Η επαναστατική βία του 1917 ωχριά σε σύγκριση με τη βία στα μέτωπα του Μεγάλου Πολέμου

Ζούμε σε έναν κόσμο γε­μά­το βία και πρέ­πει να την αντι­με­τω­πί­σου­με πο­λι­τι­κά. Το 1917 η βία του πο­λέ­μου είχε εξα­πλω­θεί πα­ντού. Προς το τέλος του  Ιστο­ρία της Ρώ­σι­κης Επα­νά­στα­σης, ο Τρό­τσκι έγρα­φε:

«Δεν είναι αξιο­πα­ρα­τή­ρη­το ότι για τα θύ­μα­τα των κοι­νω­νι­κών επα­να­στά­σε­ων αυτοί που αγα­να­κτούν συ­χνό­τε­ρα είναι οι ίδιοι εκεί­νοι που, αν δεν υπήρ­ξαν απευ­θεί­ας οι αυ­τουρ­γοί του πα­γκό­σμιου πο­λέ­μου, προ­ε­τοί­μα­σαν του­λά­χι­στον και εξύ­μνη­σαν τα θύ­μα­τά του, ή ακόμα υπό­μει­ναν να τα βλέ­που­νε να πέ­φτουν;». [2]

Οι εκτι­μή­σεις το­πο­θε­τούν τον  αριθ­μό των εμπό­λε­μων και άμα­χων νε­κρών κατά τον Α΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο ανά­με­σα σε δε­κα­πέ­ντε και δε­κα­ο­κτώ εκα­τομ­μύ­ρια. Στα τέλη του 1917, ένας σο­σια­λι­στής για­τρός υπο­λό­γι­ζε ότι «η τρελή πο­ρεία του άρ­μα­τος του θα­νά­του» είχε οδη­γή­σει σε «6.364 νε­κρούς την ημέρα, 12.726 τραυ­μα­τί­ες και 6.364 ανά­πη­ρους». Η εκτί­μη­σή του μπο­ρεί να μην είναι πολύ ακρι­βής αλλά αντι­λαμ­βά­νε­ται σωστά τα με­γέ­θη. Δεν πέ­θα­ναν άν­θρω­ποι μόνο από τις ίδιες τις πο­λε­μι­κές συ­γκρού­σεις αλλά και από την πείνα και τις ασθέ­νειες που τις συ­νό­δευαν.

Η Επα­νά­στα­ση του Φλε­βά­ρη ξέ­σπα­σε την εκα­το­στή τρια­κο­στή πέμ­πτη εβδο­μά­δα του πο­λέ­μου. Ο Οκτώ­βρης έφθα­σε την εκα­το­στή εβδο­μη­κο­στή εβδο­μά­δα. Στις σχε­δόν 250 ημέ­ρες που με­σο­λά­βη­σαν -μια πε­ρί­ο­δο η οποία πα­ρου­σιά­ζε­ται από κά­ποιους ιστο­ρι­κούς ως πε­ρί­ο­δος επα­να­στα­τι­κής αι­μα­το­χυ­σί­ας, με πε­ρί­που 2500 νε­κρούς μάλ­λον- στην Ευ­ρώ­πη πρέ­πει να πέ­θα­ναν πε­ρί­που ενά­μι­ση εκα­τομ­μύ­ριο πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι.

Στο Ανα­το­λι­κό Μέ­τω­πο, τα θύ­μα­τα του πο­λέ­μου με­τα­ξύ Φλε­βά­ρη και Οκτώ­βρη ήταν λι­γό­τε­ρα, αλλά ξε­πέ­ρα­σαν τους 100.000 πα­ρό­λα αυτά. Αυτή η σχε­τι­κή ει­ρή­νη επι­τεύ­χθη­κε σε με­γά­λο βαθμό γιατί τα ρω­σι­κά στρα­τεύ­μα­τα είχαν αρ­χί­σει να απο­σύ­ρο­νται, πυ­ρο­βο­λώ­ντας μά­λι­στα σε κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις όποιον τολ­μού­σε να μπει στον δρόμο τους.  Ήταν κι αυτοί φόνοι, αλλά φόνοι που δια­πράτ­το­νταν για να ξε­φύ­γει κα­νείς από το θά­να­το ή για να προ­στα­τεύ­σει άλ­λους: η βία είναι πε­ρί­πλο­κο πράγ­μα.

Επί­σης, η βία προ­σα­να­το­λί­ζε­ται σε διά­φο­ρες κα­τευ­θύν­σεις. Τον Μάη του 1917, οι πλύ­στρες τις Πε­τρού­πο­λης κα­τέ­βη­καν σε απερ­γία. Προ­σπά­θη­σαν να βγά­λουν τους πά­ντες από τους χώ­ρους ερ­γα­σί­ας ρί­χνο­ντας νερό πάνω σε κλι­βά­νους και σι­δε­ρω­τή­ρια. Κά­ποιοι ιδιο­κτή­τες αντι­θέ­τως, χρη­σι­μο­ποί­η­σαν βρα­στό νερό πάνω στις απερ­γούς, τις απεί­λη­σαν με καυτά σί­δε­ρα, τσι­μπί­δες κι ακόμη και πε­ρί­στρο­φα.

Υπάρ­χουν κι άλλες τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις, γιατί καμία αλη­θι­νή επα­νά­στα­ση δεν είναι αναί­μα­κτη. Αλλά με­γά­λο μέρος της βίας έρ­χε­ται στη συ­νέ­χεια, όταν η πα­λαιά τάξη πραγ­μά­των, που στην αρχή είχε απο­προ­σα­να­το­λι­στεί, αρ­χί­ζει να επι­τί­θε­ται.

Το 1917, η βία ήταν πε­ριο­ρι­σμέ­νη σε σχέση με τη σκλη­ρό­τη­τα του Α΄ Πα­γκο­σμί­ου ή σε σχέση με τον εμ­φύ­λιο που θα ακο­λου­θού­σε. Μπο­ρού­με μά­λι­στα να βρού­με και πα­ρα­δείγ­μα­τα γεν­ναιό­δω­ρης συ­μπε­ρι­φο­ράς των επα­να­στα­τών απέ­να­ντι στους αντι­πά­λους τους -πρά­ξεις ανό­η­τες, αφού εκεί­νοι που απε­λευ­θε­ρώ­νο­νταν προ­σχω­ρού­σαν γρή­γο­ρα στην ένο­πλη αντε­πα­νά­στα­ση. Συ­νε­πώς, είναι πολύ απλοϊ­κό να πούμε ότι  «η βία φέρ­νει βία». Κα­λύ­τε­ρο είναι μάλ­λον να πα­ρου­σιά­σου­με κά­ποιους από τους μύ­θους γύρω από την επα­να­στα­τι­κή βία.

