Στην Συνδιάσκεψη της ΛΑΕ πρέπει να τεθούν προς συζήτηση, απάντηση και λύση τα κρίσιμα ζητήματα τα οποία αναδείχθηκαν σε τέτοια από την ίδια την καπιταλιστική κρίση και την απάντηση των καπιταλιστών και των κομμάτων τους σε αυτή.
Η 1η, η Ιδρυτική Συνδιάσκεψη, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αδικήσει τον εαυτό της και να περιοριστεί σε μια γενική συμφωνία «σε αυτά που μας ενώνουν», διότι αυτό μπορεί να αποτελέσει αυτοχειριασμό. Πρέπει, με οξυμένο πνεύμα αυτοκριτικής και διεισδυτικό μάτι, να αξιοποιήσει δημιουργικά «την συμπυκνωμένη εμπειρία των τελευταίων 15 μηνών» και την κατεκτημένη συνείδηση από αυτή την εμπειρία, και να πιάσει το νήμα που θα την οδηγήσει στην πλατιά αναγνώριση και καταξίωση σαν το πολιτικό-αντιμνημονιακό εκείνο μέτωπο που μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο για την ακύρωση των μνημονίων και την εφαρμογή πολιτικής εξόδου από την κρίση σε όφελος της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού. Πράγμα απαραίτητο για την ύπαρξη, την πλαισίωση και την ενεργή στήριξη του εγχειρήματος.
Η κλήση του σοσιαλισμού σε πολλές πτώσεις, στο πλαίσιο του κειμένου των «θέσεων», σε τίποτα δεν πρόκειται να βοηθήσει το εγχείρημα. Το λεγόμενο μεταβατικό πρόγραμμα δεν έχει τίποτα το σοσιαλιστικό. Το άμεσο κοινό καθήκον μας είναι η ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών. Πράγμα που σήμερα, για εμάς τους κομμουνιστές, αντικειμενικά ταυτίζεται με την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου η οποία αποτελεί την μοναδική πόρτα για την είσοδο στην αταξική-ακρατική κοινωνία, στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Αυτό όμως δεν μπαίνει σαν όρος για την συγκρότηση αντιμνημονιακού πολιτικού μετώπου. Αυτό στο οποίο πρέπει να ρίξουμε το βάρος είναι οι κρίκοι εκείνοι οι οποίοι, αν τους πιάσουμε και τους κρατήσουμε γερά, μπορούν να οδηγήσουν τις εξελίξεις σχεδόν νομοτελειακά.
Κρίσιμο ζήτημα που θα παίξει σοβαρό ρόλο στην εξέλιξη της μάχης που έχουμε μπροστά μας, της μάχης με τους τοκογλύφους, την ΕΕ, το ΔΝΤ και τους κεφαλαιοκράτες, για την κατάργηση των μνημονίων, είναι η στάση και η θέση μας σε ότι αφορά στο δημόσιο χρέος, η διαγραφή του οποίου είναι απαραίτητος και καθοριστικός όρος για την έξοδο από την κρίση σε όφελος της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού.
Σύμφωνα με το «Κείμενο θέσεων και προγραμματικών κατευθύνσεων για την πανελλαδική ιδρυτική Συνδιάσκεψη της ΛΑΕ» (στο εξής «Θέσεις»): «Το δημόσιο χρέος της χώρας αποτελεί βασικό μοχλό για την εφαρμογή των Μνημονίων και των αντιλαϊκών πολιτικών». Και στο Τέταρτο Κεφάλαιο, στην παράγραφο 6, η θέση της πλειοψηφίας του ΠΣ της ΛΑΕ, είναι: «στάση πληρωμών-διεκδίκηση διαγραφής του», η οποία διεκδίκηση « θα στηριχτεί στην κυρίαρχη απόφαση του ελληνικού λαού να απαλλαγεί από τη λιτότητα και από την ανεργία».
