Τα κράτη χρεοκοπούν αλλά δεν… καταργούνται. Επιβιώνουν και ύστερα από τη χρεοκοπία, είτε καθηλωμένα στο ανάκλιντρο της «αιμοδοσίας», ώστε να αποπληρώνεται το κρατικό χρέος με μέχρις εσχάτων απομύζηση της εργαζόμενης πλειοψηφίας, είτε αθετώντας το κρατικό χρέος με επιλογές ρήξης και σύγκρουσης με το σύστημα της καπιταλιστικής τοκογλυφίας. Οι επιχειρήσεις, αντίθετα, όταν χρεοκοπούν, καταργούνται - εκτός αν αναλάβει το κράτος ή οι τράπεζες να τις διατηρούν στη ζωή ακόμη και χρεοκοπημένες, οπότε την παράταση της ζωής τους «πληρώνει» από το υστέρημά της -μέσω των φόρων και της περικοπής των κοινωνικών δαπανών- η εργαζόμενη πλειοψηφία. Αλλά και τις επιχειρηματικές χρεοκοπίες, πάλι η εργαζόμενη πλειοψηφία τις πληρώνει – με πολλούς τρόπους.

Όσο για την ίδια την εργαζόμενη πλειοψηφία, αυτή δεν απαλλάσσεται των χρεών της προς το κράτος και τις τράπεζες ούτε στην «άλλη ζωή» - πληρώνει εφ’ όρου ζωής με κάθε είδους διαθέσιμο εισόδημα και περιουσία: με το μισθό, τη σύνταξη, το σπίτι (που κατά κανόνα απέκτησε με δάνειο). Έχοντας δανειστεί, έχει υποθηκεύσει εισοδήματα του παρελθόντος που έχουν γίνει περιουσιακά στοιχεία, αλλά και του μέλλοντος, μισθούς ή συντάξεις που αναμένεται να λάβει. Εκτός από την πάγια εκμετάλλευση από τον εργοδότη, θα τον στύβουν εφ’ όρου ζωής και το κράτος και οι τράπεζες.

Η Ελλάδα, «πρότυπο» κρατικής χρεοκοπίας και ιμπεριαλιστικού «διεθνούς οικονομικού ελέγχου» στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, είναι επίσης «πρότυπο» για το πώς κάθε είδους χρεοκοπία, κρατική ή ιδιωτική, την πληρώνει -κυριολεκτικά και μεταφορικά- η εργαζόμενη πλειοψηφία. Για το πώς η εργαζόμενη πλειοψηφία «πληρώνει» για το κρατικό χρέος, μας λέει πολύ εύγλωττα η ακραία και κλιμακούμενη λιτότητα των μνημονίων, απόλυτα συναρτημένη με τις αλλεπάλληλες ανακεφαλαιώσεις των τραπεζών. Σε αυτό το άρθρο, θα μας απασχολήσει το πώς η εργαζόμενη πλειοψηφία πληρώνει επίσης το «λογαριασμό» των ιδιωτικών καπιταλιστικών χρεών.

Α. Ιδιωτικό χρέος: ποιος χρωστά, ποιος πληρώνει και γιατί;

Τι είναι το ιδιωτικό χρέος; Ποιος χρωστά, σε ποιον και γιατί;

Το ιδιωτικό χρέος αφορά 4 κατηγορίες χρεών ιδιωτών: α) Προς το Δημόσιο, β) Προς τα ασφαλιστικά ταμεία, γ) προς τις τράπεζες, δ) ιδιωτών προς ιδιώτες. Τα αντίστοιχα ποσά είναι:

Ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα

(σε δισ. ευρώ)

Προς το Δημόσιο:                                88                                                                                  

Προς τα ασφαλιστικά ταμεία:               27                                                   

Προς τις τράπεζες:                               110                                                                 

Μεταξύ ιδιωτών:                                  10,6                                                                   

Ποιοι χρωστούν στο Δημόσιο και γιατί;

Χρωστούν αφενός οι επιχειρηματίες, τα αφεντικά (μεγάλα, μεσαία και μικρά) της παραγωγής, αυτοί που -δεν πρέπει να το ξεχνάμε- ζουν από τη δουλειά των άλλων. Χρωστούν γιατί δεν έχουν πληρώσει τους φόρους τους, μαζί με τα νόμιμα πρόστιμα και προσαυξήσεις. Χρωστούν εκ συστήματος, αφού έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν νέες ευνοϊκές ρυθμίσεις, αφού προστατεύονται από το οργανωμένο και κεντρικά καθοδηγούμενο σύστημα προστασίας της φοροδιαφυγής (ειδικά όσοι έχουν «πλάτες» στο σύστημα της φοροδιαφυγής και φοροκλοπής), αφού κάνουν χρήση του χρονοβόρου συστήματος των ένδικων μέσων, που χρειάζονται πολλά χρόνια για να τελεσιδικήσουν.    

Χρωστούν όμως και τα νοικοκυριά. Όμως, η κατηγορία «Νοικοκυριά» είναι ενιαία κατηγορία μόνο στατιστικά, αφού στο εσωτερικό της η ταξική διαφοροποίηση είναι έντονη: δεν έχουν δανειστεί μόνο τα εργατικά και λαϊκά νοικοκυριά, αλλά και τα μεσαία και ανώτερα αστικά στρώματα. Έχουν επίσης δανειστεί ως άτομα οι ίδιοι οι επιχειρηματίες. Και δεν χρειάζεται καν να ρωτήσουμε ποιες κατηγορίες νοικοκυριών έχουν τη δυνατότητα να τύχουν διαφόρων ειδών προστασίας και «διευκολύνσεων» όσον αφορά τις υποχρεώσεις αποπληρωμής των δανείων τους…

Η λαϊκή θυμοσοφία το αποδίδει πολύ εύστοχα: Άμα χρωστάς πολλά, άμα κλέβεις το Δημόσιο εκ συστήματος, έχεις ασυλία. Άμα χρωστάς λίγα, θα σε κυνηγήσουν μέχρι τέλους. Κι αυτοί που χρωστούν λίγα είναι η μεγάλη πλειονότητα. Οι λίγοι χρωστούν πάρα πολλά ενώ οι πολύ περισσότεροι χρωστούν λίγα (ο καθένας).

ΟΙ αριθμοί λένε ότι τα χρέη προς το Δημόσιο, από 33,55 δισ. ευρώ το 2009, εκτοξεύτηκαν σε 90,5 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2016.  