Η αι­μα­τη­ρή αναί­μα­κτη επα­νά­στα­ση

Η επα­νά­στα­ση του Φλε­βά­ρη φά­νη­κε να κερ­δί­ζει ευ­ρεία υπο­στή­ρι­ξη, αλλά ήταν εξαι­ρε­τι­κά βίαιη σε σχέση με άλλα γε­γο­νό­τα του ίδιου έτους. Στρα­τός και αστυ­νο­μία πυ­ρο­βο­λού­σαν τα πλήθη, και κά­ποιοι μέσα από τα πλήθη απα­ντού­σαν στους πυ­ρο­βο­λι­σμούς. Στρα­τιώ­τες πυ­ρο­βο­λού­σαν άλ­λους στρα­τιώ­τες. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες ανα­φο­ρές υπο­λο­γί­ζουν τους νε­κρούς στην Πε­τρού­πο­λη σε πε­ρί­που χί­λιους πε­ντα­κό­σιους, αλλά είναι πολύ πι­θα­νό να υπο­τι­μούν το πραγ­μα­τι­κό κό­στος σε αν­θρώ­πι­νες ζωές. Όσοι έπε­σαν στην υπη­ρε­σία της επα­νά­στα­σης αντα­μεί­φθη­καν με το μα­ζι­κό­τε­ρο μνη­μό­συ­νο που είχε γίνει ποτέ. Σχε­δόν η μισή πόλη -ένα εκα­τομ­μύ­ριο άν­θρω­ποι- βγή­καν στον δρόμο.

Η πα­λαιά τάξη είχε τε­λειώ­σει. Πλήθη θρη­νού­σαν και πα­νη­γύ­ρι­ζαν με μια πρω­το­φα­νή αί­σθη­ση αδελ­φο­σύ­νης. Ακόμη και σή­με­ρα έχου­με την τάση να βλέ­που­με τον Φλε­βά­ρη ρό­δι­να, ίσως γιατί οι δια­θέ­σεις έμελ­λε να αλ­λά­ξουν τόσο γρή­γο­ρα μέσα στους επό­με­νους μήνες.

Η νέα προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση — στο αρι­στε­ρό άκρο του υπό­λοι­που κό­σμου—  ήθελε να εγκα­θι­δρύ­σει την πιο προ­χω­ρη­μέ­νη μορφή φι­λε­λεύ­θε­ρης δη­μο­κρα­τί­ας που μπο­ρού­σε κα­νείς να φα­ντα­στεί, αλλά έπρε­πε να το κά­νουν στα ερεί­πια της πα­λαιάς τσα­ρι­κής τάξης πραγ­μά­των.

O Αλε­ξά­ντερ Κε­ρέν­σκι[3] θα έγρα­φε αρ­γό­τε­ρα, «σε ολό­κλη­ρη τη ρω­σι­κή επι­κρά­τεια δεν υπήρ­χε όχι μόνο κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία αλλά κυ­ριο­λε­κτι­κά ούτε ένας αστυ­νο­μι­κός». Οι φυ­λα­κές είχαν ανοί­ξει τον Φλε­βά­ρη και δεν απε­λευ­θε­ρώ­θη­καν μόνο πο­λι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι αλλά και χι­λιά­δες εγκλη­μα­τί­ες. Οι άν­θρω­ποι έκα­ναν επι­δρο­μές στις οπλα­πο­θή­κες.

Η κυ­βέρ­νη­ση προ­σπά­θη­σε να ανα­πτύ­ξει νέες πο­λι­τι­κές, νέους θε­σμούς και νέες ορ­γα­νώ­σεις για την τή­ρη­ση της τάξης, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των λαϊ­κών πο­λι­το­φυ­λα­κών. Κή­ρυ­ξε αμνη­στί­ες, κα­τάρ­γη­σε την ποινή του θα­νά­τους και θε­σμο­θέ­τη­σε το δι­καί­ω­μα του συ­νέρ­χε­σθαι.

Επί­σης, ήθελε να απο­τε­λέ­σει μια γέ­φυ­ρα ανά­με­σα στους έχο­ντες και τους μη έχο­ντες. Το πρό­βλη­μα όμως ήταν ότι οι ελίτ ήθε­λαν ένα είδος τάξης και ο λαός ένα άλλο. Με­ρι­κές μέρες μετά την πα­ραί­τη­ση του Τσά­ρου ένας αξιω­μα­τι­κός έγρα­φε «Αυτοί [οι απλοί φα­ντά­ροι] νο­μί­ζουν ότι τα πράγ­μα­τα θα πρέ­πει να γί­νουν κα­λύ­τε­ρα για αυ­τούς και χει­ρό­τε­ρα για εμάς». Οι δύο πλευ­ρές συ­γκρού­στη­καν γύρω από αυτό που θε­ω­ρού­σαν τάξη και δι­καιο­σύ­νη και γύρω από το είδος ισχύ­ος που θα χρεια­ζό­ταν για να τα επι­τύ­χουν.

Τον Απρί­λη πια, ο πρί­γκι­πας Λβοφ, που τότε ήταν πρω­θυ­πουρ­γός, εξέ­δι­δε εγκυ­κλί­ους με τις οποί­ες ικέ­τευε τον κόσμο να στα­μα­τή­σει να δια­πράτ­τει εγκλή­μα­τα. Μία από αυτές γρά­φει ότι είναι ανα­γκαίο «με όλη την ισχύ του νόμου, να μπει ένα τέλος σε κάθε εκ­δή­λω­ση βίας και λη­στεί­ας». Σε αυτές τις «λη­στεί­ες» πε­ρι­λαμ­βά­νο­νταν και οι λη­στεί­ες στους δρό­μους αλλά η εγκύ­κλιος εν­νο­ού­σε επί­σης ότι έπρε­πε να στα­μα­τή­σουν τους αγρό­τες από το να «αρ­πά­ζουν» τη γη της αρι­στο­κρα­τί­ας.

