Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 14 του περιοδικού "Κόκκινο" τον περασμένο Φλεβάρη και αναλύει τις πτυχές της κλιματικής κρίσης, παρουσιάζει τις αναδυόμενες απαντήσεις εντός των πλαισίων του συστήματος (μεταξύ «μαύρης» και «πράσινης» ανάπτυξης), για να υπογραμμίσει την ανάγκη μιας αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής οικολογικής στρατηγικής. Το αναδημοσιεύουμε σε μια συγκυρία που αυτή η συζήτηση παραμένει ανοιχτή, είτε με αφορμή κινηματικές αντιστάσεις και διεργασίες, είτε με πρωτοβουλίες των "από πάνω".

Η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής και οι αγώνες που εξελίσσονται γύρω από αυτή δεν αποτελούν κάτι νέο, ούτε βεβαίως ξεκίνησαν με τον Αλ Γκόρ, την Γκρέτα Τούνμπεργκ και το μαθητικό κίνημα Fridays For Future. Φυσικά, καθώς οι συνέπειες του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής καθίστανται ολοένα και πιο εμφανείς και η αντιμετώπισή τους επείγουσα, επεκτείνεται αντίστοιχα και η ανάδειξη του προβλήματος από τα συστημικά ηλεκτρονικά και έντυπα ΜΜΕ και η συνακόλουθη απήχησή του σε ολοένα και ευρύτερα κοινωνικά ακροατήρια. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι αποτελεί το κεντρικότερο, παγκόσμιας διάστασης, ζήτημα των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα, το οποίο πλέον κινητοποιεί τόσο συστημικές όσο και κινηματικές και πολιτικά αντισυστημικές δυνάμεις. Βεβαίως, στην Ελλάδα, ίσως όχι περιέργως, εμφανίζονται και κάποιες ιδιαιτερότητες.

Εισαγωγικά, ας σημειώσουμε ότι στο συστημικό πολιτικό στρατόπεδο, σε αδρές γραμμές, η διαχωριστική διαμορφώνεται μεταξύ δύο πόλων. Ο πρώτος αφορά ένα σημαντικό τμήμα της συντηρητικής δεξιάς και της νεοφιλελεύθερης δεξιάς-ακροδεξιάς και ιδιαίτερα του ταχέως αναπτυσσόμενου διεθνούς τμήματος των σκληρά νεοφιλελεύθερων και ακροδεξιών πολιτικών «εθνικής προτεραιότητας», που επιχειρούν είτε να υποβαθμίσουν την κρισιμότητα του θέματος, είτε το αρνούνται ολοκληρωτικά, με αποτέλεσμα να φθάνουν έως και στην υιοθέτηση θεωριών συνομωσίας, ιδιαίτερα προσφιλών στη ρητορική και στα ακροατήριά τους. Στον δεύτερο πόλο έχει διαμορφωθεί ένα αντίπαλο στρατόπεδο, με πλήθος διαφοροποιήσεων, που εκτείνεται από τη φιλελεύθερη δεξιά, τη σοσιαλδημοκρατία και τα πράσινα κόμματα στη βάση της επείγουσας προσαρμογής του καπιταλισμού στην ανάγκη αντιμετώπισης της απειλής της κλιματικής αλλαγής μέσω ενός κύματος πράσινων μεταρρυθμίσεων. Φυσικά, τα παραπάνω ισχύουν σε πολύ αδρές γραμμές και κυρίως στις χώρες του καπιταλιστικά αναπτυγμένου Βορρά, καθώς υπάρχουν πολλές ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα η παραπάνω σχηματική απεικόνιση δεν μπορεί να περιλάβει τις κυρίαρχες τάσεις και κρατικές πολιτικές πετρελαιοπαραγωγών χώρων της Μέσης Ανατολής, ορισμένων της Λατινικής Αμερικής, της Ρωσίας κ.α., αλλά σε κάθε περίπτωση σκιαγραφεί τις παγκόσμιες συστημικές πολιτικές τάσεις.

Στο επίπεδο της κίνησης μερίδων του κεφαλαίου, επίσης εισαγωγικά και σε πολύ αδρές γραμμές, αφενός μεν διατάσσεται η απόλυτα κυρίαρχη, από πλευράς οικονομικής και πολιτικής ισχύος, μερίδα του συμπλέγματος των εταιρειών ορυκτών καυσίμων, αφετέρου δε τοποθετούνται μερίδες της πράσινης τεχνολογικής καινοτομίας και των πράσινων επενδύσεων. Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι αποτελεί συχνότατο φαινόμενο πολυεθνικοί όμιλοι, αλλά ακόμα και ολόκληροι τομείς και κλάδοι, που άλλοτε ήταν απόλυτα προσδεδεμένοι στα ορυκτά καύσιμα, σήμερα να δραστηριοποιούνται και στις δύο κατευθύνσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο πανίσχυρος τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας. Σε πολλές, βέβαια, περιπτώσεις πρόκειται και για το γνωστό φαινόμενο του «greenwashing»,[1] το οποίο έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις. Αυτό συνίσταται στην προσπάθεια μεγάλων εταιρειών, μέσω διαφημιστικών καμπανιών, να καλλιεργήσουν ένα προφίλ περιβαλλοντικής υπευθυνότητας, προβάλλοντας «δήθεν» και σε πολλές περιπτώσεις απολύτως ψευδώς, φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές, οικολογικά προϊόντα και «πράσινες» πολιτικές εντελώς παραπλανητικά προκειμένου να αυξήσουν τις πωλήσεις τους, είτε να αποπροσανατολίσουν σε σχέση με τις πραγματικά καταστροφικές περιβαλλοντικά δραστηριότητές τους. Ενδεικτικό παράδειγμα για την εγχώρια πραγματικότητα είναι αυτό της Ελληνικός Χρυσός (Eldorado Gold), που βομβάρδισε πριν λίγους μήνες τα ΜΜΕ με διαφημιστικές καταχωρήσεις για τις φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές της[2] και μάλιστα βραβεύτηκε στην κατηγορία «Προστασία οικοσυστημάτων και βιοποικιλότητα –Bravo Sustainability Awards– τον περασμένο Δεκέμβριο στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών![3] Επιστρέφοντας στην αρχική παρατήρηση, με μια πρώτη ματιά, η δραστηριοποίηση και στις δύο κατευθύνσεις (μαύρη και πράσινη ανάπτυξη) μπορεί να φαντάζει οξύμωρη, αλλά κάθε άλλο παρά γι’ αυτό πρόκειται. Από την ίδια την κίνηση του κεφαλαίου μπορούμε να κατανοήσουμε ποιο είναι το πραγματικό αντικείμενο των συστημικών πολιτικών αντιπαραθέσεων, που αφορά τη χρονικότητα, το βαθμό και το ρυθμό της προσαρμογής, που με τη σειρά τους καθορίζουν τεκτονικές εσωτερικές ανακατατάξεις και ταυτόχρονα επιδρούν ρυθμιστικά στον επιμερισμό κοστών και κερδών, καθώς επίσης και στη δυναμική κατανομή τους στο παρόν και στο μέλλον. Με άλλα λόγια, η μετάβαση και οι μετασχηματισμοί είναι παρόντες, αυτό που κρίνεται είναι εάν θα πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο και με τους όρους του συστήματος και άρα σε βαθμό και σε είδος που διασφαλίζει τη δική του ευστάθεια ή ενάντια σε αυτό, στο πλαίσιο των συλλογικών κοινωνικών αναγκών, διακύβευμα που καθορίζει με τη σειρά του και το ποιοι/ες θα επωμιστούν τα κόστη (οικονομικά, κοινωνικά, περιβαλλοντικά) της μετάβασης, καθώς και πώς θα διαμορφωθεί η νέα κατάσταση δυναμικής «ισορροπίας», όπου το ενδεχόμενο της βαρβαρότητας δεν είναι σε καμιά περίπτωση εκ προοιμίου αποκλεισμένο.    

Μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις εκατομμυρίων ανθρώπων ανά την υφήλιο στις 20 του περασμένου Σεπτέμβρη, παγκόσμια ημέρα δράσης για την κλιματική αλλαγή, η οποία ορίστηκε ενόψει της Συνόδου Κορυφής του ΟΗΕ για τη Δράση για το Κλίμα στις 23 Σεπτέμβρη,[4] ακολούθησε η 25η Διάσκεψη των Συμβαλλόμενων Μερών της Σύμβασης Πλαισίου των ΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή στη Μαδρίτη (COP 25 UNFCCC[5]). Αμφότερες κατέληξαν σε φιάσκο, διαπίστωση κοινή τόσο για την επιστημονική κοινότητα και τους/τις ακτιβιστές/στριες, αλλά και για τις ΜΚΟ και τον παγκόσμιο αστικό τύπο.[6] Χαρακτηριστική ήταν η δήλωση του Γενικού Γραμματέα των ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτίερες: «Είμαι απογοητευμένος από τα αποτελέσματα της COP25[7]». Τίποτα νέο, τα παραπάνω ναυάγια αποτελούν μόνιμη επωδό εδώ και σχεδόν 30 χρόνια διαπραγματεύσεων των ισχυρών του κόσμου από το 1992 και τη Διάσκεψη των ΗΕ στο Ρίο.

Τα τελευταία χρόνια σημείο αναφοράς αποτελεί η πολυδιαφημισμένη συμφωνία του Παρισιού (COP21) στην οποία, εκτός του γεγονότος ότι απουσιάζει παντελώς ο όρος «ορυκτά καύσιμα» στο 32 σελίδων κείμενο συμφωνίας, προβλέπεται, παράλληλα, αύξηση των συνολικών παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου GHGs έως το 2030, ενώ οι φιλόδοξοι στόχοι του αποτελούν απλώς αόριστες δηλώσεις καλών προθέσεων, που χρονικά τοποθετούνται μετά τα μέσα του αιώνα.

Τον ερχόμενο Νοέμβριο ακολουθεί ακόμη μια Διάσκεψη των «από πάνω» στη Γλασκώβη (COP26), η οποία θα αποτελέσει για ακόμα μια φορά πόλο έλξης για τα κινήματα και ευκαιρία για την προώθηση μιας ριζοσπαστικής ατζέντας για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής, πέρα και ενάντια από τα όρια των συμφερόντων του συστήματος.

Φαινόμενο του Θερμοκηπίου και αέρια του θερμοκηπίου

Συχνά παρατηρείται μια σύγχυση όρων μεταξύ του φαινομένου του θερμοκηπίου και αυτού που ονομάζουμε κλιματική αλλαγή (climate change), είτε υπερθέρμανση του πλανήτη (global warming),[8] αλλά δεν πρόκειται για το ίδιο φαινόμενο.

