Η επαναστατική βία του 1917 ωχριά σε σύγκριση με τη βία στα μέτωπα του Μεγάλου Πολέμου
Ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο βία και πρέπει να την αντιμετωπίσουμε πολιτικά. Το 1917 η βία του πολέμου είχε εξαπλωθεί παντού. Προς το τέλος του Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης, ο Τρότσκι έγραφε:
«Δεν είναι αξιοπαρατήρητο ότι για τα θύματα των κοινωνικών επαναστάσεων αυτοί που αγανακτούν συχνότερα είναι οι ίδιοι εκείνοι που, αν δεν υπήρξαν απευθείας οι αυτουργοί του παγκόσμιου πολέμου, προετοίμασαν τουλάχιστον και εξύμνησαν τα θύματά του, ή ακόμα υπόμειναν να τα βλέπουνε να πέφτουν;». [2]
Οι εκτιμήσεις τοποθετούν τον αριθμό των εμπόλεμων και άμαχων νεκρών κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα σε δεκαπέντε και δεκαοκτώ εκατομμύρια. Στα τέλη του 1917, ένας σοσιαλιστής γιατρός υπολόγιζε ότι «η τρελή πορεία του άρματος του θανάτου» είχε οδηγήσει σε «6.364 νεκρούς την ημέρα, 12.726 τραυματίες και 6.364 ανάπηρους». Η εκτίμησή του μπορεί να μην είναι πολύ ακριβής αλλά αντιλαμβάνεται σωστά τα μεγέθη. Δεν πέθαναν άνθρωποι μόνο από τις ίδιες τις πολεμικές συγκρούσεις αλλά και από την πείνα και τις ασθένειες που τις συνόδευαν.
Η Επανάσταση του Φλεβάρη ξέσπασε την εκατοστή τριακοστή πέμπτη εβδομάδα του πολέμου. Ο Οκτώβρης έφθασε την εκατοστή εβδομηκοστή εβδομάδα. Στις σχεδόν 250 ημέρες που μεσολάβησαν -μια περίοδο η οποία παρουσιάζεται από κάποιους ιστορικούς ως περίοδος επαναστατικής αιματοχυσίας, με περίπου 2500 νεκρούς μάλλον- στην Ευρώπη πρέπει να πέθαναν περίπου ενάμιση εκατομμύριο περισσότεροι άνθρωποι.
Στο Ανατολικό Μέτωπο, τα θύματα του πολέμου μεταξύ Φλεβάρη και Οκτώβρη ήταν λιγότερα, αλλά ξεπέρασαν τους 100.000 παρόλα αυτά. Αυτή η σχετική ειρήνη επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό γιατί τα ρωσικά στρατεύματα είχαν αρχίσει να αποσύρονται, πυροβολώντας μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις όποιον τολμούσε να μπει στον δρόμο τους. Ήταν κι αυτοί φόνοι, αλλά φόνοι που διαπράττονταν για να ξεφύγει κανείς από το θάνατο ή για να προστατεύσει άλλους: η βία είναι περίπλοκο πράγμα.
Επίσης, η βία προσανατολίζεται σε διάφορες κατευθύνσεις. Τον Μάη του 1917, οι πλύστρες τις Πετρούπολης κατέβηκαν σε απεργία. Προσπάθησαν να βγάλουν τους πάντες από τους χώρους εργασίας ρίχνοντας νερό πάνω σε κλιβάνους και σιδερωτήρια. Κάποιοι ιδιοκτήτες αντιθέτως, χρησιμοποίησαν βραστό νερό πάνω στις απεργούς, τις απείλησαν με καυτά σίδερα, τσιμπίδες κι ακόμη και περίστροφα.
Υπάρχουν κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις, γιατί καμία αληθινή επανάσταση δεν είναι αναίμακτη. Αλλά μεγάλο μέρος της βίας έρχεται στη συνέχεια, όταν η παλαιά τάξη πραγμάτων, που στην αρχή είχε αποπροσανατολιστεί, αρχίζει να επιτίθεται.
Το 1917, η βία ήταν περιορισμένη σε σχέση με τη σκληρότητα του Α΄ Παγκοσμίου ή σε σχέση με τον εμφύλιο που θα ακολουθούσε. Μπορούμε μάλιστα να βρούμε και παραδείγματα γενναιόδωρης συμπεριφοράς των επαναστατών απέναντι στους αντιπάλους τους -πράξεις ανόητες, αφού εκείνοι που απελευθερώνονταν προσχωρούσαν γρήγορα στην ένοπλη αντεπανάσταση. Συνεπώς, είναι πολύ απλοϊκό να πούμε ότι «η βία φέρνει βία». Καλύτερο είναι μάλλον να παρουσιάσουμε κάποιους από τους μύθους γύρω από την επαναστατική βία.
