Ένα σχόλιο με αφορμή το κινηματογραφικό έργο “Κάιρο Εμπιστευτικό”, σε σκηνοθεσία Ταρίκ Σαλέχ
Τι μπορεί να διαφοροποιήσει ένα αστυνομικό έργο και να το κάνει μια σπουδαία πολιτική ταινία; Το πλαίσιο. Το κάδρο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται. Και φυσικά η ματιά του σκηνοθέτη. Η δράση του έργου τοποθετείται στο πιο νευραλγικό σημείο της Αιγύπτου, το Κάιρο. Και σε μια κομβική στιγμή για την ιστορία: τον Γενάρη του 2011. Έχει ήδη ξεσπάσει η Αραβική Άνοιξη στην Τυνησία και σε ελάχιστες μόνο μέρες πρόκειται να μεταδοθεί η φλόγα και στην Αίγυπτο ενάντια στον πρόεδρο Χόσνι Μουμπάρακ. Εντυπωσιακό σκηνικό υπόβαθρο, αν μη τι άλλο.
Ποια είναι τα υλικά με τα οποία φτιάχνει την ταινία του ο σκηνοθέτης;
Η δολοφονία μιας όμορφης, νεαρής τραγουδίστριας -όχι σε ένα ξενοδοχείο της σειράς, αλλά στο Hilton. H προσπάθεια να κλείσει στα γρήγορα ο φάκελος της υπόθεσης από την αστυνομία με τον χαρακτηρισμό της ως “αυτοκτονία” (καθώς είναι απόλυτα “λογικό” μια γυναίκα να κόβει μόνη της τον λαιμό της). O –κάθε άλλο παρά αδιάφθορος- αστυνομικός που αποφασίζει να δει τι κρύβεται πίσω από όλα αυτά. H μαρτυρία μιας “αόρατης”, χωρίς χαρτιά, οικονομικής μετανάστριας από το Σουδάν, την οποία αναλαμβάνει να προστατεύσει ο πρωταγωνιστής ώστε να καταφέρει να φτάσει στους πραγματικούς ενόχους. Tο μπερδεμένο κουβάρι εμπλοκής υψηλά ιστάμενων προσώπων, που φτάνουν μέχρι το κυβερνητικό γραφείο.
Ο σκηνοθέτης, Ταρίκ Σαλέχ (Σουηδός με αιγυπτιακή καταγωγή), καταφέρνει, με μία μόνο ταινία, να μιλήσει για πολλά, πυκνά και σύνθετα. Χρησιμοποιώντας τη γνωστή “φόρμα” ενός τυπικού αστυνομικού έργου, καταλήγει να έχει στα χέρια του μια πολιτικότατη -στην ουσία της- ταινία. Κινηματογραφεί την πολιτική σήψη και τη διαφθορά της κρατικής εξουσίας, ένα μόλις βήμα πριν ξεσπάει η εξέγερση. Καταφέρνει να μιλήσει για τον ρατσισμό και τις άθλιες συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν και εργάζονται οι μετανάστ(ρι)ες. Η μαύρη καμαριέρα είναι αυτή που πρώτη θα υποψιαστεί ο υπεύθυνος προσωπικού, όταν αναφερθεί ένα περιστατικό κλοπής στο ξενοδοχείο όπου εργάζεται. Είναι η πρώτη στην οποία θα υποδείξουν την πόρτα της εξόδου. Πρόκειται για ένα έργο που κατορθώνει να οπτικοποιήσει καλλιτεχνικά την κοινωνική αδικία. Και την ίδια στιγμή, να σου αφήσει και μια χαραμάδα για την προοπτική που μπορεί να ανοίξει η δράση των ανθρώπων όταν κατεβαίνουν στον δρόμο, επιχειρώντας να αλλάξουν τη μοίρα τους.
Ήρωες και αντιήρωες
Στο έργο θα συναντήσεις όλους τους γνωστούς και δοκιμασμένους κώδικες του νουάρ. Ένα Κάιρο σκοτεινό, άσχημο και βρώμικο. Με τους φτωχοδιάβολους και τους μικροαπατεώνες του δίπλα στο μεγαλύτερο, το πλέον διαπλεκόμενο και το πιο διεφθαρμένο συνδικάτο του εγκλήματος: την αστυνομία.
