Τους τελευταίους μήνες, το επίπεδο της ταξικής πάλης άρχισε επιτέλους να ανεβαίνει στις ΗΠΑ, ύστερα από τέσσερις δεκαετίες διαρκούς ήττας.
Μέσα στο 2023 χάθηκαν λόγω απεργιακής δράσης περισσότερες ημέρες εργασίας από οποιαδήποτε άλλη χρονιά εδώ και δύο δεκαετίες. Επιπλέον, σε αυτές τις απεργίες –με τον πολυφυλετικό και διαγενεακό χαρακτήρα τους– φάνηκε πως υπάρχει στους εργάτες και τις εργάτριες, ειδικά της πιο νεαρής ηλικίας, το είδος της αυτοπεποίθησης και της αποφασιστικότητας που μπορεί να κερδίσει διεκδικήσεις που έμοιαζαν αδιανόητες μόλις ένα χρόνο νωρίτερα.
Τα σωματεία που κατέβηκαν σε απεργία οργάνωσαν μαχητικές μαζικές απεργιακές φρουρές και μεγάλες διαδηλώσεις μέσα στη χρονιά, με πιο γνωστέςεκείνες των σεναριογράφων και ηθοποιών του Χόλιγουντ, των εργαζόμενων στην Υγεία,των εκπαιδευτικών και των εργαζόμενων στις αυτοκινητοβιομηχανίες. Αυτές οι μεγάλες, μερικές φορές τεράστιες, κινητοποιήσεις αντανακλούν μια ραγδαία μετατόπιση από το σύνηθες «σενάριο» των απεργιών των περασμένων δεκαετιών: όπου οι εταιρείες αξιοποιούσαν δικαστικές διαταγές που περιόριζαν στο ελάχιστο τη συμμετοχή σε απεργιακές φρουρές, οδηγώντας έτσι τα σωματεία σε ένα πόλεμο φθοράς εναντίον των πολύ ισχυρότερων εργοδοτών τους, οι οποίοι προσλάμβαναν μόνιμους αντικαταστάτες των απεργών, σε ένα ζοφερό τοπίο για το εργατικό κίνημα.
Μέχρι και τις 14 Νοεμβρίου, φέτος έχουν πραγματοποιηθεί 366 απεργιακές κινητοποιήσεις σε όλες τις ΗΠΑ, ελαφρώς λιγότερες από τις 424 του 2022. Αλλά η μεγάλη διαφορά είναι ο αριθμός των εργαζομένων που έχουν συμμετέχει σε αυτές: περίπου μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι μέχρι στιγμής το 2023, υπερδιπλάσιοι των 224.000 πέρυσι.
Πέρα όμως από τους αριθμούς, ο χαρακτήρας της ταξικής πάλης έχει αλλάξει δραματικά.
Η τελευταία φορά που τέτοιος αριθμός εργαζομένων συμμετείχε σε απεργιακές κινητοποιήσεις ήταν το 1993, όταν κάποιοι αφοσιωμένοι βιομηχανικοί εργάτες ξεκίνησαν μια ύστατη προσπάθεια να αποτρέψουν ακόμη περισσότερες παραχωρήσεις στην επίθεση των εργοδοτών ηοποία μαίνεται από το 1979. Οι προσπάθειές τους, ωστόσο, δεν μπορούσαν να αναμετρηθούν με την αγριότητα των επιχειρήσεων. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι εργαζόμενοι σε εταιρείες όπως η Caterpillar, η Bridgestone/Firestone και η Staley manufacturing υπέστησαν παραλυτικές ήττες, από τις οποίες το εργατικό κίνημα δεν έχει ακόμη συνέλθει.
Η μαχητικότητα της εργατικής τάξης αυξάνεται
Υπήρχαν εμφανή σημάδια μιας αυξανόμενης μαχητικότητας της εργατικής τάξης ήδη από το 2022. Το πιο σημαντικό: αφού οι σιδηροδρομικές εταιρείες κατέληξαν σε προσωρινή συμφωνία με τα 12 σιδηροδρομικά συνδικάτα τον Σεπτέμβριο, οι εργαζόμενοι σε τέσσερα από αυτά -τα οποία εκπροσωπούν όμως την πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού των σιδηροδρόμων- ψήφισαν υπέρ της απόρριψης της σύμβασης.