Η αιματηρή αναίμακτη επανάσταση
Η επανάσταση του Φλεβάρη φάνηκε να κερδίζει ευρεία υποστήριξη, αλλά ήταν εξαιρετικά βίαιη σε σχέση με άλλα γεγονότα του ίδιου έτους. Στρατός και αστυνομία πυροβολούσαν τα πλήθη, και κάποιοι μέσα από τα πλήθη απαντούσαν στους πυροβολισμούς. Στρατιώτες πυροβολούσαν άλλους στρατιώτες. Οι περισσότερες αναφορές υπολογίζουν τους νεκρούς στην Πετρούπολη σε περίπου χίλιους πεντακόσιους, αλλά είναι πολύ πιθανό να υποτιμούν το πραγματικό κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Όσοι έπεσαν στην υπηρεσία της επανάστασης ανταμείφθηκαν με το μαζικότερο μνημόσυνο που είχε γίνει ποτέ. Σχεδόν η μισή πόλη -ένα εκατομμύριο άνθρωποι- βγήκαν στον δρόμο.
Η παλαιά τάξη είχε τελειώσει. Πλήθη θρηνούσαν και πανηγύριζαν με μια πρωτοφανή αίσθηση αδελφοσύνης. Ακόμη και σήμερα έχουμε την τάση να βλέπουμε τον Φλεβάρη ρόδινα, ίσως γιατί οι διαθέσεις έμελλε να αλλάξουν τόσο γρήγορα μέσα στους επόμενους μήνες.
Η νέα προσωρινή κυβέρνηση — στο αριστερό άκρο του υπόλοιπου κόσμου— ήθελε να εγκαθιδρύσει την πιο προχωρημένη μορφή φιλελεύθερης δημοκρατίας που μπορούσε κανείς να φανταστεί, αλλά έπρεπε να το κάνουν στα ερείπια της παλαιάς τσαρικής τάξης πραγμάτων.
O Αλεξάντερ Κερένσκι[3] θα έγραφε αργότερα, «σε ολόκληρη τη ρωσική επικράτεια δεν υπήρχε όχι μόνο κυβερνητική εξουσία αλλά κυριολεκτικά ούτε ένας αστυνομικός». Οι φυλακές είχαν ανοίξει τον Φλεβάρη και δεν απελευθερώθηκαν μόνο πολιτικοί κρατούμενοι αλλά και χιλιάδες εγκληματίες. Οι άνθρωποι έκαναν επιδρομές στις οπλαποθήκες.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να αναπτύξει νέες πολιτικές, νέους θεσμούς και νέες οργανώσεις για την τήρηση της τάξης, συμπεριλαμβανομένων των λαϊκών πολιτοφυλακών. Κήρυξε αμνηστίες, κατάργησε την ποινή του θανάτους και θεσμοθέτησε το δικαίωμα του συνέρχεσθαι.
Επίσης, ήθελε να αποτελέσει μια γέφυρα ανάμεσα στους έχοντες και τους μη έχοντες. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι οι ελίτ ήθελαν ένα είδος τάξης και ο λαός ένα άλλο. Μερικές μέρες μετά την παραίτηση του Τσάρου ένας αξιωματικός έγραφε «Αυτοί [οι απλοί φαντάροι] νομίζουν ότι τα πράγματα θα πρέπει να γίνουν καλύτερα για αυτούς και χειρότερα για εμάς». Οι δύο πλευρές συγκρούστηκαν γύρω από αυτό που θεωρούσαν τάξη και δικαιοσύνη και γύρω από το είδος ισχύος που θα χρειαζόταν για να τα επιτύχουν.
Τον Απρίλη πια, ο πρίγκιπας Λβοφ, που τότε ήταν πρωθυπουργός, εξέδιδε εγκυκλίους με τις οποίες ικέτευε τον κόσμο να σταματήσει να διαπράττει εγκλήματα. Μία από αυτές γράφει ότι είναι αναγκαίο «με όλη την ισχύ του νόμου, να μπει ένα τέλος σε κάθε εκδήλωση βίας και ληστείας». Σε αυτές τις «ληστείες» περιλαμβάνονταν και οι ληστείες στους δρόμους αλλά η εγκύκλιος εννοούσε επίσης ότι έπρεπε να σταματήσουν τους αγρότες από το να «αρπάζουν» τη γη της αριστοκρατίας.
