Μια εκτεταμένη παρουσίασή του βιβλίου του Πιερ Μπρουέ για τη γερμανική επανάσταση, από τον Τοντ Κρετιέν. Γράφτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό ISR, που αναδημοσιεύτηκαν μαζί στο τεύχος 11 του περιοδικού "Κόκκινο".

Μέρος Α΄: Από το ξέ­σπα­σμα της επα­νά­στα­σης μέχρι τη δο­λο­φο­νία της Λού­ξε­μπουργκ

«Στε­κό­μα­στε σή­με­ρα μπρο­στά σε μια φο­βε­ρή επι­λο­γή: ή τον θρί­αμ­βο του ιμπε­ρια­λι­σμού και συ­να­κό­λου­θα την κα­τα­στρο­φή ολά­κε­ρου του πο­λι­τι­σμού, και, όπως στην Αρ­χαία Ρώμη, την ερή­μω­ση, την από­γνω­ση, τον εκ­φυ­λι­σμό, την κα­τα­στρο­φή των γε­νε­ών, ένα “γι­γά­ντιο νε­κρο­τα­φείο” –η τη νίκη του σο­σια­λι­σμού».

Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ, «Μπρο­σού­ρα του Γιού­νιους» γραμ­μέ­νο στη φυ­λα­κή το 1915.



Το 1971, ο Γάλ­λος μαρ­ξι­στής Πιερ Μπρουέ έγρα­ψε μια ανα­λυ­τι­κή ιστο­ρία των επα­να­στα­τι­κών εξε­γέρ­σε­ων στη Γερ­μα­νία, που ακο­λού­θη­σαν τον Πρώτο Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο. Πρό­κει­ται για ένα εμ­βλη­μα­τι­κό βι­βλίο 1.000 σε­λί­δων. Η έκ­δο­ση πε­ρι­λαμ­βά­νει έναν πο­λύ­τι­μο χρο­νο­λο­γι­κό πί­να­κα των ση­μα­ντι­κών γε­γο­νό­των και βιο­γρα­φι­κά ση­μειώ­μα­τα των 100 πιο ση­μα­ντι­κών πο­λι­τι­κών προ­σω­πι­κο­τή­των. Αν δεν είναι κά­ποιος βαθύς γνώ­στης της Γερ­μα­νι­κής Ιστο­ρί­ας, θα μπο­ρεί να ανα­τρέ­ξει πολ­λές φορές στο πίσω μέρος του βι­βλί­ου, αν θέλει να δια­κρί­νει, για πα­ρά­δειγ­μα, τον Ερνστ Τέλ­μαν από τον Αύ­γου­στο Ταλ­χάι­μερ. Αλλά αξί­ζει τον κόπο.

Ποιος ο λόγος να γρα­φτεί ένα τέ­τοιο με­γά­λο βι­βλίο για μια επα­νά­στα­ση που ητ­τή­θη­κε; H απά­ντη­ση βρί­σκε­ται στον ιστο­ρι­κά θε­με­λιώ­δη χα­ρα­κτή­ρα αυτής της πε­ριό­δου στη Γερ­μα­νία. Στα 1917, ο Λένιν και ο Τρό­τσκι έλ­πι­ζαν ότι μια συμ­μα­χία ανά­με­σα στην Επα­να­στα­τι­κή Ρωσία, με την τε­ρά­στια αγρο­τι­κή δυ­να­τό­τη­τα, και τη Γερ­μα­νία με το πα­νί­σχυ­ρο βιο­μη­χα­νι­κό δυ­να­μι­κό, θα μπο­ρού­σε να απο­τε­λέ­σει τη βάση μιας βιώ­σι­μης σο­σια­λι­στι­κής δη­μο­κρα­τί­ας ευ­ρω­παϊ­κής εμ­βέ­λειας, που θα ενέ­πνεε τον υπό­λοι­πο κόσμο. 

Το Νο­έμ­βρη του 1917, η πτώση του Κάι­ζερ φά­νη­κε να ση­μα­το­δο­τεί την έναρ­ξη της ίδιας δια­δι­κα­σί­ας που είχε αρ­χί­σει τον Φε­βρουά­ριο του 1917 με την πτώση του Τσά­ρου και κα­τέ­λη­ξε στην Οκτω­βρια­νή σο­σια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση. Όμως δεν έγινε έτσι. Παρά τις ηρω­ι­κές μάχες, η επα­νά­στα­ση νι­κή­θη­κε στη Γερ­μα­νία στα χρό­νια 1917-1923, αφή­νο­ντας τη Ρώ­σι­κη Επα­νά­στα­ση απο­μο­νω­μέ­νη και λι­μο­κτο­νού­σα.

Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ είχε δίκιο. Η ήττα του σο­σια­λι­σμού γρή­γο­ρα με­τέ­τρε­ψε με­γά­λα τμή­μα­τα της Ευ­ρώ­πης σε ένα «γι­γά­ντιο νε­κρο­τα­φείο». Ο Στά­λιν στη Ρωσία ισχυ­ρο­ποί­η­σε το γρα­φειο­κρα­τι­κό κα­θε­στώς, στη­ρι­ζό­με­νος στην απο­γο­ή­τευ­ση από την ήττα της Γερ­μα­νί­ας και τη φτώ­χεια. Στη Γερ­μα­νία οι Ναζί ακό­νι­ζαν τα δό­ντια τους και, στην πάλη ενα­ντί­ον των επα­να­στα­τών ερ­γα­τών, ανα­πτύ­χθη­καν σε μια πα­νί­σχυ­ρη μα­ζι­κή ορ­γά­νω­ση. Το δί­δυ­μο Στα­λι­νι­σμός - Να­ζι­σμός έθαψε τις άμε­σες προ­ο­πτι­κές του επα­να­στα­τι­κού Μαρ­ξι­σμού. 

Τί­πο­τα απ’ όλα αυτά όμως δεν συ­νέ­βη αυ­τό­μα­τα. Ο Μπρουέ δεν μα­σά­ει τα λόγια του, όταν ανα­λύ­ει τα λάθη που έγι­ναν από τους επα­να­στά­τες, είτε μι­λά­με για λάθη νε­α­νι­κής απει­ρί­ας, είτε –αρ­γό­τε­ρα– για λάθη που οφεί­λο­νταν στη γρα­φειο­κρα­τι­κή ηλι­θιό­τη­τα. Ταυ­τό­χρο­να, φέρ­νει στην επι­φά­νεια έναν πλού­το συ­μπε­ρα­σμά­των όσον αφορά τη στρα­τη­γι­κή και τις τα­κτι­κές. Τις δυ­σκο­λί­ες να γίνει η επα­νά­στα­ση σε μια ανα­πτυγ­μέ­νη κοι­νω­νία –με πιο επί­πο­νη απ’ όλες τις δυ­σκο­λί­ες την ανα­γκαιό­τη­τα να οι­κο­δο­μη­θούν ανε­ξάρ­τη­τες επα­να­στα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις πριν από τη στιγ­μή της επα­να­στα­τι­κής κρί­σης, που δεν θα χτί­ζο­νται από το μηδέν μέσα στη φωτιά της μάχης. Αυτά τα μα­θή­μα­τα, και τα θε­τι­κά και τα αρ­νη­τι­κά, κα­τα­κτή­θη­καν με πολύ με­γά­λο κό­στος. O Μπρουέ όχι μόνο επα­να­φέ­ρει στην επι­φά­νεια ένα θέμα ξε­χα­σμέ­νο από καιρό και ελά­χι­στα κα­τα­νοη­τό από τους ακτι­βι­στές και τους σο­σια­λι­στές του σή­με­ρα, αλλά απο­δί­δει μέ­γι­στη τιμή στους σο­σια­λι­στές που έδω­σαν τη ζωή τους σε μια από τις με­γα­λύ­τε­ρες μάχες της ερ­γα­τι­κής τάξης που έζησε ο κό­σμος.

Αυτή η πα­ρου­σί­α­ση, σε δύο μέρη, θα ασχο­λη­θεί με τις κε­ντρι­κές δια­μά­χες και τα προ­βλή­μα­τα που συ­ζη­τά ο Μπρουέ μέσα στους κόλ­πους της Γερ­μα­νι­κής Επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς. Το πρώτο μέρος θα ασχο­λη­θεί με τα ζη­τή­μα­τα όπως το «με­ταρ­ρύθ­μι­ση ή επα­νά­στα­ση;» ή το ζή­τη­μα του πώς θα έπρε­πε να ορ­γα­νώ­νο­νται οι επα­να­στά­τες σε σχέση με τους υπό­λοι­πους ερ­γά­τες ή τα μη-επα­να­στα­τι­κά πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα. Το δεύ­τε­ρο μέρος θα ασχο­λη­θεί με τις δυ­σκο­λί­ες της δη­μιουρ­γί­ας μιας ηγε­σί­ας μέσα σε ένα επα­να­στα­τι­κό κόμμα, τη στρα­τη­γι­κή και τις τα­κτι­κές, το ζή­τη­μα της ρε­φορ­μι­στι­κής συ­νεί­δη­σης στην ερ­γα­τι­κή τάξη και τα προ­βλή­μα­τα που τέ­θη­καν από την κρίση στη Ρώ­σι­κη Επα­νά­στα­ση και πώς αυτή επη­ρέ­α­σε το Κο­μου­νι­στι­κό Κόμμα στη Γερ­μα­νία.

Με­ταρ­ρύθ­μι­ση ή Επα­νά­στα­ση

Το Γερ­μα­νι­κό Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Κόμμα (SPD) ήταν το κα­μά­ρι του διε­θνούς σο­σια­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος πριν από τον Πρώτο Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο. Ιδρύ­θη­κε το 1875 στη Γκότα, ως μία συγ­χώ­νευ­ση του Μαρ­ξι­στι­κού Σο­σια­λι­στι­κού Δη­μο­κρα­τι­κού Ερ­γα­τι­κού Κόμ­μα­τος που κα­θο­δη­γού­σαν οι Αύ­γου­στος Μπέ­μπελ και Βίλ­χελμ Λί­μπ­κνε­χτ και της Γε­νι­κής Ένω­σης Γερ­μα­νών Ερ­γα­τών με ηγέτη τον Φέρ­ντι­ναντ Λασάλ. Ο Μαρξ έγρα­ψε μια πε­ρί­φη­μη κρι­τι­κή για το πρό­γραμ­μα του κόμ­μα­τος, όπου θε­ω­ρού­σε ότι το πρό­γραμ­μα έκανε πολ­λές πα­ρα­χω­ρή­σεις στους Λα­σα­λι­κούς. Στη διάρ­κεια των πρώ­των χρό­νων, το SPD αντι­με­τώ­πι­σε σκλη­ρή κα­τα­πί­ε­ση, κυ­ρί­ως με τη μορφή των Νόμων των Εξαι­ρέ­σε­ων (ο Μπέ­μπελ φυ­λα­κί­στη­κε δύο φορές) και αυτό ώθησε το κόμμα σε πιο ρι­ζο­σπα­στι­κή μαρ­ξι­στι­κή κα­τεύ­θυν­ση. Τραυ­μα­τι­σμέ­νο, αλλά όχι συ­ντε­τριμ­μέ­νο, το κόμμα κα­τά­φε­ρε να με­γα­λώ­σει ση­μα­ντι­κά σε μια πε­ρί­ο­δο ση­μα­ντι­κής ανά­πτυ­ξης, που συ­νο­δεύ­τη­κε από μια σχε­τι­κά μι­κρής έντα­σης τα­ξι­κή πάλη. Από το 1880 και μέχρι τον πό­λε­μο, οι απερ­γί­ες ήταν σπά­νιες και το βιο­τι­κό επί­πε­δο των ερ­γα­τών ανέ­βαι­νε, αν και όχι στην ίδια ανα­λο­γία με την αύ­ξη­ση των κερ­δών. Οι αριθ­μοί που σχε­τί­ζο­νται με το κόμμα αυ­ξά­νο­νταν στα­θε­ρά και το 1914 αριθ­μού­σε 1.085.905 μέλη. Η εκλο­γι­κή του δύ­να­μη αυ­ξή­θη­κε από 311.900 ψή­φους το 1881 σε 4 εκα­τομ­μύ­ρια στις εκλο­γές το 1912, όταν έβγα­λε 110 βου­λευ­τές στην Εθνι­κή Αντι­προ­σω­πία (Ράιχ­σταγκ). Το κόμμα εξέ­δι­δε 90 ημε­ρή­σιες εφη­με­ρί­δες, απα­σχο­λού­σε 267 δη­μο­σιο­γρά­φους πλή­ρους απα­σχό­λη­σης και 3.000 επαγ­γελ­μα­τι­κά στε­λέ­χη, ενώ ηγεί­το ερ­γα­τι­κών συν­δι­κά­των με συ­νο­λι­κό αριθ­μό 2 εκα­τομ­μύ­ρια μέλη. Καθώς στη Γερ­μα­νία απου­σί­α­ζαν οι δη­μό­σιες δομές, το κόμμα δη­μιούρ­γη­σε βι­βλιο­θή­κες, ερ­γα­τι­κά σχο­λεία, νε­ο­λαι­ί­στι­κες ομά­δες, γυ­ναι­κεί­ες ορ­γα­νώ­σεις, αθλη­τι­κά σω­μα­τεία και χώ­ρους ανα­ψυ­χής. Ήταν κάτι πε­ρισ­σό­τε­ρο από ένα πο­λι­τι­κό κόμμα –ήταν ακόμα ένας χώρος ζωής για πολ­λούς ερ­γά­τες.

Το SPD ήταν σί­γου­ρα ένα μα­ζι­κό κόμμα. Όμως η επι­τυ­χία στην οι­κο­δό­μη­ση των εντυ­πω­σια­κών δομών του οδή­γη­σε σε έντο­νες αντι­πα­ρα­θέ­σεις για θέ­μα­τα στρα­τη­γι­κής, τα­κτι­κής και θε­με­λιω­δών αρχών. Το 1891, με την από­συρ­ση των Νόμων των Εξαι­ρέ­σε­ων, το κόμμα ήταν πλέον πλή­ρως νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νο. Τότε ξέ­σπα­σε δια­μά­χη για το κατά πόσο θα έπρε­πε αντι­πρό­σω­ποί του να ανα­λαμ­βά­νουν δη­μό­σια αξιώ­μα­τα. Όπως δι­η­γεί­ται ο Μπρουέ:

«Σε αντί­θε­ση με τη “νε­ο­λαία” που υπο­στή­ρι­ζε το μποϊ­κο­τά­ρι­σμα των εκλο­γών και μια μό­νι­μα επι­θε­τι­κή πο­λι­τι­κή και τη δεξιά πτέ­ρυ­γα… που ήθελε να πε­ριο­ρί­σει το κόμμα στο “εφι­κτό” και έναν αγώνα απο­κλει­στι­κά εκλο­γι­κό, η ηγε­σία νί­κη­σε στη συ­ζή­τη­ση για το πρό­γραμ­μα, που επι­βλή­θη­κε στο Συ­νέ­δριο της Ερ­φούρ­της που υιο­θέ­τη­σε τις ιδέες του Καρλ Κά­ου­τσκι. Ο Κά­ου­τσκι δεν απε­μπο­λού­σε μεν το μά­ξι­μουμ πρό­γραμ­μα, τη σο­σια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση, που η κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη είχε ανα­γά­γει σε μια μα­κρι­νή προ­ο­πτι­κή, αλλά υπο­στή­ρι­ζε ότι το Κόμμα μπο­ρεί και πρέ­πει να πα­λέ­ψει για τα αι­τή­μα­τα ενός μί­νι­μουμ προ­γράμ­μα­τος, τους μι­κρούς επί μέ­ρους στό­χους, τις πο­λι­τι­κές, οι­κο­νο­μι­κές και κοι­νω­νι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις, ενώ θα πρέ­πει να ερ­γά­ζε­ται για την εν­δυ­νά­μω­ση της πο­λι­τι­κής και οι­κο­νο­μι­κής ισχύ­ος του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και ταυ­τό­χρο­να να ανε­βά­ζει την τα­ξι­κή συ­νεί­δη­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης. Έτσι δη­μιουρ­γή­θη­κε το ρήγμα… Αυτή η δι­χο­γνω­μία έμελε να κυ­ριαρ­χή­σει στη θε­ω­ρία και πρα­κτι­κή της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας για δε­κα­ε­τί­ες».

Ο ρόλος του Κά­ου­τσκι, όπως γρά­φει ο ιστο­ρι­κός Carl Schorske, ήταν «η συμ­φι­λί­ω­ση με­τα­ξύ αντα­γω­νι­στι­κών τά­σε­ων, μέσω των θε­ω­ρη­τι­κών συλ­λή­ψε­ων».1

Το 1898, ο Έντουαρντ Μπερν­στάιν, βε­τε­ρά­νος της επο­χής των διώ­ξε­ων και γνω­στός κομ­μα­τι­κός ηγέ­της, όξυνε την αντι­πα­ρά­θε­ση ανά­με­σα στη με­ταρ­ρύθ­μι­ση και την επα­νά­στα­ση. Ο Μπερν­στάιν αμ­φι­σβή­τη­σε τη θέση του Μαρξ ότι το ξέ­σπα­σμα των οι­κο­νο­μι­κών κρί­σε­ων είναι σύμ­φυ­το στον κα­πι­τα­λι­σμό. Έβλε­πε τον «σο­σια­λι­σμό ως ελεύ­θε­ρη επι­λο­γή των αν­θρώ­πων, ανε­ξαρ­τή­τως της οι­κο­νο­μι­κής και κοι­νω­νι­κής τους κα­τά­στα­σης, ως μια ηθική επι­λο­γή πε­ρισ­σό­τε­ρο παρά μια κοι­νω­νι­κή ανα­γκαιό­τη­τα. Αντι­πα­ρά­βα­λε αυτό που θε­ω­ρού­σε πα­ρω­χη­μέ­νη επα­να­στα­τι­κή φρα­σε­ο­λο­γία με μια ρε­α­λι­στι­κή ανα­ζή­τη­ση με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων, για τις οποί­ες η ερ­γα­τι­κή τάξη θα έπρε­πε να βυ­θι­στεί σε ένα πλατύ δη­μο­κρα­τι­κό κί­νη­μα που θα πε­ρι­λάμ­βα­νε ση­μα­ντι­κά τμή­μα­τα της μπουρ­ζουα­ζί­ας». Σε απά­ντη­ση η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ έγρα­ψε το «Με­ταρ­ρύθ­μι­ση ή Επα­νά­στα­ση;», κα­ταγ­γέλ­λο­ντας τον δια­χω­ρι­σμό ανά­με­σα στη Με­ταρ­ρύθ­μι­ση και την Επα­νά­στα­ση ως πα­ρα­πλα­νη­τι­κό. Οι ρε­φορ­μι­στές που θα εγκα­τέ­λει­παν την επα­νά­στα­ση ως δρόμο για τον σο­σια­λι­σμό, δεν θα διά­λε­γαν μόνο έναν δια­φο­ρε­τι­κό δρόμο, αλλά έναν δια­φο­ρε­τι­κό στόχο, γιατί οι κα­πι­τα­λι­στές δεν θα πα­ρέ­δι­δαν ποτέ την πο­λι­τι­κή εξου­σία ει­ρη­νι­κά. Οι επα­να­στά­τες, από την άλλη, δεν θα έπρε­πε να απορ­ρί­πτουν τη μάχη για με­ταρ­ρυθ­μί­σεις μέσα στα πλαί­σια του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος, αλλά να υπο­στη­ρί­ζουν ότι οι με­ταρ­ρυθ­μί­σεις δεν θα μπο­ρού­σαν να είναι μό­νι­μες κα­τα­κτή­σεις και ανα­πό­φευ­κτα θα ήταν ευά­λω­τες στην αντί­δρα­ση, όσο θα κυ­ριαρ­χού­σε το κα­πι­τα­λι­στι­κό κί­νη­τρο για κέρ­δος. Ο Κά­ου­τσκι πήρε το μέρος της Λού­ξε­μπουργκ, κερ­δί­ζο­ντας την πλειο­ψη­φία του SPD στην ψη­φο­φο­ρία για την απόρ­ρι­ψη της πο­λι­τι­κής του Mπερν­στάιν με στόχο να «αντι­κα­τα­στή­σει την πο­λι­τι­κή της κα­τά­κτη­σης της εξου­σί­ας μέσω της πο­λι­τι­κής νίκης με μια πο­λι­τι­κή που συμ­φι­λιώ­νε­ται με την κα­θε­στη­κυία τάξη πραγ­μά­των». Αλλά όπως ση­μειώ­νει ο Schorske, ούτε η από­φα­ση σε βάρος του Μπερν­στάιν το 1899, ούτε μια ακόμη αντί­στοι­χη το 1901, «με­τρί­α­σαν τη διά­δο­ση των ανα­θε­ω­ρη­τι­κών (ρε­βι­ζιο­νι­στι­κών) ιδεών. Το κόμμα –συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της Αρι­στε­ράς– απέ­δι­δε με­γά­λη ση­μα­σία στους αριθ­μούς των μελών και στην ενό­τη­τά του για να σκε­φτεί να απο­βά­λει τη μειο­ψη­φία».2

H δια­μά­χη κάθε άλλο παρά κα­τα­λά­για­σε. Η Ρώ­σι­κη Επα­νά­στα­ση του 1905 (που ητ­τή­θη­κε μετά από έναν ολό­κλη­ρο χρόνο μα­ζι­κών απερ­γιών και μι­σο-εξε­γέρ­σε­ων) σε συν­δυα­σμό με μια κακή επί­δο­ση του SPD στις εκλο­γές του 1907 είχαν ως απο­τέ­λε­σμα να απο­κρυ­σταλ­λω­θούν τρείς δια­κρι­τές τά­σεις μέσα στο κόμμα.

Στα δεξιά, στέ­κο­νταν «οι Έμπερτ, Μπρά­ουν, Σάι­ντε­μαν (οι γνω­στοί ηγέ­τες της δε­ξιάς πτέ­ρυ­γας του SPD ) και οι άλλοι που βρί­σκο­νταν σε προ­νο­μιού­χες θέ­σεις, ανά­με­σα στις αντι­μα­χό­με­νες τα­ξι­κές δυ­νά­μεις. Ο οι­κο­νο­μι­κός με­τα­σχη­μα­τι­σμός της Γερ­μα­νί­ας και η σχε­τι­κή κοι­νω­νι­κή ει­ρή­νη στην Ευ­ρώ­πη, οι πρό­ο­δοι στις κοι­νω­νι­κές νο­μο­θε­σί­ες, που κερ­δή­θη­καν από τη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία και τα ερ­γα­τι­κά συν­δι­κά­τα, αλλά και οι προ­ο­πτι­κές κοι­νω­νι­κής προ­ό­δου και ατο­μι­κής επι­τυ­χί­ας που προ­σέ­φε­ραν στα ικανά μέλη της ερ­γα­τι­κής τάξης οι ερ­γα­τι­κές ενώ­σεις, όλα αυτά έθρε­φαν τις ρε­βι­ζιο­νι­στι­κές τά­σεις. Αυτές οι τά­σεις ήταν θε­με­λια­κά αντί­θε­τες στον Μαρ­ξι­σμό... (Αυτοί θε­ω­ρού­σαν) το επί­πε­δο ζωής της Γερ­μα­νι­κής ερ­γα­τι­κής τάξης… να συν­δέ­ε­ται άρ­ρη­κτα με την ευ­μά­ρεια των “δικών τους” κα­πι­τα­λι­στών και την εξά­πλω­ση του Γερ­μα­νι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού».

Στα αρι­στε­ρά, επα­να­στά­τες όπως η Λού­ξε­μπουργκ και ο Καρλ Λί­μπ­κνε­χτ έβλε­παν τις εκλο­γι­κές ανα­με­τρή­σεις ως δευ­τε­ρεύ­ου­σα δια­δι­κα­σία σε σύ­γκρι­ση με τους ερ­γα­τι­κούς οι­κο­νο­μι­κούς αγώ­νες, οι οποί­οι, όπως πί­στευαν, θα άνοι­γαν το δρόμο για μα­ζι­κές απερ­γί­ες και επα­να­στα­τι­κές συ­γκρού­σεις, όπως είχε συμ­βεί το 1848 στη Γερ­μα­νία, το 1871 στο Πα­ρί­σι και το 1905 στη Ρωσία. Υπο­στή­ρι­ζαν τη βαθιά πε­ποί­θη­ση του Μαρξ και του Έν­γκελς ότι ο κα­πι­τα­λι­σμός δεν θα μπο­ρού­σε ποτέ να ξε­πε­ρά­σει την τάση για οι­κο­νο­μι­κές κρί­σεις. Συ­νει­δη­το­ποιού­σαν τον κίν­δυ­νο των κλι­μα­κού­με­νων ιμπε­ρια­λι­στι­κών εντά­σε­ων με­τα­ξύ των με­γά­λων Ευ­ρω­παϊ­κών δυ­νά­με­ων και ήταν αντί­θε­τοι στις αυ­ξα­νό­με­νες μι­λι­τα­ρι­στι­κές και αποι­κιο­κρα­τι­κές φι­λο­δο­ξί­ες της Γερ­μα­νι­κής άρ­χου­σας τάξης.

Στο κέ­ντρο, πολ­λοί από τους ηγέ­τες της «πα­λιάς φρου­ράς», όπως ο Κά­ου­τσκι και ο Μπέ­μπελ, αο­ρι­στο­λο­γού­σαν. Είχαν ξο­δέ­ψει όλη τη ζωή τους στην προ­σπά­θεια να χτί­σουν ένα πα­νί­σχυ­ρο κόμμα. Ακόμα πί­στευαν στο σο­σια­λι­σμό και στην «ιδέα της επα­νά­στα­σης», όμως με την έν­νοια της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής πλειο­ψη­φι­κής νίκης, γε­γο­νός που με­τέ­πει­τα θα άνοι­γε το δρόμο για βα­θιές και πλή­ρεις με­ταρ­ρυθ­μί­σεις. 

Εκεί­νο που φο­βό­ντου­σαν πάνω απ’ όλα ήταν ότι η Γερ­μα­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ως άλ­λο­θι τη ρη­το­ρι­κή και την πρα­κτι­κή της αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας του κόμ­μα­τος ως δι­καιο­λο­γία για να επα­να­φέ­ρει τα κα­τα­πιε­στι­κά μέτρα της δε­κα­ε­τί­ας του 1880 και να δια­λύ­σει την «όμορ­φη μη­χα­νή» που είχαν κο­πιά­σει τριά­ντα χρό­νια για να κα­τα­σκευά­σουν. Έτσι λοι­πόν, στην πράξη, αν και το κέ­ντρο δεν μπο­ρού­σε ανοι­χτά να απο­δε­χτεί την απόρ­ρι­ψη από τη δεξιά του τε­λι­κού σκο­πού, που ήταν η αντι­κα­τά­στα­ση του κα­πι­τα­λι­σμού από το σο­σια­λι­σμό, υπήρ­χε ο «κίν­δυ­νος μας στε­νό­τε­ρης συ­νερ­γα­σί­ας με­τα­ξύ του κέ­ντρου και της δε­ξιάς πτέ­ρυ­γας». Από εκεί­νο το ση­μείο και μετά, λέει ο Μπρουέ, η ηγε­σία του SPD, δε­ξιοί και κε­ντρώ­οι, «γύ­ρι­σαν την πλάτη κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά στην ταύ­τι­ση του κόμ­μα­τος με την επα­νά­στα­ση, και οι ανα­φο­ρές σ’ αυτήν στις με­τέ­πει­τα συ­ζη­τή­σεις έγι­ναν όλο και πιο σπά­νιες».

Η δια­μά­χη στο SPD δεν ήταν απλά μια σύ­γκρου­ση ιδεών απο­κομ­μέ­νη από τις κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις. Ο ιδέες της δε­ξιάς ήταν βαθιά ρι­ζω­μέ­νες στη συν­δι­κα­λι­στι­κή γρα­φειο­κρα­τία και στους εκλεγ­μέ­νους ανώ­τε­ρους αξιω­μα­τού­χους, των οποί­ων η δου­λειά ήταν εξαρ­τη­μέ­νη από το πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα που υπη­ρε­τού­σε τον Γερ­μα­νι­κό κα­πι­τα­λι­σμό. Οι ιδέες του κέ­ντρου έτει­ναν να είναι ισχυ­ρό­τε­ρες στις τά­ξεις των ανώ­τε­ρων κομ­μα­τι­κών επαγ­γελ­μα­τι­κών στε­λε­χών, οι οποί­οι εν­δια­φέ­ρο­νταν πρω­τί­στως να κρα­τή­σουν το SPD ενω­μέ­νο. Οι θέ­σεις της αρι­στε­ράς επι­κρα­τού­σαν στα δη­μο­σιο­γρα­φι­κά στε­λέ­χη και στους ερ­γά­τες πλή­ρους απα­σχό­λη­σης στο κόμμα, που δεν έφε­ραν καμιά άμεση ευ­θύ­νη για τα ορ­γα­νω­τι­κά ζη­τή­μα­τα. Φυ­σι­κά, υπήρ­χαν ση­μα­ντι­κές εξαι­ρέ­σεις σ’ αυτή την πε­ρι­γρα­φή (όπως ο Λί­μπ­κνε­χτ), αλλά ο Μπρουέ –στη συ­ζή­τη­ση για την άνοδο της γρα­φειο­κρα­τί­ας στο SPD– μας πα­ρέ­χει μια καλή αφε­τη­ρία για να κα­τα­νο­ή­σου­με την έκ­βα­ση αυτής της δια­μά­χης.

