπου ενώνονταν η Αριστερά με το Κέντρο, ενώ η δεξιά πτέρυγα διατήρησε 170.000 μέλη. Αν και η διάσπαση ήταν θετική με την έννοια ότι έσπαγε τη λογοκρισία πάνω στην αντιπολεμική τοποθέτηση, οι επαναστάτες (και ειδικά ο Λίμπκνεχτ) έχαναν τώρα το ηθικό πλεονέκτημα έναντι των παλιών κεντρώων, που είχαν προηγούμενα υποστηρίξει τον πόλεμο.

Επανάσταση χωρίς επαναστατικό κόμμα

Το 1917, η Φεβρουαριανή Επανάσταση ανέτρεψε τον Τσάρο και ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης και της Αριστεράς στη Γερμανία. Η Επανάσταση του Οκτώβρη σταμάτησε τον πόλεμο με τη Γερμανία (αν και με μεγάλο κόστος για τη Ρωσία) και έπεισε εκατομμύρια εργατών ότι η επανάσταση ήταν στη διεθνή ημερήσια διάταξη. Το 1918 ήταν μια χρονιά καταστροφικών οικονομικών δυσκολιών για τους γερμανούς εργάτες και τεράστιων απωλειών σε ανθρώπινο δυναμικό στο μέτωπο. Το USPD γνώρισε αλματώδη ανάπτυξη σε βάρος του SPD, ενώ η αριστερή πτέρυγα του USPD ριζοσπαστικοποιήθηκε κάτω από την επιρροή της Επανάστασης των Μπολσεβίκων. Η ιδέα μιας «ρωσικού τύπου» σοσιαλιστικής επανάστασης, βασισμένης στα εργατικά συμβούλια, έγινε πολύ δημοφιλής ανάμεσα σε εκατομμύρια εργατών και στρατιωτών. Το Νοέμβριο του 1918, οι ναύτες στασίασαν στο Κίελο και έθεσαν σε κίνηση μια γενικευμένη ανταρσία στο στράτευμα. Οι εργάτες ξεκίνησαν τη γενική απεργία, που γρήγορα οδήγησε στην πτώση του Κάιζερ, την κατάρρευση της Γερμανικής κυβέρνησης και την ανακήρυξη της Γερμανικής Δημοκρατίας. Εργατικά συμβούλια σχηματίστηκαν σε δεκάδες πόλεις με παράδειγμα τα Ρώσικα Σοβιέτ. Οι ηγέτες του Σπάρτακου αισθάνθηκαν δικαιωμένοι από την ορμή των γεγονότων. «Παρά ταύτα η οικοδόμηση μιας επαναστατικής οργάνωσης είχε καθυστερήσει πίσω από τις πύρινες πολιτικές αναλύσεις και τις υποκειμενικές απόψεις των επαναστατών, που όμως δεν ήταν ικανοί να κατανοήσουν το πλεονέκτημα… μέσα στον επαναστατικό αναβρασμό που ανέβαινε καθ’ όλη τη διάρκεια του 1918», γράφει ο Μπρουέ.

Η επανάσταση του Νοέμβρη εξαπέλυσε ένα θολό ποτάμι γεγονότων, που θα μπορούσε να βάλει σε δοκιμασία και τα πλέον ισχυρά από τα επαναστατικά κόμματα. Με το στράτευμα σε ανταρσία, τα συντηρητικά κόμματα αποφάσισαν να δώσουν την εξουσία σε έναν συνασπισμό έξι υπουργών από το SPD και το USPD, σε μια υπολογισμένη προσπάθεια να ειρηνεύσουν τις μάζες. Ο ηγέτης της δεξιάς του SPD Έμπερτ, χάρη στην επαναστατική δράση της εργατικής τάξης στην οποία ήταν αντίθετος για τόσον καιρό, τώρα έγινε καγκελάριος. Στο μεταξύ, οι συνδικαλιστές και οι αξιωματούχοι του SPD όρμησαν να καθορίσουν τα εργατικά συμβούλια με προσεκτικά επιλεγμένους έμπιστους, σε μια προσπάθεια να προλάβουν την ανάπτυξη μιας δυαδικής εξουσίας, παρόμοιας με αυτήν που υπήρξε στη Ρωσία μετά το Φεβρουάριο του 1917. Το χάος των επαναστατικών γεγονότων επέτρεψε στον πειθαρχημένο μηχανισμό του SPD να κερδίσει θέσεις εξουσίας, παρά την πλήρη αναντιστοιχία της πολιτικής του γραμμής με τις πολιτικές διαθέσεις της εργατικής τάξης.

Στο μεταξύ, ξέσπασε μια ισχυρή διαφωνία στους κόλπους του USPD. Η δεξιά τάση του κόμματος προτίμησε να ρίξει το βάρος στην υποστήριξη της κυβέρνησης του SPD-USPD και να πιέζει για τη διενέργεια νέων εκλογών για το Ράιχσταγκ, σε μια προσπάθεια να επαναφέρει στο προσκήνιο τις κοινοβουλευτικές εκλογές όπως –προπολεμικά– ήταν η βασική σοσιαλιστική τακτική. Η Λούξεμπουργκ, εκπροσωπώντας την Ένωση Σπάρτακος, μιλούσε υπέρ της ισχυροποίησης των εργατικών συμβουλίων προς τη δυαδική εξουσία, με σκοπό στο τέλος να αντικαταστήσουν το Ράιχσταγκ και την καπιταλιστική κρατική γραφειοκρατία με ένα σύστημα Ρώσικου τύπου, που θα βασιζόταν άμεσα και αποκλειστικά στα εργατικά συμβούλια. Με ψήφους 485 έναντι 185, στα μέσα του Δεκέμβρη, το συνέδριο υιοθετώντας τη δεξιά οπτική, έδειξε ότι –με το τέλος του πολέμου προ των πυλών– η πλειοψηφία της ηγεσίας του USPD ήταν εναντίον ενός ανανεωμένου κύματος εργατικού αγώνα με στόχο το σοσιαλισμό. Έτσι το USPD διχάστηκε εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ήταν απαραίτητο να αποτελέσει εναλλακτική στο SPD, αφήνοντας τους επαναστάτες χωρίς κόμμα.

Στη διάρκεια των ετών 1914-1918, οι ηγέτες του Σπάρτακου δεν αποσαφήνισαν ποτέ τους στόχους τους σε αυτό το κρίσιμο θέμα. Ήθελαν να προετοιμάσουν την ίδρυση ενός χωριστού επαναστατικού κόμματος ή απλά να προσπαθήσουν να σπρώξουν το USPD προς τα αριστερά; Σε κάθε κρίσιμο βήμα έμεναν να απορούν ποιος ήταν μαζί τους και ποιος εναντίον τους. Αντί να δίνουν τον τόνο, κατάφερναν μόνο να αντιδρούν στα γεγονότα –τον Αύγουστο του 1914, τον Γενάρη του 1917 και πάλι τον Νοέμβρη του 1918. Η απόφαση της πλειοψηφίας του USPD να απομακρυνθεί από τα εργατικά συμβούλια, εντέλει, ανάγκασε τους ηγέτες του Σπάρτακου να ιδρύσουν το δικό τους κόμμα, όμως μόνο μετά το κλείσιμο της πρώτης φάσης της επανάστασης. Το πικρό συμπέρασμα του Μπρουέ είναι ότι οι επαναστατικές ιδέες της Ένωσης Σπάρτακος και η ικανότητα να εμπνέουν αγωνιστικά ξεσπάσματα αποδείχτηκαν όπλα όχι αρκετά για να ανταγωνιστούν τα οργανωμένα κόμματα του SPD και του USPD. Οι επαναστάτες ήταν θλιβερά ανέτοιμοι για την επανάσταση. Αν θέλουμε να κάνουμε κάποιες συγκρίσεις, τον Γενάρη του 1917 οι Μπολσεβίκοι είχαν περίπου 25.000 μέλη με μια δεκαπενταετή παράδοση κοινής κομματικής δράσης, τις εμπειρίες του 1905 στο οπλοστάσιό τους και έναν εντυπωσιακό αριθμό παράνομων και νόμιμων εντύπων, που διανέμονταν σε δεκάδες χιλιάδες εργάτες. Η Ένωση Σπάρτακος είχε μερικές εκατοντάδες μελών, δεν είχε δικά της έντυπα πλατιάς κυκλοφορίας, ενώ είχε μικρή εμπειρία οργανωμένου αγώνα εναντίον των άλλων πολιτικών ομάδων και κομμάτων και περιορισμένη εμπειρία στην καθημερινή καθοδήγηση της ταξικής πάλης.

Η ίδρυση του KPD

Παρά το φανερά αργοπορημένο ξεκίνημα, στα τέλη του Νοέμβρη του 1918, οι προοπτικές της ίδρυσης ενός επαναστατικού κόμματος φάνηκαν ικανοποιητικές για τους ηγέτες του Σπάρτακου. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ έλπιζαν ότι θα εντάξουν τρεις σημαντικές ομάδες επαναστατών στο νέο κόμμα: Καταρχήν, τα ηγετικά στελέχη –συμπεριλαμβανομένων των ίδιων– της Ένωσης Σπάρτακος (Πάουλ Λέβι, Τσέτκιν, Φρέλιχ κλπ.), επίσης τις ριζοσπαστικές κομουνιστικές ομάδες που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στο USPD, όπως και τις δυνάμεις της πρόσφατα ριζοσπαστικοποιημένης νεολαίας και τέλος τους επαναστάτες συνδικαλιστές βάσης που βρίσκονταν κυρίως γύρω από τους εργάτες μηχανουργίας στο Βερολίνο.

Στην πράξη, οι δυνάμεις που προσέλκυσε το ιδρυτικό συνέδριο του KPD ήταν μικρότερες. Στο Βερολίνο, στις 30 Δεκεμβρίου του 1918, συναντήθηκαν μόλις 112 αντιπρόσωποι, εκπροσωπώντας αρκετές χιλιάδες μέλη και δεκάδες χιλιάδες ενεργούς συμπαθούντες του νέου κόμματος. Ο Ρίχαρντ Μίλερ και οι συνδικαλιστές βάσης δεν ήταν καν παρόντες στο ιδρυτικό συνέδριο του KPD, καθώς γενικά θεωρούσαν την πλειονότητα των στελεχών του KPD θερμοκέφαλους και τυχοδιώκτες. Ο Λίμπκνεχτ προσπάθησε να γεφυρώσει το κενό, προωθώντας διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαφόρων ομάδων. Τα πράγματα δυσκόλευαν από το γεγονός ότι οι περισσότεροι αντιπρόσωποι του KPD φάνηκαν να έχουν μια ολότελα ουτοπιστική εκτίμηση των δυνάμεών τους. Για παράδειγμα, ψήφισαν υπέρ του μποϊκοτάζ στις εκλογές για το Ράιχσταγκ, που είχε προκηρύξει η κυβέρνηση του SPD και του USPD για το Φεβρουάριο του 1919. Ο Ότο Ρούλε, που είχε μετατοπιστεί προς ενός είδους αναρχικές θέσεις, διαφώνησε με την κατηγορηματική θέση του Λέβι να εκμεταλλευτούν τις εκλογές σαν πλατφόρμα για να οικοδομήσουν το KPD, διακηρύσσοντας: «Σήμερα έχουμε άλλες πλατφόρμες. Ο Δρόμoς είναι μια μεγάλη πλατφόρμα, που δεν θα εγκαταλείψουμε, ακόμα και αν μας τουφεκίσουν».

Η Λούξεμπουργκ, ο Λίμπκνεχτ, ο Λέβι, η Τσέτκιν και σχεδόν όλοι οι επιφανείς ηγέτες του Σπάρτακου υποστήριξαν τη συμμετοχή στις εκλογές, με το σκεπτικό ότι το SPD και το USPD είχαν πετύχει να υποβαθμίσουν τα εργατικά συμβούλια και η επαναστατική Αριστερά ήταν αρκετά αδύναμη να δημιουργήσει μια νέα επανάσταση μόνη της. Έτσι, το KPD έπρεπε να χρησιμοποιήσει τις εκλογές ως βάση (πλατφόρμα) για να διαδώσει τις ιδέες της και να στρατολογήσει νέα μέλη, όπως είχαν κάνει οι Μπολσεβίκοι μετά την επανάσταση του 1905. Παρά ταύτα η μεγάλη πλειοψηφία των αντιπροσώπων του KPD ήταν πολύ εχθρική απέναντι σε αυτή τη θέση, επειδή περίμεναν ότι μια νέα αυθόρμητη επανάσταση θα ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή. Έτσι με ψήφους 62 έναντι 23 πέρασε η αποχή στις εκλογές. Ακόμα χειρότερα, στην επόμενη ψηφοφορία συνεδρίου του KPD, και δυστυχώς αυτή τη φορά με την υποστήριξη της Λούξεμπουργκ, τα εργατικά συνδικάτα θεωρήθηκαν ξεπερασμένα και οι επαναστάτες έπρεπε να πιέσουν τους εργάτες να παραιτηθούν από αυτά χάριν των εργατικών συμβουλίων.

Αυτές οι υπερ-αριστερές θέσεις (και ο δισταγμός του Μίλερ να τα σπάσει με τους κεντρώους) οδήγησαν στην κατάρρευση των διαπραγματεύσεων με τους επαναστάτες συνδικαλιστές βάσης. Ο Μπρουέ εξηγεί την επίπτωση: 

«Οι Σπαρτακιστές ήταν απομονωμένοι από αυτούς τους μαχητικούς οργανωτές της εργατικής τάξης, τα αυθεντικά αναντικατάστατα στελέχη ενός εργατικού επαναστατικού κόμματος, καθώς είχαν συνείδηση του γεγονότος ότι δεν είχαν καμία σύνδεση με το κίνημα των βιομηχανικών εργατών. Από την άλλη, οι αξιοθαύμαστοι μαχητές των εργοστασίων του Βερολίνου έτσι στερούντο της πολιτικής καθοδήγησης της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ... Το νεογέννητο Κομουνιστικό Κόμμα ήταν ευθύς εξαρχής απομονωμένο από τις μάζες και καταδικασμένο σε ανεπάρκεια πριν ακόμα μπει στη μάχη».

Ο Λέβι σχολίαζε πικρά: 

«Ο αέρας του Βερολίνου… ήταν γεμάτος από την επαναστατική ένταση… Δεν υπήρχε κανείς που να μην αισθάνεται ότι το άμεσο μέλλον θα έφερνε περισσότερες μεγάλες διαδηλώσεις και δράσεις… οι αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν αυτές τις μέχρι τότε ανοργάνωτες μάζες, που είχαν έρθει σε μας μέσα από τη μάχη και για τη μάχη, απλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι κάθε καινούρια δράση ήταν εύκολα προβλέψιμη και μπορούσε να καταλήξει όχι σε νίκη, αλλά σε υποχώρηση. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν, ούτε στα όνειρά τους, ότι θα χρειαστεί να ακολουθήσουν μια τακτική που θα τους άφηνε ένα περιθώριο ελιγμών, εάν χρειαζόταν να υποχωρήσουν». 