Το ερώτημα που προκύπτει και πρέπει να απαντηθεί με σαφήνεια από τη Συνδιάσκεψη, είναι το εξής: είναι εφικτός ένας τέτοιος στόχος και με πιο τρόπο θα επιτευχθεί; Από ποιόν θα διεκδικήσουμε τη διαγραφή του χρέους;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν αποτελεί συζήτηση για το φύλλο των αγγέλων. Αντίθετα, η κάθε απάντηση, συνιστά πολιτική πλατφόρμα η οποία συγκροτείται γύρω από αυτό τον άξονα και προκύπτουν διαφορετικά καθήκοντα και προτεραιότητες. Το ζήτημα της διαγραφής του χρέους δεν είναι δευτερεύον ζήτημα που μπορεί να λυθεί με μια αντίστοιχη τροπολογία και μια διόρθωση-διευκρίνιση στο πλαίσιο του κειμένου των «θέσεων» της πλειοψηφίας του ΠΣ. Η κάθε απάντηση στο ερώτημα «πώς θα διαγράψουμε το χρέος» συνιστά μια αφετηριακά διαφορετική πολιτική που οι προεκτάσεις της εκτείνονται σε όλο το εύρος των «θέσεων». Για το λόγο αυτό άλλωστε κατατέθηκε διαφορετικό κείμενο από αυτό της πλειοψηφίας του ΠΣ της ΛΑΕ.
Στην πλειοψηφία των δυνάμεων που εκπροσωπούνται στο ΠΣ φαίνεται να έχει εμπεδωθεί η άποψη της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Αυτό προκύπτει από την έκφραση «διεκδίκηση διαγραφής του χρέους». Και αυτό διότι, κατά την ίδια άποψη, «μονομερής διαγραφή του χρέους, χωρίς την συμφωνία των πιστωτών, δεν μπορεί να γίνει». Αυτό όμως είναι σωστό μόνο από τη σκοπιά των πιστωτών που δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσουν τη διαγραφή του χρέους και την απώλεια των κεφαλαίων τους.
Όμως, κάθε άλλο παρά ισχύει αυτό από τη σκοπιά των λαών που στενάζουν υπό το βάρος των χρεών. Στην πραγματικότητα, ο μόνος τρόπος διαγραφής χρεών είναι η μονομερής διαγραφή, η μη αναγνώρισή του, και αυτή γίνεται μόνο στη βάση της ισχύος και του συσχετισμού δυνάμεων. Η πλειοψηφία, υιοθετώντας τη θέση, και στο βαθμό που επιμείνει σε αυτή, ότι δεν μπορεί να γίνει διαγραφή χρέους χωρίς την αναγνώρισή της από τους πιστωτές, υιοθετεί το «δίκιο» των πιστωτών.
Η προσφυγή σε διεθνή δικαστήρια και στον ΟΗΕ και η επίκληση σωστών, κατά τα άλλα, επιχειρημάτων, πολλά εκ των οποίων περιγράφονται στις «Θέσεις», μόνο επικουρικό και προπαγανδιστικό ρόλο μπορεί να παίξει. Απουσιάζει οποιοδήποτε παράδειγμα που με απόφαση κάποιων διεθνών δικαστηρίων επιβλήθηκε διαγραφή του χρέους κάποιας χώρας. Ούτε φυσικά μπορεί να προσδοκά κάποιος μια ανάλογη απόφαση του ΟΗΕ, η οποία θα μπορεί να έχει και κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα. Όπως κανένα πρακτικό αποτέλεσμα δεν είχαν για παράδειγμα οι αποφάσεις καταδίκης της κατοχής της Κύπρου και της Παλαιστίνης.
Η επίκληση του παραδείγματος της διαγραφής χρέους της Δυτικής Γερμανίας το 1953, επίσης, μόνο επικουρικό και προπαγανδιστικό ρόλο μπορεί να παίξει. Διότι οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές. Οι χώρες που ανέλαβαν το βάρος και την ευθύνη της διαγραφής χρέους της Δυτικής Γερμανίας, δεν ήταν άλλες από τις ιμπεριαλιστικές χώρες, την Αμερική, την Αγγλία και την Γαλλία, οι οποίες έπρεπε να στηρίξουν την ιμπεριαλιστική Δυτική Γερμανία απέναντι στο κοινό αντίπαλο δέος, το Σοβιετικό μπλοκ και την Ανατολική Γερμανία, για να αποδείξουν στην παγκόσμια εργατική τάξη και στους λαούς του κόσμου την ανωτερότητα του καπιταλιστικού κόσμου και την ανωτερότητα της Δυτικής έναντι της Ανατολικής Γερμανίας. Η απόφαση ήταν πρωτίστως πολιτική. Έχει κάποια σχέση η περίπτωση της Ελλάδας με την περίπτωση της Δυτικής Γερμανίας; Καμία!