Η απο­κα­τά­στα­ση της τάξης ήταν σχε­δόν αδύ­να­τη. Το­πι­κοί πα­ρά­γο­ντες ανά­γκα­ζαν τις νέες αρχές να δρουν -ή να μην δρουν- με τρό­πους που υπέ­σκα­πταν τις οδη­γί­ες της Πε­τρού­πο­λης. Ακόμη και φτά­νο­ντας στον Οκτώ­βρη, μόνο τριά­ντα επτά από τις πε­νή­ντα επαρ­χί­ες της ευ­ρω­παϊ­κής Ρω­σί­ας είχαν έστω τις νέες πο­λι­το­φυ­λα­κές με αστυ­νο­μι­κά κα­θή­κο­ντα. Στο με­τα­ξύ, με­γά­λα τμή­μα­τα του στρα­τού βρί­σκο­νταν σε ανα­βρα­σμό.

Ένας κό­σμος ανά­πο­δα

Τις μέρες του Φλε­βά­ρη, ένας εύ­στρο­φος εγκλη­μα­τί­ας λή­στε­ψε ένα σπίτι δη­λώ­νο­ντας ότι είναι από μια επα­να­στα­τι­κή επι­τρο­πή. Σύ­ντο­μα ακο­λού­θη­σαν το πα­ρά­δειγ­μά του και άλλοι. Η εγκλη­μα­τι­κό­τη­τα ανέ­βη­κε πα­ντού.

Τον Οκτώ­βρη πια, ο Τζον Ριντ [4] έγρα­φε, «Οι πρω­ι­νές εφη­με­ρί­δες [της Πε­τρού­πο­λης] ήταν γε­μά­τες με ιστο­ρί­ες για κλο­πές, τολ­μη­ρά εγκλή­μα­τα και οι εγκλη­μα­τί­ες έμε­ναν ατι­μώ­ρη­τοι»[5]. Οι άν­θρω­ποι στα­μά­τη­σαν να κου­βα­λούν πο­λύ­τι­μα αντι­κεί­με­να και αμπά­ρω­σαν τις πόρ­τες τους. Οι εγκλη­μα­τί­ες αστειεύ­ο­νταν ότι τώρα χρειά­ζο­νταν αυτοί αστυ­νο­μι­κή προ­στα­σία, γιατί ήταν οι μόνοι που είχαν τί­πο­τα που άξιζε να κλα­πεί.

Η κα­τάρ­ρευ­ση του στρα­τού απο­τε­λού­σε ακόμη με­γα­λύ­τε­ρο πρό­βλη­μα. Όπου δεν είχε κα­ταρ­ρεύ­σει πα­ρέ­με­νε σε με­γά­λο βαθμό μια δύ­να­μη για την τή­ρη­ση της τάξης, αλλά ο έλεγ­χός του ξε­γλι­στρού­σε από τα χέρια της προ­σω­ρι­νής κυ­βέρ­νη­σης και περ­νού­σε στους επα­να­στά­τες. Στο με­τα­ξύ, η μα­ζι­κή λι­πο­τα­ξία προ­κα­λού­σε σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα βίας, καθώς συμ­μο­ρί­ες πε­ρι­φε­ρό­με­νων στρα­τιω­τών προ­σπα­θού­σαν να επι­στρέ­ψουν στα σπί­τια τους ή να επι­βιώ­σουν στο πε­ρι­θώ­ριο της ζωής της πόλης.

Ωστό­σο, το με­γα­λύ­τε­ρο πρό­βλη­μα ήταν ότι η επα­νά­στα­ση είχε γυ­ρί­σει τον κόσμο ανά­πο­δα. Η παλιά Ρωσία του σε­βα­σμού και της ευ­λά­βειας είχε εξα­φα­νι­στεί. Οι άν­θρω­ποι είχαν φο­ρέ­σει πα­ντού τις στρα­τιω­τι­κές και πο­λι­τι­κές στο­λές τους, τα σι­ρί­τια και τις επω­μί­δες, τα κου­μπιά, τα πα­ρά­ση­μα και τις κορ­δέ­λες. Τώρα δεν μπο­ρού­σαν να βγουν από τα σπί­τια τους χωρίς τον φόβο της βίας.

Αρ­χι­κά, οι ελίτ πα­ρα­κο­λου­θού­σαν πε­ρι­φρο­νη­τι­κά τα γε­γο­νό­τα, με ένα είδος πι­κρό­χο­λης θυ­μη­δί­ας. «Οι κα­τώ­τε­ρες τά­ξεις αντι­λαμ­βά­νο­νταν την επα­νά­στα­ση σαν ένα είδος πα­σχα­λι­νού καρ­να­βα­λιού»,  έγρα­φε ένας σύγ­χρο­νος πα­ρα­τη­ρη­τής, «οι υπη­ρέ­τες για πα­ρά­δειγ­μα, εξα­φα­νί­ζο­νταν για μέρες ολό­κλη­ρες, έκα­ναν βόλ­τες φο­ρώ­ντας κόκ­κι­νες κορ­δέ­λες, τρι­γυρ­νού­σαν μέσα σε αυ­το­κί­νη­τα και επέ­στρε­φαν στο σπίτι το πρωί, ίσα-ίσα για να πλυ­θούν και να ξα­να­φύ­γουν για δια­σκέ­δα­ση».

Αλλά η διά­θε­ση των ελίτ άλ­λα­ξε όταν έγινε εμ­φα­νές ότι η επα­νά­στα­ση δεν θα στα­μα­τού­σε. Οι μάζες δεν ήταν πια πα­ραι­τη­μέ­νες και πα­τριω­τι­κές, ευ­γνω­μο­νού­σες ακόμη και για ψί­χου­λα. Συ­σπει­ρω­μέ­νες τώρα, με τα βρώ­μι­κα, νο­τι­σμέ­να και κου­ρε­λια­σμέ­να ρούχα τους, άρ­χι­σαν να έχουν απαι­τή­σεις. Μουρ­μού­ρι­ζαν μέσα απ’ τα δό­ντια τους, έβη­χαν, έφτυ­ναν και έβρι­ζαν. Από «πα­τριω­τι­κός μύθος», έγρα­φε ο Τρό­τσκι, ο λαός είχε με­τα­τρα­πεί σε «φρι­κτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα».

Η με­τα­στρο­φή της διά­θε­σης των ελίτ μπο­ρεί να γίνει αι­σθη­τή στον τρόπο με τον οποίο πε­ρι­γρά­φο­νται οι κα­θη­με­ρι­νοί άν­θρω­ποι από τους εξω­τε­ρι­κούς πα­ρα­τη­ρη­τές. Οι ήρωες του Φλε­βά­ρη πα­ρου­σιά­ζο­νται τώρα ως αδαής όχλος.