Το κύριο σημείο εμπλοκής ήταν το αίτημα για πληρωμένες άδειες ασθενείας. Οι εξαιρετικά κερδοφόρες εταιρείες υποστήριξαν ότι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να παρέχουν καμία τέτοια άδεια. Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν επικαλέστηκε τον Εργατικό Νόμο για τους Σιδηροδρόμους του 1926, ο οποίος επιτρέπει στο Κογκρέσο να εμποδίζει τους εργαζόμενους να απεργούν. Όταν ένα νομοσχέδιο που έδινε στους εργαζόμενους επτά ημέρες αναρρωτικής άδειας πέρασε από τη Βουλή, αλλά ηττήθηκε στη Γερουσία, το Κογκρέσο επέβαλε τελικά μια συμφωνία χωρίς ημέρες αναρρωτικής άδειας.
Οι φετινές απεργίες (και η «παρ' ολίγον απεργία» των 340.000 εργαζομένων της UPS στα τέλη Ιουλίου) ήταν αγώνες μεγάλης κλίμακας. [στον μεταφορικό κολοσσό UPS, οι διαπραγματεύσεις όδευαν προς κατάρρευση, αλλά υπό την απειλή απεργίας, την τελευταία στιγμή η εταιρεία υποχώρησε σε επιπλέον αιτήματα του σωματείου, κάτι που χαρακτηρίστηκε ως «επιτυχία που δεν μπορεί να αγνοηθεί» σε σχετική αρθρογραφία]. Ως τέτοιοι, συγκέντρωσαν σημαντική προσοχή από τα ΜΜΕ, αναδεικνύοντας ευρέως τις χαμηλές αμοιβές και τις κακές συνθήκες εργασίας που αντιμετωπίζουν αυτοί οι συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι. Επιπλέον, οι αγώνες των εργατών στις αυτοκινητοβιομηχανίες και των Teamsters [συνδικάτο οδηγών φορτηγών] σηματοδότησαν την επανεμφάνιση των εργαζομένων σε κρίσιμους κλάδους στο επίκεντρο της ταξικής πάλης μετά από πολλά χρόνια απουσίας.
Η κοινή γνώμη υποστήριξε τους απεργούς σε όλες αυτές τις διαμάχες με διαφορά δύο υπέρ προς έναν κατά. Πρόκειται για την ίδια διαφορά με την οποία το κοινό υποστηρίζει τα συνδικάτα γενικότερα και η οποία είναι υψηλότερη από κάθε άλλη φορά μετά το 1965. Όλα αυτά υποδηλώνουν μια αύξηση της ταξικής συνείδησης στο σύνολό του πληθυσμού.
Σήμερα υπάρχει σε όλες τις ΗΠΑ ένα διάχυτο αίσθημα ταξικής οργής -για τα τεράστια εταιρικά κέρδη, τις διογκωμένες αμοιβές των διευθύνοντων συμβούλων, τους χαμηλούς μισθούς και τις κακές συνθήκες εργασίας- και οι άνθρωποι της εργατικής τάξης μπορούσαν να ταυτιστούν με τους απεργούς: τους χιλιάδες συγγραφείς και ηθοποιούς του Χόλιγουντ που δυσκολεύονται να πληρώσουν το ενοίκιο και την υγειονομική περίθαλψή τους,τους οδηγούς της UPS που δουλεύουν σε θερμοκρασίες καύσωνα σε φορτηγά χωρίς κλιματισμό, τους εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας των οποίων οι πραγματικοί (συνυπολογίζοντας τον πληθωρισμό) μισθοί έχουν μειωθεί σχεδόν 20% από το 2008. Εν τω μεταξύ, οι εταιρείες που απασχολούν αυτούς τους εργαζόμενους κολυμπούν όλες στα κέρδη.