Η αποκατάσταση της τάξης ήταν σχεδόν αδύνατη. Τοπικοί παράγοντες ανάγκαζαν τις νέες αρχές να δρουν -ή να μην δρουν- με τρόπους που υπέσκαπταν τις οδηγίες της Πετρούπολης. Ακόμη και φτάνοντας στον Οκτώβρη, μόνο τριάντα επτά από τις πενήντα επαρχίες της ευρωπαϊκής Ρωσίας είχαν έστω τις νέες πολιτοφυλακές με αστυνομικά καθήκοντα. Στο μεταξύ, μεγάλα τμήματα του στρατού βρίσκονταν σε αναβρασμό.
Ένας κόσμος ανάποδα
Τις μέρες του Φλεβάρη, ένας εύστροφος εγκληματίας λήστεψε ένα σπίτι δηλώνοντας ότι είναι από μια επαναστατική επιτροπή. Σύντομα ακολούθησαν το παράδειγμά του και άλλοι. Η εγκληματικότητα ανέβηκε παντού.
Τον Οκτώβρη πια, ο Τζον Ριντ [4] έγραφε, «Οι πρωινές εφημερίδες [της Πετρούπολης] ήταν γεμάτες με ιστορίες για κλοπές, τολμηρά εγκλήματα και οι εγκληματίες έμεναν ατιμώρητοι»[5]. Οι άνθρωποι σταμάτησαν να κουβαλούν πολύτιμα αντικείμενα και αμπάρωσαν τις πόρτες τους. Οι εγκληματίες αστειεύονταν ότι τώρα χρειάζονταν αυτοί αστυνομική προστασία, γιατί ήταν οι μόνοι που είχαν τίποτα που άξιζε να κλαπεί.
Η κατάρρευση του στρατού αποτελούσε ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα. Όπου δεν είχε καταρρεύσει παρέμενε σε μεγάλο βαθμό μια δύναμη για την τήρηση της τάξης, αλλά ο έλεγχός του ξεγλιστρούσε από τα χέρια της προσωρινής κυβέρνησης και περνούσε στους επαναστάτες. Στο μεταξύ, η μαζική λιποταξία προκαλούσε σοβαρά προβλήματα βίας, καθώς συμμορίες περιφερόμενων στρατιωτών προσπαθούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους ή να επιβιώσουν στο περιθώριο της ζωής της πόλης.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ότι η επανάσταση είχε γυρίσει τον κόσμο ανάποδα. Η παλιά Ρωσία του σεβασμού και της ευλάβειας είχε εξαφανιστεί. Οι άνθρωποι είχαν φορέσει παντού τις στρατιωτικές και πολιτικές στολές τους, τα σιρίτια και τις επωμίδες, τα κουμπιά, τα παράσημα και τις κορδέλες. Τώρα δεν μπορούσαν να βγουν από τα σπίτια τους χωρίς τον φόβο της βίας.
Αρχικά, οι ελίτ παρακολουθούσαν περιφρονητικά τα γεγονότα, με ένα είδος πικρόχολης θυμηδίας. «Οι κατώτερες τάξεις αντιλαμβάνονταν την επανάσταση σαν ένα είδος πασχαλινού καρναβαλιού», έγραφε ένας σύγχρονος παρατηρητής, «οι υπηρέτες για παράδειγμα, εξαφανίζονταν για μέρες ολόκληρες, έκαναν βόλτες φορώντας κόκκινες κορδέλες, τριγυρνούσαν μέσα σε αυτοκίνητα και επέστρεφαν στο σπίτι το πρωί, ίσα-ίσα για να πλυθούν και να ξαναφύγουν για διασκέδαση».
Αλλά η διάθεση των ελίτ άλλαξε όταν έγινε εμφανές ότι η επανάσταση δεν θα σταματούσε. Οι μάζες δεν ήταν πια παραιτημένες και πατριωτικές, ευγνωμονούσες ακόμη και για ψίχουλα. Συσπειρωμένες τώρα, με τα βρώμικα, νοτισμένα και κουρελιασμένα ρούχα τους, άρχισαν να έχουν απαιτήσεις. Μουρμούριζαν μέσα απ’ τα δόντια τους, έβηχαν, έφτυναν και έβριζαν. Από «πατριωτικός μύθος», έγραφε ο Τρότσκι, ο λαός είχε μετατραπεί σε «φρικτή πραγματικότητα».
Η μεταστροφή της διάθεσης των ελίτ μπορεί να γίνει αισθητή στον τρόπο με τον οποίο περιγράφονται οι καθημερινοί άνθρωποι από τους εξωτερικούς παρατηρητές. Οι ήρωες του Φλεβάρη παρουσιάζονται τώρα ως αδαής όχλος.