Ποιοι χρωστούν στα ασφαλιστικά ταμεία και γιατί;

Στα ασφαλιστικά ταμεία χρωστούν κατά κύριο λόγο οι εργοδότες και δευτερευόντως οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Οι συνολικές οφειλές ανέρχονται σε 27,2 δισ. ευρώ, από τα οποία οι ελεύθεροι επαγγελματίες χρωστούν 10,2 δισ. ευρώ (προς τον ΟΑΕΕ) και οι εργοδότες 17 δισ. ευρώ (προς το ΙΚΑ).  

Και εδώ, δυο κόσμοι διαφορετικοί: Από τη μια, αυτοί που για να στηρίξουν, διασώσουν ή και αυξήσουν την κερδοφορία τους, «φεσώνουν» τα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων. Από την άλλοι, η πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελματιών, που πρέπει να καταβάλλουν υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές ενώ τα εισοδήματα είναι πενιχρά και διαρκώς μειούμενα. 

Ποιοι χρωστούν στις τράπεζες και γιατί;

Το μη εξυπηρετούμενο χρέος προς τις τράπεζες («κόκκινα» δάνεια) ανέρχεται σε 110 δισ. ευρώ. Από αυτά, το 80% (περί τα 85 δισ. ευρώ) αφορά επιχειρηματικά δάνεια και μόνο το 20% καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια νοικοκυριών. Δεδομένου ότι και τα δάνεια των νοικοκυριών αφορούν πολύ διαφορετικές εισοδηματικές κατηγορίες, άρα και κοινωνικά στρώματα, το συμπέρασμα είναι πως το μεγάλο ποσοστό των τραπεζικών «κόκκινων» δανείων (με πρόχειρους υπολογισμούς, σε ποσοστό πάνω από 80%, αφορά δάνεια της αστικής τάξης, των μεγάλων, μεσαίων και μικρών αφεντικών.

Το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων εκτοξεύτηκε επίσης στα χρόνια της κρίσης.

Ποιοι δεν πληρώνουν τα χρέη προς τις τράπεζες και γιατί; Κι εδώ, εμφανίζονται μπροστά μας δυο κόσμοι διαφορετικοί: Από τη μια, ο κόσμος των αφεντικών με τις διάφορες υποκατηγορίες και διαστρωματώσεις του: Οι μεγάλοι που παίρνουν δανεικά και αγύριστα με τραπεζικές και πολιτικές «πλάτες», αυτοί που αντιμετωπίζουν τις πιέσεις της κρίσης «φεσώνοντας» τους πάντες (Δημόσιο, εργαζόμενους, τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία), αυτοί που χρεοκοπούν ή που επιλέγουν συνειδητά τη χρεοκοπία σαν τρόπο για να διαγράψουν υποχρεώσεις, αυτοί που δανείζονται ως ιδιώτες και όχι ως επιχειρηματίες εξασφαλίζοντας χαμηλά επιτόκια και «ευκολίες πληρωμής». Από την άλλη, οι εργαζόμενοι και τα φτωχά λαϊκά νοικοκυριά, αυτοί που δανείστηκαν για να καταναλώσουν (στεγαστικά, καταναλωτικά), επειδή το εισόδημά τους δεν επαρκούσε για να καλύψουν τις καταναλωτικές τους ανάγκες.    

Τι είναι τα χρέη μεταξύ ιδιωτών;

Τα χρέη αυτά αφορούν μορφές πίστωσης μεταξύ ιδιωτών (συναλλαγματικές και επιταγές) που υποκαθιστούν τον τραπεζικό δανεισμό όταν αυτός δεν είναι προσιτός ή είναι ακριβός (υψηλά επιτόκια). Στα χρόνια της κρίσης, αυξήθηκε σημαντικά λόγω του σημαντικού περιορισμού του τραπεζικού δανεισμού και των πιέσεων ρευστότητας που αντιμετώπισαν κυρίως οι επιχειρήσεις. Αυτή η μορφή χρεών πολύ λίγο αφορά τα λαϊκά νοικοκυριά.

α1. Ποιος πληρώνει τα χρέη των τραπεζών;

Συχνά τα παραδείγματα και τα στοιχεία αξίζουν όσο πολλές αναλύσεις.

Το «πετράδι» της καπιταλιστικής επιχειρηματικότητας είναι οι τράπεζες. Σε αντίθεση με έναν διαδεδομένο καπιταλιστικό μύθο, οι ελληνικές τράπεζες άρχισαν να χρεοκοπούν πριν από το ελληνικό Δημόσιο: το πρώτο «πακέτο» διάσωσής τους υπήρξε το 2008, δύο χρόνια πριν την κρατική χρεοκοπία του 2010, επί πρωθυπουργίας Κώστα Καραμανλή και υπουργίας Γιώργου Αλογοσκούφη. Το ύψος του ήταν 28 δισ. ευρώ - 5 δισ. ευρώ σε ρευστό και 23 δισ. ευρώ σε εγγυήσεις. Ακολούθησαν μέχρι την πρόσφατη, τρίτη ανακεφαλαίωση, πολλά περισσότερα, σχεδόν 250 δισ. ευρώ συνολικά, σε ρευστό και εγγυήσεις του Δημοσίου, από τα οποία περίπου 50 δισ. σε ρευστό. Πώς πληρώθηκε αυτός ο λογαριασμός; Με τρία συναπτά μνημόνια, δηλαδή με δεκάδες δισ. ευρώ περικοπών σε μισθούς, συντάξεις, δαπάνες για το κοινωνικό κράτος, αλλά και δεκάδες δισ. ευρώ νέους φόρους με τους οποίους επιβαρύνθηκε συντριπτικά η εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία. Έχει πλέον επαρκώς τεκμηριωθεί και υπάρχουν προς τούτο δηλώσεις και παραδοχές από τα πιο υπεύθυνα χείλη1 για το γεγονός ότι η Ελλάδα υπήχθη στα μνημόνια για να σωθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες που είχαν μεγάλα «ανοίγματα» στα ελληνικά ομόλογα και τις ελληνικές τράπεζες.

α2. Ποιος πληρώνει τα χρέη των καναλιών;

Ας πάμε τώρα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ). Το «πετράδι» των ΜΜΕ είναι τα κανάλια. Τα έως τώρα λειτουργούντα κανάλια είναι ο ορισμός της χρεοκοπίας: ο τζίρος πέφτει διαρκώς (επειδή πέφτουν τα έσοδα από διαφήμιση), οι χρήσεις είναι ζημιογόνες (έχουν κάθε χρόνο ζημιές), τα χρέη ως ποσοστό επί του τζίρου είναι πολύ μεγαλύτερα απ’ ό,τι το ελληνικό κρατικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ – είναι δηλαδή πολύ πιο χρεοκοπημένες απ’ ό,τι το ελληνικό κράτος. Και όλα αυτά χωρίς να έχουν πληρώσει μέχρι σήμερα, για πάνω από 20 χρόνια, ούτε ευρώ για τις δημόσιες συχνότητες.