Τότε η Λόυξεμπουργκ πίστευε ότι ο αριστερισμός του KPD ήταν οι φυσιολογικές «στριγκλιές» ενός νεογέννητου. Πίστευε ότι «το νέο κόμμα θα έβρισκε το σωστό δρόμο παρά τα λάθη του…». Ίσως προσπαθούσε να ωραιοποιήσει μια κατάσταση, είναι όμως επίσης πιθανό η αισιόδοξη άποψή της να βασιζόταν στην ακλόνητη πίστη της ότι οι αυθόρμητες μάχες της εργατικής τάξης θα διόρθωναν τα «λάθη» του KPD στην πράξη. Ακόμα και στο ιδρυτικό συνέδριο του KPD, η Λούξεμπουργκ απέφυγε την προσπάθεια να χρησιμοποιήσει το κύρος της για να πειθαρχήσει τις γραμμές του. Για παράδειγμα, ενώ έκανε μια καταπληκτική παρουσίαση των γενικών αρχών του KPD και γενικά επιχειρηματολόγησε εναντίον του αριστερισμού, άφησε τον Λέβι, που δεν απολάμβανε τον σεβασμό που αυτή είχε μέσα στους νεαρούς αντιπροσώπους, να κάνει μια πιο αμφιλεγόμενη εισήγηση για την ανάγκη να συμμετάσχουν στις εκλογές.

Το νεαρό KPD εισήλθε στην περίοδο της αστάθειας του Ιανουαρίου του 1919 με τη δύναμη να οργανώνει κάποιες σημαντικές διαδηλώσεις, και κάποια από τα ηγετικά στελέχη του είχαν τη συμπάθεια και μπορούσαν να υπολογίζουν στη συνεργασία μερικών στελεχών, που είχαν επιλέξει να παραμείνουν στο USPD, όπως ο Μίλερ για παράδειγμα. Όμως το KPD είχε ουσιαστικά μια ανοργάνωτη βάση, με περίπου 3.000 μέλη, που δεν είχαν μια σαφή ιδέα για το πώς θα δράσουν σαν οργανωμένο κόμμα. Συγκρινόμενο με τον μηχανισμό πανεθνικής εμβέλειας και τη μαζική βάση μελών του SPD και του USPD (τα δύο μαζί αριθμούσαν πάνω από 100.000 μέλη), το KPD ήταν στην πραγματικότητα αδύναμο. Οι δυνάμεις του ήταν τόσο περιορισμένες, που στην πραγματικότητα χρειαζόταν αγώνας έστω και μόνο για να επικοινωνήσουν ανάμεσα στις πόλεις, αλλά και ανάμεσα σε συνοικίες του Βερολίνου. Το πρόβλημα γινόταν όλο και πιο σύνθετο, αν συνυπολογίσει κανείς το μείγμα του αριστερίστικου ενθουσιασμού που περιέγραφε ο Λέβι, με την έλλειψη μιας έμπειρης ηγετικής ομάδας, που θα ενέπνεε την ενοποίηση και την αφοσίωση των στελεχών και των μελών. Ενώ ο Λένιν χαιρέτησε την ίδρυση του κόμματος, ήταν ένα κόμμα που δεν μπορούσε ακόμη να συντονίσει τα γεγονότα σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο.

Όμως αυτή η συνειδητοποίηση ήρθε μόνο μετά από ένα ακόμη τρομερό χτύπημα. Σε απάντηση σε μια προβοκάτσια των Αρχών του SPD του Βερολίνου, ο Λίμπκνεχτ και οι επαναστάτες συνδικαλιστές βάσης (οι οποίοι λίγες μόνο μέρες πριν είχαν αρνηθεί να ενωθούν με την αριστερίστικη νεολαία του KPD) κήρυξαν γενική απεργία και κάλεσαν το λαό να ανατρέψει την κυβέρνηση. Ο Ράντεκ προειδοποιούσε την ηγεσία του KPD για τον κίνδυνο: 

«Στην μπροσούρα σας… “Τι Θέλει η Ένωση Σπάρτακος”, δηλώνετε ότι θέλετε να καταλάβετε την εξουσία, εφόσον σας στηρίξει η πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Αυτή η πέρα για πέρα σωστή οπτική στηρίζεται στο απλό γεγονός ότι μια εργατική κυβέρνηση δεν μπορεί να σχηματιστεί, εάν δεν έχει την υποστήριξη και τη μαζική οργάνωση του προλεταριάτου. Σήμερα, οι μόνες μαζικές οργανώσεις που μπορεί κανείς να υπολογίζει, τα εργατικά και στρατιωτικά συμβούλια, δεν έχουν δύναμη παρά μόνο στα χαρτιά. Συνεπώς, δεν είναι το κόμμα του αγώνα, το Κομουνιστικό Κόμμα, αυτό που τους καθοδηγεί, αλλά είναι οι σοσιαλ-πατριώτες και οι Ανεξάρτητοι. Σε μια τέτοια κατάσταση, δεν υπάρχει πιθανότητα ούτε στα όνειρα, το προλεταριάτο να πάρει την εξουσία. Ακόμα και αν, ως αποτέλεσμα πραξικοπήματος, έπεφτε η κυβέρνηση στα χέρια σας, θα αποκοβόσασταν ταχύτατα από την επαρχία, και αυτή η κυβέρνηση θα κατέρρεε μέσα σε λίγες μόνο ώρες».

Αν και αρχικά η απεργία συνάντησε ενθουσιασμό, ήταν φτωχά οργανωμένη και η κυβέρνηση του SPD μπόρεσε να ανταποδώσει το χτύπημα. Η απεργία του Ιανουαρίου ήταν παρόμοια πρόκληση με αυτή που αντιμετώπισαν οι Μπολσεβίκοι τον Ιούλη του 1917. Τότε, οι μάζες των εργατών και των στρατιωτών της Πετρούπολης κατέβηκαν σε μισο-οργανωμένες και μισο-αυθόρμητες απεργίες και ένοπλες διαδηλώσεις. Ο Λένιν διαφωνούσε με αυτές τις κινητοποιήσεις, γιατί υποστήριζε ότι, και αν ακόμη έπαιρναν την εξουσία στην Πετρούπολη, η υπόλοιπη χώρα δεν θα ήταν ακόμα πολιτικά έτοιμη και γρήγορα οι επαναστάτες θα απομονώνονταν και θα καταστέλλονταν από τις πιο συντηρητικές στρατιωτικές δυνάμεις. Οι Μπολσεβίκοι αποκάλεσαν τις Μέρες του Ιούλη: «κάτι περισσότερο από απεργία, κάτι λιγότερο από εξέγερση». Ακόμα και αν διαφωνούσαν με τις διαμαρτυρίες, έστειλαν τις δεκάδες χιλιάδες των μελών τους στους δρόμους της Πετρούπολης μαζί με τους εργάτες και τους στρατιώτες, για να κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να αποφευχθεί το χάος. Αν και αυτό εξόργισε πολλούς από τους πρόσφατα ριζοσπαστικοποιημένους εργάτες και στρατιώτες, οι Μπολσεβίκοι κατόρθωσαν να εμποδίσουν έναν πρώιμο ξεσηκωμό και, τελικά, να βοηθήσουν τις μάζες σε μια σχετικά συντεταγμένη και οργανωμένη υποχώρηση, όταν η Δεξιά αντεπιτέθηκε. 

Αντιμέτωπο με ένα παρόμοιο αυθεντικό ξέσπασμα οργής και απογοήτευσης ενάντια στην κυβέρνηση του SPD από την πλευρά της εργατικής τάξης του Βερολίνου και των χιλιάδων παροπλισμένων στρατιωτών, το KPD αποδείχτηκε ανίκανο να χρησιμοποιήσει τις τακτικές που είχαν χρησιμοποιήσει οι Μπολσεβίκοι στις Μέρες του Ιούλη. Ο Μπρουέ φωτίζει την αδυναμία του KPD, δείχνοντας ότι όχι μόνο ο Λίμπκνεχτ αγνόησε τις αποφάσεις του κόμματος, αλλά και ότι οι κομματικές δυνάμεις ήταν τόσο ανεπαρκείς, που ακόμα και η ίδια η Λούξεμπουργκ δεν γνώριζε τι έκανε ο στενότερός της συνεργάτης. Η απόσταση μεταξύ Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ δεν ήταν απλά θέμα χαρακτήρα. Στη διάρκεια των Ημερών του Ιούλη, πολλοί Μπολσεβίκοι υιοθέτησαν μια τακτική σαν του Λίμπκνεχτ, να πιέσουν όσο το δυνατόν περισσότερο, ανταποκρινόμενοι στη ριζοσπαστικοποίηση μερικών δεκάδων χιλιάδων εργατών στην κορυφαία επαναστατική πόλη. Όμως, το Μπολσεβίκικο Κόμμα, στο σύνολό του, μπορούσε να κερδίζει αυτά τα στελέχη του με τη γραμμή του κόμματος και να διατηρεί την ενότητα του κόμματος στην πράξη. Η Λούξεμπουργκ μπορεί να μοιραζόταν την προσέγγιση του Λένιν για τις «Μέρες του Ιούλη» της Γερμανικής Επανάστασης, δεν μπόρεσε όμως να κερδίσει το νεαρό κόμμα της σε μια συντονισμένη δράση. Αντί να οδηγήσει τους εργάτες του Βερολίνου έξω από την παγίδα, το KPD τους ακολούθησε μέσα σ’ αυτήν. Όταν κρύβονταν μαζί με τον Λίμπκνεχτ κατά τη διάρκεια της καταστολής που ακολούθησε την ήττα της απεργίας, η Λούξεμπουργκ διάβασε για πρώτη φορά έναν απολογισμό για τον ρόλο του Λίμπκνεχτ στην πρόωρη εξέγερση. «Και του είπε, “Καρλ, αυτό είναι το πρόγραμμά μας;”. Μεταξύ τους έπεσε σιωπή».

Ο Ρεφορμισμός γίνεται αντεπανάσταση

Σύμφωνα με τον Μπρουέ, αν η πρώτη φάση της Γερμανικής επανάστασης απέδειξε ότι το KPD ήταν ανέτοιμο για να ανταποκριθεί στα καθήκοντα, απέδειξε ταυτόχρονα ότι οι ρεφορμιστές ηγέτες του SPD, που πριν τον πόλεμο εμφανίζονταν ως οπαδοί της «μετριοπάθειας» και των «σταδιακών αλλαγών», τώρα αποδείχτηκαν οι πιο ανελέητοι και πανούργοι εκφραστές της αντεπαναστατικής βίας. Μπροστά στην κατάρρευση του τακτικού στρατού, η Γερμανική άρχουσα τάξη χρηματοδότησε μια παραστρατιωτική δύναμη χιλιάδων δεξιών αξιωματικών, τα διαβόητα Φράι Κορπς. Ενώ αυτή η δύναμη ήταν αρχικά μικρή (4.000 πολεμιστές), ήταν πειθαρχημένη, καλά εξοπλισμένη και αφοσιωμένη στο καθήκον να τσακίσουν τους εργάτες και να διαλύσουν την επαναστατική Αριστερά. Οι υπουργοί του SPD, ειδικά ο Nόσκε, βοήθησαν στη δημιουργία αυτής της δύναμης, την υπερασπίστηκαν και τη χρησιμοποίησαν για να επανέλθει η τάξη σε ολόκληρη τη Γερμανία στους μήνες που ακολούθησαν τον Νοέμβρη του 1918. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η δεξιά του SPD απέδειξε ότι όχι μόνο ήταν επιδέξια στις μεθοδεύσεις και τις εκλογικές μανούβρες στην υπηρεσία του Γερμανικού καπιταλισμού, αλλά και ανελέητη. Δεν δίστασε μπροστά σε δολοφονίες, ακόμα και αν αυτό σήμαινε δολοφονίες πρώην συντρόφων.

Στην κορύφωση της γενικής απεργίας του Ιανουαρίου, η ελεγχόμενη από το SPD εφημερίδα Vorwarts δημοσίευσε ένα άρθρο δηλώνοντας: «Ο Καρλ, η Ρόζα και οι συνεργάτες τους κανείς τους νεκρός, ούτε ένας τους δεν είναι ανάμεσα στους νεκρούς». Αυτό θεωρήθηκε από τους πάντες ως το πράσινο φώς για τη δολοφονία τους, η οποία εκτελέστηκε από τα Φράι Κορπς μόλις δύο μέρες μετά. Οι Λίμπκνεχτ-Λούξεμπουργκ συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν χωρίς δίκη. Ο υπουργός του SPD Σάιντεμαν δικαιολόγησε τις δολοφονίες, ρίχνοντας υποκριτικά την ευθύνη στα θύματα: «Βλέπετε πως και οι ίδιοι έπεσαν θύματα της δικής τους τρομοκρατικής τακτικής!». «Μετά από αυτό, ανάμεσα στους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες και τους κομουνιστές θα υπήρχε πάντα το αίμα του Λίμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ», εξηγεί ο Μπρουέ. 

Η εξέγερση του Ιανουαρίου και το κύμα της καταστολής, που την ακολούθησε, πισωγύρισαν την επανάσταση και έστειλαν το KPD στην παρανομία. Ο Ράντεκ συνελήφθη, αλλά δεν δολοφονήθηκε. Ο Γιόγκισες δολοφονήθηκε, «πυροβολήθηκε, ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει». Σε ένα περιστατικό, ο υπολοχαγός Μάριοχ συνειδητά διάλεξε και πυροβόλησε 29 ναύτες, «επειδή φαίνονταν ύποπτα ευφυείς». Στα απομνημονεύματά του, ο Νόσκε παραδέχεται ότι 1.200 επαναστάτες σφαγιάστηκαν, οι επαναστάτες ισχυρίζονται ότι ξεπερνούν τις 3.000.

Ο Μπρουέ υποστηρίζει: 

«Η ηγεσία του Κομουνιστικού Κόμματος δεν είχε κατορθώσει να αποτρέψει τη συντριβή ενός κινήματος, το οποίο η ίδια είχε βοηθήσει να ξεσπάσει, ενώ δεν είχε κάνει τίποτα για να το ελέγξει. Είχε αφήσει από πολύ καιρό να της ξεφύγει η ευκαιρία ενός αγώνα για ένα ενωμένο ταξικό μέτωπο ενάντια στους ηγέτες, που είχαν συμμαχήσει με τους στρατηγούς. Θα πλήρωνε βαρύ αντίτιμο για την αριστερίστικη δράση που είχε υιοθετηθεί, χωρίς να υπάρχουν τα κατάλληλα αντανακλαστικά από τον Λίμπκνεχτ και την πλειοψηφία των επαναστατών συνδικαλιστών βάσης». 

Παρά τις απώλειες, το KPD και η επαναστατική πρωτοπορία της εργατικής τάξης δεν εξουδετερώθηκαν. Έζησαν τα επόμενα τεσσεράμισι χρόνια, δίνοντας σκληρό αγώνα για να βρουν απαντήσεις στα ερωτήματα που είχαν αφήσει αναπάντητα οι μάρτυρες του 1919. Η περίοδος αυτή θα μας απασχολήσει στο δεύτερο μέρος αυτής της παρουσίασης.