Οι ρε­φορ­μι­στι­κές όπως και οι επα­να­στα­τι­κές ανα­λύ­σεις για τον κα­πι­τα­λι­σμό μπή­καν σε σο­βα­ρή δο­κι­μα­σία στις 4 Αυ­γού­στου του 1914. Εκεί­νη τη μέρα, όλοι οι βου­λευ­τές του SPD στο Ράιχ­σταγκ, ακο­λου­θώ­ντας την κομ­μα­τι­κή πει­θαρ­χία, ψή­φι­σαν εγκρί­νο­ντας τις πο­λε­μι­κές πι­στώ­σεις για να προ­ε­τοι­μα­στεί ο πό­λε­μος με τη Ρωσία κα τη Γαλ­λία. 

«Οι σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες πήραν μέρος στον πό­λε­μο», γρά­φει ο Μπρουέ. 

«Τα λόγια τους απο­δεί­χτη­καν μια πε­νι­χρή ρη­το­ρι­κή κά­λυ­ψη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που τη συ­νέ­θε­ταν θραύ­σμα­τα, βόμ­βες, πο­λυ­βό­λα, δη­λη­τη­ριώ­δη αέρια και ιμπε­ρια­λι­στι­κοί στό­χοι… Η Διε­θνής πέ­θα­νε την 4η του Αυ­γού­στου». 

Μέσα σε λί­γους μήνες, μετά τις πρώ­τες μάχες του φθι­νο­πώ­ρου του 1914, έγινε ξε­κά­θα­ρο ότι ο Πρώ­τος Πα­γκό­σμιος Πό­λε­μος δεν θα συ­γκρι­νό­ταν με κα­νέ­ναν άλλο πό­λε­μο στην αν­θρώ­πι­νη Ιστο­ρία. Οι πλέον προηγ­μέ­νες βιο­μη­χα­νι­κές οι­κο­νο­μί­ες στον κόσμο κα­τα­σκεύ­α­σαν απο­τε­λε­σμα­τι­κά όπλα για να σφα­γιά­σουν αδια­νό­η­τα με­γά­λους –μέχρι τότε– αριθ­μούς στρα­τιω­τών και πο­λι­τών. Οι ρε­φορ­μι­στές σο­σια­λι­στές είχαν επεν­δύ­σει σε μια διαρ­κή πρό­ο­δο του κα­πι­τα­λι­σμού, που στα­δια­κά θα ανέ­βα­ζε το επί­πε­δο ζωής της ερ­γα­τι­κής τάξης. Τώρα το ίδιο αυτό το σύ­στη­μα απο­δεί­κνυε ότι μπο­ρού­σε το ίδιο απο­τε­λε­σμα­τι­κά να ρίξει ολό­κλη­ρους πλη­θυ­σμούς πίσω στον Με­σαί­ω­να. Η δεξιά πήρε μέρος στον πό­λε­μο, ελ­πί­ζο­ντας ότι η Γερ­μα­νία θα νι­κού­σε τους άλ­λους. Η ελ­πί­δα του κέ­ντρου για έναν σύ­ντο­μο πό­λε­μο και μια άμεση επι­στρο­φή στην ει­ρή­νη κα­τάρ­ρευ­σε. Η αρι­στε­ρά δι­καιώ­θη­κε. Όμως, ήταν η λι­γό­τε­ρο ορ­γα­νω­μέ­νη από όλες τις άλλες τά­σεις μέσα στο SPD.

Η επα­να­στα­τι­κή Αρι­στε­ρά

Με­ρι­κές από τις πλέον εντυ­πω­σια­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες του SPD πρω­τα­γω­νί­στη­σαν στην επα­να­στα­τι­κή αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα. Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ, που δια­κρί­θη­κε στην ορ­γά­νω­ση των Πο­λω­νών σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τών, ήρθε γρή­γο­ρα στην επι­φά­νεια μέσα από τις άγριες συ­γκρού­σεις της με τον Μπερν­στάιν. Επί­σης έγρα­ψε ένα μνη­μειώ­δες έργο πάνω στη δια­δι­κα­σία της συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου, υπε­ρα­σπί­στη­κε τις μα­ζι­κές απερ­γί­ες στη Ρωσία και έγινε μία από τις δια­ση­μό­τε­ρες ηγέ­τι­δες (πα­ρό­τι ξένη και Εβραία) μέσα στο με­γα­λύ­τε­ρο σο­σια­λι­στι­κό κόμμα στη γη. Ο Καρλ Λί­μπ­κνε­χτ ήταν ένας πα­σί­γνω­στος αγκι­τά­το­ρας ενα­ντί­ον του Γερ­μα­νι­κού μι­λι­τα­ρι­σμού, είχε επιρ­ροή σε ένα με­γά­λο μέρος της νε­ο­λαί­ας, ενώ είχε βου­λευ­τι­κή έδρα στο Ράιχ­σταγκ. Η Κλάρα Τσέτ­κιν ήταν γνω­στή διε­θνώς ως η ηγέ­τι­δα των σο­σια­λι­στριών γυ­ναι­κών. Άλλοι είχαν στις πλά­τες τους δε­κα­ε­τί­ες αγώ­νων, που τους έκα­ναν πλα­τιά ανα­γνω­ρί­σι­μο­uς μέσα στο κόμμα, όπως ο Φραντς Μέ­ρινγκ, o Λέο Γιό­γκι­σες (στε­νός συ­νερ­γά­της και σύ­ντρο­φος της Λού­ξε­μπουργκ για πολλά χρό­νια), ο Πάουλ Φρέ­λιχ και ο Χάιν­ριχ Μπρά­ντλερ. Ως προ­σω­πι­κό­τη­τες, βρί­σκο­νταν ανά­με­σα στους πιο διά­ση­μους αγκι­τά­το­ρες, δια­νο­ού­με­νους και ερ­γα­τι­κούς ηγέ­τες που είχε ανα­δεί­ξει το σο­σια­λι­στι­κό κί­νη­μα.

Παρά ταύτα, όταν το SPD συν­θη­κο­λό­γη­σε υπέρ του πο­λέ­μου, αυτές οι ηγε­τι­κές μορ­φές απο­μο­νώ­θη­καν, βρέ­θη­καν ανί­κα­νες να πα­ρέμ­βουν στη ροή των γε­γο­νό­των. Το σοκ της προ­δο­σί­ας εξη­γεί ένα μέρος αυτής της κα­τά­στα­σης. Όταν για πα­ρά­δειγ­μα ο Λένιν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε για την ψη­φο­φο­ρία της 4ης Αυ­γού­στου, υπέ­θε­σε ότι επρό­κει­το για απάτη από μέ­ρους των Γερ­μα­νι­κών Αρχών, με σκοπό την απο­θάρ­ρυν­ση των σο­σια­λι­στών άλλων χωρών. Αλλά το βάθος της πα­ρά­λυ­σης της Αρι­στε­ράς είναι δύ­σκο­λο να κα­τα­νοη­θεί. Το Σε­πτέμ­βρη του 1914, η Λού­ξε­μπουργκ , ο Γιό­γκι­σες και ο Μέ­ρινγκ έστει­λαν 300 τη­λε­γρα­φή­μα­τα, ζη­τώ­ντας από τα στε­λέ­χη της αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας να συ­να­ντη­θούν στο σπίτι της Λού­ξε­μπουργκ για να συ­ζη­τή­σουν την αντι­πο­λε­μι­κή στρα­τη­γι­κή. Μόνο η Τσέτ­κιν αντα­πο­κρί­θη­κε θε­τι­κά.

Ο Μπρουέ χρη­σι­μο­ποιεί την εμπει­ρία του Λί­μπ­κνε­χτ για να κα­τα­δεί­ξει την απο­μό­νω­ση και την απο­θάρ­ρυν­ση της Αρι­στε­ράς. Πα­ρό­τι ήταν γνω­στός ως αντι­μι­λι­τα­ρι­στής, είχε πει­σθεί από την ηγε­σία του SPD να σε­βα­στεί την κομ­μα­τι­κή πει­θαρ­χία στο Ράιχ­σταγκ κατά τη διάρ­κεια της ψη­φο­φο­ρί­ας της 4ης Αυ­γού­στου. Μετά το τα­ξί­δι του στο Βέλ­γιο, δια­πί­στω­σε τις γερ­μα­νι­κές ακρό­τη­τες. Όταν αντι­με­τώ­πι­σε φί­λους του στη Στουτ­γκάρ­δη, δή­λω­σε: «Οι επι­κρί­σεις σας είναι απο­λύ­τως δι­καιο­λο­γη­μέ­νες… έπρε­πε να έχω φω­νά­ξει “Όχι” στη συ­νε­δρί­α­ση του Ράιχ­σταγκ. Έκανα ένα σο­βα­ρό λάθος».

Καθ’ όλη τη διάρ­κεια του φθι­νο­πώ­ρου, η Αρι­στε­ρά προ­σπα­θού­σε να δου­λέ­ψει μέσα στις υπάρ­χου­σες κομ­μα­τι­κές δομές για να εκ­φρά­σει τη δια­φω­νία της, όμως η ηγε­σία του SPD δού­λευε χέ­ρι-χέ­ρι με την αστυ­νο­μία, συλ­λαμ­βά­νο­ντας και κα­τα­στέλ­λο­ντας τους δια­φω­νού­ντες, λο­γο­κρί­νο­ντας τις εφη­με­ρί­δες και απα­γο­ρεύ­ο­ντας τις πο­λι­τι­κές συ­να­ντή­σεις. Μέχρι το Δε­κέμ­βρη, ο Λί­μπ­κνε­χτ είχε απο­φα­σί­σει ότι η «νό­μι­μη αντι­πο­λί­τευ­ση» μέσα στους κόλ­πους του SPD ήταν πλέον αδύ­να­τη. Όπως δι­η­γεί­ται ο Μπρουέ:

«Αντι­μέ­τω­πος με την κα­τάρ­ρευ­ση των τε­λευ­ταί­ων του ψευ­δαι­σθή­σε­ων, με κλο­νι­σμέ­να νεύρα από την κρι­σι­μό­τη­τα της κα­τά­στα­σης αλλά και έχο­ντας συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ότι το όφει­λε σ’ αυ­τούς που δεν είχαν πα­ραι­τη­θεί από τα σο­σια­λι­στι­κά τους ιδα­νι­κά, ο Λί­μπ­κνε­χτ απο­φά­σι­σε να κάνει το απο­φα­σι­στι­κό βήμα. Ένας μόνο τρό­πος έκ­φρα­σης πα­ρέ­με­νε ανοι­χτός γι’ αυτόν, αυτός της ψήφου ενα­ντί­ον των πο­λε­μι­κών πι­στώ­σε­ων –της ψήφου ενα­ντί­ον της από­φα­σης του κόμ­μα­τός του. Τη νύχτα της 1-2 Δε­κεμ­βρί­ου, σε μία δρα­μα­τι­κή συ­νε­δρί­α­ση στο δια­μέ­ρι­σμα του Λε­μπε­ντούρ με τους άλ­λους αντι­προ­σώ­πους της αντι­πο­λί­τευ­σης, δεν κα­τόρ­θω­σε να πεί­σει κα­νέ­ναν ότι ήταν ανα­γκαίο, με κάθε κό­στος, να κά­νουν αυτή τη θε­α­μα­τι­κή κί­νη­ση. Στις 3 Δε­κεμ­βρί­ου ψή­φι­σε μόνος του στο Ράιχ­σταγκ ενα­ντί­ον των πο­λε­μι­κών πι­στώ­σε­ων και μ’ αυτό τον τρόπο έκανε τον εαυτό του σύμ­βο­λο της αντι­πο­λί­τευ­σης και κέ­ντρο του αγώνα όλων των σκόρ­πιων δυ­νά­με­ων».

Για την ανυ­πα­κοή του, ο Λί­μπ­κνε­χτ επι­στρα­τεύ­τη­κε και στάλ­θη­κε στο μέ­τω­πο.

Γιατί χρειά­στη­κε τέσ­σε­ρεις μήνες ο Λί­μπ­κνε­χτ για να σπά­σει την πει­θαρ­χία στο SPD; Γιατί η Αρι­στε­ρά υπήρ­ξε τόσο αδύ­να­μη; Σύμ­φω­να με τον Μπρουέ, παρά την εχθρό­τη­τα απέ­να­ντι στην ολο­έ­να και αυ­ξα­νό­με­νη γρα­φειο­κρα­τία στο SPD και τη με­τα­τό­πι­ση του κόμ­μα­τος προς τα δεξιά, η αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα ποτέ δεν επε­δί­ω­ξε να ορ­γα­νω­θεί ως μία συ­γκρο­τη­μέ­νη ομάδα και να πο­λε­μή­σει για την ηγε­σία του SPD. Η θε­ω­ρη­τι­κή βάση για την πα­θη­τι­κή τους στάση όσον αφορά το ζή­τη­μα της ορ­γά­νω­σης φαί­νε­ται πιο κα­θα­ρά στον τρόπο που κα­τα­νο­ού­σε η Λού­ξε­μπουργκ τη σχέση με­τα­ξύ σο­σια­λι­στι­κού κόμ­μα­τος και ερ­γα­τι­κής τάξης. Πί­στευε ότι η κομ­μα­τι­κή γρα­φειο­κρα­τία ήταν εγ­γε­νώς συ­ντη­ρη­τι­κή και απο­τέ­λε­σμα υπερ­βο­λι­κής συ­γκέ­ντρω­σης εξου­σί­ας στα χέρια του επαγ­γελ­μα­τι­κού κομ­μα­τι­κού μη­χα­νι­σμού. Υπο­στή­ρι­ζε ότι, αν και η Αρι­στε­ρά θα έπρε­πε να αντι­μά­χε­ται την τάση προς τη γρα­φειο­κρα­τία, η αυ­θόρ­μη­τη πάλη της ερ­γα­τι­κής τάξης θα ήταν ο πα­ρά­γο­ντας-κλει­δί για το ξε­πέ­ρα­σμα του γρα­φειο­κρα­τι­κού συ­ντη­ρη­τι­σμού την απο­φα­σι­στι­κή στιγ­μή. Στο βι­βλίο της γύρω από τη Ρώ­σι­κη Επα­νά­στα­ση του 1905 [σσ: «Η Μα­ζι­κή Απερ­γία, το Κόμμα και τα Συν­δι­κά­τα»] υπο­στή­ρι­ζε ότι οι Ρώσοι ερ­γά­τες είχαν ανα­κα­λύ­ψει ότι ο συν­δυα­σμός των μα­ζι­κών οι­κο­νο­μι­κών και πο­λι­τι­κών απερ­γιών ήταν το μέσο με το οποίο μπο­ρού­με να αντι­πα­λέ­ψου­με τον κα­πι­τα­λι­σμό και ταυ­τό­χρο­να να ξε­πε­ρά­σου­με τα συ­ντη­ρη­τι­κά ή γρα­φειο­κρα­τι­κά στοι­χεία στην πο­ρεία.

Ο Μπρουέ συμ­φω­νεί με την έμ­φα­σή της στον μα­ζι­κό αγώνα. Πα­ρα­τη­ρεί όμως ότι ο τρό­πος που αντι­λαμ­βα­νό­ταν τη Ρώ­σι­κη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα υπε­ρε­κτι­μού­σε το ρόλο της μα­ζι­κής δρά­σης στο ζή­τη­μα για το ξε­πέ­ρα­σμα του ρε­φορ­μι­σμού, ενώ υπο­τι­μού­σε τη ση­μα­σία της ορ­γά­νω­σης, της ορ­γά­νω­σης που, λόγω της πε­ριο­ρι­σμέ­νης γερ­μα­νι­κής εμπει­ρί­ας, υπέ­θε­τε ότι γε­νι­κά θα έπαι­ζε επι­βρα­δυ­ντι­κό-ανα­σταλ­τι­κό ρόλο στον αγώνα.

«Οι επαγ­γελ­μα­τί­ες επα­να­στά­τες που είχαν κτί­σει τη Μπολ­σε­βί­κι­κη πτέ­ρυ­γα, με στόχο να ανα­πτύ­ξουν την επα­να­στα­τι­κή συ­νεί­δη­ση και τη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή ορ­γά­νω­ση μέσα στη Ρώ­σι­κη ερ­γα­τι­κή τάξη, δρού­σαν σε συν­θή­κες πα­ρα­νο­μί­ας και κα­τα­στο­λής που κάθε άλλο παρά τους οδη­γού­σαν στον πει­ρα­σμό να προ­σαρ­μο­στούν ή πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο να εν­σω­μα­τω­θούν στο τσα­ρι­κό κα­θε­στώς. Είχαν δια­τη­ρή­σει τον επα­να­στα­τι­κό τους σκοπό στην πρώτη γραμ­μή της προ­πα­γάν­δας, αν και ο σκο­πός τους ίσως να έμοια­ζε ακόμα πιο από­μα­κρος από ό,τι στη Γερ­μα­νία, ενώ η ορ­γά­νω­σή τους ήταν ισχυ­ρά συ­γκε­ντρω­τι­κή –πα­ρό­λο που δεν υπήρ­χε συ­ντη­ρη­τι­σμός στην κα­θη­με­ρι­νή τους πρα­κτι­κή. Αντι­θέ­τως, ο μη­χα­νι­σμός της Γερ­μα­νι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας... κυ­νη­γού­σε την απο­τε­λε­σμα­τι­κή εκλο­γι­κή κα­τα­γρα­φή… σε μια πε­ρί­ο­δο σχε­τι­κής κοι­νω­νι­κής ηρε­μί­ας… ήταν απορ­ρο­φη­μέ­νος στο να σι­γου­ρέ­ψει ότι οι εσω­τε­ρι­κές δια­μά­χες δεν θα απο­δυ­νά­μω­ναν την εκλο­γι­κή της επιρ­ροή». 

Η Λού­ξε­μπουργκ δια­φω­νού­σε με τη μέ­θο­δο του Λένιν να οι­κο­δο­μή­σει ένα συ­γκρο­τη­μέ­νο, πει­θαρ­χη­μέ­νο και αυ­στη­ρά ορ­γα­νω­μέ­νο κύκλο επα­να­στα­τών, με τον δικό του Τύπο και το δικό του σύ­στη­μα επι­κοι­νω­νί­ας, που απο­σκο­πού­σε στο να δια­δώ­σει τις θέ­σεις του σε κάθε πα­ρα­κλά­δι του κόμ­μα­τος και σε κάθε πι­θα­νή ερ­γα­τι­κή ομάδα. Απέρ­ρι­πτε ως σε­χτα­ρι­στι­κή τη Λε­νι­νι­στι­κή πρα­κτι­κή οι­κο­δό­μη­σης μιας πτέ­ρυ­γας όπου θα τους συ­νέ­δε­αν κοι­νές εμπει­ρί­ες μέσα από χρό­νια δου­λειάς και μια συ­μπε­φω­νη­μέ­νη ηθε­λη­μέ­νη πει­θαρ­χία. O Μπρουέ πι­στεύ­ει ότι η Λού­ξε­μπουργκ λαν­θα­σμέ­να ταύ­τι­ζε την επι­μο­νή του Λένιν στον πε­ριο­ρι­σμό του αριθ­μού μελών της επα­να­στα­τι­κής ορ­γά­νω­σης σε εκεί­νους που συμ­φω­νού­σαν να δου­λέ­ψουν με συ­γκε­ντρω­τι­κό και πει­θαρ­χη­μέ­νο τρόπο, με την τάση για γρα­φειο­κρα­τι­κο­ποί­η­ση που η ίδια αντι­πά­λευε μέσα στο SPD. Το πα­ρά­δο­ξο είναι ότι η πει­σμα­τι­κή πο­λε­μι­κή της Λού­ξε­μπουργκ ενά­ντια στη γρα­φειο­κρα­τία και το συ­γκε­ντρω­τι­σμό γε­νι­κά την οδη­γού­σε σε αδυ­να­μία, σε ση­μείο να μην παίρ­νει κα­νέ­να ορ­γα­νω­τι­κό μέτρο για να πο­λε­μή­σει τη γρα­φειο­κρα­τία με έναν συ­γκε­κρι­μέ­νο τρόπο, και της υπα­γό­ρευαν μια τάση εξι­δα­νί­κευ­σης νέων ορ­γα­νω­τι­κών μορ­φών.

Όπως η ίδια έλεγε σε έναν φίλο της από την αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα, που πα­ραι­τή­θη­κε από το SPD το 1908: «Δεν μπο­ρού­με να εί­μα­στε έξω από την ορ­γά­νω­ση, μα­κριά από την επαφή με τις μάζες. Το χει­ρό­τε­ρο ερ­γα­τι­κό κόμμα είναι κα­λύ­τε­ρο από το τί­πο­τα». Όμως αυτό δεν απα­ντά στο ερώ­τη­μα του πώς θα πα­λέ­ψου­με πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κά για να αυ­ξή­σου­με την επιρ­ροή της αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας μέσα σε ένα τέ­τοιο κόμμα, ή το τι θα κά­νου­με, αν αυτό το «χει­ρό­τε­ρο» κόμμα μπλο­κά­ρει την επα­να­στα­τι­κή δράση. Οι Μπολ­σε­βί­κοι πα­ρέ­μει­ναν στο ίδιο κόμμα με τους Μεν­σε­βί­κους (στο Ρώ­σι­κο Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Ερ­γα­τι­κό Κόμμα) για πολλά χρό­νια. Ο Λένιν δεν ήταν από θέση αρχών (του­λά­χι­στον πριν το 1912) ενα­ντί­ον της δου­λειάς μέσα στο ίδιο κόμμα με τους ρε­φορ­μι­στές. Απλά επέ­με­νε ότι οι επα­να­στά­τες δεν έπρε­πε κατά κα­νέ­να τρόπο να πα­ρα­χω­ρή­σουν στους ρε­φορ­μι­στές το δι­καί­ω­μα να μπλο­κά­ρουν την προ­πα­γάν­δα και την ορ­γά­νω­ση της Αρι­στε­ράς. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η Λού­ξε­μπουργκ ήταν τόσο εχθρι­κή απέ­να­ντι στην επι­μο­νή του Λένιν ότι οι επα­να­στά­τες έπρε­πε να πα­λεύ­ουν ανοι­χτά για τη στρα­το­λό­γη­ση ερ­γα­τών έξω από την επιρ­ροή του Κέ­ντρου και της Δε­ξιάς, που πήρε το μέρος του Κά­ου­τσκι το 1912, κα­τη­γο­ρώ­ντας τον Λένιν ότι ήθελε τη διά­σπα­ση με τους Ρώ­σους Μεν­σε­βί­κους. 

Μέσα στα επό­με­να δύο χρό­νια, η μέ­θο­δος του Λένιν απο­δεί­χτη­κε πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κή από της Λού­ξε­μπουργκ. Ο Λένιν διέ­θε­τε μια ορ­γά­νω­ση επα­να­στα­τών με αρχές, με ένα κρί­σι­μο μέ­γε­θος, με ρίζες σε χώ­ρους-κλει­διά, που διέ­δι­δαν τις θέ­σεις τους ενα­ντί­ον του πο­λέ­μου με έναν ηχηρό και ταυ­τό­χρο­να ενω­τι­κό τρόπο και που αμέ­σως άρ­χι­σαν να ορ­γα­νώ­νουν την αντί­στα­ση στα ερ­γο­στά­σια και στο μέ­τω­πο. Η Λού­ξε­μπουργκ λο­γο­κρί­θη­κε από τη δεξιά πτέ­ρυ­γα του κόμ­μα­τός της και όταν της απα­γο­ρεύ­τη­κε να κυ­κλο­φο­ρεί τις από­ψεις της, δεν είχε ανε­ξάρ­τη­τη ορ­γά­νω­ση με δικά της έντυ­πα.

Η Αρι­στε­ρά πλή­ρω­νε τώρα το αντί­τι­μο της υπο­τί­μη­σης της δύ­να­μης της δε­ξιάς πτέ­ρυ­γας στο SPD. Μη έχο­ντας ορ­γα­νώ­σει ποτέ μια εθνι­κής εμ­βέ­λειας πτέ­ρυ­γα για να πο­λε­μή­σει, οι επα­να­στά­τες υπο­χρε­ώ­νο­νταν τώρα να πα­λεύ­ουν κάτω από τις χει­ρό­τε­ρες συν­θή­κες, δου­λεύ­ο­ντας κάτω από τη ση­μαία μιας χα­λα­ρής ομά­δας με το όνομα Σπάρ­τα­κος (Spartacus League, όνομα που διά­λε­ξε από τον ηγέτη της εξέ­γερ­σης των σκλά­βων στην αρ­χαία Ρώμη). Ανά­με­σα στο 1914 και το 1918, οι Λού­ξε­μπουργκ, Λί­μπ­κνε­χτ, Μέ­ρινγκ, Γιό­γκι­σες, Μπρά­ντλερ και άλλοι μπαι­νό­βγαι­ναν στη φυ­λα­κή και κά­ποιοι επι­στρα­τεύ­ο­νταν για τι­μω­ρία. Το 1915, η Λού­ξε­μπουργκ έγρα­ψε τη «Μπρο­σού­ρα του Γιού­νιους» (Junius Pamphlet), με την οποία κα­λού­σε σε απερ­γί­ες για να στα­μα­τή­σει ο πό­λε­μος και έρι­χνε ξε­κά­θα­ρα την ευ­θύ­νη του πο­λέ­μου στις Γερ­μα­νι­κές Αρχές. Το βι­βλίο έπρε­πε να μοι­ρά­ζε­ται πα­ρά­νο­μα, καθώς και η αστυ­νο­μία και η ηγε­σία του SPD το κυ­νη­γού­σαν. Όμως η Μπρο­σού­ρα βρήκε ευ­ή­κοα ώτα. Την Πρω­το­μα­γιά του 1916, ερ­γά­τες δια­δή­λω­σαν στο Βε­ρο­λί­νο υπέρ της ει­ρή­νης και κα­τό­πιν ερ­γά­τες της μη­χα­νουρ­γί­ας, με ηγέτη τον Ρί­χαρντ Μίλερ, έναν μελ­λο­ντι­κό ηγέτη του KPD, ορ­γά­νω­σαν δια­μαρ­τυ­ρία για την και­νούρ­για σύλ­λη­ψη του Λί­μπ­κνε­χτ.

