Το Σαββατοκύριακο 18-19/2 πραγματοποιήθηκε η ετήσια Συνδιάσκεψη της Διεθνιστικής Εργατικής Αριστεράς (ΔΕΑ). Παραθέτουμε το κείμενο της Πολιτικής Απόφασης, που εγκρίθηκε με ευρεία πλειοψηφία.
-
Η περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας θα εξακολουθήσει να καθορίζεται από τη συνέχεια της διεθνούς κρίσης του καπιταλισμού. Οκτώ χρόνια μετά το ξέσπασμά της, όχι μόνο δεν διαφαίνεται διέξοδος, αλλά το σύστημα βυθίζεται σε νέες διχαστικές επιλογές (προστατευτισμός και εθνική προτεραιότητα ή συνέχεια της έμφασης στην «παγκοσμιοποίηση»;) που επιδεινώνουν την αστάθεια και την αβεβαιότητα στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις.
-
Η παράταση της οικονομικής κρίσης συνδυάζεται με την ιμπεριαλιστική αστάθεια, που πυροδοτείται από τις αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων που έχει ήδη καταγραφεί μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα χωρίς (ή τουλάχιστον χωρίς ακόμα…) να έχει αναδειχθεί μια νέα ισορροπία ως βάση μιας στοιχειώδους διεθνούς «πειθαρχίας». Οι πολεμικές συγκρούσεις παρατείνονται (Συρία, Ουκρανία), νέες επικίνδυνες εστίες αναδεικνύονται (π.χ. θάλασσα της Κίνας, Παλαιστίνη κ.ο.κ.), ενώ όλες οι μεγάλες δυνάμεις στρέφονται ξανά σε ενίσχυση των εξοπλισμών.
Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω παραγόντων θρέφει πολιτικά ρεύματα τύπου Τραμπ, που συνδυάζουν τον οικονομικό προστατευτισμό με την εθνικιστική ή φιλοπόλεμη πολιτική και τον ανοιχτό ρατσισμό και σεξισμό. -
Το νέο ρεύμα της «λαϊκιστικής» Δεξιάς δεν εγκαταλείπει, αλλά αντίθετα ενισχύει τη νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες. Τόσο η κυβέρνηση των Συντηρητικών που διαχειρίζεται το Brexit, όσο κι ο Τραμπ (αλλά και η απειλητική Λεπέν) συνδυάζουν τις πολιτικές της «εθνικής προτεραιότητας» με τη συστηματική υποστήριξη των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. Χρειάζεται η σταθερή απόρριψη τόσο του παλαιού status quo της νεοφιλελεύθερης «παγκοσμιοποίησης», όσο και του νέου ρεύματος του προστατευτισμού-εθνικισμού, η αναζήτηση ενός «τρίτου πόλου», της αυθεντικής υποστήριξης των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων στο εσωτερικό κάθε χώρας, σε συνδυασμό με τη σύγκρουση με την ιμπεριαλιστική και φιλοπόλεμη πολιτική διεθνώς. Ενός «πόλου» που μπορεί να οικοδομηθεί διεθνώς μόνον από τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
-
Η παράταση της κρίσης και η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών συγκλονίζουν πλέον ολοφάνερα την Ευρωζώνη. Η γερμανική ηγεσία και η «ενδοχώρα» των στενών συμμάχων της έχουν να αποφασίσουν εάν και πώς θα σώσουν την Ευρωζώνη, χωρίς για την ώρα να έχουν εκπονηθεί και προβληθεί πειστικές απαντήσεις. Αυτή η κρίση στρατηγικής νομιμοποιεί τις «αποκλίσεις» και διασπείρει τις απειθαρχίες και στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, τόσο μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών, όσο και στο εσωτερικό κάθε χώρας.
