Δεκαπέντε χρόνια τώρα, κυρίως στον χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης ακούγεται ολοένα πιο συχνά ο όρος συμπερίληψη. Το διαβάσαμε και στο τελευταίο κείμενο της επιτροπής για την παιδεία.
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 στον νόμο πλαίσιο για την ειδική εκπαίδευση ο εκπαιδευτικός κόσμος της χώρας είδε γραμμένο για πρώτη φορά τον όρο συμπερίληψη. Μια δεκαετία νωρίτερα στην βόρεια και δυτική Ευρώπη όπως επίσης και στις Η.Π.Α ο όρος αυτός έκανε την εμφάνισή του, ενσωματώθηκε βαθμιαία στο Κοινοτικό Δίκαιο και απασχόλησε την επιστημονική κοινότητα σε τέτοιο βαθμό που νομίσαμε ότι η γηραιά ήπειρος και η Βόρεια Αμερική θα έμπαιναν σε τροχιά αποδοχής της κάθε λογής διαφορετικότητας. Είναι σαφές πλέον ότι η συμπερίληψη αφορούσε κυρίως τον δυτικό κόσμο και μέσω της τεχνογνωσίας αυτής οι χώρες της δύσης άνοιξαν έναν ηγεμονικό διάλογο σε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης με χώρες του μη δυτικού κόσμου. Η έννοια της συμπερίληψης πήγε χέρι-χέρι με την έννοια της πολιτειότητας συμμετέχοντας σ' αυτό που ονομάζεται πολίτης του κόσμου, πολίτης σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Τι συνέβη όμως ύστερα από όλες αυτές τις διακηρύξεις στο πλαίσιο του Ο.Η.Ε της Π.Ο.Υ, της Λευκής και Πράσινης Βίβλου της Ε.Ε; Ή μάλλον η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των υπόλοιπων δυτικών κρατών τις τελευταίες δύο δεκαετίες επιβεβαίωσε την εφαρμογή προγραμμάτων συμπεριληπτικού τύπου;
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι το συμπεριληπτικό πλαίσιο δεν απευθυνόταν σε μια ομοιογενή πολιτισμικά Ευρώπη. Οι διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των εκπαιδευτικών, ασφαλιστικών, υγειονομικών συστημάτων δυσκόλεψαν τη διαδικασία της συμπερίληψης παρόλο που έγιναν πολλές προσπάθειες για να σταθεροποιηθούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά πολιτειότητας που να συμπεριλαμβάνουν όσο το δυνατόν περισσότερους που δεν κατείχαν μέχρι πρώτινος διακριτή και ορατή θέση στις σχέσεις τους με το κράτος (ανάπηροι, ΛΟΑΤΚΙ άτομα, μετανάστες, πρόσφυγες). Πώς ορίζεται όμως ο όρος συμπερίληψη;
Όπως έχει επισημανθεί η συμπερίληψη δεν είναι στόχος αλλά διαδικασία. Διαφέρει από τη φιλοσοφία της ένταξης, η οποία βασίζεται στην κατηγοριοποίηση των υποκειμένων προκειμένου να ενταχτούν στην εκπαίδευση, στην εργασία και αλλού. Η συμπερίληψη είναι η άνευ όρων αποδοχή της διαφορετικότητας του ατόμου πέρα από κάθε τύπο κατηγοριοποίησης. Η φιλοσοφία των συμπεριληπτικών δράσεων λαμβάνει υπόψη της τα κοινωνικά συμφραζόμενα και όποιες παρεμβάσεις προτείνονται δεν σχετίζονται με τα ατομικά χαρακτηριστικά αλλά με το κατά πόσο είναι εφικτή η εφαρμογή πολιτικών που να περιλαμβάνουν όσο το δυνατόν περισσότερους τύπους ανθρώπων. Το κέντρο βάρους μετατοπίζεται αππο το άτομο στην κοινωνία και στόχος είναι η συνειδητοποίηση των συλλογικών ευθυνών στα εμπόδια που συναντούν ανάπηρα άτομα, πρόσφυγες, μετανάστες, ΛΟΑΤΚΙ άτομα κ.