Στις 24 Ιουλίου ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου της Ουκρανίας Ολεξάντρ Τουρτσίνοφ ανακοίνωσε τη διάλυση της κοινοβουλευτικής ομάδας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας (CPU) για έναν ανούσιο τεχνικό λόγο. Η δίκη για την απαγόρευση του CPU ως πολιτικό κόμμα ξεκίνησε την ίδια μέρα, ενώ η επόμενη συνεδρίαση του δικαστηρίου είναι προγραμματισμένη για τα μέσα Αυγούστου.

Το CPU κατηγορείται ότι στηρίζει την «τρομοκρατία» και τους αυτονομιστές φιλορώσους επαναστάτες της Ανατολικής Ουκρανίας. Παρότι η ουκρανική αλλά και η διεθνής Αριστερά δεν πρέπει να έχουν αυταπάτες για το CPU μόνο και μόνο επειδή έχει τη λέξη «κομμουνιστικό» στο όνομά του, έχουμε λόγους να ανησυχούμε και να σταθούμε ενεργά απέναντι στην απαγόρευσή του, η οποία προωθείται στο πλαίσιο της μεγάλης αντιδημοκρατικής επίθεσης που συντελείται μετά την ανατροπή του προέδρου Γιανουκόβιτς.

Πρώτα απ’ όλα ας εξηγήσω την πολιτική φύση και στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας. Το CPU αναβίωσε το 1993 μετά την απαγόρευσή του, αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στην ΕΣΣΔ τον Αύγουστο του 1991. Αμέσως έγινε το πιο δημοφιλές κόμμα στην πολιτική σκηνή της Ουκρανίας και μαζί με άλλα αριστερά κόμματα της παράδοσης του Κομμουνισμού πήρε το 40% στην Ουκρανική Βουλή μετά τις εκλογές του 1994. Έπαιξε το ρόλο της πολιτικής εκπροσώπησης μιας ευρείας λαϊκής αντίδρασης στις συνέπειες των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων του ’90 με τις ιδιωτικοποιήσεις, την απορρύθμιση και την εμπορευματοποίηση, καθώς και τη σταδιακή αποδόμηση του σοβιετικού κράτους πρόνοιας και την πτώση του βιοτικού επιπέδου. Ως το 2014 το CPU είχε χάσει την στήριξη που είχε προηγουμένως, μαζί με τις κάπως παρωχημένες είναι η αλήθεια αλλά ωστόσο αριστερές θέσεις του. Το σημερινό CPU είναι αντιδραστικό, αστικό, συντηρητικό κόμμα που στηρίζει το ρωσικό εθνικισμό. Δεν είναι με τίποτα κομμουνιστικό κόμμα και συγκαταλέγεται στην αριστερά μόνο εξαιτίας της παράδοσης και της ιστορίας του. Για πολλά χρόνια ενδιαφερόταν περισσότερο για πολιτιστικές μάχες γύρω από την ταυτότητα, τις μνήμες, το γεωπολιτικό προσανατολισμό, ακόμα και σχίσματα της εκκλησίας από ό,τι για κοινωνικο-ταξικά ζητήματα ή για την επαφή του με τα συνδικάτα. Κανένας Ουκρανός αριστερός δεν το θεωρεί αριστερό κόμμα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «το μόνο αριστερό κοινοβουλευτικό κόμμα» μόνο από όσους θέλουν να αποτρέψουν την εμφάνιση ενός πραγματικού αριστερού κόμματος, ακολουθώντας μια διαστρεβλωμένη σεχταριστική λογική.  Μερικές φορές έρεπε προς το σκοταδισμό, ακόμα και επιτρέποντας να δημοσιεύονται ανοιχτά ρατσιστικά άρθρα στα επίσημα έντυπα του κόμματος. Στο παρελθόν πουλούσε τις υψηλότερες εκλόγιμες θέσεις του κόμματος στους μεγαλοαστούς. Η πιο πλούσια βουλευτής (μια πολυεκατομμυριούχος ονόματι Οξάνα Καλέτνικ) ήταν μέλος της κοινοβουλευτικής ομάδας του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το Κομμουνιστικό Κόμμα ομόφωνα ψήφισε τους περίφημους κατασταλτικούς νόμους που εσπευσμένα έφερε στο Κοινοβούλιο ο Γιανουκόβιτς στις 16 Ιανουαρίου 2014, όταν ακόμα και κάποια μέλη του κυβερνώντος κόμματος δεν τους ψήφισαν.

