Πριν από 100 χρόνια, η ορμητική εξέγερση των εργατών, των φτωχών αγροτών, αλλά και των στρατιωτών, που με το όπλο στο χέρι απεικόνιζαν την ισχύ της εργατο-αγροτικής συμμαχίας, ανέτρεπε το καθεστώς του Τσάρου, εκπληρώνοντας ένα καθήκον που οι περισσότεροι, μέχρι τότε, θεωρούσαν σχεδόν ακατόρθωτο.

Είχε προηγηθεί μια ιστορικής σημασίας «γενική δοκιμή», η επανάσταση του 1905, που, αν και πνίγηκε στο αίμα, ξαναπιάνοντας το νήμα της Παρισινής Κομούνας έφερε στο λεξιλόγιο και στο οπλοστάσιο του διεθνούς εργατικού κινήματος ένα νέο «εργαλείο», τα Σοβιέτ –τα Εργατικά Συμβούλια– που έμελλε να παίξουν κεντρικό ρόλο στο 1917. 

Στη χώρα της αντιδραστικής και καθυστερημένης δυναστείας των Ρομανόφ, η εκπλήρωση των βασικών δημοκρατικών καθηκόντων πήρε τη ριζοσπαστικότερη μορφή (Ψωμί! Γη! Ειρήνη!) και συνδυάστηκε σχεδόν ακαριαία με τη σοσιαλιστική επανάσταση του Οκτώβρη, που με το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!» συγκλόνισε τον 20ό αιώνα.

Σήμερα, μετά τα 30 χρόνια κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού και παρά τη διεθνή κρίση του καπιταλισμού, πολλοί/ές αγωνιστές/στριες της Αριστεράς ενστικτωδώς μετατοπίζονται στην άποψη ότι η Επανάσταση δεν είναι πλέον εφικτή. Η σύγχυση και η οργανωτική διάλυση που εξαπλώνονται μέσα στην πολιτική Αριστερά και το εργατικό κίνημα, μοιάζει να επιβεβαιώνουν αυτό το συναίσθημα. Δεν είναι η πρώτη φορά.

Η κατάσταση ήταν ανάλογη στην εποχή πριν το 1917. Η δημοκρατική-αστική Γαλλική Επανάσταση ήταν πλέον ένα μακρινό παρελθόν. Οι επαναστάσεις του 1848 και του 1871 είχαν ηττηθεί. Στο κέντρο της Ευρώπης, κυρίως στη Γερμανία, το εργατικό κίνημα έμοιαζε να προοδεύει, αλλά με επίκεντρο τη συσσώρευση κοινοβουλευτικής και συνδικαλιστικής δύναμης που παρουσίαζε το SPD και οδηγούσε στην ενίσχυση των μεταρρυθμιστικών αντιλήψεων στο εσωτερικό του. Αυτή η δύναμη που υπομονετικά συγκεντρωνόταν χρόνο με το χρόνο, κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα το 1914, μπροστά στο ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Αυτή τη «νύχτα», που είχε προσωρινά φωτίσει σαν αστραπή το 1905, ήρθε να διαλύσει το 1917, εξαπολύοντας το πιο κορυφαίο διεθνές επαναστατικό «κύμα» που έχει μέχρι σήμερα γνωρίσει η ανθρωπότητα.

Αυτό το επαναστατικό κύμα έχει κατασυκοφαντηθεί όσο τίποτε άλλο μέσα από τη συνδυασμένη προσπάθεια των καπιταλιστών, αλλά και από τα πεπραγμένα των επιγόνων της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί των καπιταλιστών χαρακτηρίζουν το 1917 ως ένα «μπολσεβίκικο πραξικόπημα», ενώ η σταλινική παράδοση παρουσιάζει την επανάσταση να ξεπηδά πανέτοιμη και πάνοπλη από το κεφάλι ενός ηγέτη, του Λένιν, και τις γραμμές της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων. 

Επανάσταση

Αυτή η εικόνα δεν έχει σχέση με την ιστορική πραγματικότητα. Τα Εργατικά Συμβούλια, τα Σοβιέτ, υπήρξαν ο καθοριστικός παράγοντας της επανάστασης, τουλάχιστον κατά τον «Χρόνο Ένα». Το 1917 είναι η χρονική στιγμή όπου έρχεται πιο κοντά από ποτέ στην υλοποίησή του ο θεμελιώδης ισχυρισμός των Μαρξ-Ένγκελς ότι «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης». 

Η επανάσταση του Οκτώβρη εγκατέστησε ένα καθεστώς αυθεντικής εργατικής εξουσίας. Τα Σοβιέτ αναδείχθηκαν ως βασικός θεσμός μέσω του οποίου η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της γκρέμισαν το παλιό καθεστώς και το υπαρκτό κράτος που το υπηρετούσε. Αναδείχθηκαν ως κυρίαρχη κοινωνική δύναμη και έβαλαν μπροστά τη διαδικασία βαθιών μετασχηματισμών στην κατεύθυνση της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης των μαζών που ζούσαν από τη δουλειά τους. Στη γλώσσα της εποχής αυτό το νέο καθεστώς ονομαζόταν «δικτατορία του προλεταριάτου», ένας όρος που, αν και έχει δυσφημιστεί αρκετά, ήθελε να τονίσει τον επαναστατικό χαρακτήρα της προσπάθειας, υπογραμμίζοντας το στοιχείο του καταναγκασμού σε βάρος των μέχρι χθες κυρίαρχων τάξεων. 

Όμως ταυτόχρονα, το 1917 υπήρξε η κορυφαία στην ιστορία στιγμή πραγματικής δημοκρατίας, εφαρμοσμένης δημοκρατίας, για το σύνολο των ανθρώπων που ζουν από την εργασία τους.

Το διάταγμα των Σοβιέτ για τη γη κατάργησε την ιδιοκτησία των αριστοκρατών και μοίρασε τα κτήματά τους στους αγρότες. Στο έδαφος της Τσαρικής Αυτοκρατορίας, αυτής της μεγάλης φυλακής των λαών, αναγνωρίστηκε το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση, μέχρι και του ελεύθερου αποχωρισμού τους. Κατοχυρώθηκε αμέσως η πλήρης ανεξιθρησκεία, το δικαίωμα να πιστεύει κανείς ελεύθερα σε οποιονδήποτε, ή σε κανένα, Θεό. 