Μεγάλες νίκες, μετά από δεκαετίες ήττας
Ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι όλοι οι εργαζόμενοι που ύψωσαν ανάστημα απέναντι στις εταιρείες πέτυχαν σημαντικές νίκες, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες. Τον περασμένο μήνα, ο δημοσιογράφος Στίβεν Γκρίνχαουζ περιέγραψε το «κύμα εντυπωσιακών - μερικές φορές σοκαριστικών» μισθολογικών αυξήσεων στις φετινές συλλογικές συμβάσεις εργασίας:
«Τον Αύγουστο, 15.000 πιλότοι της American Airlines κέρδισαν μισθολογικές αυξήσεις της τάξης του 46% στα επόμενα τέσσερα χρόνια. Οι Τeamsters στην UPS κέρδισαν αυξήσεις 7,50 δολαρίων την ώρα μέσα στα επόμενα πέντε, με τις αμοιβές των οδηγών να ανεβαίνουν στα 49 δολάρια την ώρα και τους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης να λαμβάνουν αύξηση 48% κατά μέσο όρο.
Μετά από τριήμερη απεργία στις αρχές του μήνα, 85.000 εργαζόμενοι της Kaiser Permanente [πολύ μεγάλη εταιρεία παροχής φροντίδας υγείας] κέρδισαν αυξήσεις κατά 21%, όπως και κατώτατο ωρομίσθιο 25 δολαρίων στην Καλιφόρνια. Τον Μάρτιο, 30.000 εργαζόμενοι της σχολικής περιφέρειας του Λος Άντζελες (οδηγοί λεωφορείων, εργαζόμενοι στην καφετέρια και βοηθοί εκπαιδευτικών) κέρδισαν αύξηση μισθών κατά 30% στα επόμενα τέσσερα χρόνια. Στο Όρεγκον, 1.400 νοσηλευτές στο νοσοκομείο Providence Portland εξασφάλισαν αυξήσεις μεταξύ 17% και 27% στα επόμενα δύο χρόνια».
Κέρδισαν οι απεργοί όλα όσα ζήτησαν φέτος; Φυσικά και όχι. Μια απεργία μόνο δεν θα μπορούσε ποτέ να αναπληρώσει 40 χρόνια παραχωρήσεων. Αλλά ανάγκασαν τους εργοδότες τους να υποχωρήσουν σε αιτήματα που είχαν ορκιστεί ότι δεν θα τα συζητούσαν καν ποτέ. Οι συγγραφείς και οι ηθοποιοί του Χόλιγουντ παρέμειναν αμετακίνητοι μέχρις ότου τα στούντιο συμφώνησαν τελικά σε ορισμένες διατυπώσεις στις συμβάσεις σχετικά με τα έσοδα από το streaming και την χρήση της AI [τεχνητή νοημοσύνη]. Η απεργία του UAW [United Auto Workers, το συνδικάτο στις αυτοκινητοβιομηχανίες] δεν κατάφερε να επανακτήσει τον παραδοσιακό τρόπο καταβολής συντάξεων και την υγειονομική περίθαλψη των συνταξιούχων, αλλά άντεξε αρκετά ώστε να κερδίσει την τιμαριθμική προσαρμογή των μισθών στο κόστος διαβίωσης [COLA – cost of living adjustment] και την συνδικαλιστική εκπροσώπηση της UAW σε ορισμένα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικών οχημάτων, κατοχυρώνοντας μια σημαντική πρώτη πρόσβαση σε αυτά για το συνδικάτο.
Αλλά οι προσδοκίες πολλών απεργών ήταν ακόμα υψηλότερες αυτή τη φορά, καθώς είχαν χάσει πάρα πολλά κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών μονόπλευρου ταξικού πολέμου. Αυτό ήταν πιο εμφανές μεταξύ των μεγαλύτερων σε ηλικία εργατών στις αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίοι ψήφισαν ενάντιαστη νέα σύμβαση, παρά τα τεράστια βήματά προς τα εμπρός που αυτή προσέφερε. Παρόλο που η συμφωνία επικυρώθηκε από το 64% των εργαζομένων στις τρεις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες (Big Three), η υποστήριξη που συγκέντρωσε διέφερε σημαντικά από τη μία στην άλλη. Ενώ το 68,8% των εργαζομένων στη Stellantis και το 69,3% στη Ford ψήφισαν υπέρ, η σύμβαση υποστηρίχθηκε μόνο από το 54,7% στη GM. Είναι χαρακτηριστικό ότι επτά από τα έντεκα εργοστάσια συναρμολόγησης της GM στις ΗΠΑ απέρριψαν τη συμφωνία.
