Η ιστορία της 7ης Νοέμβρη 1917 – η ημέρα που οι Μπολσεβίκοι άλλαξαν την παγκόσμια ιστορία

Πλησίαζε η αυγή της 25ης. Ένας απελπισμένος Κερένσκι εκδίδει έκκληση προς τους Κοζάκους «στο όνομα της ελευθερίας, της τιμής και της δόξας της πατρίδας μας να αναλάβουν δράση για να βοηθήσουν την Σοβιετική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, την επαναστατική δημοκρατία και την Προσωρινή Κυβέρνηση και να σώσουν το αφανιζόμενο Ρωσικό κράτος.»

Όμως οι Κοζάκοι ήθελαν να ξέρουν αν θα επιστρατευόταν το ιππικό. Η απάντηση της κυβέρνησης δεν ήταν ξεκάθαρη και μόνο ένας μικρός αριθμός υπερ-νομιμόφρονων απάντησαν ότι προτιμούσαν να μην δράσουν μόνοι τους και να γίνουν «κινούμενοι στόχοι.»

Επανειλημμένα, εύκολα, σε διάφορα σημεία της πόλης η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή (MRC) αφόπλισε τους φιλοκυβερνητικούς φρουρούς, λέγοντας τους απλά να πάνε σπίτια τους. Στο μεγαλύτερο μέρος τους αυτό έκαναν. Δυνάμεις εξεγερμένων κατέλαβαν το Παλάτι των Μηχανικών απλά και μόνο μπαίνοντας μέσα. «Μπήκαν μέσα και κάθισαν, ενώ εκείνοι που ήδη κάθονταν, σηκώθηκαν και αποχώρησαν,» λέει μία μαρτυρία.  Στις 6:00 π.μ. σαράντα επαναστατημένοι ναύτες πλησίασαν την Κρατική Τράπεζα της Πετρούπολης. Οι φρουροί της από το σύνταγμα Σεμενόβσκι, είχαν κηρύξει ουδετερότητα: θα υπεράσπιζαν μεν την τράπεζα από επιθέσεις πλιατσικολόγων και άλλων κακοποιών στοιχείων, αλλά δεν θα διάλεγαν στρατόπεδο ανάμεσα στην αντίδραση και την επανάσταση. Ούτε θα παρενέβαιναν. Έτσι, έκαναν στην άκρη και άφησαν την MRC να πάρει τον έλεγχο.

Μέσα σε μία ώρα, καθώς ένα ξεθωριασμένο χειμωνιάτικο φως απλωνόταν πάνω από την πόλη, ένα απόσπασμα από το σύνταγμα Κεγκσκόλμσκι με επικεφαλής τον Ζαχάροφ, έναν ιδιόμορφο δόκιμο της στρατιωτικής ακαδημίας που είχε συνταχθεί με την επανάσταση, ξεκίνησε για τον κεντρικό σταθμό τηλεφωνίας. Ο Ζαχάροφ είχε δουλέψει εκεί και ήταν εξοικειωμένος με την ασφάλεια του. Όταν έφθασε, χωρίς δυσκολία οδήγησε τους στρατιώτες του να απομονώσουν και να αφοπλίσουν τους σκυθρωπούς, φοβισμένους δοκίμους που είχαν υπηρεσία εκεί. Οι επαναστάτες αποσύνδεσαν τις τηλεφωνικές γραμμές της κυβέρνησης.

Τους ξέφυγαν δύο. Με αυτές, οι υπουργοί της κυβέρνησης, στριμωγμένοι ανάμεσα στα περίτεχνα στολίδια, τις κολόνες και τους πολυελαίους της αίθουσας Malachite των Χειμερινών Ανακτόρων, διατήρησαν επαφή με τις περιορισμένες δυνάμεις τους. Εξέδιδαν άχρηστες οδηγίες, διαφωνώντας σε χαμηλούς τόνους μεταξύ τους, ενώ ο Κερένσκι κοίταζε απλανώς στο κενό.

Μέσα πρωινού. Στην Κροστάνδη, όπως και στο παρελθόν , οπλισμένοι ναύτες επιβιβάζονταν σε οτιδήποτε έκριναν αξιόπλοο. Από το Ελσίνκι ξεκίνησαν με πέντε καταδρομικά και μία ακταιωρό, όλα στολισμένα με λάβαρα της επανάστασης.  Σε ολόκληρη την Πετρούπολη, για άλλη μία φορά οι επαναστάτες άδειαζαν τις φυλακές.

Στο Σμόλνι, μία ατημέλητη φιγούρα εισέβαλε στην αίθουσα επιχειρήσεων των Μπολσεβίκων. Οι ακτιβιστές τον κοίταζαν περίεργα, ανήσυχοι με τον νεοφερμένο, μέχρι που επιτέλους ο Βλαντίμιρ Μποντς-Μπρούεβιτς έβγαλε μία φωνή κι έτρεξε προς το μέρος του με τα χέρια ανοιχτά. «Βλαντίμιρ Ίλιτς, πατέρα μας! Δεν σε αναγνώρισα, αγαπητέ μου!»

Ο Λένιν έκατσε για να συντάξει μία διακήρυξη. Έτρεμε από ανησυχία και αγωνία για το αν η τελική ανατροπή της κυβέρνησης θα είχε ολοκληρωθεί πριν την έναρξη του Δεύτερου Κογκρέσου. Γνώριζε πολύ καλά την δύναμη ενός τετελεσμένου.

«Προς τους πολίτες της Ρωσίας. Η Προσωρινή Κυβέρνηση έχει ανατραπεί. Η κρατική εξουσία έχει περάσει στα χέρια του Σοβιέτ των Αντιπροσώπων Εργατών και Στρατιωτών της Πετρούπολης, που είναι επικεφαλής του προλεταριάτου και της φρουράς της Πετρούπολης.

Ο λόγος για τον οποίο αγωνίστηκε ο λαός – η άμεση πρόταση για μία δημοκρατική ειρήνη, η κατάργηση των μεγάλων κλήρων, ο έλεγχος της παραγωγής από τους εργάτες, η σύσταση μίας σοβιετικής κυβέρνησης -  ο θρίαμβος όλων αυτών έχει διασφαλιστεί.

Ζήτω η επανάσταση των εργατών, των στρατιωτών και των αγροτών!»

Αρκετά πεισμένος πια για την χρησιμότητα της MRC, ο Λένιν δεν υπέγραψε στο όνομα των Μπολσεβίκων, αλλά αυτού του «μη κομματικού» οργάνου. Η διακήρυξη τυπώθηκε γρήγορα με τους μεγάλους χαρακτήρες που χρησιμοποιούνται στο Κυριλλικό αλφάβητο. Πολύ γρήγορα τα τυπωμένα αντίγραφα της διακήρυξης έγιναν αφίσες κολλημένες σε αμέτρητους τοίχους, ενώ το μήνυμά της μεταδόθηκε μέσα από τα σύρματα του τηλεγράφου.

Προφανώς όμως δεν ήταν πραγματικότητα αλλά ευσεβής πόθος.