Η σοβιετική εξουσία θεώρησε πρώτιστο καθήκον την εξασφάλιση της ισότητας στο εσωτερικό των καταπιεσμένων λαϊκών μαζών. Στις γυναίκες αναγνωρίστηκε αμέσως το δικαίωμα στο διαζύγιο και μόνο με την αίτησή τους, οι εκτρώσεις νομιμοποιήθηκαν ως δικαίωμα επιλογής, οι νόμοι που ποινικοποιούσαν την ομοφυλόφιλη σεξουαλικότητα καταργήθηκαν για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία. Το διάταγμα για τις κοινοτικές κουζίνες και τα κοινοτικά πλυντήρια επιχειρούσε να ενισχύσει τις υλικές βάσεις για την εξάσκηση της ισότητας: για να βγει η γυναίκα από τη φυλακή του νοικοκυριού και να προωθηθεί η αντίληψη ότι η ανατροφή των παιδιών είναι υπόθεση της κοινωνίας και όχι της οικογένειας…

Το ζήτημα της ειρήνης υπήρξε μια καθοριστική υπόσχεση και μια καθοριστική δοκιμασία της επανάστασης. Τα Σοβιέτ ψήφισαν αμέσως την κατάργηση όλων των νόμων που διασφάλιζαν τη Μυστική Διπλωματία και έθεσαν όλες τις κρίσιμες αποφάσεις μπροστά στα μάτια των αγωνιζόμενων μαζών. Η θέση του Λένιν –ότι η σοβιετική εξουσία θα έπρεπε μονομερώς να τερματίσει την πόλεμο, ακόμα και με κακούς όρους, ακόμα και με τον κίνδυνο να στραφεί το πατριωτικό αίσθημα ενάντια στην επανάσταση– επικράτησε. Στο Μπρεστ Λιτόφσκ, τον Μάρτη του 1918, η επαναστατική Ρωσία αποσύρθηκε από τον πόλεμο, χάνοντας ένα μεγάλο μέρος των εδαφών της, το 50% των βιομηχανικών υποδομών της και το 90% των ανθρακωρυχείων της. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που οι λαϊκές μάζες μιας χώρας κατόρθωναν να σταματήσουν ένα μεγάλο πόλεμο, που είχαν αποφασίσει οι αφέντες τους. Λίγους μήνες μετά, το συγκλονιστικό τους παράδειγμα έφερε αποτελέσματα. Η εξέγερση των στρατιωτών και των εργατών στη Γερμανία ανέτρεπε τον Κάιζερ και τερμάτιζε το σφαγείο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Σε κατακτήσεις σαν αυτές πάτησε η διεθνής και παρατεταμένη αίγλη του 1917. Σε αυτές στηρίζεται η «δυναμική της Οκτωβριανής Επανάστασης» που είτε άμεσα, είτε διαθλασμένα καθόρισε τον 20ό αιώνα.

Κίνημα και Κόμμα

Είναι αλήθεια ότι η αυθόρμητη κίνηση των εργατικών και λαϊκών μαζών υπήρξε ο βασικός «κινητήρας» σε αυτό το κολοσσιαίο έργο. Όμως είναι εξίσου αλήθεια ότι το «καθαρό» αυθόρμητο δεν υπάρχει στην ιστορία. Πίσω από τις μαζικές κινήσεις, πίσω ακόμα και από τις ενστικτώδεις μετακινήσεις των μαζών, βρίσκεται η πολιτική πείρα που συσσωρεύει η δράση σε προηγούμενες, διαφορετικές και συνήθως πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, που στηρίζεται στην οργανωμένη δράση των επαναστατών. Και όχι τυχαία, στην προεπαναστατική περίοδο αυτός ο παράγοντας, η δράση των επαναστατών, έφτασε στη Ρωσία σε κορυφαίο επίπεδο.

Κάτω από τα χτυπήματα της άκαμπτης κατασταλτικής πολιτικής του τσαρισμού, όλα τα «ρεύματα» υποχρεώθηκαν να μετατοπιστούν στο ριζοσπαστικό άκρο των ιδεών, της δράσης και της οργανωτικότητάς τους. Οι Αριστεροί Εσέροι, η Αριστερά των Μενσεβίκων και κυρίως οι Μπολσεβίκοι ήταν το «αποτέλεσμα» μιας σκληρής οργανωμένη πάλης που, μέσα σε 20 περίπου χρόνια, πέρασε από τα «σχολεία» των φυλακών και των εξοριών και από το «πανεπιστήμιο» δύο μαζικών επαναστάσεων και ενός παγκοσμίου πολέμου.

Απ’ αυτά τα υλικά φτιάχτηκε η «δρακογενιά» (προφανώς με την ιδεολογικοπολιτική έννοια…) που το 1917 υπήρξε η ραχοκοκαλιά του μαζικού ρεύματος «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!». Ο Τρότσκι, που έζησε όλα τα προεπαναστατικά χρόνια έξω από τις γραμμές των Μπολσεβίκων, γράφει με ευθύτητα ότι πιθανόν η επανάσταση του 1917 θα μπορούσε να έχει γίνει ακόμα και αν δεν υπήρχαν οι Μπολσεβίκοι, αλλά είναι εξαιρετικά απίθανο ότι θα μπορούσε να νικήσει, αν δεν υπήρχαν οι Μπολσεβίκοι. 

