Ο Μάριο Ντράγκι, ο «σωτήρας της ευρωζώνης» που πήρε την εντολή του Προέδρου της Δημοκρατίας Ματαρέλα να γίνει ο «σωτήρας της Ιταλίας», ανέλαβε την πρωθυπουργία και επίσημα μετά την ψήφο εμπιστοσύνης σε Γερουσία και Βουλή, στις 17-18 Φλεβάρη.

Πώς φτάσαμε εδώ

Πριν εξετάσουμε την νέα κυβέρνηση, αξίζει να δούμε τα γεγονότα που οδήγησαν στη συγκρότησή της, για να καταλάβουμε το «πρόγραμμά» της.

Το Γενάρη, ο Ματέο Ρέντσι απέσυρε τους υπουργούς του από την κυβέρνηση Κόντε, προκαλώντας την κυβερνητική κρίση. Στη διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης, οι βουλευτές του «Ιτάλια Βίβα» (το μακρονικό δημιούργημα του Ρέντσι) επέλεξαν την αποχή. Ο Κόντε επιβίωσε, αλλά ως κυβέρνηση μειοψηφίας, «αιχμάλωτη» των διαθέσεων του Ρέντσι.  

Λόγω αυτής της συνθήκης, ο Ιταλός πρωθυπουργός πήγε στον Ματαρέλα, για να υποβάλει την παραίτησή του, κατά πάσα πιθανότητα με την ελπίδα να του δοθεί νέα εντολή για να διερευνήσει ευρύτερη στήριξη. Το Κίνημα 5 Αστέρων (Κ5Α), το Δημοκρατικό Κόμμα και η ομάδα «Ελεύθεροι και Ίσοι» εξέφρασαν την προθυμία τους να στηρίξουν εκ νέου μια νέα κυβέρνηση Κόντε, ενώ τα κόμματα της Δεξιάς και της ακροδεξιάς ζήτησαν εκλογές. Το «Ιτάλια Βίβα» παρέμεινε ρυθμιστής και ο Ρέντσι διέρρευσε ότι αρνείται να στηρίξει μια κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κόντε. Ο Ματαρέλα έδωσε την εντολή στον πρόεδρο της Βουλής και στέλεχος του Κ5Α, για να διερευνήσει τη δυνατότητα να συγκροτήσει αυτός κυβέρνηση ΔΚ-5ΚΑ-Ελεύθερων και Ίσων-Ιτάλια Βίβα. Αρκετά σύντομα η προσπάθεια ναυάγησε στις νέες ενστάσεις του κόμματος του Ρέντσι. Και κάπως έτσι, η εντολή δόθηκε στον «από μηχανής θεό», το «σωτήρα της Ιταλίας», τον Μάριο Ντράγκι. Όσοι εκτιμούσαμε ότι ο Ρέντσι είχε στο μυαλό του να επιβάλει κάποιον εκλεκτό της άρχουσας τάξης για υπουργό Οικονομικών, υποτιμήσαμε τη φιλοδοξία του. Τελικά ο Ματέο ήθελε να επιβάλει κάποιον εκλεκτό της άρχουσας τάξης για πρωθυπουργό. 

Γιατί ανατράπηκε ο Κόντε

Η διαχείριση της πανδημίας και της κρίσης από την κυβέρνηση Κόντε κινούνταν απολύτως μέσα στα αστικά πλαίσια. Μεγάλοι πόροι κατευθύνθηκαν κυρίως και προνομιακά στις επιχειρήσεις, ενώ διάφορα καυγαδάκια με την Κονφιντούστρια (για την αυστηρότητα του lockdown, για τα οικονομικά μέτρα στήριξης κλπ) συνήθως έληγαν με δηλώσεις «ικανοποίησης» από τους Ιταλούς βιομήχανους που διαπίστωναν ότι «επιτέλους η κυβέρνηση δείχνει να κινείται σε σωστή κατεύθυνση».

Ωστόσο ούτε αυτά ήταν τελικά αρκετά για τους καπιταλιστές. Η κυβέρνηση είχε κατευθύνει ένα τμήμα των κρατικών πόρων στο «κάτω» κομμάτι της κοινωνίας, απαγόρευσε τις απολύσεις αυτό το διάστημα (πρόβλεψη που λήγει το Μάρτη), πήρε υπόψη σε ένα βαθμό τις απεργίες της άνοιξης που ζητούσαν μέτρα προστασίας ή πραγματικό lockdown στην παραγωγή. Αν και η διαχείριση της κρίσης είχε φιλο-επιχειρηματικό πρόσημο, τήρησε σε γενικές γραμμές μια «ανακωχή» όσον αφορά το να προχωρήσει σε επιπλέον νομοθετικές επιθέσεις.

