Μετά την ήττα του φιλοδυτικού πραξικοπήματος.
Το αποτυχημένο πραξικόπημα στην Τουρκία ήταν μια άγρια εκδήλωση των πολλαπλών κρίσεων που ταλανίζουν τη γειτονική χώρα. Η ερμηνεία των όσων συνέβησαν έχει γι’ αυτό εξαιρετική σημασία. Αλλά χρειάζεται εξαιρετική προσοχή. Συζητώντας για μια χώρα όπου η ενημέρωση είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολη υπόθεση, σε μια στιγμή που τα τανκς ακόμα δεν έχουν επιστρέψει καλά-καλά στους στρατώνες και ενώ Τούρκοι αναλυτές ή αγωνιστές διστάζουν ακόμα να μιλήσουν με βεβαιότητα, μόνο σκέψεις μπορούν να κατατεθούν.
Ποιοι και γιατί;
Ότι υπάρχει ένας μακροχρόνιος άγριος εμφύλιος πόλεμος μέσα στο τουρκικό κράτος είναι γνωστό και δεδομένο. Προφανώς έκφραση –και παροξυσμός– αυτού του ανταγωνισμού ήταν και η απόπειρα πραξικοπήματος. Μόνο που πέρα από τον ιστορικό ανταγωνισμό (κεμαλικών εναντίων ισλαμιστών), τα τελευταία χρόνια έχει προστεθεί και ο πόλεμος μεταξύ του κύκλου του Ερντογάν και του κινήματος του Γκιουλέν, παλιού συμμάχου που έγινε θανάσιμος εχθρός, με μεγάλη επιρροή στα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ, τα τζαμιά, το κράτος.
Την εποχή που ο Ερντογάν «ξεδόντιαζε» το στρατιωτικό κεμαλικό «βαθύ κράτος», πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε το κίνημα του Γκιουλέν, το οποίο την ίδια περίοδο απέκτησε ισχυρά ερείσματα στις ένοπλες δυνάμεις. Αυτό το «δίκτυο» είναι πλέον απέναντί του. Τα τελευταία χρόνια, μετά τη ρήξη με τον Γκιουλέν και μετά την απόφαση του Ερντογάν για φιλοπόλεμη και αυταρχική στροφή, οι σχέσεις με τους κεμαλικούς είχαν βελτιωθεί (βλέπε και απαλλαγή πολλών από τους διωκόμενους για Εργκένεκον και Βαριοπούλα), χωρίς ποτέ βέβαια να υπάρξει «ιστορική συμφιλίωση». Αυτό το «τρίγωνο» κάνει τόσο σύνθετη την κατάσταση που –κυρίως σε κουρδικούς κύκλους– έχει εμφανιστεί ακόμα και η εκτίμηση ότι οι κεμαλικοί παρέσυραν τους γκιουλενικούς στο πραξικόπημα, για να τους αφήσουν στη συνέχεια ακάλυπτους και να συντριβούν, ώστε να ακολουθήσει ένα ρεβανσιστικό «ξεκαθάρισμα». Τραβηγμένη εκτίμηση, αλλά ενδεικτική των ανίερων (και εύθραυστων στην επόμενη στροφή) συμμαχιών και του ανελέητου ανταγωνισμού που σπαράζει το τουρκικό κράτος.
Πέρα από πολιτικές-ιδεολογικές ταυτότητες είναι δεδομένο πως ο ίδιος ο Ερντογάν είχε αναβαθμίσει το ρόλο του στρατού. Από τη στιγμή που επέλεξε να πάει σε πόλεμο ενάντια στους Κούρδους και κάθε λογής «εσωτερικούς εχθρούς», η στρατιωτική ηγεσία αντικειμενικά απέκτησε βαρύνοντα ρόλο στις εξελίξεις.