Σήμερα, δεν υπάρχει αντίπαλο δέος. Αυτό είναι καθήκον μας να το δημιουργήσουμε και δεν βοηθάμε στη δημιουργία του με το να αναπαράγουμε την αντίληψη ενός εύκολου δρόμου απαλλαγής από το χρέος ο οποίος θα στηρίζεται στη συναίνεση των δανειστών. Επιπλέον, οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις, οι πιστωτές μας, είναι αυτές που εφαρμόζουν μνημονιακές πολιτικές σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και στο εσωτερικό των χωρών τους. Αν το 1953 ήθελαν να επιδείξουν τη Δυτική Γερμανία ως πρότυπο καπιταλιστικής ανάπτυξης, σήμερα θέλουν πάση θυσία να αποφύγουν το παράδειγμα μιας χώρας σαν την Ελλάδα που θα σπάει τη μνημονιακή πολιτική, που θα ακολουθεί μια πολιτική σε όφελος του εργαζόμενου λαού της και όχι σε όφελος των καπιταλιστών και των πιστωτών της.
Οι συναγωνιστές που λένε ότι «θα κάνουμε στάση πληρωμών και κατόπιν θα διαπραγματευτούμε με αυτό το όπλο τη διαγραφή του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους του» και «οι πιστωτές θα δεχθούν κούρεμα του χρέους προκειμένου να μην χάσουν το σύνολο των κεφαλαίων τους», πέφτουν έξω. Και αυτό διότι οι πιστωτές, που είναι κυρίως τα μεγάλα καπιταλιστικά κράτη, μπορούν να περιμένουν για χρόνια. Όπως μπορούν να κάνουν επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του στα 60 και στα 80 χρόνια. Φυσικά οι πιστωτές δεν θα περιμένουν με σταυρωμένα χέρια. Ευθύς εξαρχής θα υπονομεύσουν και θα σαμποτάρουν την κυβέρνηση που θα αρνηθεί να πληρώσει το χρέος, με σκοπό να την ανατρέψουν.
Εκτός αν νομίζουν κάποιοι ότι οι ιμπεριαλιστές θα αναγνωρίσουν τη στέρεα νομική βάση της διαγραφής του χρέους και μεγαλόψυχα θα την αποδεχτούν.
Οι συναγωνιστές που έχουν την άποψη της διαπραγμάτευσης φαίνεται ότι εξακολουθούν να εμφορούνται από αυταπάτες του παρελθόντος και να τις αναπαράγουν, και δεν φαίνεται να παίρνουν υπόψη τους τη «συμπυκνωμένη πείρα των τελευταίων 15 μηνών». Δεν παίρνουν υπόψη τους ότι οι πιστωτές απέδειξαν ήδη ότι δεν είναι διατεθειμένοι να διαπραγματευτούν τη διαγραφή των κεφαλαίων τους. Μια ανάλογη πολιτική οδήγησε τους περισσότερους από αυτούς που έχουν αυτήν την άποψη σε πολιτικό στραπάτσο, στο πλαίσιο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ξεκίνησε με την εντολή και τη δέσμευση ότι θα υλοποιήσει το πρόγραμμά του, ανεξάρτητα από την στάση των δανειστών, και θα διαπραγματευτεί το χρέος, και πολύ σύντομα έφτασε να διαπραγματεύεται το πρόγραμμά του αντί του χρέους.