Όταν ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ -κομψός Καντέτος[6]- περιέγραφε τις μέρες του Ιούλη[7] στην Πετρούλη, είχε γράψει ότι ο λαός είχε «τα ίδια παρανοϊκά, ηλίθια, ζωώδη πρόσωπα που θυμόμαστε όλοι από τις μέρες του Φλεβάρη». Αντιπροσώπευαν μια «φυσική πλημμύρα» που θα έπρεπε κανείς να τη φοβάται.
Χωρίς αίσθηση της ειρωνείας, οι προνομιούχοι έλεγαν, «μην κάνετε σε εμάς αυτό που κάναμε σε εσάς». Όταν οι αγροτικές κοινότητες απαλλοτρίωναν τη γη, την ξαναμοίραζαν ισότιμα. Σε κάποιες περιπτώσεις, έδωσαν στον προηγούμενο γαιοκτήμονα το μερίδιο που αντιστοιχούσε σε έναν αγρότη. Έχοντας ήδη δει το αρχοντικό του να καίγεται, ο γαιοκτήμονας είναι πιθανό να είδε αυτή την απόφαση ως μια τελευταία πράξη εξευτελισμού. Αλλά για τους αγρότες ήταν απλώς μια χειρονομία φυσικής δικαιοσύνης.
Όταν οι φυλακισμένοι αξιωματικοί διαμαρτύρονταν για τις συνθήκες στο φρούριο της Κροστάνδης, οι νέοι δεσμοφύλακες απαντούσαν, «Είναι αλήθεια ότι τα κτίρια των φυλακών στην Κρονστάνδη είναι φριχτά, όμως αυτές είναι οι ίδιες φυλακές που ο τσαρισμός έχτισε για εμάς».
Ο Τρότσκι, που είχε φυλακιστεί από την προσωρινή κυβέρνηση, δοκίμασε την έκπληξη όταν τον Οκτώβρη οι υποστηριχτές της κυβέρνησης τον ικέτευαν να μην φυλακίσει τους συλληφθέντες υπουργούς στα ίδια μέρη που τον είχαν φυλακίσει εκείνοι. Πράγματι, τους επέτρεψε τον κατ’ οίκον περιορισμό για κάποιο διάστημα.
Η επανάσταση του 1917 δεν είχε να κάνει με αφηρημένα ερωτήματα νόμου και τάξης: οι άνθρωποι έδιναν πραγματικές μάχες για το ποιου ο νόμος και ποιου η τάξη θα επιβαλλόταν στη χώρα.
Σε ποιον ανήκει η γη;
Ο νόμος αναδύεται από τις κοινωνικές και πολιτικές δομές. Μια εφημερίδα υποστήριζε ότι «οι θεμελιώδεις αρχές της κοινωνίας [είναι] η προσωπική ασφάλεια και ο σεβασμός για την ατομική ιδιοκτησία», αλλά ένα πλακάτ σε μια διαδήλωση έγραφε ότι «το δικαίωμα στη ζωή είναι σημαντικότερο από το δικαίωμα στην ιδιοκτησία».
Πουθενά δεν έγινε οξύτερη αυτή η σύγκρουση από όσο στο ζήτημα της ιδιοκτησίας.
Οι περισσότεροι αγρότες θεωρούσαν ότι οι ευγενείς είχαν χρησιμοποιήσει την κρατική εξουσία για να τους πάρουν τη γη. «Η ιδιοκτησία της γης είναι ένα από τα πιο αφύσικα εγκλήματα», αλλά «αυτό το έγκλημα θεωρείται δικαίωμα με βάση τους νόμους των ανθρώπων», έγραφε ένας αυτοδίδακτος χωρικός [8]. «Η αδικία της ατομικής ιδιοκτησίας της γης συνδέεται αναπόφευκτα με το πλήθος των εγκλημάτων και των αδικιών που απαιτούνται για την προστασία της». Η ανάκτηση της γης έγινε ένα είδος αποκατάστασης της αδικίας.
Κάποια μέλη των τοπικών αντιπροσώπων της προσωρινής κυβέρνησης συμμερίζονταν αυτή την άποψη, αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, οι γαιοκτήμονες δεν τη συμμερίζονταν. Στην Πετρούπολη, η κυβέρνηση κρατούσε μια διφορούμενη στάση και υποσχέθηκε μια αγροτική μεταρρύθμιση στο μέλλον. Οι ριζοσπάστες είχαν διαφορετική άποψη. «Υπάρχει μια βασική αντίθεση ανάμεσα στο τι θεωρούμε νόμο και τάξη εμείς και οι αντίπαλοί μας», έλεγε ο Λένιν:
«Μέχρι τώρα νόμιζαν ότι νόμος και τάξη είναι ό,τι συμφέρει τον γαιοκτήμονα και τον γραφειοκράτη, αλλά εμείς υποστηρίζουμε ότι νόμος και τάξη είναι το συμφέρον της πλειοψηφίας των αγροτών. . . Το σημαντικό για εμάς είναι η επαναστατική πρωτοβουλία και οι νόμοι θα έπρεπε να είναι το αποτέλεσμά της. Αν περιμένετε μέχρι να γραφτούν οι νόμοι χωρίς να αναπτύξετε την επαναστατική δράση, τότε δεν θα πάρετε ούτε νόμο ούτε και γη».
