Μετά την πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση, η Γαλλία τέθηκε και επισήμως σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Πρόκειται για καθεστώς άρσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που προϋποθέτει εξαίρεση από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Δεν είναι η πρώτη φορά και δεν είναι η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που το κάνει.

Οφείλουμε να μελετήσουμε σοβαρά την κατάσταση αυτή που μας αφορά με πολλούς τρόπους. Και ως προηγούμενο και στο πλαίσιο της διεθνιστικής αλληλεγγύης στους Γάλλους συντρόφους μας και γιατί η καταστολή ταξιδεύει στην ΕΕ με μεγάλη άνεση και γιατί η Ευρώπη βρίσκεται σε πόλεμο, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της, πράγμα που διευκολύνει την επιβολή καταστάσεων έκτακτης ανάγκης και στο μέλλον και αλλού.

Καταρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, η εγγραφή της ανομίας στον νόμο, δεν είναι και τόσο πρωτοφανής όσο εμφανίζεται. Αυτό είναι σημαντικό να το δούμε για να μην καλλιεργούμε αυταπάτες όσον αφορά την ποιότητα και τα όρια των ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Εξαίρεση από την εφαρμογή της ΕΣΔΑ έχουν εφαρμόσει, για παράδειγμα: το Λονδίνο το 2004 μετά από τρομοκρατική επίθεση, η Ιρλανδία από το 1957 ως 1970 στο πλαίσιο του πολέμου με τον IRA και η Τουρκία –που αν και δεν είναι μέλος της ΕΕ έχει υπογράψει την ΕΣΔΑ- το 1996, με τη δολοφονία του δημοσιογράφου Μετίν Γκιοκτεπέ, την περίπτωση των 16 ανήλικων μαθητών που υποβάλλονται σε βασανιστήρια στη Μανίσα, τον θάνατο 12 κρατουμένων από απεργία πείνας και τις συνεχείς εξεγέρσεις στις φυλακές. Σήμερα η Τουρκία είναι και πάλι σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Η Γαλλία όμως διεκδικεί με αξιώσεις περίοπτη θέση σε αυτή τη λίστα. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ο νόμος της κατάστασης έκτακτης ανάγκης είναι νόμος του ΄55 που ψηφίστηκε για την Αλγερία. Χαρακτηριστική εφαρμογή του σε γαλλικό έδαφος είχαμε το 1961. Στις 17 Οκτώβρη του 1961, το γαλλικό τμήμα του εθνικού απελευθερωτικού μετώπου της Αλγερίας καλεί του Αλγερινούς της Γαλλίας να διαδηλώσουν ενάντια στα μέτρα που έχει επιβάλλει ο διευθυντής της παρισινής αστυνομίας Maurice Papon. Ο Papon, στις 5 Οκτώβρη είχε επιβάλλει, πατώντας στο νόμο του ’55, απαγόρευση κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια της νύχτας σε όλους τους Αλγερινούς της πρωτεύουσας. Η διαδήλωση ξεκινάει στις οχτώ και τριάντα το βράδυ από το Champs-Elysées. Είναι μη βίαιη και συμμετέχουν ολόκληρες οικογένειες, γυναίκες και παιδιά. Ο De Gaulle δίνει το ελεύθερο στην αστυνομία και οι διαδηλωτές πετιούνται νεκροί στον Σηκουάνα. Εκατοντάδες πτώματα πλέουν κάτω στο ποτάμι. Οι μετριοπαθείς υπολογισμοί μιλάνε για τουλάχιστον διακόσιους νεκρούς. Τον ακριβή αριθμό δεν θα τον μάθουμε ποτέ. Η δε Γαλλία, αναγνώρισε τη σφαγή μόλις το 1997. Τον ίδιο αυτό νόμο ανέσυρε το γαλλικό κράτος για να επιβάλει την «τάξη» στα φλεγόμενα γαλλικά προάστια το 2005 -όπου κατοικούσαν και κατοικούν οι απόγονοι των θυμάτων της σφαγής τους 1961 και του πολέμου της Αλγερίας- με πρωθυπουργό τον Σαρκοζί. Και τον ίδιο νόμο εφαρμόζει και σήμερα ο Ολάντ, με το μάτι και πάλι στραμμένο στα προάστια, δείχνοντας τη συνέχεια του γαλλικού κράτους παρά και χάρη στη δικομματική εναλλαγή.

Συνεπώς, μία από τις ενδιαφέρουσες πτυχές του γαλλικού παραδείγματος είναι ότι –και στις τρεις περιπτώσεις- ο πληθυσμός που στοχεύεται θεωρητικά και πρακτικά είναι περίπου ο ίδιος: τα ανθρώπινα υποπροϊόντα του γαλλικού ιμπεριαλισμού. Ήδη από την εποχή της σύλληψής του, ο γαλλικός νόμος κατάστασης έκτακτης ανάγκης στοχεύει τον πληθυσμό της ιμπεριαλιστικής περιφέρειας, που έχει μεταφερθεί και στο εσωτερικό, και συμπληρώνει την εθνική, θρησκευτική, οικιστική και ταξική περιθωριοποίηση με το κατάλληλο νομικό οπλοστάσιο. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι τυχαίο ή μηχανικό. Οι γαλλικές πόλεις υπνωτήρια –και όχι τα προάστια γενικά και αφηρημένα- χτίζονται με σκοπό την αποθήκευση αυτού ακριβώς του φτηνού και χωρίς δικαιώματα εργατικού δυναμικού. Προκύπτουν από την αρχή σε πλαίσιο έκτακτης ανάγκης, από την ανάγκη στέγασης μεταπολεμικά, και η ανάγκη έχει τέτοιο χαρακτήρα που αξιοποιείται σχεδόν αναλλοίωτο ακόμη και το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ντρανσύ!  Αλλά αυτή η κατάσταση μονιμοποιείται και γίνεται κατάσταση διαρκούς εξαίρεσης. Οι πόλεις υπνωτήρια συνεχίζουν να αποτελούν βασική επιλογή στο σχεδιασμό των γαλλικών πόλεων και τη δεκαετία του ΄60 και στεγάζουν τους Αλγερινούς και τους Γάλλους που εγκαταλείπουν την Αλγερία και στη συνέχεια κυρίως πρόσφυγες και μετανάστες αλλά και φτωχοποιημένο εργατικό δυναμικό γενικότερα.