Στα μέσα του 1916, έγινε ολο­φά­νε­ρο ότι το SPD πή­γαι­νε για διά­σπα­ση. Στα δεξιά, ηγέ­τες όπως οι Νόσκε, Σάι­ντε­μαν και Έμπερτ υπο­στή­ρι­ζαν ολό­θερ­μα τον πό­λε­μο και επέ­βαλ­λαν αντι-απερ­για­κή εκε­χει­ρία στα συν­δι­κά­τα. Μέχρι το 1915, επι­δο­κί­μα­ζαν ανοι­χτά τα σχέ­δια της κυ­βέρ­νη­σης για προ­σάρ­τη­ση ξένων εδα­φών και τη δη­μιουρ­γία μιας Γερ­μα­νι­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Στα αρι­στε­ρά, η Ένωση Σπάρ­τα­κος προ­πα­γάν­δι­ζε ανταρ­σία και μα­ζι­κές απερ­γί­ες για να στα­μα­τή­σει τον πό­λε­μο. Ανά­με­σα στα δύο στρα­τό­πε­δα, κε­ντρώ­οι ηγέ­τες όπως οι Κά­ου­τσκι, Γκε­όργκ Λε­μπε­ντούρ, Ρού­ντολφ Χίλ­φερ­ντινγκ και Μπερν­στάιν ήταν αντί­θε­τοι στη μα­ζι­κή δράση, αλλά υπο­στή­ρι­ζαν τις δια­πραγ­μα­τεύ­σεις για να στα­μα­τή­σει ο πό­λε­μος «όσο το δυ­να­τόν γρη­γο­ρό­τε­ρα». Η ανα­με­νό­με­νη διά­σπα­ση έθετε ένα σο­βα­ρό ερώ­τη­μα στην Αρι­στε­ρά. Θα έπρε­πε να δη­μιουρ­γή­σουν ένα νέο κα­θα­ρά επα­να­στα­τι­κό κόμμα ή θα έπρε­πε να συμ­μα­χή­σουν με τους κε­ντρι­στές σε ένα νέο κόμμα στο οποίο οι επα­να­στά­τες θα πα­ρέ­με­ναν μειο­ψη­φία;

Ο Καρλ Ρά­ντεκ, ο Πο­λω­νός κο­μου­νι­στής και στε­νός συ­νερ­γά­της του Λένιν, υπο­στή­ρι­ζε την ίδρυ­ση ενός επα­να­στα­τι­κού κόμ­μα­τος, που θα βα­σι­ζό­ταν στη Μπολ­σε­βί­κι­κη πο­λι­τι­κή της με­τα­τρο­πής του πα­γκό­σμιου πο­λέ­μου σε εμ­φύ­λιο πό­λε­μο σε κάθε εμπό­λε­μο έθνος: 

«Η ιδέα της οι­κο­δό­μη­σης κόμ­μα­τος σε συμ­μα­χία με τους κε­ντρώ­ους είναι μια επι­κίν­δυ­νη ου­το­πία. Είτε οι συν­θή­κες είναι ευ­νοϊ­κές είτε όχι, οι αρι­στε­ροί ρι­ζο­σπά­στες πρέ­πει να οι­κο­δο­μή­σουν το δικό τους κόμμα, αν θέ­λουν να εκ­πλη­ρώ­σουν την ιστο­ρι­κή τους απο­στο­λή». 

Όμως πολ­λοί ηγέ­τες της Αρι­στε­ράς εξα­κο­λου­θού­σαν να αρ­νού­νται την ορι­στι­κή ρήξη με το Κέ­ντρο. Πράγ­μα­τι, αυτό απο­τέ­λε­σε σο­βα­ρή πηγή δια­φω­νιών στα αντι­πο­λε­μι­κά συ­νέ­δρια, που έλα­βαν χώρα στο Τσί­μερ­βαλντ και στο Κί­ε­νταλ το 1915-1916. Εκεί ο Λένιν δεν μπό­ρε­σε να πεί­σει τους Γερ­μα­νούς Αρι­στε­ρούς να γυ­ρί­σουν την πλάτη στο Κέ­ντρο και να συ­νερ­γα­στούν προς μια νέα επα­να­στα­τι­κή διε­θνή. Η Λού­ξε­μπουργκ και ο Λί­μπ­κνε­χτ εξα­κο­λου­θού­σαν να φο­βού­νται ότι κάτι τέ­τοιο θα τους απο­μό­νω­νε και θα έχα­ναν κάθε επαφή με την ερ­γα­τι­κή βάση τους (τους αρι­στε­ρούς ερ­γά­τες μη­χα­νουρ­γί­ας στο Βε­ρο­λί­νο, για πα­ρά­δειγ­μα), εάν δια­γρά­φο­νταν με δική τους ευ­θύ­νη. Οι Σπαρ­τα­κι­στές, αν και ομό­θυ­μα συμ­φω­νού­σαν στην ανά­γκη για ένα επα­να­στα­τι­κό κόμμα, ήταν ακόμη αρ­κε­τά δια­σπα­σμέ­νοι πάνω στα θέ­μα­τα τα­κτι­κής σχε­τι­κά με το πώς θα το ιδρύ­σουν. Ήταν ένα πράγ­μα να συμ­φω­νή­σουν πάνω στην αρχή ότι χρειά­ζε­ται ένα επα­να­στα­τι­κό κόμμα με ανα­φο­ρά στην ερ­γα­τι­κή τάξη και ανε­ξάρ­τη­το από τους κε­ντρώ­ους, και άλλο πολύ πο­λυ­πλο­κό­τε­ρο ζή­τη­μα να δώ­σουν στην πράξη ζωή σε ένα τέ­τοιο εγ­χεί­ρη­μα.

Ο δι­σταγ­μός τους να προ­ε­τοι­μα­στούν για τη διά­σπα­ση με έναν ορ­γα­νω­μέ­νο τρόπο απλώς άφησε την πρω­το­βου­λία στη δεξιά, που μπο­ρού­σε να επι­λέ­ξει το χρόνο και την αφορ­μή για τη διά­σπα­ση. Το Μάιο του 1916, ο Ούγκο Χάαζε μί­λη­σε στο Ράιχ­σταγκ, εκ­προ­σω­πώ­ντας το Κέ­ντρο, κα­ταγ­γέλ­λο­ντας την κυ­βέρ­νη­ση για τον πε­ριο­ρι­σμό των πο­λι­τι­κών ελευ­θε­ριών και 33 βου­λευ­τές του SPD ψή­φι­σαν υπέρ των θέ­σε­ων του Χάαζε. H ηγε­σία του SPD αντέ­δρα­σε αστρα­πιαία και τους διέ­γρα­ψε όλους. Η κυ­βέρ­νη­ση έκλει­σε τη βα­σι­κή εφη­με­ρί­δα του SPD στο Βε­ρο­λί­νο, την Vorwarts, που εξέ­δι­δαν μέλη του SPD φίλα προ­σκεί­με­να στους κε­ντρώ­ους, και πα­ρέ­δω­σε την εφη­με­ρί­δα στη δεξιά του SPD. Δύο μήνες αρ­γό­τε­ρα ιδρύ­θη­κε το Ανε­ξάρ­τη­το SPD (USPD) με 120.000 μέλη, όπου ενώ­νο­νταν η Αρι­στε­ρά με το Κέ­ντρο, ενώ η δεξιά πτέ­ρυ­γα δια­τή­ρη­σε 170.000 μέλη. Αν και η διά­σπα­ση ήταν θε­τι­κή με την έν­νοια ότι έσπα­γε τη λο­γο­κρι­σία πάνω στην αντι­πο­λε­μι­κή το­πο­θέ­τη­ση, οι επα­να­στά­τες (και ει­δι­κά ο Λί­μπ­κνε­χτ) έχα­ναν τώρα το ηθικό πλε­ο­νέ­κτη­μα ένα­ντι των πα­λιών κε­ντρώ­ων, που είχαν προη­γού­με­να υπο­στη­ρί­ξει τον πό­λε­μο.

Επα­νά­στα­ση χωρίς επα­να­στα­τι­κό κόμμα

Το 1917, η Φε­βρουα­ρια­νή Επα­νά­στα­ση ανέ­τρε­ψε τον Τσάρο και ενί­σχυ­σε την αυ­το­πε­ποί­θη­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης και της Αρι­στε­ράς στη Γερ­μα­νία. Η Επα­νά­στα­ση του Οκτώ­βρη στα­μά­τη­σε τον πό­λε­μο με τη Γερ­μα­νία (αν και με με­γά­λο κό­στος για τη Ρωσία) και έπει­σε εκα­τομ­μύ­ρια ερ­γα­τών ότι η επα­νά­στα­ση ήταν στη διε­θνή ημε­ρή­σια διά­τα­ξη. Το 1918 ήταν μια χρο­νιά κα­τα­στρο­φι­κών οι­κο­νο­μι­κών δυ­σκο­λιών για τους γερ­μα­νούς ερ­γά­τες και τε­ρά­στιων απω­λειών σε αν­θρώ­πι­νο δυ­να­μι­κό στο μέ­τω­πο. Το USPD γνώ­ρι­σε αλ­μα­τώ­δη ανά­πτυ­ξη σε βάρος του SPD, ενώ η αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα του USPD ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποι­ή­θη­κε κάτω από την επιρ­ροή της Επα­νά­στα­σης των Μπολ­σε­βί­κων. Η ιδέα μιας «ρω­σι­κού τύπου» σο­σια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης, βα­σι­σμέ­νης στα ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια, έγινε πολύ δη­μο­φι­λής ανά­με­σα σε εκα­τομ­μύ­ρια ερ­γα­τών και στρα­τιω­τών. Το Νο­έμ­βριο του 1918, οι ναύ­τες στα­σί­α­σαν στο Κίελο και έθε­σαν σε κί­νη­ση μια γε­νι­κευ­μέ­νη ανταρ­σία στο στρά­τευ­μα. Οι ερ­γά­τες ξε­κί­νη­σαν τη γε­νι­κή απερ­γία, που γρή­γο­ρα οδή­γη­σε στην πτώση του Κάι­ζερ, την κα­τάρ­ρευ­ση της Γερ­μα­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης και την ανα­κή­ρυ­ξη της Γερ­μα­νι­κής Δη­μο­κρα­τί­ας. Ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια σχη­μα­τί­στη­καν σε δε­κά­δες πό­λεις με πα­ρά­δειγ­μα τα Ρώ­σι­κα Σο­βιέτ. Οι ηγέ­τες του Σπάρ­τα­κου αι­σθάν­θη­καν δι­καιω­μέ­νοι από την ορμή των γε­γο­νό­των. «Παρά ταύτα η οι­κο­δό­μη­ση μιας επα­να­στα­τι­κής ορ­γά­νω­σης είχε κα­θυ­στε­ρή­σει πίσω από τις πύ­ρι­νες πο­λι­τι­κές ανα­λύ­σεις και τις υπο­κει­με­νι­κές από­ψεις των επα­να­στα­τών, που όμως δεν ήταν ικα­νοί να κα­τα­νο­ή­σουν το πλε­ο­νέ­κτη­μα… μέσα στον επα­να­στα­τι­κό ανα­βρα­σμό που ανέ­βαι­νε καθ’ όλη τη διάρ­κεια του 1918», γρά­φει ο Μπρουέ.

Η επα­νά­στα­ση του Νο­έμ­βρη εξα­πέ­λυ­σε ένα θολό πο­τά­μι γε­γο­νό­των, που θα μπο­ρού­σε να βάλει σε δο­κι­μα­σία και τα πλέον ισχυ­ρά από τα επα­να­στα­τι­κά κόμ­μα­τα. Με το στρά­τευ­μα σε ανταρ­σία, τα συ­ντη­ρη­τι­κά κόμ­μα­τα απο­φά­σι­σαν να δώ­σουν την εξου­σία σε έναν συ­να­σπι­σμό έξι υπουρ­γών από το SPD και το USPD, σε μια υπο­λο­γι­σμέ­νη προ­σπά­θεια να ει­ρη­νεύ­σουν τις μάζες. Ο ηγέ­της της δε­ξιάς του SPD Έμπερτ, χάρη στην επα­να­στα­τι­κή δράση της ερ­γα­τι­κής τάξης στην οποία ήταν αντί­θε­τος για τόσον καιρό, τώρα έγινε κα­γκε­λά­ριος. Στο με­τα­ξύ, οι συν­δι­κα­λι­στές και οι αξιω­μα­τού­χοι του SPD όρ­μη­σαν να κα­θο­ρί­σουν τα ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια με προ­σε­κτι­κά επι­λεγ­μέ­νους έμπι­στους, σε μια προ­σπά­θεια να προ­λά­βουν την ανά­πτυ­ξη μιας δυα­δι­κής εξου­σί­ας, πα­ρό­μοιας με αυτήν που υπήρ­ξε στη Ρωσία μετά το Φε­βρουά­ριο του 1917. Το χάος των επα­να­στα­τι­κών γε­γο­νό­των επέ­τρε­ψε στον πει­θαρ­χη­μέ­νο μη­χα­νι­σμό του SPD να κερ­δί­σει θέ­σεις εξου­σί­ας, παρά την πλήρη ανα­ντι­στοι­χία της πο­λι­τι­κής του γραμ­μής με τις πο­λι­τι­κές δια­θέ­σεις της ερ­γα­τι­κής τάξης.

Στο με­τα­ξύ, ξέ­σπα­σε μια ισχυ­ρή δια­φω­νία στους κόλ­πους του USPD. Η δεξιά τάση του κόμ­μα­τος προ­τί­μη­σε να ρίξει το βάρος στην υπο­στή­ρι­ξη της κυ­βέρ­νη­σης του SPD-USPD και να πιέ­ζει για τη διε­νέρ­γεια νέων εκλο­γών για το Ράιχ­σταγκ, σε μια προ­σπά­θεια να επα­να­φέ­ρει στο προ­σκή­νιο τις κοι­νο­βου­λευ­τι­κές εκλο­γές όπως –προ­πο­λε­μι­κά– ήταν η βα­σι­κή σο­σια­λι­στι­κή τα­κτι­κή. Η Λού­ξε­μπουργκ, εκ­προ­σω­πώ­ντας την Ένωση Σπάρ­τα­κος, μι­λού­σε υπέρ της ισχυ­ρο­ποί­η­σης των ερ­γα­τι­κών συμ­βου­λί­ων προς τη δυα­δι­κή εξου­σία, με σκοπό στο τέλος να αντι­κα­τα­στή­σουν το Ράιχ­σταγκ και την κα­πι­τα­λι­στι­κή κρα­τι­κή γρα­φειο­κρα­τία με ένα σύ­στη­μα Ρώ­σι­κου τύπου, που θα βα­σι­ζό­ταν άμεσα και απο­κλει­στι­κά στα ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια. Με ψή­φους 485 ένα­ντι 185, στα μέσα του Δε­κέμ­βρη, το συ­νέ­δριο υιο­θε­τώ­ντας τη δεξιά οπτι­κή, έδει­ξε ότι –με το τέλος του πο­λέ­μου προ των πυλών– η πλειο­ψη­φία της ηγε­σί­ας του USPD ήταν ενα­ντί­ον ενός ανα­νε­ω­μέ­νου κύ­μα­τος ερ­γα­τι­κού αγώνα με στόχο το σο­σια­λι­σμό. Έτσι το USPD δι­χά­στη­κε εκεί­νη ακρι­βώς τη στιγ­μή που ήταν απα­ραί­τη­το να απο­τε­λέ­σει εναλ­λα­κτι­κή στο SPD, αφή­νο­ντας τους επα­να­στά­τες χωρίς κόμμα.

Στη διάρ­κεια των ετών 1914-1918, οι ηγέ­τες του Σπάρ­τα­κου δεν απο­σα­φή­νι­σαν ποτέ τους στό­χους τους σε αυτό το κρί­σι­μο θέμα. Ήθε­λαν να προ­ε­τοι­μά­σουν την ίδρυ­ση ενός χω­ρι­στού επα­να­στα­τι­κού κόμ­μα­τος ή απλά να προ­σπα­θή­σουν να σπρώ­ξουν το USPD προς τα αρι­στε­ρά; Σε κάθε κρί­σι­μο βήμα έμε­ναν να απο­ρούν ποιος ήταν μαζί τους και ποιος ενα­ντί­ον τους. Αντί να δί­νουν τον τόνο, κα­τά­φερ­ναν μόνο να αντι­δρούν στα γε­γο­νό­τα –τον Αύ­γου­στο του 1914, τον Γε­νά­ρη του 1917 και πάλι τον Νο­έμ­βρη του 1918. Η από­φα­ση της πλειο­ψη­φί­ας του USPD να απο­μα­κρυν­θεί από τα ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια, εντέ­λει, ανά­γκα­σε τους ηγέ­τες του Σπάρ­τα­κου να ιδρύ­σουν το δικό τους κόμμα, όμως μόνο μετά το κλεί­σι­μο της πρώ­της φάσης της επα­νά­στα­σης. Το πικρό συ­μπέ­ρα­σμα του Μπρουέ είναι ότι οι επα­να­στα­τι­κές ιδέες της Ένω­σης Σπάρ­τα­κος και η ικα­νό­τη­τα να εμπνέ­ουν αγω­νι­στι­κά ξε­σπά­σμα­τα απο­δεί­χτη­καν όπλα όχι αρ­κε­τά για να αντα­γω­νι­στούν τα ορ­γα­νω­μέ­να κόμ­μα­τα του SPD και του USPD. Οι επα­να­στά­τες ήταν θλι­βε­ρά ανέ­τοι­μοι για την επα­νά­στα­ση. Αν θέ­λου­με να κά­νου­με κά­ποιες συ­γκρί­σεις, τον Γε­νά­ρη του 1917 οι Μπολ­σε­βί­κοι είχαν πε­ρί­που 25.000 μέλη με μια δε­κα­πε­ντα­ε­τή πα­ρά­δο­ση κοι­νής κομ­μα­τι­κής δρά­σης, τις εμπει­ρί­ες του 1905 στο οπλο­στά­σιό τους και έναν εντυ­πω­σια­κό αριθ­μό πα­ρά­νο­μων και νό­μι­μων εντύ­πων, που δια­νέ­μο­νταν σε δε­κά­δες χι­λιά­δες ερ­γά­τες. Η Ένωση Σπάρ­τα­κος είχε με­ρι­κές εκα­το­ντά­δες μελών, δεν είχε δικά της έντυ­πα πλα­τιάς κυ­κλο­φο­ρί­ας, ενώ είχε μικρή εμπει­ρία ορ­γα­νω­μέ­νου αγώνα ενα­ντί­ον των άλλων πο­λι­τι­κών ομά­δων και κομ­μά­των και πε­ριο­ρι­σμέ­νη εμπει­ρία στην κα­θη­με­ρι­νή κα­θο­δή­γη­ση της τα­ξι­κής πάλης.

Η ίδρυ­ση του KPD

Παρά το φα­νε­ρά αρ­γο­πο­ρη­μέ­νο ξε­κί­νη­μα, στα τέλη του Νο­έμ­βρη του 1918, οι προ­ο­πτι­κές της ίδρυ­σης ενός επα­να­στα­τι­κού κόμ­μα­τος φά­νη­καν ικα­νο­ποι­η­τι­κές για τους ηγέ­τες του Σπάρ­τα­κου. Η Λού­ξε­μπουργκ και ο Λί­μπ­κνε­χτ έλ­πι­ζαν ότι θα εντά­ξουν τρεις ση­μα­ντι­κές ομά­δες επα­να­στα­τών στο νέο κόμμα: Κα­ταρ­χήν, τα ηγε­τι­κά στε­λέ­χη –συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των ίδιων– της Ένω­σης Σπάρ­τα­κος (Πάουλ Λέβι, Τσέτ­κιν, Φρέ­λιχ κλπ.), επί­σης τις ρι­ζο­σπα­στι­κές κο­μου­νι­στι­κές ομά­δες που αρ­νή­θη­καν να συμ­με­τά­σχουν στο USPD, όπως και τις δυ­νά­μεις της πρό­σφα­τα ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποι­η­μέ­νης νε­ο­λαί­ας και τέλος τους επα­να­στά­τες συν­δι­κα­λι­στές βάσης που βρί­σκο­νταν κυ­ρί­ως γύρω από τους ερ­γά­τες μη­χα­νουρ­γί­ας στο Βε­ρο­λί­νο.

Στην πράξη, οι δυ­νά­μεις που προ­σέλ­κυ­σε το ιδρυ­τι­κό συ­νέ­δριο του KPD ήταν μι­κρό­τε­ρες. Στο Βε­ρο­λί­νο, στις 30 Δε­κεμ­βρί­ου του 1918, συ­να­ντή­θη­καν μόλις 112 αντι­πρό­σω­ποι, εκ­προ­σω­πώ­ντας αρ­κε­τές χι­λιά­δες μέλη και δε­κά­δες χι­λιά­δες ενερ­γούς συ­μπα­θού­ντες του νέου κόμ­μα­τος. Ο Ρί­χαρντ Μίλερ και οι συν­δι­κα­λι­στές βάσης δεν ήταν καν πα­ρό­ντες στο ιδρυ­τι­κό συ­νέ­δριο του KPD, καθώς γε­νι­κά θε­ω­ρού­σαν την πλειο­νό­τη­τα των στε­λε­χών του KPD θερ­μο­κέ­φα­λους και τυ­χο­διώ­κτες. Ο Λί­μπ­κνε­χτ προ­σπά­θη­σε να γε­φυ­ρώ­σει το κενό, προ­ω­θώ­ντας δια­πραγ­μα­τεύ­σεις με­τα­ξύ των δια­φό­ρων ομά­δων. Τα πράγ­μα­τα δυ­σκό­λευαν από το γε­γο­νός ότι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι αντι­πρό­σω­ποι του KPD φά­νη­καν να έχουν μια ολό­τε­λα ου­το­πι­στι­κή εκτί­μη­ση των δυ­νά­με­ών τους. Για πα­ρά­δειγ­μα, ψή­φι­σαν υπέρ του μποϊ­κο­τάζ στις εκλο­γές για το Ράιχ­σταγκ, που είχε προ­κη­ρύ­ξει η κυ­βέρ­νη­ση του SPD και του USPD για το Φε­βρουά­ριο του 1919. Ο Ότο Ρούλε, που είχε με­τα­το­πι­στεί προς ενός εί­δους αναρ­χι­κές θέ­σεις, δια­φώ­νη­σε με την κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κή θέση του Λέβι να εκ­με­ταλ­λευ­τούν τις εκλο­γές σαν πλατ­φόρ­μα για να οι­κο­δο­μή­σουν το KPD, δια­κη­ρύσ­σο­ντας: «Σή­με­ρα έχου­με άλλες πλατ­φόρ­μες. Ο Δρό­μoς είναι μια με­γά­λη πλατ­φόρ­μα, που δεν θα εγκα­τα­λεί­ψου­με, ακόμα και αν μας του­φε­κί­σουν».

Η Λού­ξε­μπουργκ, ο Λί­μπ­κνε­χτ, ο Λέβι, η Τσέτ­κιν και σχε­δόν όλοι οι επι­φα­νείς ηγέ­τες του Σπάρ­τα­κου υπο­στή­ρι­ξαν τη συμ­με­το­χή στις εκλο­γές, με το σκε­πτι­κό ότι το SPD και το USPD είχαν πε­τύ­χει να υπο­βαθ­μί­σουν τα ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια και η επα­να­στα­τι­κή Αρι­στε­ρά ήταν αρ­κε­τά αδύ­να­μη να δη­μιουρ­γή­σει μια νέα επα­νά­στα­ση μόνη της. Έτσι, το KPD έπρε­πε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τις εκλο­γές ως βάση (πλατ­φόρ­μα) για να δια­δώ­σει τις ιδέες της και να στρα­το­λο­γή­σει νέα μέλη, όπως είχαν κάνει οι Μπολ­σε­βί­κοι μετά την επα­νά­στα­ση του 1905. Παρά ταύτα η με­γά­λη πλειο­ψη­φία των αντι­προ­σώ­πων του KPD ήταν πολύ εχθρι­κή απέ­να­ντι σε αυτή τη θέση, επει­δή πε­ρί­με­ναν ότι μια νέα αυ­θόρ­μη­τη επα­νά­στα­ση θα ξε­σπά­σει ανά πάσα στιγ­μή. Έτσι με ψή­φους 62 ένα­ντι 23 πέ­ρα­σε η αποχή στις εκλο­γές. Ακόμα χει­ρό­τε­ρα, στην επό­με­νη ψη­φο­φο­ρία συ­νε­δρί­ου του KPD, και δυ­στυ­χώς αυτή τη φορά με την υπο­στή­ρι­ξη της Λού­ξε­μπουργκ, τα ερ­γα­τι­κά συν­δι­κά­τα θε­ω­ρή­θη­καν ξε­πε­ρα­σμέ­να και οι επα­να­στά­τες έπρε­πε να πιέ­σουν τους ερ­γά­τες να πα­ραι­τη­θούν από αυτά χάριν των ερ­γα­τι­κών συμ­βου­λί­ων.

Αυτές οι υπερ-αρι­στε­ρές θέ­σεις (και ο δι­σταγ­μός του Μίλερ να τα σπά­σει με τους κε­ντρώ­ους) οδή­γη­σαν στην κα­τάρ­ρευ­ση των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων με τους επα­να­στά­τες συν­δι­κα­λι­στές βάσης. Ο Μπρουέ εξη­γεί την επί­πτω­ση: 

«Οι Σπαρ­τα­κι­στές ήταν απο­μο­νω­μέ­νοι από αυ­τούς τους μα­χη­τι­κούς ορ­γα­νω­τές της ερ­γα­τι­κής τάξης, τα αυ­θε­ντι­κά ανα­ντι­κα­τά­στα­τα στε­λέ­χη ενός ερ­γα­τι­κού επα­να­στα­τι­κού κόμ­μα­τος, καθώς είχαν συ­νεί­δη­ση του γε­γο­νό­τος ότι δεν είχαν καμία σύν­δε­ση με το κί­νη­μα των βιο­μη­χα­νι­κών ερ­γα­τών. Από την άλλη, οι αξιο­θαύ­μα­στοι μα­χη­τές των ερ­γο­στα­σί­ων του Βε­ρο­λί­νου έτσι στε­ρού­ντο της πο­λι­τι­κής κα­θο­δή­γη­σης της Λού­ξε­μπουργκ και του Λί­μπ­κνε­χτ... Το νε­ο­γέν­νη­το Κο­μου­νι­στι­κό Κόμμα ήταν ευθύς εξαρ­χής απο­μο­νω­μέ­νο από τις μάζες και κα­τα­δι­κα­σμέ­νο σε ανε­πάρ­κεια πριν ακόμα μπει στη μάχη».

Ο Λέβι σχο­λί­α­ζε πικρά: 

«Ο αέρας του Βε­ρο­λί­νου… ήταν γε­μά­τος από την επα­να­στα­τι­κή έντα­ση… Δεν υπήρ­χε κα­νείς που να μην αι­σθά­νε­ται ότι το άμεσο μέλ­λον θα έφερ­νε πε­ρισ­σό­τε­ρες με­γά­λες δια­δη­λώ­σεις και δρά­σεις… οι αντι­πρό­σω­ποι που εκ­προ­σω­πού­σαν αυτές τις μέχρι τότε ανορ­γά­νω­τες μάζες, που είχαν έρθει σε μας μέσα από τη μάχη και για τη μάχη, απλά δεν μπο­ρού­σαν να κα­τα­λά­βουν ότι κάθε και­νού­ρια δράση ήταν εύ­κο­λα προ­βλέ­ψι­μη και μπο­ρού­σε να κα­τα­λή­ξει όχι σε νίκη, αλλά σε υπο­χώ­ρη­ση. Δεν μπο­ρού­σαν να δια­νοη­θούν, ούτε στα όνει­ρά τους, ότι θα χρεια­στεί να ακο­λου­θή­σουν μια τα­κτι­κή που θα τους άφηνε ένα πε­ρι­θώ­ριο ελιγ­μών, εάν χρεια­ζό­ταν να υπο­χω­ρή­σουν». 

Τότε η Λό­υ­ξε­μπουργκ πί­στευε ότι ο αρι­στε­ρι­σμός του KPD ήταν οι φυ­σιο­λο­γι­κές «στρι­γκλιές» ενός νε­ο­γέν­νη­του. Πί­στευε ότι «το νέο κόμμα θα έβρι­σκε το σωστό δρόμο παρά τα λάθη του…». Ίσως προ­σπα­θού­σε να ωραιο­ποι­ή­σει μια κα­τά­στα­ση, είναι όμως επί­σης πι­θα­νό η αι­σιό­δο­ξη άποψή της να βα­σι­ζό­ταν στην ακλό­νη­τη πίστη της ότι οι αυ­θόρ­μη­τες μάχες της ερ­γα­τι­κής τάξης θα διόρ­θω­ναν τα «λάθη» του KPD στην πράξη. Ακόμα και στο ιδρυ­τι­κό συ­νέ­δριο του KPD, η Λού­ξε­μπουργκ απέ­φυ­γε την προ­σπά­θεια να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει το κύρος της για να πει­θαρ­χή­σει τις γραμ­μές του. Για πα­ρά­δειγ­μα, ενώ έκανε μια κα­τα­πλη­κτι­κή πα­ρου­σί­α­ση των γε­νι­κών αρχών του KPD και γε­νι­κά επι­χει­ρη­μα­το­λό­γη­σε ενα­ντί­ον του αρι­στε­ρι­σμού, άφησε τον Λέβι, που δεν απο­λάμ­βα­νε τον σε­βα­σμό που αυτή είχε μέσα στους νε­α­ρούς αντι­προ­σώ­πους, να κάνει μια πιο αμ­φι­λε­γό­με­νη ει­σή­γη­ση για την ανά­γκη να συμ­με­τά­σχουν στις εκλο­γές.