Συμπέρασμα

Η ισορροπημένη ανάλυση του Μπρουέ παρέχει πολλά σημαντικά μαθήματα για τους επαναστάτες του σήμερα. 

Καταρχήν, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος επιβεβαίωσε ότι οι ιδέες έχουν σημασία –στην πραγματικότητα είναι ικανές να οδηγήσουν τους ανθρώπους σε διαφορετικές μεριές των οδοφραγμάτων. Η διαμάχη του Μπερνστάιν με τη Λούξεμπουργκ είχε ζωτικές συνέπειες, ακόμα και εάν τότε αυτό δεν ήταν απολύτως καθαρό. Η προσπάθεια του Κάουτσκι να υποβαθμίσει τη σημασία αυτής της σύγκρουσης οδηγούσε στον αποπροσανατολισμό της αριστερής πτέρυγας κι έδινε χρόνο στη δεξιά να παγιώσει τον έλεγχό της στον κομματικό μηχανισμό. 

Δεύτερο, οι καπιταλιστές είναι ιδιαίτερα ευρηματικοί, όταν έρχεται η στιγμή να αμυνθούν και να μεταφέρουν το κόστος της κρίσης πάνω στην εργατική τάξη. Όμως, ο ανελέητος οικονομικός ανταγωνισμός, που βρίσκεται στην καρδιά του καπιταλιστικού συστήματος διεθνώς, σπρώχνει τους καπιταλιστές και τις αστικές κυβερνήσεις σε κάθε χώρα να συγκρούονται μεταξύ τους, με την ελπίδα ότι ο καθένας απ’ αυτούς ξεχωριστά θα επιβιώσει μπροστά στην απειλή της καταστροφής. Ο Κάουτσκι δεν πίστευε ότι ο Ευρωπαϊκός καπιταλισμός θα έφτανε σε ολοκληρωτικό πόλεμο. Στη πραγματικότητα αυτό έγινε δύο φορές μεταξύ του 1914 και του 1945.Ο καπιταλισμός εκτρέφει τον πόλεμο και αυτός ο κίνδυνος μπορεί να ξεπεραστεί μόνο όταν αντικατασταθεί από τον σοσιαλισμό –ένα μάθημα με ολοφάνερα ανεκτίμητη αξία στο σημερινό κόσμο.

Τέλος, η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ ήταν πολιτικοί γίγαντες. Τους έλειπε, όμως, ένα ισχυρό πολιτικό κόμμα με ξεκάθαρες Μαρξιστικές ιδέες ριζωμένες στην εργατική τάξη, γεγονός που τους εμπόδισε να κάνουν τις επαναστατικές τους ιδέες πράξη. Το βιβλίο του Μπρουέ θα βοηθήσει μια καινούρια γενιά αγωνιστών να διδαχθούν απ’ αυτές τις αλήθειες.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Carl E.Schorske, «Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία 1905-1917: Η δημιουργία του μεγάλου σχίσματος (German Social Democracy 1905-1917 :The Development of the Great Schism), Cambridge, Mass: Harvard University Press,1983.

2. Ό.π., 23.

Μέρος Β΄: Από το Γενάρη του 1919 ως την τελική ήττα

Η δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ, το Γενάρη του 1919, από αντιδραστικές ένοπλες συμμορίες που δρούσαν με την ενθάρρυνση και υπό την προστασία της κυβέρνησης SPD, χώρισε με αίμα τους σοσιαλδημοκράτες που ήθελαν να μεταρρυθμίσουν το γερμανικό καπιταλισμό σε συμμαχία με την αστική τάξη και τους σοσιαλιστές επαναστάτες που ήθελαν να ανατρέψουν το σύστημα του κέρδους και να το αντικαταστήσουν με μια επαναστατική εργατική κυβέρνηση. 

Το πρώτο μέρος αυτής της παρουσίασης κάλυψε την ανάλυση του Πιερ Μπρουέ για τα γεγονότα που εξελίχθηκαν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως το ξέσπασμα της επανάστασης το Νοέμβρη του 1918, τα οποία διέσπασαν το μεγαλύτερο σοσιαλιστικό κόμμα στον κόσμο και έφεραν πρώην συντρόφους σε αντίπαλα στρατόπεδα. Το δεύτερο μέρος θα εξετάσει τι ακολούθησε. Συγκεκριμένα: Τις δυσκολίες και τις επιτυχίες στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός επαναστατικού μαζικού κόμματος, του Κομουνιστικού Κόμματος (KPD), σε διαχωρισμό και αντιπαράθεση με το SPD. Τα εμπόδια στην προσπάθεια δημιουργίας μιας συλλογικής και ικανής επαναστατικής ηγεσίας. Την εξέλιξη της στρατηγικής και της τακτικής του KPD. Τέλος, τα οφέλη και τα προβλήματα που προέκυψαν από την ίδρυση της Κομουνιστικής Διεθνούς.

Η πάλη ενάντια στον αριστερισμό

Τους πρώτους μήνες του 1919, ένας εμφύλιος πόλεμος μαινόταν σε όλη τη Γερμανία. Οι εργάτες εξεγέρθηκαν αυθόρμητα ενάντια στην απόπειρα των αφεντικών και της ηγεσίας του SPD να συντρίψουν τα εργατικά συμβούλια  και να καταστρέψουν τη βάση της δύναμης των εργατών. Τα Freikorps, μια δύναμη μερικών δεκάδων χιλιάδων πρώην αξιωματικών του στρατού που ήταν καλοπληρωμένοι και αντιδραστικοί πολιτικά, μεταφέρονταν από πόλη σε πόλη και έσπαγαν τις απεργίες, άνοιγαν πυρ ενάντια σε διαδηλώσεις, δολοφονούσαν ριζοσπάστες εργάτες και αιχμαλώτιζαν χιλιάδες.  

Αυτά τα τάγματα στην υπηρεσία του SPD δολοφόνησαν χιλιάδες εργάτες. Στη συνέχεια τα αφεντικά έβαλαν σε μαύρες λίστες χιλιάδες επαναστάτες εργάτες. Η ματαιότητα των απομονωμένων εξεγέρσεων, που δεν συντονίζονταν από ένα πειθαρχημένο επαναστατικό κόμμα, ήταν ένα μάθημα το οποίο εμπεδώθηκε με πολύ βαρύ κόστος. Αυτό εξηγεί γιατί ο αναρχισμός δεν έπαιξε ποτέ σημαντικό ρόλο στο γερμανικό εργατικό κίνημα, ακόμα και στις κορυφαίες στιγμές της επανάστασης.   

Ο Πάουλ Λέβι, που αναδείχθηκε ως βασικός ηγέτης του KPD μετά τις δολοφονίες της Λούξεμπουργκ και άλλων ηγετικών στελεχών του κόμματος το 1919, δήλωνε: 

«Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένας κομουνιστής στη Γερμανία που να μη μετανιώνει για το ότι η ίδρυση ενός Κομουνιστικού Κόμματος δεν έγινε πολύ πιο νωρίς, πριν τον πόλεμο…».

Το ζήτημα που τίθετο πλέον ήταν πώς χτίζεται ένα τέτοιο κόμμα. Στο ιδρυτικό συνέδριο, το Δεκέμβρη του 1918, το KPD είχε μόνο μερικές χιλιάδες μέλη. Μετά την αιματηρή καταστολή των αρχών του 1919, κατόρθωσε να αναπτυχθεί ταχύτατα σε πάνω από 90.000 μέλη. Αλλά στο μεταξύ «διαποτίστηκε» από αριστερισμό –ας θυμηθούμε ότι στο ιδρυτικό συνέδριο η πλειοψηφία εναντιώθηκε στην παρέμβαση στις κοινοβουλευτικές εκλογές και αρνήθηκε τη δουλειά μέσα στα υπάρχοντα συνδικάτα– ενώ μετά βίας λειτουργούσε ως ένα στοιχειωδώς συντονισμένο πανεθνικά κόμμα.  

Τους νεαρούς, ανυπόμονους αγωνιστές του KPD δεν τους απασχολούσε καθόλου το ζήτημα της σύνδεσης με τις μεγάλες «μεραρχίες» της εργατικής τάξης, που εξακολουθούσαν να έχουν αυταπάτες για το ρεφορμιστικό SPD ή το κεντριστικό Ανεξάρτητο SPD (USPD). Τα περισσότερα νεαρά μέλη του κόμματος αρνούνταν να αναγνωρίσουν τον αντίκτυπο που είχε στην εργατική τάξη η ήττα στις αρχές του 1919. Η υποχώρηση των εργατικών συμβουλίων, το Δεκέμβρη του 1918, έκανε τους περισσότερους εργάτες να αποδεχτούν ότι ο καλύτερος τρόπος να υπερασπιστούν τα ταξικά τους συμφέροντα ήταν να ψηφίσουν τους σοσιαλιστές υποψήφιους στις κοινοβουλευτικές εκλογές. Στις εκλογές στις 19 Γενάρη, το SPD κέρδισε 11,5 εκατομμύρια ψήφους και το USPD άλλα 2 εκατομμύρια. Αθροιστικά είχαν το 46% της πανεθνικής ψήφου και αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής ψήφου. Η έκκληση του KPD για αποχή στις εκλογές αγνοήθηκε πλήρως. Κι όμως οι περισσότεροι νέοι κομουνιστές αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν αυτή την πραγματικότητα κι αντίθετα καλούσαν για την άμεση ανατροπή της κυβέρνησης SPD, που είχε μόλις σχηματιστεί, όπως και του ηγέτη του SPD, Φρίντριχ Έμπερτ, που εξελέγη Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τη νέα βουλή το Γενάρη του 1919. 

Το ζήτημα της αντιμετώπισης του αριστερισμού προκάλεσε έναν έντονο τριμερή διάλογο ανάμεσα στον Πάουλ Λέβι, τον Καρλ Ράντεκ και τον Βλαντιμίρ Λένιν. Δύο παράγοντες έπαιζαν ρόλο σ’ αυτή τη συζήτηση. 

Ο πρώτος ήταν το ζήτημα της πιθανότητας μιας άμεσης επανάστασης. Ακόμα και μετά την καταστολή το Γενάρη του 1919, ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι πίστευαν ότι οι εργάτες ίσως μπορούσαν ακόμα να καταλάβουν την εξουσία, έστω κι αν δεν είχαν στη διάθεσή τους ένα καλά οργανωμένο επαναστατικό κόμμα. Το Μάρτη εκείνης της χρονιάς, ανακηρύχθηκε η σοβιετική κυβέρνηση στην Ουγγαρία, με την καθοδήγηση του πρόσφατα συγκροτημένου Κομουνιστικού Κόμματος, υπό την ηγεσία του Μπέλα Κουν. Ο Λένιν, αν και ανησυχούσε ότι ο Κουν εμπιστευόταν υπερβολικά τους Σοσιαλδημοκράτες, που δήλωναν ότι υποστηρίζουν τη νέα κυβέρνηση, εξακολουθούσε να ελπίζει σε νέες εξελίξεις. Ο Ράντεκ και ο Λέβι ήταν πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στην αισιοδοξία του Λένιν. Στα μέσα του 1919 και οι δυο συμφωνούσαν ότι:  

«Η αυταπάτη μιας γρήγορης νίκης [στη Γερμανία] προέκυπτε από τη λάθος ερμηνεία των μαθημάτων της Ρωσικής Επανάστασης, οι συνθήκες της οποίας… δεν ήταν σε καμιά περίπτωση ίδιες με αυτές της επανάστασης στην Ευρώπη. Καταρχήν, ο Πόλεμος, ο οποίος στη Ρωσία είχε κινητοποιήσει την αγροτιά στο πλευρό του προλεταριάτου, είχε πλέον τελειώσει. Σε κάθε περίπτωση, η αγροτιά στη Δύση ήταν λιγότερο ομογενοποιημένη από τη Ρωσική αγροτιά. Επιπλέον, η ρωσική αστική τάξη ήταν νεαρή, αδύναμη, βαθιά υποκείμενη στο ξένο κεφάλαιο και είχε αποκτήσει για πρώτη φορά πολιτική εξουσία μόλις το Μάρτη του 1917… Ενώ η αστική τάξη στην Ευρώπη ήταν έμπειρη, καλά οργανωμένη στη βάση της οικονομικής της συγκέντρωσης, είχε πλούσια εμπειρία δεκαετιών εξουσίας και, τέλος, είχε διδαχθεί από τη ρωσική εμπειρία… Στις ανεπτυγμένες χώρες, οι αυταπάτες για την ικανότητα του καπιταλισμού να ξεπεράσει την κρίση του ήταν ισχυρότερες, ειδικά στο πιο προνομιούχο στρώμα της εργατικής αριστοκρατίας. Αν και μακροπρόθεσμα αυτό το στρώμα θα ενωθεί με το υπόλοιπο προλεταριάτο, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι οι επόμενοι μεγάλοι προλεταριακοί αγώνες θα έχουν μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα και, συνεπώς, η διαδικασία της αλλαγής των συνειδήσεων των μαζών θα είναι μακρά». 

Ο δεύτερος παράγοντας που έπαιζε ρόλο σ’ αυτή τη συζήτηση ήταν μια διαφωνία ως προς το αν κάποιοι «αριστεριστές» θα μπορούσαν να πειστούν ή, ακόμα κι αν δεν γινόταν να πειστούν, θα έπρεπε παρ’ όλα αυτά να γίνουν ανεκτοί μέσα στο κόμμα ως αντίβαρο στα πιο συντηρητικά στοιχεία. 

Σε αυτό το σημείο, ο Λέβι ήταν μόνος απέναντι στον Ράντεκ και τον Λένιν. Ως το φθινόπωρο του 1919, ο Λέβι είχε πειστεί ότι οι αριστεριστές έπρεπε να διωχτούν με κάθε κόστος, προκειμένου να επιτευχθεί η ενότητα με τους επαναστάτες εργάτες που παρέμεναν στην αριστερή πτέρυγα του USPD. Προσπαθούσε να αναδιοργανώσει το κόμμα από την κορυφή ως τη βάση, ενώ επέμενε ότι όσα μέλη δεν συμφωνούν με την παρέμβαση στις κοινοβουλευτικές εκλογές και αρνούνται να αναγνωρίσουν την πειθαρχία στην Κεντρική Επιτροπή του KPD θα πρέπει να διαγραφούν. Οι χειρισμοί του Λέβι κόστισαν στο KPD πάνω από τα μισά του μέλη. Ο Λένιν και ο Ράντεκ συμφωνούσαν με την πρόθεση του Λέβι να μετασχηματίσει το KPD, αλλά διαφωνούσαν με τη διάσπαση. Ο Λένιν έφτασε να προσφερθεί δημοσίως να μεσολαβήσει ο ίδιος ανάμεσα στον Λέβι και κάποιες από τις πτέρυγες των «αριστεριστών».