Με άλλα λόγια, εμφορούνται από την αντίληψη ότι το βασικό λάθος του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν διαπραγματεύθηκε όσο σκληρά θα έπρεπε, χρησιμοποιώντας και το όπλο της στάσης πληρωμών και του νομίσματος. Ότι αυτό που χρειαζόμαστε είναι πιο «σκληροί» διαπραγματευτές. Ίσως, να φαντάζονται τον εαυτό τους σε αυτή τη θέση. Όμως, δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι πιο σκληρή από τον πιο σκληρό διαπραγματευτή. Οποιοσδήποτε βρεθεί στη θέση του διαπραγματευτή θα πρέπει να έχει καλές απαντήσεις σε πολύ σκληρά ερωτήματα, όπως:
--Πώς θα απαντήσει στην κατάρρευση των ελληνικών τραπεζών, στην διακοπή ρευστότητας και την απώλεια των καταθέσεων των εργαζόμενων με ό,τι αυτό συνεπάγεται;
--Πώς θα απαντήσει στο μπλοκάρισμα των επιδοτήσεων και των προγραμμάτων ΕΣΠΑ, αλλά και στο εμπάργκο σε εισαγωγές και εξαγωγές, που είναι μέτρα στα οποία σίγουρα θα προβούν οι δανειστές μας αν διακηρύξουμε στάση πληρωμών με την απαίτηση να τους καθίσουμε στο τραπέζι για να αναγνωρίσουν τη διαγραφή του χρέους;
--Και, κυρίως, πώς θα απαντήσει στην αντίδραση «του αστικού κόσμου», όπως προειδοποίησε ο Μεϊμαράκης το βράδυ του δημοψηφίσματος και όπως αποδείχθηκε με τις προετοιμασίες για το «τείχος ασφαλείας» στο Νομισματοκοπείο, και τις κινήσεις πραξικοπήματος που αποκάλυψε ο Στουρνάρας;
Η θέση τους αυτή, για διαπραγμάτευση του χρέους, δεν είναι άσχετη με την μεσοβέζικη αλλά και αντιφατική στάση τους απέναντι στην ΕΕ, για την οποία οι «Θέσεις» προβλέπουν «ανυπακοή- σύγκρουση και ρήξη με τις πολιτικές και τις συνθήκες της», όχι όμως και έξοδο από αυτή. Η άρνηση σαφούς θέσης για έξοδο από την ΕΕ, η οποία συνοδεύεται από την προσπάθεια απαξίωσης της άποψης για άμεση έξοδο από αυτή, αναιρείται από το ίδιο το επιχείρημα της διεξαγωγής Δημοψηφίσματος με το ερώτημα της εξόδου ή μη από την ΕΕ. Στο οποίο Δημοψήφισμα η θέση της ΛΑΕ, η οποία υποτίθεται τότε θα είναι στην κυβέρνηση για να μπορεί να αποφασίσει και να οργανώσει ένα τέτοιο Δημοψήφισμα, θα είναι υπέρ της εξόδου από την ΕΕ! Δηλαδή, η ΛΑΕ θα έρθει στην κυβέρνηση χωρίς σαφή θέση υπέρ της εξόδου από την ΕΕ και στο Δημοψήφισμα θα ψηφίσει υπέρ της εξόδου από αυτή!
Η λογική της «σκληρής διαπραγμάτευσης» με όπλο τη στάση πληρωμών αυτήν τη φορά, και ίσως ενός «έντιμου συμβιβασμού» στο πλαίσιο της ΕΕ, επανέρχεται κεκαλυμμένη. Αυτή η πολιτική τσακίστηκε στα βράχια της πραγματικότητας της ΕΕ και του ΔΝΤ, πράγμα που κατάλαβε ολόκληρη η κοινωνία, αλλά μυαλό δεν φαίνεται να έβαλαν οι υποστηριχτές της. Στην περίπτωση αυτή, «το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού».
Είναι φανερό ότι η προσέγγιση την οποία περιέγραψα, η οποία πλειοψήφησε στο ΠΣ της ΛΑΕ, σαν προϊόν πολιτικού συμβιβασμού, έχει κοινά στοιχεία με την πολιτική η οποία συντρίφτηκε στο πρόσφατο παρελθόν από την ίδια την πραγματικότητα.