-
Αυτό το περιβάλλον κινούμενης άμμου δημιουργεί κρίσιμα ερωτήματα προσανατολισμού για την κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα. Η μεγάλη πλειοψηφία των καπιταλιστών παραμένει σταθερή στην επιλογή της πρόσδεσης στο ευρώ. Πιέζουν, κατά συνέπεια, τον Τσίπρα να υπογράψει με κάθε τρόπο τα προαπαιτούμενα της αξιολόγησης, να περάσει τα πρόσθετα μέτρα σκληρής λιτότητας, που απαιτούν οι δανειστές, να ανοίξει το δρόμο για το Τέταρτο Μνημόνιο, ελπίζοντας σε μια σταδιακή, αργή και βασανιστική επιστροφή σε μια κάποια «ανάπτυξη», που θα στηρίζεται όμως στην πλήρη συντριβή των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων. Αυτό είναι το βασικό σενάριο, η κυρίαρχη γραμμή.
Ταυτόχρονα, όμως, ένα τμήμα της κυρίαρχης τάξης αρχίζει να διαβλέπει τα αδιέξοδα, να συνειδητοποιεί τους κινδύνους αιφνίδιων μεταβολών στο διεθνές περιβάλλον και ξεκινά τη «διαβούλευση» για τις πιθανά αναγκαστικές εναλλακτικές εκδοχές πέρα από το βασικό σενάριο. Κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι ο καπιταλισμός υπήρχε στην Ελλάδα και πριν από το ευρώ, όπως κι ότι οι έλληνες καπιταλιστές, παρότι συμμετείχαν με ενθουσιασμό στο σχέδιο της Ευρωζώνης, έχουν πάντα –όπως όλοι οι καπιταλιστές– τα δικά τους συμφέροντα και τη δική τους δυναμική. Το άνοιγμα της δημόσιας συζήτησης για μια αστική στρατηγική διεξόδου από την κρίση, ακόμα και εκτός ευρώ, αν αυτό καταστεί αναγκαίο, είναι μια διαδικασία που μόλις αρχίζει…
-
Όλα τα παραπάνω σφίγγουν τη θηλιά στο λαιμό του Τσίπρα. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η πολιτική κρίση συνεχίζεται και βαδίζει προς ένα νέο «βαθύ» επεισόδιο.
Η υπογραφή του Μνημόνιου 3 έστρεψε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ενάντια στα συμφέροντα και τις ελπίδες των κοινωνικών δυνάμεων που στήριξαν την πολιτική ανατροπή του 2015. Αυτός ο παράγοντας, που σταδιακά γίνεται συνείδηση πλατύτερων εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, βυθίζει το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ σε ανεπίστρεπτη κρίση, με προοπτική μια βαριά πολιτική ήττα.
Η ηγετική ομάδα Τσίπρα βρίσκεται μπροστά σε ένα σκληρό δίλημμα: α) Να πάει τώρα σε εκλογές, προσπαθώντας να περισώσει δυνάμεις που θα επιτρέπουν κάποιες ελπίδες για το μέλλον. β) Να παραμείνει γαντζωμένη στην εξουσία, υπογράφοντας τα πάντα, χωρίς να είναι βέβαιη ότι θα αποφύγει την πτώση και με πιθανότερη προοπτική μια «πασοκοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ. Το δίλημμα δεν έχει ακόμα απαντηθεί. Δεν πρέπει καθόλου να αποκλείεται το ενδεχόμενο η απάντηση να μην προκύψει από «συντεταγμένη» διαδικασία, αλλά μέσα από ένα ανεξέλεγκτο επεισόδιο κρίσης, ή ακόμα και από «πολιτικό ατύχημα». Το χρονικό διάστημα όπου η ηγετική ομάδα Τσίπρα έλεγχε τις εξελίξεις και διατηρούσε τον έλεγχο των πολιτικών πρωτοβουλιών έχει παρέλθει οριστικά. Όλοι οφείλουν να είναι έτοιμοι για αιφνίδια επιδείνωση της πολιτικής κρίσης, που μπορεί να πάρει πολλές μορφές: από τη «μετάβαση» σε κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, μέχρι την αναγκαστική προσφυγή στις κάλπες. -
Η κρίση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εμφανίζει ως ορατή εναλλακτική λύση (αν οι εξελίξεις περιοριστούν στο κοινοβουλευτικό πεδίο) τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ως επικεφαλής της ακραιφνώς νεοφιλελεύθερης πτέρυγας της ΝΔ και υποστηρικτή του «πάση θυσία» συμβιβασμού με τους δανειστές, με στόχο την παραμονή στο ευρώ. Πρόκειται για επικίνδυνη, αλλά και αδύναμη, εναλλακτική: ο φόβος που προκαλεί στον κόσμο περιορίζει την εκλογική δυναμική της ΝΔ (δημοσκοπήσεις). Ο «δογματικός» νεοφιλελευθερισμός του Κ. Μητσοτάκη περιορίζει, ακόμα και μέσα στο κόμμα του, την πολιτική ηγεμονία αυτής της ηγετικής ομάδας. Το μέγεθος των προβλημάτων και των διλημμάτων κάνουν ακόμα και μέσα στη Δεξιά ισχυρές τις φωνές περί «εθνικής συνεννόησης».