Πώς κρατιούνταν στη ζωή τα χρεοκοπημένα κανάλια; Με τραπεζικά «θαλασσοδάνεια» χωρίς εγγυήσεις. Η Τηλέτυπος (Mega Chanel) χρωστούσε ήδη το 2012 στις τράπεζες 123,5 εκατ. ευρώ. Ο ΑΝΤ 170 εκατ. ευρώ. Ο Alpha και το Star από 58 εκατ. ευρώ. Προχωρώντας στις -επίσης χρεοκοπημένες- εκδοτικές εταιρείες, τα χρέη ήταν: 164 δισ. ευρώ ο όμιλος «Πήγασος» (Μπόμπολας) και 134 δισ. ευρώ ο ΔΟΛ (ψυχάρης).

Ποιος πληρώνει και αυτό το «λογαριασμό»; Ξανά η εργαζόμενη πλειοψηφία, με τρεις τρόπους: Πρώτο, με την πίεση που ασκούν οι τράπεζες στο εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία των εργαζομένων δανειοληπτών: όσο αυξάνονται τα θαλασσοδάνεια των επιχειρηματιών, τόσο μεγαλώνει η πίεση και επεκτείνεται η απαλλοτρίωση κινητής και ακίνητης περιουσίας των εργαζομένων για να μειωθούν τα ανοίγματα των τραπεζών. Δεύτερο, μέσω των μνημονίων: τα ανοίγματα των τραπεζών εξαιτίας των επιχειρηματικών «φεσιών», δηλαδή του κερδοσκοπικού «πάρτι» της αστικής τάξης, γίνονται νέος δανεισμός για την ανακεφαλαίωση των τραπεζών, άρα νέα μνημονιακά μέτρα (περικοπές και φοροεπιβαρύνσεις) για την εργαζόμενη πλειοψηφία. Τρίτο, ως εργαζόμενοι στα ίδια τα κανάλια, στο χώρο του Τύπου γενικότερα: καθυστερήσεις στις πληρωμές, απολύσεις και εκτόξευση της ανεργίας, γενίκευση της επισφάλειας και των συνθηκών «γαλέρας», «φέσια» στα ασφαλιστικά ταμεία, και τώρα, κατάργηση του μοναδικού πόρου των ταμείων, του αγγελιόσημου.2 

α3. Ποιος πληρώνει τα χρέη των λοιπών επιχειρήσεων;

Ο Μαρινόπουλος είναι ένα καλό παράδειγμα για το τι συμβαίνει με τα χρέη των λοιπών επιχειρηματιών. Ο Μαρινόπουλος χρεοκόπησε. Γιατί έπεσε η κατανάλωση στον τομέα των σούπερ μάρκετ, γιατί έπεσε ο τζίρος και τα κέρδη του μέχρι που έγινε ζημιογόνος, γιατί ενώ όλα αυτά έπεφταν εξακολουθούσε να δανείζεται, γιατί ένα μέρος από τα δανειακά πήγε σαν προσωπικό «μέρισμα» σε λογαριασμούς και off shore στο εξωτερικό. Τυπικό στόρυ καπιταλιστικής κερδοσκοπίας. Στην «ανάγκη», φουντάρεις την ίδια σου την επιχείρηση αλλά έχοντας βάλει στην άκρη ένα σεβαστό ποσόν, «φεσώνεις» τους πάντες και αναγενάσαι σαν επιχειρηματίας χωρίς βάρη και υποχρεώσεις, σαν «λευκή περιστερά» με το «μέρισμα» που έβαλες στην άκρη… Άλλωστε, οι διαρκείς προσαρμογές του πτωχευτικού δικαίου των επιχειρήσεων έχουν νομιμοποιήσει σε προκλητικό βαθμό την πρακτική των καπιταλιστών να ξεφορτώνονται τις επιχειρήσεις τους «φεσώνοντας» τους πάντες κάνοντάς την μια πολύ εύκολη, απλή και χωρίς ιδιαίτερο κόστος διαδικασία.3  

Σε ποιους χρωστούσε ο Μαρινόπουλος; Στις τράπεζες 500 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 216 την περίοδο 2012-2015, όταν έβαινε προς χρεοκοπία και δεν κατέθετε ισολογισμούς! Στους προμηθευτές 722 εκατ. ευρώ. Τα ρεπορτάζ δεν μιλούν για το ύψος των οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία ούτε για το ύψος των οφειλών προς τους εργαζόμενους.   

Τελικά η επιχείρηση σώθηκε χάρη σε ένα «deal» με τον Σκλαβενίτη. Πώς σώθηκε; Με νέο τραπεζικό δανεισμό (προς τον Σκλαβενίτη…) και με «κούρεμα» των απαιτήσεων των προμηθευτών κατά 40-60% κατά περίπτωση. Εννοείται ότι με το νέο δάνειο (προς τον Σκλαβενίτη) οι απαιτήσεις των τραπεζών δεν «κουρεύτηκαν» ούτε στο ελάχιστο.

Οι θέσεις εργασίας θα διασωθούν προσωρινά, μέχρι να μάθουμε τα σχέδια «εξυγίανσης» που συνοδεύουν πάντα τις εξαγορές-συγχωνεύσεις. Αναλαμβάνοντας βάρη μαζί με ευκαιρίες, ο Σκλαβενίτης θα γίνει τώρα πιο «ευέλικτος» στα ζητήματα των αμοιβών και των εργασιακών δικαιωμάτων. Όσο για τον τραπεζικό δανεισμό, θα συνεχίσει να εξυπηρετείται χάρη στο νέο δάνειο, μέχρι να μη μπορεί ούτε η νέα εταιρεία… Τότε, έχουμε ήδη πει σε ποιους θα πάει ο λογαριασμός…

Ο Μαρινόπουλος είναι ένα τυπικό δείγμα του τι συμβαίνει σε όλη την έκταση του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα. Όχι μόνο στους μεγάλους και «επώνυμους» «ολιγάρχες»,4 αλλά και τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις, για παράδειγμα, που με βάση τα στοιχεία της ICAP αυξάνουν θεαματικά τα κέρδη τους από το 2013 και ύστερα. Το να πάρεις ένα δάνειο με πολιτικές ή τραπεζικές (ή και συνδυασμό των δύο) «πλάτες», χωρίς εγγυήσεις και έλεγχο βιωσιμότητας, ύστερα να βγάλεις ένα μέρος του έξω, να πορευτείς ληστεύοντας εργαζόμενους, ταμεία και προμηθευτές, κάποια στιγμή να «φουντάρεις» την επιχείρηση «φεσώνοντας» όλους αυτούς, και στο τέλος ο λογαριασμός των «φεσιών» να πάει, μέσω προϋπολογισμού, μνημονίων και τραπεζών, στην εργαζόμενη πλειοψηφία, είναι το τυπικό success story της άρχουσας τάξης.    