Το φαινόμενο του θερμοκηπίου είναι ένα φυσικό φαινόμενο απόλυτα ζωτικό για την ανάπτυξη και την εξέλιξη της ζωής στον πλανήτη και οφείλεται στην ύπαρξη της ατμόσφαιρας της γης. Εάν δεν υπήρχε το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας της γης θα ήταν -18o C αντί των περίπου 15o C που είναι σήμερα. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά βάση συνίσταται στις ιδιότητες ορισμένων αεριών της ατμόσφαιρας να είναι διαφανή στην εισερχόμενη ηλιακή ακτινοβολία, αδιαφανή όμως σε αυτή που επανεκπέμπεται από τη γη. Συγκεκριμένα, μεγάλο μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας φθάνει στη γη ως ορατή ακτινοβολία, από αυτή το 30% περίπου ανακλάται πίσω στο διάστημα από την ξηρά, τις υδάτινες επιφάνειες, αλλά και την ατμόσφαιρα, ενώ το υπόλοιπο απορροφάται και τελικά επανεκπέμπεται, όχι πλέον με τη μορφή ορατής, αλλά υπέρυθρης ακτινοβολίας. Τα αέρια Ν2 και Ο2, που αποτελούν το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της ατμόσφαιρας (αθροιστικά περίπου 99,03% σε κατ’ όγκο περιεκτικότητα), δεν συμβάλλουν στην απορρόφηση ή στην εκπομπή θερμικής ακτινοβολίας. Επομένως αυτά που διαδραματίζουν αυτόν τον καθοριστικό ρόλο είναι τα αέρια του θερμοκηπίου (Greenhouse Gases GHG’s). Τα κυριότερα από αυτά είναι: α) οι υδρατμοί (αέρια φάση του νερού), β) το διοξείδιο του άνθρακα CO2, γ) το μεθάνιο CH4, δ) το όζον O3, ε) τα οξείδια του αζώτου ΝΟχ, και στ) οι χλωροφθοράνθρακες CFC’s που έχουν απόλυτα «ανθρωπογενή» προέλευση. Στην παρακάτω εικόνα (1) αποτυπώνεται απεικονιστικά το ισοζύγιο ενέργειας του πλανήτη. Το ποσό της εισερχόμενης ηλιακής ακτινοβολίας που απορροφάται, βρίσκεται σε ισορροπία με την εξερχόμενη θερμική ακτινοβολία που εκπέμπεται από την επιφάνεια και την ατμόσφαιρα.  

Εικόνα 1. Το ενεργειακό ισοζύγιο του συστήματος Γη-ατμόσφαιρα. Πηγή: Ahrens et al 2016.[9]

Το κλιματικό σύστημα είναι προφανώς εξαιρετικά πολύπλοκο με πλήθος παραμέτρων, μέχρι του σημείου που συχνά χαρακτηρίζεται έως και χαοτικό. Ακόμη και η περιγραφή της παραπάνω εικόνας θα απαιτούσε έκταση η οποία εκφεύγει της οικονομίας του συγκεκριμένου άρθρου. Παρά ταύτα, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε το βασικό χαρακτηριστικό του φαινομένου του θερμοκηπίου, αν παρατηρήσουμε ότι από τις -117 θερμικές μονάδες που εκπέμπονται από την επιφάνεια της γης ως υπέρυθρη ακτινοβολία (κόκκινα κυματοειδή βελάκια) στην αριστερή πλευρά της εικόνας, οι +111 δεσμεύονται στην ατμόσφαιρα από τα αέρια του θερμοκηπίου και μόλις -6 διαφεύγουν στο διάστημα, ενώ στη δεξιά πλευρά βλέπουμε ότι -96 από αυτά επανεκπέμπονται προς τη γη με τη μορφή υπέρυθρης ακτινοβολίας, παράγοντας επί της ουσίας το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

Προκειμένου να διατηρείται η θερμοκρασία του πλανήτη σταθερή, αυτό το ενεργειακό ισοζύγιο δεν πρέπει να διαταράσσεται. Η αύξηση της συγκέντρωσης του CO2 διαταράσσει αυτό το ισοζύγιο της ακτινοβολίας (προσωρινά η εισερχόμενη ενέργεια μεγαλύτερη από την εξερχόμενη) και οδηγεί στην υπερθέρμανση της επιφάνειας της γης, λόγω της ενίσχυσης του φαινομένου του θερμοκηπίου, η οποία μάλιστα ενισχύεται, αν συνυπολογίσουμε τους μηχανισμούς ανάδρασης (θετικής ανατροφοδότησης), δηλαδή τη μεταβολή ενός πλήθους άλλων παραγόντων (π.χ. υδρατμοί στην ατμόσφαιρα, νέφη, χιονοκάλυψη), προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη μεταβολή της θερμοκρασίας, προκειμένου να επιτευχθεί ένα νέο σημείο ισορροπίας του ισοζυγίου ενέργειας, τώρα σε υψηλότερη μέση θερμοκρασία.

Μεταξύ των προαναφερθέντων GHG’s να αναφέρουμε ότι οι υδρατμοί που αποτελούν το πιο άφθονο αέριο του θερμοκηπίου, μεταβάλλονται κυρίως μέσω των μηχανισμών ανάδρασης, ενώ παρουσιάζουν πολύ ισχυρές πολλαπλές διακυμάνσεις σε κάθε κλίμακα, όπως είναι κατανοητό και από την καθημερινή μας εμπειρία. Αντίθετα, τα υπόλοιπα αέρια του θερμοκηπίου παρουσιάζουν σταθερές συγκεντρώσεις (εξαιρουμένης της ανθρώπινης παρέμβασης) στην ατμόσφαιρα στις χρονικές κλίμακες της ανθρώπινης δραστηριότητας, ενώ οι μεταβολές σε μακρές κλίμακες χρόνου χιλιάδων ή εκατομμυρίων ετών (γεωλογικός χρόνος-παλαιοκλιματολογία) αφορούν τη φυσική μεταβλητότητα του κλίματος που δεν αφορά αποδεδειγμένα, με κανέναν τρόπο, το παρόν πρόβλημα της «ανθρωπογενούς» υπερθέρμανσης του πλανήτη (το σχήμα 2 είναι  διαφωτιστικό). 

Πολύ σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι η αύξηση του CO2 ευθύνεται περίπου για το 63% της υπερθέρμανσης, του μεθανίου CH4 για το 19% και του υποξειδίου του αζώτου για το 6% αντίστοιχα. Πέρα από την καύση των ορυκτών καυσίμων, μερικές από τις κυριότερες δραστηριότητες που συμβάλουν στην αύξηση των GHG’s, είναι η αποψίλωση των δασών και οι αλλαγές στις χρήσεις γης, η αύξηση της κτηνοτροφίας (εκπομπές CH4), η χρήση αζωτούχων λιπασμάτων στη γεωργία και τα φθοριούχα αέρια (χρησιμοποιούνται ως ψυκτικά μέσα, διαλύτες κλπ).

Σχήμα 1: Συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα σε ppm τα τελευταία 800.000 έτη. Πηγή NASA.[10]

Τα επίπεδα της μέσης συγκέντρωσης του CO2 στην ατμόσφαιρα κατά την προβιομηχανική περίοδο (1780)  κυμαίνονταν στα 277 ppm (parts per million -μέρη στο εκατομμύριο), ενώ όπως φαίνεται στο παραπάνω (σχήμα 1), ποτέ δεν ξεπέρασαν τα 300ppm τα τελευταία 800.000 χρόνια! Σήμερα, ξεπερνούν τα 411ppm[11] που συνεπάγεται μια αύξηση από την προβιομηχανική περίοδο της τάξης του 48%! Την τελευταία φορά που τα επίπεδα του CO2 ήταν τόσο υψηλά ήταν πριν από περισσότερο από 3 εκατ. χρόνια, όταν η μέση θερμοκρασία ήταν 2-3ο C υψηλότερη από τα προβιομηχανικά επίπεδα και η στάθμη της θάλασσας 15-25m υψηλότερη από τη σημερινή.[12] Βέβαια την περίοδο εκείνη δεν υπήρχε όχι μόνο ο Homo Sapiens, δεν είχαν εμφανισθεί καν το γένος Homo. Βεβαίως η ανάπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού συμπίπτει με την έλευση της Ολοκαίνου εποχής 11.500 χρόνια πριν και το τέλος της ύστερης παγετώδους περιόδου. Το επίσης ενδιαφέρον στοιχείο στο παραπάνω σχήμα (1) είναι ότι οι έντονες διακυμάνσεις που παρατηρούνται, είναι της τάξης των 100.000 ετών, ενώ τα σημερινά φαινόμενα αφορούν μια περίοδο 200 και κάτι ετών, που δεν μπορούν να αποτυπωθούν στον οριζόντιο άξονα (του χρόνου) παρά με ένα σημείο το (0). Στον  κατακόρυφο βέβαια των συγκεντρώσεων CO2 συμβαίνει το αντίθετο, κατακόρυφη άνοδος τεράστιας κλίμακας, πέρα από κάθε φυσική μεταβολή, σε κλίμακα γεωλογικού χρόνου. Στην κλίμακα του γεωλογικού χρόνο το χρονικό διάστημα από το 1780 μέχρι σήμερα στην πράξη προσεγγίζει το μηδέν.

Σχήμα 2: Διακύμανση της μέσης θερμοκρασίας και της μέσης συγκέντρωσης CO2 στην ατμόσφαιρα τα τελευταία 800.000 χρόνια. Πηγή: Ben Henley & Nerilie Abram.[13]

Στο σχήμα 2, όπου απεικονίζεται η μεταβολή της μέσης θερμοκρασίας της γης (μπλε καμπύλη) τα τελευταία 800.000 χρόνια συναρτήσει της συγκέντρωσης CO2 του άνθρακα στην ατμόσφαιρα (κόκκινη καμπύλη), παρατηρούμε δια γυμνού οφθαλμού ότι υπάρχει μια συσχέτιση των διακυμάνσεών τους.[14] Οι διακυμάνσεις τους ακολουθούν μια «παράλληλη» σε αδρές γραμμές πορεία. Παρατηρώντας όμως το παρόν, δηλαδή το σημείο μηδέν (0), στο οποίο απεικονίζεται η μεταβιομηχανική περίοδος, παρατηρούμε μια πλήρη αποτοίχιση των δύο μεγεθών με τη συγκέντρωση του CO2 να έχει εκτοξευτεί σε δυσθεώρητα επίπεδα και βεβαίως η μέση θερμοκρασία να μην έχει ακολουθήσει. Αυτό δείχνει αφενός ότι η μεταβολή είναι τόσο ταχεία (τεραστίου μεγέθους και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα), που προφανώς το κλιματικό σύστημα δεν έχει προλάβει ακόμη να αντιδράσει σε αυτή, ώστε να ενεργοποιηθούν και να δράσουν σε πλήρη έκταση οι μηχανισμοί ανάδρασης και το σύστημα να ισορροπήσει. Αυτή ακριβώς η εικόνα είναι που αφενός απεικονίζει την έκταση της παρέμβασης που έχει ήδη προκληθεί και αφετέρου τα απειλητικά ενδεχόμενα για το τι μπορεί να ακολουθήσει.   