Ασφαλώς ο κίνδυνος μιας ρεβανσιστικής επιστροφής της Δεξιάς (που μπορεί να ενισχυθεί από μια «ανασυγκροτημένη» ακροδεξιά) δεν πρέπει να υποτιμηθεί από κανέναν. Όμως και εδώ, η ανάγκη να απαντηθεί ο κίνδυνος από δεξιά δεν πρέπει να οδηγεί σε συμφιλιωτισμό με την υπάρχουσα κεντροαριστερά. -
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση –της κρίσης του Τσίπρα που, εκλογικά, ανοίγει τον δρόμο στον Μητσοτάκη– το θεμελιώδες στοιχείο της απάντησης είναι η κινηματική ανασύνταξη: η στήριξη των εργατικών αντιστάσεων και η προετοιμασία απεργιακών αγώνων, η αλληλεγγύη ανάμεσα στα αγωνιζόμενα τμήματα (π.χ. αγρότες), το άνοιγμα με μαζικούς όρους του μετώπου στη νεολαία, η αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, η υποστήριξη σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο ενωτικών «μετωπικών» σχημάτων που θα μπορούν να αναλάβουν τα καθήκοντα της κλιμάκωσης και του συντονισμού των εργατικών και λαϊκών αντιστάσεων κ.ο.κ.
Στις εξελίξεις που έρχονται, ο κρίσιμος παράγοντας θα είναι η ύπαρξη και το μέγεθος μιας ανεξάρτητης δύναμης της ριζοσπαστικής, αντιμνημονιακής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς απέναντι και ενάντια στους Τσίπρα-Μητσοτάκη στη βάση ενός επαρκούς και συνεκτικού μεταβατικού προγράμματος. Η προσπάθεια αυτή έχει σήμερα γίνει πιο δύσκολη λόγω της απογοήτευσης που έχει προκαλέσει η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και λόγω της κινηματικής ύφεσης. Όμως, εξακολουθεί να έχει καθοριστική σημασία: στις επόμενες αναμετρήσεις (κυρίως τις πολιτικές, αλλά και τις εκλογικές) αν καταγραφεί κενό αντιμνημονιακής ριζοσπαστικής Αριστεράς με μαζική απήχηση, τότε οι συνέπειες της απογοήτευσης μπορεί να πάρουν πιο μόνιμα χαρακτηριστικά. Γι’ αυτό κάθε τακτική, κάθε πολιτικό «σχέδιο», μετριέται καθοριστικά από τις απαντήσεις που δίνει –ή δεν δίνει– στο ζήτημα του πολιτικού μετώπου.
-
Η δική μας απάντηση, μέσα στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν στο 2015, ήταν η επιλογή ΛΑΕ. Πάντα τονίζαμε ότι ήταν μια επιλογή με προβλήματα, μια επιλογή που όφειλε να μετασχηματιστεί και να διευρυνθεί, αλλά ήταν και είναι μια σαφής πολιτική επιλογή (γι’ αυτό άλλωστε συγκέντρωνε και συγκεντρώνει μεγάλο τμήμα από τα πυρά του «περιβάλλοντος» του Μαξίμου).
Σήμερα, τα προβλήματα στο εσωτερικό της ΛΑΕ έχουν οξυνθεί. Στην πολιτική γραμμή, η έμφαση στη «μετάβαση στο εθνικό νόμισμα» έχει αποκόψει το σύνθημα της εξόδου από το ευρώ από το υπόλοιπο μεταβατικό πρόγραμμα (ανατροπή λιτότητας, χρέος, τράπεζες, ιδιωτικοποιήσεις, σοσιαλιστική στρατηγική), οδηγώντας στην αυταπάτη ενός «σταδίου» δημοκρατικής και ανεξάρτητης «ανάπτυξης» με βάση τη δραχμή.