Αυτή η άποψη προεικονίζει ένα νέο νομικό σύστημα, από τα κάτω προς τα πάνω.
Στο Κράτος και Επανάσταση, ο Λένιν γράφει εκτενέστερα γύρω από αυτή την αξιοσημείωτη αξίωση. Για να αντιμετωπιστούν οι καταχρήσεις και το έγκλημα, έγραφε:
«Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη μηχανή, ιδιαίτερος μηχανισμός καταπίεσης, αυτό θα το κάνει μόνος του ο ένοπλος λαός με την ίδια απλότητα και ευκολία με την οποία μια οποιαδήποτε ομάδα πολιτισμένων ανθρώπων, ακόμη και στη σημερινή κοινωνία, χωρίζει αυτούς που δέρνονται ή δεν επιτρέπει τη χρήση βίας ενάντια σε μία γυναίκα».[9]
Ο Μαξίμ Γκόργκι διαφώνησε αναφέροντας πόσες φορές είχε δει ανθρώπους στα χωριά να καταφεύγουν πρόθυμα στη βία, ακόμη κι εναντίον γυναικών. Οι ιστορικοί συντάσσονται σε μεγάλο βαθμό με τον Γκόργκι και δεν δίνουν αρκετή προσοχή, παραδόξως, στο αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης ανάμεσα στην παλαιά και τη νέα τάξη.
Μετά τον Φλεβάρη άρχισαν να αναδύονται νέες δυνάμεις επιβολής της τάξης. Τα Σοβιέτ και οι Εργοστασιακές Επιτροπές πολλαπλασιάστηκαν και άρχισαν να οργανώνουν τις δυνάμεις τους, έστω και ανεπαρκώς. Στην Κρονστάνδη, που κάποιοι τη θεωρούσαν ως τον κολοφώνα της επαναστατικής σκληρότητας, τα Σοβιέτ και οι Επιτροπές έκλεισαν τα πορνεία, απαγόρευσαν τη μέθη δημοσία και έθεσαν εκτός νόμου ακόμη και τη χαρτοπαιξία.
Συγκροτήθηκαν και εργατικές πολιτοφυλακές, διαφορετικές από αυτές που ήταν πιστές στην προσωρινή κυβέρνηση. Αυτές οι πολιτοφυλακές εμφανίστηκαν αυθόρμητα στην Πετρούπολη και σε κάποια άλλα μέρη. Με μια δόση υπερβολής ίσως, η Πράβδα υποστήριζε ότι χάρη σε αυτές τις ομάδες «οι βανδαλισμοί εξαφανίστηκαν από τους δρόμους σαν την άμμο που τη σκορπίζει η θύελλα».
Προς τα τέλη Μαρτίου, καθώς η κυβέρνηση προσπαθούσε να δημιουργήσει τη δική της αστυνομική δύναμη, οι εργάτες δημιούργησαν περισσότερες μονάδες της Κόκκινης Φρουράς. Η αριθμητική τους δύναμη δεν ήταν σταθερή αλλά εκτινάχθηκε τον Οκτώβρη. Στις παραμονές της Επανάστασης υπήρχαν μάλλον σε όλη τη Ρωσία.
Νέοι και άπειροι, αν και ίσως πιο αποτελεσματικοί από τις καταρρακωμένες πολιτοφυλακές, χρησίμευσαν ως υπόδειγμα για μια διαφορετική τάξη πραγμάτων. «Ο Τύπος κατηγορούσε τις πολιτοφυλακές για πράξεις βίας, επιτάξεις και παράνομες συλλήψεις», έγραφε ο Τρότσκι:
«Το δίχως άλλο, η πολιτοφυλακή χρησιμοποιούσε βία: ίσα-ίσα γι’ αυτό είχε δημιουργηθεί. Το έγκλημά της ήταν, ωστόσο, ότι μεταχειριζόταν βία απέναντι στους εκπροσώπους της τάξης που δεν ήταν συνηθισμένη να την ανέχεται και δεν ήθελε να εξοικειωθεί μ’ αυτήν».[10]
Οι Επαναστάτες χρησιμοποίησαν και φιλομπολσεβίκικες στρατιωτικές μονάδες, οι οποίες έπαιξαν έναν κεντρικό ρόλο στην Πετρούπολη τον Οκτώβρη. Η σύγκρουση διαφορετικών κοσμοθεωριών αποτυπώνεται και στον τρόπο με τον οποίο περιγράφονται αυτοί οι στρατιώτες. Για την προσωρινή κυβέρνηση ήταν αναξιόπιστοι, αλλά για εκείνους που έσπρωχναν μπροστά την επανάσταση, οι μόνες «αναξιόπιστες μονάδες» ήταν αυτές που εξακολουθούσαν να υποστηρίζουν την κυβέρνηση.