Στα Χειμερινά Ανάκτορα, ο Κερένσκι αξιοποιούσε τις τελευταίες γραμμές επικοινωνίας που διέθετε για να κανονίσει την μετάβαση του στην πρωτεύουσα μαζί με τα στρατεύματα που κατευθύνονταν προς τα εκεί. Το να τα συναντήσει όμως, δεν ήταν καθόλου εύκολο. Θα μπορούσε να φύγει, αλλά η MRC είχε υπό τον έλεγχο της τους σταθμούς.

Χρειαζόταν βοήθεια. Μετά από μία μακρά και αγωνιώδη αναζήτηση, το προσωπικό του κατάφερε να εντοπίσει ένα κατάλληλο όχημα. Μετά από πολλά παρακάλια, κατάφεραν να εξασφαλίσουν κι ένα δεύτερο όχημα από την Αμερικανική πρεσβεία – ένα χρήσιμο όχημα καθώς έφερε διπλωματικές πινακίδες.

Γύρω στις 11:00 π.μ. της 25ης, την ώρα που η διακήρυξη του Λένιν άρχιζε να κυκλοφορεί, τα δύο οχήματα περνούσαν με ταχύτητα τα μπλόκα της MRC, που αποδείχθηκαν περισσότερο ενθουσιώδη από αποτελεσματικά.

Ένας καταρρακωμένος Κερένσκι δραπέτευε από την πόλη με μία μικρή ομάδα, σε αναζήτηση πιστών στρατιωτών.

Για πολλούς πολίτες, παρά το κλίμα αναταραχής, εκείνη η ημέρα έμοιαζε με μία κανονική ημέρα στην Πετρούπολη. Ήταν αδύνατο να αγνοήσει κανείς τις φασαρίες και τις αψιμαχίες, στις οποίες όμως έπαιρναν μέρος λίγοι και μόνο σε συγκεκριμένα σημεία. Ενώ οι μαχητές των δύο στρατοπέδων αγωνίζονταν, επανασχεδιάζοντας τον κόσμο, τα περισσότερα τραμ κινούνταν κανονικά και τα πιο πολλά καταστήματα ήταν ανοιχτά.

Το μεσημέρι, ένοπλοι επαναστάτες στρατιώτες και ναύτες έφθασαν στο Παλάτι Μαριίνσκι. Οι Κοινοβουλευτικοί που μέσα σε κλίμα έντασης συζητούσαν το εν εξελίξει δράμα, επρόκειτο να αναδειχθούν σε πρωταγωνιστές του.

Ένας κομισάριος της MRC εισέβαλε στην αίθουσα. Διέταξε τον πρόεδρο του κοινοβουλίου, Αβκσέντιεφ να εκκενώσει το παλάτι. Στρατιώτες και ναύτες με τα όπλα στα χέρια όρμησαν μέσα, διαλύοντας τους τρομοκρατημένους βουλευτές. Παραζαλισμένος ο Αβκσέντιεφ συγκέντρωσε γρήγορα όσα περισσότερα μέλη της συντονιστικής επιτροπής ήταν δυνατόν. Γνώριζαν ότι η αντίσταση ήταν ανώφελη, αλλά αποχώρησαν μέσα σε διαμαρτυρίες με όση επισημότητα μπόρεσαν να επιστρατεύσουν, αποφασισμένοι να ξανασυνεδριάσουν το νωρίτερο δυνατόν.

Βγαίνοντας έξω στο τσουχτερό κρύο, οι νέοι φρουροί του κτιρίου έλεγξαν τα χαρτιά τους αλλά δεν τους συνέλαβαν. Το αξιοθρήνητο αυτό κοινοβούλιο δεν ήταν το έπαθλο, για το οποίο αγωνιούσε ο Λένιν.

Το έπαθλο αυτό, τώρα πια χωρίς τον Κερένσκι, ήταν τα Χειμερινά Ανάκτορα. Εκεί, με τον κόσμο τους να καταρρέει, τα αποκαïδια της Προσωρινής Κυβέρνησης σιγόκαιγαν ακόμα.

Το μεσημέρι στην μεγαλοπρεπή αίθουσα Malachite, ο μεγιστάνας της υφαντουργίας και του κόμματος των Καντέτων Κονοβάλοφ συγκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο.

«Δεν γνωρίζω γιατί συγκλήθηκε αυτή η συνεδρίαση», μουρμούρισε ο υπουργός Ναυτικών , ναύαρχος Βερντερέβσκι. Δεν διαθέτουμε μία ουσιαστική στρατιωτική δύναμη και άρα δεν μπορούμε να προβούμε σε οποιαδήποτε ενέργεια.» Ισως, είπε, έπρεπε να είχαν συνεδριάσει από κοινού με το κοινοβούλιο, αλλά την στιγμή που μίλαγε, ήρθε η είδηση ότι κι αυτό είχε διαλυθεί.

Οι υπουργοί ελάμβαναν αναφορές και απηύθυναν εκκλήσεις προς συνομιλητές που όλο και λιγόστευαν. Όσοι δεν είχαν επηρεαστεί από τον θλιβερό ρεαλισμό του Βερντερέβσκι, έφτιαχναν σενάρια. Με τα τελευταία απομεινάρια εξουσίας να χάνονται, αυτοί ονειρεύονταν μία νέα αρχή.

Με όλη την σοβαρότητα του κόσμου, σαν καμένα σπίρτα που ονειρεύονται να πυροδοτήσουν μία μεγάλη φωτιά, τα αποκαίδια της Προσωρινής Κυβέρνησης της Ρωσίας «διαφωνούσαν» για το ποιος θα γινόταν ο επόμενος δικτάτορας.

Αυτή την φορά οι δυνάμεις της Κροστάνδης έφθασαν στην Πετρούπολη μέσα σε ένα πρώην σκάφος αναψυχής, δύο πλοία τοποθέτησης ναρκών, ένα πλοίο εκπαίδευσης, ένα καταδρομικό αντίκα και μία φάλαγγα από μικρές μαούνες. Άλλος ένας τρελός στόλος!

Σε μικρή απόσταση από το σημείο όπου οι υπουργοί φαντασιώνονταν δικτατορίες, επαναστάτες ναύτες κατελάμβαναν τo υπουργείο Ναυτικών και συνελάμβαναν την διοίκηση του πολεμικού ναυτικού. Το σύνταγμα Παβλόφσκι έστησε πανό σε γέφυρες, ενώ το σύνταγμα Κεκσγκόλμσκι έθεσε υπό τον έλεγχο του την περιοχή βόρεια του ποταμού Μόϊκα.

Το μεσημέρι, το αρχικό χρονοδιάγραμμα για την κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων είχε ακυρωθεί. Η προθεσμία παρατάθηκε για ένα τρίωρο, τοποθετώντας την σύλληψη της κυβέρνησης για μετά την έναρξη του Κογκρέσου των Σοβιέτ, που θα γινόταν στις 2.00 μ.μ., ακριβώς αυτό που ήθελε να αποφύγει ο Λένιν. Οπότε η έναρξη αυτή ματαιώθηκε.