Στις πολιτικές συμμαχίες έχουν (έστω για την ώρα) αντιμετωπιστεί κάποιες «χοντράδες» (π.χ. ΕΠΑΜ), αλλά καθυστερεί ένα σοβαρό και οργανωμένο άνοιγμα στην κατεύθυνση της «κοινής κοίτης της ριζοσπαστικής αντιμνημονιακής Αριστεράς». Στην εσωτερική λειτουργία εξακολουθεί να είναι ζητούμενη μια πιο δημοκρατική και ανανεωμένη συγκρότηση.
Σε αυτές τις συνθήκες, έχουμε μετατοπιστεί σε πιο «μετωπική» σχέση με τη ΛΑΕ. Εξακολουθώντας να αναγνωρίζουμε τον ρόλο που μπορεί να παίξει σε μια πορεία ανασυγκρότησης, έχουμε κάνει τη στροφή που ονομάσαμε «βήμα στο πλάι»: Συμμετέχουμε ενεργά στην υλοποίηση αποφάσεων όπου υπάρχει συμφωνία, διατηρούμε μεγαλύτερη αυτονομία και διακριτότητα μέσα από τις δικές μας λειτουργίες, δίνουμε έμφαση στις αντιρατσιστικές-αντιφασιστικές παρεμβάσεις και πολιτικές, προβάλλουμε τη δική μας άποψη για τη σχέση της εξόδου από το ευρώ με το σύνολο του μεταβατικού προγράμματος, υποστηρίζουμε την πολιτική συμμαχία μεταξύ ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ-Πλεύσης-Δικτύωσης.
-
Στις εξελίξεις που έρχονται, μαζί με το μέγεθος, κρίσιμη παράμετρος για το αντιμνημονιακό, αριστερό, αντικαπιταλιστικό μέτωπο που περιγράφουμε, το μέλλον του και το πρόσημο της συνεισφοράς του στο εργατικό-λαϊκό κίνημα είναι η πολιτική του κατεύθυνση. Για εμάς η επάρκειά της θα κριθεί από:
Ένα προγραμματικό πλαίσιο ταξικό και όχι εθνικής ανάπτυξης, με πυλώνες την αντιλιτότητα και τη στοχοποίηση της εγχώριας άρχουσας τάξης, το «Μνημόνιο για το Κεφάλαιο».
Το αποτέλεσμα της πάλης για τον πολιτικό χαρακτήρα της ΛΑΕ δεν είναι ληγμένο, αλλά είναι καθοριστικό για τον τρόπο συμμετοχής μας σε αυτήν, ιδιαίτερα για τις πολιτικές μάχες κεντρικής καταγραφής όπως οι εθνικές βουλευτικές εκλογές. Διαπίστωση που κάνει την πάλη αυτή πολύ πιο αναγκαία.
-
Όλα αυτά πρέπει να γίνουν με «ανοιχτό» τρόπο, όχι με αναδίπλωση σε αυτοαναφορικότητα και σεχταρισμό. Γι’ αυτό παραμένει κεντρική επιλογή το Κόκκινο Δίκτυο και η καλύτερη δυνατή συγκρότησή του.
-
Τα τελευταία χρόνια δώσαμε έμφαση και αφιερώσαμε δυνάμεις για την εναρμόνιση της παρέμβασής μας στους χώρους με τις κεντρικές πολιτικές μας επιλογές και τη συνολική μετωπική μας δουλειά. Διαφυλάσσοντας τα κέρδη από αυτή την προσπάθεια και χωρίς να την εγκαταλείπουμε, θα δώσουμε στο επόμενο διάστημα έμφαση στη συγκρότηση των δικών μας εργαλείων παρέμβασης, ώστε να γίνει πιο αποτελεσματική και να ριζώσει η μετωπική μας δουλειά στους χώρους (εργατικές ομάδες της ΔΕΑ και του Κόκκινου Δικτύου, ομάδες ΚΑΡ, νεολαία κλπ.)