Η παρούσα κατάσταση

Η επιστημονική έρευνα που διεξάγεται σε όλους τους τομείς που άπτονται της κλιματικής αλλαγής, αυξάνεται εκθετικά τις τελευταίες δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Συνεπώς, επιστημονικά άρθρα, εκθέσεις και μελέτες δημοσιεύονται πλέον με ταχύτατους ρυθμούς. Προκειμένου να δώσουμε μια περιεκτική και σύντομη εικόνα της παρούσας κατάστασης, θα επιλέξουμε να αναφερθούμε, όχι βέβαια αποκλειστικά, στις εκθέσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) αφενός λόγω του γεγονότος ότι αποτελούν την επιστημονική βάση για τη χάραξη διεθνών πολιτικών και αφετέρου διότι στηρίζονται στη συναίνεση, δηλαδή στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της επιστημονικής κοινότητας, με αποτέλεσμα τα στοιχεία και οι εκτιμήσεις των διαφόρων μοντέλων και προβολών να θεωρούνται μάλλον μετριοπαθή ή και συντηρητικά. Πέραν αυτών, οι εκθέσεις της IPCC είναι αποτέλεσμα πολυετούς δουλειάς πλειάδας επιστημόνων. Για παράδειγμα η 5η και τελευταία έκθεση για την κλιματική αλλαγή που δημοσιεύτηκε το 2014 (τα τμήματά της σταδιακά από το 2013), ήταν αποτέλεσμα της δουλειάς πάνω από 830 κύριων συγγραφέων από 80 χώρες και πάνω από 1.000 επιστημόνων με συμβολές, ενώ η διαδικασία περιλάμβανε την αξιολόγηση πάνω από 30.000 επιστημονικών εργασιών.[15] Η επόμενη 6η έκθεση της IPCC για την εξέλιξη και την αξιολόγηση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να αρχίσει σταδιακά να δημοσιεύεται (ανά ομάδες εργασίας) από το 2021 και να ολοκληρωθεί με την τελική σύνθεση το 2022. Ως εκ τούτου, θα στηριχτούμε στα στοιχεία της προηγούμενης 5ης έκθεσης, καθώς επίσης και μιας ειδικής έκθεσης που αφορά το στόχο του περιορισμού της παγκόσμιας θερμοκρασίας στους 1,5ο C –Global Warming of 1,5ο Cπου δημοσιεύτηκε το 2019. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι οι εκθέσεις της IPCC κινούνται σε ένα απολύτως αστικό πλαίσιο και αυτό αποτυπώνεται στις προτεινόμενες στρατηγικές και στα μέσα προσαρμογής (adaptation) και μετριασμού (mitigation) που προτείνονται. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα της 5ης έκθεσης: «Τα κλιματικά μοντέλα προϋποθέτουν μια οικονομία της αγοράς, που να λειτουργεί πλήρως, και ανταγωνιστικούς μηχανισμούς της αγοράς». Παρά ταύτα η βάση και τα στοιχεία στο επίπεδο των φυσικών επιστημών (1η ομάδα εργασίας), στα οποία κατά κόρον αναφερόμαστε, αποτελούν ένα αναγνωρισμένο έδαφος αναφοράς.

Στην 5η έκθεση[16] του 2014 δηλώνεται ρητά ότι «Η IPCC είναι 95% βέβαιη [αυτό πρακτικά σημαίνει απόλυτη βεβαιότητα] ότι ο άνθρωπος είναι η κύρια αιτία της παρούσας υπερθέρμανσης του πλανήτη». Ορισμένα ενδεικτικά και κομβικά στοιχεία που αναφέρονται στην έκθεση, είναι: α) κάθε μια από τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες ήταν διαδοχικά η θερμότερη από το 1850, β) στο βόρειο ημισφαίριο το προηγούμενα 30 έτη ήταν τα θερμότερα των τελευταίων 1.400 ετών, γ) τα παγκόσμια θερμοκρασιακά δεδομένα δείχνουν μια μέση άνοδο της θερμοκρασίας 0,85ο C (1880-2012) με τη συμβολή των φυσικών παραγόντων αμελητέα, αφού κυμαίνεται μεταξύ -0,1ο C και +0,1ο C και δ) οι ατμοσφαιρικές συγκεντρώσεις τριών εκ των αερίων του θερμοκηπίου, διοξειδίου του άνθρακα (CO2), μεθανίου (CH4) και υποξειδίου του αζώτου (N2O), έχουν αυξηθεί σε πρωτοφανή επίπεδα, τουλάχιστον για τα προηγούμενα 800.000 χρόνια, με ποσοστά αύξησης σχετικά με τα προβιομηχανικά επίπεδα (1750), 40%, 150% και 20% αντίστοιχα. Οι συνολικές ανθρωπογενείς εκπομπές CO2 από την προβιομηχανική περίοδο 1750 έως το 2011 ανέρχονται στους 545 GtC[17] με το μεγαλύτερο ποσοστό να προέρχεται από την καύση των ορυκτών καυσίμων (365 GtC), ενώ η αποδάσωση και άλλες αλλαγές στις χρήσεις γης ευθύνονται για έκλυση 180 GtC.

Στην έκθεση αναπτύσσονται τέσσερα σενάρια (RCPs) βάσει των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέχρι το 2100.[18] Το πρώτο σενάριο (RCP2.6) ανταποκρίνεται στον περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας κάτω από τους 20 C, προκείμενου να αποφευχθούν οι καταστροφικές συνέπειες της καλπάζουσας κλιματικής αλλαγής. Στην κατεύθυνση που κινούμαστε σήμερα –σενάριο RCP8.5, «business as usual»– η άνοδος μπορεί να φθάσει έως και τους 5,30 C, με μέσο όρο τους 4,30 C. Σε αυτό το σημείο είναι σκόπιμο να σημειώσουμε ότι αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη π.χ. κατά 20 C δεν σημαίνει ότι αυτό θα γίνει ισομερώς και με ίση κατανομή στο χώρο και στο χρόνο –δηλαδή ανά εποχή, κλιματική ζώνη, περιοχή κλπ. Για παράδειγμα, η αύξηση της έντασης ή της έκτασης όλων των ακραίων φυσικών φαινομένων (ξηρασίες, κυκλώνες, καύσωνες κλπ) σημαίνει ότι σε ένα επεισόδιο καύσωνα στην Ανατολική Μεσόγειο η αύξηση του μέγιστου της θερμοκρασίας, σε σχέση με το παρελθόν, μπορεί να έχει έναν πολλαπλασιαστή 3, δηλαδή η διαφορά να ανέλθει στους 60 C. Επιστρέφοντας στο πρώτο σενάριο RCP2.6, οι σωρευτικές εκπομπές CO2 επιβάλλεται να περιοριστούν περίπου στους 800 GtC. Εάν αφαιρέσουμε αυτές που έχουν ήδη ιστορικά «δαπανηθεί», «απομένουν» συνολικά περίπου 269 GtC, ώστε να μην υπερβούμε το σωρευτικό ισοζύγιο άνθρακα. Καταναλώνοντας μόνο τα ήδη γνωστά και οικονομικά εκμεταλλεύσιμα αποθέματα ορυκτών καυσίμων, θα εκλύαμε πάνω από 800 GtC[19] στην ατμόσφαιρα. Συνεπώς, γίνεται σαφές ότι πάνω από το 66% αυτών πρέπει να παραμείνουν στο έδαφος.

H υπέρβαση του κατωφλίου των 2ο C οδηγεί στην καλπάζουσα κλιματική αλλαγή, ενεργοποιώντας και μηχανισμούς θετικής ανάδρασης, δηλαδή «ανατροφοδότησης» όπως είναι η απελευθέρωση μεθανίου από τον Αρκτικό ωκεανό ή το μόνιμα παγωμένο έδαφος. Άνοδος μεταξύ 2.7- 3o C θα διαταράξει τον κύκλο του άνθρακα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να  μετατρέψει τα χερσαία οικοσυστήματα σε μια καθαρή πηγή έκλυσης CO2.[20]

Σχήμα 3: Απεικονίζονται οι καμπύλες των σεναρίων (RCPs) βάσει της εξέλιξης των συνολικών ετήσιων εκπομπών CO2 -κάθετος άξονας- από το 1980 έως το 2100. Με τις μαύρες κουκίδες απεικονίζεται η εξέλιξη των σημερινών εκπομπών μέχρι την εκτίμηση του 2012 (κόκκινη τελεία), δείχνοντας ότι βαδίζουμε στο χειρότερο δυνατό σενάριο - RCP8,5 -. Στο τέλος κάθε καμπύλης σεναρίου αναγράφεται το εύρος της αναμενόμενης αύξησης της μέσης θερμοκρασίας το 2100.[21]

Το παραπάνω διάγραμμα είναι του 2013, παρά ταύτα πέρα από το γεγονός ότι περιλαμβάνει πληθώρα στοιχείων μαζί με κόμβους των πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, δείχνει ότι σήμερα (2020) θα έπρεπε σύμφωνα με το σενάριο  RCP3, που περιορίζει την άνοδο της μέση θερμοκρασίας κάτω από τους 2o C μέχρι το 2100, να είχε αρχίσει ήδη η ταχεία αποκλιμάκωση των εκπομπών CO2 στο σημείο τομής της κάθετης στον οριζόντιο άξονα γραμμής (προέβλεπε την προβλεπόμενη αρχή της συμφωνίας που θα διαδεχόταν το Κιότο) που τέμνει όλες τις καμπύλες των σεναρίων. Αντίθετα το 2018 οι εκπομπές CO2 ανήλθαν στους 37GtCO2, δηλαδή κοντά στο σημείο τομής της κάθετης γραμμής με την καμπύλη του χειρότερου σεναρίου RCP8,5.

Στην πρόσφατη έκθεση της IPCC του 2019,[22] που περιορίζεται βέβαια στην εξέταση του στόχου συγκράτησης της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας στους 1,5ο C, επιβεβαιώνονται πλήρως τα δυσοίωνα σενάρια για την κατεύθυνση στην οποία κινούμαστε, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο.