α4. Και οι μικρομεσαίοι;

Αυτό που συμβαίνει στις καπιταλιστικές «κορυφές» διακλαδώνεται μέχρι κάτω και σαν πρακτική δανεισμού: δεν έπαιρναν (παίρνουν) δάνεια μόνο όσοι έχουν «μεγάλες γνωριμίες» που στη συνέχεια ξεχνάνε να τα ξεπληρώσουν, αλλά και οι μεσαίοι και αρκετοί μικροί. Διότι από αυτά τα δάνεια δεν βγάζουν «μέρισμα» μόνο οι επιχειρηματίες που δανείζονται, αλλά και τα «διαμεσολαβούντα» πολιτικά και τραπεζικά στελέχη - μεγάλα, αλλά και μεσαία και μικρά.

Όταν σκάει το «κανόνι», η «καραμπόλα» φτάνει επίσης από την κορυφή μέχρι κάτω. Στους προμηθευτές του Μαρινόπουλου, για παράδειγμα, περιλαμβάνονται και μεγάλες ελληνικές ή ξένες πολυεθνικές (γάλακτος, τροφίμων κ.λπ.), που τα ανοίγματά τους στον Μαρινόπουλο κυμαίνονται μεταξύ 8 και 15 εκατ. ευρώ. Όμως, οι λοιποί προμηθευτές του Μαρινόπουλου δεν είναι μικρομάγαζα της γειτονιάς, είναι αυτό που λέμε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι περισσότερες ή και όλες οι μεγάλες προμηθεύτριες εταιρείες της Μαρινόπουλος, είτε μεγάλες πολυεθνικές είτε εγχώριες βιομηχανίες γάλακτος και τροφίμων, μπορούν να αντεπεξέλθουν, παρότι τα δικά τους ανοίγματα είναι ποσοτικά πολύ μεγάλα, καθώς κινούνται μεταξύ 8 - 15 εκατ. ευρώ. Μεγάλα ποσά, αλλά διαχειρίσιμα για τέτοιου είδους εταιρείες. Στους προμηθευτές όμως περιλαμβάνονται και μερικές εκατοντάδες μικρομεσαίοι προμηθευτές που είναι εξαρτημένοι από τη Μαρινόπουλος σε ποσοστά 30-80% του τζίρου τους και η επιβίωσή τους εξαρτάται απόλυτα από το «ράφι». Σε μια χρεοκοπία, όσοι απ’ αυτούς δεν παρασυρθούν στην άβυσσο, θα επιβιώσουν με έναν τρόπο: «φεσώνοντας» με τη σειρά τους τους εργαζόμενους, τα ασφαλιστικά ταμεία, την εφορία. Όχι μόνο οι μεγάλοι αλλά και οι μικροί, και μάλιστα αυτοί ακόμη πιο ωμά γιατί είναι πιο έκθετοι στη λεηλασία από τους μεγάλους και έχουν μικρότερα περιθώρια «γαλαντομίας» στη μάχη της επιβίωσης, στο τέλος επιβιώνουν φορτώνοντας τα βάρη, με άμεσο ή πολλούς έμμεσους τρόπους, στην εργαζόμενη πλειοψηφία.

Β. Σεισάχθεια για ποιον και γιατί;

Η έννοια της σεισάχθειας είναι δάνειο από τη μεγάλη άρση δανειακών βαρών που έγινε επί Σόλωνα στην αρχαία Αθήνα. Ασφαλώς δεν αξίζει καν τον κόπο να αναζητήσουμε αναλογίες με εκείνη τη μακρινή σεισάχθεια - η Ελλάδα, και ο κόσμος, των αρχών του 21ου αιώνα ουδεμία σχέση έχουν με την αρχαία Αθήνα! Ας κρατήσουμε το περιεχόμενο της έννοιας: άρση βαρών ιδιωτικού χρέους. Ποιοι πρέπει να ευνοηθούν από μια τέτοια άρση βαρών; Με ποια κριτήρια πρέπει να γίνει; Από τι εξαρτάται και καθορίζεται το εύρος της;

β1. Δημόσιο χρέος, ιδιωτικό χρέος, τράπεζες

Δεν θα έχουμε τον μπούσουλα για να απαντήσουμε σε τέτοια ερωτήματα αν δεν εξετάσουμε τη σχέση δημόσιου χρέους, ιδιωτικού χρέους και τραπεζών.

Θα ξεκινήσουμε κατευθείαν με το συμπέρασμα: τόσο το δημόσιο όσο και το ιδιωτικό χρέος δεν είναι παρά μορφές της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας πάνω στον παραγόμενο πλούτο που μοιάζουν εξαιρετικά μεταξύ τους για να μην πούμε ότι ταυτίζονται! Η ουσιαστική διαφορά τους είναι ποιον ισολογισμό βαρύνουν τα χρέη: το δημόσιο χρέος βαρύνει τον ισολογισμό του κράτους, δηλαδή τον προϋπολογισμό, ενώ το ιδιωτικό βαρύνει τον ισολογισμό των τραπεζών, των λοιπών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.  

Πώς παράγεται το δημόσιο χρέος;6 Από τη συσσώρευση των ετήσιων ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, που καλύπτονται με δανεισμό. Και πώς παράγονται τα ελλείμματα του προϋπολογισμού; Εδώ αποκαλύπτεται η ταξική φύση του προϋπολογισμού και των ελλειμμάτων. Τόσο το ύψος των δημόσιων δαπανών και των δημόσιων ελλειμμάτων όσο και η διαφορά τους, έχουν ταξικό πρόσημο. Η Ελλάδα με ένα μέσο ύψος δαπανών περίπου στο μέσο ύψος δαπανών των χωρών-μελών της Ευρωζώνης, είχε μέσο ύψος δημόσιων εσόδων περίπου 5 εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Όλα αυτά, στην πρώτη δεκαετία του ευρώ πριν την κρίση, με ρυθμούς ανάπτυξης περίπου 2 εκατοστιαίες μονάδες πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Έτσι «ξέφυγε» το δημόσιο χρέος πάνω από το 100% του ΑΕΠ. Γιατί το ελληνικό Δημόσιο μάζευε από τους φόρους πολύ λιγότερα απ’ ό,τι στις άλλες χώρες-μέλη και μάλιστα σχεδόν με διπλάσιους ρυθμούς ανάπτυξης απ’ αυτές; Διότι απλούστατα είχε στηθεί ένα απίστευτο «πάρτι» καπιταλιστικής κερδοσκοπίας πάνω στις δημόσιες δαπάνες, όχι μόνο με τη συνεχή μείωση των φορολογικών βαρών στις επιχειρήσεις (φόροι σε κέρδη, μερίσματα κ.λπ.) και με τα πάμπολλα φορολογικά «κίνητρα» και φοροαπαλλαγές, αλλά και ένα τερατώδες και κρατικά προστατευμένο σύστημα φοροδιαφυγής, φοροκλοπής και εισφοροδιαφυγής των επιχειρήσεων - όχι μόνο των μεγάλων αλλά εξίσου και των μεσαίων και των μικρών. Το ίδιο εξοργιστικό «πάρτι» καπιταλιστικής κερδοσκοπίας είχε στηθεί και στις δημόσιες δαπάνες: με τις υπερκοστολογήσεις στα δημόσια έργα και στις κρατικές προμήθειες, με τις επιδοτήσεις και τα «κίνητρα» των λεγόμενων «αναπτυξιακών» νόμων, με την εκτεταμένη πολιτικο-επιχειρηματική διαπλοκή και διαφθορά για να λειτουργούν όλα αυτά.    

