Στόχος τους η συρρίκνωση του ΕΣΥ και η ενίσχυση της ιδιωτικής υγείας
Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς να περιορίσει δραστικά τον αριθμό των θανάτων από την πανδημία (έχουμε πάνω από 1.600 νεκρούς ανά εκατομμύριο πληθυσμού τον τελευταίο χρόνο, ποσοστό που είναι το υψηλότερο στο δυτικό κόσμο), αλλά και να πείσει το 35% της κοινωνίας που παραμένει ακόμα ανεμβολίαστο. Το χειρότερο όμως είναι ότι με τους αντιφατικούς και υποταγμένους μόνο στα επιχειρηματικά-τουριστικά συμφέροντα χειρισμούς, που υποτίθεται ότι προέρχονταν από εξειδικευμένους επιστήμονες σε συλλογικές διαδικασίες, η κοινωνία εισέπραξε μια τεράστια αμφισβήτηση όχι μόνο για τα μέτρα αλλά και για την ίδια την επιστημονική και ορθολογική θεώρηση των πραγμάτων. Για περίπου δύο χρόνια, οι άνθρωποι ανησυχούσαν περισσότερο για τα μέτρα ανάσχεσης της πανδημίας παρά για τον κίνδυνο νόσησης ή θανάτου από τον ιό, ενώ θύμωναν περισσότερο για την οικονομική δυσπραγία παρά για την αδυναμία και αποδόμηση του ΕΣΥ που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια τους. Είναι ίσως η πρώτη φορά στον σύγχρονο κόσμο και όχι μόνο στη χώρα μας που η επιστημονική γνώση και η αλήθεια δέχονται -χωρίς αυτό να τους αξίζει- τέτοιο πλήγμα αξιοπιστίας, με ανυπολόγιστες συνέπειες σε κοινωνικό, ηθικό, πολιτικό έως και ιδεολογικό επίπεδο.
Αν τα πάρουμε από την αρχή, θα δούμε ότι η κρίση βρήκε το ΕΣΥ στη χώρα μας με ήδη δρομολογημένη την αποδόμησή του, μέσα από την υποχρηματοδότηση τόσο της Πρωτοβάθμιας όσο και της Δευτεροβάθμιας Υγείας (μόνο για τα νοσοκομεία η χρηματοδότηση το 2019 είχε κατέλθει στο 40% αυτής του 2012) και την οριακή στελέχωση με ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό, αφού υπηρετούσε μόνο το 60% των γιατρών και το 45% των νοσηλευτών που προβλέπονταν στους οργανισμούς των νοσοκομείων. Από την αρχή της δεκαετίας του 2010 οι γιατροί είχαν ξεκινήσει να αποχωρούν από το ΕΣΥ, με πρόωρες αποχωρήσεις, με πάνω από 20.000 να έχουν αποδημήσει για το εξωτερικό, συν τον αριθμό των γιατρών (περίπου 2-5% ετησίως) που συνταξιοδοτούνται αλλά δεν αντικαθίσταται. Επίσης είναι γεγονός ότι, ήδη από πριν την πανδημία, το 20% του νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού των νοσοκομείων ήταν με ελαστικές σχέσεις εργασίας, που υπηρετούσαν σαν επικουρικό προσωπικό με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (ΚΕΕΛΠΝΟ, ΟΑΕΔ, ΕΣΠΑ κ.ά), όμηροι πάντα των εκάστοτε κυβερνήσεων και των τοπικών παραγόντων, σε συνθήκη απόλυτης ανασφάλειας.
Η παραπάνω ζοφερή συνθήκη του ΕΣΥ όχι μόνο δεν βελτιώθηκε αλλά επιδεινώθηκε σοβαρά με την πανδημία, όπου η κρίση μετατράπηκε σε ευκαιρία ενίσχυσης του Ιδιωτικού Τομέα Υγείας. Η κυβέρνηση από την αρχή της πανδημίας χειρίστηκε την κατάσταση με καθαρά επικοινωνιακό τρόπο δίνοντας το βάρος: α) Άλλοτε στον περιορισμό των επαφών σε επίπεδο ψυχαγωγίας και όχι παραγωγικής διαδικασίας και ΜΜΜ. β) Άλλοτε στις μάσκες, που αρχικά «δεν βοηθούσαν αλλά μάλλον έβλαπταν» όταν δεν είχε μάσκες, ενώ αργότερα έγιναν υποχρεωτικές, όταν υπήρχαν πια μάσκες στο εμπόριο. Σημειωτέον ότι πότε δεν