Το γεγονός ότι η Κονφιντούστρια δυσφορούσε από αυτό το πλαίσιο δεν σημαίνει ότι η πολιτική του Κόντε ήταν φιλεργατική. Σημαίνει ότι οι Ιταλοί εργοδότες είναι αχαλίνωτα άπληστοι. Και όταν ήρθε η ώρα της διαχείρισης των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης που κατευθύνονται στην Ιταλία, έγινε σαφές ότι τα μεγάλα αφεντικά δεν εμπιστεύονταν καθόλου μια τέτοια «άτολμη» κυβέρνηση να αναλάβει αυτό το θηριώδες πρότζεκτ. Και ο Ρέντσι με τον Ματαρέλα ανέλαβαν να κάνουν τη δουλειά, ενορχηστρώνοντας την άνοδο της κυβέρνησης Ντράγκι.

Η κυβέρνηση Ντράγκι

Ο Ντράγκι συγκροτεί μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» η οποία σοκάρει από την ευρύτητά της, θυμίζοντας το δημιούργημα του Δρ. Φρανκενστάιν.

Ο πολύπειρος τραπεζίτης φέρνει μαζί του ασφαλώς διάφορους «τεχνοκράτες», ανθρώπους του συστήματος και των θεσμών του που θα αναλάβουν «αδιαμεσολάβητα» κρίσιμους τομείς της διακυβέρνησης. Μεταξύ των 9 «τεχνοκρατών», ξεχωρίζουν ο Βιτόριο Κολάο, πρώην…  CEO της Vodafone που αναλαμβάνει την «τεχνολογία και ψηφιακή μετάβαση» και ο Ντανιέλε Φράνκο, «συνοδοιπόρος» του Ντράγκι στον κόσμο των τραπεζών. Συνυπήρξαν στην Ιταλική Κεντρική Τράπεζα, όπου ο Φράνκο υπηρέτησε για πολλά χρόνια σε διαφορετικές θέσεις. Ως πρόεδρος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, είχε αναλάβει τη δρακόντεια επιτήρηση της λιτότητας, «μπλοκάροντας» κυβερνητικές δαπάνες που θεωρούσε «κοστοβόρες». Ως κέρβερος της δημοσιονομικής πειθαρχίας αναλαμβάνει το υπουργείο Οικονομικών και ως τραπεζίτης γραφειοκράτης αναλαμβάνει τον άτυπο ρόλο του έμπιστου «υπαρχηγού» του Ντράγκι στην κυβέρνηση.

Ιερή ενότητα και ανίερες συμμαχίες

Στην κυβέρνηση Ντράγκι ωστόσο συμμετέχουν με υπουργούς και 6 κόμματα από το σύνολο του πολιτικού φάσματος.

Το Κίνημα 5 Αστέρων κέρδισε 4 υπουργεία και τη μετονομασία του υπουργείου Περιβάλλοντος σε «Περιβάλλοντος και Οικολογικής Μετάβασης» (υπό την ηγεσία τεχνοκράτη). Μένει να φανεί τί έχασε από αυτή την επιλογή: Συγκεκριμένα αν η μειοψηφία βουλευτών και γερουσιαστών του που καταψήφισαν την κυβέρνηση Ντράγκι (ή απείχαν) και το 40% των μελών του που είχε διαφωνήσει με τη συμμετοχή στη συγκυβέρνηση στο εσωκομματικό δημοψήφισμα, θα ακολουθήσουν τον Αλεσάντρο Ντι Μπατίστα, προβεβλημένο στέλεχος της «αριστερόστροφης» πτέρυγας που ανακοίνωσε την αποχώρησή του. Σε κάθε περίπτωση, επιδεινώνεται η κομματική κρίση που ήταν ήδη σε εξέλιξη. Το 2018 το Κ5Α εκτινάχθηκε ως το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας, εκφράζοντας την απόρριψη του «κατεστημένου». Έχουν αλλάξει τρεις κυβερνήσεις αυτά τα 2 χρόνια, και το «αντισυστημικό» κόμμα είναι σταθερά μέσα σε όλες! Συγκυβέρνησε με την ακροδεξιά, μετά συγκυβέρνησε με την κεντροαριστερά και σήμερα συγκυβερνά με όλους, στηρίζοντας έναν άνθρωπο που προέρχεται από τα σπλάχνα της ανώτερης κρατικής γραφειοκρατίας και με θητεία στις Βρυξέλλες. Η εκλογική του επιρροή συρρικνώνεται όλο αυτό το διάστημα.