Εν ολίγοις, το δημόσιο χρέος5 δεν είναι ένα πολύπλοκο και δυσεξήγητο οικονομικό φαινόμενο, αλλά αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας πάνω στις δημόσιες δαπάνες και τα δημόσια έσοδα και της ταξικής λειτουργίας του κρατικού προϋπολογισμού. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, τα «φέσια» των καπιταλιστών που εγγράφονται και βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.

Για τα υπόλοιπα ήδη χρεών μιλήσαμε ήδη: εκφράζον τας «φωτογραφικά» την ταξική φύση της κοινωνίας, δεν είναι παρά α) μορφές καπιταλιστικής κερδοσκοπίας (π.χ. πάνω στα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων ή στις καταθέσεις - αφού τα δάνεια δίνονται με «αντίκρισμα» τις καταθέσεις) είτε β) μορφές δευτερογενούς και τριτογενούς λεηλασίας του εργατικού μισθού (παίρνω τις καταθέσεις σου φτηνά, σου δανείζω τις δικές σου καταθέσεις ακριβά, και όταν έρθει η ώρα που με τη λιτότητα και την ανεργία δεν μπορείς να εξυπηρετήσεις το δάνειό σου, σου απαλλοτριώνω και ένα μέρος από τα παρελθόντα εισοδήματα που έχει γίνει ακίνητη περιουσία, ενώ δεσμεύω και τα μελλοντικά σου εισοδήματα για μια ζωή…). 

β2. «Τι έχουμε να μοιράσουμε»;

Τα χρέη, λοιπόν, μπορεί να είναι διαφόρων τύπων και κατηγοριών, ανάλογα με το ποιος χρωστάει αλλά και ποιον ισολογισμό βαρύνει το χρέος. Σε κάθε περίπτωση όμως, είναι ταξικά όχι μόνο όσον αφορά τον τρόπο παραγωγής τους, αλλά και όσον αφορά το ποιος τα πληρώνει. Και η μεγάλη αλήθεια είναι ότι όχι μόνο τα χρέη της εργαζόμενης πλειοψηφίας αλλά και τα χρέη που είναι αποτέλεσμα των διαφόρων μορφών κερδοσκοπίας της άρχουσας τάξης, στο τέλος «πληρώνονται» από το εισόδημα και τα περιουσιακά στοιχεία της εργαζόμενης πλειοψηφίας. 

Αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί στην καπιταλιστική κοινωνία η άρχουσα αστική τάξη έχει την εξουσία και άρα τη δύναμη να στέλνει κάθε απλήρωτο «λογαριασμό» στις υποτελείς εργαζόμενες τάξεις, αλλά και γιατί στην καπιταλιστική κοινωνία δεν υπάρχει τίποτε άλλο για να μοιραστεί παρά ο παραγόμενος πλούτος, το προϊόν της καπιταλιστικά οργανωμένης κοινωνικής παραγωγής. Δεν υπάρχει άλλος «μηχανισμός» που να παράγει αξία (και η φύση σαν παραγωγός αξιών είναι πλέον καπιταλιστικά ελεγχόμενη), δηλαδή κάτι που να μπορεί να «μοιραστεί» μέσα από τον ταξικό ανταγωνισμό.

Αυτή η αλήθεια ισχύει εξίσου «υπό κανονικές συνθήκες» αλλά και υπό συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης. Οι διάφορες κορφές κερδοσκοπίας της άρχουσας τάξης που παίρνει τη μορφή πάσης μορφής δανείων και οφειλών, μετατρέπονται με πάμπολλους τρόπους σε απαιτήσεις του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία. Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει τίποτε - ούτε η αλλαγή νομίσματος,6 όπως θα δούμε παρακάτω. Αυτό που αλλάζει είναι ο βαθμός που οι απαιτήσεις του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία ικανοποιούνται. Και ο μόνος τρόπος που αυτό αλλάζει είναι η ταξική πάλη, δηλαδή οι αγώνες της εργαζόμενης πλειοψηφίας.   

β3. Η καθεστωτική σεισάχθεια στα χρέη των καπιταλιστών!

Ακριβώς επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, οι κυβερνήσεις της ελληνικής άρχουσας τάξης στα χρόνια της κρίσης και της τραπεζικής και κρατικής χρεοκοπίας, διαχειρίστηκαν τα πράγματα με σταθερή την πυξίδα ταξικού προσανατολισμού: με σεισάχθεια στα βάρη της αστικής τάξης και μεταφορά τους στις πλάτες της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Η μείωση μισθών και συντάξεων, η διάλυση του κοινωνικού κράτους και του συστήματος εργατικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων, δεν είναι παρά μια γιγάντια επιχείρηση σεισάχθειας υπέρ της ελληνικής αστικής τάξης και κατά των εργαζομένων. Βεβαίως, πήραν και εξακολουθούν να παίρνουν και οι διεθνείς ιμπεριαλιστές το δικό τους «μέρισμα»: τα λύτρα της τοκογλυφίας (τοκοχρεολύσια) και επιχειρήσεις που πέρασαν σε χέρια ξένων ομίλων (οι ελληνικοί όμιλοι συμμετείχαν επίσης σ’ αυτό το φαγοπότι, σε σύμπραξη με τους ξένους ή ανεξάρτητα). Όμως ήταν η ελληνική αστική τάξη που ευνοήθηκε με μεγάλη σεισάχθεια βαρών. Τμήμα αυτής της σεισάχθειας ήταν αφενός η διατήρηση και ενίσχυση του συστήματος της κρατικά προστατευόμενης φοροδιαφυγής, εισφοροδιαφυγής και φοροκλοπής για τις επιχειρήσεις, και αφετέρου, η διατήρηση και μάλιστα η ενίσχυση του συστήματος δανειοδοτήσεων της άρχουσας τάξης μέσω του τραπεζικού συστήματος.      