Το νεαρό KPD ει­σήλ­θε στην πε­ρί­ο­δο της αστά­θειας του Ια­νουα­ρί­ου του 1919 με τη δύ­να­μη να ορ­γα­νώ­νει κά­ποιες ση­μα­ντι­κές δια­δη­λώ­σεις, και κά­ποια από τα ηγε­τι­κά στε­λέ­χη του είχαν τη συ­μπά­θεια και μπο­ρού­σαν να υπο­λο­γί­ζουν στη συ­νερ­γα­σία με­ρι­κών στε­λε­χών, που είχαν επι­λέ­ξει να πα­ρα­μεί­νουν στο USPD, όπως ο Μίλερ για πα­ρά­δειγ­μα. Όμως το KPD είχε ου­σια­στι­κά μια ανορ­γά­νω­τη βάση, με πε­ρί­που 3.000 μέλη, που δεν είχαν μια σαφή ιδέα για το πώς θα δρά­σουν σαν ορ­γα­νω­μέ­νο κόμμα. Συ­γκρι­νό­με­νο με τον μη­χα­νι­σμό πα­νε­θνι­κής εμ­βέ­λειας και τη μα­ζι­κή βάση μελών του SPD και του USPD (τα δύο μαζί αριθ­μού­σαν πάνω από 100.000 μέλη), το KPD ήταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αδύ­να­μο. Οι δυ­νά­μεις του ήταν τόσο πε­ριο­ρι­σμέ­νες, που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα χρεια­ζό­ταν αγώ­νας έστω και μόνο για να επι­κοι­νω­νή­σουν ανά­με­σα στις πό­λεις, αλλά και ανά­με­σα σε συ­νοι­κί­ες του Βε­ρο­λί­νου. Το πρό­βλη­μα γι­νό­ταν όλο και πιο σύν­θε­το, αν συ­νυ­πο­λο­γί­σει κα­νείς το μείγ­μα του αρι­στε­ρί­στι­κου εν­θου­σια­σμού που πε­ριέ­γρα­φε ο Λέβι, με την έλ­λει­ψη μιας έμπει­ρης ηγε­τι­κής ομά­δας, που θα ενέ­πνεε την ενο­ποί­η­ση και την αφο­σί­ω­ση των στε­λε­χών και των μελών. Ενώ ο Λένιν χαι­ρέ­τη­σε την ίδρυ­ση του κόμ­μα­τος, ήταν ένα κόμμα που δεν μπο­ρού­σε ακόμη να συ­ντο­νί­σει τα γε­γο­νό­τα σε το­πι­κό ή εθνι­κό επί­πε­δο.

Όμως αυτή η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ήρθε μόνο μετά από ένα ακόμη τρο­με­ρό χτύ­πη­μα. Σε απά­ντη­ση σε μια προ­βο­κά­τσια των Αρχών του SPD του Βε­ρο­λί­νου, ο Λί­μπ­κνε­χτ και οι επα­να­στά­τες συν­δι­κα­λι­στές βάσης (οι οποί­οι λίγες μόνο μέρες πριν είχαν αρ­νη­θεί να ενω­θούν με την αρι­στε­ρί­στι­κη νε­ο­λαία του KPD) κή­ρυ­ξαν γε­νι­κή απερ­γία και κά­λε­σαν το λαό να ανα­τρέ­ψει την κυ­βέρ­νη­ση. Ο Ρά­ντεκ προει­δο­ποιού­σε την ηγε­σία του KPD για τον κίν­δυ­νο: 

«Στην μπρο­σού­ρα σας… “Τι Θέλει η Ένωση Σπάρ­τα­κος”, δη­λώ­νε­τε ότι θέ­λε­τε να κα­τα­λά­βε­τε την εξου­σία, εφό­σον σας στη­ρί­ξει η πλειο­ψη­φία της ερ­γα­τι­κής τάξης. Αυτή η πέρα για πέρα σωστή οπτι­κή στη­ρί­ζε­ται στο απλό γε­γο­νός ότι μια ερ­γα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση δεν μπο­ρεί να σχη­μα­τι­στεί, εάν δεν έχει την υπο­στή­ρι­ξη και τη μα­ζι­κή ορ­γά­νω­ση του προ­λε­τα­ριά­του. Σή­με­ρα, οι μόνες μα­ζι­κές ορ­γα­νώ­σεις που μπο­ρεί κα­νείς να υπο­λο­γί­ζει, τα ερ­γα­τι­κά και στρα­τιω­τι­κά συμ­βού­λια, δεν έχουν δύ­να­μη παρά μόνο στα χαρ­τιά. Συ­νε­πώς, δεν είναι το κόμμα του αγώνα, το Κο­μου­νι­στι­κό Κόμμα, αυτό που τους κα­θο­δη­γεί, αλλά είναι οι σο­σιαλ-πα­τριώ­τες και οι Ανε­ξάρ­τη­τοι. Σε μια τέ­τοια κα­τά­στα­ση, δεν υπάρ­χει πι­θα­νό­τη­τα ούτε στα όνει­ρα, το προ­λε­τα­ριά­το να πάρει την εξου­σία. Ακόμα και αν, ως απο­τέ­λε­σμα πρα­ξι­κο­πή­μα­τος, έπε­φτε η κυ­βέρ­νη­ση στα χέρια σας, θα απο­κο­βό­σα­σταν τα­χύ­τα­τα από την επαρ­χία, και αυτή η κυ­βέρ­νη­ση θα κα­τέρ­ρεε μέσα σε λίγες μόνο ώρες».

Αν και αρ­χι­κά η απερ­γία συ­νά­ντη­σε εν­θου­σια­σμό, ήταν φτωχά ορ­γα­νω­μέ­νη και η κυ­βέρ­νη­ση του SPD μπό­ρε­σε να αντα­πο­δώ­σει το χτύ­πη­μα. Η απερ­γία του Ια­νουα­ρί­ου ήταν πα­ρό­μοια πρό­κλη­ση με αυτή που αντι­με­τώ­πι­σαν οι Μπολ­σε­βί­κοι τον Ιούλη του 1917. Τότε, οι μάζες των ερ­γα­τών και των στρα­τιω­τών της Πε­τρού­πο­λης κα­τέ­βη­καν σε μι­σο-ορ­γα­νω­μέ­νες και μι­σο-αυ­θόρ­μη­τες απερ­γί­ες και ένο­πλες δια­δη­λώ­σεις. Ο Λένιν δια­φω­νού­σε με αυτές τις κι­νη­το­ποι­ή­σεις, γιατί υπο­στή­ρι­ζε ότι, και αν ακόμη έπαιρ­ναν την εξου­σία στην Πε­τρού­πο­λη, η υπό­λοι­πη χώρα δεν θα ήταν ακόμα πο­λι­τι­κά έτοι­μη και γρή­γο­ρα οι επα­να­στά­τες θα απο­μο­νώ­νο­νταν και θα κα­τα­στέλ­λο­νταν από τις πιο συ­ντη­ρη­τι­κές στρα­τιω­τι­κές δυ­νά­μεις. Οι Μπολ­σε­βί­κοι απο­κά­λε­σαν τις Μέρες του Ιούλη: «κάτι πε­ρισ­σό­τε­ρο από απερ­γία, κάτι λι­γό­τε­ρο από εξέ­γερ­ση». Ακόμα και αν δια­φω­νού­σαν με τις δια­μαρ­τυ­ρί­ες, έστει­λαν τις δε­κά­δες χι­λιά­δες των μελών τους στους δρό­μους της Πε­τρού­πο­λης μαζί με τους ερ­γά­τες και τους στρα­τιώ­τες, για να κά­νουν ό,τι κα­λύ­τε­ρο μπο­ρού­σαν για να απο­φευ­χθεί το χάος. Αν και αυτό εξόρ­γι­σε πολ­λούς από τους πρό­σφα­τα ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποι­η­μέ­νους ερ­γά­τες και στρα­τιώ­τες, οι Μπολ­σε­βί­κοι κα­τόρ­θω­σαν να εμπο­δί­σουν έναν πρώ­ι­μο ξε­ση­κω­μό και, τε­λι­κά, να βοη­θή­σουν τις μάζες σε μια σχε­τι­κά συ­ντε­ταγ­μέ­νη και ορ­γα­νω­μέ­νη υπο­χώ­ρη­ση, όταν η Δεξιά αντε­πι­τέ­θη­κε. 

Αντι­μέ­τω­πο με ένα πα­ρό­μοιο αυ­θε­ντι­κό ξέ­σπα­σμα οργής και απο­γο­ή­τευ­σης ενά­ντια στην κυ­βέρ­νη­ση του SPD από την πλευ­ρά της ερ­γα­τι­κής τάξης του Βε­ρο­λί­νου και των χι­λιά­δων πα­ρο­πλι­σμέ­νων στρα­τιω­τών, το KPD απο­δεί­χτη­κε ανί­κα­νο να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τις τα­κτι­κές που είχαν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει οι Μπολ­σε­βί­κοι στις Μέρες του Ιούλη. Ο Μπρουέ φω­τί­ζει την αδυ­να­μία του KPD, δεί­χνο­ντας ότι όχι μόνο ο Λί­μπ­κνε­χτ αγνό­η­σε τις απο­φά­σεις του κόμ­μα­τος, αλλά και ότι οι κομ­μα­τι­κές δυ­νά­μεις ήταν τόσο ανε­παρ­κείς, που ακόμα και η ίδια η Λού­ξε­μπουργκ δεν γνώ­ρι­ζε τι έκανε ο στε­νό­τε­ρός της συ­νερ­γά­της. Η από­στα­ση με­τα­ξύ Λί­μπ­κνε­χτ και Λού­ξε­μπουργκ δεν ήταν απλά θέμα χα­ρα­κτή­ρα. Στη διάρ­κεια των Ημε­ρών του Ιούλη, πολ­λοί Μπολ­σε­βί­κοι υιο­θέ­τη­σαν μια τα­κτι­κή σαν του Λί­μπ­κνε­χτ, να πιέ­σουν όσο το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο, αντα­πο­κρι­νό­με­νοι στη ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση με­ρι­κών δε­κά­δων χι­λιά­δων ερ­γα­τών στην κο­ρυ­φαία επα­να­στα­τι­κή πόλη. Όμως, το Μπολ­σε­βί­κι­κο Κόμμα, στο σύ­νο­λό του, μπο­ρού­σε να κερ­δί­ζει αυτά τα στε­λέ­χη του με τη γραμ­μή του κόμ­μα­τος και να δια­τη­ρεί την ενό­τη­τα του κόμ­μα­τος στην πράξη. Η Λού­ξε­μπουργκ μπο­ρεί να μοι­ρα­ζό­ταν την προ­σέγ­γι­ση του Λένιν για τις «Μέρες του Ιούλη» της Γερ­μα­νι­κής Επα­νά­στα­σης, δεν μπό­ρε­σε όμως να κερ­δί­σει το νεαρό κόμμα της σε μια συ­ντο­νι­σμέ­νη δράση. Αντί να οδη­γή­σει τους ερ­γά­τες του Βε­ρο­λί­νου έξω από την πα­γί­δα, το KPD τους ακο­λού­θη­σε μέσα σ’ αυτήν. Όταν κρύ­βο­νταν μαζί με τον Λί­μπ­κνε­χτ κατά τη διάρ­κεια της κα­τα­στο­λής που ακο­λού­θη­σε την ήττα της απερ­γί­ας, η Λού­ξε­μπουργκ διά­βα­σε για πρώτη φορά έναν απο­λο­γι­σμό για τον ρόλο του Λί­μπ­κνε­χτ στην πρό­ω­ρη εξέ­γερ­ση. «Και του είπε, “Καρλ, αυτό είναι το πρό­γραμ­μά μας;”. Με­τα­ξύ τους έπεσε σιωπή».

Ο Ρε­φορ­μι­σμός γί­νε­ται αντε­πα­νά­στα­ση

Σύμ­φω­να με τον Μπρουέ, αν η πρώτη φάση της Γερ­μα­νι­κής επα­νά­στα­σης απέ­δει­ξε ότι το KPD ήταν ανέ­τοι­μο για να αντα­πο­κρι­θεί στα κα­θή­κο­ντα, απέ­δει­ξε ταυ­τό­χρο­να ότι οι ρε­φορ­μι­στές ηγέ­τες του SPD, που πριν τον πό­λε­μο εμ­φα­νί­ζο­νταν ως οπα­δοί της «με­τριο­πά­θειας» και των «στα­δια­κών αλ­λα­γών», τώρα απο­δεί­χτη­καν οι πιο ανε­λέ­η­τοι και πα­νούρ­γοι εκ­φρα­στές της αντε­πα­να­στα­τι­κής βίας. Μπρο­στά στην κα­τάρ­ρευ­ση του τα­κτι­κού στρα­τού, η Γερ­μα­νι­κή άρ­χου­σα τάξη χρη­μα­το­δό­τη­σε μια πα­ρα­στρα­τιω­τι­κή δύ­να­μη χι­λιά­δων δε­ξιών αξιω­μα­τι­κών, τα δια­βό­η­τα Φράι Κορπς. Ενώ αυτή η δύ­να­μη ήταν αρ­χι­κά μικρή (4.000 πο­λε­μι­στές), ήταν πει­θαρ­χη­μέ­νη, καλά εξο­πλι­σμέ­νη και αφο­σιω­μέ­νη στο κα­θή­κον να τσα­κί­σουν τους ερ­γά­τες και να δια­λύ­σουν την επα­να­στα­τι­κή Αρι­στε­ρά. Οι υπουρ­γοί του SPD, ει­δι­κά ο Nόσκε, βο­ή­θη­σαν στη δη­μιουρ­γία αυτής της δύ­να­μης, την υπε­ρα­σπί­στη­καν και τη χρη­σι­μο­ποί­η­σαν για να επα­νέλ­θει η τάξη σε ολό­κλη­ρη τη Γερ­μα­νία στους μήνες που ακο­λού­θη­σαν τον Νο­έμ­βρη του 1918. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η δεξιά του SPD απέ­δει­ξε ότι όχι μόνο ήταν επι­δέ­ξια στις με­θο­δεύ­σεις και τις εκλο­γι­κές μα­νού­βρες στην υπη­ρε­σία του Γερ­μα­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, αλλά και ανε­λέ­η­τη. Δεν δί­στα­σε μπρο­στά σε δο­λο­φο­νί­ες, ακόμα και αν αυτό σή­μαι­νε δο­λο­φο­νί­ες πρώην συ­ντρό­φων.

Στην κο­ρύ­φω­ση της γε­νι­κής απερ­γί­ας του Ια­νουα­ρί­ου, η ελεγ­χό­με­νη από το SPD εφη­με­ρί­δα Vorwarts δη­μο­σί­ευ­σε ένα άρθρο δη­λώ­νο­ντας: «Ο Καρλ, η Ρόζα και οι συ­νερ­γά­τες τους κα­νείς τους νε­κρός, ούτε ένας τους δεν είναι ανά­με­σα στους νε­κρούς». Αυτό θε­ω­ρή­θη­κε από τους πά­ντες ως το πρά­σι­νο φώς για τη δο­λο­φο­νία τους, η οποία εκτε­λέ­στη­κε από τα Φράι Κορπς μόλις δύο μέρες μετά. Οι Λί­μπ­κνε­χτ-Λού­ξε­μπουργκ συ­νε­λή­φθη­σαν, βα­σα­νί­στη­καν και εκτε­λέ­στη­καν χωρίς δίκη. Ο υπουρ­γός του SPD Σάι­ντε­μαν δι­καιο­λό­γη­σε τις δο­λο­φο­νί­ες, ρί­χνο­ντας υπο­κρι­τι­κά την ευ­θύ­νη στα θύ­μα­τα: «Βλέ­πε­τε πως και οι ίδιοι έπε­σαν θύ­μα­τα της δικής τους τρο­μο­κρα­τι­κής τα­κτι­κής!». «Μετά από αυτό, ανά­με­σα στους Γερ­μα­νούς σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες και τους κο­μου­νι­στές θα υπήρ­χε πάντα το αίμα του Λί­μπ­κνε­χτ και της Λού­ξε­μπουργκ», εξη­γεί ο Μπρουέ. 

Η εξέ­γερ­ση του Ια­νουα­ρί­ου και το κύμα της κα­τα­στο­λής, που την ακο­λού­θη­σε, πι­σω­γύ­ρι­σαν την επα­νά­στα­ση και έστει­λαν το KPD στην πα­ρα­νο­μία. Ο Ρά­ντεκ συ­νε­λή­φθη, αλλά δεν δο­λο­φο­νή­θη­κε. Ο Γιό­γκι­σες δο­λο­φο­νή­θη­κε, «πυ­ρο­βο­λή­θη­κε, ενώ προ­σπα­θού­σε να δρα­πε­τεύ­σει». Σε ένα πε­ρι­στα­τι­κό, ο υπο­λο­χα­γός Μά­ριοχ συ­νει­δη­τά διά­λε­ξε και πυ­ρο­βό­λη­σε 29 ναύ­τες, «επει­δή φαί­νο­νταν ύπο­πτα ευ­φυ­είς». Στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, ο Νόσκε πα­ρα­δέ­χε­ται ότι 1.200 επα­να­στά­τες σφα­γιά­στη­καν, οι επα­να­στά­τες ισχυ­ρί­ζο­νται ότι ξε­περ­νούν τις 3.000.

Ο Μπρουέ υπο­στη­ρί­ζει: 

«Η ηγε­σία του Κο­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος δεν είχε κα­τορ­θώ­σει να απο­τρέ­ψει τη συ­ντρι­βή ενός κι­νή­μα­τος, το οποίο η ίδια είχε βοη­θή­σει να ξε­σπά­σει, ενώ δεν είχε κάνει τί­πο­τα για να το ελέγ­ξει. Είχε αφή­σει από πολύ καιρό να της ξε­φύ­γει η ευ­και­ρία ενός αγώνα για ένα ενω­μέ­νο τα­ξι­κό μέ­τω­πο ενά­ντια στους ηγέ­τες, που είχαν συμ­μα­χή­σει με τους στρα­τη­γούς. Θα πλή­ρω­νε βαρύ αντί­τι­μο για την αρι­στε­ρί­στι­κη δράση που είχε υιο­θε­τη­θεί, χωρίς να υπάρ­χουν τα κα­τάλ­λη­λα αντα­να­κλα­στι­κά από τον Λί­μπ­κνε­χτ και την πλειο­ψη­φία των επα­να­στα­τών συν­δι­κα­λι­στών βάσης». 

Παρά τις απώ­λειες, το KPD και η επα­να­στα­τι­κή πρω­το­πο­ρία της ερ­γα­τι­κής τάξης δεν εξου­δε­τε­ρώ­θη­καν. Έζη­σαν τα επό­με­να τεσ­σε­ρά­μι­σι χρό­νια, δί­νο­ντας σκλη­ρό αγώνα για να βρουν απα­ντή­σεις στα ερω­τή­μα­τα που είχαν αφή­σει ανα­πά­ντη­τα οι μάρ­τυ­ρες του 1919. Η πε­ρί­ο­δος αυτή θα μας απα­σχο­λή­σει στο δεύ­τε­ρο μέρος αυτής της πα­ρου­σί­α­σης.

Συ­μπέ­ρα­σμα

Η ισορ­ρο­πη­μέ­νη ανά­λυ­ση του Μπρουέ πα­ρέ­χει πολλά ση­μα­ντι­κά μα­θή­μα­τα για τους επα­να­στά­τες του σή­με­ρα. 

Κα­ταρ­χήν, ο Πρώ­τος Πα­γκό­σμιος Πό­λε­μος επι­βε­βαί­ω­σε ότι οι ιδέες έχουν ση­μα­σία –στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι ικα­νές να οδη­γή­σουν τους αν­θρώ­πους σε δια­φο­ρε­τι­κές με­ριές των οδο­φραγ­μά­των. Η δια­μά­χη του Μπερν­στάιν με τη Λού­ξε­μπουργκ είχε ζω­τι­κές συ­νέ­πειες, ακόμα και εάν τότε αυτό δεν ήταν απο­λύ­τως κα­θα­ρό. Η προ­σπά­θεια του Κά­ου­τσκι να υπο­βαθ­μί­σει τη ση­μα­σία αυτής της σύ­γκρου­σης οδη­γού­σε στον απο­προ­σα­να­το­λι­σμό της αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας κι έδινε χρόνο στη δεξιά να πα­γιώ­σει τον έλεγ­χό της στον κομ­μα­τι­κό μη­χα­νι­σμό. 

Δεύ­τε­ρο, οι κα­πι­τα­λι­στές είναι ιδιαί­τε­ρα ευ­ρη­μα­τι­κοί, όταν έρ­χε­ται η στιγ­μή να αμυν­θούν και να με­τα­φέ­ρουν το κό­στος της κρί­σης πάνω στην ερ­γα­τι­κή τάξη. Όμως, ο ανε­λέ­η­τος οι­κο­νο­μι­κός αντα­γω­νι­σμός, που βρί­σκε­ται στην καρ­διά του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος διε­θνώς, σπρώ­χνει τους κα­πι­τα­λι­στές και τις αστι­κές κυ­βερ­νή­σεις σε κάθε χώρα να συ­γκρού­ο­νται με­τα­ξύ τους, με την ελ­πί­δα ότι ο κα­θέ­νας απ’ αυ­τούς ξε­χω­ρι­στά θα επι­βιώ­σει μπρο­στά στην απει­λή της κα­τα­στρο­φής. Ο Κά­ου­τσκι δεν πί­στευε ότι ο Ευ­ρω­παϊ­κός κα­πι­τα­λι­σμός θα έφτα­νε σε ολο­κλη­ρω­τι­κό πό­λε­μο. Στη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυτό έγινε δύο φορές με­τα­ξύ του 1914 και του 1945.Ο κα­πι­τα­λι­σμός εκτρέ­φει τον πό­λε­μο και αυτός ο κίν­δυ­νος μπο­ρεί να ξε­πε­ρα­στεί μόνο όταν αντι­κα­τα­στα­θεί από τον σο­σια­λι­σμό –ένα μά­θη­μα με ολο­φά­νε­ρα ανε­κτί­μη­τη αξία στο ση­με­ρι­νό κόσμο.

Τέλος, η Λού­ξε­μπουργκ και ο Λί­μπ­κνε­χτ ήταν πο­λι­τι­κοί γί­γα­ντες. Τους έλει­πε, όμως, ένα ισχυ­ρό πο­λι­τι­κό κόμμα με ξε­κά­θα­ρες Μαρ­ξι­στι­κές ιδέες ρι­ζω­μέ­νες στην ερ­γα­τι­κή τάξη, γε­γο­νός που τους εμπό­δι­σε να κά­νουν τις επα­να­στα­τι­κές τους ιδέες πράξη. Το βι­βλίο του Μπρουέ θα βοη­θή­σει μια και­νού­ρια γενιά αγω­νι­στών να δι­δα­χθούν απ’ αυτές τις αλή­θειες.

ΣΗ­ΜΕΙΩ­ΣΕΙΣ

1. Carl E.​Schorske, «Γερ­μα­νι­κή Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία 1905-1917: Η δη­μιουρ­γία του με­γά­λου σχί­σμα­τος (German Social Democracy 1905-1917 :The Development of the Great Schism), Cambridge, Mass: Harvard University Press,1983.

2. Ό.π., 23.

Μέρος Β΄: Από το Γε­νά­ρη του 1919 ως την τε­λι­κή ήττα

Η δο­λο­φο­νία της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ και του Καρλ Λί­μπ­κνε­χτ, το Γε­νά­ρη του 1919, από αντι­δρα­στι­κές ένο­πλες συμ­μο­ρί­ες που δρού­σαν με την εν­θάρ­ρυν­ση και υπό την προ­στα­σία της κυ­βέρ­νη­σης SPD, χώ­ρι­σε με αίμα τους σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες που ήθε­λαν να με­ταρ­ρυθ­μί­σουν το γερ­μα­νι­κό κα­πι­τα­λι­σμό σε συμ­μα­χία με την αστι­κή τάξη και τους σο­σια­λι­στές επα­να­στά­τες που ήθε­λαν να ανα­τρέ­ψουν το σύ­στη­μα του κέρ­δους και να το αντι­κα­τα­στή­σουν με μια επα­να­στα­τι­κή ερ­γα­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση. 

Το πρώτο μέρος αυτής της πα­ρου­σί­α­σης κά­λυ­ψε την ανά­λυ­ση του Πιερ Μπρουέ για τα γε­γο­νό­τα που εξε­λί­χθη­καν από τον Πρώτο Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο ως το ξέ­σπα­σμα της επα­νά­στα­σης το Νο­έμ­βρη του 1918, τα οποία διέ­σπα­σαν το με­γα­λύ­τε­ρο σο­σια­λι­στι­κό κόμμα στον κόσμο και έφε­ραν πρώην συ­ντρό­φους σε αντί­πα­λα στρα­τό­πε­δα. Το δεύ­τε­ρο μέρος θα εξε­τά­σει τι ακο­λού­θη­σε. Συ­γκε­κρι­μέ­να: Τις δυ­σκο­λί­ες και τις επι­τυ­χί­ες στην προ­σπά­θεια οι­κο­δό­μη­σης ενός επα­να­στα­τι­κού μα­ζι­κού κόμ­μα­τος, του Κο­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος (KPD), σε δια­χω­ρι­σμό και αντι­πα­ρά­θε­ση με το SPD. Τα εμπό­δια στην προ­σπά­θεια δη­μιουρ­γί­ας μιας συλ­λο­γι­κής και ικα­νής επα­να­στα­τι­κής ηγε­σί­ας. Την εξέ­λι­ξη της στρα­τη­γι­κής και της τα­κτι­κής του KPD. Τέλος, τα οφέλη και τα προ­βλή­μα­τα που προ­έ­κυ­ψαν από την ίδρυ­ση της Κο­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς.

Η πάλη ενά­ντια στον αρι­στε­ρι­σμό

Τους πρώ­τους μήνες του 1919, ένας εμ­φύ­λιος πό­λε­μος μαι­νό­ταν σε όλη τη Γερ­μα­νία. Οι ερ­γά­τες εξε­γέρ­θη­καν αυ­θόρ­μη­τα ενά­ντια στην από­πει­ρα των αφε­ντι­κών και της ηγε­σί­ας του SPD να συ­ντρί­ψουν τα ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια  και να κα­τα­στρέ­ψουν τη βάση της δύ­να­μης των ερ­γα­τών. Τα Freikorps, μια δύ­να­μη με­ρι­κών δε­κά­δων χι­λιά­δων πρώην αξιω­μα­τι­κών του στρα­τού που ήταν κα­λο­πλη­ρω­μέ­νοι και αντι­δρα­στι­κοί πο­λι­τι­κά, με­τα­φέ­ρο­νταν από πόλη σε πόλη και έσπα­γαν τις απερ­γί­ες, άνοι­γαν πυρ ενά­ντια σε δια­δη­λώ­σεις, δο­λο­φο­νού­σαν ρι­ζο­σπά­στες ερ­γά­τες και αιχ­μα­λώ­τι­ζαν χι­λιά­δες.  

Αυτά τα τάγ­μα­τα στην υπη­ρε­σία του SPD δο­λο­φό­νη­σαν χι­λιά­δες ερ­γά­τες. Στη συ­νέ­χεια τα αφε­ντι­κά έβα­λαν σε μαύ­ρες λί­στες χι­λιά­δες επα­να­στά­τες ερ­γά­τες. Η μα­ταιό­τη­τα των απο­μο­νω­μέ­νων εξε­γέρ­σε­ων, που δεν συ­ντο­νί­ζο­νταν από ένα πει­θαρ­χη­μέ­νο επα­να­στα­τι­κό κόμμα, ήταν ένα μά­θη­μα το οποίο εμπε­δώ­θη­κε με πολύ βαρύ κό­στος. Αυτό εξη­γεί γιατί ο αναρ­χι­σμός δεν έπαι­ξε ποτέ ση­μα­ντι­κό ρόλο στο γερ­μα­νι­κό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα, ακόμα και στις κο­ρυ­φαί­ες στιγ­μές της επα­νά­στα­σης.   

Ο Πάουλ Λέβι, που ανα­δεί­χθη­κε ως βα­σι­κός ηγέ­της του KPD μετά τις δο­λο­φο­νί­ες της Λού­ξε­μπουργκ και άλλων ηγε­τι­κών στε­λε­χών του κόμ­μα­τος το 1919, δή­λω­νε: 

«Σή­με­ρα δεν υπάρ­χει ούτε ένας κο­μου­νι­στής στη Γερ­μα­νία που να μη με­τα­νιώ­νει για το ότι η ίδρυ­ση ενός Κο­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος δεν έγινε πολύ πιο νωρίς, πριν τον πό­λε­μο…».