Αλλά ο Λέβι αρνήθηκε να υποχωρήσει. Αν και δεν φτάνει στο σημείο να το διατυπώσει ανοιχτά, ο Μπρουέ φαίνεται να πιστεύει ότι ο Λέβι είχε δίκιο, έστω και αν ο χειρισμός του ήταν πολύ σκληρός. Περιγράφει την αποσύνθεση των αριστερίστικων ρευμάτων. Άλλες διολίσθησαν προς τον αναρχισμό ή την αφηρημένη προπαγάνδα και κάποιες έστριψαν απότομα προς τα δεξιά.   

Αν και διχασμένοι σε αυτή τη διαμάχη, ο Λέβι, ο Λένιν και ο Ράντεκ, όπως και οι βασικότεροι ηγέτες των Μπολσεβίκων και του KPD, συμφωνούσαν ότι ο μόνος τρόπος να μετασχηματιστεί το KPD σε μαζικό, επαναστατικό κόμμα ήταν να βρεθεί ο τρόπος να κερδίσει στις γραμμές του τους εκατοντάδες χιλιάδες μαχητικούς εργάτες, που μέχρι τότε αρνούνταν να ενταχθούν στο KPD και παρέμεναν στην αριστερή πτέρυγα του USPD.

Κερδίζοντας την αριστερά του USPD

Όπως θυμόμαστε, όταν η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ εγκατέλειψαν το USPD το Δεκέμβρη του 1918 για να ιδρύσουν το KPD, τα περισσότερα μέλη της αριστερής πτέρυγας του κόμματος αρνήθηκαν να τους ακολουθήσουν. Επαναστάτες όπως ο Ρίχαρντ Μίλερ και ο Ερνστ Ντάιμιγκ παρέμειναν στο ίδιο κόμμα με τον Καρλ Κάουτσκι και τον Έντουαρντ Μπερνστάιν. Ο Μπρουέ περιγράφει το USPD ως ένα «κεντριστικό» κόμμα, εγκλωβισμένο ανάμεσα στον αυξανόμενο ριζοσπαστισμό της βάσης του και τη συνεχή προσήλωση της πλειοψηφίας της ηγεσίας του στο μεταρρυθμισμό. Αλλά αυτή η πολιτική σχιζοφρένεια δεν εμπόδισε το κόμμα να αναπτυχθεί ταχύτατα, από τα 100.000 μέλη το Νοέμβρη του 1918 στα 300.000 το Μάρτη του 1919 και τα 800.000 μέλη ως το φθινόπωρο του 1920. Το USPD εξέδιδε 57 εφημερίδες και είχε εκατομμύρια ψηφοφόρους υποστηρικτές. Εκατομμύρια εργάτες το αντιλαμβάνονταν ως τη ριζοσπαστική εναλλακτική στο SPD, ενώ το KPD παρέμενε στο περιθώριο. 

Το βάθεμα της κρίσης του γερμανικού καπιταλισμού και η υπεράσπιση του καπιταλισμού από το SPD ριζοσπαστικοποιούσε όλο και περισσότερο τους εργάτες στο USPD, που είχαν κουραστεί από την προσήλωση της ηγεσίας του κόμματός τους στη συνεργασία με το SPD. Επιπλέον, η Ρωσική Επανάσταση ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στη βάση του USPD. Αν και δεν εμπιστεύονταν το KPD που το θεωρούσαν ανώριμο, θαύμαζαν τους Μπολσεβίκους. Όμως η ηγεσία του USPD απείχε πολύ από το να είναι επαναστατική. Ένα τμήμα της έφτανε μέχρι το σημείο να πιέζει για μια «σοσιαλιστική επανένωση» με το SPD. Αυτή η συζήτηση απασχόλησε κάθε τομέα δουλειάς του USPD, ιδιαίτερα στα συνδικάτα, όπου οι επαναστάτες αρνούνταν να υποστηρίξουν τις κυβερνητικές πολιτικές ταξικής συνεργασίας, οι οποίες απαιτούσαν από τους Γερμανούς εργάτες να κάνουν θυσίες για να αποπληρωθούν τα πολεμικά χρέη των Γερμανών αφεντικών.  

Σ’ αυτό το ζήτημα ο Λένιν διαφωνούσε με τους υποστηρικτές του Λέβι στο KPD γύρω από το πώς θα συνδεθεί με την αριστερή πτέρυγα του USPD και θα την κερδίσει στον κομουνισμό. Τον Οκτώβρη του 1919, ο Λένιν έγραψε ένα άρθρο στο οποίο 

«καταδίκαζε τη διάσπαση… με την αριστερή πτέρυγα [του KPD] και επέκρινε την αριστερή πτέρυγα του USPD» για το ότι συνδυάζει «με τρόπο δειλό και χωρίς αρχές, τις παλιές μικροαστικές προκαταλήψεις για την κοινοβουλευτική δημοκρατία, με την κομουνιστική αναγνώριση της σημασίας της προλεταριακής επανάστασης, της δικτατορίας του προλεταριάτου και της σοβιετικής εξουσίας». 

Αυτή η τοποθέτηση ήταν σε εμφανή αντίθεση με την πολιτική του Λέβι για την απομόνωση των «αριστεριστών» μέσα στο KPD και χειρονομίες καλής θέλησης προς την αριστερή πτέρυγα του USPD. Ο Αύγουστος Ταλχάιμερ, ένα από τα ιδρυτικά ηγετικά στελέχη του Σπάρτακου, απάντησε στον Λένιν  για την εναντίωσή του στη διάσπαση του KPD, εξηγώντας την άποψη του κόμματος για τους αριστερούς ηγέτες του USPD:

«Έχουν παρασυρθεί μαζί με τις μάζες. Έχουν εξελιχθεί με τις μάζες και θα συνεχίσουν να εξελίσσονται μαζί τους και θα κάνουν κι άλλα λάθη μαζί τους. Η στάση μας απέναντι στα λάθη και τις αδυναμίες τους θα είναι, όπως και στο παρελθόν, μια ειλικρινής και σκληρή κριτική. Αλλά δεν έχουμε καμιά πρόθεση να τους βάλουμε στο ίδιο τσουβάλι… με τους προδότες του σοσιαλισμού».

Όπως σημειώνει ο Μπρουέ: «μια πρώτη συζήτηση, εξ αποστάσεως, ξεκίνησε να ξεδιπλώνεται ανάμεσα στους Ρώσους και τους Γερμανούς κομουνιστές, πάνω σε μια βάση ισότητας, γύρω από το ζήτημα του πώς θα κερδηθούν οι μάζες στην επαναστατική πολιτική». Πριν αναπτύξει τις κριτικές του στο KPD, ο Λένιν πάντοτε ξεκινούσε με την εισαγωγική παραδοχή ότι οι πληροφορίες του για τη συγκεκριμένη κατάσταση ήταν πολύ περιορισμένες εξαιτίας του εμπάργκο. Όμως είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι αυτή η διαμάχη προέκυπτε από την έλλειψη ενημέρωσης ή από τους τόνους που χρησιμοποιούνταν και δεν αφορούσε κάτι πιο ουσιαστικό. Εν συντομία, ο Λένιν φαίνεται ότι φοβόταν μήπως ο ζήλος του Λέβι ενάντια στους αριστεριστές, σε αντιπαραβολή με το σεβασμό και την πρόθεση συνύπαρξης που είχε απέναντι στους αριστερούς του USPD, έκρυβαν μια γενικότερη διστακτικότητα «να το πάει μέχρι τέλους». Τα γεγονότα θα έκριναν αν οι φόβοι του Λένιν ήταν βάσιμοι.

Η ριζοσπαστικοποίηση του USPD και ο συνεχιζόμενος διάλογος μεταξύ Λέβι και Λένιν δοκιμάστηκαν, όταν δεξιοί αξιωματικοί του στρατού με την ηγεσία του Βόλφγκανγκ Καπ εξαπέλυσαν ένα πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση SPD το Μάρτη του 1919. Το πραξικόπημα απειλούσε να εγκαθιδρύσει μια στρατιωτική δικτατορία, εξοντώνοντας όχι μόνο το KPD, αλλά και το SPD και το USPD. Ενώ ο Έμπερτ και όλοι οι υπουργοί της κυβέρνησης εγκατέλειψαν το Βερολίνο, αναζητώντας ασφάλεια σε κάποιον πιστό στρατηγό, οι εργάτες του Βερολίνου ξεσηκώθηκαν με μια γενική απεργία. Καθοδηγούνταν από αριστερά μέλη του USPD και τον Καρλ Λέγκιεν, τον βασικό ηγέτη των συνδικάτων του SPD στο Βερολίνο. Ο Λέγκιεν δεν ήταν αριστερός ριζοσπάστης, αλλά σε αντίθεση με τον Έμπερτ, του οποίου η δύναμη στηριζόταν στον εκλογικό μηχανισμό, η δική του θέση στηριζόταν στην ισχύ των συνδικάτων. Ο Λέγκιεν συνειδητοποίησε ότι ο Καπ με τους πραξικοπηματίες σκόπευαν να συντρίψουν όχι μόνο την άκρα Αριστερά, αλλά όλες τις εργατικές οργανώσεις. Οπότε έριξε το σημαντικό κύρος του στη στήριξη του αγώνα. Στις 15 Μάρτη, η κυβέρνηση των πραξικοπηματιών είχε παραλύσει. «Η γενική απεργία τους έχει στραγγαλίσει με την τρομακτική, σιωπηλή της δύναμη», περιέγραφε ένας Βέλγος σοσιαλιστής.

Δυστυχώς, η εθνική ηγεσία του KPD στην Τσεντράλε [σσ: Κεντρική Επιτροπή], που βρισκόταν στο Βερολίνο, δεν μπορούσε να δει αυτό που έβλεπε ο Λέγκιεν. Τις πρώτες ώρες μετά το πραξικόπημα, το KPD ενθάρρυνε τους εργάτες να απέχουν από τη μάχη ανάμεσα στην κυβέρνηση SPD και τους πραξικοπηματίες. 

«Η εργατική τάξη θα αναλάβει τον αγώνα ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία σε συνθήκες και με μέσα τα οποία θα κρίνει κατάλληλα», έγραφε η «Rote Fahne». «Αυτές οι συνθήκες δεν υπάρχουν ακόμα». Ο Λέβι, που τότε βρισκόταν στη φυλακή, ξεσπάθωσε ενάντια στην αριστερίστικη παθητικότητα της Τσεντράλε. Η Τσεντράλε άλλαξε γρήγορα τη θέση της και κάλεσε τα μέλη του κόμματος να στηρίξουν τη γενική απεργία. Αλλά η ζημιά είχε γίνει. Για άλλη μια φορά, η ανωριμότητα και η απειρία του KPD το οδήγησαν να χάσει μια σημαντική ευκαιρία να αποδείξει στους Γερμανούς εργάτες την ικανότητά του να ηγηθεί –ή να βρεθεί σε μια θέση που θα του επέτρεπε να παίξει κεντρικό ρόλο στις εξελίξεις μετά την ήττα του πραξικοπήματος. 

Σε άλλα μέρη της Γερμανίας, εκτός Βερολίνου, το KPD ρίχτηκε στη μάχη, στο πλευρό των αγωνιστών του USPD. Αυτό ίσχυσε ιδιαίτερα στο Κέμνιτζ, όπου το ηγετικό στέλεχος του KPD, Χάινριχ Μπράντλερ, πήρε την πρωτοβουλία για μια ενιαιομετωπική δράση που βοήθησε το KPD να μετατραπεί σε ηγετική δύναμη της εργατικής τάξης σε αυτή την πόλη. Αλλά γενικότερα, το κόμμα έπαιξε μόνο έναν υποστηρικτικό ρόλο στη δράση. Μέσα σε λίγες μέρες, το πραξικόπημα είχε ηττηθεί, καθώς οι εργάτες απεργούσαν και σχημάτιζαν Κόκκινες Φρουρές.  

Ο Λέβι ισχυριζόταν ότι το κόμμα όφειλε να είχε προωθήσει τα ακόλουθα συνθήματα, όπως τα συνοψίζει ο Μπρουέ: «Τον εξοπλισμό του προλεταριάτου, τον αγώνα ενάντια στους πραξικοπηματίες μέχρι την άνευ όρων παράδοσή τους και την άμεση σύλληψη των ηγετών και των συνεργατών τους». Ισχυριζόταν ότι, αν η γενική απεργία διεξαγόταν με βάση αυτή την κατεύθυνση, θα μπορούσε να δημιουργήσει τη δυνατότητα για μια πιθανή μελλοντική επανεμφάνιση των εργατικών σοβιέτ σε όλη τη Γερμανία. Αντί γι’ αυτό, το κίνημα τελικά δεν κατάφερε να πάει πιο πέρα από την αποτροπή της απόπειρας πραξικοπήματος του Καπ. Ο Λέβι είχε αναμφίβολα δίκιο ότι μια τέτοια προσέγγιση θα έδινε στην γενική απεργία έναν καθαρό στόχο και ακόμα κι αν το KPD ήταν πολύ αδύναμο για να οδηγήσει την απεργία σε καθαρή νίκη, μετατρέποντας πλήρως αυτά τα συνθήματα σε δράση, θα είχε βοηθήσει στον προσανατολισμό της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, θα είχε τραβήξει την αριστερή πτέρυγα πιο αποφασιστικά μακριά από τους κεντριστές ηγέτες και θα εκτόξευε το κόμμα σε έναν κεντρικό ρόλο μέσα στην επαναστατική διαδικασία. Ήταν άλλη μια κρίσιμη χαμένη ευκαιρία.

Η ήττα του πραξικοπήματος Καπ αποκατέστησε τη μαχητική διάθεση των εργατών, μετά από έναν χρόνο αστυνομικής τρομοκρατίας. Επίσης εξέθεσε τους ηγέτες του SPD ως είτε απρόθυμους, είτε ανίκανους να παλέψουν ενάντια στην άκρα Δεξιά. Στις εκλογές του Ιούνη του 1920, οι ψήφοι του USPD ανέβηκαν από τα 2,3 εκατομμύρια του Γενάρη του 1919 σε πάνω από 5 εκατομμύρια. Οι ψήφοι του SPD έπεσαν στα 6 εκατομμύρια από τα 11,9 εκατομμύρια αντίστοιχα. Το KPD κέρδισε 589.000 ψήφους στην πρώτη του συμμετοχή σε εκλογές. Όπως σημειώνει ο Μπρουέ: 

«Η μάζα των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης είχε μετακινηθεί για πρώτη φορά. Η κάλπη έδειξε ότι οι εργαζόμενοι απομακρύνονταν απότομα από τη Σοσιαλδημοκρατία».

Επαναστατική ενότητα

Την ώρα που μέσα στο KPD είχε ξεσπάσει μια οξεία συζήτηση γύρω από τις τακτικές του κόμματος στη διάρκεια του πραξικοπήματος Καπ, η πιο σημαντική εξέλιξη ήταν η επιθυμία της πλειοψηφίας της βάσης του USPD να έρθει σε ρήξη με την κεντριστική του ηγεσία και να μετατοπιστεί «προς τη Μόσχα», όπως περιγράφει ο Μπρουέ.