Ο μαρξιστής ιστορικός Λαρς Τ. Λιχ που, έχοντας το προνόμιο της γνώσης της ρωσικής γλώσσας, έχει ειδικευτεί στη μελέτη της ιστορίας των Μπολσεβίκικων οργανώσεων στο εσωτερικό της προεπαναστατικής Ρωσίας, έχει παρουσιάσει μια «βιογραφία» του συνθήματος «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!». Διαχωρίζοντας τρία συστατικά του, ισχυρίζεται ότι: α) Τα «Σοβιέτ» υπήρξαν «παιδί» του 1905. β) Η συμμετοχή των Σοβιέτ στην «Εξουσία» υπήρξε επίτευγμα του Φλεβάρη του 1917. γ) Η ιστορική συμβολή των Μπολσεβίκων συνίσταται μόνο (μόνο!) στο ότι ένωσαν τα παραπάνω συστατικά με το «Όλη», αποδεικνύοντας πειστικά ότι τα «Σοβιέτ» από τη φύση τους δεν μπορούσαν να μοιραστούν την «Εξουσία» με καμιά άλλη δύναμη και ότι αν απέφευγαν να καταλάβουν «όλη» την εξουσία, θα συντρίβονταν αναπόφευκτα από μια βίαιη και αιματηρή αντεπανάσταση.

Πόσο εύκολη ακούγεται στα λόγια η διατύπωση αυτού του συγκλονιστικού διλλήματος που ξεκαθαρίζει την επαναστατική στρατηγική της γενιάς του 1917! Στην πραγματικότητα οι Μπολσεβίκοι μπόρεσαν να ανταποκριθούν σε αυτόν τον ιστορικό ρόλο μόνο επειδή στα προηγούμενα χρόνια αντιμετώπισαν με επιτυχία μικρότερες προκλήσεις, μέσα από τις οποίες εμπέδωσαν το βασικό γνώρισμά τους: τη στρατηγική ακαμψία και την προσήλωση στη σοσιαλιστική απελευθέρωση της εργατικής τάξης, σε συνδυασμό με την τακτική ευελιξία, τη σύνδεσή τους με το συγκεκριμένο επίπεδο του αγώνα σε κάθε φάση του. Ήταν το αποτέλεσμα που έφεραν: Ο έγκαιρος ιδεολογικοπολιτικός διαχωρισμός τους από τους Μενσεβίκους μεταρρυθμιστές αρχικά από το 1903. Η απόρριψη του σεχταρισμού και η αποφυγή μιας οριστικής διάσπασης του κόμματος με τις επανενώσεις (με τους Μενσεβίκους), τις νέες ρήξεις, τις μισο-ενώσεις κ.ο.κ. μέχρι –τουλάχιστον– το 1912 (ή κατά άλλους μέχρι και μετά το 1917…). Το άνοιγμα των γραμμών του κόμματος για να ταυτιστεί με την πλατιά εργατική πρωτοπορία, που παρήγαγε το 1905. Το «κλείσιμο» του κόμματος ξανά, για να αντιμετωπιστεί η μετέπειτα εποχή της βάρβαρης καταστολής. Η αξιοποίηση ακόμα της παραμικρής δυνατότητας «νόμιμης» δράσης (εκλογές υπό τον Τσάρο…) σε συνδυασμό με τη διατήρηση της οργανωτικής δυνατότητας για παράνομη δράση. Ο επαναπροσανατολισμός του κόμματος μετά τον Φλεβάρη, με τη στροφή από τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» στις «Θέσεις του Απρίλη». Η τακτική του Ενιαίου Μετώπου μεταξύ Φλεβάρη και Οκτώβρη. Η αποφασιστική προσπάθεια να κρατηθούν μέσα στην επαναστατική διακυβέρνηση οι Αριστεροί Εσέροι και η Αριστερά των Μενσεβίκων μετά τον Οκτώβρη κ.ο.κ.

Αυτή η θυελλώδης διαδρομή έχει τυποποιηθεί από τους σταλινικούς επιγόνους σε μια υποτιθέμενη «αντίληψη του Λένιν για το κόμμα» που γαλούχησε γενιές και γενιές κομουνιστών διεθνώς. Μια παπαγαλία κάποιων σημείων του «Τι να κάνουμε», αποσπασμένων από το ιστορικό υπόβαθρο του 1903, κληροδοτεί έναν Λένιν πολύ πιο κοντά σε έναν Γιακωβίνο συνωμότη, παρά τον σοσιαλιστή επαναστάτη του κορυφαίου εργατικού ξεσηκωμού στην ιστορία. Έναν Λένιν που επιχειρεί, τάχα, να φέρει την επαναστατική συνείδηση στην εργατική τάξη «απ’ έξω» και μάλιστα μέσω της αστικής ή μικροαστικής ιντελιγκέντσιας. Που προτιμά εκ πεποιθήσεως τη συνωμοτική δράση σε βάρος του ανοιχτού πολιτικού αγώνα. Που, κατά συνέπεια, έχει ροπή προς τον συγκεντρωτισμό, τον ελιτισμό και την υποκατάσταση των μαζών. Που βρίσκεται σε αντίθεση αρχών με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τους άλλους επαναστάτες της εποχής του και όχι σε διαφορά τακτικών επιλογών μέσα στο πραγματικό πεδίο δράσης του καθενός από αυτούς…

Αυτός ο Λένιν, ο Λένιν που περιέγραφαν τα Κομουνιστικά Κόμματα από τη δεκαετία του 1930 και μετά, δεν έχει καμία σχέση με τον Λένιν του 1905, με τον Λένιν του Απρίλη, με τον Λένιν του Οκτώβρη, με τον Λένιν του «Κράτος και Επανάσταση»… (για περισσότερα, βλ. στο «Ο μύθος του ελιτισμού του Λένιν» στις σελίδες που ακολουθούν).

Αντικαπιταλισμός και Διεθνισμός

Μια άλλη πλευρά της σταλινικής τυποποίησης της παράδοσης του 1917 αφορά, κυρίως, στην επαναστατική στρατηγική. Ο χαρακτήρας της επανάστασης, λέει, υπαγορεύεται άκαμπτα από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που με τη σειρά τους καθορίζουν το εφικτό ή ανέφικτο επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων. Έτσι, η σοσιαλιστική επανάσταση «αρμόζει» μόνο στις καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες, στις καθυστερημένες χώρες οφείλει να προηγηθεί το «στάδιο» μιας αστικοδημοκρατικής επανάστασης, που θα διασφαλίσει πρώτα την «ανάπτυξη», ενώ στις αποικίες θα όφειλε να γίνει μια αντιιμπεριαλιστική επανάσταση με στόχο την εγκαθίδρυση της εθνικής ανεξαρτησίας, που θα ανοίγει μια «εποχή» ομαλής οικονομικής και πολιτικής ζωής, μέσα στην οποία θα δημιουργούνταν σταδιακά οι δυνατότητες για ένα «πέρασμα» στον σοσιαλισμό. 