Το ζή­τη­μα που τί­θε­το πλέον ήταν πώς χτί­ζε­ται ένα τέ­τοιο κόμμα. Στο ιδρυ­τι­κό συ­νέ­δριο, το Δε­κέμ­βρη του 1918, το KPD είχε μόνο με­ρι­κές χι­λιά­δες μέλη. Μετά την αι­μα­τη­ρή κα­τα­στο­λή των αρχών του 1919, κα­τόρ­θω­σε να ανα­πτυ­χθεί τα­χύ­τα­τα σε πάνω από 90.000 μέλη. Αλλά στο με­τα­ξύ «δια­πο­τί­στη­κε» από αρι­στε­ρι­σμό –ας θυ­μη­θού­με ότι στο ιδρυ­τι­κό συ­νέ­δριο η πλειο­ψη­φία ενα­ντιώ­θη­κε στην πα­ρέμ­βα­ση στις κοι­νο­βου­λευ­τι­κές εκλο­γές και αρ­νή­θη­κε τη δου­λειά μέσα στα υπάρ­χο­ντα συν­δι­κά­τα– ενώ μετά βίας λει­τουρ­γού­σε ως ένα στοι­χειω­δώς συ­ντο­νι­σμέ­νο πα­νε­θνι­κά κόμμα.  

Τους νε­α­ρούς, ανυ­πό­μο­νους αγω­νι­στές του KPD δεν τους απα­σχο­λού­σε κα­θό­λου το ζή­τη­μα της σύν­δε­σης με τις με­γά­λες «με­ραρ­χί­ες» της ερ­γα­τι­κής τάξης, που εξα­κο­λου­θού­σαν να έχουν αυ­τα­πά­τες για το ρε­φορ­μι­στι­κό SPD ή το κε­ντρι­στι­κό Ανε­ξάρ­τη­το SPD (USPD). Τα πε­ρισ­σό­τε­ρα νεαρά μέλη του κόμ­μα­τος αρ­νού­νταν να ανα­γνω­ρί­σουν τον αντί­κτυ­πο που είχε στην ερ­γα­τι­κή τάξη η ήττα στις αρχές του 1919. Η υπο­χώ­ρη­ση των ερ­γα­τι­κών συμ­βου­λί­ων, το Δε­κέμ­βρη του 1918, έκανε τους πε­ρισ­σό­τε­ρους ερ­γά­τες να απο­δε­χτούν ότι ο κα­λύ­τε­ρος τρό­πος να υπε­ρα­σπι­στούν τα τα­ξι­κά τους συμ­φέ­ρο­ντα ήταν να ψη­φί­σουν τους σο­σια­λι­στές υπο­ψή­φιους στις κοι­νο­βου­λευ­τι­κές εκλο­γές. Στις εκλο­γές στις 19 Γε­νά­ρη, το SPD κέρ­δι­σε 11,5 εκα­τομ­μύ­ρια ψή­φους και το USPD άλλα 2 εκα­τομ­μύ­ρια. Αθροι­στι­κά είχαν το 46% της πα­νε­θνι­κής ψήφου και απο­τε­λού­σαν τη συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία της ερ­γα­τι­κής ψήφου. Η έκ­κλη­ση του KPD για αποχή στις εκλο­γές αγνο­ή­θη­κε πλή­ρως. Κι όμως οι πε­ρισ­σό­τε­ροι νέοι κο­μου­νι­στές αρ­νή­θη­καν να ανα­γνω­ρί­σουν αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κι αντί­θε­τα κα­λού­σαν για την άμεση ανα­τρο­πή της κυ­βέρ­νη­σης SPD, που είχε μόλις σχη­μα­τι­στεί, όπως και του ηγέτη του SPD, Φρί­ντριχ Έμπερτ, που εξε­λέ­γη Πρό­ε­δρος της Δη­μο­κρα­τί­ας από τη νέα βουλή το Γε­νά­ρη του 1919. 

Το ζή­τη­μα της αντι­με­τώ­πι­σης του αρι­στε­ρι­σμού προ­κά­λε­σε έναν έντο­νο τρι­με­ρή διά­λο­γο ανά­με­σα στον Πάουλ Λέβι, τον Καρλ Ρά­ντεκ και τον Βλα­ντι­μίρ Λένιν. Δύο πα­ρά­γο­ντες έπαι­ζαν ρόλο σ’ αυτή τη συ­ζή­τη­ση. 

Ο πρώ­τος ήταν το ζή­τη­μα της πι­θα­νό­τη­τας μιας άμε­σης επα­νά­στα­σης. Ακόμα και μετά την κα­τα­στο­λή το Γε­νά­ρη του 1919, ο Λένιν και οι Μπολ­σε­βί­κοι πί­στευαν ότι οι ερ­γά­τες ίσως μπο­ρού­σαν ακόμα να κα­τα­λά­βουν την εξου­σία, έστω κι αν δεν είχαν στη διά­θε­σή τους ένα καλά ορ­γα­νω­μέ­νο επα­να­στα­τι­κό κόμμα. Το Μάρτη εκεί­νης της χρο­νιάς, ανα­κη­ρύ­χθη­κε η σο­βιε­τι­κή κυ­βέρ­νη­ση στην Ουγ­γα­ρία, με την κα­θο­δή­γη­ση του πρό­σφα­τα συ­γκρο­τη­μέ­νου Κο­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, υπό την ηγε­σία του Μπέλα Κουν. Ο Λένιν, αν και ανη­συ­χού­σε ότι ο Κουν εμπι­στευό­ταν υπερ­βο­λι­κά τους Σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες, που δή­λω­ναν ότι υπο­στη­ρί­ζουν τη νέα κυ­βέρ­νη­ση, εξα­κο­λου­θού­σε να ελ­πί­ζει σε νέες εξε­λί­ξεις. Ο Ρά­ντεκ και ο Λέβι ήταν πολύ επι­φυ­λα­κτι­κοί απέ­να­ντι στην αι­σιο­δο­ξία του Λένιν. Στα μέσα του 1919 και οι δυο συμ­φω­νού­σαν ότι:  

«Η αυ­τα­πά­τη μιας γρή­γο­ρης νίκης [στη Γερ­μα­νία] προ­έ­κυ­πτε από τη λάθος ερ­μη­νεία των μα­θη­μά­των της Ρω­σι­κής Επα­νά­στα­σης, οι συν­θή­κες της οποί­ας… δεν ήταν σε καμιά πε­ρί­πτω­ση ίδιες με αυτές της επα­νά­στα­σης στην Ευ­ρώ­πη. Κα­ταρ­χήν, ο Πό­λε­μος, ο οποί­ος στη Ρωσία είχε κι­νη­το­ποι­ή­σει την αγρο­τιά στο πλευ­ρό του προ­λε­τα­ριά­του, είχε πλέον τε­λειώ­σει. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, η αγρο­τιά στη Δύση ήταν λι­γό­τε­ρο ομο­γε­νο­ποι­η­μέ­νη από τη Ρω­σι­κή αγρο­τιά. Επι­πλέ­ον, η ρω­σι­κή αστι­κή τάξη ήταν νεαρή, αδύ­να­μη, βαθιά υπο­κεί­με­νη στο ξένο κε­φά­λαιο και είχε απο­κτή­σει για πρώτη φορά πο­λι­τι­κή εξου­σία μόλις το Μάρτη του 1917… Ενώ η αστι­κή τάξη στην Ευ­ρώ­πη ήταν έμπει­ρη, καλά ορ­γα­νω­μέ­νη στη βάση της οι­κο­νο­μι­κής της συ­γκέ­ντρω­σης, είχε πλού­σια εμπει­ρία δε­κα­ε­τιών εξου­σί­ας και, τέλος, είχε δι­δα­χθεί από τη ρω­σι­κή εμπει­ρία… Στις ανε­πτυγ­μέ­νες χώρες, οι αυ­τα­πά­τες για την ικα­νό­τη­τα του κα­πι­τα­λι­σμού να ξε­πε­ρά­σει την κρίση του ήταν ισχυ­ρό­τε­ρες, ει­δι­κά στο πιο προ­νο­μιού­χο στρώ­μα της ερ­γα­τι­κής αρι­στο­κρα­τί­ας. Αν και μα­κρο­πρό­θε­σμα αυτό το στρώ­μα θα ενω­θεί με το υπό­λοι­πο προ­λε­τα­ριά­το, δεν μπο­ρεί να υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία ότι οι επό­με­νοι με­γά­λοι προ­λε­τα­ρια­κοί αγώ­νες θα έχουν με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα και, συ­νε­πώς, η δια­δι­κα­σία της αλ­λα­γής των συ­νει­δή­σε­ων των μαζών θα είναι μακρά». 

Ο δεύ­τε­ρος πα­ρά­γο­ντας που έπαι­ζε ρόλο σ’ αυτή τη συ­ζή­τη­ση ήταν μια δια­φω­νία ως προς το αν κά­ποιοι «αρι­στε­ρι­στές» θα μπο­ρού­σαν να πει­στούν ή, ακόμα κι αν δεν γι­νό­ταν να πει­στούν, θα έπρε­πε παρ’ όλα αυτά να γί­νουν ανε­κτοί μέσα στο κόμμα ως αντί­βα­ρο στα πιο συ­ντη­ρη­τι­κά στοι­χεία. 

Σε αυτό το ση­μείο, ο Λέβι ήταν μόνος απέ­να­ντι στον Ρά­ντεκ και τον Λένιν. Ως το φθι­νό­πω­ρο του 1919, ο Λέβι είχε πει­στεί ότι οι αρι­στε­ρι­στές έπρε­πε να διω­χτούν με κάθε κό­στος, προ­κει­μέ­νου να επι­τευ­χθεί η ενό­τη­τα με τους επα­να­στά­τες ερ­γά­τες που πα­ρέ­με­ναν στην αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα του USPD. Προ­σπα­θού­σε να ανα­διορ­γα­νώ­σει το κόμμα από την κο­ρυ­φή ως τη βάση, ενώ επέ­με­νε ότι όσα μέλη δεν συμ­φω­νούν με την πα­ρέμ­βα­ση στις κοι­νο­βου­λευ­τι­κές εκλο­γές και αρ­νού­νται να ανα­γνω­ρί­σουν την πει­θαρ­χία στην Κε­ντρι­κή Επι­τρο­πή του KPD θα πρέ­πει να δια­γρα­φούν. Οι χει­ρι­σμοί του Λέβι κό­στι­σαν στο KPD πάνω από τα μισά του μέλη. Ο Λένιν και ο Ρά­ντεκ συμ­φω­νού­σαν με την πρό­θε­ση του Λέβι να με­τα­σχη­μα­τί­σει το KPD, αλλά δια­φω­νού­σαν με τη διά­σπα­ση. Ο Λένιν έφτα­σε να προ­σφερ­θεί δη­μο­σί­ως να με­σο­λα­βή­σει ο ίδιος ανά­με­σα στον Λέβι και κά­ποιες από τις πτέ­ρυ­γες των «αρι­στε­ρι­στών».

Αλλά ο Λέβι αρ­νή­θη­κε να υπο­χω­ρή­σει. Αν και δεν φτά­νει στο ση­μείο να το δια­τυ­πώ­σει ανοι­χτά, ο Μπρουέ φαί­νε­ται να πι­στεύ­ει ότι ο Λέβι είχε δίκιο, έστω και αν ο χει­ρι­σμός του ήταν πολύ σκλη­ρός. Πε­ρι­γρά­φει την απο­σύν­θε­ση των αρι­στε­ρί­στι­κων ρευ­μά­των. Άλλες διο­λί­σθη­σαν προς τον αναρ­χι­σμό ή την αφη­ρη­μέ­νη προ­πα­γάν­δα και κά­ποιες έστρι­ψαν από­το­μα προς τα δεξιά.   

Αν και δι­χα­σμέ­νοι σε αυτή τη δια­μά­χη, ο Λέβι, ο Λένιν και ο Ρά­ντεκ, όπως και οι βα­σι­κό­τε­ροι ηγέ­τες των Μπολ­σε­βί­κων και του KPD, συμ­φω­νού­σαν ότι ο μόνος τρό­πος να με­τα­σχη­μα­τι­στεί το KPD σε μα­ζι­κό, επα­να­στα­τι­κό κόμμα ήταν να βρε­θεί ο τρό­πος να κερ­δί­σει στις γραμ­μές του τους εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες μα­χη­τι­κούς ερ­γά­τες, που μέχρι τότε αρ­νού­νταν να εντα­χθούν στο KPD και πα­ρέ­με­ναν στην αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα του USPD.

Κερ­δί­ζο­ντας την αρι­στε­ρά του USPD

Όπως θυ­μό­μα­στε, όταν η Λού­ξε­μπουργκ και ο Λί­μπ­κνε­χτ εγκα­τέ­λει­ψαν το USPD το Δε­κέμ­βρη του 1918 για να ιδρύ­σουν το KPD, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα μέλη της αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας του κόμ­μα­τος αρ­νή­θη­καν να τους ακο­λου­θή­σουν. Επα­να­στά­τες όπως ο Ρί­χαρντ Μίλερ και ο Ερνστ Ντάι­μιγκ πα­ρέ­μει­ναν στο ίδιο κόμμα με τον Καρλ Κά­ου­τσκι και τον Έντουαρντ Μπερν­στάιν. Ο Μπρουέ πε­ρι­γρά­φει το USPD ως ένα «κε­ντρι­στι­κό» κόμμα, εγκλω­βι­σμέ­νο ανά­με­σα στον αυ­ξα­νό­με­νο ρι­ζο­σπα­στι­σμό της βάσης του και τη συ­νε­χή προ­σή­λω­ση της πλειο­ψη­φί­ας της ηγε­σί­ας του στο με­ταρ­ρυθ­μι­σμό. Αλλά αυτή η πο­λι­τι­κή σχι­ζο­φρέ­νεια δεν εμπό­δι­σε το κόμμα να ανα­πτυ­χθεί τα­χύ­τα­τα, από τα 100.000 μέλη το Νο­έμ­βρη του 1918 στα 300.000 το Μάρτη του 1919 και τα 800.000 μέλη ως το φθι­νό­πω­ρο του 1920. Το USPD εξέ­δι­δε 57 εφη­με­ρί­δες και είχε εκα­τομ­μύ­ρια ψη­φο­φό­ρους υπο­στη­ρι­κτές. Εκα­τομ­μύ­ρια ερ­γά­τες το αντι­λαμ­βά­νο­νταν ως τη ρι­ζο­σπα­στι­κή εναλ­λα­κτι­κή στο SPD, ενώ το KPD πα­ρέ­με­νε στο πε­ρι­θώ­ριο. 

Το βά­θε­μα της κρί­σης του γερ­μα­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού και η υπε­ρά­σπι­ση του κα­πι­τα­λι­σμού από το SPD ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποιού­σε όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο τους ερ­γά­τες στο USPD, που είχαν κου­ρα­στεί από την προ­σή­λω­ση της ηγε­σί­ας του κόμ­μα­τός τους στη συ­νερ­γα­σία με το SPD. Επι­πλέ­ον, η Ρω­σι­κή Επα­νά­στα­ση ήταν εξαι­ρε­τι­κά δη­μο­φι­λής στη βάση του USPD. Αν και δεν εμπι­στεύ­ο­νταν το KPD που το θε­ω­ρού­σαν ανώ­ρι­μο, θαύ­μα­ζαν τους Μπολ­σε­βί­κους. Όμως η ηγε­σία του USPD απεί­χε πολύ από το να είναι επα­να­στα­τι­κή. Ένα τμήμα της έφτα­νε μέχρι το ση­μείο να πιέ­ζει για μια «σο­σια­λι­στι­κή επα­νέ­νω­ση» με το SPD. Αυτή η συ­ζή­τη­ση απα­σχό­λη­σε κάθε τομέα δου­λειάς του USPD, ιδιαί­τε­ρα στα συν­δι­κά­τα, όπου οι επα­να­στά­τες αρ­νού­νταν να υπο­στη­ρί­ξουν τις κυ­βερ­νη­τι­κές πο­λι­τι­κές τα­ξι­κής συ­νερ­γα­σί­ας, οι οποί­ες απαι­τού­σαν από τους Γερ­μα­νούς ερ­γά­τες να κά­νουν θυ­σί­ες για να απο­πλη­ρω­θούν τα πο­λε­μι­κά χρέη των Γερ­μα­νών αφε­ντι­κών.  

Σ’ αυτό το ζή­τη­μα ο Λένιν δια­φω­νού­σε με τους υπο­στη­ρι­κτές του Λέβι στο KPD γύρω από το πώς θα συν­δε­θεί με την αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα του USPD και θα την κερ­δί­σει στον κο­μου­νι­σμό. Τον Οκτώ­βρη του 1919, ο Λένιν έγρα­ψε ένα άρθρο στο οποίο 

«κα­τα­δί­κα­ζε τη διά­σπα­ση… με την αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα [του KPD] και επέ­κρι­νε την αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα του USPD» για το ότι συν­δυά­ζει «με τρόπο δειλό και χωρίς αρχές, τις πα­λιές μι­κρο­α­στι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις για την κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δη­μο­κρα­τία, με την κο­μου­νι­στι­κή ανα­γνώ­ρι­ση της ση­μα­σί­ας της προ­λε­τα­ρια­κής επα­νά­στα­σης, της δι­κτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του και της σο­βιε­τι­κής εξου­σί­ας». 

Αυτή η το­πο­θέ­τη­ση ήταν σε εμ­φα­νή αντί­θε­ση με την πο­λι­τι­κή του Λέβι για την απο­μό­νω­ση των «αρι­στε­ρι­στών» μέσα στο KPD και χει­ρο­νο­μί­ες καλής θέ­λη­σης προς την αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα του USPD. Ο Αύ­γου­στος Ταλ­χάι­μερ, ένα από τα ιδρυ­τι­κά ηγε­τι­κά στε­λέ­χη του Σπάρ­τα­κου, απά­ντη­σε στον Λένιν  για την ενα­ντί­ω­σή του στη διά­σπα­ση του KPD, εξη­γώ­ντας την άποψη του κόμ­μα­τος για τους αρι­στε­ρούς ηγέ­τες του USPD:

«Έχουν πα­ρα­συρ­θεί μαζί με τις μάζες. Έχουν εξε­λι­χθεί με τις μάζες και θα συ­νε­χί­σουν να εξε­λίσ­σο­νται μαζί τους και θα κά­νουν κι άλλα λάθη μαζί τους. Η στάση μας απέ­να­ντι στα λάθη και τις αδυ­να­μί­ες τους θα είναι, όπως και στο πα­ρελ­θόν, μια ει­λι­κρι­νής και σκλη­ρή κρι­τι­κή. Αλλά δεν έχου­με καμιά πρό­θε­ση να τους βά­λου­με στο ίδιο τσου­βά­λι… με τους προ­δό­τες του σο­σια­λι­σμού».

Όπως ση­μειώ­νει ο Μπρουέ: «μια πρώτη συ­ζή­τη­ση, εξ απο­στά­σε­ως, ξε­κί­νη­σε να ξε­δι­πλώ­νε­ται ανά­με­σα στους Ρώ­σους και τους Γερ­μα­νούς κο­μου­νι­στές, πάνω σε μια βάση ισό­τη­τας, γύρω από το ζή­τη­μα του πώς θα κερ­δη­θούν οι μάζες στην επα­να­στα­τι­κή πο­λι­τι­κή». Πριν ανα­πτύ­ξει τις κρι­τι­κές του στο KPD, ο Λένιν πά­ντο­τε ξε­κι­νού­σε με την ει­σα­γω­γι­κή πα­ρα­δο­χή ότι οι πλη­ρο­φο­ρί­ες του για τη συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τά­στα­ση ήταν πολύ πε­ριο­ρι­σμέ­νες εξαι­τί­ας του εμπάρ­γκο. Όμως είναι δύ­σκο­λο να πι­στέ­ψου­με ότι αυτή η δια­μά­χη προ­έ­κυ­πτε από την έλ­λει­ψη ενη­μέ­ρω­σης ή από τους τό­νους που χρη­σι­μο­ποιού­νταν και δεν αφο­ρού­σε κάτι πιο ου­σια­στι­κό. Εν συ­ντο­μία, ο Λένιν φαί­νε­ται ότι φο­βό­ταν μήπως ο ζήλος του Λέβι ενά­ντια στους αρι­στε­ρι­στές, σε αντι­πα­ρα­βο­λή με το σε­βα­σμό και την πρό­θε­ση συ­νύ­παρ­ξης που είχε απέ­να­ντι στους αρι­στε­ρούς του USPD, έκρυ­βαν μια γε­νι­κό­τε­ρη δι­στα­κτι­κό­τη­τα «να το πάει μέχρι τέ­λους». Τα γε­γο­νό­τα θα έκρι­ναν αν οι φόβοι του Λένιν ήταν βά­σι­μοι.

Η ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση του USPD και ο συ­νε­χι­ζό­με­νος διά­λο­γος με­τα­ξύ Λέβι και Λένιν δο­κι­μά­στη­καν, όταν δε­ξιοί αξιω­μα­τι­κοί του στρα­τού με την ηγε­σία του Βόλφ­γκανγκ Καπ εξα­πέ­λυ­σαν ένα πρα­ξι­κό­πη­μα ενά­ντια στην κυ­βέρ­νη­ση SPD το Μάρτη του 1919. Το πρα­ξι­κό­πη­μα απει­λού­σε να εγκα­θι­δρύ­σει μια στρα­τιω­τι­κή δι­κτα­το­ρία, εξο­ντώ­νο­ντας όχι μόνο το KPD, αλλά και το SPD και το USPD. Ενώ ο Έμπερτ και όλοι οι υπουρ­γοί της κυ­βέρ­νη­σης εγκα­τέ­λει­ψαν το Βε­ρο­λί­νο, ανα­ζη­τώ­ντας ασφά­λεια σε κά­ποιον πιστό στρα­τη­γό, οι ερ­γά­τες του Βε­ρο­λί­νου ξε­ση­κώ­θη­καν με μια γε­νι­κή απερ­γία. Κα­θο­δη­γού­νταν από αρι­στε­ρά μέλη του USPD και τον Καρλ Λέ­γκιεν, τον βα­σι­κό ηγέτη των συν­δι­κά­των του SPD στο Βε­ρο­λί­νο. Ο Λέ­γκιεν δεν ήταν αρι­στε­ρός ρι­ζο­σπά­στης, αλλά σε αντί­θε­ση με τον Έμπερτ, του οποί­ου η δύ­να­μη στη­ρι­ζό­ταν στον εκλο­γι­κό μη­χα­νι­σμό, η δική του θέση στη­ρι­ζό­ταν στην ισχύ των συν­δι­κά­των. Ο Λέ­γκιεν συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ότι ο Καπ με τους πρα­ξι­κο­πη­μα­τί­ες σκό­πευαν να συ­ντρί­ψουν όχι μόνο την άκρα Αρι­στε­ρά, αλλά όλες τις ερ­γα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις. Οπότε έριξε το ση­μα­ντι­κό κύρος του στη στή­ρι­ξη του αγώνα. Στις 15 Μάρτη, η κυ­βέρ­νη­ση των πρα­ξι­κο­πη­μα­τιών είχε πα­ρα­λύ­σει. «Η γε­νι­κή απερ­γία τους έχει στραγ­γα­λί­σει με την τρο­μα­κτι­κή, σιω­πη­λή της δύ­να­μη», πε­ριέ­γρα­φε ένας Βέλ­γος σο­σια­λι­στής.

Δυ­στυ­χώς, η εθνι­κή ηγε­σία του KPD στην Τσε­ντρά­λε [σσ: Κε­ντρι­κή Επι­τρο­πή], που βρι­σκό­ταν στο Βε­ρο­λί­νο, δεν μπο­ρού­σε να δει αυτό που έβλε­πε ο Λέ­γκιεν. Τις πρώ­τες ώρες μετά το πρα­ξι­κό­πη­μα, το KPD εν­θάρ­ρυ­νε τους ερ­γά­τες να απέ­χουν από τη μάχη ανά­με­σα στην κυ­βέρ­νη­ση SPD και τους πρα­ξι­κο­πη­μα­τί­ες. 

«Η ερ­γα­τι­κή τάξη θα ανα­λά­βει τον αγώνα ενά­ντια στη στρα­τιω­τι­κή δι­κτα­το­ρία σε συν­θή­κες και με μέσα τα οποία θα κρί­νει κα­τάλ­λη­λα», έγρα­φε η «Rote Fahne». «Αυτές οι συν­θή­κες δεν υπάρ­χουν ακόμα». Ο Λέβι, που τότε βρι­σκό­ταν στη φυ­λα­κή, ξε­σπά­θω­σε ενά­ντια στην αρι­στε­ρί­στι­κη πα­θη­τι­κό­τη­τα της Τσε­ντρά­λε. Η Τσε­ντρά­λε άλ­λα­ξε γρή­γο­ρα τη θέση της και κά­λε­σε τα μέλη του κόμ­μα­τος να στη­ρί­ξουν τη γε­νι­κή απερ­γία. Αλλά η ζημιά είχε γίνει. Για άλλη μια φορά, η ανω­ρι­μό­τη­τα και η απει­ρία του KPD το οδή­γη­σαν να χάσει μια ση­μα­ντι­κή ευ­και­ρία να απο­δεί­ξει στους Γερ­μα­νούς ερ­γά­τες την ικα­νό­τη­τά του να ηγη­θεί –ή να βρε­θεί σε μια θέση που θα του επέ­τρε­πε να παί­ξει κε­ντρι­κό ρόλο στις εξε­λί­ξεις μετά την ήττα του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος. 

Σε άλλα μέρη της Γερ­μα­νί­ας, εκτός Βε­ρο­λί­νου, το KPD ρί­χτη­κε στη μάχη, στο πλευ­ρό των αγω­νι­στών του USPD. Αυτό ίσχυ­σε ιδιαί­τε­ρα στο Κέ­μνιτζ, όπου το ηγε­τι­κό στέ­λε­χος του KPD, Χάιν­ριχ Μπρά­ντλερ, πήρε την πρω­το­βου­λία για μια ενιαιο­με­τω­πι­κή δράση που βο­ή­θη­σε το KPD να με­τα­τρα­πεί σε ηγε­τι­κή δύ­να­μη της ερ­γα­τι­κής τάξης σε αυτή την πόλη. Αλλά γε­νι­κό­τε­ρα, το κόμμα έπαι­ξε μόνο έναν υπο­στη­ρι­κτι­κό ρόλο στη δράση. Μέσα σε λίγες μέρες, το πρα­ξι­κό­πη­μα είχε ητ­τη­θεί, καθώς οι ερ­γά­τες απερ­γού­σαν και σχη­μά­τι­ζαν Κόκ­κι­νες Φρου­ρές.  

Ο Λέβι ισχυ­ρι­ζό­ταν ότι το κόμμα όφει­λε να είχε προ­ω­θή­σει τα ακό­λου­θα συν­θή­μα­τα, όπως τα συ­νο­ψί­ζει ο Μπρουέ: «Τον εξο­πλι­σμό του προ­λε­τα­ριά­του, τον αγώνα ενά­ντια στους πρα­ξι­κο­πη­μα­τί­ες μέχρι την άνευ όρων πα­ρά­δο­σή τους και την άμεση σύλ­λη­ψη των ηγε­τών και των συ­νερ­γα­τών τους». Ισχυ­ρι­ζό­ταν ότι, αν η γε­νι­κή απερ­γία διε­ξα­γό­ταν με βάση αυτή την κα­τεύ­θυν­ση, θα μπο­ρού­σε να δη­μιουρ­γή­σει τη δυ­να­τό­τη­τα για μια πι­θα­νή μελ­λο­ντι­κή επα­νεμ­φά­νι­ση των ερ­γα­τι­κών σο­βιέτ σε όλη τη Γερ­μα­νία. Αντί γι’ αυτό, το κί­νη­μα τε­λι­κά δεν κα­τά­φε­ρε να πάει πιο πέρα από την απο­τρο­πή της από­πει­ρας πρα­ξι­κο­πή­μα­τος του Καπ. Ο Λέβι είχε αναμ­φί­βο­λα δίκιο ότι μια τέ­τοια προ­σέγ­γι­ση θα έδινε στην γε­νι­κή απερ­γία έναν κα­θα­ρό στόχο και ακόμα κι αν το KPD ήταν πολύ αδύ­να­μο για να οδη­γή­σει την απερ­γία σε κα­θα­ρή νίκη, με­τα­τρέ­πο­ντας πλή­ρως αυτά τα συν­θή­μα­τα σε δράση, θα είχε βοη­θή­σει στον προ­σα­να­το­λι­σμό της πρω­το­πο­ρί­ας της ερ­γα­τι­κής τάξης, θα είχε τρα­βή­ξει την αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα πιο απο­φα­σι­στι­κά μα­κριά από τους κε­ντρι­στές ηγέ­τες και θα εκτό­ξευε το κόμμα σε έναν κε­ντρι­κό ρόλο μέσα στην επα­να­στα­τι­κή δια­δι­κα­σία. Ήταν άλλη μια κρί­σι­μη χα­μέ­νη ευ­και­ρία.