Ο λόγος για το χαμηλότερο ποσοστό υπέρ του«ναι» στην GM είχε να κάνει με το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων με πολύχρονη προϋπηρεσία (και συνεπώς μεγαλύτερης ηλικίας) σε αυτήν. Αυτοί οι εργαζόμενοι έχουν υποστεί δεκαετίες υποχωρήσεων στις συμβάσεις τους και ήταν θυμωμένοι που οι αυτοκινητοβιομηχανίες αρνήθηκαν να επαναφέρουν τις παραδοσιακές συντάξεις και την υγειονομική περίθαλψη μετά τη συνταξιοδότηση. Πολλοί από τους εργαζόμενους με μεγαλύτερη προϋπηρεσία ψήφισαν κατά της σύμβασης καιστις τρεις μεγάλες εταιρείες.
Γιατί τώρα και όχι νωρίτερα;
Η πρόσφατη άνοδος της μαχητικότητας της εργατικής τάξης μας δίνει μια εικόνα του τι θα χρειαστεί για να αλλάξει αποφασιστικά ο ταξικός συσχετισμός δύναμης στις ΗΠΑ, ο οποίος για πάρα πολύ καιρό έγερνε πολύ βαριά υπέρ του κεφαλαίου.
Αλλά ένα προφανές ερώτημα παραμένει: Γιατί αυτή η άνοδος της ταξικής πάλης δεν συνέβη νωρίτερα; Η απάντηση είναι απλή, ειδικά όταν υπάρχει το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η τάξη των επιχειρηματιών -με τη βοήθεια, όπως πάντα, των δύο κυβερνητικών κομμάτων της, των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων- εξαπέλυσε μια ολομέτωπη επίθεση ενάντια στο βιοτικό επίπεδο και την οργάνωση της εργατικής τάξης,χρησιμοποιώντας κάθε μέσο που είχε στη διάθεσή της. Αυτή η μανιασμένη επίθεση έγινε έκτοτε γνωστή ως «νεοφιλελευθερισμός» – ευημερία για τους πλούσιους, λιτότητα για την εργατική τάξη- και συνεχίζει μέχρι σήμερα να διαμορφώνει τις πολιτικές των κυρίαρχων τάξεων σε όλο τον κόσμο.
Αλλά η ταξική οργή απλά συσσωρευόταν -χωρίς να μεταφράζεται σε αγώνες- μέχρις ότου οι εργαζόμενοι άρχισαν να αισθάνονται ότι είχαν υπήρχαν πιθανότητες νίκης αν απεργήσουν.
Υπάρχει μια σειρά παραγόντων που μπορούμε να εντοπίσουμε ξεκάθαρα, των οποίων η σύγκλιση συνέβαλε ώστε μεγαλύτερος αριθμός εργαζομένων να αισθάνεται έτοιμος να απεργήσει:
1.Διάχυτη ταξική συνείδηση: Αυτό περιλαμβάνει τηνεπίγνωση ότι οι εταιρείες συσσωρεύουν τεράστια κέρδη και επίσης αποζημιώνουν τα στελέχη και τους επενδυτές τους σε επίπεδα που ξεπερνούν κάθε όριο –οπότε θα τους ήταν οικονομικά εύκολο να δώσουν περισσότερα στους εργαζόμενους που καθιστούν αυτά τα κέρδη εφικτά.
Η πανδημία παρόξυνε αυτό το θυμό, ιδίως μεταξύ των λεγόμενων «αναγκαίων εργαζομένων» που αναγκάστηκαν να ρισκάρουν τη ζωή τους χωρίς πρόσθετη αποζημίωση, ενώ τα κέρδη των εργοδοτών τους εκτοξεύτηκαν στα ύψη.