Όταν ο Βλα­ντι­μίρ Να­μπό­κοφ -κομ­ψός  Κα­ντέ­τος[6]- πε­ριέ­γρα­φε τις μέρες του Ιούλη[7] στην Πε­τρού­λη, είχε γρά­ψει ότι ο λαός είχε «τα ίδια πα­ρα­νοϊ­κά, ηλί­θια, ζωώδη πρό­σω­πα που θυ­μό­μα­στε όλοι από τις μέρες του Φλε­βά­ρη». Αντι­προ­σώ­πευαν μια «φυ­σι­κή πλημ­μύ­ρα» που θα έπρε­πε κα­νείς να τη φο­βά­ται.

Χωρίς αί­σθη­ση της ει­ρω­νεί­ας, οι προ­νο­μιού­χοι έλε­γαν, «μην κά­νε­τε σε εμάς αυτό που κά­να­με σε εσάς». Όταν οι αγρο­τι­κές κοι­νό­τη­τες απαλ­λο­τρί­ω­ναν τη γη, την ξα­να­μοί­ρα­ζαν ισό­τι­μα. Σε κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις, έδω­σαν στον προη­γού­με­νο γαιο­κτή­μο­να το με­ρί­διο που αντι­στοι­χού­σε σε έναν αγρό­τη. Έχο­ντας ήδη δει το αρ­χο­ντι­κό του να καί­γε­ται, ο γαιο­κτή­μο­νας είναι πι­θα­νό να είδε αυτή την από­φα­ση ως μια τε­λευ­ταία πράξη εξευ­τε­λι­σμού. Αλλά για τους αγρό­τες ήταν απλώς μια χει­ρο­νο­μία φυ­σι­κής δι­καιο­σύ­νης.

Όταν οι φυ­λα­κι­σμέ­νοι αξιω­μα­τι­κοί δια­μαρ­τύ­ρο­νταν για τις συν­θή­κες στο φρού­ριο της Κρο­στάν­δης, οι νέοι δε­σμο­φύ­λα­κες απα­ντού­σαν, «Είναι αλή­θεια ότι τα κτί­ρια των φυ­λα­κών στην Κρον­στάν­δη είναι φρι­χτά, όμως αυτές είναι οι ίδιες φυ­λα­κές που ο τσα­ρι­σμός έχτι­σε για εμάς».

Ο Τρό­τσκι, που είχε φυ­λα­κι­στεί από την προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση, δο­κί­μα­σε την έκ­πλη­ξη όταν τον Οκτώ­βρη οι υπο­στη­ρι­χτές της κυ­βέρ­νη­σης τον ικέ­τευαν να μην φυ­λα­κί­σει τους συλ­λη­φθέ­ντες υπουρ­γούς στα ίδια μέρη που τον είχαν φυ­λα­κί­σει εκεί­νοι. Πράγ­μα­τι, τους επέ­τρε­ψε τον κατ’ οίκον πε­ριο­ρι­σμό για κά­ποιο διά­στη­μα.

Η επα­νά­στα­ση του 1917 δεν είχε να κάνει με αφη­ρη­μέ­να ερω­τή­μα­τα νόμου και τάξης: οι άν­θρω­ποι έδι­ναν πραγ­μα­τι­κές μάχες για το ποιου ο νόμος και ποιου η τάξη θα επι­βαλ­λό­ταν στη χώρα.

Σε ποιον ανή­κει η γη;

Ο νόμος ανα­δύ­ε­ται από τις κοι­νω­νι­κές και πο­λι­τι­κές δομές. Μια εφη­με­ρί­δα υπο­στή­ρι­ζε ότι «οι θε­με­λιώ­δεις αρχές της κοι­νω­νί­ας [είναι] η προ­σω­πι­κή ασφά­λεια και ο σε­βα­σμός για την ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία», αλλά ένα πλα­κάτ σε μια δια­δή­λω­ση έγρα­φε ότι «το δι­καί­ω­μα στη ζωή είναι ση­μα­ντι­κό­τε­ρο από το δι­καί­ω­μα στην ιδιο­κτη­σία».

Που­θε­νά δεν έγινε οξύ­τε­ρη αυτή η σύ­γκρου­ση από όσο στο ζή­τη­μα της ιδιο­κτη­σί­ας.

Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι αγρό­τες θε­ω­ρού­σαν ότι οι ευ­γε­νείς είχαν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει την κρα­τι­κή εξου­σία για να τους πά­ρουν τη γη. «Η ιδιο­κτη­σία της γης είναι ένα από τα πιο αφύ­σι­κα εγκλή­μα­τα», αλλά «αυτό το έγκλη­μα θε­ω­ρεί­ται δι­καί­ω­μα με βάση τους νό­μους των αν­θρώ­πων», έγρα­φε ένας αυ­το­δί­δα­κτος χω­ρι­κός [8]. «Η αδι­κία της ατο­μι­κής ιδιο­κτη­σί­ας της γης συν­δέ­ε­ται ανα­πό­φευ­κτα με το πλή­θος των  εγκλη­μά­των και των αδι­κιών που απαι­τού­νται για την προ­στα­σία της». Η ανά­κτη­ση της γης έγινε ένα είδος απο­κα­τά­στα­σης της αδι­κί­ας.

            Κά­ποια μέλη των το­πι­κών αντι­προ­σώ­πων της προ­σω­ρι­νής κυ­βέρ­νη­σης συμ­με­ρί­ζο­νταν αυτή την άποψη, αλλά, όπως ήταν ανα­με­νό­με­νο, οι γαιο­κτή­μο­νες δεν τη συμ­με­ρί­ζο­νταν. Στην Πε­τρού­πο­λη, η κυ­βέρ­νη­ση κρα­τού­σε μια δι­φο­ρού­με­νη στάση και υπο­σχέ­θη­κε μια αγρο­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση στο μέλ­λον. Οι ρι­ζο­σπά­στες είχαν δια­φο­ρε­τι­κή άποψη. «Υπάρ­χει μια βα­σι­κή αντί­θε­ση ανά­με­σα στο τι θε­ω­ρού­με νόμο και τάξη εμείς και οι αντί­πα­λοί μας», έλεγε ο Λένιν:

«Μέχρι τώρα νό­μι­ζαν ότι νόμος και τάξη είναι ό,τι συμ­φέ­ρει τον γαιο­κτή­μο­να και τον γρα­φειο­κρά­τη, αλλά εμείς υπο­στη­ρί­ζου­με ότι νόμος και τάξη είναι το συμ­φέ­ρον της πλειο­ψη­φί­ας των αγρο­τών. . .  Το ση­μα­ντι­κό για εμάς είναι η επα­να­στα­τι­κή πρω­το­βου­λία και οι νόμοι θα έπρε­πε να είναι το απο­τέ­λε­σμά της. Αν πε­ρι­μέ­νε­τε μέχρι να γρα­φτούν οι νόμοι χωρίς να ανα­πτύ­ξε­τε την επα­να­στα­τι­κή δράση, τότε δεν θα πά­ρε­τε ούτε νόμο ούτε και γη».