Η ήττα του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος Καπ απο­κα­τέ­στη­σε τη μα­χη­τι­κή διά­θε­ση των ερ­γα­τών, μετά από έναν χρόνο αστυ­νο­μι­κής τρο­μο­κρα­τί­ας. Επί­σης εξέ­θε­σε τους ηγέ­τες του SPD ως είτε απρό­θυ­μους, είτε ανί­κα­νους να πα­λέ­ψουν ενά­ντια στην άκρα Δεξιά. Στις εκλο­γές του Ιούνη του 1920, οι ψήφοι του USPD ανέ­βη­καν από τα 2,3 εκα­τομ­μύ­ρια του Γε­νά­ρη του 1919 σε πάνω από 5 εκα­τομ­μύ­ρια. Οι ψήφοι του SPD έπε­σαν στα 6 εκα­τομ­μύ­ρια από τα 11,9 εκα­τομ­μύ­ρια αντί­στοι­χα. Το KPD κέρ­δι­σε 589.000 ψή­φους στην πρώτη του συμ­με­το­χή σε εκλο­γές. Όπως ση­μειώ­νει ο Μπρουέ: 

«Η μάζα των ψη­φο­φό­ρων της ερ­γα­τι­κής τάξης είχε με­τα­κι­νη­θεί για πρώτη φορά. Η κάλπη έδει­ξε ότι οι ερ­γα­ζό­με­νοι απο­μα­κρύ­νο­νταν από­το­μα από τη Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία».

Επα­να­στα­τι­κή ενό­τη­τα

Την ώρα που μέσα στο KPD είχε ξε­σπά­σει μια οξεία συ­ζή­τη­ση γύρω από τις τα­κτι­κές του κόμ­μα­τος στη διάρ­κεια του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος Καπ, η πιο ση­μα­ντι­κή εξέ­λι­ξη ήταν η επι­θυ­μία της πλειο­ψη­φί­ας της βάσης του USPD να έρθει σε ρήξη με την κε­ντρι­στι­κή του ηγε­σία και να με­τα­το­πι­στεί «προς τη Μόσχα», όπως πε­ρι­γρά­φει ο Μπρουέ.

Η Συν­διά­σκε­ψη του USPD το 1920, στη Χάλε της Γερ­μα­νί­ας, εξε­λί­χθη­κε σε απο­φα­σι­στι­κή ανα­μέ­τρη­ση με­τα­ξύ δε­ξιάς και αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας. Ο Ρώσος Μπολ­σε­βί­κος ηγέ­της Γκρε­γκό­ρι Ζι­νό­βιεφ μί­λη­σε στη Συν­διά­σκε­ψη με την ιδιό­τη­τα του επι­κε­φα­λής της Κο­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς (Κο­μι­ντέρν), κα­λώ­ντας το USPD να εντα­χθεί στην Κο­μι­ντέρν. Ο Μπρουέ πε­ρι­γρά­φει τη σκηνή: 

«Η μάχη θα ξε­κι­νού­σε πραγ­μα­τι­κά, όταν ανέ­βη­κε ο Ζι­νό­βιεφ στο βήμα. Μί­λη­σε για πάνω από 4 ώρες, στα γερ­μα­νι­κά. Αρ­χι­κά με αρ­κε­τή δυ­σκο­λία και ένα κά­ποιο άγχος και στη συ­νέ­χεια με ένα κύρος που του επέ­τρε­ψε να πε­τύ­χει τον με­γα­λύ­τε­ρο ρη­το­ρι­κό του θρί­αμ­βο σε μια ήδη κα­τα­ξιω­μέ­νη πο­λι­τι­κή δια­δρο­μή». 

Λες κι έπρε­πε να το­νι­στεί η συ­νυ­φα­σμέ­νη φύση της Ρω­σι­κής και της Γερ­μα­νι­κής Επα­νά­στα­σης, στην ομι­λία του Ζι­νό­βιεφ απά­ντη­σε ο Τζού­λι Μάρ­τοφ, ο βα­σι­κός ηγέ­της των Μεν­σε­βί­κων, που πα­ρό­τρυ­νε τα μέλη του USPD να μην ενω­θούν με το KPD. Τε­λι­κά, ο Κά­ου­τσκι, ο Μπερν­στάιν και ο Ρού­ντολφ Χίλ­φερ­ντινγκ δεν κα­τά­φε­ραν να απο­τρέ­ψουν την πλειο­ψη­φία των συ­νέ­δρων του USPD από το να ψη­φί­σει υπέρ της πρό­τα­σης Ζι­νό­φιεφ και οι σύ­νε­δροι της δε­ξιάς πτέ­ρυ­γας απο­χώ­ρη­σαν από τη Συν­διά­σκε­ψη. Πήραν την εκ­δί­κη­σή τους απέ­να­ντι στον Ζι­νό­βιεφ, όταν συ­νέ­δρα­μαν στο να απε­λα­θεί από τη Γερ­μα­νία 12 μέρες μετά. 

Η ενο­ποί­η­ση των πάνω από 400.000 μελών της αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας του USPD με τα 50.000 μέλη του KPD προ­χώ­ρη­σε στη διάρ­κεια του Νο­έμ­βρη, μέχρι το ενο­ποι­η­τι­κό συ­νέ­δριο στις αρχές Δε­κέμ­βρη του 1920. Επι­τέ­λους, είχε γεν­νη­θεί ένα επα­να­στα­τι­κό ερ­γα­τι­κό κόμμα, ανε­ξάρ­τη­το από τους ρε­φορ­μι­στές γρα­φειο­κρά­τες που κυ­ριαρ­χού­σαν στο κί­νη­μα στη διάρ­κεια του πο­λέ­μου και της πρώ­της φάσης της επα­νά­στα­σης. «Κάλ­λιο αργά παρά ποτέ», όπως έλεγε ο Ζι­νό­βιεφ. Ο Μπρουέ συ­νο­ψί­ζει τη σύν­θε­ση του ενο­ποι­η­μέ­νου κόμ­μα­τος:

«Μέσα στο Ενω­μέ­νο Κόμμα υπήρ­χαν άν­θρω­ποι της προ­πο­λε­μι­κής πα­λιάς φρου­ράς ρι­ζο­σπα­στών, ο πυ­ρή­νας των πι­στών υπο­στη­ρι­κτών της Λού­ξε­μπουργκ, αλλά και άν­θρω­ποι που πά­ντο­τε ήταν αρι­στε­ροί Σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες… Μαζί με αυ­τούς υπήρ­χαν οι μα­χη­τι­κοί ερ­γά­τες, τα ορ­γα­νω­τι­κά στε­λέ­χη της ερ­γα­τι­κής τάξης, οι ηγέ­τες των με­γά­λων μα­ζι­κών απερ­γιών στο Βε­ρο­λί­νο κατά τη διάρ­κεια του Πο­λέ­μου, αυτοί που είχαν χτί­σει τα ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια και ο πυ­ρή­νας των επα­να­στα­τών αντι­προ­σώ­πων του Βε­ρο­λί­νου στη διάρ­κεια του Πο­λέ­μου και της Επα­νά­στα­σης, όπως ο Ρί­χαρντ Μίλερ».

Οι Ντά­ου­μιγκ και Λέβι εξε­λέ­γη­σαν συ­μπρό­ε­δροι του κόμ­μα­τος, ενώ 8 μέλη της αρι­στε­ράς του USPD και 5 μέλη του KPD απάρ­τι­ζαν την Τσε­ντρά­λε. Στη συ­νέ­χεια, ο Λέβι πε­ριέ­γρα­ψε τη στρα­τη­γι­κή μέσα από την οποία θα κέρ­δι­ζε η γερ­μα­νι­κή ερ­γα­τι­κή τάξη την επα­νά­στα­ση:

«Σε καμιά χώρα της Δυ­τι­κής Ευ­ρώ­πης δεν θα προ­χω­ρή­σει η επα­νά­στα­ση με τον ταχύ ρυθμό με τον οποίο έτρε­ξε φαι­νο­με­νι­κά στη Ρωσία με­τα­ξύ Φλε­βά­ρη και Νο­έμ­βρη του 1917. Λέμε “φαι­νο­με­νι­κά”, γιατί τεί­νου­με να ξε­χνά­με ότι η Ρω­σι­κή Επα­νά­στα­ση είχε ήδη πε­ρά­σει από τα πρώτα της μα­θή­μα­τα 10 χρό­νια νω­ρί­τε­ρα… Ήδη, το γε­γο­νός ότι μπή­κα­με στην εποχή της επα­νά­στα­σης στη Γερ­μα­νία και στη Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη χωρίς να έχου­με Κο­μου­νι­στι­κά Κόμ­μα­τα, το γε­γο­νός ότι αυτά έπρε­πε να συ­γκρο­τη­θούν στη διάρ­κεια της ίδιας της επα­νά­στα­σης, και επει­δή γι’ αυ­τούς ακρι­βώς τους λό­γους τα λάθη, οι ελ­λεί­ψεις… του προ­λε­τα­ριά­του δι­πλα­σιά­στη­καν και τρι­πλα­σιά­στη­καν κατά τη διάρ­κεια της επα­νά­στα­σης –όλα αυτά απο­κλεί­ουν να υπάρ­ξει μια δια­δρο­μή τόσο κα­θα­ρή και ευ­θεία όπως αυτή που ακο­λού­θη­σε η Ρω­σι­κή Επα­νά­στα­ση». 

Έχο­ντας κα­τα­κτή­σει τις προ­ϋ­πο­θέ­σεις του μα­ζι­κού με­γέ­θους, των κα­θα­ρών αρχών και της ορ­γα­νω­τι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας και καθώς δρού­σε σε ένα πε­ρι­βάλ­λον οξεί­ας κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης, το KPD και η γερ­μα­νι­κή ερ­γα­τι­κή τάξη έμοια­ζαν να βρί­σκο­νται επι­τέ­λους στο δρόμο προς την επα­νά­στα­ση. 

Όμως πολύ σύ­ντο­μα προ­έ­κυ­ψαν δύο προ­βλή­μα­τα που συν­δέ­ο­νταν στενά με­τα­ξύ τους. Πρώ­τον, θα μπο­ρού­σε η ηγε­σία αυτού του νέου κόμ­μα­τος να λει­τουρ­γή­σει απο­τε­λε­σμα­τι­κά ως κα­θο­δη­γη­τι­κή δύ­να­μη για εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες κομ­μα­τι­κά μέλη; Και δεύ­τε­ρον, ποιες στρα­τη­γι­κές και τα­κτι­κές θα μπο­ρού­σαν να βοη­θή­σουν το κόμμα να κερ­δί­σει την απο­φα­σι­στι­κή με­ρί­δα της ερ­γα­τι­κής τάξης προς το στόχο της επα­νά­στα­σης;

Ένας στρα­τός χωρίς στρα­τη­γούς;

Ο Ιτα­λός επα­να­στά­της Αντό­νιο Γκράμ­σι έγρα­ψε κά­πο­τε ότι είναι πιο δύ­σκο­λο να δη­μιουρ­γή­σεις ένα καλό γε­νι­κό επι­τε­λείο από ό,τι να δη­μιουρ­γή­σεις έναν καλό στρα­τό. Φυ­σι­κά τα δύο αυτά κα­θή­κο­ντα δεν μπο­ρεί κα­νείς να τα αντι­με­τω­πί­σει σε απο­μό­νω­ση το ένα από το άλλο. Όμως στη δια­δι­κα­σία συ­γκρό­τη­σης ενός καλού στρα­τού, είναι χρή­σι­μο να μά­θουν οι στρα­τη­γοί να συ­νερ­γά­ζο­νται, ώστε να δη­μιουρ­γή­σουν ένα γε­νι­κό επι­τε­λείο στο οποίο αξιο­ποιού­νται όλες οι αρε­τές και πε­ριο­ρί­ζο­νται όλες οι αδυ­να­μί­ες κάθε αξιω­μα­τι­κού. Στη διάρ­κεια της Ρώ­σι­κης Επα­νά­στα­σης, οι Μπολ­σε­βί­κοι το κα­τόρ­θω­σαν αυτό. Η αντί­λη­ψη που είχε ο Λένιν για τις δυ­να­μι­κές του Μπολ­σε­βί­κι­κου Κόμ­μα­τος δεν λει­τουρ­γού­σε αντι­πα­ρα­θε­τι­κά,  αλλά συ­μπλη­ρω­μα­τι­κά με την κα­λύ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση που είχε ο Τρό­τσκι για τις δια­θέ­σεις των βιο­μη­χα­νι­κών προ­α­στί­ων της Πε­τρού­πο­λης και της φρου­ράς, ενώ και τα δύο βελ­τιώ­νο­νταν από τη γνώση που είχε το κο­ρυ­φαίο ορ­γα­νω­τι­κό στέ­λε­χος των Μπολ­σε­βί­κων, Γιά­κοβ Σβερ­ντλόφ, για το ποιους μπο­ρούν να εμπι­στευ­τούν, να πι­στέ­ψουν και σε ποιους να στη­ρι­χτούν σε κάθε προ­ά­στιο της πόλης. Το πιο εντυ­πω­σια­κό στοι­χείο της ηγε­σί­ας των Μπολ­σε­βί­κων είναι ότι, παρά την απί­στευ­τη πίεση που δέ­χτη­κε το 1917, όχι μόνο δεν δια­σπά­στη­κε, αλλά διευ­ρύν­θη­κε. Ακόμα και η διαρ­ροή των σχε­δί­ων της εξέ­γερ­σης του Οκτώ­βρη από τον Ζι­νό­βιεφ και τον Κα­μέ­νεφ δεν οδή­γη­σε στη διά­σπα­σή της. Δεν θα ανοί­ξου­με εδώ τη συ­ζή­τη­ση περί του γιατί συ­νέ­βη αυτό, αλλά κά­ποιοι πα­ρά­γο­ντες που έπαι­ξαν ρόλο στην επι­τυ­χία των Μπολ­σε­βί­κων ήταν: η κοινή εμπει­ρία της επα­νά­στα­σης και της κα­τα­στο­λής το 1905, η εκτί­μη­ση που είχε ο Λένιν στο ρόλο των ηγε­τι­κών στε­λε­χών και η ύπαρ­ξη μιας ηγε­τι­κής ομά­δας μα­κράς συ­νύ­παρ­ξης, που είχε συ­νη­θί­σει να διε­ξά­γει σκλη­ρές συ­ζη­τή­σεις και μετά να δρα ενω­μέ­να. 

H Τσε­ντρά­λε του ενιαί­ου KPD είχε κοι­νές εμπει­ρί­ες επα­νά­στα­σης και κα­τα­στο­λής, αλλά δεν τις είχε ζήσει μέσα στο ίδιο κόμμα. Ακόμα και μέσα στον πυ­ρή­να της ιστο­ρι­κής ηγε­σί­ας του Σπάρ­τα­κου, ο Χάιν­ριχ Μπρά­ντλερ και ο Βίλ­χελμ Πίκ δεν είχαν πολ­λές εμπει­ρί­ες συ­νερ­γα­σί­ας με τον Λέβι κι ακόμα λι­γό­τε­ρες με την Κλάρα Τσέτ­κιν. Ακόμα χει­ρό­τε­ρα, 3 μήνες μετά το σχη­μα­τι­σμό του κόμ­μα­τος, οι Λέβι, Ντάι­μιγκ, Μπρας και Χόφ­μαν απο­χώ­ρη­σαν από το κόμμα, ενώ τους ακο­λού­θη­σε λίγο αρ­γό­τε­ρα ο Γκέ­γιερ. Η Τσέτ­κιν δεν έφυγε από το κόμμα, αλλά πα­ραι­τή­θη­κε από την Τσε­ντρά­λε ταυ­τό­χρο­να με τον Λέβι. Με άλλα λόγια, 6 από τα 12 εκλεγ­μέ­να μέλη της ηγε­σί­ας, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των δύο συ­μπρο­έ­δρων, έφυ­γαν από το κόμμα ή έστω από την ηγε­σία του, λίγο μετά την ίδρυ­σή του. 

Γιατί βυ­θί­στη­κε η ηγε­σία σε μια τόσο άμεση κρίση; Ο Μπρουέ σκια­γρα­φεί τρεις αι­τί­ες. Πρώ­τον, ο ίδιος ο Λέβι, παρά το προ­φα­νές τα­λέ­ντο και την αυ­το­θυ­σία του, δεν απο­δέ­χτη­κε ποτέ πλή­ρως το ρόλο του ως ηγέτη του κόμ­μα­τος. Αρ­κε­τές φορές χρειά­στη­κε να τον πεί­σει ο Ρά­ντεκ να πα­ρα­μεί­νει στην ηγε­σία. Δεύ­τε­ρον, αν και οι Ρά­ντεκ και Λέβι είχαν συ­νερ­γα­στεί στενά για να γίνει πράξη το ενω­μέ­νο KPD, ο Ρά­ντεκ ανα­ρω­τιό­ταν διαρ­κώς αν ο Λέβι είχε  οπορ­του­νι­στι­κές τά­σεις. Στην ουσία, ο Ρά­ντεκ φο­βό­ταν ότι ο Λέβι ήταν τόσο συ­γκε­ντρω­μέ­νος στην πάλη απέ­να­ντι στον αρι­στε­ρι­σμό, που θα φο­βό­ταν να δρά­σει όταν πρέ­πει. Μοιά­ζει πα­ρά­δο­ξο το ότι  επη­ρε­ά­στη­καν οι τύχες ενός κόμ­μα­τος του με­γέ­θους του KPD από τη δια­φω­νία με­τα­ξύ δύο αν­θρώ­πων, αλλά η πάλη με­τα­ξύ Ρά­ντεκ και Λέβι ήταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέρος ενός ευ­ρύ­τε­ρου προ­βλή­μα­τος που σχε­τι­ζό­ταν με την υπο­χώ­ρη­ση της Ρω­σι­κής Επα­νά­στα­σης και την επιρ­ροή των Ρώσων Μπολ­σε­βί­κων στο KPD. Ο Μπρουέ κα­τα­πιά­νε­ται πολύ εκτε­τα­μέ­να με την πε­ρι­γρα­φή και τον εντο­πι­σμό του αντί­κτυ­που που είχε η Κο­μι­ντέρν μέσα στο KPD, τον οποίο πα­ρου­σιά­ζει ως την Τρίτη αιτία για τη διά­σπα­ση της ηγε­σί­ας του KPD.

Το KPD και οι Μπολ­σε­βί­κοι

Όπως ανα­φέ­ρα­με πα­ρα­πά­νω, ο Μπρουέ εξη­γεί ότι η Λού­ξε­μπουργκ κα­τέ­λη­ξε στην ανά­γκη ενός επα­να­στα­τι­κού κόμ­μα­τος ανε­ξάρ­τη­του από τους ρε­φορ­μι­στές ηγέ­τες μόνο προς το τέλος της ζωής της και το κόμμα που ίδρυ­σε, πα­ρέ­μει­νε πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νο. 

Οι ηγέ­τες του KPD, αν και συμ­φω­νού­σαν επί της αρχής στην ανά­γκη ρήξης με τη ρε­φορ­μι­στι­κή Δεύ­τε­ρη Διε­θνή, πα­ρέ­μει­ναν πολύ πιο δι­στα­κτι­κοί από τον Λένιν στο να φτά­σουν αυτή τη μάχη ως τα ορ­γα­νω­τι­κά της απο­τε­λέ­σμα­τα. Όταν οι Μπολ­σε­βί­κοι ίδρυ­σαν την Τρίτη Διε­θνή το Μάρτη του 1919, ο εκ­πρό­σω­πος του KPD είχε την εντο­λή να ψη­φί­σει ενα­ντί­ον της ίδρυ­σης, με το σκε­πτι­κό ότι οι συν­θή­κες δεν ήταν ώρι­μες για ένα τέ­τοιο βήμα. Η άρ­νη­ση του KPD να συν­δρά­μει στην ίδρυ­ση της νέας Διε­θνούς απο­δεί­χθη­κε γρή­γο­ρα πολύ κο­ντό­φθαλ­μη στην πράξη, όταν φά­νη­κε ότι η ίδια η συ­ζή­τη­ση εντός του USPD για το ζή­τη­μα της έντα­ξής του στην Τρίτη Διε­θνή ήταν ένας από τους βα­σι­κούς λό­γους για τους οποί­ους κερ­δή­θη­κε η αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα αυτού του κόμ­μα­τος στην ενό­τη­τα με το KPD. Έτσι, όπως υπο­γραμ­μι­ζό­ταν και από τις πα­ρεμ­βά­σεις του Ζι­νό­βιεφ και του Λένιν που βο­ή­θη­σαν στη δη­μιουρ­γία του ενιαί­ου KPD, οι Μπολ­σε­βί­κοι είχαν παί­ξει έναν κρί­σι­μο ρόλο, τον οποίο εκεί­νη την εποχή ανα­γνώ­ρι­ζαν όλοι.   

Όμως, ως το 1921, τα πράγ­μα­τα είχαν γίνει πιο πο­λύ­πλο­κα. Η οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση στη Σο­βιε­τι­κή Ρωσία ήταν τρα­γι­κή και η εξέ­γερ­ση της Κρο­στάν­δης απει­λού­σε να ανοί­ξει το δρόμο για μια νέα Βρε­τα­νι­κή στρα­τιω­τι­κή επί­θε­ση. Η έν­δεια της σο­βιε­τι­κής κυ­βέρ­νη­σης την υπο­χρέ­ω­σε να υιο­θε­τή­σει τα μέτρα «ελεύ­θε­ρης αγο­ράς», τα οποία απαι­τού­σαν τα εκα­τομ­μύ­ρια μι­κροί αγρό­τες –τη λε­γό­με­νη Νέα Οι­κο­νο­μι­κή Πο­λι­τι­κή. Στη διάρ­κεια αυτής της κρί­σης, ο Λένιν και ο Τρό­τσκι ήταν απορ­ρο­φη­μέ­νοι από την προ­σπά­θεια να κρα­τή­σουν όρθια την επα­νά­στα­ση και η ηγε­σία της Κο­μι­ντέρν πέ­ρα­σε όλο και πιο απο­κλει­στι­κά στον Ζι­νό­βιεφ και μια μικρή ομάδα αμ­φι­λε­γό­με­νων διε­θνών «κο­μι­σά­ριων», οι οποί­οι ανα­λάμ­βα­ναν να εκτε­λέ­σουν τις οδη­γί­ες του. Η Διε­θνής υπο­χω­ρού­σε όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο από το ιδα­νι­κό της δη­μο­κρα­τι­κής συ­ζή­τη­σης προς τις γρα­φειο­κρα­τι­κές εντο­λές.

Στην πε­ρί­πτω­ση του KPD, αυτό σή­μαι­νε ότι ο απε­σταλ­μέ­νος του Ζι­νό­βιεφ στη Γερ­μα­νία σφυ­ρο­κο­πού­σε τον υπο­τι­θέ­με­νο οπορ­του­νι­σμό του Λέβι, επι­μέ­νο­ντας ότι πρέ­πει να εκ­διω­χτεί από την Τσε­ντρά­λε. Ο Μπρουέ το­νί­ζει ότι είναι βε­βαί­ως πι­θα­νό ότι του­λά­χι­στον ένα μέρος των επι­θέ­σε­ων του Ζι­νό­βιεφ και του Ρά­ντεκ απέ­να­ντι στον Λέβι να αφο­ρού­σε μια απελ­πι­σμέ­νη προ­σπά­θεια «να επι­τα­χύ­νουν τε­χνη­τά την επα­νά­στα­ση» προ­κει­μέ­νου να σπά­σουν την απο­μό­νω­ση της Ρω­σί­ας. Όμως, ακόμα κι αν αυτό είναι απο­λύ­τως αλη­θές, εξα­κο­λου­θεί να υπο­γραμ­μί­ζει ότι η ηγε­σία του KPD δεν ήταν αρ­κε­τά ισχυ­ρή για να αντι­στα­θεί απέ­να­ντι σε τέ­τοιους εί­δους πα­ρεμ­βά­σεις και δια­χω­ρί­στη­κε εύ­κο­λα σε κομ­μά­τια.

Τραύ­μα­τα

Είτε βάση σχε­δί­ου, είτε ως ατύ­χη­μα, η διά­σπα­ση στην ηγε­σία του KPD άνοι­ξε το δρόμο για τη διά­πρα­ξη ενός τε­ρά­στιου λά­θους από το νέο κόμμα. Ο Μπέλα Κουν, ο ηγέ­της της ητ­τη­μέ­νης ουγ­γρι­κής σο­βιε­τι­κής κυ­βέρ­νη­σης, έφτα­σε στο Βε­ρο­λί­νο προς τα τέλη του Φλε­βά­ρη του 1921. Ο Μπρουέ ση­μειώ­νει ότι ακόμα κι αν ο Κουν δεν είχε συ­γκε­κρι­μέ­νες οδη­γί­ες από τον Ζι­νό­βιεφ ή τον Ρά­ντεκ, η ηγε­σία της Κο­μι­ντέρν «έλεγε ανοι­χτά ότι ακόμα κι αν δεν ήταν νι­κη­φό­ροι, οι με­γά­λοι αγώ­νες του διε­θνούς προ­λε­τα­ριά­του θα επέ­τρε­παν στη Ρωσία να απο­φύ­γει την υπο­χρε­ω­τι­κή κα­τα­φυ­γή στη Νέα Οι­κο­νο­μι­κή Πο­λι­τι­κή». Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, ο Κουν άρ­χι­σε άμεσα να επι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί υπέρ μιας «επα­να­στα­τι­κής επί­θε­σης» και αυτή την ιδέα απο­δε­χό­ταν και ο Πάουλ Φρέ­λιχ, που ήταν ένας από τους δια­δό­χους του Λέβι και της Τσέτ­κιν στην Τσε­ντρά­λε. Η «θε­ω­ρία της επί­θε­σης», όπως έγινε γνω­στή, υπο­στη­ρι­ζό­ταν πάνω απ’ όλους μέσα στο Ρω­σι­κό κόμμα από τον Νι­κο­λάι Μπου­χά­ριν, ένα ση­μα­ντι­κό ηγε­τι­κό στέ­λε­χος των Μπολ­σε­βί­κων. Αμέ­σως μετά την επα­νά­στα­ση του Οκτώ­βρη του 1917, ο Μπου­χά­ριν είχε απει­λή­σει με διά­σπα­ση του Μπολ­σε­βί­κι­κου Κόμ­μα­τος πάνω στο ζή­τη­μα της εξα­πό­λυ­σης ενός επα­να­στα­τι­κού πο­λέ­μου ενά­ντια στο γερ­μα­νι­κό ιμπε­ρια­λι­σμό. Οι προ­σπά­θειες του Λένιν να το­νί­σει το γε­γο­νός ότι ο ρω­σι­κός στρα­τός είχε απο­συ­ντε­θεί πλή­ρως και δεν ήταν σε θέση να πο­λε­μή­σει τους Γερ­μα­νούς δεν έπει­σαν τον Μπου­χά­ριν, ο οποί­ος πί­στευε ότι το επα­να­στα­τι­κό φρό­νη­μα μπο­ρεί να αντι­με­τω­πί­σει τις αντι­κει­με­νι­κές δυ­σκο­λί­ες. Ευ­τυ­χώς, ο Λένιν επι­κρά­τη­σε επί των θέ­σε­ων του Μπου­χά­ριν σε αυτό το ζή­τη­μα και η θε­ω­ρία της επί­θε­σης δεν δο­κι­μά­στη­κε πάνω στη ρω­σι­κή ερ­γα­τι­κή τάξη. Δυ­στυ­χώς, η γερ­μα­νι­κή ερ­γα­τι­κή τάξη έμελ­λε να πε­ρά­σει από αυτό το πεί­ρα­μα.  