Όμως η αίθουσα του Σμόλνι είχε γεμίσει με αντιπροσώπους από την Πετρούπολη και στρατιώτες της περιφέρειας. Ζητούσαν να μάθουν νέα. Δεν ήταν δυνατόν να περιμένουν επ’αόριστον.

Έτσι στις 2.35 μ.μ. ο Τρότσκι ξεκίνησε τις εργασίες της έκτακτης συνεδρίασης του Σοβιέτ της Πετρούπολης.

«Εκ μέρους της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής», ανήγγειλε, «δηλώνω ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση δεν υφίσταται πλέον.»

Τα λόγια του ξεσήκωσαν ένα κύμα χαράς. Σημαντικοί θεσμοί ήταν στα χέρια της MRC, συνέχισε ο Τρότσκι πάνω από τους πανηγυρισμούς των συνέδρων. Τα Χειμερινά Ανάκτορα θα έπεφταν «από στιγμή σε στιγμή». Άλλη μία έκρηξη χαράς: ο Λένιν έμπαινε στην αίθουσα.

«Ζήτω ο σύντροφος Λένιν», φώναξε ο Τρότσκι, «που είναι και πάλι μαζί μας!»

Η πρώτη δημόσια εμφάνιση του Λένιν από τον Ιούλιο ήταν σύντομη και ενθουσιώδης. Δεν προχώρησε σε λεπτομέρειες, αλλά ανήγγειλε την «απαρχή μίας νέας περιόδου» φωνάζοντας: «Ζήτω η παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση!»

Οι περισσότεροι από τους παρόντες αντέδρασαν με μεγάλη χαρά, αλλά υπήρχαν και δυσαρεστημένοι.

«Περιμένεις την βούληση του Δεύτερου Κογκρέσου των Σοβιέτ,» φώναξε κάποιος.

«Η βούληση του Δεύτερου Κογκρέσου των Σοβιέτ έχει ήδη καθοριστεί από την εξέγερση των εργατών και των στρατιωτών,» του απάντησε ο Τρότσκι. «Τώρα δεν μας μένει παρά να χτίσουμε πάνω σε αυτό τον θρίαμβο.»

Όμως εν μέσω των επευφημιών από τους Βολοντάρσκι, Ζινόβιεφ και Λουνατσάρσκι, ένας μικρός αριθμός μετριοπαθών, κυρίως Μενσεβίκων, αποχώρησε από τα εκτελεστικά όργανα του Σοβιέτ με προειδοποιήσεις για τρομακτικές συνέπειες από αυτή την συνωμοσία.

Ύστερα από περίπου οκτώ ώρες καθυστερήσεων, οι αντιπρόσωποι των σοβιέτ δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο. Μία ώρα μετά τον πρώτο εκείνο κανονιοβολισμό, στην μεγάλη αίθουσα συγκεντρώσεων του Σμόλνι με τις εντυπωσιακές κολόνες, ξεκίνησε η Δεύτερη Συνδιάσκεψη των Σοβιέτ.

Η αίθουσα ήταν γεμάτη από καπνούς τσιγάρων, παρά τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες, συχνά από τους ίδιους τους καπνιστές, ότι απαγορευόταν το κάπνισμα. Οι αντιπρόσωποι, παρατήρησε με ένα ρίγος ο Σουκάνοφ, στην πλειονότητα τους έφεραν «τα γκρίζα χαρακτηριστικά των Μπολσεβίκικων περιφερειών.» Στα εκλεπτυσμένα μάτια του, αυτά ενός διανοούμενου, έδειχναν «σκυθρωποί», «πρωτόγονοι», «σκοτεινοί», «άξεστοι και αμόρφωτοι.»

Από τους 670 αντιπροσώπους, 300 ήταν Μπολσεβίκοι, 193 ήταν Σοσιαλεπαναστάτες, πάνω από τους μισούς από αυτούς στην αριστερή πτέρυγα του κόμματος, 68 Μενσεβίκοι και 14 Μενσεβίκοι-Διεθνιστές. Οι υπόλοιποι δεν είχαν σύνδεση με κόμματα ή ανήκαν σε πολύ μικρές ομάδες. Η σημαντική παρουσία των Μπολσεβίκων έδειχνε πως η στήριξη προς το κόμμα αυξανόταν ραγδαία ανάμεσα σε εκείνους που ψήφιζαν για αντιπροσώπους, αλλά παράλληλα είχε ενισχυθεί από τις σχετικά χαλαρές οργανωτικές διαδικασίες που τους είχαν εξασφαλίσει πάνω από το μερίδιο που τους αναλογούσε. Ακόμα κι έτσι όμως, χωρίς την αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλεπαναστατών, δεν διέθεταν πλειοψηφία.

Δεν ήταν όμως ένας Μπολσεβίκος που έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα, αλλά ένας Μενσεβίκος. Οι Μπολσεβίκοι θέλησαν να εκμεταλλευθούν την ματαιοδοξία του Νταν, προσφέροντας του αυτόν τον ρόλο. Κατάφερε όμως αμέσως να διαψεύσει κάθε ελπίδα για διακομματική συντροφικότητα ή συναινετικότητα.

«Η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή θεωρεί ότι η παραδοσιακή πολιτική ομιλία μας στο άνοιγμα των εργασιών ήταν επιφανειακή,» δήλωσε. «Ακόμα και αυτή την στιγμή, οι σύντροφοι μας που με αυτοθυσία εκτελούν τις εντολές που τους δώσαμε, δέχονται πυρά στα Χειμερινά Ανάκτορα.»

Ο Νταν και οι άλλοι μετριοπαθείς, που είχαν ηγηθεί του Σοβιέτ από τον Μάρτιο, αποχώρησαν από τις θέσεις τους για να τους διαδεχθεί το νέο, αναλογικά καθορισμένο προεδρείο. Μέσα σε ενθουσιώδεις επευφημίες, 14 Μπολσεβίκοι – ανάμεσα τους οι Κολοντάϊ, Λουνατσάρσκι, Τρότσκι, Ζινόβιεφ- και επτά Σοσιαλεπαναστάτες της αριστερής πτέρυγας, συμπεριλαμβανομένης της σπουδαίας Μαρία Σπιριντόνοβα, ανέβηκαν στην πλατφόρμα. Αγανακτισμένοι οι Μενσεβίκοι παραιτήθηκαν από τις τρεις θέσεις που κατείχαν. Μία θέση προορίστηκε για τον εκπρόσωπο των Μενσεβίκων-Διεθνιστών: όμως με μία κίνηση ταυτόχρονα αξιοπρεπή αλλά και αξιοθρήνητη, η ομάδα του Μάρτοφ αρνήθηκε να την καταλάβει, αλλά διατήρησε το δικαίωμα να το πράξει στο μέλλον.

Καθώς η νέα επαναστατική ηγεσία έπαιρνε την θέση της και ετοιμαζόταν για δουλειά, η αίθουσα αντήχησε ξαφνικά με έναν ακόμα κανονιοβολισμό.

Όλοι πάγωσαν.

Αυτή την φορά η βολή προερχόταν από το Φρούριο του Πέτρου και Παύλου. Αντίθετα με εκείνη που είχε προέλθει από την ‘Aurora’, τα πυρά αυτά δεν ήταν άσφαιρα.