Οι ανθρώπινες δραστηριότητες εκτιμάται ότι έχουν προκαλέσει περίπου 1οC  υπερθέρμανσης του πλανήτη, πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, ενώ ο ρυθμός ανόδου της θερμοκρασίας, σήμερα, είναι της τάξης των 0,2οC ανά δεκαετία (ibid., p. 4). Η υπερθέρμανση από τις ανθρωπογενείς εκπομπές από την προβιομηχανική περίοδο έως σήμερα θα εξακολουθήσει για αιώνες έως χιλιετίες, προκαλώντας μακροπρόθεσμες αλλαγές στο κλιματικό σύστημα (ibid., p. 5). Σύμφωνα με τα μοντέλα, προκειμένου να μην υπάρξει ή να υπάρξει περιορισμένη υπέρβαση του κατωφλίου των 1,5οC απαιτείται καθαρή μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών CO2 κατά 45% έως το 2030, σε σχέση με τα επίπεδα του 2010, και εκμηδενισμός τους το 2050 (ibid., p. 12). Εάν η άνοδος της θερμοκρασίας εξακολουθήσει με τους σημερινούς ρυθμούς, θα φθάσουμε στην ανθρωπογενή παγκόσμια υπερθέρμανση των 1,5οC περίπου στο 2040 (ibid., p. 81). Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος των 1,5οC, οι εκπομπές CO2 από τη βιομηχανία πρέπει να είναι 65-90% χαμηλότερες το 2050 σε σχέση με αυτές του 2010 (ibid., p. 15). Ιδιαίτερη σημασία έχει η ρητή αναφορά στη Συμφωνία του Παρισιού και στις κρατικές πολιτικές όπως αυτές εφαρμόζονται μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, τονίζεται ότι οι εκτιμήσεις για τις παγκόσμιες εκπομπές σύμφωνα με τα εθνικά προγράμματα μετριασμού, όπως αυτά έχουν κατατεθεί στη συμφωνία του Παρισιού, θα οδηγήσουν σε παγκόσμιες εκπομπές αερίων το 2030 της τάξης των 52-58 GtCO2. Συνεπώς, ακόμα και εάν μετά το 2030 εφαρμοστούν πολύ φιλόδοξες μειώσεις στις εκπομπές, δεν μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος του περιορισμού της παγκόσμιας υπερθέρμανσης στους 1,5οC (ibid., p. 18).

Σε θεματική έκθεση και πάλι της IPCC του 2019[23] που αφορά στους ωκεανούς και την κρυόσφαιρα, τονίζεται ότι είναι απολύτως βέβαιο ότι οι ωκεανοί θερμαίνονται με αμείωτο ρυθμό από το 1970, έχοντας απορροφήσει περισσότερο από το 90% της επιπρόσθετης ενέργειας του κλιματικού συστήματος. Από το 1993 ο ρυθμός θέρμανσης των ωκεανών έχει υπερδιπλασιαστεί. Οι ωκεανοί έχουν απορροφήσει περίπου 30% των συνολικών ανθρωπογενών εκπομπών CO2. Βεβαίως, καθώς οι ωκεανοί θερμαίνονται, έχουν μικρότερη ικανότητα διάλυσης (απορρόφησης) CO2.  Παράλληλα, απορροφώντας περισσότερο CO2, υπέστησαν αυξανόμενη επιφανειακή οξίνιση (ibid., p. 15). Η οξίνιση των ωκεανών αφορά το γεγονός ότι το ph τους γίνεται πιο όξινο και συγκεκριμένα έρευνες εκτιμούν ότι, από την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης έως σήμερα, η μεταβολή αυτή ανέρχεται στο 23%, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τη θαλάσσια έμβια ζωή. Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο είναι ότι το αρκτικό και βόρειο μόνιμα παγωμένο έδαφος περιέχει (εγκλωβισμένους) 1.460-1.600 Gt οργανικού άνθρακα, σχεδόν διπλάσιους από εκείνους της ατμόσφαιρας (ibid., p. 15). Ο διάλογος για το αν ακόμα και σήμερα οι περιοχές που καλύπτονται από μόνιμα παγωμένο έδαφος, απελευθερώνουν μεθάνιο, καθώς λιώνουν, έχει ήδη ξεκινήσει.

Βέβαια, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δεν είναι οριζόντιες. Αντίθετα πλήττουν με μεγαλύτερη ένταση τα δις των φτωχών του παγκόσμιου Νότου που έχουν εξαιρετικά μικρότερη συμμετοχή στις αιτίες πρόκλησής της, καθώς ιστορικά το 75% της κλιματικής αλλαγής οφείλεται στις αναπτυγμένες χώρες. Επίσης όμως πλήττει και απειλεί τους/τις εργαζόμενους/ες και τη συντριπτική πλειοψηφία των υποτελών τάξεων του καπιταλιστικά αναπτυγμένου Βορρά, λόγω των λιγότερων μέσων που διαθέτουν για την αντιμετώπισή της π.χ. α) περιοχές κατοικίας (έλλειψη πρασίνου, ρύπανση και απειλές από ακραία καιρικά φαινόμενα κλπ), β) συνθήκες εργασίας, γ) υποδομές διαβίωσης, δ) ενεργειακή φτώχεια, δ) έλλειψη δημόσιων υποδομών και πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες (ύδρευση, υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας), καθώς επίσης και της σύνδεσης των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους  (γεωργία, αλιεία κλπ) με το τοπικό περιβάλλον που αποτελεί κατά κανόνα και τον μόνιμο τόπο κατοικίας τους.

Σχήμα 4: Σωρευτικές εκπομπές CO2 ανά περιοχή από το 1751 έως σήμερα. Πηγή: OWID based on CDIAC & the Global Carbon Project (2018).

Ενδεικτικά και μόνο αναφέρουμε ότι με βάση τις σημερινές τάσεις η λειψυδρία θα πλήξει το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού έως το 2050, ενώ μόνο το κόστος των ζημιών λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων, που συνδέονται με διαταραχές του κύκλου του νερού, κυμάνθηκε μεταξύ 50-100 δις από το 1980-2009. Παράλληλα, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι παρ’ ότι δεν παρατηρείται αξιοσημείωτα διαφοροποίηση στη χωρική κατανομή των ακραίων καιρικών φαινομένων, τα θύματα (95%) εντοπίζονται εκτός χωρών ΟΟΣΑ, ενώ οι οικονομικές απώλειες εντός (66%).[24] Με άλλα λόγια οι φτωχοί/ες πληρώνουν με τη ζωή τους, ενώ τα αστικά στρώματα με το… πορτοφόλι τους. Δυσοίωνες προβλέψεις διατυπώνονται ακόμα και για την παγκόσμια υγεία. Μια άνοδος της μέσης θερμοκρασίας κατά 3ο C θα προκαλέσει έκρηξη των επιδημιών με επιπλέον 220-400 εκατ. να εκτεθούν στη μαλάρια, ενώ επιπρόσθετα 600 εκατ. θα αντιμετωπίσουν το φάσμα του υποσιτισμού μέχρι το2080.[25] Μια επιπρόσθετη συνέπεια της κλιματικής αλλαγής αφορά τους περιβαλλοντικούς πρόσφυγες. Οι ζώνες χαμηλού υψομέτρου (με υψόμετρο κάτω των 10 μ.), οι οποίες βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο όχι μόνο από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, αλλά και από τυφώνες, πλημμύρες, υφαλμύρωση των υδάτων κλπ, παρ’ ότι αποτελούν μόλις το 2,2% της ξηράς, είναι τόπος διαμονής του 10,5% του παγκόσμιου πληθυσμού, 602 εκατ., εκ των οποίων τα 438 στην Ασία και συνολικά 246 στις πιο φτωχές χώρες του κόσμου. Μια άνοδος της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη από 3-4ο C, μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες λόγω της ανόδου της στάθμης των υδάτων και των ακραίων καιρικών φαινομένων, έχοντας ως αποτέλεσμα  των εκτοπισμό 330 εκατ. Εκτιμάται ότι πάνω από 70 εκατ. θα πληγούν μόνο στο Μπαγκλαντές, ενώ αυξημένο κίνδυνο αντιμετωπίζει το 1 δις ανθρώπων, που ζουν σε παραγκουπόλεις, σε λοφοπλαγιές και σε όχθες ποταμών που συχνά υπερχειλίζουν. Μόνο το 2018 υπολογίστηκε ότι 17,2 εκατ. άνθρωποι από 144 χώρες εκτοπίστηκαν από τις εστίες τους από ακραία καιρικά φαινόμενα.[26]

Το αστικό δίλλημα της μαύρης ή της πράσινης ανάπτυξης

Αμφότερα τα αστικά στρατόπεδα έχουν ως κοινό σύνθημα την «επιστροφή στην ανάπτυξη», δηλαδή την ενίσχυση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και την ανάταξη των ρυθμών της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Το σύνθημα αυτό έγινε ακόμα ισχυρότερο στην εποχή της κρίσης έως σήμερα. Όπως ήδη έχουμε τονίσει στην εισαγωγή, η προσαρμογή του καπιταλιστικού συστήματος, προκειμένου να εξασφαλίσει τη δική του ευστάθεια, στην τεράστιας κλίμακας πρόκληση που σηματοδοτεί η απειλή της οικολογικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής είναι μια διαδικασία που εξελίσσεται, με πολλά βέβαια εμπόδια που εκτινάσσουν τους κινδύνους ακόμα και για το ίδιο. Καμία συζήτηση βέβαια δεν γίνεται για τις ανάγκες προσαρμογής με τους όρους που επιτάσσουν τα επιστημονικά πορίσματα και πολύ περισσότερο με όρους συλλογικών κοινωνικών αναγκών, που προσκρούουν στην ίδια την αναπαραγωγή του. Η κρίση δημιούργησε περαιτέρω περιπλοκές, καθώς η προ κρίσης στρατηγικές υποχώρησαν έναντι επειγουσών αναγκών, ενώ οι ενδοαστικοί ανταγωνισμοί μεταξύ μερίδων του κεφαλαίου, καθώς επίσης και οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ιδιαίτερα σήμερα με την άνοδο των ακροδεξιών-νεοφιλελεύθερων πολιτικών «εθνικής προτεραιότητας».

Από τη συνδιάσκεψη τουλάχιστον του Ρίο το 1992, η προοπτική της προσαρμογής του συστήματος στην οικολογική κρίση και στην κλιματική αλλαγή ήταν ενεργές. Η άποψη ότι η εισαγωγή κυμάτων πράσινης τεχνολογικής καινοτομίας που θα μετασχημάτιζαν το σύνολο της παραγωγής, κατά τα πρότυπα του ρεύματος του διάσημου οικονομολόγου Joseph Schumpeter, πετυχαίνοντας τον διπλό στόχο από τη μια της προσαρμογής, της ενεργειακής μετάβασης και του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού σύμφωνα με τις ανάγκες τις νέας εποχής, και από την άλλη την ενίσχυσης των επενδύσεων, της επιτάχυνσης της ανάπτυξης και της συσσώρευσης με αύξηση της κερδοφορίας, ήταν κάτι που συχνά προτεινόταν ως διέξοδος διαφυγής από τα αδιέξοδα του νεοφιλελευθερισμού. Τελευταίο σταθμό σε αυτή την προοπτική αποτέλεσε η διάσημη έκθεση του Nicolas Stern του 2006,[27] η οποία, εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι η κλιματική αλλαγή σηματοδοτεί την ευρύτερη και πιο έκδηλη αποτυχία της αγοράς που είχε ποτέ παρουσιαστεί, πρότεινε την επέκταση, εμβάθυνση και τον εξορθολογισμό της αγοράς ως λύση για την αντιμετώπιση της πρόκλησης της οικολογικής κρίσης, θεωρώντας ότι η διαρκής οικονομική μεγέθυνση και η προστασία του περιβάλλοντος δεν αλληλο-αποκλείονται, αλλά αντίθετα ότι ο καπιταλισμός και η αγορά εμπεριέχουν ήδη τη λύση.