διατέθηκαν δωρεάν στους πολίτες οι μάσκες και ότι πότε δεν εισακούστηκε το αίτημα των υγειονομικών για δωρεάν συνταγογράφηση των μοριακών (PCR) τεστ για όλους. γ) Άλλοτε με τους μαθητές «να κολλάνε» όταν έκλεισε τα σχολεία και μετά «να μην κολλάνε» ή «να κολλάνε λιγότερο οι περισσότεροι μαθητές στην τάξη από ότι οι λιγότεροι»! Στην αρχή μάλιστα της τουριστικής περιόδου του 2020 -και όταν έπρεπε να προβάλει θετικό υγειονομικό υπόδειγμα στην τουριστική αγορά- άνοιξε τα σχολεία έστω και για 12 ημέρες. δ) Άλλοτε στα απόλυτα lock down που πάντα αίρονταν κοντά στην τουριστική περίοδο. ε) Άλλοτε στο εμβόλιο, που στην αρχή καθυστερούσε, και που όταν ήρθε θα έπρεπε οι πολίτες να αποφασίζουν οι ίδιοι (!) για το ποιο να κάνουν. στ) Άλλοτε στους «ήρωες» με τα άσπρα που τους χειροκροτούσαν από τα μπαλκόνια αλλά που επέμεναν ούτε διορισμούς υγειονομικών να κάνουν, ούτε τις αποδοχές τους να βελτιώνουν, ούτε στα ΒΑΕ να τους εντάσσουν και ζ) Στην αναχρονιστική και αντιεπιστημονική άποψη, όπως εκφράστηκε μάλιστα από τα πιο επίσημα κυβερνητικά χείλη, ότι οι διασωληνωμένοι ασθενείς δέχονται την ίδια φροντίδα εντός ή εκτός ΜΕΘ (!), ακριβώς επειδή δεν διαθέτουμε παρά μόνο το 1/3 των ΜΕΘ που προβλέπονται. Ενώ έφτασαν να ισχυρίζονται ότι με την «Ο» χρειάζονται πλέον μόλις (5) πέντε ημέρες καραντίνα μετά τη μόλυνση και όχι δέκα, χωρίς αυτό να πατάει πουθενά επιστημονικά και χωρίς πουθενά στην Ευρώπη να μην προβλέπεται κάτι τέτοιο.
Η παραπάνω διαχείριση καθόλου θετικά δεν συνέβαλε στο να κατανοήσουν οι πολίτες τη σοβαρότητα της κατάστασης και να στραφούν στον εμβολιασμό, ο οποίος είναι μεν το σημαντικότερο ίσως μέσο αντιμετώπισης του ιού αλλά καθόλου δεν είναι το απόλυτο εργαλείο για ανεξέλεγκτο «ξεσάλωμα» τόσο των ντόπιων αλλά κυρίως των τουριστών που επισκέπτονταν τον τόπο μας εμβολιασμένοι μεν αλλά ανέλεγκτοι δε στην πλειοψηφία τους. Παράλληλα η αμφισημία των αποφάσεων για τα μέτρα, μαζί με την έλλειψη συστηματικής ενημέρωσης, έδωσε τροφή για συνομωσιολογικές θεωρίες που ήταν έτσι μοιραίο να αναδυθούν.
Για ενάμιση χρόνο η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας αρνούνταν πεισματικά την οποιαδήποτε συνάντηση με την ΟΕΝΓΕ, ενώ βέβαια έκλεινε τα αυτιά στις εκκλήσεις και τα αιτήματα του ιατρικού κόσμου και της ΟΕΝΓΕ για: α) τουλάχιστον διπλασιασμό των ΜΕΘ (2.000), β) προκηρύξεις θέσεων γιατρών ή τουλάχιστον πρόσληψη όλων των 2.500 γιατρών που είχαν από διετίας βάλει χαρτιά για 984 θέσεις, γ) αυξήσεις μισθών σύμφωνα με την απόφαση του ΣΤΕ (2018), δ) μονιμοποίηση των 2.000 επικουρικών γιατρών και των πάνω από 20.000 λοιπού προσωπικού, ε) ΒΑΕ σε όλους τους υγειονομικούς, στ) συστηματική ιχνηλάτιση με PCR όλων των υγειονομικών και των επαγγελματικών ομάδων υψηλού κινδύνου και ενίσχυση της ΠΦΥ, ζ) περιορισμό και ασφάλεια των μαθητών στις σχολικές αίθουσες με νέους διορισμούς εκπαιδευτικών και συστήματα καθαρισμού του αερολύματος και στ) περιορισμού των επιβατών στα αστικά λεωφορεία και γενικά μέτρα για αποστάσεις στους εργασιακούς χώρους και τα ΜΜΜ που αποδεδειγμένα αποτελούν τα εκκολαπτήρια της νόσου.