Το Δημοκρατικό Κόμμα, που ανέλαβε 3 υπουργεία, υποτίθεται ότι είχε εκλέξει την ηγεσία Ζινγκαρέτι για να καθοδηγήσει μια «αριστερή στροφή» σε σχέση με την εποχή Ρέντσι. Επιχείρησε να ανασυγκροτήσει την επιρροή του απευθυνόμενο στο αντιφασιστικό αίσθημα κατά την περίοδο που η Λέγκα βρισκόταν στην κυβέρνηση. Συμμετείχε στην δεύτερη κυβέρνηση Κόντε μαζί με το Κ5Α, στο όνομα του αποκλεισμού της ακροδεξιάς από την εξουσία. Σήμερα, προσχωρεί στην κυβέρνηση Ντράγκι, όπου συγκατοικεί πλέον (και) με το ακροδεξιό κόμμα του Ματέο Σαλβίνι! Ο Ζινγκαρέτι, μετά τις προγραμματικές δηλώσεις Ντράγκι και την ψήφο εμπιστοσύνης στη Γερουσία, δήλωσε χαρούμενος που «η χώρα βρίσκεται σε καλά χέρια»…

Την ίδια ώρα και ο Ματέο Σαλβίνι έκανε λόγο για «σπουδαία εκκίνηση», συμπληρώνοντας ότι «η Λέγκα συμμετέχει ενεργά» στην νέα προσπάθεια. Το ακροδεξιό κόμμα, εγκατέλειψε τις εκκλήσεις για άμεση προσφυγή στις κάλπες μετά την πτώση της δεύτερης κυβέρνησης Κόντε και ανέλαβε κι αυτό 3 υπουργεία. Ικανοποιημένο από τις δεσμεύσεις για φιλο-επιχειρηματική φορολογική πολιτική, το κόμμα του ακροδεξιού ευρωσκεπτικισμού συμμετέχει με ενθουσιασμό στην κυβέρνηση του μέχρι πρότινος επικεφαλής της… Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που αναλαμβάνει να προωθήσει τις απαιτούμενες από τις Βρυξέλλες μεταρρυθμίσεις. O Τζιανκάρλο Τζορτζέτι, επί χρόνια «Νο 2» της ιεραρχίας (και επί Μπόσι και επί Σαλβίνι), πάντα ενεργός σε θεσμικούς ρόλους, ο «ρεαλιστής» στο πλευρό των δημαγωγών της ηγεσίας, αναλαμβάνει το υπουργείο Ανάπτυξης για να διατηρήσει και να εμβαθύνει τους στενούς δεσμούς της Λέγκας με σημαντικό κομμάτι του επιχειρηματικού κόσμου.

Άλλα 3 υπουργεία, όσα το PD και η Λέγκα, απέσπασε το «Φόρτσα Ιτάλια». Καθόλου άσχημα για το δεξιό κόμμα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που παραπαίει εκλογικά ως «μικρός εταίρος» των ακροδεξιών δυνάμεων εντός της «δεξιάς πολυκατοικίας». Οι άνθρωποι του Μπερλουσκόνι επιστρέφουν σε κυβερνητικές θέσεις για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. Η παλιά δεξιά νομενκλατούρα δεν έμεινε αμέτοχη στην «πανεθνική συστράτευση» ούτε παραπονεμένη στη μεγάλη μοιρασιά.  

Ένα υπουργείο πήρε το «Ιτάλια Βίβα». Ασφαλώς το κομματίδιο του Ρέντσι δεν έχει το εκτόπισμα για να διεκδικήσει κάτι παραπάνω. Αλλά κυρίως, δεν είχε λόγο να το κάνει. Το «πνεύμα» του Ιτάλια Βίβα εκφράζεται στο 100% από τους τεχνοκράτες που επιλέχθηκαν, ενώ η «σκιά» του Ματέο Ρέντσι απλώνεται πάνω από αυτήν τη συγκυβέρνηση με τρόπους που ξεπερνούν την περιορισμένη «επίσημη» εκπροσώπησή του στην εκτελεστική εξουσία.