Για τον λόγο αυτό ο πολιτικός συμβιβασμός που επετεύχθη πάνω στις «θέσεις», δεν είναι προωθητικός αλλά παραλυτικός. Και αυτό επειδή, αφενός δεν παίρνει υπόψη την συμπυκνωμένη εμπειρία των τελευταίων 15 μηνών και την κατακτημένη συνείδηση, και αφετέρου τοποθετεί την πραγματικότητα με το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά, όπως θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ευθύς αμέσως.
Με το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης, κάποιες μικρές κομμουνιστικές δυνάμεις, αναδείξαμε την κρισιμότητα και το ρόλο του βασικού κρίκου που παίζει η διαγραφή του χρέους σε ολόκληρη την αλυσίδα της ταξικής πάλης. Το ρόλο και τη σημασία του χρέους αναγνώρισαν σε μια πορεία όλες σχεδόν οι Αριστερές, αλλά και άλλες δημοκρατικές, δυνάμεις και υιοθέτησαν την αναγκαιότητα της διαγραφής του. Αναδείχθηκε επίσης και στηρίχθηκε με μαζικό τρόπο στις Περιφερειακές εκλογές του 2010. Και σήμερα το κατανοεί, στον άλφα ή βήτα βαθμό, η μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού.
Η μονομερής διαγραφή του χρέους είναι αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία οποιασδήποτε προσπάθειας ανάκαμψης της οικονομίας και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και της εργατικής τάξης, καθώς το σταμάτημα της εξυπηρέτησης του χρέους θα απελευθερώσει τεράστιους δημόσιους πόρους, ικανούς να χρηματοδοτήσουν το κοινωνικό κράτος και μεγάλα προγράμματα δημόσιων επενδύσεων.
Η μονομερής διαγραφή του χρέους μπορεί να επιβληθεί πολιτικά μόνον εκτός Ευρωζώνης, ΕΕ, και ΝΑΤΟ και με ριζικά αλλαγμένο το ισχύον Σύνταγμα, που διακηρύσσει το αναπαλλοτρίωτο της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και κατοχυρώνει τα προνόμια των διαβόητων «κεφαλαίων εξωτερικού». Η απαίτηση της μονομερούς διαγραφής του χρέους συνδέει σε μιαν άρρηκτη ενότητα τον καθημερινό αγώνα για την ικανοποίηση των άμεσων οικονομικών αιτημάτων της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού με τον αγώνα για την αποτίναξη της ιμπεριαλιστικής κηδεμονίας. Η διαγραφή του δημόσιου χρέους της χώρας μπορεί να γίνει μόνο με μονομερή απόφαση. Όλες οι άλλες ενέργειες, προσφυγή σε δικαστήρια και στον ΟΗΕ, αξιοποίηση των συμπερασμάτων της Επιτροπής Αλήθειας για το χρέος, ή η δημιουργία Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου, κλπ, μπορούν να γίνουν και να αξιοποιηθούν γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι ο ρόλος τους είναι επικουρικός και όχι καθοριστικός.
Το αίτημα της διαγραφής του χρέους, όπως και αυτά της εξόδου από την ΕΕ και την Ευρωζώνη, αποτελούν εργατικά αιτήματα και μπορούν να ικανοποιηθούν από μια αντίστοιχη κυβέρνηση.
Επομένως, η πρώτη ενέργεια μιας κυβέρνησης που υπηρετεί τα εργατικά συμφέροντα, θα είναι η παύση πληρωμών προς τους δανειστές και η δήλωση μη αναγνώρισης του δημόσιου χρέους. Από την παύση πληρωμών θα εξαιρεθούν τα ασφαλιστικά ταμεία, προς τα οποία οι υποχρεώσεις του κράτους πρέπει να αποπληρωθούν στο ακέραιο.