Οι λάμψεις από τις εκρήξεις φώτισαν τον Νέβα. Οι οβίδες σχημάτιζαν τόξα μέσα στην νύχτα και με ένα τρομαχτικό ουρλιαχτό κατέβαιναν προς τον στόχο τους. Πολλές, είτε από τον οίκτο ή την ανικανότητα των πυροβολητών, εξερράγησαν στον αέρα, προσφέροντας ένα εντυπωσιακό και ακίνδυνο θέαμα. Πολλές άλλες βυθίστηκαν με θεαματικό τρόπο στα βάθη της θάλασσας.

Από τις δικές τους θέσεις, οι Ερυθροφρουροί απάντησαν στα πυρά. Οι σφαίρες τους έπληξαν τους τοίχους των Χειμερινών Ανακτόρων. Μέσα, τα… υπολείμματα της κυβέρνησης κρύφτηκαν κάτω από τα τραπέζια ενώ γύρω τους «έβρεχε» σπασμένα τζάμια.

Στο Σμόλνι, ενώ οι ήχοι της μάχης ακούγονταν απειλητικά, ο Μάρτοφ μίλησε με τρεμάμενη φωνή. Επέμεινε σε μία ειρηνική λύση και με βραχνή φωνή απηύθυνε έκκληση για κατάπαυση του πυρός και έναρξη διαπραγματεύσεων για μία διακομματική, ενωμένη, σοσιαλιστική κυβέρνηση.

Το κοινό αντέδρασε με ένα ηχηρό χειροκρότημα. Από το ίδιο το Προεδρείο, ο Μστισλάβσκι των αριστερών Σοσιαλεπαναστατών πρόσφερε στον Μάρτοφ την πλήρη στήριξη του. Ανάλογη ήταν η στάση, ηχηρότατη μάλιστα, των περισσότερων παρόντων, μεταξύ των οποίων πολλοί Μπολσεβίκοι από την βάση.

Εκ μέρους της κομματικής ηγεσίας, πήρε τον λόγο ο Λουνατσάρσκι. Με στόμφο ανακοίνωσε ότι «η φράξια των Μπολσεβίκων δεν έχει απολύτως τίποτα εναντίον της πρότασης που έκανε ο Μάρτοφ.»

Οι αντιπρόσωποι ψήφισαν την πρόταση του Μάρτοφ. Η στήριξη ήταν ομόφωνη.

Η Μπέσι Μπίτι, ανταποκρίτρια του Bulletin του Σαν Φρανσίσκο, βρισκόταν στην αίθουσα και είχε επίγνωση της σοβαρότητας των στιγμών. «Ήταν μία κρίσιμη στιγμή στην ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης», έγραψε. Φαινόταν ότι ένας δημοκρατικός σοσιαλιστικός συνασπισμός ήταν στα σκαριά.

Καθώς όμως περνούσε η ώρα, ήχησαν πάλι τα όπλα στον Νέβα. Ο αντίλαλος τους ταρακούνησε την αίθουσα και το χάσμα μεταξύ των κομμάτων βγήκε πάλι στην επιφάνεια.

«Ένα εγκληματικό πολιτικό εγχείρημα καταστρώνεται πίσω από τις πλάτες της Πανρωσικής Διάσκεψης» ανακοίνωσε ένας αξιωματικός των Μενσεβίκων, ο Καράς. «Οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες αποκηρύσσουν όλα όσα συμβαίνουν εδώ, και με σθένος αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια για ανάληψη της διακυβέρνησης.»

«Δεν αντιπροσωπεύει τον Δωδέκατο Στρατό!», φώναξε ένας θυμωμένος στρατιώτης. «Ο στρατός απαιτεί όλες οι εξουσίες να πάνε στα σοβιέτ!»

Ακολουθεί ένα μπαράζ από διακοπές και διαμαρτυρίες. Η δεξιά πτέρυγα των Σοσιαλεπαναστατών και οι Μενσεβίκοι διαγκωνίζονταν ποιος θα καταγγείλει εντονότερα τους Μπολσεβίκους, εκτοξεύοντας απειλές ότι θα αποσύρονταν από την διαδικασία, ενώ η αριστερή πτέρυγα ούρλιαζε να κάτσουν κάτω.

Το κλίμα είχε γίνει πια ακόμα πιο βαρύ. Ο Κιντσούκ από το Σοβιέτ της Μόσχας πήρε τον λόγο. «Η μοναδική ειρηνική λύση στην παρούσα κρίση,» επέμεινε, «βρίσκεται στις διαπραγματεύσεις με την Προσωρινή Κυβέρνηση.»

Αλαλούμ. Η παρέμβαση του Κιντσούκ ήταν είτε μία καταστροφική υποτίμηση του μίσους για τον Κερένσκι ή μία εσκεμμένη προβοκάτσια. Προκάλεσε την μήνη πολύ περισσότερων από τους δύσπιστους Μπολσεβίκους. Τέλος μέσα στο πανδαιμόνιο ακούστηκε η δυνατή φωνή του Κιντσούκ, «Αποχωρούμε από αυτή τη Διάσκεψη!»

Εν μέσω του ποδοβολητού, των γιουχαϊσμάτων και των σφυριγμάτων με τα οποία έγινε δεκτή αυτή η ανακοίνωση, οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες δίσταζαν. Η απειλή για αποχώρηση, εξάλλου, ήταν το τελευταίο τους χαρτί.

Στην άλλη άκρη της Πετρούπολης, η Δούμα συζητούσε το δυσοίωνο τηλεφώνημα του Μάσλοφ. «Πρέπει να διαμηνύσουμε στους συντρόφους μας ότι δεν τους έχουμε εγκαταλείψει, ότι θα πεθάνουμε μαζί τους,» δήλωσε ο Ναούμ Μπουκόβσκι των Σοσιαλεπαναστατών. Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί σηκώθηκαν για να ψηφίσουν υπέρ, ότι θα ενωνόντουσαν με εκείνους που ταμπουρωμένοι στα Χειμερινά Ανάκτορα δέχονταν πυρά, ότι κι αυτοί ήταν έτοιμοι να χάσουν την ζωή τους για το καθεστώς. Η Κόμισσα Σοφία Πανίνα του κόμματος Καντέτ ανήγγειλε ότι θα «σταθεί μπροστά από τα κανόνια.»

Γεμάτοι περιφρόνηση, οι αντιπρόσωποι των Μπολσεβίκων ψήφισαν κατά. Θα πήγαιναν κι εκείνοι, δήλωσαν, αλλά όχι στο παλάτι: στο Σοβιέτ.

Αφού ολοκληρώθηκε η ψηφοφορία, οι δύο ανταγωνιστικές τάσεις ξεκίνησαν μέσα στο σκοτάδι.