Η Τσε­ντρά­λε του KPD ξε­κί­νη­σε μια ανεύ­θυ­νη από­πει­ρα να «προ­κα­λέ­σει» μια απερ­γία και ένο­πλη εξέ­γερ­ση, πα­ρό­τι η ερ­γα­τι­κή τάξη είχε πα­θη­τι­κή και απο­θαρ­ρυ­μέ­νη διά­θε­ση. Με άλλα λόγια, επι­χεί­ρη­σε να εμπλα­κεί στο είδος δρά­σης που είχε δο­κι­μά­σει το KPD το Γε­νά­ρη του 1919 και ενά­ντια στο οποίο είχαν πα­λέ­ψει τα προη­γού­με­να δύο χρό­νια ο Λέβι, ο Ρά­ντεκ και ο Μπρά­ντλερ. Πράγ­μα­τι, ήταν αυτή η μορφή δρά­σης που είχε απω­θή­σει την αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα του USPD από το να εντα­χθεί στο KPD πα­λιό­τε­ρα, από το Δε­κέμ­βρη του 1918. Ο Φρέ­λιχ είχε ιδε­ο­λο­γι­κή προ­διά­θε­ση προς τον αρι­στε­ρι­σμό, αλλά είναι πιο δύ­σκο­λο να κα­τα­λά­βου­με γιατί συμ­φώ­νη­σε και μά­λι­στα κα­θο­δή­γη­σε ορ­γα­νω­τι­κά τη δράση ο Μπρά­ντλερ, ο οποί­ος πά­ντο­τε στή­ρι­ζε τον Λέβι ενά­ντια στους αρι­στε­ρι­στές.

Τε­λι­κά, η λε­γό­με­νη Δράση του Μάρτη ήταν μια από­λυ­τη κα­τα­στρο­φή. Η έκ­κλη­ση του KPD σε γε­νι­κή απερ­γία αντι­με­τω­πί­στη­κε με αδια­φο­ρία από τη μάζα των ερ­γα­τών, οπότε τα ηγε­τι­κά στε­λέ­χη του κόμ­μα­τος έδω­σαν εντο­λή στα άνερ­γα μέλη να επι­χει­ρή­σουν να εμπο­δί­σουν δια της βίας τους ερ­γά­τες από το να πάνε για δου­λειά. Αυτό προ­κά­λε­σε επει­σό­δια ή και ένο­πλες συ­γκρού­σεις ανά­με­σα στους κο­μου­νι­στές και στους άλ­λους ερ­γά­τες. Στον από­η­χο του φιά­σκο, το κόμμα εξω­θή­θη­κε πάλι στην πα­ρα­νο­μία κι έχασε πάνω από 200.000 μέλη, πέ­φτο­ντας στα 150.000 μέλη. Εκα­το­ντά­δες αγω­νι­στές του φυ­λα­κί­στη­καν, 4 κα­τα­δι­κά­στη­καν σε θά­να­το, ενώ ο Μπρά­ντλερ κα­τα­δι­κά­στη­κε σε 5 χρό­νια φυ­λά­κι­ση για εσχά­τη προ­δο­σία.

Αντί να κοι­τά­ξει κα­τά­μα­τα τα ερεί­πια που προ­κά­λε­σε αυτή η πο­λι­τι­κή, ένα μέλος της Τσε­ντρά­λε έγρα­ψε: «Ισχυ­ρί­ζο­μαι ότι το φταί­ξι­μο βρί­σκε­ται στην απο­τυ­χία των ερ­γα­ζό­με­νων μαζών, που δεν κα­τά­λα­βαν την κα­τά­στα­ση και δεν έδω­σαν την απά­ντη­ση που όφει­λαν να δώ­σουν». Ο Λέβι, που είχε πα­ραι­τη­θεί από τη Τσε­ντρά­λε πριν τη Δράση του Μάρτη, αλλά πα­ρέ­με­νε ακόμα μέλος του κόμ­μα­τος, αντέ­δρα­σε βίαια. Η Τσέτ­κιν πε­ριέ­γρα­ψε την αντί­δρα­σή του στον Τρό­τσκι και τον Λένιν:

«Η ατυ­χής “Δράση του Μάρτη” τον συ­γκλό­νι­σε. Πί­στευε βαθιά ότι με επι­πό­λαιο τρόπο έμπαι­νε σε κίν­δυ­νο η ίδια η ύπαρ­ξη του Κόμ­μα­τος και ότι σπα­τα­λιό­νταν ανεύ­θυ­να όλα αυτά για τα οποία έδω­σαν τη ζωή τους η Ρόζα, ο Καρλ, ο Λέο και τόσοι άλλοι. Έκλαι­γε, κυ­ριο­λε­κτι­κά έκλαι­γε με πόνο, στη σκέψη ότι το Κόμμα είχε χαθεί. Πί­στευε ότι θα μπο­ρού­σε να σωθεί μόνο με τις πιο δρα­στι­κές με­θό­δους».

Ο Λέβι εξα­πέ­λυ­σε μια βά­ναυ­ση, αλλά εύ­στο­χη, πο­λι­τι­κή επί­θε­ση στην Τσε­ντρά­λε. Όμως στις μέρες της κα­τα­στο­λής που ακο­λού­θη­σαν τη Δράση του Μάρτη, αυτή η κρι­τι­κή απορ­ρί­φθη­κε από τα πε­ρισ­σό­τε­ρα κομ­μα­τι­κά μέλη και θε­ω­ρή­θη­κε επί­θε­ση στο κόμμα. Ο Λέβι δια­γρά­φη­κε γρή­γο­ρα. Δεν βο­ή­θη­σε τη θέση του το γε­γο­νός ότι είχε αφή­σει τον Κουν να τον πα­ρα­σύ­ρει νω­ρί­τε­ρα στην πα­ραί­τη­ση από την Τσε­ντρά­λε κι ότι στη συ­νέ­χεια, αν και ήξερε του­λά­χι­στον εν μέρει τι πρό­τει­νε ο Κουν, έφυγε για δια­κο­πές λίγες μέρες πριν την έναρ­ξη της Δρά­σης του Μάρτη. 

Η Τσέτ­κιν επι­χεί­ρη­σε να πεί­σει τον Λένιν να πα­ρέμ­βει υπέρ του Λέβι, αλλά ο Λένιν ισχυ­ρί­στη­κε ότι ο Λέβι προ­κά­λε­σε μόνος την οργή ενα­ντί­ον του, όταν πρώτα εγκα­τέ­λει­ψε τη θέση του στην ηγε­σία κι έπει­τα έριξε το φταί­ξι­μο σε άλ­λους για κάτι που αυτός απέ­τυ­χε να απο­τρέ­ψει. Ο Λένιν πράγ­μα­τι επι­χεί­ρη­σε να κρα­τή­σει την πόρτα ανοι­χτή για μια πι­θα­νή επι­στρο­φή του Λέβι, όταν θα ησύ­χα­ζαν τα πνεύ­μα­τα. Αλλά ο Λέβι δεν επέ­στρε­ψε ποτέ στο επα­να­στα­τι­κό κί­νη­μα. Πρώτα μπήκε στο SPD κι έπει­τα αυ­το­κτό­νη­σε το 1930. 

Στον από­η­χο της κα­τα­στρο­φής του Μάρτη, ο Λένιν και ο Τρό­τσκι προ­σπά­θη­σαν να αλ­λά­ξουν την πο­λι­τι­κή της ηγε­σί­ας του KPD. Και οι δύο επι­τέ­θη­καν ανοι­χτά στον Μπέλα Κουν, κατά το Συ­νέ­δριο της Κο­μι­ντέρν τον Ιούνη του 1921, όπου συμ­με­τεί­χαν 33 Γερ­μα­νοί αντι­πρό­σω­ποι. Ο Λένιν πε­ριέ­γρα­ψε την ηλι­θιό­τη­τα της Δρά­σης του Μάρτη ως «Kuneries» (σσ: λο­γο­παί­γνιο που πα­ρα­πέ­μπει στο όνομα του Κουν και στη γαλ­λι­κή λέξη για τις «ανοη­σί­ες») και γε­λοιο­ποί­η­σε την ιδέα μιας διαρ­κούς επα­να­στα­τι­κής επί­θε­σης, λέ­γο­ντας: «Είναι θε­ω­ρία αυτό τε­λο­σπά­ντων; Με τί­πο­τα. Είναι μια αυ­τα­πά­τη, είναι ρο­μα­ντι­σμός, κα­θα­ρός ρο­μα­ντι­σμός». Παρ’ όλα αυτά, οι Λένιν και Τρό­τσκι είχαν με­γά­λη δυ­σκο­λία να πεί­σουν τους Γερ­μα­νούς κο­μου­νι­στές για τα λάθη τους. Το λυ­πη­ρό είναι ότι τα λάθη του KPD σε κάθε βήμα δεν απο­τι­μού­νταν σο­βα­ρά, αλλά συχνά «ξε­περ­νιό­νταν» χωρίς να βγά­ζει το κόμμα κα­νέ­να κα­θα­ρό συλ­λο­γι­κό συ­μπέ­ρα­σμα. 

Μετά από μια επί­πο­νη συ­ζή­τη­ση, το KPD πεί­στη­κε να υιο­θε­τή­σει μια γραμ­μή που στην ουσία ήταν η στρα­τη­γι­κή του Λέβι για τη στα­δια­κή ενί­σχυ­ση της δύ­να­μης του KPD μέσα από την τα­κτι­κή του Ενιαί­ου Με­τώ­που. Αυτή η τα­κτι­κή είχε σχη­μα­το­ποι­η­θεί και είχε ανα­πτυ­χθεί από τον Λέβι, τον Ρά­ντεκ και άλ­λους κατά τους μήνες πριν τη Δράση του Μάρτη, αν και ήταν προ­φα­νές ότι αντι­με­τω­πι­ζό­ταν με κα­χυ­πο­ψία από τους αρι­στε­ρι­στές. Για πα­ρά­δειγ­μα, η Τσε­ντρά­λε είχε δη­μο­σιεύ­σει το Γε­νά­ρη του 1921 μια ανοι­χτή επι­στο­λή στις ερ­γα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις, κόμ­μα­τα και συν­δι­κά­τα, όπου πρό­τει­νε κοινή δράση γύρω από άμεσα αι­τή­μα­τα όπως η υπε­ρά­σπι­ση του βιο­τι­κού επι­πέ­δου και η ένο­πλη άμυνα των ερ­γα­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων απέ­να­ντι στην ακρο­δε­ξιά. Έλεγε σε ένα ση­μείο:   

«Ενώ προ­τεί­νου­με αυτή τη βάση για δράση, δεν κρύ­βου­με ούτε μια στιγ­μή από τους εαυ­τούς μας ή από τις μάζες ότι τα αι­τή­μα­τα τα οποία πα­ρα­θέ­του­με δεν μπο­ρούν να τερ­μα­τί­σουν τη φτώ­χεια τους. Χωρίς να εγκα­τα­λεί­που­με ούτε στιγ­μή την προ­πα­γάν­δα μας μέσα στις μάζες για τον αγώνα για τη δι­κτα­το­ρία [σσ: του προ­λε­τα­ριά­του], ως μόνο δρόμο προς τη σω­τη­ρία, χωρίς να παύ­ου­με να κα­λού­με τις μάζες και να τις οδη­γού­με σε αγώνα για τη δι­κτα­το­ρία σε κάθε ευ­νοϊ­κή στιγ­μή, στο Ενω­μέ­νο Γερ­μα­νι­κό Κο­μου­νι­στι­κό Κόμμα εί­μα­στε έτοι­μοι για κοινή δράση με τα ερ­γα­τι­κά κόμ­μα­τα για να κερ­δί­σου­με τα αι­τή­μα­τα που προ­α­να­φέρ­θη­καν».

Σε όλη τη διάρ­κεια του 1922 και του 1923, το KPD προ­σπά­θη­σε σκλη­ρά να διορ­θώ­σει τη ζημιά που είχε προ­κα­λέ­σει η Δράση του Μάρτη. Ανέ­λα­βαν πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο στο να προ­τεί­νουν κοι­νές συμ­φω­νί­ες με τα συν­δι­κά­τα για την υπε­ρά­σπι­ση του βιο­τι­κού επι­πέ­δου και την προ­στα­σία των δη­μο­κρα­τι­κών δι­καιω­μά­των. Στις 24 Ιούνη του 1922, ένας συ­ντη­ρη­τι­κός υπουρ­γός δο­λο­φο­νή­θη­κε από ένα ακρο­δε­ξιό τάγμα θα­νά­του, επει­δή ήταν Εβραί­ος. Ο Μπρουέ πε­ρι­γρά­φει ότι το KPD ακο­λού­θη­σε την ενιαιο­με­τω­πι­κή πο­λι­τι­κή του Λένιν, προ­τεί­νο­ντας κοινή δράση στο USPD και το SPD ενά­ντια στην ακρο­δε­ξιά. Μέσα από αυτή την πο­λι­τι­κή, το KPD συ­νέ­βα­λε στην πυ­ρο­δό­τη­ση μιας σει­ράς με­γά­λων απερ­γιών, ανα­κτώ­ντας εν μέρει τη δύ­να­μη που είχε χάσει. Το φθι­νό­πω­ρο του 1922, το κόμμα είχε πε­ρί­που 250.000 μέλη, ανα­κτώ­ντας δη­λα­δή 100.000, πε­ρί­που τα μισά, από τα μέλη που είχε χάσει μετά τη Δράση του Μάρτη. 

1923: Η τε­λευ­ταία ευ­και­ρία

Παρά τις απώ­λειές του, και αριθ­μη­τι­κά και με όρους επιρ­ρο­ής μέσα στην ερ­γα­τι­κή τάξη, το KPD είχε μια τε­λευ­ταία ευ­και­ρία να κα­θο­δη­γή­σει μια επα­νά­στα­ση. Στις αρχές του 1923, ο γαλ­λι­κός στρα­τός κα­τέ­λα­βε τη βα­σι­κή πε­ριο­χή πα­ρα­γω­γής άν­θρα­κα και σι­δή­ρου στη Γερ­μα­νία, την Κοι­λά­δα του Ρουρ, προ­κει­μέ­νου να απο­σπά­σει τις πο­λε­μι­κές οφει­λές που όριζε η Συν­θή­κη των Βερ­σαλ­λιών. Η κυ­βέρ­νη­ση SPD του Έμπερτ και η γερ­μα­νι­κή άρ­χου­σα τάξη επι­χεί­ρη­σαν να αξιο­ποι­ή­σουν την ει­σβο­λή για να κερ­δί­σουν την αφο­σί­ω­ση των Γερ­μα­νών ερ­γα­τών, ει­δι­κά στο Ρουρ, ενά­ντια στους Γάλ­λους. Το KPD συμ­φω­νού­σε ότι έπρε­πε να αντι­με­τω­πι­στούν οι Γάλ­λοι, αλλά αρ­νή­θη­κε να συμ­μα­χή­σει με το SPD ή με τα αφε­ντι­κά. Όπως έγρα­φε  ένα ηγε­τι­κό του στέ­λε­χος:

«Ήταν απο­φα­σι­στι­κής ση­μα­σί­ας και για τη γερ­μα­νι­κή αστι­κή τάξη και για τους Γάλ­λους στρα­τη­γούς να έχουν τους ερ­γά­τες με το μέρος τους… Οι Γάλ­λοι στρα­τη­γοί συ­νει­δη­τά εκ­με­ταλ­λεύ­τη­καν το μίσος της γερ­μα­νι­κής ερ­γα­τι­κής τάξης απέ­να­ντι στα αφε­ντι­κά της… Από τη γερ­μα­νι­κή πλευ­ρά, έγι­ναν οι αντί­στοι­χες προ­σπά­θειες. Ό,τι κι αν συ­νέ­βαι­νε, η σύλ­λη­ψη ενός διευ­θυ­ντή, η κα­τα­δί­κη ενός δη­μάρ­χου ή η απέ­λα­ση ενός αξιω­μα­τού­χου, [τα γερ­μα­νι­κά αφε­ντι­κά] προ­σπα­θού­σαν να ξε­κι­νή­σουν μια απερ­γία, υπο­σχό­με­νοι να πλη­ρώ­σουν τους ερ­γά­τες για τα χα­μέ­να με­ρο­κά­μα­τα». 

Όμως, όπως πε­ρι­γρά­φει ο Μπρουέ, αυτή η υπο­τι­θέ­με­νη αλ­λη­λεγ­γύη δεν έφτα­νε πολύ μα­κριά. Για πα­ρά­δειγ­μα, «το κάρ­βου­νο δεν μοι­ρα­ζό­ταν στις ερ­γα­τι­κές οι­κο­γέ­νειες… πα­ρέ­με­νε απο­θη­κευ­μέ­νο στα ορυ­χεία». Και δεν ήταν αυτό το χει­ρό­τε­ρο. 

«Φαί­νε­ται ότι από το Νο­έμ­βρη του 1921, οι με­γι­στά­νες της γερ­μα­νι­κής βιο­μη­χα­νί­ας είχαν απο­φα­σί­σει ότι η γε­νι­κή κα­τά­στα­ση έπρε­πε να επι­δει­νω­θεί δρα­μα­τι­κά, πριν γίνει εφι­κτό να βελ­τιω­θεί. Ένας καλ­πά­ζων πλη­θω­ρι­σμός θα μπο­ρού­σε να εξα­λεί­ψει το γερ­μα­νι­κό χρέος, να γο­να­τί­σει το κρά­τος μπρο­στά τους, να εξα­ντλή­σει τους ερ­γα­ζό­με­νους και να αφή­σει τους με­γά­λους κα­πι­τα­λι­στές ως μό­νους κι από­λυ­τους κυ­ρί­αρ­χους της κα­τά­στα­σης».

Στις 23 Γε­νά­ρη του 1923, το ένα δο­λά­ριο άξιζε 8.000 μάρκα. Στις 7 Σε­πτέμ­βρη, άξιζε 60 εκα­τομ­μύ­ρια μάρκα κι ένας ερ­γα­ζό­με­νος στα ορυ­χεία χρεια­ζό­ταν δου­λειά μίας ώρας για να βγά­λει τα χρή­μα­τα να αγο­ρά­σει ένα αυγό. Ο υπερ­πλη­θω­ρι­σμός τσά­κι­σε τους μι­σθούς και τις απο­τα­μιεύ­σεις και οδή­γη­σε σε μια δρα­μα­τι­κή αύ­ξη­ση των ανέρ­γων και των αστέ­γων. Ως το κα­λο­καί­ρι του 1923, η κρίση απο­κά­λυ­ψε την αχρη­στία της πί­στης των ρε­φορ­μι­στών σο­σια­λι­στών στην ιε­ρό­τη­τα του κα­πι­τα­λι­σμού, αλλά και την επι­λο­γή της συν­δι­κα­λι­στι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας να στη­ρί­ζε­ται σε δια­πραγ­μα­τεύ­σεις για αυ­ξή­σεις μια φορά το χρόνο. Η επιρ­ροή του KPD αυ­ξή­θη­κε γρή­γο­ρα και ξε­πή­δη­σαν 20.000 ερ­γο­στα­σια­κά και ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια σε όλη τη Γερ­μα­νία κατά τον απελ­πι­σμέ­νο αγώνα για τροφή. Αυτά τα συμ­βού­λια δεν ήταν ίδια με τα σο­βιέτ που είχαν ανα­πτυ­χθεί το Νο­έμ­βρη του 1918, γιατί ορ­γα­νώ­νο­νταν και δρού­σαν μόνο μέσα στον κάθε χώρο δου­λειάς χω­ρι­στά. Και σε αντί­θε­ση με τα ρω­σι­κά σο­βιέτ το 1917, δεν αντι­προ­σώ­πευαν τη βάση του στρα­τού. Ωστό­σο, αυτή η μα­ζι­κή εκτί­να­ξη της ορ­γά­νω­σης από τα κάτω σε ερ­γο­στα­σια­κό επί­πε­δο, που ανά­λο­γή της δεν έχει υπάρ­ξει παρά απει­ρο­ε­λά­χι­στες φορές στη διε­θνή ιστο­ρία του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, έθετε εμ­φα­νώς για άλλη μια φορά το ζή­τη­μα της δυ­να­τό­τη­τας δυα­δι­κής εξου­σί­ας. Επι­πλέ­ον, το KPD είχε γίνει η ηγε­τι­κή δύ­να­μη στο κί­νη­μα των ερ­γα­τι­κών συμ­βου­λί­ων, κερ­δί­ζο­ντας την αφο­σί­ω­ση εκα­τομ­μύ­ριων ερ­γα­τών πέρα από τα μέλη του. Για να υπε­ρα­σπι­στεί τους ερ­γά­τες από την αστυ­νο­μία και την ακρο­δε­ξιά, το KPD ορ­γά­νω­σε μια πο­λι­το­φυ­λα­κή που λε­γό­ταν «προ­λε­τα­ρια­κές εκα­το­νταρ­χί­ες». Την Πρω­το­μα­γιά του 1923, 25.000 μέλη τους πα­ρέ­λα­σαν μέσα από το κέ­ντρο του Βε­ρο­λί­νου, φο­ρώ­ντας κόκ­κι­να πε­ρι­βρα­χιό­νια, μια «πραγ­μα­τι­κή ερ­γα­τι­κή πο­λι­το­φυ­λα­κή» λέει ο Μπρουέ.

Όλα αυτά έτει­ναν να δεί­χνουν ότι το KPD είχε επι­τέ­λους ξε­πε­ρά­σει τα νε­α­νι­κά λάθη του και γι­νό­ταν ένα πραγ­μα­τι­κό «μπολ­σε­βί­κι­κο» κόμμα. Όμως ο Μπρουέ ισχυ­ρί­ζε­ται ότι αυτό δεν ίσχυε απα­ραί­τη­τα. 

«Στα τέλη του Ιούνη του 1923, ενώ οι Γερ­μα­νοί Κο­μου­νι­στές ήταν απο­λύ­τως πει­σμέ­νοι ότι η κα­τά­στα­ση που είχε προ­κα­λέ­σει η κρίση στη Γερ­μα­νία θα οδη­γού­σε ανα­πό­φευ­κτα σε επα­νά­στα­ση, εκτι­μού­σαν ότι είχαν ακόμα επαρ­κή χρόνο για να ενι­σχύ­σουν την επιρ­ροή τους μέσα και γύρω από το προ­λε­τα­ριά­το… [Στη Ρωσία] ο Ζι­νό­φιεφ δια­κή­ρυσ­σε: “Η Γερ­μα­νία είναι στην πα­ρα­μο­νή της επα­νά­στα­σης. Αλλά αυτό δεν ση­μαί­νει ότι η επα­νά­στα­ση θα έρθει σε ένα μήνα ή σε ένα χρόνο. Ίσως απαι­τη­θεί πε­ρισ­σό­τε­ρος χρό­νος”.»

Ο Ζι­νό­βιεφ, που είχε εν­θαρ­ρύ­νει το KPD να ορ­μή­σει στην πα­ρά­νοια του 1921, τώρα πά­τα­γε φρένο και τον απα­σχο­λού­σε κυ­ρί­ως να μην επι­χει­ρή­σει το KPD να πάρει κά­ποια πρω­το­βου­λία χωρίς να έχει εγ­γυ­η­μέ­νους συμ­μά­χους. Η ανα­ζή­τη­ση του Ζι­νό­βιεφ για φί­λους του KPD έφτα­σε στο ση­μείο να τον κάνει να τους εν­θαρ­ρύ­νει να απευ­θυν­θούν στους φα­σί­στες, οι οποί­οι επί­σης μι­σού­σαν τη γαλ­λι­κή κα­το­χή. Ήταν ένα βρα­χύ­βιο πε­ρι­στα­τι­κό, αλλά απο­κα­λύ­πτει την ποιο­τι­κή δια­φο­ρά ανά­με­σα στην κα­θο­δή­γη­ση του Λένιν στη Ρω­σι­κή Επα­νά­στα­ση και την προ­σπά­θεια του Ζι­νό­βιεφ να κα­τευ­θύ­νει το KPD από μα­κριά.  

Ο Μπρά­ντλερ, προς τιμήν του, κα­τά­λα­βε ότι το KPD έπρε­πε να απο­δεί­ξει ότι μπο­ρεί να κα­θο­δη­γή­σει ένα πα­νε­θνι­κό κί­νη­μα, που θα συ­ντο­νί­σει τα ασύν­δε­τα απερ­για­κά κύ­μα­τα που ξε­σπού­σαν σε όλη τη Γερ­μα­νία, όπως και ότι μπο­ρεί να ηγη­θεί στον εκ­κο­λα­πτό­με­νο εμ­φύ­λιο πό­λε­μο με­τα­ξύ της  αστυ­νο­μί­ας και των φα­σι­στών, από τη μία, και των ερ­γα­τι­κών συμ­βου­λί­ων και των πο­λι­το­φυ­λα­κών από την άλλη. Αν το KPD δεν έπαιρ­νε την ηγε­σία, τότε υπήρ­χε ο κίν­δυ­νος ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κής και δια­σκορ­πι­σμέ­νης αντί­στα­σης, η οποία θα «ξο­δευό­ταν» από μόνη της σε όλη τη χώρα, όπως συ­νέ­βη το 1919. Πρό­τει­νε μια «Αντι­φα­σι­στι­κή Μέρα Δρά­σης» για τις 29 Ιούλη του 1923. Αν και πα­ρέ­με­νε ένα κά­λε­σμα για ενιαίο μέ­τω­πο ενά­ντια στη Δεξιά, ήταν εμ­φα­νές ότι το KPD και εκα­τομ­μύ­ρια ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποι­η­μέ­νων ερ­γα­τών θα μπο­ρού­σαν να αξιο­ποι­ή­σουν αυτή τη μέρα επί­σης για να επι­θε­ω­ρή­σουν τις δυ­νά­μεις τους και για να πιέ­σουν το USPD και το SPD να πα­ραι­τη­θούν από την κυ­βέρ­νη­ση.  Το σχέ­διο του Μπρά­ντλερ υιο­θε­τή­θη­κε από την Τσε­ντρά­λε και ο ίδιος έγρα­ψε το πρω­το­σέ­λι­δο άρθρο που το ανα­κοί­νω­νε στη «Rote Fahne»: 

«Εμείς οι κο­μου­νι­στές μπο­ρού­με να νι­κή­σου­με αυτή τη μάχη με την αντε­πα­νά­στα­ση μόνο αν κα­τα­φέ­ρου­με να τρα­βή­ξου­με τους σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες και τους ανέ­ντα­χτους ερ­γά­τες στον αγώνα μαζί μας… Το κόμμα μας πρέ­πει να ανε­βά­σει τη μα­χη­τι­κό­τη­τα των ορ­γα­νώ­σε­ών του σε τέ­τοια επί­πε­δα, που θα δια­σφα­λί­ζουν ότι δεν θα αιφ­νι­δια­στούν, όταν ξε­σπά­σει εμ­φύ­λιος πό­λε­μος… Οι φα­σί­στες ελ­πί­ζουν να κερ­δί­σουν τον εμ­φύ­λιο πό­λε­μο, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας συ­ντρι­πτι­κή βιαιό­τη­τα… Αν οι φα­σί­στες, οπλι­σμέ­νοι μέχρι τα δό­ντια, ανοί­ξουν πυρ ενά­ντια στους προ­λε­τά­ριους μα­χη­τές μας, θα πρέ­πει να μας βρουν έτοι­μους να τους εξα­φα­νί­σου­με».

Το σχέ­διο του Μπρά­ντλερ συ­γκλό­νι­σε τη Γερ­μα­νία. Το SPD και οι συ­ντη­ρη­τι­κοί το κα­τήγ­γει­λαν. Οι φα­σι­στι­κές πο­λι­το­φυ­λα­κές και η αστυ­νο­μία προ­ε­τοι­μά­ζο­νταν για σύ­γκρου­ση. Οι απερ­γί­ες εντά­θη­καν και οι ερ­γά­τες κα­τα­τάσ­σο­νταν μα­ζι­κά στις προ­λε­τα­ρια­κές εκα­το­νταρ­χί­ες. Στις 23 Ιούλη, ο Γκού­σταβ Νόσκε, το ηγε­τι­κό στέ­λε­χος του SPD που είχε συμ­βά­λει στην κα­τα­στο­λή των απερ­γιών του Γε­νά­ρη του 1919, εξέ­δω­σε μια απα­γό­ρευ­ση των δια­δη­λώ­σε­ων της Αντι­φα­σι­στι­κής Μέρας στο Ανό­βε­ρο. Τον μι­μή­θη­καν σύ­ντο­μα και άλλες δη­μο­τι­κές και πε­ρι­φε­ρεια­κές κυ­βερ­νή­σεις. Τώρα το KPD έπρε­πε να πάρει μια από­φα­ση. 