Από πολλούς, μάλιστα, γίνεται η προσπάθεια να προβληθεί προς τα πίσω αυτή η «τυποποίηση» που προέκυψε στα μέσα της δεκαετίας του ’30, να παρουσιαστεί ως η κυρίαρχη εκδοχή μαρξισμού στη Β΄Διεθνή, κατά την πριν το 1914 περίοδο (ο «οικονομισμός» της Β΄ Διεθνούς, που μεταλαμπαδεύτηκε τάχα στην Κομιντέρν…). Σήμερα που το πλήθος των αρχείων είναι διαθέσιμο, γνωρίζουμε ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι: το βιβλίο των Ρίτσαρντ Ντέι και Ντάνιελ Γκάιντο, «Witnesses on Permanent Revolution», παρουσιάζει την προ του 1905 συζήτηση μεταξύ των Καρλ Κάουτσκι, Χίλφερντινγκ, Ρ. Λούξεμπουργκ, Φ. Μέρινγκ, Πάρβους, Πάνεκουκ, Πλεχάνοφ, Τρότσκι κ.ά, όπου αποδεικνύεται ότι η ιδέα της ανατροπής του τσάρου από μια σοσιαλιστική και όχι από μια αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν ήταν ξένη, τουλάχιστον σε ένα στρώμα ηγετικών στελεχών της Β΄Διεθνούς στην προ του 1914 περίοδό της. (Το βιβλίο των Ρ.Ντέι και Ντ.Γκάιντο πρόκειται να εκδοθεί από τις εκδόσεις Red Marks, στο πλαίσιο του εκδοτικού προγράμματός μας για το 1917). 

Παρ’ όλα αυτά η ιδέα αυτή ήταν μειοψηφική. Ήταν κυρίως μια υπόθεση εργασίας στις συζητήσεις μεταξύ των ηγετικών στελεχών του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη. Η «τομή» στη συζήτηση αυτή προέκυψε από την επεξεργασία της εμπειρίας του 1905. Η εμφάνιση των Σοβιέτ στην καθυστερημένη και οπισθοδρομική Ρωσία ήταν ένα συγκλονιστικό γεγονός. Ο Τρότσκι, αξιοποιώντας τις προεργασίες του Πάρβους, διατυπώνει τότε τη θεωρία της Διαρκούς Επανάστασης.

Στη βάση της εμπειρίας του Φλεβάρη, ο Λένιν τροποποίησε τις προηγούμενες επεξεργασίες των Μπολσεβίκων και με τις «Θέσεις του Απρίλη» υιοθέτησε τον στόχο της μετατροπής της επανάστασης σε σοσιαλιστική, αποδεχόμενος το θεωρητικό σχήμα της Διαρκούς Επανάστασης. Αυτή είναι η βάση (μαζί με την απαραίτητη αυτοκριτική εκ μέρους του Τρότσκι για τις προηγούμενες οργανωτικές επιλογές του) για την προσχώρηση του Τρότσκι στους Μπολσεβίκους, όπου γίνεται δεκτός άμεσα σε ηγετικό επίπεδο, ενώ του ανατίθενται στη συνέχεια απολύτως κρίσιμα καθήκοντα. 

Όμως θα ήταν απολύτως λάθος να επιχειρήσει κανείς να κατανοήσει αυτές τις μεταστροφές, περιοριζόμενος στις μετακινήσεις της σκέψης και των απόψεων των κορυφαίων στελεχών. Που ζώντας, αναγκαστικά, είτε στην εμιγκράτσια είτε στις φυλακές και στις εξορίες του τσάρου, είχαν περιορισμένες δυνατότητες να επηρεάζουν εκ του συστάδην τις υπαρκτές οργανώσεις, τα ζωντανά δίκτυα των επαναστατών που δρούσαν μέσα στη Ρωσία. Η νεότερη γενιά των μαρξιστών ιστορικών, που επιχειρεί να «διαβάσει» ξανά «σε βάθος» την ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, καταλήγει να υπογραμμίζει τη μεγάλη σημασία των οργανώσεων στο εσωτερικό της Ρωσίας. Κυρίως οι Μπολσεβίκοι, αλλά σε μεγάλο βαθμό οι αριστεροί Μενσεβίκοι του Μαρτόφ, ακόμα και οι αριστεροί Εσέροι, είχαν μπολιαστεί με την πεποίθηση ότι όφειλαν να προχωρήσουν στην επαναστατική ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος, παρά την άρνηση των δυνάμεων του αστισμού να συμμετάσχουν σε αυτό το καθήκον και –όλο και συχνότερα μετά το 1905– κυρίως οι Μπολσεβίκοι σε ανειρήνευτη σύγκρουση μαζί τους.

Αυτή η σύνθετη προεργασία είναι η μόνη βάση που μπορεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο της γρήγορης, ενιαίας και χωρίς κρίσεις μεταστροφής όλου του κόμματος των Μπολσεβίκων κατά τη «στιγμή» όπου ο Λένιν με τις «Θέσεις του Απρίλη» προτείνει την κατάληψη «όλης» της εξουσίας από τα Σοβιέτ. Είναι η μόνη βάση που μπορεί να ερμηνεύσει τη δυνατότητα των Μπολσεβίκων να παίξουν ηγεμονικό ρόλο, καθοδηγώντας ένα ολόκληρο κίνημα προς την πρώτη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση.

Όμως αυτή η αντίληψη δεν είχε τίποτα κοινό με μια τσαρλατάνικη «υπερ-αισιοδοξία», ένα βολονταρισμό αποσπασμένο από τις ιστορικές δυνατότητες. Το στοιχείο που μετατρέπει σε ρεαλιστικό τον σκληρό αντικαπιταλισμό των Ρώσων επαναστατών ήταν ο διεθνισμός. 