Αυτή η «αναβάθμιση», που ανέτρεπε την προηγούμενη πολιτική «αποκλεισμού των στρατηγών από την πολιτική ζωή», φαίνεται πως βρίσκεται στο υπόβαθρο των εξελίξεων. Για τους πραξικοπηματίες έγινε αντιληπτή ως η μεγάλη ευκαιρία να παραμερίσουν την κυβέρνηση και να αναλάβουν οι ίδιοι άμεσα τον έλεγχο των εξελίξεων. Επιχειρήθηκε να αξιοποιηθεί το κλίμα που καλλιέργησε ο ίδιος ο Ερντογάν για να εδραιώσει την εξουσία του («εμπόλεμη κατάσταση, ανάγκη στιβαρής ηγεσίας») για να στραφεί εναντίον του και να νομιμοποιήσει μια νέα στρατιωτική δικτατορία. Από την άλλη, η «συμφιλίωση» του Ερντογάν με τον στρατό και η αναβάθμιση του ρόλου των στρατηγών ερμηνεύει και την επιλογή μιας άλλης σημαντικής μερίδας της στρατιωτικής ηγεσίας είτε «να μείνει στην άκρη» είτε –τελικά– να παρέμβει υπέρ του Ερντογάν. Δεν έβρισκε σοβαρό λόγο να «ποντάρει τα πάντα» στην ανατροπή του.
Πιο εύκολη δείχνει η εξήγηση για το τάιμινγκ και τη σχετική «ανοργανωσιά» του πραξικοπήματος. Ετοιμαζόταν σαρωτική εκκαθάριση των ενόπλων δυνάμεων το επόμενο διάστημα, οπότε για τους πραξικοπηματίες επικράτησε το σκεπτικό πως, με τα χρονικά περιθώρια να στενεύουν, «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση».
Τι έκρινε την έκβαση
Προφανώς οι πραξικοπηματίες δεν πήγαιναν σε «αποστολή αυτοκτονίας». Ήλπιζαν σε διάφορες πλευρές υποστήριξης που θα τους διασφάλιζαν τη νίκη.
Καταρχήν στον ίδιο το στρατό. Είναι συχνές στην ιστορία των πραξικοπημάτων «παράλληλες διεργασίες», που είτε εκδηλώνονται σε διαφορετικούς χρόνους (αποτυχημένη «πρόβα» τη διαδέχεται σοβαρότερη απόπειρα), είτε η μία στασιαστική πρωτοβουλία προλαβαίνει την άλλη και «παρασέρνει» το σύνολο των ενόπλων δυνάμεων.
Δεύτερον στις Μεγάλες Δυνάμεις. Τόσο οι κεμαλιστές όσο και οι γκιουλενικοί έχουν σαφή «φιλοδυτικό» προσανατολισμό και γνωρίζουν ότι για τις ΗΠΑ και την ΕΕ ο Ερντογάν θεωρείται τουλάχιστον «αναξιόπιστος», αν όχι «επικίνδυνος».
Τρίτον στις πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Στις δύο τελευταίες εκλογές, το κλίμα «να φύγει ο Ερντογάν» ήταν τόσο ισχυρό, που άνοιξε συζητήσεις για τις πλέον ανίερες συμμαχίες (κυβέρνηση κεμαλιστών-ακροδεξιών-αριστερών Κούρδων!). Οι πραξικοπηματίες ενδεχομένως να ήλπιζαν να γίνουν εκφραστές αυτού του «μπλοκ» (ή τμημάτων του), ποντάροντας στην απογοήτευση που είχε προκαλέσει η αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν το ΑΚΡ εκλογικά.
Σε συνάρτηση με το προηγούμενο, οι πραξικοπηματίες ήλπιζαν να βρουν επαρκή λαϊκή στήριξη ή ανοχή από τον κόσμο που συγκρούστηκε με τον Ερντογάν και την αυταρχική στροφή του τα τελευταία χρόνια. Τα περισσότερα πραξικοπήματα στην ιστορία της Τουρκίας είχαν συνήθως μια στοιχειώδη λαϊκή βάση στήριξης.