Φυσικά, ο πληθυσμός αυτός δεν στερείται μόνο το δικαίωμα στην πόλη. Στερείται το δικαίωμα στη μόρφωση, στην υγεία, στην εργασία και τελικά στη ζωή. Οι νεαροί που δολοφονήθηκαν το 2005 έπαιζαν μπάλα. Και σίγουρα δεν μπορούμε να φανταστούμε ένοπλα όργανα της «τάξης» να κυνηγάνε λευκά γαλλάκια που παίζουν ποδόσφαιρο. Στις πόλεις υπνωτήρια όμως, αυτή ήταν και είναι η καθημερινότητα. Μιλάμε λοιπόν για πληθυσμούς που ζουν έτσι κι αλλιώς σε καθεστώς διαρκούς εξαίρεσης. Και εδώ το ένα παράδειγμα συναντάει το άλλο. Διότι και οι Ιρλανδοί ήταν πολίτες Β’ κατηγορίας και το Τουρκικό κράτος εφαρμόζει ένα καθεστώς διαρκούς εξαίρεσης απέναντι στην Αριστερά και την Κουρδική μειονότητα, απέναντι στους οποίους εφαρμόστηκε και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης του 1996 που αναφέραμε αλλά και η σημερινή κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Και μια μελέτη της κατάστασης στις ΗΠΑ θα μας οδηγούσε μάλλον στα ίδια συμπεράσματα.

Συμπερασματικά λοιπόν, από την απλή επιδερμική επίσκεψη αυτών των περιπτώσεων, παρατηρούμε ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η κατάσταση διαρκούς εξαίρεσης αλληλοσυμπλήρώνονται, προετοιμάζουν και διαδέχονται η μία την άλλη. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν είναι σε ρήξη αλλά σε συνέχεια με την κατάσταση «ομαλότητας», που δεν είναι παρά κατάσταση διαρκούς εξαίρεσης για εκτενή τμήματα του πληθυσμού. Αυτό μας δίνει το κλειδί να κατανοήσουμε γιατί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης εφαρμόζεται σήμερα στη Γαλλία με τη συναίνεση του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας και τμήματος της γαλλικής αριστεράς που και το 2005, με τη σημαντική εξαίρεση των γάλλων τροτσκιστών και κάποιων ελευθεριακών, απέτυχε να αμφισβητήσει την επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης: μόνο η αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι σε θέση να αμφισβητήσει την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, γιατί μόνο η αντικαπιταλιστική Αριστερά αμφισβητεί την κατάσταση διαρκούς εξαίρεσης.

Αυτά έχουν και θεωρητική αξία και υπάρχει εκτενής σύγχρονη συζήτηση, από τον Μισεά και τον Αγκάμπεν μέχρι τον Κράουτς, τον Ζίζεκ, τον Μπαντιού, τον Ντελέζ, την Κλάιν κλπ, αλλά και κλασσικές αναλύσεις, όπου μπορούμε να πάμε στον Σμιτ ή στην Άρεντ μεταξύ άλλων, αλλά και στον Γκράμσι για να πιάσουμε ένα άλλο νήμα. Αυτό που οφείλουμε να σημειώσουμε όμως, είναι ότι η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, πολύ παλιά ιστορία που έλκει την καταγωγή της στον θεσμό της ρωμαϊκής δικτατορίας, περιλαμβάνει ήδη από την ανανέωσή της, στα θεμέλια της νεωτερικότητας, το στοιχείο που εντοπίσαμε και εμπειρικά στο σήμερα: ασκείται από ένα προσυμφωνημένο κομμάτι του πληθυσμού προς ένα άλλο προσυμφωνημένο κομμάτι του πληθυσμού και αποκαλύπτει την ουσία, τον σκληρό πυρήνα του κάθε πολιτεύματος. Δικτατορία του λαού στον Μακιαβέλι, στον Γιακωβινισμό, στον Μαρξισμό ως δικτατορία του προλεταριάτου, ή δικτατορία της αστικής τάξης, όπως στις αστικές δημοκρατίες. Για να το πούμε διαφορετικά και να επιστρέψουμε στα παραπάνω: μόνο η αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι σε θέση να αμφισβητήσει τη δικτατορία της αστικής τάξης –την κατάσταση έκτακτης ανάγκης-, γιατί μόνο η αντικαπιταλιστική Αριστερά αμφισβητεί την αστική δημοκρατία, ως κατάσταση διαρκούς εξαίρεσης.

 

Ετικέτες