Τάξη από τα κάτω
Για να επιβάλει την τάξη, η προσωρινή κυβέρνηση στράφηκε στη βία. Στο εξής, η διαμαρτυρία στο μέτωπο ενάντια στον πόλεμο θα τιμωρείτο με καταναγκαστικά έργα. Ο Κερένσκι εξαπέλυσε την επίθεση του Ιούνη με την ελπίδα να στηρίξει την πολεμική προσπάθεια των Συμμάχων και να ενισχύσει την τάξη στο εσωτερικό, αλλά πολλοί στρατιώτες αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Στη συνέχεια, τον Ιούλη, σκοτώθηκαν 55 άνθρωποι σε χαοτικές διαμαρτυρίες στην Πετρούπολη.
Η κυβέρνηση χαρακτήρισε αποτυχημένο πραξικόπημα τις μέρες του Ιούλη. Συνέλαβε τον Τρότσκι και εξανάγκασε τον Λένιν στην παρανομία. Στον στρατό εφαρμόστηκε εκ νέου η ποινή του θανάτου, αλλά έγιναν λίγες μόνο εκτελέσεις, γιατί αντιτάχθηκαν τα στρατεύματα.
Οι ανώτερες τάξεις άρχισαν να βλέπουν έναν ισχυρό ηγέτη στο πρόσωπο του Αρχιστράτηγου Κορνίλοφ [11]. Όταν απέτυχε το πραξικόπημά του, η κατάσταση έγινε ακόμη πιο έκρυθμη. Οι απαλλοτριώσεις γης πολλαπλασιάζονταν στην ύπαιθρο και η κυβέρνηση έστειλε τα λιγοστά αξιόπιστα στρατεύματά της για να τις σταματήσει.
Τα γεγονότα του Οκτώβρη διαφέρουν σημαντικά από τη χαοτική βία του Φλεβάρη. Υπήρξαν γύρω στους δεκαπέντε νεκρούς και πενήντα τραυματίες στην Πετρούπολη. Η προσωρινή κυβέρνηση ήταν ένα άδειο κέλυφος. «Μυρίζουμε αποσύνθεση», είπε ένας υπουργός.
Η βία περιορίστηκε χάρη σε μια νέα ανερχόμενη εξουσία: τα Σοβιέτ. Την Κυριακή 22 Οκτώβρη, το καθεστώς του Φλεβάρη είδε εκατοντάδες χιλιάδες να πλημμυρίζουν τους δρόμους για την Ημέρα του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Αν είχαν ξεσπάσει σοβαρές συγκρούσεις, η κυβέρνηση θα μπορούσε να είχε καλέσει το πολύ εικοσιπέντε χιλιάδες ένοπλους υποστηρικτές. Τουλάχιστον εκατό χιλιάδες στρατιώτες ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν για το Σοβιέτ.
Στην πραγματικότητα, οι επαναστάτες κατέλαβαν την εξουσία με αξιοσημείωτη τάξη. Το Σοβιέτ της Πετρούπολης έβγαλε αφίσες που έγραφαν:
«Το Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Αντιπροσώπων της Πετρούπολης αναλαμβάνει τη διατήρηση της επαναστατικής τάξης στην πόλη . . . Η φρουρά της Πετρούπολης δεν θα επιτρέψει τη βία και την αναταραχή. Ο πληθυσμός καλείται να συλλαμβάνει τους βάνδαλους και τους προβοκάτορες εκατομαυρίτες[12] και να τους παραδίδει στους επιτρόπους των Σοβιέτ στον πλησιέστερο στρατώνα».
Όταν έπεσαν τα Χειμερινά Ανάκτορα, οι μπολσεβίκοι διοικητές διέσωσαν τους πρώην υπουργούς από τον τουφεκισμό και αντί γι’ αυτό τους συνέλαβαν. Τα στρατεύματα προχωρούσαν σε ελέγχους των επιτιθέμενων, των αμυνομένων και των κοινών ληστών για να αποτρέψουν τις λεηλασίες.