Και μπορεί οι υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού που ξεκίνησαν να τρέχουν κατά τη διάρκεια της πανδημίας να επιβραδύνθηκαν σχετικά πρόσφατα, αλλά οι τιμές έχουν παραμείνει υψηλότερες από ό,τι πριν από την πανδημία, ενώ οι μισθοί δεν έχουν ακολουθήσει ούτε στο ελάχιστο το κόστος των ειδών πρώτης ανάγκης, όπως τα είδη διατροφής και το ενοίκιο.
Όπως συνόψισε, για παράδειγμα, το Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής (EPI) την ταξική δυναμική στις τρεις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες:
-Τα κέρδη των «3 μεγάλων» αυτοκινητοβιομηχανιών -Ford, General Motors και Stellantis- εκτοξεύτηκαν κατά 92% από το 2013 έως το 2022, φτάνοντας συνολικά τα 250 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι προβλέψεις για το 2023 κάνουν λόγο για περισσότερα από 32 δισεκατομμύρια δολάρια σε πρόσθετα κέρδη.
-Οι αμοιβές των διευθύνοντων συμβούλων στις 3 μεγάλες εταιρείες αυξήθηκαν κατά 40% την ίδια περίοδο, ενώ οι εταιρείες κατέβαλαν στους μετόχους σχεδόν 66 δισεκατομμύρια δολάρια μέσω μερισμάτων και επαναγορών μετοχών.
-Δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ οι παραχωρήσεις που έκαναν οι εργαζόμενοι μετά την κρίση της αυτοκινητοβιομηχανίας το 2008, όπως η αναστολή της προσαρμογής των μισθών στο κόστος ζωής. Ως αποτέλεσμα, οι μισθοί των εργαζομένων, τόσο στον οργανωμένο συνδικαλιστικά τομέα όσο και στον ασυνδικάλιστο, υπολείπονται ολοένα και περισσότερο του πληθωρισμού. Σε όλες τις ΗΠΑ, οι εργαζόμενοι στην αυτοκινητοβιομηχανία είδαν τις μέσες πραγματικές ωριαίες αποδοχές τους να μειώνονται κατά 19,3% από το 2008.
-Ο διαμοιρασμός των κερδών με τους εργαζόμενους θα γίνει ακόμη πιο κρίσιμος καθώς η βιομηχανία εστιάζει στο να γίνει πιο «πράσινη» -τόσο στο τι οχήματα παράγει όσο και στο πώς τα παράγει. Οι 3 μεγάλες επιχειρήσεις πρόκειται να λάβουν επιδοτήσεις ρεκόρ -οι οποίες χρηματοδοτούνται από τους φορολογούμενους- για να υποστηρίξουν την επέκτασή τους στην κατασκευή ηλεκτρικών οχημάτων. Οι πολιτικές μετάβασης στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και οι οικονομικές και κλιματικές δυνατότητες που αυτές υπόσχονται δεν θα είναι βιώσιμες αν οι εργαζόμενοι στις αυτοκινητοβιομηχανίες και οι κοινότητες τους κληθούν και πάλι να θυσιάσουν καλές θέσεις εργασίας.
2. Η πολύ σφιχτή αγορά εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας έχει παραμείνει κάτω από 4% για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από οποιαδήποτε άλλη φορά μετά τη δεκαετία του 1960. Σε μια έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Νέας Υόρκης που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, περίπου το 58% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι αναμένει πως θα μπορέσει να βρει μια νέα θέση εργασίας εάν χάσει την τρέχουσα. Αυτό καθιστά την απεργία λιγότερο επικίνδυνη, ιδίως μεταξύ των εκατομμυρίων εργαζομένων των οποίων οι σημερινοί μισθοί και οι συνθήκες εργασίας δεν διαφέρουν πολύ από τις άλλες θέσεις εργασίας που είναι εύκολα διαθέσιμες.
3. Επεκτεινόμενοι κλάδοι, ιδίως εκείνοι που χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες. Σε αντίθεση με τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν όλοι οι κατασκευαστές ισχυρίζονταν ότι δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας (είτε αυτό ήταν αλήθεια, είτε όχι), οι περισσότερες μεγάλες εταιρείες δεν μπορούν να προβάλουν αυτόν τον ισχυρισμό σήμερα. Και πολλοί εξαιρετικά κερδοφόροι κλάδοι, όπως η ψυχαγωγία, υιοθετούν νέες τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη για να αυξήσουν τα κέρδη τους. Στην περίπτωση της αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτό σημαίνει επίσης την επέκτασή της στην παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων –η οποία σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτείται από ομοσπονδιακές δημόσιες επενδύσεις στην «πράσινη» τεχνολογία, σε μια κατάσταση win-win για τις τρεις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες.