Συνεπώς, στον τομέα της ενέργειας προωθήθηκε η κατεύθυνση του υποδείγματος του πράσινου καπιταλισμού και της πράσινης ανάπτυξης, με επίκεντρο την ΕΕ, αλλά και τις Νότια Κορέα, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Καναδά. Ταυτόχρονα, είχε ήδη κυριαρχήσει ο νεοφιλελευθερισμός με την «απελευθέρωση (απορρύθμιση) των αγορών» και τις ιδιωτικοποιήσεις να αποτελούν δύο από τις δέκα εντολές της περιώνυμης «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον».[28] Σε αυτή την κατεύθυνση και παράλληλα με τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση του κλάδου, προωθούνταν σταθερά όλο το πλέγμα του πράσινου εκσυγχρονισμού με καμπάνιες για τη δημιουργία ενεργού ζήτησης για πράσινα προϊόντα και υπηρεσίες, στήριξη ιδιωτικών επιδοτούμενων επενδύσεων σε πράσινες τεχνολογίες, χρηματιστήρια ρύπων, Ευέλικτοι Μηχανισμοί κλπ. Κύρια στόχευση αποτελούσε μια πράσινη αναδιάρθρωση μέσω της αγοράς, με επίκεντρο το άτομο-καταναλωτή, την οποία εν πολλοίς θα χρηματοδοτούσε η κοινωνία και το δημόσιο, αλλά θα διενεργούνταν κατά κύριο λόγο απευθείας από τον ιδιωτικό τομέα, επιχειρώντας την εισαγωγή συγκεντρωμένης τεχνολογικής καινοτομίας, με κυρίαρχο τον τομέα της ενέργειας και με ταυτόχρονο στόχο να ανατροφοδοτήσει τους ρυθμούς ανάπτυξης, να διευρύνει τις εσωτερικές αγορές, δημιουργώντας παράλληλα και εξαγωγικές βιομηχανίες φιλο-περιβαλλοντικών τεχνολογιών και εμπορευμάτων. Με λίγα λόγια το κόστος της μετάβασης μεταφέρεται στην κοινωνική πλειοψηφία, ενώ οι δυνάμεις του κεφαλαίου που προκάλεσαν την κλιματική κρίση, θα βρουν νέα πεδία κερδοφορίας με νέες αγορές, προϊόντα και τομείς δραστηριότητας.

 Το ξέσπασμα της κρίσης το 2008 είχε ως συνέπεια η παραπάνω προωθούμενη τάση (προφανώς δεν ισχυριζόμαστε ότι ήταν κυρίαρχη, γι’ αυτό άλλωστε την αποκαλούμε προωθούμενη τάση) να υποχωρήσει αισθητά προς μια προσαρμογή αντίστοιχη με τις ανάγκες και τις προτεραιότητες που έθετε η διεθνής καπιταλιστική κρίση. Ειδικότερα, πρόβαλε επιτακτική η ανάγκη άμεσης στήριξης κλάδων πυλώνων του συστήματος, που κλυδωνίζονταν επικίνδυνα, όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες, οι πετρελαϊκές, οι εταιρείες πετροχημικών και όλο το σύμπλεγμα των ορυκτών καυσίμων (φυσικά συμπεριλαμβανομένης της βιομηχανίας όπλων), με στόχο τη σταθεροποίησή του και την επανεκκίνηση της συσσώρευσης, καθώς η ζήτηση κατέρρεε και οι επισφάλειες αυξάνονταν.

Βεβαίως, ήδη πριν από την κρίση η αντίδραση των μεγάλων πολυεθνικών εταιριών ορυκτών καυσίμων στην άνοδο των τιμών των υδρογονανθράκων και στη θεωρία του «peak oil» ήταν να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες και μεθόδους εξόρυξης και εκμετάλλευσης, φυσικά με τη στήριξη των προϋπολογισμών των κρατών, στρεφόμενες στις μη-συμβατικές μορφές ορυκτών καυσίμων, πραγματοποιώντας γεωτρήσεις και αντλήσεις βαθέων υδάτων, αναπτύσσοντας μεθόδους υδραυλικής ρηγμάτωσης (fracking) για να εκμεταλλευτούν το σχιστολιθικό αέριο (shale gas), στρεφόμενες στο σχιστολιθικό πετρέλαιο, στις πισσώδεις άμμους, στους υδρίτες μεθανίου κ.ά. Ο κλιματολόγος James Hansen της NASA είχε δηλώσει το 2012 για τις πισσώδεις άμμους του Καναδά: «Εάν ο Καναδάς προχωρήσει και δεν κάνουμε τίποτα, θα είναι game over για την κλιματική αλλαγή (…) καθώς περιέχουν το διπλάσιο CO2 από όσο έχει εκλυθεί από την παγκόσμια χρήση πετρελαίου σε ολόκληρη την ιστορία μας».

Σήμερα αυτές οι δύο τάσεις (πράσινη και μαύρη) συνυπάρχουν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ελλάδας. Σήμερα στην Ελλάδα η ενεργειακή πολιτική που εφαρμόζεται, είναι ότι μια πλευρά, το 1/3 της επικράτειας, έχει παραχωρηθεί για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων σε μεγάλες διεθνείς και εγχώριες πολυεθνικές, και από την άλλη σχεδιάζεται η εγκατάσταση Βιομηχανικής κλίμακας Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας σε κάθε κορυφογραμμή –και μάλιστα ιδιωτικών ομίλων– πέρα από κάθε πλαίσιο χωρικού και ενεργειακού σχεδιασμού, περιβαλλοντικής προστασίας και κάλυψης των συλλογικών κοινωνικών αναγκών.[29] Οι σύγχρονες πολιτικές που ξεκλείδωσαν αυτούς του σχεδιασμούς και υπηρετούνται απαρέγκλιτα από όλες τις κυβερνήσεις έκτοτε, είχαν, μεταξύ άλλων, δύο κομβικούς σταθμούς, στην ίδια κυβέρνηση και στο ίδιο υπουργείο, την κυβέρνηση ΓΑΠ. Την «πράσινη» υπουργό Τίνα Μπριμπίλη με τον νόμο 3853/2010[30] «Επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργεια για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και άλλες διατάξεις», που άνοιξε το δρόμο για εγκατάσταση βιομηχανικής κλίμακας διατάξεων ΑΠΕ, όπου και όπως ο εκάστοτε επενδυτής επιθυμούσε, και τον νόμο 4001/2011[31] του Γ. Παπακωνσταντίνου που, με τη σειρά του, μειώνοντας το ποσοστό φορολογίας από την εκμετάλλευση υδρογονανθράκων από το 40 στο 25%, άνοιξε το δρόμο για τις παραχωρήσεις που έχουν πραγματοποιηθεί σήμερα. Την ίδια στιγμή βλέπουμε τα ΕΛΠΕ, που συμμετέχουν σε πληθώρα συμβάσεων μίσθωσης για εξορύξεις, να αναπτύσσουν παράλληλα πρόγραμμα ΒΑΠΕ, και το ίδιο συμβαίνει με τον όμιλο Μυτιληναίου και πολλούς άλλους.

Ταυτόχρονα όμως έχει επανακάμψει ένα ισχυρό ρεύμα αρνητών της κλιματικής αλλαγής, είτε αυτής καθαυτής, είτε κυρίως του ανθρωπογενούς χαρακτήρα της με κύριο επιχείρημα ότι πρόκειται για φαινόμενο που αφορά τις φυσικές περιοδικές διακυμάνσεις του κλιματικού συστήματος. Οι απόψεις αυτές δεν είναι νέες, οργανώνονται από τη δεκαετία του ’70 και δεν είναι βέβαια τυχαίο που σήμερα είναι πάλι στο προσκήνιο. Οι πηγές προέλευσής τους είναι βασικά δύο. Στο πολιτικό επίπεδο υπάρχει ένα ισχυρότατο πολιτικό μπλοκ που προωθεί αυτή τη ρητορική και σκιαγραφείται από τις ακρο-δεξιές νεοφιλελεύθερες δυνάμεις πολιτικών «εθνικής προτεραιότητας», με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τον Τράμπ στις ΗΠΑ, τον Μπολσονάρο στη Βραζιλία, τον Όρμπαν στην Ουγγαρία και τον Μόρισον στην Αυστραλία. Η επίθεση του Μπολσονάρο στους ιθαγενείς πληθυσμούς του Αμαζονίου και η επέλαση των πολυεθνικών είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τις καταστροφικές πυρκαγιές το περασμένο καλοκαίρι. Στην Αυστραλία τα γεγονότα είναι πολύ πρόσφατα, ενώ οι τρεις χώρες της ομάδας του Βίσεγκραντ, Πολωνία, Ουγγαρία και Τσεχία, ανακοίνωσαν τον περασμένο Δεκέμβριο ότι προέχει η ανάπτυξη των οικονομιών τους, απορρίπτοντας τα σχέδια της ΕΕ για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Για τον Τράμπ ούτε λόγος, καθώς το 2012 δήλωνε: «η ιδέα της υπερθέρμανσης του πλανήτη δημιουργήθηκε από και για τους Κινέζους, ώστε να καταστήσουν τη βιομηχανία των ΗΠΑ μη-ανταγωνιστική».[32] Στο επίπεδο του κεφαλαίου και του απόλυτα κυρίαρχου συμπλέγματος των πολυεθνικών ομίλων ορυκτών καυσίμων και των χρηματοδοτούμενων lobbies και ιδρυμάτων τους, που έχουν κάνει και πάλι δυναμικά την εμφάνισή τους. Φυσικά, οι απόψεις των αρνητών ή σκεπτικιστών πολλές φορές χρησιμοποιούν το επιχείρημα ότι από την άλλη πλευρά υπάρχει ένα νεοφιλελεύθερο lobby της πράσινης ανάπτυξης, που προωθεί το αφήγημα της κλιματικής αλλαγής «ως κυρίαρχη προπαγάνδα» για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του, χρηματοδοτώντας επιστήμονες, ινστιτούτα, πανεπιστήμια, διεθνείς οργανισμούς κλπ. Το επιχείρημα αυτό είναι παντελώς έωλο. Οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων διαθέτουν απόλυτη υπεροπλία ισχύος, καθώς ακόμα και σήμερα καλύπτουν αθροιστικά το 80% της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης, καθώς επίσης και πολιτική στήριξη όπως φαίνεται παραπάνω, αλλά και δυνατότητα επιρροής που αφορά πρόσφατα πολιτικά πραξικοπήματα στη Λατινική Αμερική, στη Μέση Ανατολή, στο μοίρασμα των ενεργειακών πηγών και των δρόμων μεταφοράς ακόμα και μέσω πολεμικών αναμετρήσεων.