Ο σκηνοθέτης έχει την ευτυχία να καθοδηγεί εκπληκτικούς ηθοποιούς: έναν συγκλονιστικό πρωταγωνιστή (Φάρες Φάρες), στον ρόλο του αντιφατικού μπάτσου, τον οποίο και παρακολουθεί σε όλη την πορεία της εξέλιξής του. Από τις αρχικές υποψίες μέχρι την πλήρη συνειδητοποίηση.
Ο σκληρός, κυνικός (και γοητευτικά άσχημος) αστυνομικός, που ζει μόνος του, καπνίζοντας σα να μην υπάρχει αύριο. Από τη στιγμή που ανοίγει τα μάτια του το πρωί - μέχρι το βράδυ πριν τα κλείσει. Βουλιάζει κάθε μέρα όλο και περισσότερο στην παρακμή. Σε ένα σπίτι ρημαγμένο και βουτηγμένο στη σκόνη και την απελπισία. Η μόνη του έγνοια είναι να βρει κάποιον να του επιδιορθώσει την τηλεόραση που έχει χαλάσει. Είναι εξαιρετικά ευφυής η σκηνή όπου οι πολιτικές εξελίξεις, οι δημόσιες εμφανίσεις και ανακοινώσεις του Μουμπάρακ περνούν μέσα από μια χαλασμένη τηλεόραση με διακοπές στη ροή και “χιόνια στην οθόνη”.
Ο μπάτσος της ιστορίας μας είναι ο απόλυτος κυρίαρχος των δρόμων. Έχει διασυνδέσεις με όλο τον εσμό των μικροκομπιναδόρων και λουμπεναδόρων του Καΐρου, φροντίζοντας να παίρνει το βρώμικο μερίδιό του από τις υποθέσεις που αναλαμβάνει. “Λαδώνει” και “λαδώνεται” χωρίς το ελάχιστο ίχνος ενοχής. Γιατί άλλωστε; Αυτή είναι η συνήθης συνθήκη για όλο το αστυνομικό σώμα. Ακόμα και ο ίδιος ο πατέρας του δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία για την ύποπτη πηγή των χρημάτων του γιου του. Συμπεριφέρεται υποτιμητικά στους υφισταμένους του, συμμετέχει στα πηγαδάκια με τα χαζοαστεία των άλλων αστυνομικών. Είναι ο αγαπημένος ανιψιός του αστυνομικού διευθυντή. Και φυσικά είναι αυτός που θα πάρει προαγωγή. Είναι ένας τυπικός “μπάτσος”. Δεν υπάρχει τίποτα να συμπαθήσεις πάνω του. Αλλά τότε προκύπτει η υπόθεση εξιχνίασης της δολοφονίας. Και τα πράγματα αρχίζουν να παίρνουν άλλη τροπή. Κι ο πρωταγωνιστής, επίσης. Από ένα γρανάζι στον βρώμικο και εγκληματικό μηχανισμό της αστυνομίας, προσπαθεί να φτάσει την υπόθεση μέχρι το τέλος. Συνειδητοποιώντας από ένα σημείο και μετά ότι αυτό το τέλος φτάνει πολύ ψηλά.
Δίπλα σ’ αυτόν μια συγκλονιστικά ωραία και “μοιραία” γυναίκα. Τόσο ως θύμα όσο και ως βασικό στοιχείο της διαπλοκής. Άνθρωποι του μεγάλου κεφαλαίου, εργολάβοι και επιχειρηματίες, σε αγαστή συνεργασία με το κράτος και τις μυστικές υπηρεσίες του. Παράλληλα, συνθήκες απόλυτης φτώχειας και εξαθλίωσης για το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του Καΐρου εδώ, της Αιγύπτου συνολικότερα. Ένα κράτος στο χείλος της παρακμής. Μετανάστες με τρομαγμένα πρόσωπα, που μιλούν ελάχιστα, ζουν καθημερινά με τον φόβο της αστυνομίας στον δρόμο, που τους εξευτελίζει με κάθε αφορμή, τους μαντρώνει και τους απελαύνει. Αστυνομικοί απόλυτα πειστικοί στον ρόλο τους ως “μπάτσοι”, που δεν διστάζουν να προχωρούν σε ανακρίσεις με βασανιστήρια ακόμα και αστυνομικών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διαδηλώσεις ξεκινούν τη μέρα της “Γιορτής της Αστυνομίας”, του πιο μισητού σώματος στον κόσμο της Αιγύπτου. Ο κόσμος μισεί βαθιά τους μπάτσους και μετονομάζει τη μέρα της γιορτής (25 Γενάρη 2011) σε “Μέρα Οργής”. Θα κατεβούν να διαδηλώσουν οι πάντες, όπως ένας απίθανος οδηγός ταξί σε μια από τις καλύτερες σκηνές του έργου. Τη μέρα αυτή θα ξεκινήσει και το ντελίριο καταστολής, με την αστυνομία πανικόβλητη να χάνει τον έλεγχο, σπέρνοντας νεκρούς στους δρόμους.