Το στοίχημα απέτυχε. Η ανώτατη στρατιωτική ηγεσία έδειξε αρχικά στάση αναμονής. Άργησαν χαρακτηριστικά να κινηθούν οι «νομιμόφρονες δυνάμεις» ενάντια στις ενέργειες των πραξικοπηματιών. Το ίδιο ισχύει για το «διεθνή παράγοντα» που έδειχνε να περιμένει «πού θα κάτσει η μπίλια», με τους περισσότερους διεθνείς αξιωματούχους να περιορίζονται για ώρες σε γενικόλογες συστάσεις που απευθύνονταν στους δυτικούς πολίτες που βρίσκονταν στην Τουρκία, σε δηλώσεις για «ρευστότητα των εξελίξεων» που απέφευγαν ακόμα και τον όρο πραξικόπημα.
Αυτό που έκρινε την μοίρα του πραξικοπήματος ήταν ο πολιτικός-κοινωνικός συσχετισμός. Όλα τα κόμματα καταδίκασαν το πραξικόπημα, παρά τη σφοδρή τους εναντίωση στον Ερντογάν. Φαίνεται πως υπάρχει μια αλλαγή κατάστασης στη γειτονική χώρα. Η εποχή που στις πολιτικές συγκεντρώσεις του κεμαλικού κόμματος ήταν «φυσιολογικό» να ακούγονται συνθήματα που ζητούσαν παρέμβαση του στρατού φαίνεται να έχει περάσει. Και αυτό είχε την αντανάκλασή του στη μάχη της «λαϊκής στήριξης».
Οι πραξικοπηματίες όχι μόνο δεν βρήκαν υποστηρικτές, αλλά βρήκαν στους δρόμους μάζες αποφασισμένων αντιπάλων, έτοιμων να εμποδίσουν τανκς να ανακαταλάβουν κτίρια. Πολλοί φαντάροι δήλωσαν πως δεν γνώριζαν τους στόχους της «επιχείρησης» και κατάλαβαν τι γίνεται, όταν συνάντησαν λαϊκή αντίσταση. Είτε «μόλις κατάλαβαν», είτε γνώριζαν, αλλά ήλπιζαν σε «αναίμακτη» επιχείρηση, παραμένει γεγονός ότι σοβαρό τμήμα των σωμάτων που κινητοποιήθηκαν «παρέλυσαν», όταν βρέθηκαν αντιμέτωπα με διαδηλωτές.
Αφού συνέβησαν αυτά, η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του Ερντογάν και κρίθηκε η στάση πρώτα του στρατού (που κινητοποιήθηκε κατά των πραξικοπηματιών) και έπειτα των Μεγάλων Δυνάμεων (που βγήκαν από τις τρύπες τους να στηρίξουν «την εκλεγμένη κυβέρνηση»).
Η επισήμανση έχει δύο κρατούμενα. Το ένα είναι ότι η κίνηση των μαζών έχει τη δύναμη να αποτρέπει σχεδιασμούς, ότι οι εξελίξεις δεν κρίνονται αποκλειστικά στους στρατώνες ή στις πρεσβείες. Το δεύτερο, αντανακλώντας και τη στάση της «επίσημης» αντιπολίτευσης, είναι πως παγιώνεται στην Τουρκία μια αντίληψη που λέει «Όχι ξανά στρατιωτική δικτατορία» και η οποία ξεπερνά τις γραμμές των οπαδών του ΑΚΡ.
Η επόμενη μέρα
Ο Ερντογάν βγαίνει σήμερα ισχυροποιημένος. Όχι μόνο στη μάχη κατά του «παράλληλου κράτους», αλλά και στην επίθεσή του ενάντια σε κάθε αντιπολίτευση. Οι εκκλήσεις «να μείνει ο κόσμος στους δρόμους για μια βδομάδα» δεν έχουν σχέση με την πάλη ενάντια στο πραξικόπημα, αλλά με επίδειξη δύναμης του ΑΚΡ. Οι «βάρδιες δημοκρατίας» είναι ένα κακόγουστο αστείο, καθώς οι σκληροπυρηνικοί οπαδοί του Ερντογάν κάνουν επιθέσεις κατά «παντός εχθρού», με βάση το κλασικό ερντογανικό σχήμα που τσουβαλιάζει ξένες δυνάμεις-γκιουλενιστές-κεμαλικούς, κούρδους-αριστερούς-τζιχαντιστές-αλεβίτες ως «συνωμότες».