Με το υπουργείο Υγείας θα εκπροσωπηθεί και ο συνασπισμός «Ελεύθεροι και Ίσοι», όπου συνυπάρχουν ομαδοποιήσεις που έφυγαν από το PD με ένα τμήμα της ιταλικής Αριστεράς που έχει τις καταβολές του στην παλιά «δεξιά» πτέρυγα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης. Πρόκειται για ένα χώρο που τοποθετείται στα αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά εντός «κεντροαριστεράς». Δεδομένου του τραγικού συσχετισμού, αυτός ο χώρος είναι το «αριστερό άκρο» εντός κοινοβουλίου κι επέλεξε να στηρίξει την «εθνική ενότητα» υπό τον Ντράγκι. Η απόφαση της «συνιστώσας» Sinistra Italiana για καταψήφιση, δεν βρήκε έρεισμα ούτε στους καν σε όλους τους δικούς της εκλεγμένους. Μόνο δύο στους έξι γερουσιαστές και 1 στους 12 βουλευτές των «Ελεύθερων και Ίσων» διαφοροποιήθηκαν από αυτό το αίσχος.

Κάπως έτσι, το μόνο κοινοβουλευτικό κόμμα που έμεινε εκτός κυβέρνησης είναι οι «Φρατέλι Ντ’ Ιτάλια», που έχουν ως μήτρα τις διαδοχικές μεταλλάξεις του μεταπολεμικού μουσολινικού χώρου. Όχι, δεν τους απέκλεισαν αυτοβούλως οι «δημοκρατικές δυνάμεις» (που αγκάλιασαν ήδη τη Λέγκα). Αντίθετα οι «Φρατέλι» δέχτηκαν πυρά που δε συμμετέχουν και αυτοί, καθώς ο Πρόεδρος Ματαρέλα πίεσε ασφυκτικά τους πάντες, βάζοντας στόχο μια «μονοκομματική» κατάσταση στη βουλή. Το πνεύμα ενότητας αποτυπώθηκε και από το κόμμα της Μελόνι βέβαια, που δήλωσε πρόθυμο να στηρίξει από έξω την προσπάθεια «αν χρειαστεί», σε ένα πνεύμα «εποικοδομητικής αντιπολίτευσης». Ωστόσο οι «Φρατέλι» ήταν αρκετά έξυπνοι να επιλέξουν το ρόλο της μοναδικής αντιπολίτευσης. Η ρητορική της Μελόνι, ενάντια στο κλίμα «ισοπεδωτικής κριτικής σε όποιον επιμένει στην ανάγκη να υπάρχει και αντιπολίτευση στο κοινοβούλιο» ήταν ένα δείγμα γραφής. Είναι βαθιά υποκριτικό και προκαλεί ανατριχίλα να εμφανίζονται πλέον οι νοσταλγοί του Μουσολίνι ως… μοναδικοί υπερασπιστές της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης. Και το χειρότερο είναι ότι -στο τοπίο που δημιουργήθηκε- αυτή η δημαγωγία μπορεί και να αποφέρει εκλογικούς καρπούς για το κόμμα της Μελόνι…

Γιατί αυτή η πανστρατιά;

Τι οδήγησε σε αυτή την απίθανη εθνική ενότητα; Αν η ανατροπή του Κόντε κρίθηκε αναγκαία για να αντικατασταθεί από κάποιον ακόμα πιο «πρόθυμο» κι αδίστακτο, γιατί επιχειρήθηκε να ρυμουλκηθούν οι πάντες πίσω από την κυβέρνηση Ντράγκι, με δυνάμεις πολύ ευρύτερες από το στόχο της άνετης αυτοδυναμίας;

Ασφαλώς το μέγεθος της υγειονομικής και της οικονομικής κρίσης είναι τεράστιο και δημιουργεί κλυδωνισμούς και φόβους. Αλλά η πολιτική κρίση δεν ήταν τόσο δραματική. Δυστυχώς το εργατικό κίνημα στην Ιταλία παραμένει ναρκωμένο, ενώ έχει υποστεί μερικές σκληρές ήττες -πολλές αμαχητί. Η ριζοσπαστική Αριστερά συνεχίζει την μακρά «πορεία στην έρημο». Ο πρώην πρωθυπουργός Κόντε παρέμενε αρκετά δημοφιλής και οι συσχετισμοί σε διάφορες τοπικές εκλογές αποτύπωναν εικόνα «σταθερότητας». Δεν πρόκειται λοιπόν για οχύρωση ενός καθεστώτος που είχε βρεθεί να απειλείται άμεσα από την δράση από τα κάτω και από τα αριστερά.    