Στο Σμόλνι, ο Έρλιχ από την οργάνωση Εβραϊκή Bund, διέκοψε την διαδικασία με την είδηση για τις αποφάσεις των βουλευτών της τοπικής Δούμα. Είχε έλθει η ώρα, υποστήριξε, για όσους δεν «ήθελαν ένα λουτρό αίματος» να συνταχθούν με εκείνους που κατευθύνονταν προς το παλάτι, αλληλέγγυοι με το υπουργικό συμβούλιο. Και πάλι η αριστερή πτέρυγα εκτόξευσε βλαστήμιες, καθώς Μενσεβίκοι, Bund, Σοσιαλεπαναστάτες και μερικοί άλλοι σηκώθηκαν και έφυγαν αφήνοντας πίσω τους Μπολσεβίκους, την αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλιστών Επαναστατών και τους ταραγμένους Μενσεβίκους-Διεθνιστές.

Περπατώντας με δυσκολία μέσα στην κρύα βροχερή νύχτα, οι αυτοεξόριστοι μετριοπαθείς από το Σμόλνι έφθασαν στο Νέβσκι Προσπέκτ και την Δούμα. Εκεί ενώθηκαν με τους βουλευτές, με τους Μενσεβίκους και μέλη των Σοσιαλεπαναστατών από την Εκτελεστική Επιτροπή των Αγροτικών Σοβιέτ, και όλοι μαζί πήραν τον δρόμο για να δείξουν την αλληλεγγύη τους στο υπουργικό συμβούλιο. Βάδιζαν στοιχημένοι ανά τέσσερις πίσω από τον Σράϊντερ, τον δήμαρχο, και τον Σεργκέϊ Προκοπόβιτς, των υπουργό Προμηθειών. Μεταφέροντας ψωμί και λουκάνικα για τους υπουργούς, μουρμουρίζοντας την Μασσαλιώτιδα, η 300μελής αυτή ομάδα πήγαινε να πεθάνει για χάρη της Προσωρινής Κυβέρνησης.

Δεν τα κατάφεραν ούτε για ένα οικοδομικό τετράγωνο. Στην γωνία του καναλιού, οι επαναστάτες τους έκοψαν τον δρόμο.

«Απαιτούμε να περάσουμε!», φώναξαν Σράϊντερ και Προκοπόβιτς. «Πηγαίνουμε στα Χειμερινά Ανάκτορα!»

Ένας ναύτης, σαστισμένος, αρνήθηκε να τους αφήσει να περάσουν.

«Χτυπήστε μας αν θέλετε!», προκαλούσαν οι αυτοεξόριστοι μετριοπαθείς. «Είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε, αν έχετε τα κότσια να πυροβολήσετε Ρώσους και μία συντρόφισσα… Προτάσσουμε τα στήθη μας στα όπλα σας!»

Αυτό το περίεργο αδιέξοδο συνεχίστηκε. Η αριστερή πτέρυγα αρνιόταν να ανοίξει πυρ, η δεξιά επέμενε στο δικαίωμα να περάσουν ή να τους ρίξουν στο ψαχνό.

«Τι θα κάνεις;» φώναξε κάποιος στον ναύτη που πεισματικά αρνιόταν να τον σκοτώσει.

Η μαρτυρία του Τζον Ριντ που ήταν παρών, έχει γίνει διάσημη.

Άλλος ένας ναύτης ήρθε προς το μέρος τους, πολύ εκνευρισμένος. «Θα σας δείρουμε!» φώναξε με ένταση. «Κι αν χρειαστεί θα σας πυροβολήσουμε κιόλας. Πηγαίνετε σπίτι σας τώρα και άστε μας στην ησυχία μας.»

Κάτι τέτοιο όμως δεν άρμοζε στους στυλοβάτες της δημοκρατίας. Πάνω σε ένα κουτί, κουνώντας την ομπρέλα του, ο Προκοπόβιτς ανακοίνωσε σε όσους ακολουθούσαν ότι θα έσωζαν τους ναύτες από τον εαυτό τους. «Δεν μπορούμε να δεχθούμε το αθώο αίμα μας να χυθεί πάνω στα χέρια αυτών των αδαών!...Δεν αρμόζει στην αξιοπρέπεια μας να μας πυροβολήσουν», πόσο μάλλον να μας δείρουν, εδώ στην μέση του δρόμου κάποιοι σταθμάρχες. Ας επιστρέψουμε στην Δούμα κι ας συζητήσουμε ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να σώσουμε την χώρα και την Επανάσταση!»

Κι έτσι, οι αυτοανακηρυχθέντες μελλοθάνατοι για την φιλελεύθερη δημοκρατία έκαναν στροφή και πήραν τον ντροπιαστικά σύντομο δρόμο της επιστροφής, παίρνοντας μαζί και τα λουκάνικα.

Ο Μάρτοφ παρέμεινε στην αίθουσα των συνεδριάσεων στην μαζική συγκέντρωση. Ήθελε ακόμα απεγνωσμένα έναν συμβιβασμό. Κατέθεσε μία πρόταση όπου επέκρινε τους Μπολσεβίκους επειδή παρέκαμψαν την θέληση της Διάσκεψης, υποστηρίζοντας για μία ακόμα φορά την έναρξη διαπραγματεύσεων για μία ευρεία, περιεκτική σοσιαλιστική κυβέρνηση. Ήταν μία πρόταση κοντά σε εκείνη που είχε καταθέσει πριν δύο ώρες- στην οποία οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν αντιταχθεί, παρά την επιθυμία του Λένιν να τα σπάσει με τους μετριοπαθείς.

Δύο ώρες όμως είναι πολύς καιρός.

Ενώ ο Μάρτοφ είχε επιστρέψει στην θέση του, ακούστηκε μία φασαρία και η ομάδα των Μπολσεβίκων της Δούμα εισέβαλε στην αίθουσα, προς μεγάλη έκπληξη και ευχαρίστηση των αντιπροσώπων. Είχαν έρθει, είπαν, «για να θριαμβεύσουν ή να πεθάνουν μαζί με τη Πανρωσική Διάσκεψη.»

Όταν οι επευφημίες κόπασαν, ο ίδιος ο Τρότσκι πήρε τον λόγο για να απαντήσει στον Μάρτοφ.

«Μία εξέγερση των μαζών του λαού δεν χρειάζεται αιτιολογία», είπε. «Αυτό που έχει συμβεί είναι μία εξέγερση κι όχι συνωμοσία. Ατσαλώσαμε την επαναστατική ενέργεια των εργατών και των ναυτών της Πετρούπολης. Σφυρηλατήσαμε ανοιχτά την βούληση των μαζών για εξέγερση, όχι για συνωμοσία. Οι μάζες ακολούθησαν τα λάβαρα μας και η εξέγερση μας ήταν νικηφόρα. Και τώρα μας λένε: αποκηρύξετε την νίκη σας, κάνετε παραχωρήσεις, συμβιβαστείτε. Με ποιόν; Ρωτώ: με ποιόν πρέπει να συμβιβαστούμε; Με αυτές τις άθλιες ομάδες που μας εγκατέλειψαν ή που διατυπώνουν αυτή την πρόταση; Έχουμε καταλάβει πολύ καλά τι αντιπροσωπεύουν. Κανείς στην Ρωσία δεν τους στηρίζει πια. Υποτίθεται ότι πρέπει να γίνει ένας συμβιβασμός, σαν να έχουμε δύο ισότιμες πλευρές, από τα εκατομμύρια των εργατών και των αγροτών που αντιπροσωπεύονται σε αυτή τη Διάσκεψη, τους οποίους είναι έτοιμοι, όχι για πρώτη ούτε για τελευταία φορά, να ξεπουλήσουν όπως βολεύει την μπουρζουαζία. Όχι λοιπόν, εδώ δεν χωράει συμβιβασμός. Σε όσους έχουν φύγει και σε όσους μας λένε να κάνουμε κάτι τέτοιο, πρέπει να πούμε: είστε αξιοθρήνητοι χρεωκοπημένοι, ο ρόλος σας έχει τελειώσει. Πηγαίνετε εκεί που σας ταιριάζει: στο χρονοντούλαπο της ιστορίας!»