Το πολιτικό υποκείμενο που πρωταγωνίστησε στη μάχη ήταν το ΑΚΡ. Και βγαίνει συσπειρωμένο και ισχυροποιημένο. Αυτό δεν προμηνύει καλές εξελίξεις. Τίποτα δεν θυμίζει την εποχή που ο Ερντογάν για να δώσει τη μάχη ενάντια στο στρατό στηρίχθηκε ακόμα και σε Κούρδους, αριστερούς, φιλελεύθερους και άρα υποχρεώθηκε σε κινήσεις «καλής θέλησης» προς τους συμμάχους του (η εποχή του εκδημοκρατισμού, της ειρηνικής επίλυσης του κουρδικού κλπ). Σήμερα αισθάνεται ότι κέρδισε τη μάχη «ο λαός του» και άρα πιθανότερη είναι η σκλήρυνση του αυταρχισμού και η προσπάθεια συσπείρωσης της λαϊκής του βάσης σε έναν πόλεμο «εναντίον όλων», απ’ ότι να εισακουστούν οι εκκλήσεις δυνάμεων της αντιπολίτευσης για «περισσότερη δημοκρατία».
Η Αριστερά
Το κίνημα και η Αριστερά βρίσκονται μπροστά σε νέες προκλήσεις. Αλλά όχι απρόσμενες. Όλοι καταδίκασαν το πραξικόπημα, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι η επόμενη μέρα θα είναι η πάλη ενάντια στον αυταρχισμό του Ερντογάν. Άλλοι συμμετείχαν στην πάλη ενάντια στο πραξικόπημα, εξηγώντας ότι «η πάλη ενάντια στο πραξικόπημα είναι και πάλη για περισσότερη δημοκρατία». Άλλοι επέλεξαν να μείνουν στην καταδίκη, χωρίς όμως να καλέσουν σε κινητοποίηση αποτροπής του, για να μην βρεθούν «αντικειμενικά στο πλευρό του Ερντογάν». Τα πράγματα εξελίχθηκαν και έληξαν πάρα πολύ γρήγορα για να κριθούν αυτές οι επιλογές. Πέρα από διαφωνίες για τη νύχτα της 15ης Ιούλη, στην πάλη ενάντια στην προσπάθεια να εδραιώσει την εξουσία του ο Ερντογάν θα βρεθούν όλες οι προοδευτικές δυνάμεις.
Η πάλη αυτή θα είναι σκληρή, με τη νέα αυτοπεποίθηση του Ερντογάν. Αλλά σε ό,τι μας αφορά, θεωρούμε ότι το πεδίο της πάλης είναι πολύ πιο «προνομιακό» από ό,τι θα ήταν σε περίπτωση επικράτησης του πραξικοπήματος. Θα σταθούμε σε μια διαπίστωση μιας οργάνωσης της άκρας Αριστεράς που κράτησε «ίσες αποστάσεις»: «Η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι ότι, ενώ οι πραξικοπηματίες θα καταστρέψουν αμέσως όλες τις ελευθερίες της εργατικής τάξης, η φράξια του Ερντογάν-ΑΚΡ θα χρειαστεί να διανύσει μεγαλύτερο δρόμο, για να συντρίψει ολοκληρωτικά αυτές τις ελευθερίες». Αυτή η μόνη (!) διαφορά, κατά τη γνώμη μας έχει σημασία ζωής ή θανάτου για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα στην Τουρκία.