Ωστόσο φαίνεται ότι η ιταλική άρχουσα τάξη παίρνει τα μέτρα της για το μέλλον. Η Ιταλία θα πάρει το μεγαλύτερο ποσό από κάθε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ -σε χορηγίες και δάνεια- στα πλαίσια του σχετικού ευρωπαϊκού προγράμματος. Θα κληθεί να κατανείμει 200 δισεκατομμύρια ευρώ σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα «μεταμόρφωσης της ασθενούς ιταλικής οικονομίας». Μια τέτοιου μεγέθους επιχείρηση, είναι αναμενόμενο ότι δεν θα προχωρήσει ανέφελα. Θα πρέπει να λάβει υπόψη την απαίτηση της ΕΕ για μεταρρυθμίσεις και εγγυήσεις ότι οι θηριώδεις πόροι δεν θα «σπαταληθούν» σε «λάθος κατευθύνσεις». Θα πρέπει να λάβει υπόψη τις απαιτήσεις της Κονφιντούστρια, που θέλει να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στο περιεχόμενο ενός τόσο φιλόδοξου προγράμματος. Θα έχει να αντιμετωπίσει ενδοαστικούς ανταγωνισμούς πάνω στη μοιρασιά τόσο ζεστού χρήματος που θα αναδιαμορφώνει το «χάρτη». Θα έχει να αντιμετωπίσει ενδεχομένως το πιεστικό ερώτημα «πού πάνε όλοι αυτοί οι πόροι» από τη μεριά των εργαζομένων και των ανέργων, που θα βλέπουν να βρέχει δισεκατομμύρια ενώ η θέση τους έχει υποβαθμιστεί σε τραγικό επίπεδο.

Για να διαχειριστεί όλες αυτές τις φουρτούνες, απαιτείται αυτή η μέγιστη δυνατή ενότητα, υπό μια «ισχυρή ηγεσία», όπως αυτή εκφράζεται από τον «καθολικής αποδοχής» (στους αστικούς κύκλους) Μάριο Ντράγκι. Διαμάχες μεταξύ «εξωστρεφών» και «παραδοσιακών» κλάδων, μεταξύ «διεθνοποιημένων» εταιριών και «μεσαίων επιχειρήσεων» ταλανίζουν την Ιταλία στην εποχή της κρίσης (κι εξηγούν εν μέρει προηγούμενα γεγονότα όπως η κατάρρευση του Μπερλουσκόνι και η δημιουργία νέων κεντροδεξιών κομματιδίων με τη στήριξη διάφορων βιομηχάνων, η άνοδος του Ρέντσι στο Δημοκρατικό Κόμμα, η πριμοδότηση της Λέγκας ως εκφραστή των μεσαίων επιχειρήσεων του Βορρά κ.ο.κ.). Η κυβέρνηση Ντράγκι καλείται να ενισχύσει το ρόλο του κράτους ως «επιτροπή που διαχειρίζεται τις κοινές υποθέσεις της αστικής τάξης στο σύνολό της». Σε συνάρτηση με το παραπάνω, η κυβέρνηση Ντράγκι καλείται να βάλει τέλος στις τακτικές διαφορές μεταξύ των κομμάτων, που αν και είναι εντός του αστικού πλαισίου, είναι υπαρκτές -σε αποχρώσεις, εμφάσεις, προτεραιότητες- και να επιβάλει πειθαρχία σε «κοινή γραμμή» χωρίς «κακοφωνίες».