λπ. Πρόκειται δηλαδή για έναν μετανεωτερικό λόγο για τεχνικά ζητήματα ενσωμάτωσης που ενώ βασίζεται στις αρχές της δημοκρατίας δημιουργεί ερωτήματα για το πως συνομιλεί με τις πολιτισμικές συνθήκες που παράγουν νοήματα πολιτικής συμμετοχής. Στο πλαίσιο αυτό γεννήθηκαν πολλά ερωτήματα για τη σχέση συμπερίληψης και πολιτειότητας και δημιουργήθηκαν παρανοήσεις όπως για παράδειγμα: Αναγνωρίζεται σε όλους τους πολιτισμούς η θεωρητική σύλληψη των διπόλων βιολογικό/κοινωνικό φύλο, βλάβη/αναπηρία, φύση/πολιτισμός, κοινωνία των πολιτών/εθνικότητα;
Τα τελευταία χρόνια ο όρος συμπερίληψη ναι μεν ακούγεται περισσότερο όμως διαπιστώνουμε ότι έχουν αυξηθεί οι αντιστάσεις απέναντι στις συμπεριληπτικές πρακτικές. Από τους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες μέχρι τους πρόσφυγες παρατηρούμε μια αυξανόμενη τάση διεύρυνσης των κατηγοριοποιήσεων όπως μαθητές με ήπιες ή σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες, πρόσφυγες από την Συρία και πρόσφυγες από το Πακιστάν, αρρενωποί ομοφυλόφιλοι και διεμφυλικά άτομα και ένα σωρό άλλες κατηγορίες που προστίθενται συνεχώς. Μια κατάσταση που έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της αποδοχής της διαφορετικότητας γιατί δίνεται η εντύπωση ότι για να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητα του άλλου πρέπει να τον κατηγοριοποιήσουμε για να τον εντάξουμε. Η γενικευμένη αυτή κατάσταση ταξινομήσεων βασίζεται σε μια επικαλούμενη γνώση-προφητεία για το πώς αναμένεται να συμπεριφερθεί ένας άνθρωπος με συγκεκριμένα ατομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Προκαταλαμβάνουμε δηλαδή τις πορείες ολοένα και περισσότερων ανθρώπων που για να υπάρχουν στο εκπαιδευτικό, εργασιακό και πολιτικό στίβο απαιτείται να γνωρίζουμε όσα περισσότερα μπορούμε για αυτούς (νοημοσύνη, διατροφικές συνήθειες, κοινωνικό ιστορικό χρησιμοποιώντας ένα πλήθος ανθρωπομετρικών μεθόδων). Ένας μεγάλος αριθμός εξειδικευμένων επαγγελματιών της ένταξης σχεδιάζει εκπαιδευτικά και άλλα προγράμματα προκαταλαμβάνοντας τους χρήστες των υπηρεσιών (δημόσιο σχολείο, υγειονομικές υπηρεσίες, κέντρα συγκέντρωσης προσφύγων κ.λπ). Η ενταξιακή αυτή λογική λαθεμένα ορίζεται ως συμπεριληπτική ενισχύοντας τα προαπαιτούμενα της ενσωμάτωσης με πρόσθετα πιστοποιητικά ένταξης όπως πιστοποιητικά μαθησιακών δυσκολιών και προβλημάτων προσαρμογής. Χρειάζονται δηλαδή πειστήρια-διαβατήρια που να εξηγούν το προβληματικό υποκείμενο προκειμένου να προσφερθούν υπηρεσίες ένταξης.