Η Συνδιάσκεψη του USPD το 1920, στη Χάλε της Γερμανίας, εξελίχθηκε σε αποφασιστική αναμέτρηση μεταξύ δεξιάς και αριστερής πτέρυγας. Ο Ρώσος Μπολσεβίκος ηγέτης Γκρεγκόρι Ζινόβιεφ μίλησε στη Συνδιάσκεψη με την ιδιότητα του επικεφαλής της Κομουνιστικής Διεθνούς (Κομιντέρν), καλώντας το USPD να ενταχθεί στην Κομιντέρν. Ο Μπρουέ περιγράφει τη σκηνή: 

«Η μάχη θα ξεκινούσε πραγματικά, όταν ανέβηκε ο Ζινόβιεφ στο βήμα. Μίλησε για πάνω από 4 ώρες, στα γερμανικά. Αρχικά με αρκετή δυσκολία και ένα κάποιο άγχος και στη συνέχεια με ένα κύρος που του επέτρεψε να πετύχει τον μεγαλύτερο ρητορικό του θρίαμβο σε μια ήδη καταξιωμένη πολιτική διαδρομή». 

Λες κι έπρεπε να τονιστεί η συνυφασμένη φύση της Ρωσικής και της Γερμανικής Επανάστασης, στην ομιλία του Ζινόβιεφ απάντησε ο Τζούλι Μάρτοφ, ο βασικός ηγέτης των Μενσεβίκων, που παρότρυνε τα μέλη του USPD να μην ενωθούν με το KPD. Τελικά, ο Κάουτσκι, ο Μπερνστάιν και ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ δεν κατάφεραν να αποτρέψουν την πλειοψηφία των συνέδρων του USPD από το να ψηφίσει υπέρ της πρότασης Ζινόφιεφ και οι σύνεδροι της δεξιάς πτέρυγας αποχώρησαν από τη Συνδιάσκεψη. Πήραν την εκδίκησή τους απέναντι στον Ζινόβιεφ, όταν συνέδραμαν στο να απελαθεί από τη Γερμανία 12 μέρες μετά. 

Η ενοποίηση των πάνω από 400.000 μελών της αριστερής πτέρυγας του USPD με τα 50.000 μέλη του KPD προχώρησε στη διάρκεια του Νοέμβρη, μέχρι το ενοποιητικό συνέδριο στις αρχές Δεκέμβρη του 1920. Επιτέλους, είχε γεννηθεί ένα επαναστατικό εργατικό κόμμα, ανεξάρτητο από τους ρεφορμιστές γραφειοκράτες που κυριαρχούσαν στο κίνημα στη διάρκεια του πολέμου και της πρώτης φάσης της επανάστασης. «Κάλλιο αργά παρά ποτέ», όπως έλεγε ο Ζινόβιεφ. Ο Μπρουέ συνοψίζει τη σύνθεση του ενοποιημένου κόμματος:

«Μέσα στο Ενωμένο Κόμμα υπήρχαν άνθρωποι της προπολεμικής παλιάς φρουράς ριζοσπαστών, ο πυρήνας των πιστών υποστηρικτών της Λούξεμπουργκ, αλλά και άνθρωποι που πάντοτε ήταν αριστεροί Σοσιαλδημοκράτες… Μαζί με αυτούς υπήρχαν οι μαχητικοί εργάτες, τα οργανωτικά στελέχη της εργατικής τάξης, οι ηγέτες των μεγάλων μαζικών απεργιών στο Βερολίνο κατά τη διάρκεια του Πολέμου, αυτοί που είχαν χτίσει τα εργατικά συμβούλια και ο πυρήνας των επαναστατών αντιπροσώπων του Βερολίνου στη διάρκεια του Πολέμου και της Επανάστασης, όπως ο Ρίχαρντ Μίλερ».

Οι Ντάουμιγκ και Λέβι εξελέγησαν συμπρόεδροι του κόμματος, ενώ 8 μέλη της αριστεράς του USPD και 5 μέλη του KPD απάρτιζαν την Τσεντράλε. Στη συνέχεια, ο Λέβι περιέγραψε τη στρατηγική μέσα από την οποία θα κέρδιζε η γερμανική εργατική τάξη την επανάσταση:

«Σε καμιά χώρα της Δυτικής Ευρώπης δεν θα προχωρήσει η επανάσταση με τον ταχύ ρυθμό με τον οποίο έτρεξε φαινομενικά στη Ρωσία μεταξύ Φλεβάρη και Νοέμβρη του 1917. Λέμε “φαινομενικά”, γιατί τείνουμε να ξεχνάμε ότι η Ρωσική Επανάσταση είχε ήδη περάσει από τα πρώτα της μαθήματα 10 χρόνια νωρίτερα… Ήδη, το γεγονός ότι μπήκαμε στην εποχή της επανάστασης στη Γερμανία και στη Δυτική Ευρώπη χωρίς να έχουμε Κομουνιστικά Κόμματα, το γεγονός ότι αυτά έπρεπε να συγκροτηθούν στη διάρκεια της ίδιας της επανάστασης, και επειδή γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους τα λάθη, οι ελλείψεις… του προλεταριάτου διπλασιάστηκαν και τριπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια της επανάστασης –όλα αυτά αποκλείουν να υπάρξει μια διαδρομή τόσο καθαρή και ευθεία όπως αυτή που ακολούθησε η Ρωσική Επανάσταση». 

Έχοντας κατακτήσει τις προϋποθέσεις του μαζικού μεγέθους, των καθαρών αρχών και της οργανωτικής ανεξαρτησίας και καθώς δρούσε σε ένα περιβάλλον οξείας καπιταλιστικής κρίσης, το KPD και η γερμανική εργατική τάξη έμοιαζαν να βρίσκονται επιτέλους στο δρόμο προς την επανάσταση. 

Όμως πολύ σύντομα προέκυψαν δύο προβλήματα που συνδέονταν στενά μεταξύ τους. Πρώτον, θα μπορούσε η ηγεσία αυτού του νέου κόμματος να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως καθοδηγητική δύναμη για εκατοντάδες χιλιάδες κομματικά μέλη; Και δεύτερον, ποιες στρατηγικές και τακτικές θα μπορούσαν να βοηθήσουν το κόμμα να κερδίσει την αποφασιστική μερίδα της εργατικής τάξης προς το στόχο της επανάστασης;

Ένας στρατός χωρίς στρατηγούς;

Ο Ιταλός επαναστάτης Αντόνιο Γκράμσι έγραψε κάποτε ότι είναι πιο δύσκολο να δημιουργήσεις ένα καλό γενικό επιτελείο από ό,τι να δημιουργήσεις έναν καλό στρατό. Φυσικά τα δύο αυτά καθήκοντα δεν μπορεί κανείς να τα αντιμετωπίσει σε απομόνωση το ένα από το άλλο. Όμως στη διαδικασία συγκρότησης ενός καλού στρατού, είναι χρήσιμο να μάθουν οι στρατηγοί να συνεργάζονται, ώστε να δημιουργήσουν ένα γενικό επιτελείο στο οποίο αξιοποιούνται όλες οι αρετές και περιορίζονται όλες οι αδυναμίες κάθε αξιωματικού. Στη διάρκεια της Ρώσικης Επανάστασης, οι Μπολσεβίκοι το κατόρθωσαν αυτό. Η αντίληψη που είχε ο Λένιν για τις δυναμικές του Μπολσεβίκικου Κόμματος δεν λειτουργούσε αντιπαραθετικά,  αλλά συμπληρωματικά με την καλύτερη κατανόηση που είχε ο Τρότσκι για τις διαθέσεις των βιομηχανικών προαστίων της Πετρούπολης και της φρουράς, ενώ και τα δύο βελτιώνονταν από τη γνώση που είχε το κορυφαίο οργανωτικό στέλεχος των Μπολσεβίκων, Γιάκοβ Σβερντλόφ, για το ποιους μπορούν να εμπιστευτούν, να πιστέψουν και σε ποιους να στηριχτούν σε κάθε προάστιο της πόλης. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της ηγεσίας των Μπολσεβίκων είναι ότι, παρά την απίστευτη πίεση που δέχτηκε το 1917, όχι μόνο δεν διασπάστηκε, αλλά διευρύνθηκε. Ακόμα και η διαρροή των σχεδίων της εξέγερσης του Οκτώβρη από τον Ζινόβιεφ και τον Καμένεφ δεν οδήγησε στη διάσπασή της. Δεν θα ανοίξουμε εδώ τη συζήτηση περί του γιατί συνέβη αυτό, αλλά κάποιοι παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στην επιτυχία των Μπολσεβίκων ήταν: η κοινή εμπειρία της επανάστασης και της καταστολής το 1905, η εκτίμηση που είχε ο Λένιν στο ρόλο των ηγετικών στελεχών και η ύπαρξη μιας ηγετικής ομάδας μακράς συνύπαρξης, που είχε συνηθίσει να διεξάγει σκληρές συζητήσεις και μετά να δρα ενωμένα. 

H Τσεντράλε του ενιαίου KPD είχε κοινές εμπειρίες επανάστασης και καταστολής, αλλά δεν τις είχε ζήσει μέσα στο ίδιο κόμμα. Ακόμα και μέσα στον πυρήνα της ιστορικής ηγεσίας του Σπάρτακου, ο Χάινριχ Μπράντλερ και ο Βίλχελμ Πίκ δεν είχαν πολλές εμπειρίες συνεργασίας με τον Λέβι κι ακόμα λιγότερες με την Κλάρα Τσέτκιν. Ακόμα χειρότερα, 3 μήνες μετά το σχηματισμό του κόμματος, οι Λέβι, Ντάιμιγκ, Μπρας και Χόφμαν αποχώρησαν από το κόμμα, ενώ τους ακολούθησε λίγο αργότερα ο Γκέγιερ. Η Τσέτκιν δεν έφυγε από το κόμμα, αλλά παραιτήθηκε από την Τσεντράλε ταυτόχρονα με τον Λέβι. Με άλλα λόγια, 6 από τα 12 εκλεγμένα μέλη της ηγεσίας, συμπεριλαμβανομένων των δύο συμπροέδρων, έφυγαν από το κόμμα ή έστω από την ηγεσία του, λίγο μετά την ίδρυσή του. 

Γιατί βυθίστηκε η ηγεσία σε μια τόσο άμεση κρίση; Ο Μπρουέ σκιαγραφεί τρεις αιτίες. Πρώτον, ο ίδιος ο Λέβι, παρά το προφανές ταλέντο και την αυτοθυσία του, δεν αποδέχτηκε ποτέ πλήρως το ρόλο του ως ηγέτη του κόμματος. Αρκετές φορές χρειάστηκε να τον πείσει ο Ράντεκ να παραμείνει στην ηγεσία. Δεύτερον, αν και οι Ράντεκ και Λέβι είχαν συνεργαστεί στενά για να γίνει πράξη το ενωμένο KPD, ο Ράντεκ αναρωτιόταν διαρκώς αν ο Λέβι είχε  οπορτουνιστικές τάσεις. Στην ουσία, ο Ράντεκ φοβόταν ότι ο Λέβι ήταν τόσο συγκεντρωμένος στην πάλη απέναντι στον αριστερισμό, που θα φοβόταν να δράσει όταν πρέπει. Μοιάζει παράδοξο το ότι  επηρεάστηκαν οι τύχες ενός κόμματος του μεγέθους του KPD από τη διαφωνία μεταξύ δύο ανθρώπων, αλλά η πάλη μεταξύ Ράντεκ και Λέβι ήταν στην πραγματικότητα μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος που σχετιζόταν με την υποχώρηση της Ρωσικής Επανάστασης και την επιρροή των Ρώσων Μπολσεβίκων στο KPD. Ο Μπρουέ καταπιάνεται πολύ εκτεταμένα με την περιγραφή και τον εντοπισμό του αντίκτυπου που είχε η Κομιντέρν μέσα στο KPD, τον οποίο παρουσιάζει ως την Τρίτη αιτία για τη διάσπαση της ηγεσίας του KPD.

Το KPD και οι Μπολσεβίκοι

Όπως αναφέραμε παραπάνω, ο Μπρουέ εξηγεί ότι η Λούξεμπουργκ κατέληξε στην ανάγκη ενός επαναστατικού κόμματος ανεξάρτητου από τους ρεφορμιστές ηγέτες μόνο προς το τέλος της ζωής της και το κόμμα που ίδρυσε, παρέμεινε περιθωριοποιημένο. 

Οι ηγέτες του KPD, αν και συμφωνούσαν επί της αρχής στην ανάγκη ρήξης με τη ρεφορμιστική Δεύτερη Διεθνή, παρέμειναν πολύ πιο διστακτικοί από τον Λένιν στο να φτάσουν αυτή τη μάχη ως τα οργανωτικά της αποτελέσματα. Όταν οι Μπολσεβίκοι ίδρυσαν την Τρίτη Διεθνή το Μάρτη του 1919, ο εκπρόσωπος του KPD είχε την εντολή να ψηφίσει εναντίον της ίδρυσης, με το σκεπτικό ότι οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες για ένα τέτοιο βήμα. Η άρνηση του KPD να συνδράμει στην ίδρυση της νέας Διεθνούς αποδείχθηκε γρήγορα πολύ κοντόφθαλμη στην πράξη, όταν φάνηκε ότι η ίδια η συζήτηση εντός του USPD για το ζήτημα της ένταξής του στην Τρίτη Διεθνή ήταν ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους κερδήθηκε η αριστερή πτέρυγα αυτού του κόμματος στην ενότητα με το KPD. Έτσι, όπως υπογραμμιζόταν και από τις παρεμβάσεις του Ζινόβιεφ και του Λένιν που βοήθησαν στη δημιουργία του ενιαίου KPD, οι Μπολσεβίκοι είχαν παίξει έναν κρίσιμο ρόλο, τον οποίο εκείνη την εποχή αναγνώριζαν όλοι.   

Όμως, ως το 1921, τα πράγματα είχαν γίνει πιο πολύπλοκα. Η οικονομική κατάσταση στη Σοβιετική Ρωσία ήταν τραγική και η εξέγερση της Κροστάνδης απειλούσε να ανοίξει το δρόμο για μια νέα Βρετανική στρατιωτική επίθεση. Η ένδεια της σοβιετικής κυβέρνησης την υποχρέωσε να υιοθετήσει τα μέτρα «ελεύθερης αγοράς», τα οποία απαιτούσαν τα εκατομμύρια μικροί αγρότες –τη λεγόμενη Νέα Οικονομική Πολιτική. Στη διάρκεια αυτής της κρίσης, ο Λένιν και ο Τρότσκι ήταν απορροφημένοι από την προσπάθεια να κρατήσουν όρθια την επανάσταση και η ηγεσία της Κομιντέρν πέρασε όλο και πιο αποκλειστικά στον Ζινόβιεφ και μια μικρή ομάδα αμφιλεγόμενων διεθνών «κομισάριων», οι οποίοι αναλάμβαναν να εκτελέσουν τις οδηγίες του. Η Διεθνής υποχωρούσε όλο και περισσότερο από το ιδανικό της δημοκρατικής συζήτησης προς τις γραφειοκρατικές εντολές.