Δυσκολίες

Η κυβέρνηση Ντράγκι δείχνει παντοδύναμη, έχοντας καταφέρει να ενσωματώσει σχεδόν όλο το κοινοβούλιο στην προσπάθεια «πειθάρχησης» στους μεγάλους στόχους που μόλις περιγράψαμε. Αλλά αυτή η πολυσυλλεκτικότητα μπορεί και να αποδειχθεί πηγή αδυναμίας μεσοπρόθεσμα. Είναι μεγάλο το ερώτημα της συνοχής αυτού του κακόγουστου «κολάζ». Οι πολιτικοί ανταγωνισμοί, είτε αφορούν ειλικρινείς τακτικές διαφορές, είτε ιδιοτελείς υπολογισμούς πολιτικής επιβίωσης της κάθε «συνιστώσας» της συγκυβέρνησης, δεν θα εξαφανιστούν -ιδιαίτερα όταν προκύψουν οι δυσκολίες της οικονομικής κρίσης ή της λαϊκής δυσαρέσκειας. Θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον Ντράγκι να ικανοποιήσει όλους τους συγκυβερνώντες -στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν κι αυτοί στοιχειωδώς τις διαφορετικές εκλογικές-κοινωνικές τους συμμαχίες. Η ίδια η «μοιρασιά», με τους πλέον κυριολεκτικούς όρους, όσον αφορά το ποια αστικά στρώματα θα ευεργετηθούν και πόσο αλλά και το ποια κόμματα μέσω ποιων υπουργείων θα «οικοδομήσουν» προνομιακές σχέσεις με τους ευεργετημένους μπορεί επίσης να προκαλέσει πονοκεφάλους. Δεν συζητάμε καν τι πρόκειται να γίνει αν αναθερμανθεί η κινηματική αντίσταση απέναντι σε μια τέτοια κυβέρνηση. Δυστυχώς τα συνδικάτα συμμετέχουν και αυτά προς το παρόν στο κλίμα της «μεγάλης εθνικής προσπάθειας» με τον Ντράγκι.   

Γενικότερα, ποιος θα βγει κερδισμένος από τη συμμετοχή σε αυτήν την  κυβέρνηση και ποιος θα χαμένος -με δεδομένες όλες τις «κωλοτούμπες» και τις «ανίερες συμμαχίες» που περιγράψαμε παραπάνω για το κάθε κόμμα ξεχωριστά- είναι ένα τεράστιο ερώτημα. Αξίζει να θυμόμαστε ότι η Ιταλία ήδη βίωνε μια «κρίση εμπιστοσύνης» στα κόμματα, με αποτέλεσμα τις ανατροπές συσχετισμών εις βάρος των παραδοσιακών δυνάμεων και την ανάδειξη των δύο κυβερνήσεων Κόντε (Λέγκα με Κ5Α και έπειτα Δημοκρατικοί Κόμμα με Κ5Α) που και οι δύο θεωρήθηκαν «ανώμαλες καταστάσεις». Στο τέλος της θητείας αυτής της κυβέρνησης-Φρανκεστάιν, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέγεθος που θα πάρει αυτή η κρίση εμπιστοσύνης ή τις κατευθύνσεις που θα αναζητήσει και ποιος πολιτικός συσχετισμός και «χάρτης» θα παρουσιαστεί για την «επόμενη μέρα».

Η αντιπολίτευση από τα κάτω και από τα αριστερά παραμένει μοναδική ελπίδα για να αμφισβητηθούν οι σαρωτικές επιθέσεις που ετοιμάζει ο Ντράγκι, για να μην εμπεδωθεί αυτή η «νέα Ιταλία» που σχεδιάζεται, για να προκληθούν κλυδωνισμοί στις γραμμές της «εξακομματικής-τεχνοκρατικής» κυβέρνησης, για να υπάρξει κάτι θετικό στο νέο πολιτικό-κοινωνικό συσχετισμό που θα προκύψει από όλη αυτή την πρωτόγνωρη περιπέτεια.

Βίος και πολιτεία του Ματέο Ρέντσι

Ο Ματέο Ρέντσι, απέκτησε το προσωνύμιο «Il Rottamatore» (σε ελεύθερη απόδοση «ο μπουλντόζας»), για τη πρόθεσή του να αλλάξει τα πάντα -στο πολιτικό σύστημα, στην ιταλική κοινωνία και στο ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα, εννοείται σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Το 2013-14, κατάφερε να ανατρέψει πρώτα τον Μπερσάνι από την ηγεσία του κόμματος και έπειτα τον Λέτα από την πρωθυπουργία. Ο «μπουλντόζας» βρέθηκε επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης και ενός ακμαίου εκλογικά κόμματος (41% στις ευρωεκλογές του Μάη του 2014).