Το παραπάνω έχει ως αποτέλεσμα την διεύρυνση της εκ νέου κατασκευής της διαφορετικότητας, η οποία απλώνεται στο όνομα της προστασίας των δικαιωμάτων των κατασκευασμένων ως διαφορετικών ατόμων χωρίς να συνειδητοποιείται η ραγδαία κοινωνική μεταβολή. Αυτή είναι υπεύθυνη για την ανάδειξη των διαφορετικών συνθηκών και όχι η ύπαρξη των διαφορετικών άλλων στην σχολική τάξη, στην εργασία, στον δημόσιο χώρο. Πρόκειται δηλαδή για την επικράτηση ατομοκεντρικών προσλήψεων της υποκειμενικότητας και στιγματισμού της διαφορετικότητας παγωμένη σε εκ προοιμίου προβληματικές ατομικότητες αδύναμες να συμμετέχουν ως έχουν στην κοινωνική αρένα. Οι μαθησιακές δυσκολίες, οι πολιτισμικές διαφοροποιήσεις και ένα σωρό άλλα στοιχεία συνδέονται άκριτα με νευρολογικά και ψυχοσυναισθηματικά ζητήματα τα οποία χρήζουν θεραπείας και ειδικής αντιμετώπισης χάριν ένταξης.
Παραγνωρίζονται μ' αυτόν τον τρόπο τα οικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων εκπαιδευτικών συστημάτων άμεσα συνδεδεμένα με την νεοφιλελεύθερη οπτική για το ποιος/α θεωρείται ικανός/η, παραγωγικός/η, έξυπνος/η ή ανίκανος/η, αντιπαραγωγικός/η, χαζός/η. Παραβλέπουμε τη συμβολή των μηχανισμών κατασκευής των μαθητών πολλών ταχυτήτων και δεχόμαστε την άνευ όρων φυσικοποιημένη τους υποκειμενικότητα ως μια αντικειμενική κατάσταση που είναι μετρήσιμη προς αξιολόγηση. Δεν είναι τυχαίο που γιγαντώνει ο όρος αξιολόγηση χωρίς όμως να αναπτύσσεται κριτικά ο αντίλογος για τα ποια είναι τα αξιολογικά κριτήρια που διαφοροποιούν συνεχώς αυξανόμενα μέρη του πληθυσμού ως προβληματικά.
Το ζήτημα της περιθωριοποίησης και όχι συμπερίληψης αποτυπώνεται στην πλασματική αύξηση μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες, των μαθητών με νευρολογικά προβλήματα, των μαθητών με ψυχοσυναισθηματικά προβλήματα και όχι στη σύνδεση αιτίας-αποτελέσματος στο πλαίσιο συγκεκριμένων οικονομικών επιλογών φτωχοποίησης που επιβλήθηκαν για την ενίσχυση των κατηγοριοποιήσεων προς ένταξη. Οι εθνικές και υπερθνικές πολιτικές έχουν παραστρατήσει βαθιά έχοντας απομακρυνθεί από τις βασικές αρχές της συμπερίληψης με το να μην λαμβάνουν υπόψη την κριτική στο ευρύτερο πλαίσιο δημιουργίας των συνθηκών που περιθωριοποιούν και δεν συμφιλιώνουν τους ανθρώπους. Η κατάσταση εξαίρεσης μεγάλου τμήματος του πληθυσμού είναι ίσως το σταθερό πλαίσιο αναφοράς της ταξινομικής υστερίας που μαστίζει πλέον τα σύγχρονα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα και όχι μόνο αυτά για να οδηγηθούμε στην έξαρση κεντρικά κατευθυνόμενων προτάσεων αλλαγής του εκπαιδευτικού συστήματος, προτάσεων που επιβάλλονται από κλειστές ομάδες του εκπαιδευτικού κόσμου, όπως συνέβη με τις τελευταίες προτάσεις για την παιδεία. Η μονοκρατορία της γνώσης λειτουργεί εις βάρος των κατασκευασμένων ως νοητικά υστερούντων και κάθε ίχνος χειραφέτησης εξανεμίζεται από τη στιγμή που δεν υπάρχουν οι συνθήκες δημοκρατικού διαλόγου εν μέσω μνημονιακών πολιτικών. Σε συνθήκες υποτέλειας καμία μεταρρύθμιση δεν μπορεί να σημαίνει ως διαδικασία αλλά ως επιβολή. Αλλάζοντας τα προγράμματα δεν σημαίνει ότι αλλάζουν οι τεχνολογίες αναπαραγωγής των κυρίαρχων πολιτικών δεμένες σφικτά στο άρμα εξουσιαστικών τύπων αντιμετώπισης των προβλημάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ενίσχυση των ειδικών πλαισίων, των σύγχρονων γκούλαγκς (ειδικά σχολεία, κέντρα συγκέντρωσης προσφύγων) εν μέσω της συμπεριληπτικής ρητορικής, μια παραδοξότητα που καλύπτεται από το χαμηλό εργασιακό στάτους των επαγγελματιών της ένταξης. Σε κατάσταση οικονομικής κρίσης είναι τουλάχιστον υποκριτικό να μιλάμε για αλλαγές στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος παρά μόνο για ποσοτικά και μετρήσιμα μεγέθη όπως αυτά της ιατρικής διάγνωσης που θα οδηγήσει σε ένα πιστοποιητικό δυσλεξίας.