Αυτή η άποψη προει­κο­νί­ζει ένα νέο νο­μι­κό σύ­στη­μα, από τα κάτω προς τα πάνω.

Στο Κρά­τος και Επα­νά­στα­ση, ο Λένιν γρά­φει εκτε­νέ­στε­ρα γύρω από αυτή την αξιο­ση­μεί­ω­τη αξί­ω­ση. Για να αντι­με­τω­πι­στούν οι κα­τα­χρή­σεις και το έγκλη­μα, έγρα­φε:

«Δεν χρειά­ζε­ται ιδιαί­τε­ρη μη­χα­νή, ιδιαί­τε­ρος μη­χα­νι­σμός κα­τα­πί­ε­σης, αυτό θα το κάνει μόνος του ο ένο­πλος λαός με την ίδια απλό­τη­τα και ευ­κο­λία με την οποία μια οποια­δή­πο­τε ομάδα πο­λι­τι­σμέ­νων αν­θρώ­πων, ακόμη και στη ση­με­ρι­νή κοι­νω­νία, χω­ρί­ζει αυ­τούς που δέρ­νο­νται ή δεν επι­τρέ­πει τη χρήση βίας ενά­ντια σε μία γυ­ναί­κα».[9]

Ο Μαξίμ Γκόρ­γκι δια­φώ­νη­σε ανα­φέ­ρο­ντας πόσες φορές είχε δει αν­θρώ­πους στα χωριά να κα­τα­φεύ­γουν πρό­θυ­μα στη βία, ακόμη κι ενα­ντί­ον γυ­ναι­κών. Οι ιστο­ρι­κοί συ­ντάσ­σο­νται σε με­γά­λο βαθμό με τον Γκόρ­γκι και δεν δί­νουν αρ­κε­τή προ­σο­χή, πα­ρα­δό­ξως, στο απο­τέ­λε­σμα αυτής της σύ­γκρου­σης ανά­με­σα στην πα­λαιά και τη νέα τάξη.

Μετά τον Φλε­βά­ρη άρ­χι­σαν να ανα­δύ­ο­νται νέες δυ­νά­μεις επι­βο­λής της τάξης. Τα Σο­βιέτ και οι Ερ­γο­στα­σια­κές Επι­τρο­πές πολ­λα­πλα­σιά­στη­καν και άρ­χι­σαν να ορ­γα­νώ­νουν τις δυ­νά­μεις τους, έστω και ανε­παρ­κώς. Στην Κρον­στάν­δη, που κά­ποιοι τη θε­ω­ρού­σαν ως τον κο­λο­φώ­να της επα­να­στα­τι­κής σκλη­ρό­τη­τας, τα Σο­βιέτ και οι Επι­τρο­πές έκλει­σαν τα πορ­νεία, απα­γό­ρευ­σαν τη μέθη δη­μο­σία και έθε­σαν εκτός νόμου ακόμη και τη χαρ­το­παι­ξία.

Συ­γκρο­τή­θη­καν και ερ­γα­τι­κές πο­λι­το­φυ­λα­κές, δια­φο­ρε­τι­κές από αυτές που ήταν πι­στές στην προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση. Αυτές οι πο­λι­το­φυ­λα­κές εμ­φα­νί­στη­καν αυ­θόρ­μη­τα στην Πε­τρού­πο­λη και σε κά­ποια άλλα μέρη. Με μια δόση υπερ­βο­λής ίσως, η Πρά­βδα υπο­στή­ρι­ζε ότι χάρη σε αυτές τις ομά­δες «οι βαν­δα­λι­σμοί εξα­φα­νί­στη­καν από τους δρό­μους σαν την άμμο που τη σκορ­πί­ζει η θύ­ελ­λα».

            Προς τα τέλη Μαρ­τί­ου, καθώς η κυ­βέρ­νη­ση προ­σπα­θού­σε να δη­μιουρ­γή­σει τη δική της αστυ­νο­μι­κή δύ­να­μη, οι ερ­γά­τες δη­μιούρ­γη­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρες μο­νά­δες της Κόκ­κι­νης Φρου­ράς. Η αριθ­μη­τι­κή τους δύ­να­μη δεν ήταν στα­θε­ρή αλλά εκτι­νά­χθη­κε τον Οκτώ­βρη. Στις πα­ρα­μο­νές της Επα­νά­στα­σης υπήρ­χαν μάλ­λον σε όλη τη Ρωσία.

            Νέοι και άπει­ροι, αν και ίσως πιο απο­τε­λε­σμα­τι­κοί από τις κα­ταρ­ρα­κω­μέ­νες πο­λι­το­φυ­λα­κές,  χρη­σί­μευ­σαν ως υπό­δειγ­μα για μια δια­φο­ρε­τι­κή τάξη πραγ­μά­των.  «Ο Τύπος κα­τη­γο­ρού­σε τις πο­λι­το­φυ­λα­κές για πρά­ξεις βίας, επι­τά­ξεις και πα­ρά­νο­μες συλ­λή­ψεις», έγρα­φε ο Τρό­τσκι:

«Το δίχως άλλο, η πο­λι­το­φυ­λα­κή χρη­σι­μο­ποιού­σε βία: ίσα-ίσα γι’ αυτό είχε δη­μιουρ­γη­θεί. Το έγκλη­μά της ήταν, ωστό­σο, ότι με­τα­χει­ρι­ζό­ταν βία απέ­να­ντι στους εκ­προ­σώ­πους της τάξης που δεν ήταν συ­νη­θι­σμέ­νη να την ανέ­χε­ται και δεν ήθελε να εξοι­κειω­θεί μ’ αυτήν».[10]

Οι Επα­να­στά­τες χρη­σι­μο­ποί­η­σαν και φι­λο­μπολ­σε­βί­κι­κες στρα­τιω­τι­κές μο­νά­δες, οι οποί­ες έπαι­ξαν έναν κε­ντρι­κό ρόλο στην Πε­τρού­πο­λη τον Οκτώ­βρη. Η σύ­γκρου­ση δια­φο­ρε­τι­κών κο­σμο­θε­ω­ριών απο­τυ­πώ­νε­ται και στον τρόπο με τον οποίο πε­ρι­γρά­φο­νται αυτοί οι στρα­τιώ­τες. Για την προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση ήταν ανα­ξιό­πι­στοι, αλλά για εκεί­νους που έσπρω­χναν μπρο­στά την επα­νά­στα­ση, οι μόνες «ανα­ξιό­πι­στες μο­νά­δες» ήταν αυτές που εξα­κο­λου­θού­σαν να υπο­στη­ρί­ζουν την κυ­βέρ­νη­ση.