Η μονομερής διαγραφή του δημόσιου χρέους συνιστά μια μεγάλης κλίμακας απαλλοτρίωση κεφαλαίου και αποτελεί παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ίδια η εμπειρία, δείχνει ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση, οι πιστώτριες χώρες που χάνουν δεκάδες δισ. ευρώ από τη διαγραφή του χρέους να μην αντιδράσουν και να μην χρησιμοποιήσουν όλα τους τα όπλα στη μάχη με την κυβέρνηση, όπως: τη διακοπή κάθε χρηματοδότησης (επιδοτήσεις, ΕΣΠΑ κ.ά., την υλοποίηση των οποίων πρέπει να αναλάβει πλέον το κράτος και η κυβέρνηση δίνοντας τους φιλολαϊκό προσανατολισμό), τον αποκλεισμό του –κρατικού– τραπεζικού συστήματος από το ενιαίο σύστημα πληρωμών γεγονός που θα δημιουργήσει προβλήματα στο τουριστικό συνάλλαγμα, την άμεση διακοπή του ELA και την απαίτηση επιστροφής των κεφαλαίων που έχουν χορηγηθεί στις τράπεζες, το εμπάργκο σε εξαγωγές και εισαγωγές.
Αυτό που έχει να αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση αποφασισμένη να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα εργατικών συμφερόντων, η οποία θα αρνηθεί την αποπληρωμή του χρέους, είναι ότι πρώτα θα βγει από την ΕΕ και ως παράπλευρη απώλεια θα βγει και από την Ευρωζώνη. Και σε αυτή την κατεύθυνση οι πολιτικές δυνάμεις που επικαλούνται ένα τέτοιο πρόγραμμα, πρέπει να προετοιμάσουν το λαό.
Το αντίθετο, ότι μια κυβέρνηση μπορεί να εφαρμόσει ένα φιλολαϊκό πρόγραμμα με την έξοδο από την Ευρωζώνη και χωρίς, τουλάχιστον καταρχήν, έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απλώς όνειρο θερινής νυκτός.
Το μόνο σχέδιο που μπορεί να υπάρχει για έξοδο από την Ευρωζώνη χωρίς έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και φυσικά χωρίς διαγραφή του χρέους, είναι αυτό του Σόιμπλε, μόνο που δεν είναι φιλολαϊκό σχέδιο!
Με αυτά τα δεδομένα και τις προτεραιότητες, το εφαλτήριο για τις εξελίξεις προς όφελος της εργατικής τάξης και του εργαζομένου λαού, είναι η μονομερής διαγραφή του δημόσιου χρέους. Η έξοδος της χώρας από την ΕΕ είναι επιβεβλημένη εκ των πραγμάτων, όπως και η έξοδος από το ΝΑΤΟ και η απομάκρυνση των βάσεων και των Νατοϊκών Στρατηγείων, καθώς και η αποδυνάμωση και συρρίκνωση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, για την προστασία των αλλαγών και τη θωράκιση της φιλολαϊκής πολιτικής και την προστασία της κυβέρνησης η οποία θέλει να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού.
Όποιος λοιπόν μιλάει για την «λυτρωτική, εναλλακτική λύση του αριστερού, λαϊκού, δημοκρατικού Grexit», χωρίς να παίρνει υπόψη του όλα τα δεδομένα και χωρίς να παίρνει σαφή θέση σε σχέση με την αναγκαιότητα της μονομερούς διαγραφής του χρέους, τότε κινδυνεύει να κατηγορηθεί:
1. ότι μπορεί να υπηρετήσει, εκ των πραγμάτων, αντίπαλα σχέδια,
2. ότι αναπαράγει τις αυταπάτες για κάποιο βελούδινο διαζύγιο χωρίς να στάξει αίμα στο χαλί,
3. ότι θα συρθεί σε διαπραγματεύσεις, για μια υποτιθέμενη διαγραφή χρέους, που θα τον οδηγήσουν ξανά, με μαθηματική ακρίβεια, στο συμβιβασμό και στην υποταγή.