Ιδιαίτερο τμήμα αυτής της γενικής σεισάχθειας σε όφελος της αστικής τάξης μέσω των μνημονίων, ήταν η σεισάχθεια των χρεών των τραπεζών - η «στήριξη» από την εποχή του Αλογοσκούφη και οι τρεις διαδοχικές ανακεφαλαιώσεις στη συνέχεια δεν είναι παρά μια μεγάλη σεισάχθεια χρεών των τραπεζών.

β4. «Κόκκινα» δάνεια και μνημονιακή σεισάχθεια υπέρ των επιχειρήσεων

Ύστερα από αυτές τις μορφές σεισάχθειας υπέρ των καπιταλιστών, έρχεται τώρα και η σεισάχθεια προς τις επιχειρήσεις. Η διαδικασία θα γίνει μέσα από τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων. Η μεγάλη προετοιμασία έγινε μέσα από την τελευταία, τρίτη, ανακεφαλαίωση των τραπεζών. Τι το καινούργιο έφερε αυτή στο συγκεκριμένο θέμα; Ότι οι τράπεζες μπορούν -και μάλιστα υποχρεούνται- να μειώσουν την έκθεση στα «κόκκινα» δάνεια κατά 40% σε 4 χρόνια, ως το τέλος του 2019. Όλοι οι τρόποι που θα γίνει αυτό, περιλαμβάνουν «κούρεμα», δηλαδή σεισάχθεια, επιχειρηματικών δανείων! Δεν χρειάζεται να χολοσκάει η Αριστερά για τη σεισάχθεια στα επιχειρηματικά «κόκκινα» δάνεια, η ίδια η αστική τάξη θα φροντίσει τους δικούς της ανθρώπους! Το «κούρεμα» αυτό θα είναι «γενναίο» και θα γίνει με δύο τρόπους:

Πρώτο, με την πώληση τέτοιων δανείων στα distress funds έναντι μικρού ποσοστού της ονομαστικής τους αξίας – τα ποσοστά που αποκαλύπτουν τα ρεπορτάζ κυμαίνονται από 15 (!) έως 25-30% της αξίας τους. Μεσοσταθμικά, θα είναι κάπου ανάμεσα, περί το 20%. Στη συνέχεια, το distress fund θα διαπραγματευτεί με τους επιχειρηματίες, έχοντας τη δυνατότητα να τους προσφέρει ένα γενναίο «κούρεμα» μέχρι και 60% - οπότε θα τους μείνει και ένα κέρδος 20% (σύμφωνα με αυτούς τους χοντρικούς υπολογισμούς). Μέσα από αυτή τη διαδικασία, για ένα δάνειο 100.000 ευρώ για παράδειγμα, η τράπεζα θα εισπράξει 20.000 ευρώ και το distress fund 20.000 ευρώ, ενώ ο επιχειρηματίας θα διαγράψει οφειλές 60.000 ευρώ. Μπορούμε να αλλάξουμε τους υπολογισμούς και τα ποσοστά, αλλά η ουσία παραμένει: σεισάχθεια για τους επιχειρηματίες, συν η απαραίτητη τοκογλυφική κερδοσκοπία.

Δεύτερο, με τη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Ο Μητσοτάκης στη ΔΕΘ έριξε το σύνθημα: οι επιχειρηματίες πρέπει να ελαφρυνθούν από τα βάρη των δανείων, να έχουν «μια δεύτερη ευκαιρία». Θα γίνει λοιπόν ό,τι ακριβώς και παραπάνω, αλλά χωρίς τη συμμετοχή του distress fund στη «μοιρασιά». Ήδη η κυβέρνηση και οι δανειστές συμφώνησαν στη διαδικασία αυτή, και σε λίγες μέρες αναμένεται να έρθει στη Βουλή εφαρμοστικός-«σκούπα» με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, που θα περι8λαμβάνει και την εν λόγω ρύθμιση, ώστε να κλείσουν όλες οι λεγόμενες «θεσμικές αλλαγές» για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων πριν της 29/9 που συνεδριάζει το EWG. «Κερασάκι» στην «τούρτα» της ρύθμισης, μια νέα τροποποίηση του πτωχευτικού κώδικα των επιχειρήσεων, ώστε να «απλοποιηθεί» περαιτέρω και να διευκολύνεται η γρήγορη διεκπεραίωση του «κουρέματος»! 

Τι συμβαίνει εδώ; Ό,τι συμβαίνει γενικώς στα χρόνια των μνημονίων: μια μοιρασιά ωφελημάτων μεταξύ της ελληνικής αστικής τάξης και των δανειστών (ξένων τοκογλύφων και ιμπεριαλιστών). Η μεν, θα φροντίσει τους «δικούς της ανθρώπους» μέσω της διαδικασίας του εξωδικαστικού συμβιβασμού. Οι δε, θα βάλουν στο χέρι τις διοικήσεις των τραπεζών και θα εξασφαλίσουν και ένα «μέρισμα» για τα distress funds. Και στη δεύτερη αυτή περίπτωση, θα ωφεληθούν ταυτόχρονα και οι Έλληνες επιχειρηματίες με το σχετικό «κούρεμα». Όσο για τα distress funds, μάλλον δεν θα λείψουν ούτε εκεί τα ελληνικά συμφέροντα…       

Όλα αυτά θα καταστούν εφικτά με τις νομοθετικές αλλαγές που προωθούνται στη νομοθεσία τόσο των αναδιαρθρώσεων και της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων όσο και του πτωχευτικού δικαίου. «Όλα σε ένα», νόμιμα και… νοικοκυρεμένα. 

Ιδού πώς, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, ποσοτικοποιείται αυτή η διαδικασία σεισάχθειας στα επιχειρηματικά δάνεια: μια συνολική μείωση κατά 40 δισ. ευρώ των «κόκκινων» δανείων θα προέλθει από τις εξής υποκατηγορίες:

• Περί τα 15 δισ. ευρώ από ρυθμίσεις και αποπληρωμές δανείων.

• Περί τα 10 - 12 δισ. ευρώ από «κούρεμα» και διαγραφές δανείων.

• Περίπου 8 δισ. ευρώ από πωλήσεις δανείων σε funds.

• Περίπου 5 δισ. ευρώ από πλειστηριασμούς ακινήτων.

Όπως είπαμε ήδη, στην τρίτη υποκατηγορία είναι κρυμμένο ένα ακόμη, σεβαστό ποσοστό «κουρέματος».