Η ταινία έχει εκείνο το μπρεχτικό στοιχείο της αποστασιοποίησης των θεατών από τους ήρωες/ηρωίδα. Σε κανένα σημείο δεν ταυτίζεσαι με κάποιον από αυτούς. Ακόμα κι αν αντιλαμβάνεσαι το δράμα της πάμφτωχης μαύρης μετανάστριας, ακόμα κι αν θυμώνεις με τον τρόπο που της συμπεριφέρεται το αφεντικό ή ο συμπατριώτης της που την εκμεταλλεύεται, δεν ταυτίζεσαι μ’ αυτήν. Είναι λίγο σα να τα παρακολουθείς όλα από απόσταση. Θυμίζει ντοκιμαντέρ. Αλλά από τα καλύτερα του είδους. Χωρίς περιττούς διαλόγους, χωρίς φλυαρίες. Στη λιτή ερώτηση του πρωταγωνιστή προς τη μαύρη κοπέλα “Πεινάς;”, δεν παίρνουμε απάντηση. Μόνο το συγκλονιστικό βλέμμα της ηρωίδας έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου την ώρα που προσπαθούν να ξεφύγουν. Στην αμέσως επόμενη, όμως, σκηνή τη βλέπουμε να τρώει κάτι πρόχειρο, αγορασμένο από τον ίδιο τον μπάτσο στον δρόμο. Καμία φλυαρία. Κανένα τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά συναισθηματικό ξέσπασμα/νοιάξιμο του αστυνομικού -που δύσκολα θα δικαιολογούνταν άλλωστε. Τίποτα. Ο σκηνοθέτης είναι πολύ προσεκτικός και δεν εκβιάζει τη συναισθηματική σου αντίδραση. Κι αυτό είναι εξαιρετικό. Καταφέρνει έτσι να κάνει μια ξεκάθαρα πολιτική ταινία, αφηγούμενος “απλώς” την εξιχνίαση μιας δολοφονίας και την προσπάθεια κρατικής συγκάλυψής της.
Γιατί αξίζει να δει κάποια/κάποιος αυτή την ταινία;
Για όλα τα παραπάνω που υποδειγματικά καταφέρνει ο Σαλέχ, αλλά και για κάτι επιπλέον: Ίσως και μόνο για την εμπνευσμένη τελευταία σκηνή, που ανατρέπει όλα τα κλισέ των αστυνομικών ταινιών. Και δεν ενδιαφέρεσαι πια καθόλου για το αν έχει επέλθει “κάθαρση” (μάλλον όχι) ούτε για το προσωπικό δράμα και την εσωτερική αντίφαση που έχει να διαχειριστεί ένας αστυνομικός. Κι αυτό, γιατί μπροστά σου ξετυλίγεται η εξέγερση, που ενέπλεξε εκατομμύρια ανθρώπων, με το μισοσβησμένο πρόσωπο του Μουμπάρακ σε μια γιγαντοαφίσα, με το ποτάμι των διαδηλωτών να βαδίζει προς την Ταχρίρ, με όλη τη μεγαλοπρέπεια, τη συγκίνηση και την αλήθεια που κουβαλούν όσες και όσοι θέλουν να ξεμπερδεύουν με ένα διεφθαρμένο και σάπιο παρόν.
Και αναλαμβάνουν την ευθύνη να το κάνουν.