Αν έχει ένα ιδιαίτερο νόημα αυτή η συζήτηση σήμερα είναι γιατί όντας αντιμέτωπες/οι με μια από τις πιο επιθετικές στιγμές του παγκόσμιου καπιταλισμού και αναζητώντας απαντήσεις στον τρόπο με τον οποίο θα συγκροτηθεί η ταξική πάλη και το αντίπαλο πολιτικό υποκείμενο, αξίζει τον κόπο να καταλάβουμε γιατί σε μια πρόσφατη στιγμή όξυνσης, η κοινωνική συσπείρωση απέδωσε μεν σε εκλογικό επίπεδο , δεν απέδωσε όμως τελικά στην υλοποίηση έστω και πτυχών ενός ανταγωνιστικού σχεδίου.
Η δυναμική τουκινήματος της περίοδου2008-2012 άνοιξε μια σειρά από ζητήματα και ενδυνάμωσε τον ρηξιακο λόγο. Η κινηματική παρουσία στον δρόμο υπήρξε πρωτοφανής για τα χρόνια της μεταπολίτευσης με χιλιάδες ανθρώπους στον δρόμο για εβδομάδες, αποδοχή της συγκρουσιακής αντιβίας και συγκρότηση ενός λόγου που οδηγούσε απευθείας στο αίτημα της πτώσης της κυβέρνησης. Πολιτικά αυτό κεφαλαιοποιήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, που χωρίς πολιτικά βαρίδια φάνηκε εκείνη την περίοδο να είναι ανοιχτός στο να υποδεχτεί και να μορφοποιήσει σε ένα εναλλακτικό σχέδιο αυτές τις δυναμικές.
Το καλοκαίρι του 2015 που για πολλούς και πολλές καταγράφεται ως μια σημαντική τραυματική εμπειρία και ματαίωση , στην πραγματικότητα δεν είναι παρά το σύμπτωμα δυο πραγμάτων:
Η αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσει και να εμπνεύσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ρήξης, αλλά και της επιλογή να προκρίνει την παραμονή στην κυβέρνηση ως το μόνο εργαλείο άσκησης πολιτικής . Ο συνδυασμός αυτών των δύο στοιχείων υπήρξε πράγματι καταστροφικός για ένα εγχείρημα που προς στιγμήν δημιούργησε ένα πλαίσιο εμπιστοσύνης και ελπίδας . Η ήττα που ακολούθησε είχε σημαντικές επιπτώσεις τόσο στην διάλυση του κινήματος, όσο και στην βαθειά αμφισβήτηση της αριστεράς , με αντίκτυπο σε όλες τις οργανώσεις, αλλά και της δυνατότητας μια κοινωνικής αλλαγής σήμερα.
Από το 2015 και μετά επανέρχεται διαρκώς το ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο και πόσο προδοτική ήταν η στροφή που έκανε μετά το δημοψήφισμα. Εστιάζοντας στα δεδομένα της περιόδου, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και το κλίμα που επικρατούσε, εκτιμώ ότι θα μπορούσε όντος να προχωρήσει σε μια σύγκρουση παίρνοντας όμως το ρίσκο να οδηγηθεί σε απώλεια της κυβέρνησης. Ωστόσο σε αυτή τη συζήτηση πέρα από την επίσημη θέση του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και της Νέας Αριστεράς πλέον ότι η πολιτική που άσκησε ήταν μονόδρομος, Υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις που υποστηρίζουν επίσης ότι ήταν μονόδρομος είτε με βάση τη γραμμή ότι οι κοινωνικές συνθήκες δεν ήταν ώριμες για μια σύγκρουση (ΚΚΕ) είτε με βάση της αντίληψη ότι τελικά κάθε ανάληψη εξουσίας οδηγεί σε ένα συμβιβασμό ( αναρχικός χώρος).
Σήμερα λοιπόν 10 χρόνια μετά , προσπαθώντας να ξανασκεφτούμε τις προϋποθέσεις και τα υποκείμενα της ρήξης και αξιοποιώντας και τα συμπεράσματα της προηγούμενης περιόδου, θα μπορούσαμε να εστιάσουμε σε τέσσερα σημεία:
-Το υποκείμενο της ρήξης δεν μπορεί να είναι ένας ταξικός χυλός. Πρέπει να ξαναδιαβάσουμε τους ταξικούς συσχετισμούς, να δούμε τα πληττόμενα στρώματα και τις συμμαχίες που χτίζουμε με όρους κοινωνικής σύγκρουσης. Να κάτι που απέφυγε συστηματικά να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο γιατί δεν υλοποίησε κανενός είδους πολιτική αναδιανομής προς όφελος των εργαζομένων , αλλά και γιατί επεδίωξε και προέκρινε την συμμαχία όχι μόνο με την μεσαία τάξη αλλά κυρίως με το κεφάλαιο του οποίου αναζήτησε με αγωνία την υποστήριξη.
-Στην πορεία για την κοινωνική αλλαγή το μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι απλά ένα διαχειριστικό σχέδιο προς όφελος των εργαζομένων. Είναι διαρκείς συγκρούσεις με το κεφάλαιο που οδηγούν σε επιμέρους κατακτήσεις , αλλά ίσως και ήττες, είναι συγκρούσεις με τις μορφές οργάνωσης του κράτους. Σε αυτό το πλαίσιο η σύγκρουση με τους υπερεθνικούς θεσμούς ΕΕ , ΝΑΤΟ κλπ δεν μπορεί να αποτελεί δευτερεύον ζήτημα, αντίθετα πρέπει να γίνει αντικείμενο ενός ουσιαστικού σχεδιασμού.
-Η οργάνωση της κοινωνίας είναι κρίσιμη προϋπόθεση για την όποια κοινωνική αλλαγή. Στήριξη της πληττόμενης κοινωνίας και συγκρότηση της τόσο σε επίπεδο μαχητικής διεκδίκησης , όσο και στο επίπεδο της αλληλοϋποστήριξης και της αλληλεγγύης. Ο ρόλος που έπαιξαν τα δίκτυα αλληλεγγύης στην οργάνωση και ριζοσπαστικοποίηση της περιόδου 2011-2015 είναι σημαντικός αν και δεν έχει αποτιμηθεί ακόμα, ενώ είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μεθόδευσε την διάλυσή τους.
-Για να συμβούν όλα αυτά χρειάζεται μια νέα πολιτική συγκρότηση. Και γι αυτό απαιτείται το άνοιγμα ενός ουσιαστικού διαλόγου. Δεν ξεκινάμε από το μηδέν . Αντίθετα έχουμε ένα τεράστιο υλικό πολιτικού προβληματισμού και θέσεων. Όμως αν η κουβέντα μας ξεκινάει με αφετηρία ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά γιατί οι άλλοι δεν συμφωνούν μαζί μας , τότε δεν θα μας πάει πολύ μακριά.
Υπάρχει ανάγκη να σκύψουμε στα κενά, στα ερωτήματα, στα λάθη. Υπάρχει ανάγκη να διαβάσουμε τα καινούργια δεδομένα στο παγκόσμιο πεδίο ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν υπάρχουν μαγικές ή εύκολες λύσεις. Όποιο το πιστεύει διατρέχει ισχυρό κίνδυνο να βρεθεί στην καλύτερη περίπτωση εκεί που βρέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015.