Με τις εκπομπές να αυξάνονται κάθε χρόνο, παρά την κρίση την προηγούμενη δεκαετία, στην έκθεση της Διεθνούς Επιτροπής Ενέργειας –συντηρητική εκτίμηση - World Energy Outlook 2012– αναφέρεται: «[…] τα ορυκτά καύσιμα παραμένουν κυρίαρχα στο παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα, υποστηριζόμενα από επιδοτήσεις οι οποίες ανήλθαν στα 523 δις δολάρια το 2011, αυξημένες κατά 30% σε σχέση με το 2010, έξι φορές περισσότερα από τις επιδοτήσεις στις ανανεώσιμες». Επομένως στον ενδοαστικό ανταγωνισμό ο συσχετισμός δυνάμεων, έως σήμερα, είναι δεδομένος.

Στη χώρα μας παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ένα τμήμα της Αριστεράς προσδεμένο στον παραγωγισμό και στις πολιτικές της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της εθνικής ανεξαρτησίας, που αναπτύσσει σκεπτικισμό για την κλιματική αλλαγή. Το τμήμα αυτό πιθανόν να υποστήριζε ανοικτά την εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων (υδρογονανθράκων και άλλων), αν διενεργούνταν από το κράτος. Παράλληλα, μαχητικά αναφέρεται με όρους εθνικού πλούτου στα ορυκτά καύσιμα και στη διεκδίκηση των ΑΟΖ, παραβλέποντας πέραν όλων των άλλων (περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος) την επέλαση των μεγάλων διεθνών πολυεθνικών κολοσσών, τον κίνδυνο πολέμου για τα πετρέλαια, τους εξοπλισμούς και την απόλυτη πρόσδεση στο κυρίαρχο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο με ρόλο τοπικής περιφερειακής δύναμης. Φυσικά οι κατευθύνσεις αυτές έχουν υπόβαθρο την ιστορία της ελληνικής Αριστεράς και την κυριαρχία του σοβιετικού μαρξισμού και των θεωριών της εξάρτησης.

Επίσης όμως υπάρχει ένα τμήμα ορισμένων αγωνιστών/στριών σε τοπικά κινήματα που έρχονται αντιμέτωπα με τις «λύσεις» και τις επιλογές που προτείνει ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός για την ενεργειακή μετάβαση π.χ. BΑΠΕ, που πράγματι επιχειρώντας να υπερασπίσουν το τοπικό φυσικό περιβάλλον, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να αναπτύξουν ερωτήματα και προσεγγίσεις που άπτονται της άρνησης της κλιματικής αλλαγής, καθώς αποδίδουν εκεί την αιτία αυτών των project, υποτιμώντας την κυρίαρχη αιτία των συνολικών σχεδιασμών του κεφαλαίου και της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης στο χώρο της ενέργειας ως κρατικής πολιτικής δεκαετιών. Αυτές οι απόψεις συνήθως εκφράζονται με τη μορφή του σκεπτικισμού ή της επίκλησης και των δύο πλευρών που υπάρχουν στην επιστημονική κοινότητα και άρα της άποψης ότι δεν ξέρουμε και δεν πρέπει να εμπλακούμε με το ζήτημα, αλλά να αφιερωθούμε στα δικά μας εντοπισμένα προβλήματα, υπεράσπισης του τοπικού φυσικού περιβάλλοντος.

Ένα από τα πιο παλιά επιχειρήματα[33] του lobby της αμφισβήτησης της κλιματικής αλλαγής είναι η επίκληση της επιστημονικής αβεβαιότητας και της δήθεν ύπαρξης δύο απόψεων, με στόχο τη διασφάλιση της ουδετερότητας (δεν γνωρίζουμε), ώστε να μην υπάρξει κοινωνική πίεση απέναντι στα εγκατεστημένα συμφέροντά τους. Τίποτα πιο αναληθές. Παρά τους συσχετισμούς ισχύος, που αναφέραμε παραπάνω, η συναίνεση της επιστημονικής κοινότητας στην ανθρωπογενή αιτία της κλιματικής αλλαγής και στην επείγουσα απειλή, που αυτή αποτελεί, είναι ισχυρότερη, ίσως, από κάθε άλλο επιστημονικό ζήτημα. Ενδεικτικά, σε επιστημονικό άρθρο του 2019 το οποίο εξέτασε 11.602 άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά με αντικείμενο την κλιματική αλλαγή, τους πρώτους 7 μήνες του 2019, δεν βρέθηκε ούτε ένα που να αμφισβητεί τη συναίνεση στην ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή.[34] Άλλες παλαιότερες έρευνες υπολογίζουν τη συμφωνία μεταξύ των ειδικών επιστημόνων στο 97%, όπως η εκτενής έρευνα των Cook et all του 2016.[35] Με λίγα λόγια δεν υπάρχει κανένα πανεπιστήμιο, επιστημονικό ίδρυμα ή ινστιτούτο που ασχολείται με θέματα κλιματικής αλλαγής, που να αμφισβητεί τη συναίνεση. Υπάρχουν βέβαια επιστήμονες από άλλους επιστημονικούς κλάδους, κυρίως που εμπλέκονται με ζητήματα εξορύξεων, υδρογονανθράκων κλπ, μηχανικοί πετρελαίου, μεταλλειολόγοι, γεωλόγοι κ.ά., ή εντελώς άσχετων επιστημονικών αντικειμένων, που αναπτύσσουν σκεπτικισμό ή και άρνηση του φαινομένου.

Ταυτόχρονα και ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι σήμερα δεν υπάρχει κανένα (τουλάχιστον γνωστό στον γράφοντα) ρεύμα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, της αυτονομίας, του αναρχισμού, σημαντικού περιβαλλοντικού ή οικολογικού κινήματος σε διεθνές επίπεδο, που να αμφισβητεί την ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής, που προκαλείται από την επίδραση της καπιταλιστικής παραγωγής. 

Ποια είναι όμως η μεγάλη εικόνα; Δεν είναι προφανώς ότι ο καπιταλισμός σήμερα κατά κόρον προωθεί την ατζέντα της ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής έστω με τους δικούς του όρους της αντιμετώπισης. Αυτό που είναι κοινό στα διεθνή ριζοσπαστικά κινήματα κάθε απόχρωσης, που δραστηριοποιούνται στο περιβαλλοντικό ή οικολογικό κίνημα, είναι ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια ο διεθνής καπιταλισμός, οι οργανισμοί του και οι διαδικασίες του δεν έχουν φέρει κανένα αποτέλεσμα στην ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής, αντίθετα βυθίζουν με εντεινόμενους ρυθμούς την ανθρωπότητα στην κλιματική κρίση.

Από την άλλη πλευρά, η προωθούμενη του αστικού «green new deal»[36] με την προφανή αναφορά του στην πολιτική του New Deal του Ρούσβελτ της δεκαετίας του ’30, αλλά ακόμα περισσότερο όλων των εκδοχών της πράσινης ανάπτυξης, του πράσινου εκσυγχρονισμού, αλλά και της ανάπτυξης με επιθετικό προσδιορισμό, βιώσιμη, αειφόρος κλπ, αποτελεί την άλλη πλευρά της αστικής στρατηγικής.

Ενδεικτικά αναφέρουμε τρεις βασικούς λόγους. Ο πρώτος αφορά το γεγονός ότι οποιοσδήποτε επιθετικός προσδιορισμός δεν μεταβάλλει τον υποχρεωτικό χαρακτήρα που παίρνει η ανάπτυξη στον καπιταλισμό και τον δομικό παραγωγισμό της με τη μορφή του μονοδιάστατου-ποσοτικού χαρακτήρα της διαρκούς μεγέθυνσης (Αύξηση ΑΕΠ). Δηλαδή, της παραγωγής με αποκλειστικό στόχο το κέρδος και τη συσσώρευση του κεφαλαίου μέσω της εκμετάλλευσης της εργασίας και της «λεηλασίας» του φυσικού περιβάλλοντος. Ο δεύτερος αφορά το γεγονός ότι όλες αυτές οι στρατηγικές στηρίζονται στην εμπορευματοποίηση της φύσης και στην επέκταση των αγορών σε τομείς των δημόσιων-κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών και των κοινών πόρων, μεταθέτοντας το κόστος και τις συνέπειες της ανάσχεσης της κλιματικής κρίσης στην κοινωνική πλειοψηφία. Ο τρίτος αφορά τη μέχρι σήμερα μηδενική αποτελεσματικότητά τους έως και την επιδείνωση της κατάστασης. Χαρακτηριστικά, τα Συστήματα Εμπορίας Ρύπων (ETS) μέσω των ειδικών χρηματιστηρίων ρύπων, των Μηχανισμών Καθαρής Ανάπτυξης (CDM) και γενικά των ευέλικτων μηχανισμών του Κιότο, όχι μόνο δεν έχουν επιτύχει κανένα αποτέλεσμα στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά επιπλέον: α) ευνοούν μια διαδικασία κερδοσκοπίας προς όφελος των μεγάλων ρυπαντών, β) αποτελούν τροχοπέδη για τις όποιες μειώσεις μέσω αμφίβολων επενδύσεων σε τρίτες χώρες, γ) μεγιστοποιούν την περιβαλλοντική πίεση μέσω της διάχυσης και επέκτασής σε παγκόσμιο επίπεδο και δ) μετακυλύουν το κόστος στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.

Ως εκ τούτου, το κίνημα δεν μπορεί να είναι ουραγός στις αστικές στρατηγικές που το εγκλωβίζουν στα αστικά διλλήματα. Όπως ακριβώς για το ταξικό κίνημα δεν μπορούν να υπάρχουν διλλήματα του τύπου: α) θέσεις εργασίας ή κοινωνικό κράτος, β) θέσεις εργασίας ή εργασιακά δικαιώματα. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να αναγνωρίζονται διλλήματα όπως: α) προστασία του τοπικού περιβάλλοντος ή ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής (για την προώθηση των Β.ΑΠΕ), β) επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων προκειμένου να επωμιστούν το κόστος ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής ή, από την άλλη, επιδείνωση της υγείας τους από την ατμοσφαιρική ρύπανση. Απαιτείται μια ταυτόχρονα ταξική και οικολογική στρατηγική σε αντίθεση με κάθε αστικό σχέδιο.  

Άξονες για μια αντικαπιταλιστική και ριζοσπαστική οικολογική στρατηγική

Η κλιματική κρίση αποτελεί προεξάρχουσα παράμετρο της ευρύτερης οικολογικής κρίσης στην οποία βυθίζει ο καπιταλισμός την οικόσφαιρα. Αποτελεί ειδοποιό χαρακτηριστικό του σύγχρονου καπιταλισμού, που αφορά το γεγονός ότι ο ρυθμός μετασχηματισμού του βιοφυσικού περιβάλλοντος ευθέως ανταγωνίζεται τις βασικές βιογεωχημικές διεργασίες του πλανήτη, μεταβάλλοντας εκείνες τις ισορροπίες της οικόσφαιρας που επέτρεψαν την εξέλιξη του ανθρώπου και άλλων ειδών που συνδέονται στενά ως βιοεξελικτικές διαδρομές. Το στοιχείο αυτό χαρακτηρίζει ειδικά τον Καπιταλιστικό Τρόπο Παραγωγής (ΚΤΠ), αποτελώντας σύγχρονη αντίφασή του, που απειλεί όχι γενικά τον πλανήτη ή τη φύση,[37] αλλά το παρόν και το μέλλον των κοινωνιών. Προφανώς λοιπόν, παρόλο που καταχρηστικά χρησιμοποιήσαμε τον καθιερωμένο όρο ανθρωπογενής αιτία της κλιματικής αλλαγής, δεν πρόκειται γι’ αυτό. Η κλιματική αλλαγή πηγάζει αποκλειστικά από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και όχι γενικά και αφηρημένα από τον άνθρωπο ή τις τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες, ή άλλους ιστορικούς τρόπους παραγωγής.