Είδαμε ήδη το παράδειγμα του Μπρεστ Λιτόφσκ. Όπου αποδείχθηκε ότι η τραγωδία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν είχε υπονομεύσει καθοριστικά μόνο τον Τσάρο στη Ρωσία, αλλά και τον Κάιζερ στη Γερμανία. Μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, αποδείχθηκε στην πράξη ότι το «κύμα» του 1917 ήταν διεθνές. Η Γερμανία, η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Ιταλία, μπήκαν σε παρατεταμένη περίοδο προεπαναστατικής-επαναστατικής κρίσης. Στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στα Βαλκάνια κ.ο.κ. οι αγώνες μπήκαν σε κάθετα ανοδική πορεία και οι «ταραχές» έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Η τσαρική Ρωσία ήταν ο «αδύναμος κρίκος» στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, που όμως, ολοφάνερα, έμπαινε σε δοκιμασία αντοχής και σε πολλά άλλα σημεία. 

Οι επαναστάτες στη Ρωσία, προχωρώντας στο σπάσιμο του «αδύναμου κρίκου», δεν κυριαρχούνταν από ουτοπικό πρωτογονισμό. Γνώριζαν ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, η διατήρηση μιας βαθιά δημοκρατικής εξουσίας των Σοβιέτ, η διατήρηση στη ζωή της συμμαχίας μεταξύ των εργατών και των φτωχών αγροτών, προϋπέθεταν ένα επίπεδο υλικών πόρων που δεν υπήρχε στην καταστραμμένη από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά έτσι κι αλλιώς καθυστερημένη, τσαρική Ρωσία. Υπολόγιζαν ότι το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να λυθεί με την επέκταση της επανάστασης στην Ευρώπη, με τη συνεργασία της νεαρής σοβιετικής εξουσίας με το νέο καθεστώς που θα προέκυπτε από τη νίκη της επανάστασης στη Γερμανία. 

Ο υπολογισμός αυτός αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ουτοπικός. Η επανάσταση επεκτάθηκε στη Γερμανία και σε άλλες περιοχές στην Ευρώπη. Αλλά, τελικά, ηττήθηκε. Αυτή η κατάληξη ήταν καθοριστική για τις μετέπειτα εξελίξεις στην Ευρώπη, αλλά, επίσης, και για τη μοίρα της Επανάστασης στη Ρωσία. 

Η πολιορκημένη επανάσταση που ηττήθηκε

Η σχετική σταθεροποίηση του καπιταλισμού στην Ευρώπη έδωσε την ευκαιρία για την ιμπεριαλιστική εισβολή των στρατών 14 χωρών στη σοβιετική Ρωσία. Με τη βοήθεια των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων, οι εσωτερικές δυνάμεις του παλιού καθεστώτος, οι στρατιές των Λευκών, ανασυντάχθηκαν και ακολούθησε ο τρομερός τριετής Εμφύλιος Πόλεμος. 

Όλες οι δυνάμεις της Επανάστασης υποτάχθηκαν υποχρεωτικά στο καθήκον της στρατιωτικής νίκης στον Εμφύλιο. Δεν υπήρχε καμιά ειρηνική ή δημοκρατική εναλλακτική. Ο Τρότσκι γράφει ότι η ήττα του Κόκκινου Στρατού θα είχε ως αποτέλεσμα ένα λουτρό αίματος. Η ανθρωπότητα θα γνώριζε το ναζισμό ή το φασισμό με ρωσικό όνομα αντί του γερμανικού ή του ιταλικού. 

Η νίκη των επαναστατών επιτεύχθηκε, αλλά με τρομερό αντίτιμο. Όχι μόνο στους υλικούς πόρους και στις υποδομές, αλλά επίσης στη ζωντανή δύναμη που ήταν στο κέντρο του 1917, στην εργατική τάξη. Που μειώθηκε περίπου κατά 50% –μέσα σε 3 χρόνια– είτε λόγω των απωλειών στα μέτωπα, είτε λόγω της μαζικής εγκατάλειψης των πόλεων και της αναγκαστικής επιστροφής στην ύπαιθρο…

Αυτά συνιστούν την υλική βάση για την υποχώρηση της σοβιετικής δημοκρατίας. Ο Λένιν στην τελευταία περίοδο πριν τον θάνατό του (βλ. το πολύτιμο βιβλίο του Μοσέ Λεβίν: «Η τελευταία μάχη του Λένιν») περιγράφει την ΕΣΣΔ ως ένα «εργατικό κράτος, αλλά με γραφειοκρατικές παραμορφώσεις». Τα Σοβιέτ δεν λειτουργούν πλέον και ο εργατικός χαρακτήρας του κράτους στηρίζεται όλο και περισσότερο στο γεγονός ότι στην κορυφή του κράτους εξακολουθεί να βρίσκεται το κόμμα –οι Μπολσεβίκοι– που παραμένει πιστό στις παρακαταθήκες του Οκτώβρη. Όμως ακόμα και αυτό το τελευταίο «οχυρό» έχει αρχίσει να υποσκάπτεται. Αφενός οι σχέσεις του με τα άλλα σύμμαχα κόμματα της εποχής του Οκτώβρη –τους Εσέρους και τους αριστερούς Μενσεβίκους– έχουν ραγδαία επιδεινωθεί. Αφετέρου, η «γραφειοκρατικοποίηση» του κράτους αντανακλάται σταδιακά όλο και περισσότερο στο εσωτερικό του μπολσεβίκικου κόμματος. 

Σε όλη αυτή την αντίστροφα «μεταβατική» περίοδο, όλα τα σημαντικά στελέχη της μπολσεβίκικης ηγεσίας υποστηρίζουν μεν τα αναγκαία οικονομικά και πολιτικά μέτρα για την επιβίωση του «εργατικού κράτους», αλλά σπεύδουν να τα χαρακτηρίσουν ως αναγκαστικές υποχωρήσεις, σε πλήρη αντίθεση με την άποψή τους για το πώς θα μπορούσε –γενικά και διαχρονικά– να οργανώνεται μια σοσιαλιστική δημοκρατία. Προσπαθούν να κρατήσουν το κεφάλι έξω από το νερό, περιμένοντας αγωνιωδώς την ενίσχυσή τους απέξω. Σε αυτό το διάστημα πληθαίνουν μεταξύ των Μπολσεβίκων ηγετών οι διατυπώσεις, όπως του Λένιν: «χωρίς την επανάσταση στη Γερμανία, είμαστε προορισμένοι να χαθούμε…». 