Τάξη από τα κάτω

Για να επι­βά­λει την τάξη, η προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση στρά­φη­κε στη βία. Στο εξής, η δια­μαρ­τυ­ρία στο μέ­τω­πο ενά­ντια στον πό­λε­μο θα τι­μω­ρεί­το με κα­τα­να­γκα­στι­κά έργα. Ο Κε­ρέν­σκι εξα­πέ­λυ­σε την επί­θε­ση του Ιούνη με την ελ­πί­δα να στη­ρί­ξει την πο­λε­μι­κή προ­σπά­θεια των Συμ­μά­χων και να ενι­σχύ­σει την τάξη στο εσω­τε­ρι­κό, αλλά πολ­λοί στρα­τιώ­τες αρ­νή­θη­καν να πο­λε­μή­σουν. Στη συ­νέ­χεια, τον Ιούλη, σκο­τώ­θη­καν 55 άν­θρω­ποι σε χα­ο­τι­κές δια­μαρ­τυ­ρί­ες στην Πε­τρού­πο­λη.

            Η κυ­βέρ­νη­ση χα­ρα­κτή­ρι­σε απο­τυ­χη­μέ­νο πρα­ξι­κό­πη­μα τις μέρες του Ιούλη. Συ­νέ­λα­βε τον Τρό­τσκι και εξα­νά­γκα­σε τον Λένιν στην πα­ρα­νο­μία. Στον στρα­τό εφαρ­μό­στη­κε εκ νέου η ποινή του θα­νά­του, αλλά έγι­ναν λίγες μόνο εκτε­λέ­σεις, γιατί αντι­τά­χθη­καν τα στρα­τεύ­μα­τα.

            Οι ανώ­τε­ρες τά­ξεις άρ­χι­σαν να βλέ­πουν έναν ισχυ­ρό ηγέτη στο πρό­σω­πο του Αρ­χι­στρά­τη­γου Κορ­νί­λοφ [11]. Όταν απέ­τυ­χε το πρα­ξι­κό­πη­μά του, η κα­τά­στα­ση έγινε ακόμη πιο έκρυθ­μη. Οι απαλ­λο­τριώ­σεις γης πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νταν στην ύπαι­θρο και η κυ­βέρ­νη­ση έστει­λε τα λι­γο­στά αξιό­πι­στα στρα­τεύ­μα­τά της για να τις στα­μα­τή­σει.

            Τα γε­γο­νό­τα του Οκτώ­βρη δια­φέ­ρουν ση­μα­ντι­κά από τη χα­ο­τι­κή βία του Φλε­βά­ρη. Υπήρ­ξαν γύρω στους δε­κα­πέ­ντε νε­κρούς και πε­νή­ντα τραυ­μα­τί­ες στην Πε­τρού­πο­λη. Η προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση ήταν ένα άδειο κέ­λυ­φος. «Μυ­ρί­ζου­με απο­σύν­θε­ση», είπε ένας υπουρ­γός.

Η βία πε­ριο­ρί­στη­κε χάρη σε μια νέα ανερ­χό­με­νη εξου­σία: τα Σο­βιέτ. Την Κυ­ρια­κή 22 Οκτώ­βρη, το κα­θε­στώς του Φλε­βά­ρη είδε εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες να πλημ­μυ­ρί­ζουν τους δρό­μους για την Ημέρα του Σο­βιέτ της Πε­τρού­πο­λης. Αν είχαν ξε­σπά­σει σο­βα­ρές συ­γκρού­σεις, η κυ­βέρ­νη­ση θα μπο­ρού­σε να είχε κα­λέ­σει το πολύ ει­κο­σι­πέ­ντε χι­λιά­δες ένο­πλους υπο­στη­ρι­κτές. Του­λά­χι­στον εκατό χι­λιά­δες στρα­τιώ­τες ήταν έτοι­μοι να πο­λε­μή­σουν για το Σο­βιέτ.

            Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οι επα­να­στά­τες κα­τέ­λα­βαν την εξου­σία με αξιο­ση­μεί­ω­τη τάξη. Το Σο­βιέτ της Πε­τρού­πο­λης έβγα­λε αφί­σες που έγρα­φαν:

«Το Σο­βιέτ των Ερ­γα­τών και Στρα­τιω­τών Αντι­προ­σώ­πων της Πε­τρού­πο­λης ανα­λαμ­βά­νει τη δια­τή­ρη­ση της επα­να­στα­τι­κής τάξης στην πόλη . . . Η φρου­ρά της Πε­τρού­πο­λης δεν θα επι­τρέ­ψει τη βία και την ανα­τα­ρα­χή. Ο πλη­θυ­σμός κα­λεί­ται να συλ­λαμ­βά­νει τους βάν­δα­λους και τους προ­βο­κά­το­ρες εκα­το­μαυ­ρί­τες[12] και να τους πα­ρα­δί­δει στους επι­τρό­πους των Σο­βιέτ στον πλη­σιέ­στε­ρο στρα­τώ­να».

Όταν έπε­σαν τα Χει­με­ρι­νά Ανά­κτο­ρα, οι μπολ­σε­βί­κοι διοι­κη­τές διέ­σω­σαν τους πρώην υπουρ­γούς από τον του­φε­κι­σμό και αντί γι’ αυτό τους συ­νέ­λα­βαν. Τα στρα­τεύ­μα­τα προ­χω­ρού­σαν σε ελέγ­χους των επι­τι­θέ­με­νων, των αμυ­νο­μέ­νων και των κοι­νών λη­στών για να απο­τρέ­ψουν τις λε­η­λα­σί­ες.