Όσο για την τέταρτη κατηγορία, εδώ κατατάσσονται αυτοί για τους οποίους ούτε η ελληνική αστική τάξη ούτε οι δανειστές επιφυλάσσουν σεισάχθεια: στην καπιταλιστική ταξική κοινωνία η σεισάχθεια για τους μεν σημαίνει πλειστηριασμούς για τους δε! Τόσο απλά…

Βεβαίως, η διαδικασία της μνημονιακής σεισάχθειας στα χρέη των επιχειρήσεων θα έχει και θύματα στον ίδιο τον «κόσμο των επιχειρήσεων». Μέσα στην κρίση και μάλιστα μέσα στη δομική καπιταλιστική κρίση, σε συνθήκες τραπεζικής και κρατικής χρεοκοπίας, η αστική τάξη δεν κανιβαλίζει μόνο το μισθό, την περιουσία και τα δικαιώματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας, αλλά κανιβαλίζει και ένα τμήμα των «δικών της ανθρώπων», τα πιο αδύναμα κεφάλαια. Η εκκαθάριση αυτή μέσα στους ίδιους της τους κόλπους, είναι μια συνειδητή διαδικασία που έχει στόχο την αποκατάσταση του επιπέδου παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων που θα επιβιώσουν, αλλά και τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Η αστική τάξη αποτελείται από αυτούς που επιβιώνουν στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό - οι οποίοι βέβαια δεν αισθάνονται κανενός είδους αλληλεγγύη με τους χαμένους, αντίθετα χαίρονται για την καταστροφή τους.

Γ. Συμπέρασμα: σεισάχθεια για τους εργαζόμενους- μνημόνιο στους πλούσιους

Ύστερα από όλα αυτά, πιστεύουμε ότι είναι απόλυτα καθαρό πως όλες οι κατηγορίες χρεών (κρατικό, ιδιωτικό) έχουν δύο κοινούς παρονομαστές: Πρώτο, είναι μορφές καπιταλιστικής κερδοσκοπίας, δεύτερο, στο βαθμό που δεν είναι το πρώτο, είναι μηχανισμοί λεηλασίας του εισοδήματος, της περιουσίας και των δικαιωμάτων των εργαζόμενων τάξεων. Την κρίση του συστήματός τους, οι καπιταλιστές την κάνουν ευκαιρία, μετατρέποντας τα πολυποίκιλα «φέσια» των ίδιων σε απαιτήσεις απέναντι στο κοινωνικό προϊόν και άρα απέναντι στην εργασία. Στο πλαίσιο αυτό, όλοι οι διαθέσιμοι μηχανισμοί του συστήματος (η διεθνής διαχείριση της χρεοκοπίας μέσω των μνημονίων, η διαχείριση της τραπεζικής χρεοκοπίας, η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, η διαχείριση της κρίσης των αποθεματικών των ταμείων) οδηγούν σε ένα μόνο δρόμο: σεισάχθεια για την αστική τάξη - μνημόνια για την εργαζόμενη πλειοψηφία. Σε μια κοινωνία ταξική και μάλιστα καπιταλιστικά υπερώριμη, όπου η μισθωτή εργασία ξεπερνάει το 60% του ενεργού πληθυσμού και μαζί με τους αυτοαπασχολούμενους και τους μικρομαγαζάτορες που δεν ζουν από τη δουλειά των άλλων ξεπερνάει το 80%, το ζήτημα είναι ποιος πληρώνει το «λογαριασμό».

Ποιος πληρώνει το «λογαριασμό» του ιδιωτικού χρέους της άρχουσας τάξης το είπαμε ήδη. Ποιος όμως θα έπρεπε να τον πληρώσει; Μιλώντας λοιπόν από τη σκοπιά της Αριστεράς για «σεισάχθεια», το γενικό κριτήριο δεν μπορεί να είναι άλλο απ’ αυτό: η αστική τάξη θα πρέπει να πληρώσει τα χρέη της στο ακέραιο, ακόμη και αν αυτό σημαίνει την απαλλοτρίωση των περιουσιακών της στοιχείων (κερδών και συσσωρευμένης περιουσίας). Καμία «σεισάχθεια» γι’ αυτούς που ζουν από τη δουλειά των άλλων (μεγάλη, μικρή και μεσαία αστική τάξη) και που είναι γρανάζια του μηχανισμού που λεηλατεί την εργαζόμενη πλειοψηφία. Πλήρης σεισάχθεια για τα φτωχά λαϊκά νοικοκυριά (ανέργους, φτωχούς εργαζόμενους, μικρομαγαζάτορες και αυτοαπασχολούμενους στα όρια της επιβίωσης). Διαγραφή μέρους των χρεών, κατάργηση προστίμων και προσαυξήσεων και ρύθμιση του υπολοίπου για όλους τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά νοικοκυριά. Κατάργηση προστίμων και προσαυξήσεων και ρύθμιση της αποπληρωμής χρεών για τα μικρομεσαία νοικοκυριά με εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Και αντίθετα, απαίτηση στο ακέραιο των οφειλών της αστικής τάξης7 προς τις τράπεζες, το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία. 

Στη μνημονιακή πολιτική σεισάχθεια για την αστική τάξη - μνημόνιο για την εργαζόμενη πλειοψηφία, η Αριστερά πρέπει να απαντήσει: σεισάχθεια για την εργαζόμενη πλειοψηφία - μνημόνιο για την αστική τάξη. 

Σημειώσεις:

1. Στελέχη του ΔΝΤ αλλά και της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, έχουν δημόσια παραδεχτεί ότι το πρώτο και το δεύτερο μνημόνιο είχαν στόχο όχι τη «σωτηρία» του ελληνικού δημοσίου, αλλά τη σωτηρία των γερμανικών, γαλλικών, ιταλικών κ.λπ. τραπεζών. Για τη σχέση μεταξύ χρεοκοπίας ελληνικών τραπεζών και ελληνικού Δημοσίου, βλέπε σχετικές αναφορές στο πόρισμα της Επιτροπής Αλήθειας για το ελληνικό χρέος.   

2. Οι εργοδότες στο χώρο του Τύπου αποτελούν ένα από τα πιο εξοργιστικά παραδείγματα προκλητικού «κουρέματος» υποχρεώσεων: Ποτέ δεν πλήρωσαν εργοδοτικές εισφορές. Αντ’ αυτών, οι πόροι των ταμείων των εργαζομένων προέρχονταν πάντα από τις εισφορές των εργαζομένων και από το αγγελιόσημο, φόρο στις διαφημίσεις, που κι αυτόν συχνά τον κατακρατούσαν οι εργοδότες και δεν τον απέδιδαν στα ταμεία. Τώρα, καταργείται το αγγελιόσημο χωρίς να αντικατασταθεί από κάποιον άλλο πόρο - ένα θανάσιμο πλήγμα στα ταμεία των εργαζομένων στο χώρο του Τύπου.