4. Μεταρρυθμιστικές συνδικαλιστικές ηγεσίες [με την έννοια της διεκδίκησης «μεταρρύθμισης» του ίδιου του συνδικαλιστικού κινήματος]. Ενώ οι αλλαγές στην ανώτατη συνδικαλιστική ηγεσία δεν είναι απαραίτητες για την προώθηση της ταξικής πάλης, μπορούν ωστόσο να είναι πολύ χρήσιμες. Παράδειγμα αποτελούν τα μεταρρυθμιστικά ψηφοδέλτια που νίκησαν και είναι σήμερα στην ηγεσία των Teamsters και της UAW. Τόσο ο πρόεδρος των Teamsters, Σιν Ο’ Μπράιαν όσο και ο Σον Φέιν της UAW κατέβηκαν στις εκλογές ως μεταρρυθμιστές υποψήφιοι που χρησιμοποιούν τη γλώσσα της ταξικής πάλης και εκφράζουν μια προθυμία να συγκρουστούν με τους εργοδότες για να πάρουν τα μέλη τους αυτό που αξίζουν.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον Φέιν, ο οποίος σε συνέντευξη Τύπου στα πανεθνικά μέσα ενημέρωσης φορούσε ένα μπλουζάκι με το σύνθημα «Φάτε τους πλούσιους» (Eat the Rich), ενώ στο βασικό προσωπικό του επιτελείο περιλαμβάνονται άνθρωποι που ανήκουν στην Αριστερά, όπως ο Κρις Μπρουκς, πρώην δημοσιογράφος του LaborNotes. Καθ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας, ο Φέιν κατέστησε σαφές ότι ο αγώνας του UAW διεξάγεται για λογαριασμό όλης της εργατικής τάξης. Αφού το συνδικάτο ανακοίνωσε τη νίκη του, ο Φέιν δήλωσε εμφατικά ότι η νίκη του συνδικάτου θα αποτελέσει «σημείο καμπής στον ταξικό πόλεμο που μαίνεται στη χώρα τα τελευταία 40 χρόνια».
Ο Φέιν κατάφερε να εκλεγεί επειδή, για πρώτη φορά στην ιστορία του, το UAW επέτρεψε σε όλα τα μέλη του να συμμετέχουν άμεσα στην εκλογή της ανώτατης ηγεσίας του συνδικάτου και κέρδισε με πολύ μικρή διαφορά, στις αρχές της χρονιάς. Όμως, το ψηφοδέλτιο «UAW Members United» (Ενωμένα Μέλη του UAW) κατάφερε να εκθρονίσει την παγιωμένη και διεφθαρμένη «Διοικητική Συμμαχία» [Administrative Caucus] που κυριαρχούσε στο UAW για περισσότερα από 70 χρόνια.
Αυτή η νέα ηγεσία του UAW ακολούθησε μια στρατηγική που ονόμασαν «Stand Up Strike» [Σηκωνόμαστε Όρθιοι κι Απεργούμε], που δείχνει να αποτίνει φόρο τιμής στις ιστορικές «καθιστικές απεργίες» (Sit – Down Strikes), με τις οποίες κατάφεραν να συνδικαλιστούν οι βιομηχανικοί εργάτες τη δεκαετία του 1930. Η καθιστική απεργία στο Φλιντ το χειμώνα του 1936-37 κατέληξε σε νίκη, αναγκάζοντας τον φανατικά αντι-συνδικαλιστικό εταιρικό γίγαντα General Motors Corporation να αναγνωρίσει το UAW ως διαπραγματευτικό εκπρόσωπο των εργαζομένων της.