Στην περίπτωση του KPD, αυτό σήμαινε ότι ο απεσταλμένος του Ζινόβιεφ στη Γερμανία σφυροκοπούσε τον υποτιθέμενο οπορτουνισμό του Λέβι, επιμένοντας ότι πρέπει να εκδιωχτεί από την Τσεντράλε. Ο Μπρουέ τονίζει ότι είναι βεβαίως πιθανό ότι τουλάχιστον ένα μέρος των επιθέσεων του Ζινόβιεφ και του Ράντεκ απέναντι στον Λέβι να αφορούσε μια απελπισμένη προσπάθεια «να επιταχύνουν τεχνητά την επανάσταση» προκειμένου να σπάσουν την απομόνωση της Ρωσίας. Όμως, ακόμα κι αν αυτό είναι απολύτως αληθές, εξακολουθεί να υπογραμμίζει ότι η ηγεσία του KPD δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να αντισταθεί απέναντι σε τέτοιους είδους παρεμβάσεις και διαχωρίστηκε εύκολα σε κομμάτια.

Τραύματα

Είτε βάση σχεδίου, είτε ως ατύχημα, η διάσπαση στην ηγεσία του KPD άνοιξε το δρόμο για τη διάπραξη ενός τεράστιου λάθους από το νέο κόμμα. Ο Μπέλα Κουν, ο ηγέτης της ηττημένης ουγγρικής σοβιετικής κυβέρνησης, έφτασε στο Βερολίνο προς τα τέλη του Φλεβάρη του 1921. Ο Μπρουέ σημειώνει ότι ακόμα κι αν ο Κουν δεν είχε συγκεκριμένες οδηγίες από τον Ζινόβιεφ ή τον Ράντεκ, η ηγεσία της Κομιντέρν «έλεγε ανοιχτά ότι ακόμα κι αν δεν ήταν νικηφόροι, οι μεγάλοι αγώνες του διεθνούς προλεταριάτου θα επέτρεπαν στη Ρωσία να αποφύγει την υποχρεωτική καταφυγή στη Νέα Οικονομική Πολιτική». Σε κάθε περίπτωση, ο Κουν άρχισε άμεσα να επιχειρηματολογεί υπέρ μιας «επαναστατικής επίθεσης» και αυτή την ιδέα αποδεχόταν και ο Πάουλ Φρέλιχ, που ήταν ένας από τους διαδόχους του Λέβι και της Τσέτκιν στην Τσεντράλε. Η «θεωρία της επίθεσης», όπως έγινε γνωστή, υποστηριζόταν πάνω απ’ όλους μέσα στο Ρωσικό κόμμα από τον Νικολάι Μπουχάριν, ένα σημαντικό ηγετικό στέλεχος των Μπολσεβίκων. Αμέσως μετά την επανάσταση του Οκτώβρη του 1917, ο Μπουχάριν είχε απειλήσει με διάσπαση του Μπολσεβίκικου Κόμματος πάνω στο ζήτημα της εξαπόλυσης ενός επαναστατικού πολέμου ενάντια στο γερμανικό ιμπεριαλισμό. Οι προσπάθειες του Λένιν να τονίσει το γεγονός ότι ο ρωσικός στρατός είχε αποσυντεθεί πλήρως και δεν ήταν σε θέση να πολεμήσει τους Γερμανούς δεν έπεισαν τον Μπουχάριν, ο οποίος πίστευε ότι το επαναστατικό φρόνημα μπορεί να αντιμετωπίσει τις αντικειμενικές δυσκολίες. Ευτυχώς, ο Λένιν επικράτησε επί των θέσεων του Μπουχάριν σε αυτό το ζήτημα και η θεωρία της επίθεσης δεν δοκιμάστηκε πάνω στη ρωσική εργατική τάξη. Δυστυχώς, η γερμανική εργατική τάξη έμελλε να περάσει από αυτό το πείραμα.  

Η Τσεντράλε του KPD ξεκίνησε μια ανεύθυνη απόπειρα να «προκαλέσει» μια απεργία και ένοπλη εξέγερση, παρότι η εργατική τάξη είχε παθητική και αποθαρρυμένη διάθεση. Με άλλα λόγια, επιχείρησε να εμπλακεί στο είδος δράσης που είχε δοκιμάσει το KPD το Γενάρη του 1919 και ενάντια στο οποίο είχαν παλέψει τα προηγούμενα δύο χρόνια ο Λέβι, ο Ράντεκ και ο Μπράντλερ. Πράγματι, ήταν αυτή η μορφή δράσης που είχε απωθήσει την αριστερή πτέρυγα του USPD από το να ενταχθεί στο KPD παλιότερα, από το Δεκέμβρη του 1918. Ο Φρέλιχ είχε ιδεολογική προδιάθεση προς τον αριστερισμό, αλλά είναι πιο δύσκολο να καταλάβουμε γιατί συμφώνησε και μάλιστα καθοδήγησε οργανωτικά τη δράση ο Μπράντλερ, ο οποίος πάντοτε στήριζε τον Λέβι ενάντια στους αριστεριστές.

Τελικά, η λεγόμενη Δράση του Μάρτη ήταν μια απόλυτη καταστροφή. Η έκκληση του KPD σε γενική απεργία αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία από τη μάζα των εργατών, οπότε τα ηγετικά στελέχη του κόμματος έδωσαν εντολή στα άνεργα μέλη να επιχειρήσουν να εμποδίσουν δια της βίας τους εργάτες από το να πάνε για δουλειά. Αυτό προκάλεσε επεισόδια ή και ένοπλες συγκρούσεις ανάμεσα στους κομουνιστές και στους άλλους εργάτες. Στον απόηχο του φιάσκο, το κόμμα εξωθήθηκε πάλι στην παρανομία κι έχασε πάνω από 200.000 μέλη, πέφτοντας στα 150.000 μέλη. Εκατοντάδες αγωνιστές του φυλακίστηκαν, 4 καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ο Μπράντλερ καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλάκιση για εσχάτη προδοσία.

Αντί να κοιτάξει κατάματα τα ερείπια που προκάλεσε αυτή η πολιτική, ένα μέλος της Τσεντράλε έγραψε: «Ισχυρίζομαι ότι το φταίξιμο βρίσκεται στην αποτυχία των εργαζόμενων μαζών, που δεν κατάλαβαν την κατάσταση και δεν έδωσαν την απάντηση που όφειλαν να δώσουν». Ο Λέβι, που είχε παραιτηθεί από τη Τσεντράλε πριν τη Δράση του Μάρτη, αλλά παρέμενε ακόμα μέλος του κόμματος, αντέδρασε βίαια. Η Τσέτκιν περιέγραψε την αντίδρασή του στον Τρότσκι και τον Λένιν:

«Η ατυχής “Δράση του Μάρτη” τον συγκλόνισε. Πίστευε βαθιά ότι με επιπόλαιο τρόπο έμπαινε σε κίνδυνο η ίδια η ύπαρξη του Κόμματος και ότι σπαταλιόνταν ανεύθυνα όλα αυτά για τα οποία έδωσαν τη ζωή τους η Ρόζα, ο Καρλ, ο Λέο και τόσοι άλλοι. Έκλαιγε, κυριολεκτικά έκλαιγε με πόνο, στη σκέψη ότι το Κόμμα είχε χαθεί. Πίστευε ότι θα μπορούσε να σωθεί μόνο με τις πιο δραστικές μεθόδους».

Ο Λέβι εξαπέλυσε μια βάναυση, αλλά εύστοχη, πολιτική επίθεση στην Τσεντράλε. Όμως στις μέρες της καταστολής που ακολούθησαν τη Δράση του Μάρτη, αυτή η κριτική απορρίφθηκε από τα περισσότερα κομματικά μέλη και θεωρήθηκε επίθεση στο κόμμα. Ο Λέβι διαγράφηκε γρήγορα. Δεν βοήθησε τη θέση του το γεγονός ότι είχε αφήσει τον Κουν να τον παρασύρει νωρίτερα στην παραίτηση από την Τσεντράλε κι ότι στη συνέχεια, αν και ήξερε τουλάχιστον εν μέρει τι πρότεινε ο Κουν, έφυγε για διακοπές λίγες μέρες πριν την έναρξη της Δράσης του Μάρτη. 

Η Τσέτκιν επιχείρησε να πείσει τον Λένιν να παρέμβει υπέρ του Λέβι, αλλά ο Λένιν ισχυρίστηκε ότι ο Λέβι προκάλεσε μόνος την οργή εναντίον του, όταν πρώτα εγκατέλειψε τη θέση του στην ηγεσία κι έπειτα έριξε το φταίξιμο σε άλλους για κάτι που αυτός απέτυχε να αποτρέψει. Ο Λένιν πράγματι επιχείρησε να κρατήσει την πόρτα ανοιχτή για μια πιθανή επιστροφή του Λέβι, όταν θα ησύχαζαν τα πνεύματα. Αλλά ο Λέβι δεν επέστρεψε ποτέ στο επαναστατικό κίνημα. Πρώτα μπήκε στο SPD κι έπειτα αυτοκτόνησε το 1930. 

Στον απόηχο της καταστροφής του Μάρτη, ο Λένιν και ο Τρότσκι προσπάθησαν να αλλάξουν την πολιτική της ηγεσίας του KPD. Και οι δύο επιτέθηκαν ανοιχτά στον Μπέλα Κουν, κατά το Συνέδριο της Κομιντέρν τον Ιούνη του 1921, όπου συμμετείχαν 33 Γερμανοί αντιπρόσωποι. Ο Λένιν περιέγραψε την ηλιθιότητα της Δράσης του Μάρτη ως «Kuneries» (σσ: λογοπαίγνιο που παραπέμπει στο όνομα του Κουν και στη γαλλική λέξη για τις «ανοησίες») και γελοιοποίησε την ιδέα μιας διαρκούς επαναστατικής επίθεσης, λέγοντας: «Είναι θεωρία αυτό τελοσπάντων; Με τίποτα. Είναι μια αυταπάτη, είναι ρομαντισμός, καθαρός ρομαντισμός». Παρ’ όλα αυτά, οι Λένιν και Τρότσκι είχαν μεγάλη δυσκολία να πείσουν τους Γερμανούς κομουνιστές για τα λάθη τους. Το λυπηρό είναι ότι τα λάθη του KPD σε κάθε βήμα δεν αποτιμούνταν σοβαρά, αλλά συχνά «ξεπερνιόνταν» χωρίς να βγάζει το κόμμα κανένα καθαρό συλλογικό συμπέρασμα. 

Μετά από μια επίπονη συζήτηση, το KPD πείστηκε να υιοθετήσει μια γραμμή που στην ουσία ήταν η στρατηγική του Λέβι για τη σταδιακή ενίσχυση της δύναμης του KPD μέσα από την τακτική του Ενιαίου Μετώπου. Αυτή η τακτική είχε σχηματοποιηθεί και είχε αναπτυχθεί από τον Λέβι, τον Ράντεκ και άλλους κατά τους μήνες πριν τη Δράση του Μάρτη, αν και ήταν προφανές ότι αντιμετωπιζόταν με καχυποψία από τους αριστεριστές. Για παράδειγμα, η Τσεντράλε είχε δημοσιεύσει το Γενάρη του 1921 μια ανοιχτή επιστολή στις εργατικές οργανώσεις, κόμματα και συνδικάτα, όπου πρότεινε κοινή δράση γύρω από άμεσα αιτήματα όπως η υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου και η ένοπλη άμυνα των εργατικών οργανώσεων απέναντι στην ακροδεξιά. Έλεγε σε ένα σημείο:   

«Ενώ προτείνουμε αυτή τη βάση για δράση, δεν κρύβουμε ούτε μια στιγμή από τους εαυτούς μας ή από τις μάζες ότι τα αιτήματα τα οποία παραθέτουμε δεν μπορούν να τερματίσουν τη φτώχεια τους. Χωρίς να εγκαταλείπουμε ούτε στιγμή την προπαγάνδα μας μέσα στις μάζες για τον αγώνα για τη δικτατορία [σσ: του προλεταριάτου], ως μόνο δρόμο προς τη σωτηρία, χωρίς να παύουμε να καλούμε τις μάζες και να τις οδηγούμε σε αγώνα για τη δικτατορία σε κάθε ευνοϊκή στιγμή, στο Ενωμένο Γερμανικό Κομουνιστικό Κόμμα είμαστε έτοιμοι για κοινή δράση με τα εργατικά κόμματα για να κερδίσουμε τα αιτήματα που προαναφέρθηκαν».

Σε όλη τη διάρκεια του 1922 και του 1923, το KPD προσπάθησε σκληρά να διορθώσει τη ζημιά που είχε προκαλέσει η Δράση του Μάρτη. Ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο να προτείνουν κοινές συμφωνίες με τα συνδικάτα για την υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου και την προστασία των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Στις 24 Ιούνη του 1922, ένας συντηρητικός υπουργός δολοφονήθηκε από ένα ακροδεξιό τάγμα θανάτου, επειδή ήταν Εβραίος. Ο Μπρουέ περιγράφει ότι το KPD ακολούθησε την ενιαιομετωπική πολιτική του Λένιν, προτείνοντας κοινή δράση στο USPD και το SPD ενάντια στην ακροδεξιά. Μέσα από αυτή την πολιτική, το KPD συνέβαλε στην πυροδότηση μιας σειράς μεγάλων απεργιών, ανακτώντας εν μέρει τη δύναμη που είχε χάσει. Το φθινόπωρο του 1922, το κόμμα είχε περίπου 250.000 μέλη, ανακτώντας δηλαδή 100.000, περίπου τα μισά, από τα μέλη που είχε χάσει μετά τη Δράση του Μάρτη. 

1923: Η τελευταία ευκαιρία

Παρά τις απώλειές του, και αριθμητικά και με όρους επιρροής μέσα στην εργατική τάξη, το KPD είχε μια τελευταία ευκαιρία να καθοδηγήσει μια επανάσταση. Στις αρχές του 1923, ο γαλλικός στρατός κατέλαβε τη βασική περιοχή παραγωγής άνθρακα και σιδήρου στη Γερμανία, την Κοιλάδα του Ρουρ, προκειμένου να αποσπάσει τις πολεμικές οφειλές που όριζε η Συνθήκη των Βερσαλλιών. Η κυβέρνηση SPD του Έμπερτ και η γερμανική άρχουσα τάξη επιχείρησαν να αξιοποιήσουν την εισβολή για να κερδίσουν την αφοσίωση των Γερμανών εργατών, ειδικά στο Ρουρ, ενάντια στους Γάλλους. Το KPD συμφωνούσε ότι έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι Γάλλοι, αλλά αρνήθηκε να συμμαχήσει με το SPD ή με τα αφεντικά. Όπως έγραφε  ένα ηγετικό του στέλεχος:

«Ήταν αποφασιστικής σημασίας και για τη γερμανική αστική τάξη και για τους Γάλλους στρατηγούς να έχουν τους εργάτες με το μέρος τους… Οι Γάλλοι στρατηγοί συνειδητά εκμεταλλεύτηκαν το μίσος της γερμανικής εργατικής τάξης απέναντι στα αφεντικά της… Από τη γερμανική πλευρά, έγιναν οι αντίστοιχες προσπάθειες. Ό,τι κι αν συνέβαινε, η σύλληψη ενός διευθυντή, η καταδίκη ενός δημάρχου ή η απέλαση ενός αξιωματούχου, [τα γερμανικά αφεντικά] προσπαθούσαν να ξεκινήσουν μια απεργία, υποσχόμενοι να πληρώσουν τους εργάτες για τα χαμένα μεροκάματα». 