Τώρα όμως το CPU δεν δέχεται επίθεση επειδή είναι αντιδραστικό, αστικό και συντηρητικό κόμμα αλλά θέλουν να το θέσουν εκτός νόμου επειδή εκφράζει την αντίθεσή του στη νέα κυβέρνηση που προέκυψε μετά τη Μεϊντάν. Είναι αλήθεια ότι κάποιοι τοπικοί πυρήνες συμμετείχαν στο κίνημα ενάντια στη Μεϊντάν, και είναι πιθανό κάποια μεμονωμένα μέλη να συμμετείχαν σε ένοπλες αυτονομιστικές στρατιωτικές ομάδες (αυτή η πιθανότητα υπάρχει για μέλη οποιουδήποτε κόμματος, ιδιαίτερα τα μέλη που απλά πληρώνονταν από το κόμμα ή είχαν διατηρήσει μια κομματική ταυτότητα στα χαρτιά, κάτι που είναι συνηθισμένο για τα μεγάλα ουκρανικά κόμματα, που δεν είναι τίποτα παραπάνω από εκλογικοί μηχανισμοί). Ταυτόχρονα, η ηγεσία του CPU αδιαπραγμάτευτα υποστηρίζει την «ενωμένη Ουκρανία». Οι ισχυρισμοί απέναντι στο CPU που διατύπωσαν οι αξιωματούχοι του Υπουργείου Δικαιοσύνης συμπεριλαμβάνουν, για παράδειγμα, δηλώσεις σαν την ακόλουθη: «[ορισμένοι εκπρόσωποι του CPU] ανοιχτά εκδήλωσαν αρνητική στάση σχετικά με τις επιχειρήσεις του στρατού  μας στην Ανατολική Ουκρανία». Αν ερμηνευτούν κυριολεκτικά, τέτοιου είδους κατηγορίες είναι ευθείες επιθέσεις προς την ελευθερία του λόγου. Μεγάλη μερίδα των Ουκρανών εκφράζουν τώρα πια ανοιχτά αρνητική στάση στην επονομαζόμενη «Αντιτρομοκρατική Επιχείρηση», που οδηγεί σε μεγάλης κλίμακας καταστροφή των υποδομών, καθημερινούς σκοτωμούς αμάχων, και μια ανθρωπιστική καταστροφή στο Ντονμπάς. Πρέπει να τιμωρηθούν για τη δικαιολογημένη τους κριτική;

Η απαγόρευση του CPU θα σπρώξει τους ανθρώπους του Ντονμπάς (και όχι μόνο όσους από αυτούς είναι ψηφοφόροι του CPU) ακόμα πιο μακριά από την κυβέρνηση του Κιέβου. Θα ριζοσπαστικοποιήσει τα αφοσιωμένα απλά μέλη του CPU που θα έχουν ακόμα περισσότερους λόγους να προσχωρήσουν στο αυτονομιστικό κίνημα. Θα απονομιμοποιήσει ακόμα περισσότερο την κυβέρνηση του Κιέβου στα μάτια των προοδευτικών ανθρώπων όλου του κόσμου. Είναι αυτή μια πράξη ακραίας πολιτικής ανοησίας; Θα μπορούσε. Πιο πιθανά όμως είναι ένα ακόμα βήμα στη γενική στρατηγική της όξυνσης της εθνικιστικής υστερίας ενώ παράλληλα ποινικοποιείται όχι μόνο η πολιτική αλλά και η κοινωνικο-οικονομική αντιπαράθεση στην Ουκρανία. Πρόσφατα κορυφαίοι αξιωματούχοι της Ουκρανίας όπως ο πρωθυπουργός Αρσένι Γιάτσενουκ ή ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Αντρέι Παρούμπι δήλωσαν ότι οι αναμενόμενες κοινωνικές διαμαρτυρίες για τις πολιτικές λιτότητας της νέας κυβέρνησης είναι υποκινούμενες από Ρώσους πράκτορες. Τα ουκρανικά ΜΜΕ επιδίδονται σε ένα σκληρό αμοιβαίο επικοινωνιακό πόλεμο με τη ρωσική προπαγάνδα, επιτιθέμενα στους ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ανεξάρτητους δημοσιογράφους που επικρίνουν την ουκρανική κυβέρνηση και το στρατό και χαρακτηρίζοντάς τους φιλορώσους. Ο Σέργιι Κβιτ, ο νέος Υπουργός Παιδείας, ζήτησε να απολυθούν καθηγητές του λυκείου για «ανήθικες πράξεις», συνδέοντάς τους με αντικυβερνητικές πολιτικές θέσεις. Ο Αρσέν Αβάκοβ, ο Υπουργός Εσωτερικών, πρότεινε να θεσμοθετηθούν αυστηρές ποινές για «τρομοκρατία» και κάθε είδους επίθεση στην ουκρανική εδαφική ακεραιότητα, συμπεριλαμβανομένων και των αυτονομιστικών ιδεών – κάτι που στην ουκρανική νομοθεσία δεν έχει ορίζεται με συγκεκριμένο τρόπο.