Αυτή η εκτίμηση δεν αφορά μόνο την αποτίμηση της έκβασης της μάχης, που είναι θετική κι όχι «τι λάχανα, τι μπρόκολα». Αφορά και την εκτίμηση για την επόμενη μέρα στην Τουρκία. Η οποία θα είναι συνέχεια της παρατεταμένης κρίσης, που θα συνεχίσει να δίνει κάποιες «ευκαιρίες» στο δικό μας στρατόπεδο. Αν είχε μπει η χώρα «στο γύψο», σήμερα οι σύντροφοί μας δεν θα είχαν καν τη δυνατότητα να συζητούν τις διαφωνίες τους και τις τακτικές της επόμενης μέρας ενάντια στον Ερντογάν… Αυτή η εξέλιξη δεν αποκλείεται να έρθει στο μέλλον, αλλά τη νύχτα της 15ης Ιούλη αποτράπηκε.
Ο Ερντογάν βγαίνει βραχυπρόθεσμα νικητής, αλλά η κρίση δεν τελείωσε. Στο εξωτερικό μέτωπο, η επιστροφή σε πολιτική «μηδενικών προβλημάτων» (προσέγγιση με Ρωσία, αποκατάσταση σχέσεων με Ισραήλ, επανασύνδεση με ΕΕ-ΗΠΑ, ακόμα και άνοιγμα διαύλου με τον Άσαντ και τον Σίσι) θα σκοντάψει στο κουβάρι των ανταγωνισμών στο οποίο μπλέχτηκε ενεργά το τουρκικό κράτος. Η ένταση με τις ΗΠΑ με αφορμή το πραξικόπημα είναι μόνο ένα μικρό δείγμα.
Στο εσωτερικό, ο Ερντογάν θα συνεχίσει να κυβερνά σε συνθήκες «περιορισμένης ηγεμονίας», όπως ορθά το έθεσε αναλυτής (απόλυτη κυριαρχία σε σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, αλλά με πολωμένο απέναντί του ένα εξίσου σημαντικό τμήμα της), που επίσης μπορεί να τροφοδοτήσει νέες εντάσεις και συγκρούσεις. Για να μην αναφερθούμε στον «ενδοκρατικό εμφύλιο» που, παρά τις εκκαθαρίσεις, μπορεί να έχει πολλά επεισόδια ακόμα… Ενδεικτική της αβεβαιότητας είναι η αντικατάσταση του επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων, που έμεινε «πιστός» και αιχμαλωτίστηκε από τους πραξικοπηματίες, από τον ακόμα πιο «έμπιστο» επικεφαλής της 1ης Στρατιάς.
Ο Ερντογάν θυμίζει έντονα τον Μόρσι, την εποχή που ο Αιγύπτιος πρόεδρος ένιωσε παντοδύναμος να στήσει ένα αυταρχικό καθεστώς με βάση στήριξης τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς του. Τότε, η ανατροπή του από τον στρατηγό Σίσι και η επακόλουθη διάλυση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας είτε πανηγυρίστηκε και από τμήματα της φιλελεύθερης ή αριστερής αντιπολίτευσης, είτε αντιμετωπίστηκε αδιάφορα. Χρειάστηκαν ελάχιστοι μήνες στην Αίγυπτο για να στραφούν τα όπλα που τσάκισαν την Αδελφότητα ενάντια σε κάθε αντιπολίτευση, και να φανεί ότι απέναντι σε έναν αυταρχικό ηγέτη το στρατιωτικό πραξικόπημα δεν ήταν ένα αδιάφορο «βήμα στο πλάι», αλλά ένα δραματικό «βήμα πίσω»… Αυτό που έλειψε στην Αίγυπτο ήταν μια πολιτική δύναμη κι ένα κοινωνικό κίνημα ικανά να ανατρέψουν τον Μόρσι «από τα κάτω κι από τα αριστερά». Αυτός ο παράγοντας θα κρίνει τις εξελίξεις και στην Τουρκία…