Όμως, όπως περιγράφει ο Μπρουέ, αυτή η υποτιθέμενη αλληλεγγύη δεν έφτανε πολύ μακριά. Για παράδειγμα, «το κάρβουνο δεν μοιραζόταν στις εργατικές οικογένειες… παρέμενε αποθηκευμένο στα ορυχεία». Και δεν ήταν αυτό το χειρότερο. 

«Φαίνεται ότι από το Νοέμβρη του 1921, οι μεγιστάνες της γερμανικής βιομηχανίας είχαν αποφασίσει ότι η γενική κατάσταση έπρεπε να επιδεινωθεί δραματικά, πριν γίνει εφικτό να βελτιωθεί. Ένας καλπάζων πληθωρισμός θα μπορούσε να εξαλείψει το γερμανικό χρέος, να γονατίσει το κράτος μπροστά τους, να εξαντλήσει τους εργαζόμενους και να αφήσει τους μεγάλους καπιταλιστές ως μόνους κι απόλυτους κυρίαρχους της κατάστασης».

Στις 23 Γενάρη του 1923, το ένα δολάριο άξιζε 8.000 μάρκα. Στις 7 Σεπτέμβρη, άξιζε 60 εκατομμύρια μάρκα κι ένας εργαζόμενος στα ορυχεία χρειαζόταν δουλειά μίας ώρας για να βγάλει τα χρήματα να αγοράσει ένα αυγό. Ο υπερπληθωρισμός τσάκισε τους μισθούς και τις αποταμιεύσεις και οδήγησε σε μια δραματική αύξηση των ανέργων και των αστέγων. Ως το καλοκαίρι του 1923, η κρίση αποκάλυψε την αχρηστία της πίστης των ρεφορμιστών σοσιαλιστών στην ιερότητα του καπιταλισμού, αλλά και την επιλογή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να στηρίζεται σε διαπραγματεύσεις για αυξήσεις μια φορά το χρόνο. Η επιρροή του KPD αυξήθηκε γρήγορα και ξεπήδησαν 20.000 εργοστασιακά και εργατικά συμβούλια σε όλη τη Γερμανία κατά τον απελπισμένο αγώνα για τροφή. Αυτά τα συμβούλια δεν ήταν ίδια με τα σοβιέτ που είχαν αναπτυχθεί το Νοέμβρη του 1918, γιατί οργανώνονταν και δρούσαν μόνο μέσα στον κάθε χώρο δουλειάς χωριστά. Και σε αντίθεση με τα ρωσικά σοβιέτ το 1917, δεν αντιπροσώπευαν τη βάση του στρατού. Ωστόσο, αυτή η μαζική εκτίναξη της οργάνωσης από τα κάτω σε εργοστασιακό επίπεδο, που ανάλογή της δεν έχει υπάρξει παρά απειροελάχιστες φορές στη διεθνή ιστορία του εργατικού κινήματος, έθετε εμφανώς για άλλη μια φορά το ζήτημα της δυνατότητας δυαδικής εξουσίας. Επιπλέον, το KPD είχε γίνει η ηγετική δύναμη στο κίνημα των εργατικών συμβουλίων, κερδίζοντας την αφοσίωση εκατομμύριων εργατών πέρα από τα μέλη του. Για να υπερασπιστεί τους εργάτες από την αστυνομία και την ακροδεξιά, το KPD οργάνωσε μια πολιτοφυλακή που λεγόταν «προλεταριακές εκατονταρχίες». Την Πρωτομαγιά του 1923, 25.000 μέλη τους παρέλασαν μέσα από το κέντρο του Βερολίνου, φορώντας κόκκινα περιβραχιόνια, μια «πραγματική εργατική πολιτοφυλακή» λέει ο Μπρουέ.

Όλα αυτά έτειναν να δείχνουν ότι το KPD είχε επιτέλους ξεπεράσει τα νεανικά λάθη του και γινόταν ένα πραγματικό «μπολσεβίκικο» κόμμα. Όμως ο Μπρουέ ισχυρίζεται ότι αυτό δεν ίσχυε απαραίτητα. 

«Στα τέλη του Ιούνη του 1923, ενώ οι Γερμανοί Κομουνιστές ήταν απολύτως πεισμένοι ότι η κατάσταση που είχε προκαλέσει η κρίση στη Γερμανία θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε επανάσταση, εκτιμούσαν ότι είχαν ακόμα επαρκή χρόνο για να ενισχύσουν την επιρροή τους μέσα και γύρω από το προλεταριάτο… [Στη Ρωσία] ο Ζινόφιεφ διακήρυσσε: “Η Γερμανία είναι στην παραμονή της επανάστασης. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η επανάσταση θα έρθει σε ένα μήνα ή σε ένα χρόνο. Ίσως απαιτηθεί περισσότερος χρόνος”.»

Ο Ζινόβιεφ, που είχε ενθαρρύνει το KPD να ορμήσει στην παράνοια του 1921, τώρα πάταγε φρένο και τον απασχολούσε κυρίως να μην επιχειρήσει το KPD να πάρει κάποια πρωτοβουλία χωρίς να έχει εγγυημένους συμμάχους. Η αναζήτηση του Ζινόβιεφ για φίλους του KPD έφτασε στο σημείο να τον κάνει να τους ενθαρρύνει να απευθυνθούν στους φασίστες, οι οποίοι επίσης μισούσαν τη γαλλική κατοχή. Ήταν ένα βραχύβιο περιστατικό, αλλά αποκαλύπτει την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην καθοδήγηση του Λένιν στη Ρωσική Επανάσταση και την προσπάθεια του Ζινόβιεφ να κατευθύνει το KPD από μακριά.  

Ο Μπράντλερ, προς τιμήν του, κατάλαβε ότι το KPD έπρεπε να αποδείξει ότι μπορεί να καθοδηγήσει ένα πανεθνικό κίνημα, που θα συντονίσει τα ασύνδετα απεργιακά κύματα που ξεσπούσαν σε όλη τη Γερμανία, όπως και ότι μπορεί να ηγηθεί στον εκκολαπτόμενο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της  αστυνομίας και των φασιστών, από τη μία, και των εργατικών συμβουλίων και των πολιτοφυλακών από την άλλη. Αν το KPD δεν έπαιρνε την ηγεσία, τότε υπήρχε ο κίνδυνος αναποτελεσματικής και διασκορπισμένης αντίστασης, η οποία θα «ξοδευόταν» από μόνη της σε όλη τη χώρα, όπως συνέβη το 1919. Πρότεινε μια «Αντιφασιστική Μέρα Δράσης» για τις 29 Ιούλη του 1923. Αν και παρέμενε ένα κάλεσμα για ενιαίο μέτωπο ενάντια στη Δεξιά, ήταν εμφανές ότι το KPD και εκατομμύρια ριζοσπαστικοποιημένων εργατών θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν αυτή τη μέρα επίσης για να επιθεωρήσουν τις δυνάμεις τους και για να πιέσουν το USPD και το SPD να παραιτηθούν από την κυβέρνηση.  Το σχέδιο του Μπράντλερ υιοθετήθηκε από την Τσεντράλε και ο ίδιος έγραψε το πρωτοσέλιδο άρθρο που το ανακοίνωνε στη «Rote Fahne»: 

«Εμείς οι κομουνιστές μπορούμε να νικήσουμε αυτή τη μάχη με την αντεπανάσταση μόνο αν καταφέρουμε να τραβήξουμε τους σοσιαλδημοκράτες και τους ανένταχτους εργάτες στον αγώνα μαζί μας… Το κόμμα μας πρέπει να ανεβάσει τη μαχητικότητα των οργανώσεών του σε τέτοια επίπεδα, που θα διασφαλίζουν ότι δεν θα αιφνιδιαστούν, όταν ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος… Οι φασίστες ελπίζουν να κερδίσουν τον εμφύλιο πόλεμο, χρησιμοποιώντας συντριπτική βιαιότητα… Αν οι φασίστες, οπλισμένοι μέχρι τα δόντια, ανοίξουν πυρ ενάντια στους προλετάριους μαχητές μας, θα πρέπει να μας βρουν έτοιμους να τους εξαφανίσουμε».

Το σχέδιο του Μπράντλερ συγκλόνισε τη Γερμανία. Το SPD και οι συντηρητικοί το κατήγγειλαν. Οι φασιστικές πολιτοφυλακές και η αστυνομία προετοιμάζονταν για σύγκρουση. Οι απεργίες εντάθηκαν και οι εργάτες κατατάσσονταν μαζικά στις προλεταριακές εκατονταρχίες. Στις 23 Ιούλη, ο Γκούσταβ Νόσκε, το ηγετικό στέλεχος του SPD που είχε συμβάλει στην καταστολή των απεργιών του Γενάρη του 1919, εξέδωσε μια απαγόρευση των διαδηλώσεων της Αντιφασιστικής Μέρας στο Ανόβερο. Τον μιμήθηκαν σύντομα και άλλες δημοτικές και περιφερειακές κυβερνήσεις. Τώρα το KPD έπρεπε να πάρει μια απόφαση. 

Ασφαλώς, ήταν μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Ειδικά με δεδομένη την προϊστορία του KPD σε πρόωρες δράσεις, η ηγεσία του κόμματος έπρεπε να αποφασίσει αν ο συσχετισμός ταξικών δυνάμεων είχε αλλάξει προς όφελός του και αν ήταν ή όχι αρκετά ισχυρό για να οδηγήσει την εργατική τάξη, αν όχι σε άμεση επανάσταση, τότε τουλάχιστον στο κατώφλι της. Δυστυχώς, όπως γράφει ο Μπρουέ: «όλες οι παλιές διαφορές επανεμφανίστηκαν αμέσως μέσα στη Τσεντράλε». Ο Μπράντλερ αρχικά πάλεψε να υπερασπιστεί την άποψή του, αλλά στη συνέχεια υποχώρησε. Ανήμποροι να αποφασίσουν οι ίδιοι, έστειλαν τηλεγράφημα στη Μόσχα, ρωτώντας τι να κάνουν. Ο Λένιν είχε κλονιστεί από μια σειρά εγκεφαλικών. Ο Τρότσκι, ο Ζινόβιεφ και ο Μπουχάριν ήταν όλοι τους σε άλλες διαδικασίες. Ο Ράντεκ, που έλαβε το τηλεγράφημα, προειδοποίησε ενάντια στα λάθη του 1921. Οι Ζινόβιεφ και Μπουχάριν, μέσω τηλεγραφήματος, υποστήριξαν την ανυπακοή στην απαγόρευση. Ο Στάλιν διαφώνησε. Τελικά, ο Ράντεκ έστειλε τηλεγράφημα στον Μπράντλερ που έλεγε: «φοβόμαστε ότι είναι παγίδα», και η Αντιφασιστική Μέρα ματαιώθηκε. Φυσικά δεν ήταν έγκλημα να ζητήσουν τη συμβουλή των Μπολσεβίκων, αλλά η ακύρωση μιας δράσης, που ίσως αποδεικνυόταν η έναρξη του αγώνα για την εξουσία στη Γερμανία, εξαιτίας ενός τηλεγραφήματος, αποκάλυψε για άλλη μια φορά την αδυναμία της γερμανικής ηγεσίας.

Μαθήματα του Οκτώβρη

Είναι αδύνατο να πούμε τι θα μπορούσε να έχει συμβεί, αν το KPD προχωρούσε στην οργάνωση της Αντιφασιστικής Μέρας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μερικές βδομάδες μετά τη ματαίωση της διαδήλωσης, η κυβέρνηση του συντηρητικού πρωθυπουργού Κούνο κατάρρευσε υπό την πίεση ενός κύματος μαζικών απεργιών. Η πτώση της κυβέρνησης Κούνο στα μέσα Αυγούστου έκανε τελικά το KPD και την Κομουνιστική Διεθνή να συνειδητοποιήσουν ότι η κρίση στη Γερμανία ήταν ανάλογη με εκείνη στη Ρωσία κατά τον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη του 1917. Δηλαδή ότι ωρίμαζε μια προεπαναστατική κατάσταση και το KPD μπορεί σύντομα να βρισκόταν μπροστά στην πάλη για την εξουσία. 

Στη Ρωσία, μετά από 6 χρόνια πείνας κι απομόνωσης, η προοπτική μιας σοσιαλιστικής επανάστασης στη Γερμανία εξύψωσε τις ελπίδες. Οι Ρώσοι εργάτες οργάνωναν μαζικές συγκεντρώσεις, όπου συμφωνούσαν να κόψουν τους ίδιους τους μισθούς τους για να στείλουν χρήματα στη Γερμανία που θα βοηθήσουν την επανάσταση. Οργανώνονταν εθελοντές για να πάνε στη Γερμανία και να πολεμήσουν σε διεθνείς ταξιαρχίες.

Αλλά. όπως έγραφε ο Τρότσκι: «δεν αρκεί να κρατάς σπαθί, πρέπει και να ξέρεις να το χρησιμοποιείς». Τώρα, για άλλη μια φορά ξεδιπλώθηκε η αντιφατικότητα του KPD. Ο Μπράντλερ, αντί να παραμείνει στη Γερμανία, έφυγε για τη Ρωσία μαζί με αρκετά άλλα στελέχη της Τσεντράλε. Εκεί ξόδεψαν ένα μήνα να συζητούν αν θα πρέπει να διαλέξουν μια ημερομηνία για εξέγερση ή να περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Ο Τρότσκι, που τώρα έπαιζε το ρόλο που είχε παίξει ο Λένιν το 1917, τους σφυροκόπησε ανηλεώς, απαιτώντας από το KPD να το πάρει απόφαση, να διαλέξει μια ημερομηνία και να προχωρήσει. Πρότεινε να ξεκινήσει η εξέγερση στην επέτειο της εξέγερσης των Μπολσεβίκων. Ο Μπράντλερ πρότεινε να έρθει ο Τρότσκι στο Βερολίνο για να καθοδηγήσει την επανάσταση, αλλά ο Ζινόβιεφ δεν το επέτρεπε, γιατί φοβόταν ότι, αν ο Τρότσκι πετύχαινε, θα τον επισκίαζε στην εντεινόμενη εσωκομματική μάχη στη Ρωσία.