Κάποιοι θα έβλεπαν αυτές τις κατασταλτικές κυρώσεις και την υστερία της προπαγάνδας ως απαραίτητα ή τουλάχιστον λογικά βήματα για το κράτος σε μια χώρα που υπάρχει σε εξέλιξη εμφύλιος πόλεμος που υποδαυλίζεται από μια δυνατότερη ξένη δύναμη. Αλλά ακόμα και αν αφήσουμε στην άκρη το ζήτημα της ταξικής φύσης της νέας ουκρανικής κυβέρνησης και το αν έχει ανάγκη να στηριχτεί με οποιαδήποτε μέσα, μια πιο προσεκτική ματιά στις πρόσφατες κινήσεις της και τη ρητορική της δείχνει ότι τα κατασταλτικά μέτρα ενάντια στην ελευθερία του λόγου και την πολιτική δραστηριότητα έχουν αρχίσει να υπερβαίνουν ακόμα και αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένο μέσα σε συνθήκες de facto πολέμου. Η επίθεση στο CPU φαίνεται πως είναι μόνο ένα μέρος αυτής της αντιδημοκρατικής επίθεσης που είναι συγκρίσιμη με τους κατασταλτικούς νόμους που πέρασε το καθεστώς του Γιανουκόβιτς τον Ιανουάριο και σε ορισμένα σημεία είναι πολύ χειρότερη. Καμία άλλη ουκρανική κυβέρνηση από το 1991 δεν έχει επιχειρήσει να θέσει εκτός νόμου ένα μεγάλο κόμμα της αντιπολίτευσης.

Κάποιοι άνθρωποι θεωρούν ότι αυτή η απαγόρευση είναι η ευκαιρία να ανοίξει μια χαραμάδα για ένα νέο, γνήσια αριστερό κόμμα. Δυστυχώς, αυτές οι ελπίδες δεν έχουν βάση. Αν ο πόλεμος στην Ανατολική Ουκρανία συνεχιστεί για πολύ ακόμα ή τελειώσει όχι με μια λύση που θα προκύψει μέσα από ειρηνική διαπραγμάτευση αλλά με την ξεκάθαρη στρατιωτική νίκη των ουκρανικών δυνάμεων, τότε η δυνατότερη και σταθερότερη κυβέρνηση θα επέτρεπε μόνο περιθωριοποιημένη δράση της αριστεράς στη χώρα.  Φυσικά, μπορεί και να μην αντιδρούσε απαραίτητα σε αριστερίζοντες ακτιβισμούς ευρωπαϊκού στιλ για φιλελεύθερες – αριστερές αξίες, αλλά δεν θα επέτρεπε οτιδήποτε θα ήταν πραγματικά επικίνδυνο για τη νεοφιλελεύθερη εξουσία των ολιγαρχών. Η απαγόρευση του CPU θα είναι μόνο το πρώτο βήμα για να τεθούν εκτός νόμου οι περισσότερες μορφές γνήσιας, ειρηνικής αντιπολιτευτικής δράσης στην Ουκρανία. Επομένως, πρέπει να σταθούμε ενεργά απέναντι σε αυτή την αντιδημοκρατική επίθεση στις πολιτικές ελευθερίες από τις πιο αντιδραστικές, αστικές, συντηρητικές και εθνικιστικές δυνάμεις.

*Τη μετάφραση έκανε η Έφη Γαρίδη

Ετικέτες