Η ανάπτυξη της ποσοτικής λογικής διατρέχει όλη την κοινωνική και οικονομική ζωή και η ένταξη των χωρών ισούται με την σκληρή τους αξιολόγηση σε συγκεκριμένους οικονομικούς δείκτες που αποδεικνύουν την ικανότητα τους να λειτουργήσουν σε συγκεκριμένο οικονομικό περιβάλλον, αυτό της παγκοσμιοποίησης δυτικού τύπου.
Η διαμορφωμένη αυτή κατάσταση οξύνει τους γραμμικούς συσχετισμούς για το τι φταίει στην ανάπτυξη ενός παιδιού, στην κακή εικόνα που παρουσιάζουν οι οικονομικοί δείκτες της χώρας, ενοχοποιούνται όχι μόνο οι οικονομικές σχέσεις πολιτισμικά προσδιορισμένες αλλά και λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής των πολιτών όπως οι σχέσεις παιδιών-γονιών, μαθητών-εκπαιδευτικών κά. Οδηγούμαστε σε ένα σώνει και καλά της οικογενειακής παθολογίας, της ατομικής εκπαιδευτικής αποτυχίας και εντέλει της προβληματικής εθνικής ταυτότητας (μιας κακής Ελλάδας που τρώει τα παιδιά της). Αποκρύπτονται άλλοι σημαντικοί παράγοντες δημιουργίας των προβλημάτων όπως η αποτύπωση της σχολικής κουλτούρας σε συνθήκη ανταγωνισμού για το ποιο σχολείο θα καταφέρει να κερδίσει το ενδιαφέρον χορηγών, η ανάδυση του φαινομένου της επισφάλειας όπως αυτή σκιαγραφείται από τις άθλιες συνθήκες εργασίας και τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας που αποδεικνύουν περίτρανα το υποκριτικό ενδιαφέρον της ένταξης μαθητών με μαθησιακές δυσκολίες οι οποίοι αφού στιγματιστούν ως τέτοιοι δεν είναι ανταγωνιστικοί στην αγορά εργασίας όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο του ύστερου καπιταλισμού. Το συλλογικό τραύμα μετατρέπεται μέσω της διάγνωσης των μαθησιακών δυσκολιών ή των μαθησιακών κενών (πάντα δυσδιάκριτα και πολιτισμικά ενοχοποιημένα) σε προσωπική και οικογενειακή τραγωδία, ένας μετασχηματισμός υπέρ της ζωής σε ρίσκο, της ζωής που εν δυνάμει κινδυνεύει και άρα πρέπει να προστατευτεί με όποιο τίμημα. Όμως το τίμημα είναι το πιο βαρύ όλων: ο κατακερματισμός των κοινωνιών χάριν ένταξης.
*Δρ Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Εκπαιδευτικός