Αυτή η υπογράμμιση έχει σημασία και η ποιότητα αυτών των ηγετικών στελεχών, η ταύτισή τους με την εργατική τάξη, επιβεβαιώθηκε με τη μοίρα τους στα χρόνια που ακολούθησαν. Όμως σήμερα, σε τελείως διαφορετικές συνθήκες και έναν αιώνα μετά, δεν έχουμε κανένα λόγο για να ανάγουμε σε επαναστατική αρετή είτε τα λάθη που γίνηκαν σε αυτήν την περίοδο, είτε ακόμα και τις «αναγκαστικές υποχωρήσεις».

Στα 100 χρόνια από τον Οκτώβρη επιλέξαμε να εκδώσουμε το βιβλίο του Βικτόρ Σερζ «Το έτος ένα της Ρωσικής Επανάστασης». Η αξία του βιβλίου του Σερζ είναι ότι υπογραμμίζει το ρόλο των Σοβιέτ ως κινητήρια δύναμη στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Όμως, επίσης, δεν διστάζει –παρά την ανάλυση του δυσμενούς πλαισίου και της σκληρότητας του συσχετισμού των δυνάμεων που έκανε κάποιες πικρές επιλογές αναγκαίες– να «δείξει» την Κροστάνδη, την ίδρυση της ΤσεΚά, τη σταδιακή απαγόρευση των άλλων εργατικών κομμάτων, την κατάργηση των τάσεων μέσα στον μπολσεβικισμό κ.ο.κ. ως «πληγές» που από μόνες τους γίνονταν επικίνδυνες.

Με την απόσταση των 100 χρόνων από τα γεγονότα, μπορούμε να πούμε ότι οφείλουμε πλέον να κάνουμε καθαρά τη διάκριση ανάμεσα στις απόψεις για τον σοσιαλισμό ως εργατική δημοκρατική εξουσία και την αναπαραγωγή αντιλήψεων που ξεκινάνε από τα παραδείγματα στην εποχή του εκφυλισμού της επανάστασης και καταλήγουν να κατανοούν τον σοσιαλισμό ως μονοκομματική εξουσία μιας (φωτισμένης) ηγεσίας. 

Στην εποχή του θανάτου του Λένιν κυκλοφορούν μεταξύ των Μπολσεβίκων ηγετών ιδιαίτερα απαισιόδοξες προβλέψεις. Υπογραμμίζεται ο κίνδυνος της ανατροπής των Μπολσεβίκων είτε από μια νέα ιμπεριαλιστική εισβολή, είτε από μια νέα εξέγερση αναζωογονημένων Λευκών δυνάμεων. Δεν έγινε τίποτα από τα δύο. Αντίθετα, η ενίσχυση της γραφειοκρατίας, υπό την ηγεσία του Στάλιν, έπνιξε το κόμμα, κατέστρεψε τον ομφάλιο λώρο που κρατούσε ζωντανή τη σύνδεσή του με τον Οκτώβρη. 

Δεν είναι στόχος του παρόντος άρθρου η ανάλυση της σταλινικής αντεπανάστασης, παρόλο που αυτό οφείλει να είναι ένα από τα κεντρικά ζητήματα που θα πρέπει να απαντήσει η συζήτηση για τα 100 χρόνια από τη Ρώσικη Επανάσταση. 

Η άποψή μας είναι ότι η σταδιακή ενίσχυση της γραφειοκρατίας μέσα στη δεκαετία του ’20, συνδυάζεται με τη σταδιακή απόκτηση της συνείδησης ότι αποτελεί μια ανεξάρτητη πλέον εκμεταλλεύτρια και καταπιέστρια δύναμη και ότι η Ρωσία από το 1928-1929 και μετά δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως Κρατικός Καπιταλισμός. Η απόσταση που χώριζε αυτό το νέο καθεστώς από την επανάσταση του ’17 δεν θα μπορούσε να αναδειχθεί παρά με εξαιρετικά άγριο, με πραγματικά κτηνώδη τρόπο. Και αυτό έγινε με τις «εκκαθαρίσεις» του 1930.

Οι εκτελεσμένοι: 
«Προς τις μελλοντικές γενιές στελεχών…»

Το τελευταίο τμήμα της «κληρονομιάς» του Οκτώβρη –αλλά όχι το μικρότερο σε σημασία– είναι ότι οι «άνθρωποι» του 1917 –η συντριπτική πλειοψηφία των ηγετικών στελεχών του μπολσεβικισμού, χιλιάδες «ενδιάμεσα» στελέχη του, δεκάδες χιλιάδες μέλη του κόμματος της εποχής του 1917-1928– δεν συμβιβάστηκαν με τον εκφυλισμό και τελικά με την ανατροπή της επαναστατικής κατεύθυνσης του Οκτώβρη. Όταν έφτασαν μπροστά στην τελική επιλογή, αυτήν της ένταξης στη «νέα κατάσταση», πήραν το δρόμο προς το εκτελεστικό απόσπασμα ή τον αργό (και κάποτε λιγότερο αργό) θάνατο στην εξορία και τα στρατόπεδα στη Σιβηρία. 

Αυτό ίσχυσε σταδιακά για όλες τις πτέρυγες του μπολσεβίκικου κόμματος. Για την Αριστερή Αντιπολίτευση του Τρότσκι, για το «Κέντρο» των Ζινόβιεφ-Κάμενεφ, για τη λεγόμενη «Δεξιά» υπό τον Μπουχάριν. Στις διαβόητες Δίκες της Μόσχας το στελεχικό δυναμικό του κόμματος και του στρατού, που έδωσε τις μάχες του Εμφυλίου, εξοντώθηκε με ατιμωτικές κατηγορίες. 