3. Με ρύθμιση επί ημερών της «αριστερής» κυβέρνησης, άλλαξε η παλαιότερη ρύθμιση ότι σε περίπτωση χρεοκοπίας επιχείρησης οι απαιτήσεις των εργαζομένων και στη συνέχεια των ταμείων τους προηγούνται των απαιτήσεων άλλων πιστωτών. Πλέον το δικαίωμα πρώτης προτεραιότητας δόθηκε στις τράπεζες! Οι εργαζόμενοι έχουν το «δικαίωμα» αυτού που «φεσώνεται» κατ’ απόλυτο τρόπο σε μια εταιρική χρεοκοπία.  

4. Αντιγράφουμε έναν πολυδημοσιευμένο κατάλογο με τα χρέη κορυφαίων «ολιγαρχών»: AXON HOLDINGS (Θωμάς Λιακουνάκος): 447.200.000 ευρώ το 2012. Μόνο η θυγατρική του EUROMEDICA, χρωστάει 372.700.000 ευρώ. Όμιλος Μυτιληναίου: 861 εκατ. ευρώ. Εξ αυτών, τα 172.500 εκατ. ευρώ χρωστάει η εταιρεία του ομίλου Korinthos Power, στην οποία συμμετέχει κατά 35% και ο όμιλος Βαρδινογιάννη. INTRACOM (Σωκράτης Κόκκαλης): 315.700.000 ευρώ. MOTOR OIL (Βαρδινογιάννης): 1.200.000 ευρώ. Ολυμπιακή Τεχνική (Στέγγος): 22.900.000 ευρώ. J&P ΑΒΑΞ (Ιωάννου - Παρασκευαΐδης): 268.900.000 ευρώ. MARFIN INVESTMENT GROUP (Βγενόπουλος): 2 δισ. ευρώ. Βιοχάλκο (Στασινόπουλος): 1,1 δισ. ευρώ. Τιτάν (Κανελλόπουλος): 1 δισ. ευρώ. FORTHNET (τηλεπικοινωνιακός όμιλος που έχει και το συνδρομητικό κανάλι NOVA): 331.000.000 ευρώ. MINOAN LINES (πρώην Μινωικές του Παντελή Σφηνιά): 270.000.000 ευρώ.   

5. Επειδή «οι λέξεις είναι σφαίρες» και η επιλογή των όρων μόνο τυχαία δεν είναι, ο όρος «δημόσιο χρέος» έχει συνειδητά επιλεγεί από το σύστημα ακριβώς για να κρύψει την ταξική προέλευση του χρέους και να πείσει ότι είναι μια οφειλή για την οποία ευθυνόμαστε όλοι - μια ειδική εκδοχή του «μαζί τα φάγαμε». Όπως ακριβώς έχει επιλεγεί η έννοια «αποκρατικοποιήσεις» («απελευθέρωση» επιχειρήσεων από τα «δεσμά» του κράτους) και ιδιωτικοποιήσεις (ξεπούλημα στους ιδιώτες δημόσιας περιουσίας). Όσον αφορά το χρέος, πιο σωστό είναι να χρησιμοποιούμε τον όρο κρατικό χρέος.                   

6. Είναι ευρύτατα διαδεδομένη μια «μπακάλικη» αντίληψη για το νόμισμα, που ουσιαστικά ισοδυναμεί με την αυταπάτη ότι το νόμισμα παράγει αξία. Σύμφωνα με αυτή, έχοντας επαναφέρει το εθνικό νόμισμα και ανακτήσει το εκδοτικό δικαίωμα μέσα από το δημόσιο έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορούμε να κόβουμε νόμισμα, να δανείζουμε τις τράπεζες κι αυτές με τη σειρά τους τις επιχειρήσεις ενώ ταυτόχρονα θα υπάρξει «σαρωτική σεισάχθεια» σε όλο το εύρος των ιδιωτικών χρεών, περιλαμβανομένης και «γενναίας ρύθμισης» για τις επιχειρήσεις. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, ένας τέτοιος «λογαριασμός» απλούστατα δεν βγαίνει: σαρωτική σεισάχθεια που θα φτάσει μέχρι και τις επιχειρήσεις με ταυτόχρονη γενναία παροχή δανείων από τις τράπεζες σημαίνει ότι οι τραπεζικοί ισολογισμοί θα καταρρεύσουν, μαζί και με την αξιοπιστία των τραπεζών, τις καταθέσεις κ.λπ. Αν αυτή η τεράστια «τρύπα» καλυφθεί από «όγκους» νομίσματος, ο πληθωρισμός θα εκτιναχτεί στα ύψη, οπότε ο λογαριασμός μιας τέτοιας σεισάχθειας θα πάει πάλι στην εργαζόμενη πλειοψηφία. Το ξαναλέμε: δεν υπάρχει τίποτε άλλο για να μοιραστεί εκτός από τον παραγόμενο κοινωνικό πλούτο. Είτε αυτός θα μοιράζεται σε όφελος του κεφαλαίου είτε σε όφελος της εργασίας – win win δεν υπάρχει!   

7. Θα αδιαφορήσει δηλαδή η Αριστερά για την τύχη χιλιάδων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα μικρομεσαίων, σε μια μεταβατική περίοδο; τίθεται το ερώτημα από χώρους της Αριστεράς που επενδύουν σε ένα σχέδιο «ανάπτυξης χωρίς λιτότητα» με κεντρικό το ρόλο του εθνικού νομίσματος. Είναι άλλο πράγμα τι είδους διαχείριση, συμβιβασμούς κ.λπ. θα αναγκαστεί να κάνει μια κυβέρνηση της Αριστεράς, εργατική κυβέρνηση κ.λπ. ύστερα από μια μεγάλη πολιτική ανατροπή, σε σχέση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που θα λειτουργούν για ένα μεταβατικό διάστημα, και άλλο πράγμα μια πολιτική υπόσχεση για «σαρωτική σεισάχθεια» που απαλλάσσοντας τις επιχειρήσεις από δανειακά βάρη θα τις κάνει πιο παραγωγικές! Το πρώτο είναι κάτι που κανείς δεν το γνωρίζει από τώρα, και δεν υπάρχει κανένας λόγος για να εξαγγέλλεται – εκτός αν αναζητούμε συμμαχίες με τμήματα της αστικής τάξης για την ανατροπή ή ποντάρουμε στις… ψήφους της. Το δεύτερο, είναι μια επανέκδοση της αυταπάτης περί εθνικής -και φιλολαϊκής- καπιταλιστικής ανάπτυξης μόλις η οικονομία απαλλαγεί από το άχθος των χρεών.    

Ετικέτες