Εν προκειμένω, αυτή η στρατηγική (Stand Up Strike) έσπασε τη μακρόχρονη παράδοση του UAW να κηρύσσει απεργία μόνο σε μία από τις τρεις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, ενώ η γενική προσδοκία ήταν ότι οι άλλες δύο θα συμμορφώνονταν με το περιεχόμενο της σύμβασης [που θα προέκυπτε από την απεργία με την πρώτη]. Αντίθετα, το συνδικάτο κήρυξε απεργία ενάντια και στις τρείς αυτοκινητοβιομηχανίες, επιλέγοντας όμως ποιες εγκαταστάσεις θα απεργούσαν και πότε, αφήνοντας τις τρεις εταιρείες να προσπαθούν να μαντέψουν ποιες από τις μονάδες τους θα ήταν ο επόμενος στόχος. Με αυτόν τον τρόπο, το συνδικάτο είχε το πάνω χέρι στον έλεγχο της πορείας της σύγκρουσης, ενώ οι εταιρείες πάσχιζαν να ανταπεξέλθουν. Αυτή η στρατηγική αποδείχθηκε νικηφόρα, αλλά ακόμη και έτσι, η απεργία χρειάστηκε να κρατήσει έξι εβδομάδες μέχρι να μπορέσει το συνδικάτο να κηρύξει τη νίκη του.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν συνδυαστικά στο μέγεθος και στον χαρακτήρα των απεργιών που πραγματοποιήθηκαν φέτος, με τους εργαζόμενους που συμμετείχαν να νιώθουν πιο σίγουροι και αποφασισμένοι να αγωνιστούν για αυτό που τους αξίζει.
Το μέλλον: αλληλεγγύη και αγώνας
Το κλειδί για το μέλλον, όπως πάντα, περιλαμβάνει την αλληλεγγύη και την προθυμία για αγώνα. Και λόγω αυτών των πρόσφατων απεργιών έχουμε κάνει ένα βήμα μπροστά. Το πιο σημαντικό είναι η επιτακτική ανάγκη για οργάνωση νέων σωματείων -η οποία έχει παραμεληθεί κατάφωρα από τους εταιρικούς συνδικαλιστές [business unionism, η πρακτική λειτουργίας του συνδικάτου με τέτοιο επαγγελματισμό και γραφειοκρατία, σαν να πρόκειται για «εταιρεία»].
Ο Φέιν το κατανοεί σαφώς αυτό. Δήλωσε ξεκάθαρα: «Ένας από τους σημαντικότερους στόχους μας, μετά από αυτή την ιστορική νίκη στη σύμβαση που πετύχαμε, είναι να οργανώσουμε εργαζόμενους όπως δεν έχουμε οργανώσει ποτέ πριν», προσθέτοντας: «Όταν επιστρέψουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το 2028, δεν θα είναι μόνο με τις τρεις μεγάλες εταιρείες. Θα είναι με τις μεγάλες πέντε ή τις μεγάλες έξι».
Ο Φέιν και η διαπραγματευτική ομάδα του UAW κατάφεραν επίσης να αλλάξουν την ημερομηνία λήξης της σύμβασης και να τη μεταθέσουν στις 30 Απριλίου 2028, γεγονός που επιτρέπει η πρώτη μέρα απεργίας εκείνη τη χρονιά να είναι η Πρωτομαγιά. [ΣτΜ: Στις ΗΠΑ απαγορεύεται η απεργιακή δράση όσο η Συλλογική Σύμβαση είναι σε ισχύ]. Και παροτρύνει και άλλα συνδικάτα να κάνουν το ίδιο, ώστε όσο το δυνατόν περισσότερα συνδικάτα να μπορούν να απεργήσουν την ίδια ημερομηνία. Αυτός ο συντονισμός θα επέτρεπε στα συνδικάτα να «αρχίσουμε να τεντώνουμε τους συλλογικούς μας μύες», δήλωσε ο Φέιν.
Και πρόσθεσε: «Αν πρόκειται να τα βάλουμε πραγματικά με την τάξη των δισεκατομμυριούχων και να ξαναχτίσουμε την οικονομία έτσι ώστε να αρχίσει να λειτουργεί προς όφελος των πολλών και όχι των λίγων, τότε είναι σημαντικό όχι μόνο να απεργήσουμε, αλλά να απεργήσουμε όλοι μαζί».
