Mε γυμνοσάλιαγκες αριστερή πολιτική και γκρέμισμα του μνημονιακού κράτους δεν γίνεται.

Πριν λίγες ημέρες, ο πρωθυπουργός κάλεσε τους βουλευτές του κόμματός του και τους υπουργούς της κυβέρνησής του «να γκρεμίσουνε το μνημονιακόκράτος». Πολλοί σε τούτη τη χώρα αναθάρρησαν, ακούγοντας την δήλωση αυτή από τα πλέον αρμόδια χείλη. Ωστόσο, η πραγματικότητα συχνά-πυκνά εξακολουθεί να απέχει πόρρω από την υλοποίηση μιας τέτοιας κατεύθυνσης.

Ας μιλήσω για το προσωπικό μου παράδειγμα. Εργάζομαι μια δεκαετία τώρα στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού: ένα ερευνητικό ινστιτούτο του Υπουργείου Υγείας, σε μια Διεύθυνση με αντικείμενο την προστασία των παιδιών από την κακοποίηση, την παραμέληση και κάθε μορφής θυματοποίηση. Ο φορέας αυτός, ως δημόσιος φορέας του κοινωνικού τομέα, ποτέ δεν είχε ούτε παχυλές αμοιβές ούτε πολλά-πολλά χρήματα για τις δράσεις του. Μόνοι μας βρίσκαμε πόρους, κυρίως συμμετέχοντας σε ανταγωνιστικές προσκλήσεις και επιτυγχάνοντας αξιοσημείωτες επιδόσεις και πανευρωπαϊκές «πρωτιές», μόνοι μας μπαλώναμε και τα κενά στη στελέχωση του φορέα με ό,τι πόρους μπορούσαμε να διασφαλίζουμε από όσα προγράμματα μας ανέθεταν επιστήμονες της αλλοδαπήw, οι οποίοι, μολονότι δεν μας είχαν δει ούτε ζωγραφιστούς, αξιολογούσαν συνήθως πολύ θετικά τη δουλειά μας. Μ' αυτά και μ' αυτά, το Ινστιτούτο από το 1979 που λειτουργεί εξετάζει κάθε νεογέννητο --ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, εθνικότητας ή ασφαλιστικής κάλυψης-- για σοβαρά μεταβολικά νοσήματα, αποτρέποντας να εγκατασταθεί βαριά νοητική στέρηση σε περίπου σαράντα παιδιά τον χρόνο. Εφαρμόζει πρωτοποριακά προγράμματα αγωγής υγείας στα σχολεία και πρωτοβάθμιας παιδιατρικής φροντίδας. Έχει υλοποιήσει τις μεγαλύτερες έρευνες πανευρωπαϊκά για το φαινόμενο της κακοποίησης των παιδιών. Και ούτω καθεξής.

Και μετά ήρθαν τα Μνημόνια. Και η χρηματοδότηση του φορέα μας κόπηκε περίπου στο 60% της προγενέστερης, όπως άλλωστε και οι μισθοί μας. Και σιγά-σιγά, με τις συνταξιοδοτήσεις που δεν αναπληρώνονταν, μείναμε οι μισοί εργαζόμενοι σε σχέση με το 2008. Οι μνημονιακές διοικήσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μας ζητούσαν εξωφρενικά πράγματα: να ζητάμε αποζημίωση από τα σχολεία που μας καλούσαν να παρέμβουμε σε περιστατικά σχολικής βίας, να βάζουμε τον κόσμο να πληρώνει για τις προληπτικές εξετάσεις των νεογνών ή ακόμα και να ζητάμε από τα κακοποιημένα να πληρώνουν επίσκεψη για τις υπηρεσίες μας. Αρνηθήκαμε, αντισταθήκαμε σθεναρά και αποτρέψαμε αυτές τις ανάλγητες απαιτήσεις. Και καταφέραμε να σταθούμε όρθιοι, ακυρώνοντας τα σχέδια να συγχωνευτεί ή κλείσει ο φορέας. Εντατικοποιώντας, μάλιστα, τις προσπάθειές μας στο επιστημονικό πεδίο, κατορθώσαμε το Ινστιτούτο, αντί της συρρίκνωσης που του ετοιμάζανε, να γνωρίσει μια αλματώδη ανάπτυξη εξασφαλίζοντας περισσότερα προγράμματα από ποτέ, σχεδόν ισόποσα με τον προϋπολογισμό του, τα περισσότερα, μάλιστα, από το εξωτερικό μέσα από διαφανείς και πολύ σκληρά ανταγωνιστικές διαδικασίες κρίσης.