Το Υπουρ­γείο Πο­λέ­μου, που μόλις και μετά βίας εξα­κο­λου­θού­σε να λει­τουρ­γεί, συ­νε­χά­ρη άθελά του τους επα­να­στά­τες σε ένα από τα τε­λευ­ταία του ανα­κοι­νω­θέ­ντα:

«Οι στα­σια­στές δια­τη­ρούν την τάξη και την πει­θαρ­χία. Δεν έχουν κα­θό­λου υπάρ­ξει πε­ρι­πτώ­σεις κα­τα­στρο­φής ή πο­γκρόμ. Το αντί­θε­το μά­λι­στα, πε­ρι­πο­λί­ες στα­σια­στών έχουν προ­χω­ρή­σει στην κρά­τη­ση πε­ρι­πλα­νώ­με­νων φα­ντά­ρων... Το σχέ­διο των στα­σια­στών εκτυ­λί­χθη­κε αναμ­φί­βο­λα απα­ρέ­γκλι­τα και αρ­μο­νι­κά».

Στις 26 Οκτώ­βρη, το Σο­βιέτ κά­λε­σε και την υπό­λοι­πη Ρωσία να προ­σχω­ρή­σει στη νέα εξου­σία: «Όλη η επα­να­στα­τι­κή Ρωσία και ολό­κλη­ρος ο κό­σμος έχουν στραμ­μέ­νο το βλέμ­μα τους σε εσάς». Στην Πε­τρού­πο­λη κα­τέ­στρε­ψαν κε­λά­ρια με κρασί για να πε­ριο­ρί­σουν τα πε­ρι­στα­τι­κά μέθης με­τα­ξύ των νι­κη­τών.

Στη Μόσχα έγι­ναν σκλη­ρές μάχες και σκο­τώ­θη­καν αρ­κε­τές εκα­το­ντά­δες. Στην υπό­λοι­πη χώρα όμως, έλεγε αρ­γό­τε­ρα ο Λένιν, «μπαί­να­με σε όποια πόλη θέ­λα­με, δια­κη­ρύσ­σα­με την κυ­βέρ­νη­ση των Σο­βιέτ και μέσα σε με­ρι­κές μέρες περ­νού­σαν στην πλευ­ρά μας τα εννέα δέ­κα­τα των ερ­γα­τών».

Τα πράγ­μα­τα έγι­ναν βιαιό­τε­ρα στην πε­ρι­φέ­ρεια, εκεί όπου οι υπο­στη­ρι­κτές της προ­σω­ρι­νής κυ­βέρ­νη­σης μπο­ρού­σαν να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τμή­μα­τα του πα­λαιού στρα­τού για να αντι­στα­θούν στην Επα­νά­στα­ση. Το με­γα­λύ­τε­ρο αι­μα­το­κύ­λι­σμα έγινε εκεί.

Μα­θαί­νο­ντας την ωμό­τη­τα

Οι Επα­να­στά­σεις είναι βί­αιες, αλλά η βία έχει πολ­λές όψεις. Στις αρχές του 1918, η Ρω­σι­κή Επα­νά­στα­ση φαι­νό­ταν νι­κη­φό­ρα, έκανε έκ­κλη­ση για ει­ρή­νη και ζή­τη­σε από τους λαούς να ξε­ση­κω­θούν και να την επι­βά­λουν. Όμως, οι ευ­ρω­παϊ­κές δυ­νά­μεις δεν ήθε­λαν ούτε την ει­ρή­νη ούτε και μια επι­τυ­χη­μέ­νη επα­νά­στα­ση στα πόδια τους. Έτσι, οι Κε­ντρι­κές Δυ­νά­μεις έσπα­σαν την εκε­χει­ρία και άσκη­σαν τη δική τους βία στο Ανα­το­λι­κό Μέ­τω­πο. Επί­σης, υπο­στή­ρι­ξαν την αντε­πα­να­στα­τι­κή βία μέσα στη Ρωσία. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, χωρίς αυτή την εξω­τε­ρι­κή βο­ή­θεια θα ήταν δύ­σκο­λο να συ­ντη­ρη­θεί ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος που επα­κο­λού­θη­σε.

Στα τέλη του­1917, ο πρώην Αρ­χι­στρά­τη­γος Αλε­ξέ­εφ κά­λε­σε τις αντι­μπολ­σε­βί­κι­κες δυ­νά­μεις να συ­γκε­ντρω­θούν στο Ντον και στο Κου­μπάν. Μέχρι τον Φλε­βά­ρη του 1918 είχαν εμ­φα­νι­στεί μόλις 4.000 στρα­τιώ­τες. Το προη­γού­με­νο έτος, η τάξη των Ρώσων αξιω­μα­τού­χων αριθ­μού­σε γύρω στα 250.000 άτομα. Προ­φα­νώς, πολύ λίγοι ήταν δια­τε­θει­μέ­νοι να συ­νε­χί­σουν να πο­λε­μούν. Χωρίς ση­μα­ντι­κή στή­ρι­ξη από το εξω­τε­ρι­κό, αυτοί οι αντε­πα­να­στά­τες δεν θα είχαν ούτε την αυ­το­πε­ποί­θη­ση ούτε και τα μέσα να συ­νε­χί­σουν τον πό­λε­μο. Στο πλαί­σιο αυτό, όπως είπε αρ­γό­τε­ρα ο Τρό­τσκι, η επα­νά­στα­ση ανα­γκά­στη­κε κι αυτή να δι­δα­χθεί την ωμό­τη­τα.

Ση­μειώ­σεις

1. Ο Mike Haynes είναι ένας ιστο­ρι­κός που ερ­γά­ζε­ται στο Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο. Είναι ένας από τους συγ­γρα­φείς του History and Revolution Refuting Revisionism (Verso 2017), μαζί με τους Jim Wolfreys, Daniel Bensaid, Geoff Eley και Marc Ferro.

2. Τρό­τσκι Λέων, Ιστο­ρία της Ρω­σι­κής Επα­νά­στα­σης (Ι-ΙΙ), μτφρ. Λ. Μι­χα­ήλ, Αλ­λα­γή, Αθήνα, 1984 (1930), τ. ΙΙ, σ. 600.