Το Υπουργείο Πολέμου, που μόλις και μετά βίας εξακολουθούσε να λειτουργεί, συνεχάρη άθελά του τους επαναστάτες σε ένα από τα τελευταία του ανακοινωθέντα:
«Οι στασιαστές διατηρούν την τάξη και την πειθαρχία. Δεν έχουν καθόλου υπάρξει περιπτώσεις καταστροφής ή πογκρόμ. Το αντίθετο μάλιστα, περιπολίες στασιαστών έχουν προχωρήσει στην κράτηση περιπλανώμενων φαντάρων... Το σχέδιο των στασιαστών εκτυλίχθηκε αναμφίβολα απαρέγκλιτα και αρμονικά».
Στις 26 Οκτώβρη, το Σοβιέτ κάλεσε και την υπόλοιπη Ρωσία να προσχωρήσει στη νέα εξουσία: «Όλη η επαναστατική Ρωσία και ολόκληρος ο κόσμος έχουν στραμμένο το βλέμμα τους σε εσάς». Στην Πετρούπολη κατέστρεψαν κελάρια με κρασί για να περιορίσουν τα περιστατικά μέθης μεταξύ των νικητών.
Στη Μόσχα έγιναν σκληρές μάχες και σκοτώθηκαν αρκετές εκατοντάδες. Στην υπόλοιπη χώρα όμως, έλεγε αργότερα ο Λένιν, «μπαίναμε σε όποια πόλη θέλαμε, διακηρύσσαμε την κυβέρνηση των Σοβιέτ και μέσα σε μερικές μέρες περνούσαν στην πλευρά μας τα εννέα δέκατα των εργατών».
Τα πράγματα έγιναν βιαιότερα στην περιφέρεια, εκεί όπου οι υποστηρικτές της προσωρινής κυβέρνησης μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τμήματα του παλαιού στρατού για να αντισταθούν στην Επανάσταση. Το μεγαλύτερο αιματοκύλισμα έγινε εκεί.
Μαθαίνοντας την ωμότητα
Οι Επαναστάσεις είναι βίαιες, αλλά η βία έχει πολλές όψεις. Στις αρχές του 1918, η Ρωσική Επανάσταση φαινόταν νικηφόρα, έκανε έκκληση για ειρήνη και ζήτησε από τους λαούς να ξεσηκωθούν και να την επιβάλουν. Όμως, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν ήθελαν ούτε την ειρήνη ούτε και μια επιτυχημένη επανάσταση στα πόδια τους. Έτσι, οι Κεντρικές Δυνάμεις έσπασαν την εκεχειρία και άσκησαν τη δική τους βία στο Ανατολικό Μέτωπο. Επίσης, υποστήριξαν την αντεπαναστατική βία μέσα στη Ρωσία. Στην πραγματικότητα, χωρίς αυτή την εξωτερική βοήθεια θα ήταν δύσκολο να συντηρηθεί ο εμφύλιος πόλεμος που επακολούθησε.
Στα τέλη του1917, ο πρώην Αρχιστράτηγος Αλεξέεφ κάλεσε τις αντιμπολσεβίκικες δυνάμεις να συγκεντρωθούν στο Ντον και στο Κουμπάν. Μέχρι τον Φλεβάρη του 1918 είχαν εμφανιστεί μόλις 4.000 στρατιώτες. Το προηγούμενο έτος, η τάξη των Ρώσων αξιωματούχων αριθμούσε γύρω στα 250.000 άτομα. Προφανώς, πολύ λίγοι ήταν διατεθειμένοι να συνεχίσουν να πολεμούν. Χωρίς σημαντική στήριξη από το εξωτερικό, αυτοί οι αντεπαναστάτες δεν θα είχαν ούτε την αυτοπεποίθηση ούτε και τα μέσα να συνεχίσουν τον πόλεμο. Στο πλαίσιο αυτό, όπως είπε αργότερα ο Τρότσκι, η επανάσταση αναγκάστηκε κι αυτή να διδαχθεί την ωμότητα.
Σημειώσεις
1. Ο Mike Haynes είναι ένας ιστορικός που εργάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι ένας από τους συγγραφείς του History and Revolution Refuting Revisionism (Verso 2017), μαζί με τους Jim Wolfreys, Daniel Bensaid, Geoff Eley και Marc Ferro.
2. Τρότσκι Λέων, Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης (Ι-ΙΙ), μτφρ. Λ. Μιχαήλ, Αλλαγή, Αθήνα, 1984 (1930), τ. ΙΙ, σ. 600.