Στην πορεία προς τη Συνδιάσκεψη της ΛΑΕ, στην ίδια την Συνδιάσκεψη και κυρίως στην πορεία προς την κοινωνία, κρίσιμο ζήτημα αποτελεί η σαφήνεια του λόγου μας και ο εργατικός-φιλολαϊκός χαρακτήρας και η πειστικότητα του προγράμματός μας. Κυρίως στα μεγάλα ζητήματα, όπως αυτό του χρέους, της ΕΕ, και του χαρακτήρα της κυβέρνησης την οποία προβάλουμε σαν απάντηση στις μνημονιακές κυβερνήσεις, δεν χωράνε αμφισημίες και ταχτικισμοί. Αν δεν ξεκαθαρίσουμε αυτά τα ζητήματα, δεν νομίζω ότι μπορεί να υπάρξει σοβαρή προοπτική.
Επίσης, στην πορεία προς τη Συνδιάσκεψη κατατέθηκαν δύο σχέδια προγράμματος τα οποία έχουν διαφορετική αφετηρία: αυτό της πλειοψηφίας του ΠΣ που θεωρεί αφετηρία των εξελίξεων την έξοδο από την ευρωζώνη, και φτάνει να προβάλει την αυθαίρετη συνεπαγωγή «πρέπει να φύγουμε από την ευρωζώνη για να διαγράψουμε το χρέος», χωρίς να λέει με σαφήνεια από πού και πώς προκύπτει αυτή η συνεπαγωγή και πως θα γίνει αυτή η διαγραφή.
Και αυτό μιας μειοψηφίας που θεωρεί αφετηρία φιλολαϊκών εξελίξεων την μονομερή διαγραφή του δημόσιου χρέους με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στους συναγωνιστές που θεωρούν αφετηρία των εξελίξεων την έξοδο από την ευρωζώνη, θέλουμε να θέσουμε ένα τελευταίο ερώτημα: η ΕΕ και το ΔΝΤ, τι είναι πιο πιθανό να δεχθούν να διαπραγματευτούν; την έξοδο από την ευρωζώνη ή την διαγραφή του Δημόσιου χρέους; Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα μπορεί να καταδείξει και το πραγματικό δίλλημα που έχουμε μπροστά μας να απαντήσουμε.
Πρέπει επίσης να επισημάνουμε το γεγονός ότι στις παρουσιάσεις των «θέσεων» στις τοπικές επιτροπές, πολλά στελέχη της ΛΑΕ, παράλληλα με την επισήμανση των ψηφισμάτων του ΟΗΕ, διαβεβαιώνουν ότι στο ζήτημα του χρέους «δεν θα κάνουμε πίσω όπως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ», αλλά «θα συνεχίσουμε την στάση πληρωμών μέχρι να δεχτούν την διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους». Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το δεύτερο κείμενο, αυτό της μειοψηφίας, πρέπει να υπερψηφιστεί από την Συνδιάσκεψη διότι περιγράφει τις συνέπειες μιας τέτοιας μονομερούς ενέργειας και τα καθήκοντα που προκύπτουν από αυτή.
Οι κατά τόπους οργανώσεις της ΛΑΕ πρέπει να λάβουν γνώση πάνω στα δύο αυτά κείμενα-πολιτικά σχέδια, και να πάρουν θέση. Η Συνδιάσκεψη πρέπει να πάρει την τελική απόφαση για το ποιο σχέδιο, ουσιαστικά για το ποια πολιτική θα ακολουθήσει η ΛΑΕ: την χρεοκοπημένη πολιτική της διαπραγμάτευσης και των σταδίων ή την πολιτική της ρήξης με τους τοκογλύφους, και την συνεπαγόμενη έξοδο από την ΕΕ και την ευρωζώνη;
Τέλος, όσον αφορά στο δήθεν τεράστιο δίλλημα που βασανίζει και ταλανίζει την ΛΑΕ: «θα συνεργαστούμε ή όχι με τα μικρομεσαία αστικά στρώματα;», η απάντηση είναι απλή, αφού τοποθετήσουμε πρώτα σωστά το ερώτημα: σε ποια βάση μπορούμε να συνεργαστούμε με τα μικρομεσαία στρώματα; Και η απάντηση πρέπει να είναι σαφής: στη βάση ενός εργατικού προγράμματος!
*μέλος της ΛΑ.Ε Τρικάλων