Εξαπέλυσε την επόμενη διετία άγριες επιθέσεις στα εργασιακά δικαιώματα και στο συνταξιοδοτικό σύστημα. Ακολούθησε μια προσπάθεια «αναμόρφωσης» του ιταλικού συντάγματος, η οποία πέρασε στη Βουλή, αλλά έπρεπε να περάσει και από δημοψήφισμα. Ο Ματέο Ρέντσι έδωσε τα ρέστα του σε αυτήν τη μάχη και δήλωσε ότι αν ηττηθεί θα αποσυρθεί για πάντα από την πολιτική. Μάλλον έδωσε έτσι ένα έξτρα κίνητρο σε πολλούς αναποφάσιστους ψηφοφόρους και το Δεκέμβρη του 2016 υπέστη ταπεινωτική ήττα από το 60% που είπε ΟΧΙ στον ίδιο και τη συνταγματική του μεταρρύθμιση.

Ο Ρέντσι όντως παρέδωσε την πρωθυπουργία στον μέχρι πρότινος υπ. Εξωτερικών, Τζεντιλόνι, μόνο που δεν κράτησε το λόγο του για αποστράτευση. Παρέμεινε στην ηγεσία του κόμματος με μια φαστ-τρακ διαδικασία που οδήγησε στην έξοδο διάφορους «αριστερόστροφους» και το οδήγησε στις νέες κάλπες το Μάρτη του 2018, όπου κατρακύλησε στο… 18,76%. Ο «μπουλντόζας» κατάφερε στη διάρκεια της θητείας του να γκρεμίσει και το Δημοκρατικό Κόμμα.

Δήλωσε ότι στην επόμενη Βουλή, το ΔΚ θα παραμείνει σε θέση αντιπολίτευσης, εξαπολύοντας βέλη κυρίως στους «λαϊκιστές» του Κ5Α, τους άσπονδους εχθρούς του από τα προηγούμενα χρόνια. Έπειτα παραιτήθηκε από την ηγεσία του ΔΚ, την οποία κέρδισε ο Ζινγκαρέτι, ως εκπρόσωπος μιας «αριστερόστροφης» πτέρυγας που ήθελε να απαλλαγεί από την κληρονομιά του «ρεντσισμού». Όταν ξέσπασε η κυβερνητική κρίση της πρώτης κυβέρνησης Κόντε, η ηγεσία Ζινγκαρέτι ήταν πρόθυμη να πάει σε πρόωρες κάλπες, αλλά ο Ρέντσι έκανε στροφή 180 μοιρών στις απόψεις του για το Κ5Α και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να ενορχηστρωθεί τελικά η συγκυβέρνηση μαζί του. Αυτά έγιναν τον Αύγουστο του 2019. Και μόλις ένα μήνα αφού καθοδήγησε το Δημοκρατικό Κόμμα σε αυτή την κυβέρνηση, ο Ρέντσι… αποχώρησε και ίδρυσε το «Ιτάλια Βίβα», μια ιταλική εκδοχή «μακρονισμού». Αν και δημοσκοπικά είναι μια θλιβερή μειοψηφική δύναμη χαμηλών μονοψήφιων ποσοστών, πήρε μαζί του αρκετούς βουλευτές για να κρατά την κυβέρνηση «αιχμάλωτη» και να πυροδοτήσει τελικά την ανατροπή της τον Γενάρη του 2021. Μερίδα του ιταλικού Τύπου παρακολουθούσε εμβρόντητη «τον αντιδημοφιλέστερο πολιτικό ηγέτη στην Ιταλία» να ανατρέπει χωρίς προσχήματα «τον πιο δημοφιλή πολιτικό σήμερα στην Ιταλία». Αλλά ο «μπουλντόζας» ήξερε τι έκανε -και για ποιους το έκανε.

Η Ιταλία αποκτά (ακόμα) μια κυβέρνηση της οποίας «πνευματικός πατέρας» είναι ο Ρέντσι. Όχι κι άσχημα για έναν άνθρωπο που κατεδάφισε εκλογικά το κόμμα του, το εγκατέλειψε για να συγκροτήσει ένα αποτυχημένο κομματίδιο και που  υποτίθεται ότι έχει πάρει «λαϊκή εντολή» να εγκαταλείψει την πολιτική εδώ και 5 χρόνια…

Ετικέτες