Η κλιματική κρίση πηγάζει από την ίδια τη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής σε διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα, όπως επιτάσσει η καπιταλιστική συσσώρευση. Συνίσταται δηλαδή στη διαρκώς αυξανόμενη κλίμακα της εκμετάλλευσης των φυσικών διαθεσίμων, με τη μετατροπή τους σε ρύπους και σε κάθε είδους απόβλητα κατά τη διαδικασία της διαρκούς μεγέθυνσης (υπερβαίνοντας τη φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων, δηλαδή την ικανότητα αφομοίωσης και ανανέωσής τους), αποτελώντας την κύρια αιτία της κλιματικής αλλαγής. Προϋπόθεση αυτής της διαδικασίας είναι βεβαίως η εκμετάλλευση της ζωντανής εργασίας για την επίτευξη του στόχου της διαρκούς κεφαλαιακής συσσώρευσης. Συνεπώς, η ανάσχεση της κλιματικής κρίσης θέτει επί τάπητος την ανατροπή των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, με επίκεντρο τη συσσώρευση, αμφισβητώντας τον ίδιο τον κινητήριο σκοπό που εμπεριέχει την ίδια την εκμετάλλευση.

Η αστική προσέγγιση στο παραπάνω πρόβλημα συνίσταται στην αποϋλοποίηση της παραγωγής, δηλαδή στη μείωση των εισροών πρώτων υλών και ενέργειας ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος (ΑΕΠ) με διάφορα τεχνολογικά μέσα, όπως για παράδειγμα με την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης. Όμως η διατάραξη των βιογεωχημικών ισορροπιών δεν εξαρτάται από τους σχετικούς ρύπους ή τα απόβλητα που παράγονται ανά μονάδα ΑΕΠ, αλλά από την ποσότητα αυτών σε απόλυτους αριθμούς. Όπως έχει αποδείξει η μελέτη του 2000: «The weight of Nations: Material Outflows from Industrial Economies του World Recourses Institute», παρότι στις βιομηχανικές χώρες υπήρξαν μειώσεις στις αναλογίες εκροής υλών ανά μονάδα ΑΕΠ, η κατά κεφαλή ροή αποβλήτων έχει αυξηθεί, όπως επίσης έχει αυξηθεί σε απόλυτους όρους τόσο η χρήση υλών και ενέργειας, όσο και η εκροή υλικών στο φυσικό περιβάλλον με μορφή αποβλήτων, με κυρίαρχη παράμετρο την καύση ορυκτών καυσίμων. Τα οφέλη επομένως από την αποδοτικότητα των νέων τεχνολογιών έχουν υπερ-αντισταθμιστεί από τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης.[38] Άλλωστε ένας από του ιδρυτές της νεοκλασικής σχολής της πολιτικής, ο William Stanley Jevons, ήδη από το 1865 στο έργο του «The coal Question» διατύπωσε αυτό που έγινε γνωστό στα Οικολογικά Οικονομικά ως παράδοξο του Jevons: «Πρόκειται για απόλυτη εννοιολογική σύγχυση η υπόθεση ότι η αποδοτική χρήση καυσίμων ισοδυναμεί με μείωση της κατανάλωσής τους. Το εκ διαμέτρου αντίθετο ισχύει. Κατά κανόνα, νέες μέθοδοι στην οικονομία θα οδηγήσουν σε μια αύξηση της κατανάλωσης» .

Αν λοιπόν πρώτος στρατηγικός στόχος στην ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής και της αποκατάστασης της οικολογικής ισορροπίας είναι ο ίδιος ο στόχος της ανάπτυξης, δηλαδή της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ποιο είναι το υποκείμενο που μπορεί να διεκδικήσει αυτόν τον στόχο; Από τις συνέπειες τις κλιματικής αλλαγής διαπιστώσαμε ήδη ότι αυτές πλήττουν κατά πρώτο λόγο τα φτωχά στρώματα, τους/τις εργαζόμενους/ες και συνολικά τις υποτελείς τάξεις. Επιπλέον, το σχέδιο πράσινου εκσυγχρονισμού του καπιταλισμού επιχειρεί να μετακυλήσει το οικονομικό κόστος της στα ίδια αυτά στρώματα, τα οποία παράλληλα θα υποστούν και τις αυξανόμενες συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Είναι ως εκ τούτου προφανές πώς συντίθεται το κοινωνικό υποκείμενο που μπορεί να αναλάβει την πρωτοβουλία αυτής της σύγκρουσης της εποχής μας.

Σε αυτή την πορεία προφανώς υπάρχουν μεταβατικά αιτήματα και στόχοι και δεν μπορούν όλα να μετατίθενται αυτόματα στον στρατηγικό στόχο ενός οικοσοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Για παράδειγμα, στον τομέα της ενέργειας ο πρώτος και βασικός στόχος είναι η ανακοπή της διαρκούς τάσης εκθετικής αύξησης της καπιταλιστικής παραγωγής και ζήτησης ενέργειας. Ο διεθνής οργανισμός ενέργειας εκτιμά ότι η παγκόσμια ενεργειακή ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο από 33% μέχρι το 2035, αυτή η τάση ανατρέπει οποιονδήποτε τεχνολογικό ή άλλο σχεδιασμό. Πέρα λοιπόν από τους στόχους ραγδαίας μείωσης των εκπομπών GHG’s, αλλά και ακριβώς προκειμένου να επιτευχθούν αυτοί, η ενέργεια πρέπει να μετασχηματιστεί σε μια διαρκώς μειούμενη «εισροή» –αναγκαίος όρος– της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής για την κάλυψη των συλλογικών κοινωνικών αναγκών, στον αντίποδα της κεφαλαιοκρατικής αντίληψης που την αντιμετωπίζει ως μια μεγιστοποιούμενη «εκροή» –εμπόρευμα– ενός κεντρικότατου κλάδου, «αιμοδότη» της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται, ως προϋπόθεση, την ανάκτηση του ελέγχου της ενέργειας από την αγορά σε καθεστώς δημόσιου-κοινωνικού αγαθού, τον έλεγχο των πηγών ως κοινών αγαθών και τον έλεγχο της παραγωγής από τους εργαζόμενους και την κοινωνία, από το επίπεδο του σχεδιασμού έως το επίπεδο της διανομής, ώστε αφενός μεν να επιτυγχάνονται οι κλιματικοί στόχοι, αλλά παράλληλα να εξασφαλίζεται η μέγιστη περιβαλλοντική προστασία και η αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής φτώχειας. Το παραπάνω παράδειγμα δείχνει τη γενική κατεύθυνση, η οποία αφορά σαν ένα πρώτο βήμα την ανάκτηση του ελέγχου κλάδων και τομέων από την αγορά, που είναι κρίσιμοι τόσο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, όσο και για την εξασφάλιση των εντεινόμενων συλλογικών κοινωνικών αναγκών. Ταυτόχρονα, σε όλα τα μέτρα και τις πολιτικές ανάσχεσης κρίσιμο στοιχείο είναι ποιος επωμίζεται το κόστος, η κοινωνία ή οι δυνάμεις του κεφαλαίου (με μείωση της κερδοφορίας τους). Αυτός θα είναι ένας κρίσιμος παράγοντας στις συγκρούσεις που θα ακολουθήσουν.

Στο παραπάνω πλαίσιο μια πρώτη ατζέντα άμεσων αιτημάτων θα μπορούσε να είναι : α) Ραγδαίες καθαρές μειώσεις εκπομπών GHG’s σε παγκόσμιο επίπεδο με εκμηδενισμό τους το 2050, β) πλήρη απεξάρτηση των οικονομιών των αναπτυγμένων χωρών από τον άνθρακα έως το 2050, γ) ανάκτηση των κρίσιμων πόρων ως κοινά αγαθά (ενεργειακές πηγές, υδατικά αποθέματα, ΑΠΕ, κρίσιμα χερσαία και θαλάσσια οικοσυστήματα κλπ), δ) άμεση δραστική καθαρή εξοικονόμηση ενέργειας σε βιομηχανία, γεωργία, κτιριακό τομέα, μεταφορές, συγκοινωνίες, ε) άμεση ανακοπή κάθε νέας εξόρυξης ορυκτών καυσίμων, στ) ανακοπή της προώθησης ως γεωφυσικού πειράματος μεγάλων ομίλων, με στόχο τον εξωραϊσμό του άνθρακα, των τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS), συνολικά των τεχνολογιών αρνητικών εκπομπών, τεχνολογιών γεωμηχανικής (π.χ. Διαχείριση της ηλιακής ακτινοβολίας) με στροφή στη δραστική μείωση των καθαρών εκπομπών, ζ) καμιά νέα εγκατάσταση πυρηνικής ενέργειας και ορισμός χρονοδιαγραμμάτων για το οριστικό κλείσιμο των υπαρχουσών, η) απόρριψη της παραγωγής βιοκαυσίμων από ενεργειακές καλλιέργειες, θ) άμεσα μέτρα για το σταμάτημα της αποδάσωσης και την προώθηση μεγάλης κλίμακας αναδασώσεων και αναγέννησης των δασών, ι) αναδιάρθρωση των υδροβόρων καλλιεργειών και ενίσχυσης της παραγωγής βιολογικών προϊόντων με σεβασμό στη βιοποικιλότητα των οικοσυστημάτων, κ) δεσμευτική και επαρκή χρηματοδοτική υποστήριξη –όχι με τη μορφή δανείου– για τη δημιουργία υποδομών από τις «αναπτυγμένες» προς τις χώρες του παγκόσμιου Νότου και τις πιο ευάλωτες κοινότητες, τόσο για την ανάσχεση, όσο και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Το ύψος της απολύτως αναγκαίας χρηματοδοτικής υποστήριξης που απαιτείται, ανέρχεται στα, κατ’ ελάχιστον, 100 δις ευρώ ετησίως το 2020. λ) Δραστική περικοπή εξοπλιστικών δαπανών με μεταφορά των πόρων σε δημόσια μέτρα και υποδομές για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής, και μ) προστασία και διασφάλιση των δικαιωμάτων των περιβαλλοντικών προσφύγων.