Τον τελευταίο χρόνο, οι μνημονιακές διοικήσεις, αφού μάλλον είδαν και απόειδαν πως δεν μπορούν σε αυτή τη φάση να μας κλείσουν, αλλάξανε τροπάρι. Άρχισαν να θέλουν να βάλουνε χέρι στους πόρους που εξασφάλιζε το επιστημονικό προσωπικό. Και όταν τους είπαμε πως, εκτός από ανήθικο, είναι και παράνομο άρχισαν τη διοικητική κωλυσιεργία: για κάθε ενέργεια –που ως συνήθως σε αυτά τα ερευνητικά προγράμματα πρέπει να ολοκληρωθεί σε πολύ σύντομο και απολύτως προκαθορισμένο χρόνο– έφερναν κάθε είδους προσκόμματα σαν να μην ήθελαν πια ο φορέας να εκτελεί τα κοινωφελή και πρωτοπόρα έργα που του ανέθεταν από το εξωτερικό. Ταυτοχρόνως, άνοιξαν όλη την καταστροφική ατζέντα των μνημονιακών κυβερνήσεων για τους φορείς του δημοσίου: συγχωνεύσεις Διευθύνσεων και τμημάτων, νέος οργανισμός και εσωτερικός κανονισμός, αυταρχισμός, «αξιολόγηση Μητσοτάκη» και πάει λέγοντας. Το χειρότερο είναι πως σε όλα αυτά πρωτοστατούσαν εργαζόμενοι του Ινστιτούτου, επιλεγμένοι από τους προηγούμενους υπουργούς Υγείας (προφανώς λόγω της πολιτικής τους τοποθέτησης) να συμμετέχουν στο ιδιότυπο διοικητικό σχήμα του φορέα, υπολογίζοντας μάλλον ότι ετούτη η συγκυρία ήταν μια μοναδική ευκαιρία να μεγαλώσουν τα τμήματά τους, διαλύοντας όλα τα άλλα.

Οπότε πάλι χρειάστηκε, ταυτόχρονα με την δουλειά μας, να ορθώσουμε το ανάστημά μας για να μην περάσουν αυτού του είδους οι αποδιαρθρωτικές αλλαγές. Και όντως, χάρη στις αντιδράσεις και του Επιστημονικού Συμβουλίου και του Συλλόγου Εργαζομένων μέχρι σήμερα δεν πέρασαν τα μέτρα αυτά, ενώ δυο διοικήσεις αναγκάστηκαν να παραιτηθούν μέσα σε ένα χρόνο. Η τελευταία, δε, μνημονιακή διοίκηση στην προεκλογική περίοδο και στις πρώτες δυο βδομάδες μετά τις εκλογές ήταν πιο επιφυλακτική ως προς όλα τούτα. Τον τελευταίο μήνα όμως, παρά την κυβερνητική αλλαγή και παρότι η θητεία της λήγει ούτως ή άλλως σε λίγους μήνες, εξαπόλυσε μια ολομέτωπη επίθεση, επιχειρώντας να περάσει όλα τα παραπάνω εντός μηνός. Και ακόμα επέτεινε τον πόλεμο σε όποιον αντιστεκόταν, οδηγώντας προγράμματα σε αναστολή και απολύοντας συμβασιούχους εργαζόμενους. Ταυτοχρόνως, συνεχίζει να μοιράζει παράνομες επιπρόσθετες αμοιβές σε «ημετέρους» εργαζόμενους (με απόδειξη δαπάνης σε μόνιμο προσωπικό του φορέα!) και «τιμητικές» άδειες σε εργαζόμενους που τυγχάνουν μέλη της διοίκησης, ενώ προκηρύσσει θέσεις συμβασιούχων εκτός ΑΣΕΠ από τον τακτικό προϋπολογισμό του Ινστιτούτου αλλά και ζητάει παρατύπως ποσοστά επί των ερευνητικών προγραμμάτων ενώ γνωρίζει πως αυτό είναι παράνομο.

Όλα αυτά, παρά την εκπεφρασμένη αντίθεση των συλλογικών οργάνων των εργαζόμενων και του επιστημονικού προσωπικού του Ινστιτούτου.