Η αίθουσα ξεσηκώθηκε. Μέσα στο δυνατό παρατεταμένο χειροκρότημα, ο Μάρτοφ σηκώθηκε. «Τότε θα φύγουμε!», φώναξε.

Καθώς έστριψε, ένας αντιπρόσωπος του έφραξε τον δρόμο. Ο άνδρας τον κοίταξε με μία έκφραση μεταξύ λύπης και κατηγορίας.

«Κι είχαμε πιστέψει,» είπε, «ότι τουλάχιστον ο Μάρτοφ θα έμενε μαζί μας.»

«Κάποια ημέρα θα καταλάβεις,» του είπε ο Μάρτοφ, με τρεμάμενη φωνή, «το έγκλημα στο οποίο είσαι συνένοχος.»

Και αποχώρησε.

Η Διάσκεψη γρήγορα ψήφισε μία αιχμηρή καταγγελία σε βάρος όσων αποχώρησαν, περιλαμβανομένου του Μάρτοφ. Τέτοιες αιχμές ήταν ανεπιθύμητες και αχρείαστες για την εναπομείνασα αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλεπαναστατών και των Μενσεβίκων – Διεθνιστών, αλλά και για πολλούς Μπολσεβίκους.

Ο Μπόρις Κάμκοφ χειροκροτήθηκε θερμά όταν ανακοίνωσε ότι η ομάδα του, η αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλεπαναστατών, είχε παραμείνει. Επιχείρησε να επαναφέρει την πρόταση του Μάρτοφ, κριτικάροντας διακριτικά την πλειοψηφία των Μπολσεβίκων. Δεν είχαν πείσει την αγροτιά, ούτε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού, υπενθύμισε στους ακροατές του. Ένας συμβιβασμός ήταν ακόμα αναγκαίος.

Αυτή την φορά δεν ήταν ο Τρότσκι που απάντησε αλλά ο δημοφιλής Λουνατσάρσκι, ο οποίος προηγουμένως είχε συμφωνήσει με την κίνηση Μάρτοφ. Τα καθήκοντα που μας περιμένουν είναι επίπονα, τόνισε, αλλά «η κριτική που μας άσκησε ο Κάμκοφ είναι αβάσιμη.»

«Αν στο ξεκίνημα αυτής της συνεδρίασης είχαμε πάρει οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την απόρριψη ή την απομάκρυνση άλλων στοιχείων, ο Κάμκοφ θα είχε δίκιο,» συνέχισε ο Λουνατσάρσκι. «Όμως όλοι μας ομόφωνα αποδεχθήκαμε την πρόταση του Μάρτοφ να βρεθούν ειρηνικοί τρόποι επίλυσης της κρίσης. Και μετά μας κατέκλυσαν με ένα ‘βουνό’ διακηρύξεων. Μία συστηματική επίθεση εξελίχθηκε σε βάρος μας… Χωρίς να ακούσουν τι είχαμε να πούμε, χωρίς ούτε καν να συζητήσουν την δική τους πρόταση, αυτοί (οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλεπαναστάτες) έσπευσαν αμέσως να διαχωρίσουν την θέση τους από μας.»

Σαν απάντηση, θα μπορούσε κάποιος να υποδείξει στον Λουνατσάρσκι ότι ο Λένιν είχε επί εβδομάδες επιμείνει ότι το κόμμα του έπρεπε να καταλάβει μόνο του την εξουσία. Κι όμως παρά τον μεγάλο του κυνισμό, ο Λουνατσάρσκι είχε δίκιο.

Είτε μέσα σε ένα κλίμα χαρούμενης αλληλεγγύης, είτε επειδή βρίσκονταν σε σύγχυση ή οτιδήποτε άλλο, οι Μπολσεβίκοι όπως και κάθε εκπρόσωπος από όλα τα υπόλοιπα κόμματα στην αίθουσα, είχαν δεχθεί την συνεργασία – για μία σοσιαλιστική κυβέρνηση ενότητας – όταν ο Μάρτοφ έριξε την ιδέα για πρώτη φορά .

Η Μπέσι Μπίτι ισχυρίζεται ότι ο Τρότσκι απέτυχε να αντιδράσει στην πρώτη πρόταση όσο γρήγορα έπρεπε, ίσως λόγω «κάποιων πικρών αναμνήσεων από προσβολές που είχε υποστεί από τους άλλους ηγέτες.» Αυτό είναι συζητήσιμο και ακόμα κι αν αληθεύει, οι Μενσεβίκοι, η δεξιά πτέρυγα των Σοσιαλεπαναστατών και άλλοι, είχαν επιλέξει να ρίξουν την ψήφο τους πίσω στα μούτρα των Μπολσεβίκων. Πέρασαν κατευθείαν στην αντιπολίτευση, αποκηρύσσοντας αυτούς που βρίσκονταν στα αριστερά τους.

Η απορία του Λουνατσάρσκι ήταν εύλογη: πως μπορείς να συνεργαστείς με αυτούς που έχουν απορρίψει την συνεργασία;

Σαν για να υπογραμμίσουν το επιχείρημα αυτό, οι μετριοπαθείς που αποχώρησαν χαρακτήριζαν ακριβώς εκείνη την στιγμή την συνεδρίαση απλά «ιδιωτική συνάθροιση Μπολσεβίκων αντιπροσώπων.» «Η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή,» ανακοίνωσαν, «θεωρεί ότι η Δεύτερη Διάσκεψη δεν έλαβε καν χώρα.»

Μέσα στην αίθουσα, η συζήτηση για την συμφιλίωση τράβηξε μέσα στην νύχτα. Όμως τώρα πια η επικρατούσα άποψη ήταν με τον Λουνατσάρσκι και τον Τρότσκι.

Είχε έρθει το φινάλε για τα Χειμερινά Ανάκτορα.

Ο αέρας εισέβαλε μέσα από τα σπασμένα τζάμια. Οι τεράστιες αίθουσες ήταν κρύες. Αποκαρδιωμένοι στρατιώτες, χωρίς σκοπό, περιφέρονταν γύρω από τους δικέφαλους αετούς της αίθουσας του θρόνου. Εισβολείς έφθασαν μέχρι τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του αυτοκράτορα. Ήταν άδεια. Ανενόχλητοι κατέστρεψαν εικόνες του ηγέτη, τρυπώντας με τις ξιφολόγχες τους τον πίνακα σε φυσικό μέγεθος του αλύγιστου και ατάραχου Νικολάου ΙΙ που τους κοίταζε από τον τοίχο. Επιτέθηκαν στον πίνακα σαν άγρια θηρία με τα νύχια τους, αφήνοντας μεγάλες σχισμές από το κεφάλι του πρώην αυτοκράτορα μέχρι τις μπότες του.