Ασφα­λώς, ήταν μια πολύ δύ­σκο­λη κα­τά­στα­ση. Ει­δι­κά με δε­δο­μέ­νη την προϊ­στο­ρία του KPD σε πρό­ω­ρες δρά­σεις, η ηγε­σία του κόμ­μα­τος έπρε­πε να απο­φα­σί­σει αν ο συ­σχε­τι­σμός τα­ξι­κών δυ­νά­με­ων είχε αλ­λά­ξει προς όφε­λός του και αν ήταν ή όχι αρ­κε­τά ισχυ­ρό για να οδη­γή­σει την ερ­γα­τι­κή τάξη, αν όχι σε άμεση επα­νά­στα­ση, τότε του­λά­χι­στον στο κα­τώ­φλι της. Δυ­στυ­χώς, όπως γρά­φει ο Μπρουέ: «όλες οι πα­λιές δια­φο­ρές επα­νεμ­φα­νί­στη­καν αμέ­σως μέσα στη Τσε­ντρά­λε». Ο Μπρά­ντλερ αρ­χι­κά πά­λε­ψε να υπε­ρα­σπι­στεί την άποψή του, αλλά στη συ­νέ­χεια υπο­χώ­ρη­σε. Ανή­μπο­ροι να απο­φα­σί­σουν οι ίδιοι, έστει­λαν τη­λε­γρά­φη­μα στη Μόσχα, ρω­τώ­ντας τι να κά­νουν. Ο Λένιν είχε κλο­νι­στεί από μια σειρά εγκε­φα­λι­κών. Ο Τρό­τσκι, ο Ζι­νό­βιεφ και ο Μπου­χά­ριν ήταν όλοι τους σε άλλες δια­δι­κα­σί­ες. Ο Ρά­ντεκ, που έλαβε το τη­λε­γρά­φη­μα, προει­δο­ποί­η­σε ενά­ντια στα λάθη του 1921. Οι Ζι­νό­βιεφ και Μπου­χά­ριν, μέσω τη­λε­γρα­φή­μα­τος, υπο­στή­ρι­ξαν την ανυ­πα­κοή στην απα­γό­ρευ­ση. Ο Στά­λιν δια­φώ­νη­σε. Τε­λι­κά, ο Ρά­ντεκ έστει­λε τη­λε­γρά­φη­μα στον Μπρά­ντλερ που έλεγε: «φο­βό­μα­στε ότι είναι πα­γί­δα», και η Αντι­φα­σι­στι­κή Μέρα μα­ταιώ­θη­κε. Φυ­σι­κά δεν ήταν έγκλη­μα να ζη­τή­σουν τη συμ­βου­λή των Μπολ­σε­βί­κων, αλλά η ακύ­ρω­ση μιας δρά­σης, που ίσως απο­δει­κνυό­ταν η έναρ­ξη του αγώνα για την εξου­σία στη Γερ­μα­νία, εξαι­τί­ας ενός τη­λε­γρα­φή­μα­τος, απο­κά­λυ­ψε για άλλη μια φορά την αδυ­να­μία της γερ­μα­νι­κής ηγε­σί­ας.

Μα­θή­μα­τα του Οκτώ­βρη

Είναι αδύ­να­το να πούμε τι θα μπο­ρού­σε να έχει συμ­βεί, αν το KPD προ­χω­ρού­σε στην ορ­γά­νω­ση της Αντι­φα­σι­στι­κής Μέρας. Το μόνο σί­γου­ρο είναι ότι με­ρι­κές βδο­μά­δες μετά τη μα­ταί­ω­ση της δια­δή­λω­σης, η κυ­βέρ­νη­ση του συ­ντη­ρη­τι­κού πρω­θυ­πουρ­γού Κούνο κα­τάρ­ρευ­σε υπό την πίεση ενός κύ­μα­τος μα­ζι­κών απερ­γιών. Η πτώση της κυ­βέρ­νη­σης Κούνο στα μέσα Αυ­γού­στου έκανε τε­λι­κά το KPD και την Κο­μου­νι­στι­κή Διε­θνή να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν ότι η κρίση στη Γερ­μα­νία ήταν ανά­λο­γη με εκεί­νη στη Ρωσία κατά τον Σε­πτέμ­βρη-Οκτώ­βρη του 1917. Δη­λα­δή ότι ωρί­μα­ζε μια προ­ε­πα­να­στα­τι­κή κα­τά­στα­ση και το KPD μπο­ρεί σύ­ντο­μα να βρι­σκό­ταν μπρο­στά στην πάλη για την εξου­σία. 

Στη Ρωσία, μετά από 6 χρό­νια πεί­νας κι απο­μό­νω­σης, η προ­ο­πτι­κή μιας σο­σια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης στη Γερ­μα­νία εξύ­ψω­σε τις ελ­πί­δες. Οι Ρώσοι ερ­γά­τες ορ­γά­νω­ναν μα­ζι­κές συ­γκε­ντρώ­σεις, όπου συμ­φω­νού­σαν να κό­ψουν τους ίδιους τους μι­σθούς τους για να στεί­λουν χρή­μα­τα στη Γερ­μα­νία που θα βοη­θή­σουν την επα­νά­στα­ση. Ορ­γα­νώ­νο­νταν εθε­λο­ντές για να πάνε στη Γερ­μα­νία και να πο­λε­μή­σουν σε διε­θνείς τα­ξιαρ­χί­ες.

Αλλά. όπως έγρα­φε ο Τρό­τσκι: «δεν αρκεί να κρα­τάς σπαθί, πρέ­πει και να ξέ­ρεις να το χρη­σι­μο­ποιείς». Τώρα, για άλλη μια φορά ξε­δι­πλώ­θη­κε η αντι­φα­τι­κό­τη­τα του KPD. Ο Μπρά­ντλερ, αντί να πα­ρα­μεί­νει στη Γερ­μα­νία, έφυγε για τη Ρωσία μαζί με αρ­κε­τά άλλα στε­λέ­χη της Τσε­ντρά­λε. Εκεί ξό­δε­ψαν ένα μήνα να συ­ζη­τούν αν θα πρέ­πει να δια­λέ­ξουν μια ημε­ρο­μη­νία για εξέ­γερ­ση ή να πε­ρι­μέ­νουν να δουν πώς θα εξε­λι­χθούν τα πράγ­μα­τα. Ο Τρό­τσκι, που τώρα έπαι­ζε το ρόλο που είχε παί­ξει ο Λένιν το 1917, τους σφυ­ρο­κό­πη­σε ανη­λε­ώς, απαι­τώ­ντας από το KPD να το πάρει από­φα­ση, να δια­λέ­ξει μια ημε­ρο­μη­νία και να προ­χω­ρή­σει. Πρό­τει­νε να ξε­κι­νή­σει η εξέ­γερ­ση στην επέ­τειο της εξέ­γερ­σης των Μπολ­σε­βί­κων. Ο Μπρά­ντλερ πρό­τει­νε να έρθει ο Τρό­τσκι στο Βε­ρο­λί­νο για να κα­θο­δη­γή­σει την επα­νά­στα­ση, αλλά ο Ζι­νό­βιεφ δεν το επέ­τρε­πε, γιατί φο­βό­ταν ότι, αν ο Τρό­τσκι πε­τύ­χαι­νε, θα τον επι­σκί­α­ζε στην εντει­νό­με­νη εσω­κομ­μα­τι­κή μάχη στη Ρωσία.

Είναι δύ­σκο­λο να πει κα­νείς αν θα έκανε κά­ποια δια­φο­ρά ο Τρό­τσκι ή όχι, αλλά τε­λι­κά το KPD κα­τέ­λη­ξε σε ένα σχέ­διο εξέ­γερ­σης που έμοια­ζε αρ­κε­τά με την ιδέα του Ζι­νό­βιεφ για το πώς θα έπρε­πε να γι­νό­ταν η επα­νά­στα­ση τον Οκτώ­βρη του 1917, με την έν­νοια ότι ήθελε να στη­ρί­ζε­ται στη συμ­φω­νία της αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας των Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τών για να ξε­κι­νή­σει την εξέ­γερ­ση. Με πρω­το­βου­λία του Ζι­νό­φιεφ, το σχέ­διο του κόμ­μα­τος ήταν να μπει στις αρι­στε­ρές σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κές κυ­βερ­νή­σεις στη Σα­ξο­νία και τη Θου­ριγ­γία και να τις αξιο­ποι­ή­σει ως βάση για την επα­νά­στα­ση και για να δώσει όπλα στην ερ­γα­τι­κή τάξη. Ο Μπρά­ντλερ αρ­γό­τε­ρα επέ­με­νε ότι είχε ενα­ντιω­θεί σε αυτή την κί­νη­ση, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι τα όπλα της Σα­ξο­νί­ας και της Θου­ριγ­γί­ας είχαν με­τα­φερ­θεί στα οπλο­στά­σια του Βε­ρο­λί­νου και ότι η εί­σο­δος στις κυ­βερ­νή­σεις θα απο­δυ­νά­μω­νε το κί­νη­μα «γιατί οι μάζες πλέον θα πε­ρί­με­ναν από την κυ­βέρ­νη­ση να κάνει αυτά που μόνο οι ίδιες θα μπο­ρού­σαν να κά­νουν». Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, η Σα­ξο­νία δεν ήταν το κέ­ντρο της δύ­να­μης της ερ­γα­τι­κής τάξης. Αλλά ο Μπρά­ντλερ υπο­χώ­ρη­σε στις πιέ­σεις της Μό­σχας. 

Τον Οκτώ­βρη του 1917, ο Τρό­τσκι και οι Μπολ­σε­βί­κοι ηγή­θη­καν της εξέ­γερ­σης μέσα από τα Σο­βιέτ, σε συμ­μα­χία με τις ακρο­α­ρι­στε­ρές πτέ­ρυ­γες αρ­κε­τών άλλων κομ­μά­των, αλλά ποτέ δεν πα­ρα­χώ­ρη­σαν στις ηγε­σί­ες αυτών των άλλων κομ­μά­των, που στέ­κο­νταν με­τα­ξύ με­ταρ­ρύθ­μι­σης και επα­νά­στα­σης, τη δυ­να­τό­τη­τα να εμπο­δί­σουν τη δράση τους. Δυ­στυ­χώς, στη Γερ­μα­νία, ο Μπρά­ντλερ, με τις ευ­λο­γί­ες του Ζι­νό­βιεφ, πρό­τει­νε δη­μό­σια στα τέλη Οκτώ­βρη στην ηγε­σία της αρι­στε­ρής πτέ­ρυ­γας του SPD να αρ­χί­σουν μαζί την επα­νά­στα­ση. Όταν ένας υπουρ­γός του SPD αρ­νή­θη­κε να υπο­στη­ρί­ξει την πρό­τα­ση του KPD για γε­νι­κή απερ­γία σε μια συν­διά­σκε­ψη των ερ­γο­στα­σια­κών επι­τρο­πών, ο Μπρά­ντλερ μα­ταί­ω­σε την εξέ­γερ­ση. Προ­σθέ­το­ντας την προ­σβο­λή στο τραύ­μα, το KPD στο Αμ­βούρ­γο δεν ενη­με­ρώ­θη­κε ότι είχε ακυ­ρω­θεί η εξέ­γερ­ση. Εκεί το κόμμα προ­χώ­ρη­σε στην υλο­ποί­η­ση του σχε­δί­ου, απο­μο­νώ­θη­κε κι εξο­ντώ­θη­κε. Ει­κο­σιέ­να στε­λέ­χη του σκο­τώ­θη­καν κι εκα­το­ντά­δες τραυ­μα­τί­στη­καν ή φυ­λα­κί­στη­καν. 

Αφού το KPD είχε ξε­ση­κώ­σει εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες μέλη του και εκα­τομ­μύ­ρια ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποι­η­μέ­νους ερ­γά­τες στο ση­μείο προ­ε­τοι­μα­σί­ας ενός αγώνα για την εξου­σία, η ξαφ­νι­κή και χα­ο­τι­κή απο­γο­ή­τευ­ση κα­τέ­στρε­ψε τη μα­χη­τι­κή ικα­νό­τη­τα του κόμ­μα­τος. 

Για κά­ποιες εβδο­μά­δες, ο Ζι­νό­βιεφ προ­σπά­θη­σε να προ­σποι­η­θεί ότι όλα πή­γαι­ναν καλά και ότι η εξέ­γερ­ση είχε απλώς ανα­βλη­θεί. Αλλά, καθώς περ­νού­σε ο χρό­νος, η γερ­μα­νι­κή αστι­κή τάξη άρ­πα­ξε την ευ­και­ρία να επι­βά­λει στρα­τιω­τι­κό νόμο και έγινε εμ­φα­νές ότι η επα­νά­στα­ση είχε ητ­τη­θεί. 

Ο Τσό­τσκι συ­νό­ψι­σε την κα­τά­στα­ση στο «Μα­θή­μα­τα του Οκτώ­βρη», που δη­μο­σιεύ­τη­κε το 1924, όπου έρι­χνε όλο το φταί­ξι­μο στον Ζι­νό­βιεφ και στην ηγε­σία του KPD:

«Στη διάρ­κεια μιας σχε­τι­κά ήπιας κα­τά­στα­σης στην πο­λι­τι­κή ζωή, [τα λάθη] διορ­θώ­νο­νται, ακόμα κι αν φέ­ρουν απώ­λειες, δεν θα φέ­ρουν κα­τα­στρο­φή. Αλλά σε πε­ριό­δους οξεί­ας επα­να­στα­τι­κής κρί­σης, το απο­λύ­τως κρί­σι­μο είναι ο δια­θέ­σι­μος χρό­νος… Η δυ­σαρ­μο­νία ανά­με­σα σε μια επα­να­στα­τι­κή ηγε­σία (δι­σταγ­μοί, τα­λα­ντεύ­σεις, χρο­νο­τρι­βή απέ­να­ντι στη μα­νια­σμέ­νη επί­θε­ση της αστι­κής τάξης) και τα αντι­κει­με­νι­κά κα­θή­κο­ντα, μπο­ρεί να οδη­γή­σει μέσα σε λίγες βδο­μά­δες ή μέρες σε μια κα­τα­στρο­φή και σε απώ­λεια εκεί­νων τα οποία χρειά­στη­καν χρό­νια για να προ­ε­τοι­μα­στούν».

Συ­νε­πώς, απο­δεί­χθη­κε ότι οι κίν­δυ­νοι του συ­ντη­ρη­τι­σμού κατά την επα­να­στα­τι­κή συ­γκυ­ρία ήταν εξί­σου κα­τα­στρο­φι­κοί με τους κιν­δύ­νους του αρι­στε­ρι­σμού κατά τη μη-επα­να­στα­τι­κή συ­γκυ­ρία. Κα­νέ­να επα­να­στα­τι­κό κόμμα, όσο με­γά­λο κι αν είναι και όσο βαθιά κρίση κι αν αντι­με­τω­πί­ζει η αστι­κή τάξη, δεν μπο­ρεί να οδη­γή­σει την ερ­γα­τι­κή τάξη στην εξου­σία, αν δεν κα­τέ­χει όλο το φάσμα των στρα­τη­γι­κών και τα­κτι­κών και αν δεν ανα­πτύ­ξει μια βα­σι­κή ηγε­σία που θα έχει το κύρος να τις εφαρ­μό­σει.  

Ο Μπρουέ τε­λειώ­νει την ιστο­ρία του επι­χει­ρώ­ντας να εξη­γή­σει γιατί το KPD δεν μπό­ρε­σε ποτέ να ξε­πε­ρά­σει τις αδυ­να­μί­ες του. Πρώτο, ήταν το ζή­τη­μα της απει­ρί­ας. «Δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με», λέει ο Μπρουέ, «ότι οι ηγέ­τες του KPD είχαν μόνο λίγα χρό­νια εμπει­ριών μέσα σε δύ­σκο­λες συν­θή­κες». 

Δεύ­τε­ρο:

«Δεν υπήρ­χε Λένιν και, παίρ­νο­ντας υπόψη τις ικα­νό­τη­τες των προ­σω­πι­κο­τή­των στην προ­πο­λε­μι­κή αρι­στε­ρή αντι­πο­λί­τευ­ση στο SPD, δεν υπήρ­χε τί­πο­τα στην προϊ­στο­ρία του Κόμ­μα­τος ή του γερ­μα­νι­κού προ­λε­τα­ριά­του που θα έκανε πι­θα­νή την ανά­δυ­ση μέσα σε λίγα χρό­νια αν­θρώ­πων ικα­νών να κα­θο­δη­γή­σουν μια πε­τυ­χη­μέ­νη επα­νά­στα­ση ενά­ντια στην πιο συ­νει­δη­τή και απο­φα­σι­σμέ­νη αστι­κή τάξη της Ευ­ρώ­πης, αν όχι του κό­σμου.

Ο συ­ντη­ρη­τι­κός χα­ρα­κτή­ρας της συν­δι­κα­λι­στι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας και του μη­χα­νι­σμού του SPD είχε στρέ­ψει τα πιο μα­χη­τι­κά στοι­χεία των ερ­γα­τών ενά­ντια στις έν­νοιες της πει­θαρ­χί­ας και της ορ­γά­νω­σης. Οι Κο­μου­νι­στές ηγέ­τες που ανα­δεί­χθη­καν μέσα από την προ­πο­λε­μι­κή Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία, κου­βα­λού­σαν αυτό το απο­τύ­πω­μα στην τάση τους για ορ­γα­νω­τι­κή πα­θη­τι­κό­τη­τα και στη ροπή τους να τρέ­χουν πίσω από τα γε­γο­νό­τα».

Τα συ­μπε­ρά­σμα­τα του Μπρουέ πρέ­πει να είναι αφε­τη­ρία για τους μαρ­ξι­στές που θέ­λουν να κα­τα­νο­ή­σουν την ήττα στη Γερ­μα­νία. Οι αντι­κει­με­νι­κές οι­κο­νο­μι­κές συν­θή­κες του προ­πο­λε­μι­κού γερ­μα­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού δια­μόρ­φω­σαν με δια­λε­κτι­κό τρόπο τις πο­λι­τι­κές μορ­φές ορ­γά­νω­σης που υιο­θέ­τη­σε η ερ­γα­τι­κή τάξη, ενώ αυτή η προϊ­στο­ρία, με τη σειρά της, δια­μόρ­φω­νε τις ιδέες και τις εμπει­ρί­ες των ηγε­τι­κών σο­σια­λι­στών επα­να­στα­τών. Κα­τό­πιν εορ­τής, ο Λέβι είχε σί­γου­ρα δίκιο, όταν κα­τέ­λη­ξε ότι έπρε­πε να είχαν αρ­χί­σει να χτί­ζουν ένα ανε­ξάρ­τη­το επα­να­στα­τι­κό κόμμα από το 1903, αλλά αυτό προ­ϋ­πέ­θε­τε ότι η Λού­ξε­μπουργκ και ο Λί­μπ­κνε­χτ θα είχαν βγά­λει αυτά τα συ­μπε­ρά­σμα­τα υπό συν­θή­κες που δεν υπήρ­χαν στη Γερ­μα­νία (όπως υπήρ­ξαν στη Ρωσία) ή δεν είχαν υπάρ­ξει ακόμα στη Γερ­μα­νία. Αφού κα­τα­νό­η­σαν το λάθος τους με κα­θυ­στέ­ρη­ση, εκεί­νοι οι πο­λι­τι­κοί ηγέ­τες που είχαν τη με­γα­λύ­τε­ρη ικα­νό­τη­τα για να το διορ­θώ­σουν (Λού­ξε­μπουργκ, Λί­μπ­κνε­χτ, Μέ­ρινγκ, Γιό­γκι­σες) δο­λο­φο­νή­θη­καν στις αρχές του 1919. Αυτό που άφη­σαν πίσω τους δεν ήταν ένα συ­γκρο­τη­μέ­νο  Μπολ­σε­βί­κι­κο Κόμμα, αλλά η ιδέα ενός κόμ­μα­τος, που ασφα­λώς ανα­φε­ρό­ταν στην πα­ρά­δο­ση του Λένιν, αλλά στο εσω­τε­ρι­κό του ήταν έντο­να τα αστα­θή κι ανυ­πό­μο­να αρι­στε­ρί­στι­κα, εχθρι­κά και δια­χω­ρι­σμέ­να από τα επα­να­στα­τι­κά ερ­γα­τι­κά στε­λέ­χη, που στην πλειο­ψη­φία τους πα­ρέ­μει­ναν στο USPD ως το 1920.

Ο Μπρουέ ορθά το­νί­ζει τη συμ­βο­λή του Λέβι ως του βα­σι­κού στην πράξη Γερ­μα­νού κο­μου­νι­στή που κα­τά­λα­βε ότι το KPD, με τη μορφή που είχε το 1919, δεν ήταν το KPD που θα μπο­ρού­σε να οδη­γή­σει την ερ­γα­τι­κή τάξη στην ανα­τρο­πή του κα­πι­τα­λι­σμού στη Γερ­μα­νία. Οδή­γη­σε το κόμμα προς τις ενιαιο­με­τω­πι­κές τα­κτι­κές, που τε­λι­κά βο­ή­θη­σαν να κερ­δη­θεί η αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα του USPD και να ιδρυ­θεί ένα αυ­θε­ντι­κά μα­ζι­κό κόμμα πάνω στις αρχές που κλη­ρο­δό­τη­σε η Λού­ξε­μπουργκ. Όμως ο Λέβι, που στρα­το­λο­γή­θη­κε σχε­δόν τυ­χαία στο μαρ­ξι­σμό ως ο δι­κη­γό­ρος της Λού­ξε­μπουργκ κατά τον πό­λε­μο, ποτέ δεν κέρ­δι­σε την εμπι­στο­σύ­νη της πλειο­ψη­φί­ας των στε­λε­χών ούτε του KPD, ούτε του USPD. Και όταν τα πράγ­μα­τα έφτα­σαν στα άκρα κατά τα κα­τα­στρο­φι­κά γε­γο­νό­τα το Μάρτη του 1921, διέ­κο­ψε βίαια τους δε­σμούς του, αντί να επι­χει­ρή­σει να επου­λώ­σει τα τραύ­μα­τα του κόμ­μα­τος και να το βοη­θή­σει να προ­χω­ρή­σει. Έκτο­τε, η τύχη του KPD ήταν ου­σια­στι­κά στα χέρια του Ζι­νό­βιεφ, του Μπου­χά­ριν, του Ρά­ντεκ και της ηγε­σί­ας της Κο­μι­ντέρν, που βρι­σκό­ταν στη Μόσχα. 

Αν και ο Μπρουέ ορθά ση­μειώ­νει ότι δεν υπήρ­χε ένας Λένιν στο Βε­ρο­λί­νο, πρέ­πει επί­σης να το­νί­σου­με ότι και ο ίδιος ο Λένιν δεν αντι­λή­φθη­κε άμεσα τις δυ­σκο­λί­ες μιας επα­νά­στα­σης στη δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη το 1918 και το 1919. Για πα­ρά­δειγ­μα, είναι ζή­τη­μα προς συ­ζή­τη­ση το αν είχε δίκιο να πιέ­σει για την ίδρυ­ση του KPD το Δε­κέμ­βρη του 1918. Ακόμα χει­ρό­τε­ρα, μετά το 1921, εξαι­τί­ας της απελ­πι­στι­κής κα­τά­στα­σης μέσα στη Ρωσία, απο­δεί­χθη­κε αδύ­να­το για τον Λένιν να δια­τη­ρή­σει μια κα­θη­με­ρι­νή επιρ­ροή στη Διε­θνή. Ο ρόλος του (και του Τρό­τσκι) ήταν συχνά να διορ­θώ­νει, κα­τό­πιν εορ­τής, τα λάθη που έκα­ναν ο Ζι­νό­βιεφ και οι άλλοι. Φτά­νο­ντας στο 1923, το KPD, όπως προ­σω­πο­ποιεί­ται στην πε­ρί­πτω­ση του Μπρά­ντλερ, είχε χάσει κάθε ικα­νό­τη­τα να κα­θο­δη­γεί τα γε­γο­νό­τα και πα­ρα­συ­ρό­ταν από τα κύ­μα­τα της τα­ξι­κής πάλης. Ο Λεβί, αρ­κε­τά χρό­νια μετά, επι­τέ­θη­κε με δρι­μύ­τη­τα στην εκτί­μη­ση του Τρό­τσκι ότι αν το KPD δρού­σε όπως είχαν δρά­σει οι Μπο­λε­σβί­κοι τον Οκτώ­βρη του 1917, τότε ο Οκτώ­βρης του 1923 θα είχε φέρει τη νίκη του σο­σια­λι­σμού στη Γερ­μα­νία. Αλλά και ίδιος ο Λέβι είχε ση­μα­ντι­κό με­ρί­διο ευ­θύ­νης στην αδυ­να­μία του KPD να υλο­ποι­ή­σει μια τέ­τοια προ­ο­πτι­κή. Στην πο­λι­τι­κή δεν υπάρ­χουν εγ­γυ­ή­σεις. Ακόμα και ένα με­γα­λύ­τε­ρο KPD με ισχυ­ρό­τε­ρη ηγε­σία και χωρίς την προϊ­στο­ρία λαθών του (ή έχο­ντας βγά­λει ορθά συ­μπε­ρά­σμα­τα από αυτά τα λάθη) θα είχε να αντι­με­τω­πί­σει τε­ρά­στια εμπό­δια. Αλλά στο ελά­χι­στο, θα είχε επι­βιώ­σει για να πο­λε­μή­σει ξανά «μια άλλη μέρα». Και οι Μπολ­σε­βί­κοι ητ­τή­θη­καν στην πρώτη τους επα­νά­στα­ση το 1905 κι έπρε­πε να πε­ρι­μέ­νουν 12 χρό­νια για μια δεύ­τε­ρη πε­τυ­χη­μέ­νη ευ­και­ρία. Η άνο­δος του Στά­λιν στη Ρωσία και η επα­κό­λου­θη στα­λι­νο­ποί­η­ση των ΚΚ διε­θνώς, κα­τέ­στρε­ψε την όποια πι­θα­νό­τη­τα είχε το KPD να επα­να­λά­βει μια πα­ρό­μοια πο­ρεία όταν ξέ­σπα­σε η επό­με­νη κρίση του γερ­μα­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού το 1930. 

Αλλά αν το KPD απέ­τυ­χε να κα­θο­δη­γή­σει την επα­νά­στα­ση, η ει­ρη­νι­κή, με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή αστι­κή δη­μο­κρα­τία, που ονει­ρεύ­ο­νταν ο Μπερν­στάιν και ο Κά­ου­τσκι, απο­δεί­χθη­κε ένα άσχη­μο αστείο. Κα­τέ­λη­ξε στη νίκη των Ναζί του Χί­τλερ το 1933, στην πλήρη διά­λυ­ση του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος στη Γερ­μα­νία και την υπο­χώ­ρη­ση σε με­γά­λο μέρος της Ευ­ρώ­πης. Αυτή η ήττα κα­τα­δί­κα­σε τη Ρω­σι­κή Επα­νά­στα­ση σε μα­κρό­χρο­νη απο­μό­νω­ση, δη­μιουρ­γώ­ντας τις απελ­πι­στι­κές συν­θή­κες μέσα στις οποί­ες έχτι­σε ο Στά­λιν τον τε­ρα­τώ­δη γρα­φειο­κρα­τι­κό κρα­τι­κό κα­πι­τα­λι­σμό, ο οποί­ος απο­τε­λού­σε την πο­λι­τι­κή και φυ­σι­κή ακύ­ρω­ση του πυ­ρή­να του Μπολ­σε­βι­κι­σμού σε θε­ω­ρία και πράξη. Η προει­δο­ποί­η­ση της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ ότι θα επι­κρα­τή­σει είτε ο σο­σια­λι­σμός είτε η βαρ­βα­ρό­τη­τα απο­δεί­χθη­κε προ­φη­τι­κή, με ένα τρο­μα­κτι­κό τί­μη­μα. Αλλά μόνο όσοι πι­στεύ­ουν ότι ο κα­πι­τα­λι­σμός είναι το ανώ­τε­ρο και τε­λι­κό στά­διο στην ιστο­ρία της αν­θρω­πό­τη­τας δεν μπο­ρούν να εκτι­μή­σουν τον ηρω­ι­σμό, μαζί με τα λάθη, της γε­νιάς των αν­δρών και των γυ­ναι­κών του KPD που έδω­σαν τη ζωή τους για έναν κα­λύ­τε­ρο κόσμο. Ο «επι­τά­φιος» του Μπρουέ για εκεί­νους είναι επί­σης μια πρό­κλη­ση για εμάς: 

«Υπό αυτή την οπτι­κή, η ιστο­ρία του Κο­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Γερ­μα­νί­ας κατά τα πρώτα χρό­νια της Κο­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς παύει να είναι μια ιστο­ρία αδιέ­ξο­δων αυ­τα­πα­τών και γί­νε­ται η προϊ­στο­ρία ενός αγώνα που συ­νε­χί­ζε­ται μέχρι σή­με­ρα».

Ετικέτες