Από πού άραγε αντλεί αυτή την ορμή η μνημονιακή διορισμένη μας διοίκηση; Ας μην αναπαράγω φήμες. Πάντως από την πρώτη μετεκλογική ημέρα, με έκπληξη μάθαμε ότι κάποιοι από τη διοίκησή μας ήταν από τα γεννοφάσκια τους… αριστεροί και πως πανηγύριζαν για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ! Άραγε, η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας τα ξέρει όλα αυτά ή θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν το καταστροφικό τους έργο, αποτελειώνοντας ένα φορέα που αποτελούσε ένα από τα παραδείγματα «καλών πρακτικών» για την προστασία της υγείας των παιδιών που συχνά-πυκνά η χώρα ανέφερε στις διεθνείς της αναφορές προς διακρατικούς οργανισμούς και φορείς;.

Πώς να κατανοήσει, όμως, κανείς μια τέτοια κατάσταση που βιώνει καθημερινά σε σχέση με την αρχικά αναφερόμενη πρωθυπουργική δήλωση; Θαρρώ ότι εκείνο αναπαρίσταται ανάγλυφα σε όλα τούτα είναι κάτι αρκετά ευρύτερο από την προσωπική μου εμπειρία. Ο καθένας από εμάς, τουλάχιστον όλοι όσοι έδωσαν μικρές ή μεγάλες μάχες να κρατηθούν θεσμοί, κατακτήσεις, συλλογικότητες και υπηρεσίες στα δύσκολα αυτά χρόνια των Μνημονίων δεν ερχόταν καθημερινά σε επαφή με τον κ. Τόμσον και τα τσιράκια του. Φυσικά, η γενικότερη πολιτική ειδικά η οικονομική μας άγγιξε όλους. Αλλά ο καθένας μας είχε και την προσωπική του «τρόικα»: διοικητές, προϊστάμενοι, ελεγκτές, εργοδότες, «πέτσινοι» συνδικαλιστές, προσωπάρχες. Αυτούς που υλοποιούσαν σε καθημερινή βάση τις μνημονιακές πολιτικές με ανάλγητο τρόπο, διαλύοντας υπηρεσίες και ζωές, πατώντας επί πτωμάτων, ξεζουμίζοντας τους υφισταμένους τους, περιφρονώντας το λαό. Η νέα κυβέρνηση δεν είναι δυνατόν, βέβαια, να χαράξει μια άλλη πολιτική με αυτούς. Άλλωστε, το λαϊκό αίσθημα που την ανέδειξε θέλει να απαλλαγεί το ταχύτερο από όλα αυτά τα ανθυποσυστήματα της μνημονιακής εξουσίας.

Γιατί αν μεν στη διαπραγμάτευση με τους δανειστές ο λαός μπορεί να αναγνωρίσει την κυβέρνηση το ελαφρυντικό της ασφυκτικής πίεσης από τους Ευρωπαίους σε βαθμό εκβιασμού, στην περίπτωση της διατήρησης και αναπαραγωγής των εγχώριων μικρο-εξουσιών που έχουν οι ποικιλώνυμες «τρόικες» της καθημερινότητας δεν θα υπάρχει καμία δικαιολογία. Το δε γεγονός πως ιδιαίτερα στο δημόσιο τελευταίως αίφνης όλοι ετούτοι αναβαπτίστηκαν ως παλαιόθεν αριστεροί μόνο θυμηδία αλλά και οργή μπορεί να προκαλέσει. Γιατί αν το πάρει κανείς στα σοβαρά, θα πρέπει να καταλήξει στο συμπέρασμα πως οι αριστεροί είναι πολύ υποχθόνιοι άνθρωποι και μεγάλοι υποκριτές, αν τα κατάφεραν επί δεκαετίες να προσποιούνται τόσο πειστικά τους πασόκους και τους νεοδημοκράτες, χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανείς, περιμένοντας να αποκαλυφθούν την 26η του Γενάρη σαν τα «σαλιγκάρια μετά την βροχή». Πάντως, με γυμνοσάλιαγκες αριστερή πολιτική και γκρέμισμα του μνημονιακού κράτους δεν γίνεται…

*Ο Γιώργος Νικολαΐδης είναι ψυχίατρος, διευθυντής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού.

Ετικέτες