3. ΣτΜ. Αλε­ξά­ντρ Φιο­ντό­ρο­βιτς Κε­ρέν­σκι. Δι­κη­γό­ρος, λαϊ­κι­στής της δε­ξιάς που πήρε μέρος στην πρώτη προ­σω­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση ως Υπουρ­γός Δι­καιο­σύ­νης, στη συ­νέ­χεια έγινε Υπουρ­γός Πο­λέ­μου και Ναυ­τι­κού της κυ­βέρ­νη­σης συ­να­σπι­σμού τον Μάη του 1917, και τε­λι­κά έγινε Πρω­θυ­πουρ­γός μετά τις μέρες του Ιούλη. Παρά τον αμ­φί­βο­λο ρόλο που έπαι­ξε στο πρα­ξι­κό­πη­μα του Kornilov, πα­ρέ­μει­νε πρω­θυ­πουρ­γός μέχρι την επα­νά­στα­ση του Οκτώ­βρη. Αρ­κε­τές από τις διευ­κρι­νι­στι­κές υπο­ση­μειώ­σεις αυτού του άρ­θρου προ­έρ­χο­νται από το βι­βλίο του Ντα­βίντ Μα­ντέλ, Ερ­γο­στα­σια­κές Επι­τρο­πές και Ερ­γα­τι­κός Έλεγ­χος στην Πε­τρού­πο­λη το 1917, μτφρ. Σια­μαν­δού­ρας Σω­τή­ρης, Red Marks, Αθήνα, 2017 (1993) .

4. ΣτΜ. Ριντ Τζον, ρι­ζο­σπά­στης αμε­ρι­κα­νός δη­μο­σιο­γρά­φος που κά­λυ­ψε τη με­ξι­κά­νι­κη και τη ρώ­σι­κη επα­νά­στα­ση. Το διά­ση­μο βι­βλίο του «Δέκα μέρες που συ­γκλό­νι­σαν τον κόσμο» είναι το ρε­πορ­τάζ για την επα­νά­στα­ση του Οκτώ­βρη. Ήταν ένα από τα ιδρυ­τι­κά μέλη του κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος των ΗΠΑ. Πέ­θα­νε στη Ρωσία και τά­φη­κε στο Κρεμ­λί­νο.

5. Ριντ Τζον, Δέκα μέρες που συ­γκλό­νι­σαν τον κόσμο, Red Marks, Αθήνα, 2014 (1919), σ. 90.

6. Κα­ντέ­τοι,  κόμμα υπέρ της συ­νταγ­μα­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας που στρε­φό­ταν όλο και πιο δεξιά μετά την επα­νά­στα­ση του 1905 και έγινε το κύριο κόμμα των κα­τε­χου­σών τά­ξε­ων μετά τον Φλε­βά­ρη του 1917.

7. ΣτΜ. Μέρες του Ιούλη, Στις 3 και 4 Ιούλη, ερ­γά­τες και στρα­τιώ­τες δια­μαρ­τύ­ρο­νται για να ωθή­σουν τους με­τριο­πα­θείς ηγέ­τες της Κε­ντρι­κής Εκτε­λε­στι­κής Επι­τρο­πής των Σο­βιέτ να πά­ρουν την εξου­σία. Η κυ­βέρ­νη­ση, με τη στή­ρι­ξη κά­ποιων με­τριο­πα­θών σο­σια­λι­στών, απα­ντά στο κί­νη­μα των ερ­γα­τών και των μπολ­σε­βί­κων με την κα­τα­στο­λή. Η αντί­δρα­ση εδραιώ­νε­ται για πολ­λές εβδο­μά­δες.

8. Steinberg Mark D., Voices of Revolution, 1917, Yale University Press, New Haven, 2003.

9. Λένιν Βλα­ντί­μιρ Ίλιτς, Κρά­τος και Επα­νά­στα­ση, Σύγ­χρο­νη Εποχή, Αθήνα, 1987 (1917), σ.91.

10. Τρό­τσκι Λέων, Ιστο­ρία της Ρω­σι­κής Επα­νά­στα­σης (Ι-ΙΙ), μτφρ. Λ. Μι­χα­ήλ, Προ­μη­θέ­ας, Αθήνα, 1961 (1930), τ. Ι, σ. 367.

11. Λαβρ Γκε­όρ­γκιε­βιτς Κορ­νί­λοφ. Νε­α­ρός στρα­τη­γός που έγινε Ανώ­τα­τος Διοι­κη­τής των Ενό­πλων Δυ­νά­με­ων και τέ­θη­κε επι­κε­φα­λής του απο­τυ­χη­μέ­νου πρα­ξι­κο­πή­μα­τος της δε­ξιάς στις 27-31 Αυ­γού­στου 1917. Αυτό το πρα­ξι­κό­πη­μα υπο­στη­ρί­χθη­κε από πολ­λούς κα­ντέ­τους, και αρ­χι­κά του­λά­χι­στον είχε θε­τι­κή υπο­δο­χή από τον πρω­θυ­πουρ­γό Κε­ρέν­σκι. Η απο­τυ­χία του, που οφει­λό­ταν στους στρα­τιώ­τες και τους ένο­πλους ερ­γά­τες, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των μπολ­σε­βί­κων που είχαν απε­λευ­θε­ρω­θεί από τη φυ­λα­κή, βο­ή­θη­σε να δη­μιουρ­γη­θούν οι συν­θή­κες που επέ­τρε­ψαν στους μπολ­σε­βί­κους να πά­ρουν την πλειο­ψη­φία στα Σο­βιέτ και να ανα­τρέ­ψουν την κυ­βέρ­νη­ση συ­να­σπι­σμού. Μετά την από­δρα­σή του από τη φυ­λα­κή, ο Kornilov πέ­θα­νε το 1918 πο­λε­μώ­ντας στο πλευ­ρό των Λευ­κών κατά τη διάρ­κεια του εμ­φυ­λί­ου.

12. ΣτΜ. Εκα­το­μαυ­ρί­τες. Ανα­φέ­ρο­νται και ως Μαύ­ροι Εκατό. Ακραίο εθνι­κι­στι­κό κί­νη­μα, θα λέ­γα­με πρω­το­φα­σι­στι­κό χωρίς υπερ­βο­λή, των αρχών του 20ου αιώνα, που οι ρίζες του βρί­σκο­νται στα 1900 αλλά οι πρώ­τες ορ­γα­νώ­σεις του συ­γκρο­τού­νται ως όρ­γα­να της αντε­πα­νά­στα­σης το 1905. Ρω­σο­κε­ντρι­κό, ξε­νο­φο­βι­κό, αντι­ση­μι­τι­κό, ανα­φαν­δόν στο πλευ­ρό του Τσά­ρου και της απο­λυ­ταρ­χί­ας, το κί­νη­μα αυτό χρη­σι­μο­ποιού­σε συ­στη­μα­τι­κά αυτό που θα ονο­μά­ζα­με πα­ρα­κρα­τι­κές τα­κτι­κές, δη­λα­δή βία, βα­σα­νι­στή­ρια, δο­λο­φο­νί­ες και πο­γκρόμ. 

Ετικέτες