Διάφορες φιγούρες πηγαινοέρχονταν, μη ξέροντας ποιος ήταν ο διπλανός τους.

Ένας υπολοχαγός ονόματι Σινεγκούμπ παρέμεινε πιστός στην υπεράσπιση της κυβέρνησης. Έκανε κατά βούληση περιπολίες στους πολιορκημένους διαδρόμους, περιμένοντας την επίθεση, χαμένος σε ένα είδος ήρεμου πανικού, σε μία ακραία, ληθαργική εξάντληση. Σκηνές διαδέχονταν η μία την άλλη σαν κομμάτια μίας μισο-ειπωμένης ιστορίας: ένας γηραιός κύριος με στολή ναυάρχου, που καθόταν ακίνητος σε μία πολυθρόνα, ένα σκοτεινό, παρατημένο τηλεφωνικό κέντρο, στρατιώτες μαζεμένοι κάτω από τα αυστηρά βλέμματα των πορτρέτων σε μία πινακοθήκη.

Άνδρες συμπλέκονταν στις σκάλες. Κάθε τρίξιμο στα πατώματα μπορεί να σήμαινε την επανάσταση. Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε ένας γιούνκερ που κάπου πήγαινε, σε κάποια αποστολή. Με προσποιητή ηρεμία προειδοποίησε ότι το άτομο με το οποίο ο Σινεγκούμπ είχε μόλις διασταυρωθεί – ναι, όντως είχε μόλις προσπεράσει κάποιον, είναι αλήθεια –ανήκε μάλλον στον εχθρό. «Ωραία, τέλεια,» απάντησε ο Σινεγκούμπ. «Κοίτα! Θα το μάθουμε αμέσως.» Γύρισε και τον ακινητοποίησε – ο άλλος άνδρας, όπως διαπίστωσε, ανήκε πράγματι στην ομάδα των εξεγερμένων – τραβώντας του το πανωφόρι, σαν παιδάκι σε καβγά, για να του παγιδεύσει τα χέρια.

Περί τις 2.00 π.μ. οι δυνάμεις της MRC εισέβαλαν μαζικά στο παλάτι.

Σε έξαλλη κατάσταση, ο Κονοβάλοφ τηλεφώνησε στον Σράϊντερ. «Δεν έχουμε εδώ παρά μία μικρή δύναμη δοκίμων,» του είπε. «Η σύλληψη μας είναι θέμα χρόνου.» Η σύνδεση κόπηκε.

Από τους διαδρόμους οι υπουργοί άκουσαν άσκοπους πυροβολισμούς. Οι τελευταίες τους άμυνες. Βήματα. Ένας δόκιμος με κομμένη την ανάσα έφθασε τρέχοντας για να λάβει εντολές. «Πολεμάμε μέχρις εσχάτων;», ρώτησε.

«Όχι αιματοχυσία!», του φώναξαν. «Πρέπει να παραδοθούμε.»

Περίμεναν. Μία περίεργη αμηχανία επικρατούσε. Πως θα ήταν καλύτερο να τους βρουν; Σίγουρα όχι να περιφέρονται ντροπιασμένοι, με τα πανωφόρια στα χέρια, σαν επιχειρηματίες που περιμένουν το τρένο.

Ο Κίσκιν ο δικτάτορας πήρε τον έλεγχο και εξέδωσε τις δύο τελευταίες εντολές της θητείας του.

«Αφήστε τα πανωφόρια σας,» είπε. «Ας καθίσουμε γύρω από το τραπέζι.»

Υπάκουσαν. Κι έτσι τους βρήκε ο Αντόνοφ, το ακινητοποιημένο ταμπλό ενός υπουργικού συμβουλίου, όταν εισέβαλε με δραματικό τρόπο, με το εκκεντρικό του καπέλο καλλιτέχνη ριγμένο πίσω στα κόκκινα μαλλιά του. Πίσω του, στρατιώτες, ναύτες, Ερυθροφρουροί.

«Η Προσωρινή Κυβέρνηση είναι εδώ,» ανακοίνωσε ο Κονοβάλοφ με στόμφο, σαν να απαντούσε στο χτύπημα μίας πόρτας κι όχι σε μία εξέγερση. «Τι θέλετε;» «Ενημερώνω, όλους εσας,» είπε ο Αντόνοφ, «μέλη της Προσωρινής Κυβέρνησης, ότι συλλαμβάνεστε.»

Πριν την επανάσταση, σε μία προηγούμενη πολιτική ζωή, ένας από τους παρόντες υπουργούς, ο Μαλιάντοβιτς, είχε προσφέρει στον Αντόνοφ καταφύγιο στο σπίτι του. Οι δύο άνδρες αντάλλαξαν βλέμματα αλλά δεν είπαν τίποτα.

Οι Ερυθροφρουροί ήταν έξαλλοι που ο Κερένσκι είχε φύγει προ πολλού. Με την ένταση στα ύψη, ένας φώναξε, «Σκοτώστε όλα τα καθίκια!»

«Δεν θα επιτρέψω καμία πράξη βίας σε βάρος τους,» απάντησε ήρεμα ο Αντόνοφ.

Και με την κουβέντα αυτή, οδήγησε τους υπουργούς έξω, αφήνοντας πίσω τους μισοτελειωμένες διακηρύξεις, με μουτζούρες και διαγραμμίσεις. Ένα τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει.

Ο Σινεγκούμπ παρακολουθούσε από τον διάδρομο. Όταν όλα τέλειωσαν, όταν η κυβέρνηση του είχε φύγει, το καθήκον του είχε τελειώσει, έστριψε ήσυχα και πήγε προς τα έξω, μέσα στην εκτυφλωτική λάμψη των φακών που σάρωναν τον δρόμο. 

Πλιατσικολόγοι έκαναν την δουλειά τους μέσα στον λαβύρινθο των δωματίων. Περιφρονούσαν τα έργα τέχνης, προτιμώντας ρούχα και διάφορα μπιχλιμπίδια. Έριχναν χαρτιά στο πάτωμα και τα ποδοπατούσαν. Καθώς έφευγαν, επαναστάτες στρατιώτες τους έλεγχαν και κατέσχαν τα σουβενίρ τους. «Αυτό είναι το παλάτι του λαού,» τους είπε επιτιμητικά ένας Μπολσεβίκος υπολοχαγός. «Αυτό είναι το παλάτι μας. Δεν κλέβουμε από τον λαό.»

Μία σπασμένη λαβή σπαθιού, ένα κερί. Οι κλέφτες παρέδωσαν την λεία τους. Μία κουβέρτα, ένα μαξιλάρι πολυθρόνας.