Τα επόμενα χρόνια οι αγώνες για την ανάσχεση της οικολογικής και κλιματικής κρίσης είναι πιθανό να πάρουν μεγάλη έκταση και να αποκτήσουν ιδιαίτερη μαζικότητα. Κατά το παρελθόν, αλλά και σήμερα, υπάρχουν πολλές δυνάμεις που δραστηριοποιούνται σε αυτή την κατεύθυνση, συστημικά κόμματα, μεγάλες ΜΚΟ, συστημικά ινστιτούτα, οργανισμοί κ.ά. Για τα ρεύματα που κινούνται σε μια αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, συναρθρώνοντας την ταξική και ριζοσπαστική οικολογική διάσταση, αυτή θα είναι μια μεγάλη πρόκληση. Είναι απαραίτητο λοιπόν να είμαστε παρόντες/ούσες σε όλους τους κινηματικούς αγώνες και τις διεκδικήσεις, τις μαζικές κινητοποιήσεις στο δρόμο, διατηρώντας πάντα την αυτονομία του πολιτικού μας λόγου και των θέσεών μας, με το βλέμμα στραμμένο στη μαζική παρέμβαση χωρίς σεχταρισμούς και εκπτώσεις. Ο δρόμος είναι μπροστά μας.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Η ιστορία του corporate greenwashing ανάγεται στη δεκαετία του ’60, όταν το περιβαλλοντικό κίνημα και το κίνημα ενάντια στην πυρηνική ενέργεια αναπτύσσονταν. Σε αυτό το περιβάλλον η εταιρεία παραγωγής πυρηνικής ενέργειας Westinghouse προώθησε μια σειρά διαφημίσεων για το πόσο καθαρή και ασφαλής ήταν η παραγωγή της. Στα μέσα του ’80 ακολούθησε η Chevron με μια καμπάνια ακριβών διαφημίσεων σε έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο, που προέβαλλαν το φιλοπεριβαλλοντικό προφίλ της. Ο όρος βέβαια προήλθε από τον περιβαλλοντιστή Jay Westerveld σε ένα άρθρο του το 1986. Δες και: Watson, Bruce. The troubling evolution of corporate greenwashing [online]. Chain Reaction, No. 129, Apr 2017: 38-40. https://search.informit.com.au/fullText;dn=766428450523476;res=IELHSS. Σε κάθε περίπτωση στις καμπάνιες του corporate greenwash κυριαρχούν: η απουσία αποδείξεων, οι ψευδείς ισχυρισμοί, οι αόριστες και παραπλανητικές αναφορές, η προώθηση αποσπασματικών και άσχετων μεμονωμένων πληροφοριών, είτε ακόμα και η παρουσίαση, ως περιβαλλοντικά υπεύθυνων, πρακτικών που επιβάλλονται υποχρεωτικά από τον νόμο.

2. https://www.hellas-gold.com/prota-to-perivallon/apokatastasi/

https://www.hellas-gold.com/prota-to-perivallon/

3. https://www.typosthes.gr/koinonia/203974_diakrisi-gia-programma-periballontikis-apokatastasis-tis-ellinikos-hrysos

4. https://www.un.org/en/climatechange/un-climate-summit-2019.shtml

5. https://unfccc.int/cop25

6. Ενδεικτικά: https://www.theguardian.com/commentisfree/2019/dec/21/un-climate-talks-deadlock-cop25

https://www.democracynow.org/2019/12/16/cop25_failure_asad_rehman_tasneem_essop

https://www.euronews.com/2019/12/10/cop25-is-a-failure-say-climate-activists

7. https://unfccc.int/news/statement-by-the-un-secretary-general-antonio-guterres-on-the-outcome-of-cop25

8. Ο όρος global warming έναντι του καθιερωμένου climate change ίσως είναι ορθότερος, γιατί παραπέμπει απευθείας στην υπερθέρμανση του πλανήτη από την παραγωγική δραστηριότητα σε αντίθεση με τον όρο κλιματική αλλαγή που ηχεί πιο ουδέτερος, αφήνοντας περιθώρια αποδοχής, αλλά και αμφισβήτησης της ανθρωπογενούς προέλευσης και επίκλησης φυσικών διεργασιών και αιτίων.

9. Arhens D. C., Henson R., (2016), Meteorology Today: An Introduction to Weather, Climate, and the Environment, Cengage Learning, p.50

10. https://climate.nasa.gov/evidence/

11. https://www.co2.earth/

12. Lindsay R., 2019 Climate Change: Atmospheric Carbon Dioxide, NOAA 

13. https://www.anu.edu.au/news/all-news/the-three-minute-story-of-800000-years-of-climate-change-with-a-sting-in-the-tail

14. Ο μηχανισμός συσχέτισης είναι αρκετά πολύπλοκος και δεν χρειάζεται να περιγραφεί στο παρόν άρθρο.

15. IPCC Press Release, 2014

https://archive.ipcc.ch/pdf/ar5/prpc_syr/11022014_syr_copenhagen.pdf

16. Τα παρακάτω στοιχεία αντλούνται από: IPCC, 2014: Climate Change 2014: Synthesis Report

https://www.ipcc.ch/site/assets/uploads/2018/02/SYR_AR5_FINAL_full.pdf και από, 

ΙPCC, 2013: Climate Change 2013: The Physical Science Basis. Contribution of Working Group I

https://www.ipcc.ch/site/assets/uploads/2018/02/WG1AR5_all_final.pdf

17. GtC: γιγατόνοι άνθρακα. Ένας γιγατόνος ισούται με ένα δισεκατομμύριο τόνους, 1Gt= 109 t.  Ένας γιγατόνος άνθρακα ισοδυναμεί με 3,67 γιγατόνους  CO2, 1 GtC = 3,67 GtCΟ2.

18. Τα τέσσερα αυτά σενάρια είναι τα RCP2.6, RCP4.5, RCP6.0 και RCP8.5 με μέσο σωρευτικών εκπομπών CO2 για την περίοδο 2012-2100, εκφρασμένο σε GtC, 270, 780, 1.060, 1.685 αντίστοιχα.

19. Σε άρθρο του Nature του 2009 υπολογίστηκε ότι αν προχωρούσαμε στην καύση μόνο των αποδεδειγμένα οικονομικά εκμεταλλεύσιμων ορυκτών καυσίμων –όχι των επιβεβαιωμένων κοιτασμάτων, πολύ δε περισσότερο των δυνητικών αποθεμάτων κλπ – θα εκλύαμε στην ατμόσφαιρα μεταξύ 2.541 και 3.089 GtCO2, δηλαδή μεταξύ 692 και 841 GtC. Σήμερα 11 χρόνια μετά, το ποσό αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο με τις νέες μεθόδους εξόρυξης και τα νέα κοιτάσματα που έχουν προστεθεί ιδιαίτερα των μη συμβατικών ορυκτών καυσίμων.

Meinshausen, M., Meinshausen, N., Hare, W. et al. Greenhouse-gas emission targets for limiting global warming to 2°CNature 4581158–1162 (2009).

20. IPCC, Climate Change 2007: Synthesis Report, p., 51, http://www.ipcc.ch/pdf/assessment-report/ar4/syr/ar4_syr.pdf

21. Andrew Jordan, Tim Rayner, Heike Schroeder, Neil Adger, Kevin Anderson, Alice Bows, Corinne Le Quéré, Manoj Joshi, Sarah Mander, Nem Vaughan & Lorraine Whitmarsh (2013), Going beyond two degrees? The risks and opportunities of alternative options, Climate Policy, 13:6, p. 753,

22. IPCC, 2018: Global Warming of 1.5°C. An IPCC Special Report on the impacts of global warming of 1.5°C above pre-industrial levels and related global greenhouse gas emission pathways, in the context of strengthening the global response to the threat of climate change, sustainable development, and efforts to eradicate poverty.

https://www.ipcc.ch/site/assets/uploads/sites/2/2019/06/SR15_Full_Report_High_Res.pdf

23. IPCC, 2019: Summary for Policymakers. In: IPCC Special Report on the Ocean and Cryosphere in a Changing Climate. https://www.ipcc.ch/site/assets/uploads/sites/3/2019/11/03_SROCC_SPM_FINAL.pdf

24. OECD (2012), Environmental Outlook to 2050, p.,218-223

25. UNDP (2007), Human Development Report 2007/2008, Fighting climate change, pp., 8-10

26. https://migrationdataportal.org/themes/environmental_migration

27. The Stern Review (2006), The Economics of Climate Change

http://unionsforenergydemocracy.org/wp-content/uploads/2015/08/sternrevi...

28. Williamson, ed. J. Williamson, What Washington Means by Policy Reform in Latin American Adjustment: How Much Has Happened?, Washington Institute for International Economics, 1990.

29. Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά για την ενεργειακή πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα τόσο στον τομέα των ορυκτών καυσίμων, όσο και στον τομέα των Α.Π.Ε.  και για τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές της συνέπειες, στο πλαίσιο της εμπορευματοποίηση της ενέργειας, με ιδιωτικοποίηση του κλάδου και απορρύθμιση της αγοράς, αλλά αυτό είναι αντικείμενο άλλης ανάλυσης.

30. http://www.rae.gr/site/file/categories_new/global_regulation/global_national/global_national_laws/N_3851_2010?p=file&i=0

31. http://www.rae.gr/site/file/categories_new/global_regulation/global_national/global_national_laws/N_4001_2011?p=file&i=0

32. https://twitter.com/realDonaldTrump/status/265895292191248385

33. Εδώ μπορείτε να βρείτε κωδικοποιημένα και συγκεντρωμένα τα επιχειρήματα του lobby των αρνητών και τις απαντήσεις σε αυτά. https://skepticalscience.com/argument.php

34. Powel  J., (2019), Scientists Reach 100% Consensus on Anthropogenic Global Warming. Bulletin of Science, Technology & Society, Vol. 37, issue 4, pp. 183-184.

35. Cook J. et al, (2016), Consensus on Consensus: a synthesis of consensus estimates on human-caused global warming, Environmental Research Letters, Vol. 11, n.4.

https://iopscience.iop.org/article/10.1088/1748-9326/11/4/048002/pdf

36. Ειδικά για το Green New Deal αναφερόμαστε στις αστικές εκδοχές του (και όχι σε ορισμένες ριζοσπαστικές που απαιτούν ξεχωριστή συζήτηση) όπως αυτές προωθούνται τα τελευταία χρόνια εντονότατα τόσο από ΜΚΟ, όσο όμως και ως πεδίο κρατικών και διακρατικών πολιτικών.  Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η παρουσίαση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του European Green New Deal τον περασμένο Δεκέμβρη, με κεντρικό αντικείμενο την κλιματική ουδετερότητα.

https://ec.europa.eu/info/strategy/priorities-2019-2024/european-green-deal_en

https://ec.europa.eu/info/publications/communication-european-green-deal_en

37. Ο πλανήτης και ο έμβιος κόσμος υπήρξαν πολύ πριν την εμφάνιση του ανθρώπινου είδους και ιδιαίτερα πριν την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών.

38. Φόστερ Τ. Μ., (2005), Οικολογία και Καπιταλισμός, Αθήνα, Μεταίχμιο, σσ. 45-47.  

Ετικέτες