Ας δώσουμε το λόγο στον Μπουχάριν, στον κατά τον Λένιν «λαμπρότερο θεωρητικό νου» των Μπολσεβίκων και «αγαπημένο παιδί του κόμματος», που την παραμονή της εκτέλεσης έγραψε στη γυναίκα του:

«Η ζωή μου τελειώνει εδώ, σκύβω το κεφάλι κάτω από το τσεκούρι του δήμιου, που δεν είναι το τσεκούρι του προλεταριάτου, που και αυτό πρέπει να είναι ανελέητο, αλλά χωρίς καμιά κηλίδα. Αισθάνομαι πλήρη αδυναμία μπροστά σε αυτή την καταχθόνια μηχανή, που χρησιμοποιώντας χωρίς καμιά αμφιβολία μεσαιωνικές μεθόδους, απέκτησε γιγάντια δύναμη και μπορεί να κατασκευάζει αλυσιδωτές συκοφαντίες… Εάν όχι μία, αλλά πολλές φορές λάθεψα στην επιλογή των μεθόδων που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, οι επερχόμενες γενιές ας μη με κρίνουν αυστηρότερα απ’ ό,τι με έκρινε ο Βλαδίμηρος Ίλιτς. Προχωρούσαμε για έναν και τον αυτό σκοπό, για πρώτη φορά στην ιστορία, και ο δρόμος δεν είχε ακόμα χαραχτεί. Άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Τότε η «Πράβδα» αφιέρωνε ολόκληρες σελίδες στις συζητήσεις: Ο κόσμος όλος συζητούσε, ερχόταν σε σύγκρουση και μετά όλοι συμφιλιώνονταν και προχωρούσαμε ενωμένοι. Απευθύνομαι σ’ εσάς, στη μελλοντική γενιά των κομματικών στελεχών, που θα έχετε το ιστορικό καθήκον να κάνετε την αυτοψία του τερατώδους σύννεφου των εγκλημάτων που εξαπλώνονται σε αυτή την τρομακτική εποχή και φουντώνει σαν φλόγα να πνίξει το κόμμα. Απευθύνομαι σε όλα τα μέλη του κόμματος». 

Κάποιοι απ’ αυτούς «ομολόγησαν». Κάτω από τα φρικτά βασανιστήρια, τις απειλές εξόντωσης των προσφιλών τους προσώπων, αλλά και την ελπίδα ότι πιθανώς να κάνουν λάθος οι ίδιοι, τη σχεδόν μεταφυσική αναζήτηση μιας τελευταίας πιθανότητας να δικαιωθεί το «κόμμα». Σε όσους τόλμησαν την πολυτέλεια να ειρωνευτούν ή να χλευάσουν τους εκτελεσμένους που προηγούμενα ομολόγησαν, έδωσε την αρμόζουσα απάντηση ο Τρότσκι, λίγο πριν τη δολοφονία του στο Μεξικό, γράφοντας για τους Ζινόβιεφ-Κάμενεφ, παρά τις προηγούμενες σκληρές συγκρούσεις μεταξύ τους:

«Η αντίσταση των υλικών μετριέται με την ενέργεια των καταστροφικών δυνάμεων. Άκουσα φιλήσυχους μικροαστούς να αναφωνούν: “Αδύνατον να καταλάβει κανείς τον Ζινόβιεφ… Πόση έλλειψη χαρακτήρα!”. Έχετε μετρήσει, απάντησα, την πίεση που δέχτηκαν ολόκληρα χρόνια; Επί δέκα χρόνια ζούσαν μέσα στα βαριά σύννεφα της πληρωμένης συκοφαντίας. Επί δέκα χρόνια ταλαντεύονταν ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Στην αρχή με την πολιτική σημασία της λέξης, ύστερα με την ηθική, τέλος με τη φυσική. Θα μπορούσε να βρει κανείς σε όλη την ιστορία πολλά παραδείγματα εξόντωσης τόσο ραφιναρισμένης, τόσο συστηματικής των ικανοτήτων αντίστασης των νεύρων, όλων των ινών της ψυχής; Από χαρακτήρα, ο Ζινόβιεφ και ο Κάμενεφ, θα ’χαν να πουλήσουν και στους άλλους σε καιρό ειρήνης… Και οι δυο τους ήταν βαθιά και πέρα ως πέρα αφοσιωμένοι στο σοσιαλισμό…».

Αν και είναι γεγονός ότι το σύνολο των «τάσεων» του μπολσεβικισμού της εποχής του Οκτώβρη (ακόμα και οι «μικρότερες» ομάδες όπως η φράξια του Δημοκρατικού Συγκεντρωτισμού) διαχωρίστηκαν, μέχρις αίματος, από το ρεύμα του σταλινισμού, είναι επίσης γεγονός ότι ανάμεσά τους ξεχωρίζει η τάση που συσπειρώθηκε γύρω από τον Τρότσκι. Ας δώσουμε το λόγο στον Λέοπολντ Τρέπερ, έναν αγωνιστή που πήρε μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα υπό τη σταλινική ηγεσία, ως επικεφαλής του παράνομου δικτύου κατασκοπίας στην Ευρώπη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, του δικτύου που έμεινε στην ιστορία ως «Κόκκινη Ορχήστρα». Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του «Το Μεγάλο Παιχνίδι», γράφει: 

«Όλοι αυτοί που δεν αντιστάθηκαν στο σταλινικό μηχανισμό είναι υπεύθυνοι, συλλογικά υπεύθυνοι. Δεν αποτελώ εξαίρεση σε αυτήν την ετυμηγορία. Αλλά ποιοι διαμαρτυρήθηκαν εκείνη την εποχή; Ποιοι ύψωσαν τη φωνή τους γι’ αυτά τα αίσχη; Οι τροτσκιστές μπορούν να διεκδικήσουν αυτή την τιμή. Ακολουθώντας το παράδειγμα του ηγέτη τους, που ανταμείφθηκε για την επιμονή του με ένα δολοφονικό χτύπημα από ορειβατική αξίνα, πολέμησαν τον σταλινισμό μέχρις εσχάτων και ήταν οι μόνοι που το έκαναν. Μετά από τις μεγάλες εκκαθαρίσεις, μπορούσαν να φωνάζουν την εναντίωσή τους μόνο στις παγωμένες στέπες, όπου είχαν σταλεί για να εξοντωθούν. Στα στρατόπεδα, η συμπεριφορά τους ήταν αξιοθαύμαστη. Αλλά οι φωνές τους χάνονταν μέσα στην τούνδρα. Σήμερα, οι τροτσκιστές έχουν το δικαίωμα να κατηγορούν αυτούς που κάποτε ούρλιαζαν μαζί με τους λύκους. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι είχαν ένα τεράστιο πλεονέκτημα σε σχέση με εμάς, ένα συγκροτημένο πολιτικό σύστημα ικανό να αντικαταστήσει τον σταλινισμό. Είχαν κάτι για να στηριχθούν μέσα στη βαθιά απογοήτευσή τους, βλέποντας να προδίδεται η επανάσταση. Δεν “ομολόγησαν”, γιατί ήξεραν ότι οι ομολογίες τους δεν θα εξυπηρετούσαν ούτε το κόμμα, ούτε το σοσιαλισμό…» (υπογραμμίσεις δικές μου).