Ο Αντόνοφ οδήγησε έξω τους πρώην υπουργούς, όπου τους περίμενε ένα αγριεμένο και ξαναμμένο πλήθος. Στάθηκε προστατευτικά μπροστά από τους κρατούμενους του. «Μην τους χτυπήστε,» αυτός και άλλοι έμπειροι – περήφανοι  Μπολσεβίκοι- επέμειναν. Δεν είναι πρέπον.»

Αλλά ο άγριος θυμός στους δρόμους δεν θα κατευναζόταν τόσο εύκολα. Μετά από κάποιες δύσκολες στιγμές, ήταν από τύχη, όταν ο θόρυβος των κοντινών πολυβόλων προκάλεσε πανικό στον συγκεντρωμένο κόσμο, που ο Αντόνοφ άδραξε την ευκαιρία να τρέξει κατά μήκος της γέφυρας, σπρώχνοντας και τραβώντας τους κρατούμενους του για εγκλεισμό στο Φρούριο του Πέτρου και Παύλου.

Την στιγμή που η πόρτα του κελιού του έκλεινε, ο Μενσεβίκος υπουργός Εσωτερικών Νικίτιν βρήκε στην τσέπη του ένα τηλεγράφημα από την Ουκρανική βουλή.

«Έλαβα αυτό χθες,» είπε και το έδωσε στον Αντόνοφ. «Τώρα είναι δικό σου πρόβλημα.»

Στο Σμόλνι ήταν αυτός ο πεισματάρης Κάμενεφ, μόνιμο πνεύμα αντιλογίας, που ανήγγειλε τα νέα στους αντιπροσώπους: «Οι ηγέτες της αντεπανάστασης που είχαν καταφύγει στα Χειμερινά Ανάκτορα, έχουν συλληφθεί από την επαναστατική φρουρά.» Τα λόγια του ξεσήκωσαν ένα χαρούμενο πανδαιμόνιο.

Ήταν περασμένες οι 3.00 π.μ. αλλά υπήρχε ακόμα δουλειά να γίνει. Για δύο ακόμα ώρες η Διάσκεψη άκουσε αναφορές που έφθαναν σχετικά με μονάδες που τάσσονταν στο πλευρό τους, για στρατηγούς που αποδέχονταν την ηγεσία της MRC. Βέβαια υπήρχε ακόμα αντίδραση. Κάποιος φώναξε να αφεθούν ελεύθεροι οι υπουργοί των Σοσιαλεπαναστατών που ήταν στην φυλακή: ο Τρότσκι τους επέπληξε ως ψευτο- συντρόφους.

Γύρω στις 4.00 π.μ., σε έναν ανάρμοστο επίλογο για την έξοδο του, μία αντιπροσωπεία από την ομάδα του Μάρτοφ επέστρεψε στα μουλωχτά και προσπάθησε να επαναφέρει την πρόταση για μία σοσιαλιστική κυβέρνηση συνεργασίας. Ο Κάμενεφ υπενθύμισε στην αίθουσα ότι εκείνοι που είχαν συμφωνήσει με τον Μάρτοφ στον συμβιβασμό, τώρα είχαν γυρίσει τις πλάτες τους στην πρόταση του. Εντούτοις, πάντα μετριοπαθής, έθεσε στο τραπέζι την καταγγελία των Σοσιαλεπαναστατών και των Μενσεβίκων από τον Τρότσκι με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφύγει πιθανές αντεγκλήσεις  στην περίπτωση που το θέμα ξανάμπαινε σε συζήτηση.

Ο Λένιν δεν επρόκειτο να επιστρέψει στην συνεδρίαση εκείνη την νύχτα. Κατέστρωνε σχέδια. Είχε όμως γράψει ένα έγγραφο που είχε αναλάβει να παρουσιάσει ο Λουνατσάρσκι.

Απευθυνόμενο «Σε όλους τους Εργάτες, Στρατιώτες και Αγρότες,» ο Λένιν ανακήρυσσε την Σοβιετική εξουσία και ανελάμβανε να εισηγηθεί άμεσα μία δημοκρατική ειρήνη. Η γη θα μεταβιβαζόταν στους χωρικούς. Οι πόλεις θα προμηθεύονταν με ψωμί, στα έθνη της αυτοκρατορίας θα προσφερόταν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Όμως ο Λένιν προειδοποίησε ότι η επανάσταση παρέμενε σε κίνδυνο – από το εξωτερικό αλλά και από μέσα.

«Οι Κορνιλοβίτες… καταστρώνουν σχέδια να οδηγήσουν στρατεύματα κατά της Πετρουπολης… Στρατιώτες! Αντισταθείτε στον Κερένσκι, που είναι ένας Κορνιλοβίτης!...Άνδρες των σιδηροδρόμων! Σταματήστε κάθε κλιμάκιο που στέλνει ο Κερένσκι κατά της Πετρούπολης! Στρατιώτες, Εργάτες, Υπάλληλοι! Η τύχη της επανάστασης και της δημοκρατικής ειρήνης βρίσκεται στα χέρια σας!»

Πήρε πολύ χρόνο να διαβαστεί δυνατά ολόκληρο το έγγραφο, καθώς πολύ συχνά η ανάγνωση διακοπτόταν από επευφημίες. Μία πολύ μικρή λεκτική παραλλαγή διασφάλισε την συγκατάθεση της αριστερής πτέρυγας των Σοσιαλεπαναστατών. Μία απειροελάχιστη ομάδα Μενσεβίκων απείχε, ανοίγοντας τον δρόμο για την συμφιλίωση ανάμεσα στους αριστερούς του Μάρτοφ και τους Μπολσεβίκους. Δεν είχε καμία σημασία. Στις 5.00 π.μ. της 26ης Οκτωβρίου, το μανιφέστο του Λένιν είχε ψηφιστεί με συντριπτική πλειοψηφία.

Μία βοή ακούστηκε. Ο αντίλαλος της ξεθώριασε καθώς η σπουδαιότητα του μανιφέστου γινόταν σιγά σιγά ξεκάθαρη. Άνδρες και γυναίκες κοιτούσαν ο ένας τον άλλο. Κι αυτό είχε περάσει. Κι αυτό είχε τελειώσει.

Η επαναστατική κυβέρνηση είχε εξαγγελθεί.

Η επαναστατική κυβέρνηση είχε εξαγγελθεί και αυτό ήταν αρκετό για μία νύχτα. Ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό για μία πρώτη συνεδρίαση.

Σίγουρα.

Εξαντλημένοι, μεθυσμένοι από την ιστορία, με τα νεύρα τεντωμένα σαν χορδές, οι αντιπρόσωποι της Δεύτερης Διάσκεψης των Σοβιέτ βγήκαν σκουντουφλώντας από το Σμόλνι. Ήταν σαν να αποφοιτούσαν από το λύκειο προς μία νέα ιστορική στιγμή, ένα νέο είδος πρώτης ημέρας, με κυβέρνηση των εργατών, ένα πρωινό σε μία νέα πόλη, την πρωτεύουσα του κράτους των εργατών.

Προχώρησαν μέσα στο χειμωνιάτικο πρωινό, κάτω από έναν μουντό ουρανό που σιγά σιγά καθάριζε.

Ετικέτες