Αλλά και όταν ακόμα το σύστημα ξεπέρασε τα όριά του σε υγειονομικούς, ΜΕΘ και μονάδες COVID στη Βόρεια Ελλάδα και αργότερα στην Αττική, πέρυσι αλλά και φέτος, σταθερά οι Υγειονομικές Περιφέρειες προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το αδιέξοδο με τις εσωτερικές «εφεδρείες» των φυσικά εξαντλημένων υγειονομικών ή τις εξωτερικές ανακατατάξεις κλινικών και με μετακινήσεις ασθενών μεταξύ νοσοκομείων ή και νομών. Καθόλου δεν αξιοποίησαν σοβαρά και συστηματικά το μέτρο της επίταξης του ιδιωτικού τομέα, ο οποίος γνώρισε «χρυσές εποχές», αφού στην πανδημία έγινε πολλαπλά αποδέκτης τακτικών χειρουργικών περιστατικών ή ασθενών για εξέταση στα ιατρεία που δεν εξυπηρετούνταν στο ΕΣΥ, με τις παραπάνω υπηρεσίες να έχουν περισταλεί ακόμα και σήμερα κατά 80%. Επίσης είναι γεγονός ότι -πάλι εν μέσω της υγειονομικής κρίσης- διπλασίασε τα επιδοτούμενα νοσήλεια στις Ιδιωτικές ΜΕΘ, ενώ άφησε ευλαβικά «αποστειρωμένα» από τα covid περιστατικά τα ιδιωτικά θεραπευτηρία σχεδόν στο σύνολό τους. Πρόκειται για μια πρωτόγνωρη επιμονή της κυβέρνησης να «αντιστέκεται» στον διορισμό γιατρών και λοιπών υγειονομικών, στη χρηματοδότηση και τη θωράκιση του ΕΣΥ, επειδή προφανώς δεν θέλει (και δεν το κρύβει, σύμφωνα και με πολύ πρόσφατες τοποθετήσεις κυβερνητικών στελεχών) να υπάρχει μετά το τέλος της πανδημίας το ΕΣΥ, τουλάχιστον όπως το ξέραμε μέχρι χθες. Αυτό γίνεται ακριβώς επειδή σχεδιάζουν ένα άλλο υγειονομικό τοπίο με κυρίαρχο τον ιδιωτικό τομέα, τις ασφαλιστικές εταιρίες και μια τεράστια ανακατανομή πλούτου σε βάρος των πολλών και βεβαίως των αδυνάμων οικονομικά, που θα είναι έρμαια στα χέρια της αγοράς υπηρεσιών υγείας.
Η παραπάνω κατάσταση έχει όσο ποτέ στο παρελθόν βάλει τους εργαζόμενους στο δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στη φτώχεια και την πείνα (αν περιορίσουν πραγματικά τις δραστηριότητες τους) από τη μια και τον σοβαρό κίνδυνο της νόσου ή του θανάτου (αν συνεχίσουν όπως παλιότερα) από την άλλη, με το κράτος όχι μόνο να μην τους εγγυάται για τίποτε αλλά να συνεχίζει να τους μπερδεύει με τις αμφίσημες και αλληλοαναιρούμενες αποφάσεις του. Το παραπάνω δίλημμα καταγράφεται εμφατικά ειδικά στον τομέα του τουρισμού, στον οποίο έγιναν οι μεγαλύτεροι συμβιβασμοί όσον αφορά τα μέτρα για την πανδημία με γνώμονα μόνο τη διακίνηση κεφαλαίων άρα και εισοδημάτων. Παράλληλα όμως αποκαλύπτεται το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, όχι μόνο γιατί ανέχτηκε θανάτους σε ποσοστό 1:500 του πληθυσμού με αβέβαιο το τι θα ακολουθήσει, αλλά και γιατί αρνείται επίμονα να ανακατανέμει πλούτο με στόχο την ενίσχυση των συστημάτων υγείας, τους εκτεταμένους και επαναλαμβανόμενους δωρεάν ελέγχους όλων των πολιτών σε πρωτοβάθμιο επίπεδο υγείας και βεβαίως τον εμβολιασμό των φτωχότερων χωρών. Όσο ποτέ στο παρελθόν, η πανδημία του κορονοϊού φαίνεται να είναι ένας κίνδυνος με απόλυτα ταξικά χαρακτηριστικά, αφού ούτε το ίδιο σοβαρά νοσούν οι εργαζόμενοι και τα αφεντικά τους (είναι πανάκριβες και δυσεύρετες οι θεραπείες με αντισώματα, ενώ η προσβασιμότητα των ασθενών στις ΜΕΘ δεν είναι απρόσκοπτη), ούτε το ίδιο φτωχοποιούνται ή τυγχάνουν εκμετάλλευσης και απομόνωσης με την τηλεργασία, ούτε το ίδιο μορφώνουν τα παιδιά τους μέσα από τις διακρίσεις και επιπτώσεις της τηλεκπαίδευσης, που μένει να μελετηθούν.
Διαμορφώνεται λοιπόν ένα νέο, ζοφερό μεν αλλά και απρόβλεπτο τοπίο, όπου οι ίδιες οι αξίες στις οποίες θεμελιώθηκε το σύστημα, δηλαδή η ατομική ιδιοκτησία και η υπόσχεση για ελευθερία και δημοκρατία, θα γίνονται όλο και περισσότερο ζητούμενα, αφήνοντας στους εργαζόμενους το περιθώριο για «δεύτερες σκέψεις», ίσως και για μια εφ’ όλης της ύλης κριτική. Μια κριτική όπου αυτό που θα μπαίνει σε αντιπαράθεση αλλά και διεκδίκηση θα είναι ο ίδιος ο ορθολογισμός, η επιστημονική θεώρηση του κόσμου και ο σχεδιασμός με ανακατανομή του παγκόσμιου πλούτου με βάση τις ανάγκες των κοινωνιών απέναντι στο χαοτικό, το ανορθολογικό, το άδικο και το βάρβαρο στοιχείο του καταστροφικού καπιταλισμού.