Ο Φέιν έχει προτείνει ένα πολλά υποσχόμενο όραμα, αλλά μόνο ο χρόνος θα δείξει αν αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Η μελλοντική ταξική πάλη σίγουρα δεν θα αποτελεί μια ευθύγραμμη αύξηση των νικών της εργατικής τάξης. Η ιστορία μας διδάσκει ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ και ούτε πρόκειται να συμβεί ποτέ. Πολλά εμπόδια στέκονται στο δρόμο της επιτυχίας και δεν θα είναι εύκολο να ανατραπούν.
Ο ίδιος ο Φέιν μόλις και μετά βίας κατάφερε να κερδίσει την εκλογική μάχη για να γίνει πρόεδρος του UAW, ενώ πολλά τοπικά σωματεία του UAW εξακολουθούν να διοικούνται από ανθρώπους της Διοικητικής Συμμαχίας. Και παρόλο που οι τρεις μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες αιφνιδιάστηκαν σε αυτή την απεργία, σύντομα θα ανασυνταχθούν.
Μερικές ξένες αυτοκινητοβιομηχανίες στις οποίες δεν υπάρχουν σωματεία –οι Hyundai, Toyota και Honda– αύξησαν τους μισθούς των εργαζομένων τους αμέσως μετά τη νίκη του UAW, με την ελπίδα να αποφύγουν μια ανάπτυξη του συνδικαλισμού στις δικές τους εταιρείες. Όμως το UAW εκπροσωπεί λιγότερο από το ήμισυ του συνόλου των εργαζομένων που παράγουν αυτοκίνητα στις ΗΠΑ. Η Toyota, η Nissan, η Volkswagen, η Mercedes-Benz, η Honda, η Tesla και η Hyundai παραμένουν όλες ακλόνητα ασυνδικάλιστες, και αν οι εργαζόμενοί τους δεν καταφέρουν να συνδικαλιστούν, θα συνεχίσουν να ασκούν καθοδική πίεση στους μισθούς στην αυτοκινητοβιομηχανία. Και οι εταιρείες αυτές αναμένεται να πολεμήσουν με νύχια και με δόντια κάθε νέα συνδικαλιστική προσπάθεια στα εργοστάσιά τους.
Οι ηγεσίες των επιχειρήσεων αναμφίβολα παρακολουθούν στενά την άνοδο της μαχητικότητας της εργατικής τάξης τους τελευταίους μήνες και θα καταστρώσουν τις δικές τους στρατηγικές για να αποτρέψουν οποιαδήποτε αλλαγή στον ταξικό συσχετισμό δύναμης, που τους βόλεψε τόσο καλά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ο ρόλος των μαρξιστών
Παρ’ όλα αυτά, η εργατική τάξη έχει πλέον τη δυνατότητα να κερδίσει σημαντικές κατακτήσεις, όχι μόνο στο εγγύς αλλά και στο απώτερο μέλλον. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, οι πρόσφατες απεργίες δίνουν ελπίδα στους εργαζόμενους ότι αυτό που μέχρι πρόσφατα έμοιαζε αδύνατο μπορεί να επιτευχθεί.
Αν όλα αυτά ακούγονται ως μη ρεαλιστικά, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι, όπως οι ήττες, έτσι και οι νίκες είναι μεταδοτικές - και μερικές φορές προκαλούν μια απότομη αύξηση της ευρύτερης ταξικής συνείδησης. Τις νίκες που επιτέλους ήρθαν φέτος, τις περιμέναμε εδώ και πολύ καιρό.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί στο μέλλον, αλλά μια από τις μεγαλύτερες συνεισφορές των μαρξιστών στην ταξική πάλη είναι το να φαντάζονται τι θα μπορούσε να είναι εφικτό -όχι μόνο στο επόμενο και στο μεθεπόμενο βήμα, αλλά και μακροπρόθεσμα.
Ίσως το πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή είναι να αναγνωρίσουμε ότι η αίσθηση της ελπίδας έχει επιστρέψει στην εργατική τάξη, μετά από μια πολύ μακρά περίοδο απελπισίας –και αυτή είναι η ελάχιστη προϋπόθεση για τις μελλοντικές νίκες του κόσμου της εργασίας.