3. ΣτΜ. Αλεξάντρ Φιοντόροβιτς Κερένσκι. Δικηγόρος, λαϊκιστής της δεξιάς που πήρε μέρος στην πρώτη προσωρινή κυβέρνηση ως Υπουργός Δικαιοσύνης, στη συνέχεια έγινε Υπουργός Πολέμου και Ναυτικού της κυβέρνησης συνασπισμού τον Μάη του 1917, και τελικά έγινε Πρωθυπουργός μετά τις μέρες του Ιούλη. Παρά τον αμφίβολο ρόλο που έπαιξε στο πραξικόπημα του Kornilov, παρέμεινε πρωθυπουργός μέχρι την επανάσταση του Οκτώβρη. Αρκετές από τις διευκρινιστικές υποσημειώσεις αυτού του άρθρου προέρχονται από το βιβλίο του Νταβίντ Μαντέλ, Εργοστασιακές Επιτροπές και Εργατικός Έλεγχος στην Πετρούπολη το 1917, μτφρ. Σιαμανδούρας Σωτήρης, Red Marks, Αθήνα, 2017 (1993) .
4. ΣτΜ. Ριντ Τζον, ριζοσπάστης αμερικανός δημοσιογράφος που κάλυψε τη μεξικάνικη και τη ρώσικη επανάσταση. Το διάσημο βιβλίο του «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο» είναι το ρεπορτάζ για την επανάσταση του Οκτώβρη. Ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη του κομμουνιστικού κόμματος των ΗΠΑ. Πέθανε στη Ρωσία και τάφηκε στο Κρεμλίνο.
5. Ριντ Τζον, Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, Red Marks, Αθήνα, 2014 (1919), σ. 90.
6. Καντέτοι, κόμμα υπέρ της συνταγματικής δημοκρατίας που στρεφόταν όλο και πιο δεξιά μετά την επανάσταση του 1905 και έγινε το κύριο κόμμα των κατεχουσών τάξεων μετά τον Φλεβάρη του 1917.
7. ΣτΜ. Μέρες του Ιούλη, Στις 3 και 4 Ιούλη, εργάτες και στρατιώτες διαμαρτύρονται για να ωθήσουν τους μετριοπαθείς ηγέτες της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής των Σοβιέτ να πάρουν την εξουσία. Η κυβέρνηση, με τη στήριξη κάποιων μετριοπαθών σοσιαλιστών, απαντά στο κίνημα των εργατών και των μπολσεβίκων με την καταστολή. Η αντίδραση εδραιώνεται για πολλές εβδομάδες.
8. Steinberg Mark D., Voices of Revolution, 1917, Yale University Press, New Haven, 2003.
9. Λένιν Βλαντίμιρ Ίλιτς, Κράτος και Επανάσταση, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1987 (1917), σ.91.
10. Τρότσκι Λέων, Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης (Ι-ΙΙ), μτφρ. Λ. Μιχαήλ, Προμηθέας, Αθήνα, 1961 (1930), τ. Ι, σ. 367.
11. Λαβρ Γκεόργκιεβιτς Κορνίλοφ. Νεαρός στρατηγός που έγινε Ανώτατος Διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων και τέθηκε επικεφαλής του αποτυχημένου πραξικοπήματος της δεξιάς στις 27-31 Αυγούστου 1917. Αυτό το πραξικόπημα υποστηρίχθηκε από πολλούς καντέτους, και αρχικά τουλάχιστον είχε θετική υποδοχή από τον πρωθυπουργό Κερένσκι. Η αποτυχία του, που οφειλόταν στους στρατιώτες και τους ένοπλους εργάτες, συμπεριλαμβανομένων των μπολσεβίκων που είχαν απελευθερωθεί από τη φυλακή, βοήθησε να δημιουργηθούν οι συνθήκες που επέτρεψαν στους μπολσεβίκους να πάρουν την πλειοψηφία στα Σοβιέτ και να ανατρέψουν την κυβέρνηση συνασπισμού. Μετά την απόδρασή του από τη φυλακή, ο Kornilov πέθανε το 1918 πολεμώντας στο πλευρό των Λευκών κατά τη διάρκεια του εμφυλίου.
12. ΣτΜ. Εκατομαυρίτες. Αναφέρονται και ως Μαύροι Εκατό. Ακραίο εθνικιστικό κίνημα, θα λέγαμε πρωτοφασιστικό χωρίς υπερβολή, των αρχών του 20ου αιώνα, που οι ρίζες του βρίσκονται στα 1900 αλλά οι πρώτες οργανώσεις του συγκροτούνται ως όργανα της αντεπανάστασης το 1905. Ρωσοκεντρικό, ξενοφοβικό, αντισημιτικό, αναφανδόν στο πλευρό του Τσάρου και της απολυταρχίας, το κίνημα αυτό χρησιμοποιούσε συστηματικά αυτό που θα ονομάζαμε παρακρατικές τακτικές, δηλαδή βία, βασανιστήρια, δολοφονίες και πογκρόμ.