Είναι δύσκολο να πει κανείς αν θα έκανε κάποια διαφορά ο Τρότσκι ή όχι, αλλά τελικά το KPD κατέληξε σε ένα σχέδιο εξέγερσης που έμοιαζε αρκετά με την ιδέα του Ζινόβιεφ για το πώς θα έπρεπε να γινόταν η επανάσταση τον Οκτώβρη του 1917, με την έννοια ότι ήθελε να στηρίζεται στη συμφωνία της αριστερής πτέρυγας των Σοσιαλδημοκρατών για να ξεκινήσει την εξέγερση. Με πρωτοβουλία του Ζινόφιεφ, το σχέδιο του κόμματος ήταν να μπει στις αριστερές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στη Σαξονία και τη Θουριγγία και να τις αξιοποιήσει ως βάση για την επανάσταση και για να δώσει όπλα στην εργατική τάξη. Ο Μπράντλερ αργότερα επέμενε ότι είχε εναντιωθεί σε αυτή την κίνηση, υποστηρίζοντας ότι τα όπλα της Σαξονίας και της Θουριγγίας είχαν μεταφερθεί στα οπλοστάσια του Βερολίνου και ότι η είσοδος στις κυβερνήσεις θα αποδυνάμωνε το κίνημα «γιατί οι μάζες πλέον θα περίμεναν από την κυβέρνηση να κάνει αυτά που μόνο οι ίδιες θα μπορούσαν να κάνουν». Σε κάθε περίπτωση, η Σαξονία δεν ήταν το κέντρο της δύναμης της εργατικής τάξης. Αλλά ο Μπράντλερ υποχώρησε στις πιέσεις της Μόσχας. 

Τον Οκτώβρη του 1917, ο Τρότσκι και οι Μπολσεβίκοι ηγήθηκαν της εξέγερσης μέσα από τα Σοβιέτ, σε συμμαχία με τις ακροαριστερές πτέρυγες αρκετών άλλων κομμάτων, αλλά ποτέ δεν παραχώρησαν στις ηγεσίες αυτών των άλλων κομμάτων, που στέκονταν μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης, τη δυνατότητα να εμποδίσουν τη δράση τους. Δυστυχώς, στη Γερμανία, ο Μπράντλερ, με τις ευλογίες του Ζινόβιεφ, πρότεινε δημόσια στα τέλη Οκτώβρη στην ηγεσία της αριστερής πτέρυγας του SPD να αρχίσουν μαζί την επανάσταση. Όταν ένας υπουργός του SPD αρνήθηκε να υποστηρίξει την πρόταση του KPD για γενική απεργία σε μια συνδιάσκεψη των εργοστασιακών επιτροπών, ο Μπράντλερ ματαίωσε την εξέγερση. Προσθέτοντας την προσβολή στο τραύμα, το KPD στο Αμβούργο δεν ενημερώθηκε ότι είχε ακυρωθεί η εξέγερση. Εκεί το κόμμα προχώρησε στην υλοποίηση του σχεδίου, απομονώθηκε κι εξοντώθηκε. Εικοσιένα στελέχη του σκοτώθηκαν κι εκατοντάδες τραυματίστηκαν ή φυλακίστηκαν. 

Αφού το KPD είχε ξεσηκώσει εκατοντάδες χιλιάδες μέλη του και εκατομμύρια ριζοσπαστικοποιημένους εργάτες στο σημείο προετοιμασίας ενός αγώνα για την εξουσία, η ξαφνική και χαοτική απογοήτευση κατέστρεψε τη μαχητική ικανότητα του κόμματος. 

Για κάποιες εβδομάδες, ο Ζινόβιεφ προσπάθησε να προσποιηθεί ότι όλα πήγαιναν καλά και ότι η εξέγερση είχε απλώς αναβληθεί. Αλλά, καθώς περνούσε ο χρόνος, η γερμανική αστική τάξη άρπαξε την ευκαιρία να επιβάλει στρατιωτικό νόμο και έγινε εμφανές ότι η επανάσταση είχε ηττηθεί. 

Ο Τσότσκι συνόψισε την κατάσταση στο «Μαθήματα του Οκτώβρη», που δημοσιεύτηκε το 1924, όπου έριχνε όλο το φταίξιμο στον Ζινόβιεφ και στην ηγεσία του KPD:

«Στη διάρκεια μιας σχετικά ήπιας κατάστασης στην πολιτική ζωή, [τα λάθη] διορθώνονται, ακόμα κι αν φέρουν απώλειες, δεν θα φέρουν καταστροφή. Αλλά σε περιόδους οξείας επαναστατικής κρίσης, το απολύτως κρίσιμο είναι ο διαθέσιμος χρόνος… Η δυσαρμονία ανάμεσα σε μια επαναστατική ηγεσία (δισταγμοί, ταλαντεύσεις, χρονοτριβή απέναντι στη μανιασμένη επίθεση της αστικής τάξης) και τα αντικειμενικά καθήκοντα, μπορεί να οδηγήσει μέσα σε λίγες βδομάδες ή μέρες σε μια καταστροφή και σε απώλεια εκείνων τα οποία χρειάστηκαν χρόνια για να προετοιμαστούν».

Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι οι κίνδυνοι του συντηρητισμού κατά την επαναστατική συγκυρία ήταν εξίσου καταστροφικοί με τους κινδύνους του αριστερισμού κατά τη μη-επαναστατική συγκυρία. Κανένα επαναστατικό κόμμα, όσο μεγάλο κι αν είναι και όσο βαθιά κρίση κι αν αντιμετωπίζει η αστική τάξη, δεν μπορεί να οδηγήσει την εργατική τάξη στην εξουσία, αν δεν κατέχει όλο το φάσμα των στρατηγικών και τακτικών και αν δεν αναπτύξει μια βασική ηγεσία που θα έχει το κύρος να τις εφαρμόσει.  

Ο Μπρουέ τελειώνει την ιστορία του επιχειρώντας να εξηγήσει γιατί το KPD δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τις αδυναμίες του. Πρώτο, ήταν το ζήτημα της απειρίας. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε», λέει ο Μπρουέ, «ότι οι ηγέτες του KPD είχαν μόνο λίγα χρόνια εμπειριών μέσα σε δύσκολες συνθήκες». 

Δεύτερο:

«Δεν υπήρχε Λένιν και, παίρνοντας υπόψη τις ικανότητες των προσωπικοτήτων στην προπολεμική αριστερή αντιπολίτευση στο SPD, δεν υπήρχε τίποτα στην προϊστορία του Κόμματος ή του γερμανικού προλεταριάτου που θα έκανε πιθανή την ανάδυση μέσα σε λίγα χρόνια ανθρώπων ικανών να καθοδηγήσουν μια πετυχημένη επανάσταση ενάντια στην πιο συνειδητή και αποφασισμένη αστική τάξη της Ευρώπης, αν όχι του κόσμου.

Ο συντηρητικός χαρακτήρας της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του μηχανισμού του SPD είχε στρέψει τα πιο μαχητικά στοιχεία των εργατών ενάντια στις έννοιες της πειθαρχίας και της οργάνωσης. Οι Κομουνιστές ηγέτες που αναδείχθηκαν μέσα από την προπολεμική Σοσιαλδημοκρατία, κουβαλούσαν αυτό το αποτύπωμα στην τάση τους για οργανωτική παθητικότητα και στη ροπή τους να τρέχουν πίσω από τα γεγονότα».

Τα συμπεράσματα του Μπρουέ πρέπει να είναι αφετηρία για τους μαρξιστές που θέλουν να κατανοήσουν την ήττα στη Γερμανία. Οι αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες του προπολεμικού γερμανικού καπιταλισμού διαμόρφωσαν με διαλεκτικό τρόπο τις πολιτικές μορφές οργάνωσης που υιοθέτησε η εργατική τάξη, ενώ αυτή η προϊστορία, με τη σειρά της, διαμόρφωνε τις ιδέες και τις εμπειρίες των ηγετικών σοσιαλιστών επαναστατών. Κατόπιν εορτής, ο Λέβι είχε σίγουρα δίκιο, όταν κατέληξε ότι έπρεπε να είχαν αρχίσει να χτίζουν ένα ανεξάρτητο επαναστατικό κόμμα από το 1903, αλλά αυτό προϋπέθετε ότι η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ θα είχαν βγάλει αυτά τα συμπεράσματα υπό συνθήκες που δεν υπήρχαν στη Γερμανία (όπως υπήρξαν στη Ρωσία) ή δεν είχαν υπάρξει ακόμα στη Γερμανία. Αφού κατανόησαν το λάθος τους με καθυστέρηση, εκείνοι οι πολιτικοί ηγέτες που είχαν τη μεγαλύτερη ικανότητα για να το διορθώσουν (Λούξεμπουργκ, Λίμπκνεχτ, Μέρινγκ, Γιόγκισες) δολοφονήθηκαν στις αρχές του 1919. Αυτό που άφησαν πίσω τους δεν ήταν ένα συγκροτημένο  Μπολσεβίκικο Κόμμα, αλλά η ιδέα ενός κόμματος, που ασφαλώς αναφερόταν στην παράδοση του Λένιν, αλλά στο εσωτερικό του ήταν έντονα τα ασταθή κι ανυπόμονα αριστερίστικα, εχθρικά και διαχωρισμένα από τα επαναστατικά εργατικά στελέχη, που στην πλειοψηφία τους παρέμειναν στο USPD ως το 1920.

Ο Μπρουέ ορθά τονίζει τη συμβολή του Λέβι ως του βασικού στην πράξη Γερμανού κομουνιστή που κατάλαβε ότι το KPD, με τη μορφή που είχε το 1919, δεν ήταν το KPD που θα μπορούσε να οδηγήσει την εργατική τάξη στην ανατροπή του καπιταλισμού στη Γερμανία. Οδήγησε το κόμμα προς τις ενιαιομετωπικές τακτικές, που τελικά βοήθησαν να κερδηθεί η αριστερή πτέρυγα του USPD και να ιδρυθεί ένα αυθεντικά μαζικό κόμμα πάνω στις αρχές που κληροδότησε η Λούξεμπουργκ. Όμως ο Λέβι, που στρατολογήθηκε σχεδόν τυχαία στο μαρξισμό ως ο δικηγόρος της Λούξεμπουργκ κατά τον πόλεμο, ποτέ δεν κέρδισε την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των στελεχών ούτε του KPD, ούτε του USPD. Και όταν τα πράγματα έφτασαν στα άκρα κατά τα καταστροφικά γεγονότα το Μάρτη του 1921, διέκοψε βίαια τους δεσμούς του, αντί να επιχειρήσει να επουλώσει τα τραύματα του κόμματος και να το βοηθήσει να προχωρήσει. Έκτοτε, η τύχη του KPD ήταν ουσιαστικά στα χέρια του Ζινόβιεφ, του Μπουχάριν, του Ράντεκ και της ηγεσίας της Κομιντέρν, που βρισκόταν στη Μόσχα. 

Αν και ο Μπρουέ ορθά σημειώνει ότι δεν υπήρχε ένας Λένιν στο Βερολίνο, πρέπει επίσης να τονίσουμε ότι και ο ίδιος ο Λένιν δεν αντιλήφθηκε άμεσα τις δυσκολίες μιας επανάστασης στη δυτική Ευρώπη το 1918 και το 1919. Για παράδειγμα, είναι ζήτημα προς συζήτηση το αν είχε δίκιο να πιέσει για την ίδρυση του KPD το Δεκέμβρη του 1918. Ακόμα χειρότερα, μετά το 1921, εξαιτίας της απελπιστικής κατάστασης μέσα στη Ρωσία, αποδείχθηκε αδύνατο για τον Λένιν να διατηρήσει μια καθημερινή επιρροή στη Διεθνή. Ο ρόλος του (και του Τρότσκι) ήταν συχνά να διορθώνει, κατόπιν εορτής, τα λάθη που έκαναν ο Ζινόβιεφ και οι άλλοι. Φτάνοντας στο 1923, το KPD, όπως προσωποποιείται στην περίπτωση του Μπράντλερ, είχε χάσει κάθε ικανότητα να καθοδηγεί τα γεγονότα και παρασυρόταν από τα κύματα της ταξικής πάλης. Ο Λεβί, αρκετά χρόνια μετά, επιτέθηκε με δριμύτητα στην εκτίμηση του Τρότσκι ότι αν το KPD δρούσε όπως είχαν δράσει οι Μπολεσβίκοι τον Οκτώβρη του 1917, τότε ο Οκτώβρης του 1923 θα είχε φέρει τη νίκη του σοσιαλισμού στη Γερμανία. Αλλά και ίδιος ο Λέβι είχε σημαντικό μερίδιο ευθύνης στην αδυναμία του KPD να υλοποιήσει μια τέτοια προοπτική. Στην πολιτική δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Ακόμα και ένα μεγαλύτερο KPD με ισχυρότερη ηγεσία και χωρίς την προϊστορία λαθών του (ή έχοντας βγάλει ορθά συμπεράσματα από αυτά τα λάθη) θα είχε να αντιμετωπίσει τεράστια εμπόδια. Αλλά στο ελάχιστο, θα είχε επιβιώσει για να πολεμήσει ξανά «μια άλλη μέρα». Και οι Μπολσεβίκοι ηττήθηκαν στην πρώτη τους επανάσταση το 1905 κι έπρεπε να περιμένουν 12 χρόνια για μια δεύτερη πετυχημένη ευκαιρία. Η άνοδος του Στάλιν στη Ρωσία και η επακόλουθη σταλινοποίηση των ΚΚ διεθνώς, κατέστρεψε την όποια πιθανότητα είχε το KPD να επαναλάβει μια παρόμοια πορεία όταν ξέσπασε η επόμενη κρίση του γερμανικού καπιταλισμού το 1930. 

Αλλά αν το KPD απέτυχε να καθοδηγήσει την επανάσταση, η ειρηνική, μεταρρυθμιστική αστική δημοκρατία, που ονειρεύονταν ο Μπερνστάιν και ο Κάουτσκι, αποδείχθηκε ένα άσχημο αστείο. Κατέληξε στη νίκη των Ναζί του Χίτλερ το 1933, στην πλήρη διάλυση του εργατικού κινήματος στη Γερμανία και την υποχώρηση σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Αυτή η ήττα καταδίκασε τη Ρωσική Επανάσταση σε μακρόχρονη απομόνωση, δημιουργώντας τις απελπιστικές συνθήκες μέσα στις οποίες έχτισε ο Στάλιν τον τερατώδη γραφειοκρατικό κρατικό καπιταλισμό, ο οποίος αποτελούσε την πολιτική και φυσική ακύρωση του πυρήνα του Μπολσεβικισμού σε θεωρία και πράξη. Η προειδοποίηση της Ρόζας Λούξεμπουργκ ότι θα επικρατήσει είτε ο σοσιαλισμός είτε η βαρβαρότητα αποδείχθηκε προφητική, με ένα τρομακτικό τίμημα. Αλλά μόνο όσοι πιστεύουν ότι ο καπιταλισμός είναι το ανώτερο και τελικό στάδιο στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν μπορούν να εκτιμήσουν τον ηρωισμό, μαζί με τα λάθη, της γενιάς των ανδρών και των γυναικών του KPD που έδωσαν τη ζωή τους για έναν καλύτερο κόσμο. Ο «επιτάφιος» του Μπρουέ για εκείνους είναι επίσης μια πρόκληση για εμάς: 

«Υπό αυτή την οπτική, η ιστορία του Κομουνιστικού Κόμματος Γερμανίας κατά τα πρώτα χρόνια της Κομουνιστικής Διεθνούς παύει να είναι μια ιστορία αδιέξοδων αυταπατών και γίνεται η προϊστορία ενός αγώνα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα».

Ετικέτες