Εδώ ο Τρέπερ, με το έμπειρο μάτι του «ψημένου» στη δράση αγωνιστή, ξεχωρίζει δύο στοιχεία:

α) Την «αξιοθαύμαστη» στάση μπροστά στον δήμιο ή μέσα στην απομόνωση των στρατοπέδων. Αυτό το «ηθικό» στοιχείο χαρακτηρίζει ένα ευρύτερο φάσμα των αντιπολιτευόμενων. Είναι ένα πολύτιμο στοιχείο της κληρονομιάς του ’17. Μεταξύ της επανάστασης του Οκτώβρη και της σταλινικής περιόδου υπάρχει διαχωρισμός, υπάρχει «ποτάμι αίματος».

β) Το ζήτημα της ανάλυσης, το «συγκροτημένο πολιτικό σύστημα, ικανό να αντικαταστήσει τον σταλινισμό» τουλάχιστον στη σκέψη και στον προσανατολισμό στελεχών που είχαν βρεθεί σε θέση απομόνωσης, αυτό το «τεράστιο πλεονέκτημα» σε σχέση με αυτούς που υποτάχθηκαν. Γιατί πέρα από το ζήτημα της αξιοθαύμαστης ηθικής στάσης, η μεγάλη προσφορά των «αντιπολιτευόμενων» και κυρίως του Τρότσκι ήταν η συνέχεια της μαρξιστικής ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης που είχε διαμορφωθεί. Η «Προδομένη Επανάσταση» είναι η προδρομική, η πολύτιμη μαρξιστική εκτίμηση για τον σταλινισμό, που κράταγε ζωντανή τη συνέχεια με τον μπολσεβικισμό και επιχειρούσε να περάσει τη σκυτάλη στα χέρια της «επόμενης γενιάς στελεχών»…

Δεν ήταν εύκολο. Η αίγλη της Οκτωβριανής Επανάστασης δημιουργούσε την αυθόρμητη τάση της υποστήριξης της συνέχειας του πρώτου σοβιετικού κράτους. Ο μηχανισμός της Γ΄ Διεθνούς, με τις εκστρατείες κατά του «τροτσκισμού», αλλά και του «λουξεμπουργκισμού» (όροι που επινοήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’20), μετατράπηκε σε μηχανισμό μετάλλαξης και ευθυγράμμισης με τον σταλινισμό όλων των ΚΚ διεθνώς. Στην τρομερή δεκαετία του ’30, η επικράτηση του ναζισμού στη Γερμανία, οι «εκκαθαρίσεις» στη Ρωσία και στη Διεθνή, η ήττα της επανάστασης στην Ισπανία (με τις τεράστιες ευθύνες της σταλινικής πολιτικής και της διπλωματίας της), η στροφή στα Λαϊκά Μέτωπα και στη συνέχεια το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, δημιούργησαν τη βάση για μια ριζική «ανασύνθεση» της μαρξιστικής παράδοσης. Οι απόψεις των επαναστατών του μεγάλου «κύματος» του 1917-1928 πιέστηκαν προς το περιθώριο. Αργότερα διαφυλάχθηκαν πλέον στις βιβλιοθήκες και κυρίως στις μικρές οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς της εποχής, που όμως οδηγήθηκαν στην απομόνωση από το μαζικό και οργανωμένο εργατικό κίνημα. Και ως γνωστόν η απομόνωση είναι σκληρό έδαφος. Μέσα σε αυτή γίνονται εύκολα μεγάλα πολιτικά λάθη, που οδηγούν σε… μεγαλύτερη απομόνωση. Ο φαύλος κύκλος έμοιαζε τέλειος. 

Παρ’ όλα αυτά ο φαύλος κύκλος ποτέ δεν έγινε τέλειος. Στο εσωτερικό των ΚΚ, η μαρξιστική παράδοση και η ανάμνηση των «μεγάλων συζητήσεων» του 1920-1930 δημιουργούσαν απειθαρχίες, κρίσεις, διασπάσεις που κατευθύνονταν προς τα αριστερά. Κυρίως όμως τα νέα μαζικά ξεσπάσματα, οι αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις του 1950-1960 και ο κύκλος εργατικών και νεολαιίστικων αγώνων του διεθνούς Μάη του ’68 έφερναν ξανά στην επιφάνεια την αυθεντική παράδοση του ’17. Ο Λένιν, ο Τρότσκι, η Ρόζα, ο Γκράμσι, ο Μπουχάριν, η Τσέτκιν κ.ά. έβγαιναν από το Μαυσωλείο, συναντούσαν τον Τσε και τον Μάλκολμ Χ, αλλά και χιλιάδες και χιλιάδες νέους αγωνιστές/στριες, για να διεκδικήσουν ξανά τη συνέχεια του Οκτώβρη. 

Στις σημερινές συνθήκες, η παράδοση του 1917 δεν συνιστά, ασφαλώς, ένα έτοιμο πρόγραμμα. Συνιστά όμως την ιδεολογική βάση για την αναγκαία επεξεργασία αυτού του προγράμματος, τη βάση που στο κέντρο της έχει την τρομερή απελευθερωτική κραυγή της Πετρούπολης και της Μόσχας έναν αιώνα πριν: Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!

*Αναδημοσίευση από το τεύχος Νο 7 του περιοδικού "Κόκκινο"

Ετικέτες