Η διαπίστωση ότι ο Μητσοτάκης είναι σε αποδροµή έχει βάλει «φωτιά στα τόπια» στους κύκλους της κοινοβουλευτικής κεντροαριστεράς, κυρίως του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της Νέας Αριστεράς.

Η πολιτική παράδοση αυτών των κοµµάτων, η αφοσίωσή τους στον κοινοβουλευτισµό, το κενό που έχει ανοίξει στην οργανωµένη σχέση τους µε τον αγωνιζόµενο κόσµο κ.ά., είναι παράγοντες που πιέζουν τις ηγεσίες αυτών των κοµµάτων να θέλουν να αναµετρηθούν µε το ερώτηµα της εκλογικής εναλλακτικής στον Μητσοτάκη.

Αντιµητσοτακικό µέτωπο;

Ο Σ. Φάµελλος, ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, έκανε το βήµα: πρότεινε να παρουσιαστούν τα κόµµατα αυτά στις επόµενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, µε κοινά ψηφοδέλτια. Το γεγονός ότι µια τόσο «ριζική» πρόταση έγινε χωρίς την έγκριση κάποιας συλλογικής διεργασίας, χωρίς να συνοδεύονται από κάποιο στρατηγικό «αφήγηµα», χωρίς µια στοιχειώδη πολιτική-προγραµµατική επεξεργασία, θεωρείται απλώς µια ενοχλητική λεπτοµέρεια. Όµως έτσι, η πρόταση για µια εκλογική συνεργασία γίνεται τελείως κούφια. Η επαναλαµβανόµενη αναφορά στην ανάγκη να παρουσιαστεί «εναλλακτική λύση στον Μητσοτάκη» γίνεται µια σανίδα σωτηρίας για αποτυχηµένες πολιτικές ηγεσίες που αντιµετωπίζουν πολιτικά αδιέξοδα, αλλά και ενισχυόµενη εσωκοµµατική αµφισβήτηση.

Στο ΠΑΣΟΚ η ηγεσία γύρω από τον Ν. Ανδρουλάκη ξεφορτώθηκε εύκολα την πίεση της πρότασης Φάµελλου, επιµένοντας στην προοπτική αυτοδύναµης ενίσχυσης του ΠΑΣΟΚ. Αυτό δεν σηµαίνει -το αντίθετο µάλιστα!- ότι η ηγεσία Ανδρουλάκη δεν έχει προβλήµατα. Σε συνθήκες αποδυνάµωσης της ΝΔ και παραλυτικής κρίσης στον ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ κατορθώνει να… υποχωρεί στις δηµοσκοπήσεις. Μην έχοντας πλέον τίποτα να προτείνει στους «µη-προνοµιούχους», που κάποτε κινητοποιούσε στα συνδικάτα και στην αυτοδιοίκηση και σε αυτή τη βάση αποσπούσε τη µαζική ψήφο τους, δεν είναι ικανό να δροµολογήσει «αυτοδύναµη» πορεία προς την θέση του πρώτου κόµµατος. Η ανάδειξη αυτού του προβλήµατος -και όχι οι «ενωτικές» πιέσεις του ΣΥΡΙΖΑ- ήταν που οδήγησε στην αναθέρµανση των εσωκοµµατικών συγκρούσεων, που είναι µια προειδοποίηση για το νέο κύµα αµφισβήτησης των ηγετικών ικανοτήτων του Ν. Ανδρουλάκη. Το ΠΑΣΟΚ θα αντιµετωπίζει σταδιακά ένα πρόσθετο πρόβληµα: στο ενδεχόµενο εκλογικού αδιεξόδου και αδυναµίας σχηµατισµού µονοκοµµατικής κυβέρνησης από τη ΝΔ, οι ισχυρές καθεστωτικές δυνάµεις θα προωθήσουν τα σχήµατα συµµαχικών κυβερνήσεων και ο πρώτος υποψήφιος για να δοκιµάσει αυτό το «πικρό ποτήρι» θα είναι ο Ν. Ανδρουλάκης. Και οι µέχρι τώρα απαντήσεις που υπαινίσσεται, το όχι σε κυβερνητική συνεργασία µε τη ΝΔ υπό τον Κυρ. Μητσοτάκη (που διαβάζεται και ως ναι σε συνεργασία µε τη ΝΔ χωρίς τον Κ. Μητσοτάκη) είναι απαντήσεις πολύ αδύναµες πολιτικά και έρχονται σε αντίφαση µε τα «ταξίµατα» για επιστροφή σε αυτοδύναµο ρόλο της σοσιαλδηµοκρατίας.

Στον ΣΥΡΙΖΑ, ο Φάµελλος δεν κληρονόµησε µόνο την καµένη γη από τις ήττες του ’15, του ’19, του ’23. Οι ευθύνες για αυτές τις καταστροφές προσαυξήθηκαν από τις ευθύνες και τα ερωτήµατα για το φιάσκο Κασσελάκη. Και είναι γνωστό ότι αυτό το κεφάλαιο αφορά πολλούς και πολλές που έχουν και σήµερα πρωτοκλασάτο ρόλο στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε στις πιο «παραδοσιακές» πτέρυγες των στελεχών του (Ν. Παππάς, Ρ. Δούρου κ.ά.), είτε στον «κύκλο» του Π. Πολάκη που επιχειρεί να εµφανιστεί ως… αριστερή πτέρυγα. Τα βαρίδια που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει κληρονοµήσει από το παρελθόν έχουν σηµαντικό βάρος, αλλά το καθοριστικό στοιχείο γίνεται πλέον το κενό στις πολιτικές απαντήσεις του στα κοµβικά ζητήµατα της τρέχουσας συγκυρίας. Για τα Τέµπη, το κόµµα που υπέγραψε την ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ δεν έχει τολµήσει να ψελλίσει τίποτα ουσιαστικό για το τι πρέπει να αλλάξει σχετικά µε το σιδηρόδροµο. Υπερασπίζοντας την «ευρωπαϊκή στρατηγική» που ο ΣΥΡΙΖΑ διαµόρφωσε στα 2015-19, σήµερα φτάνει να υποστηρίζει τη στρατιωτικοποίηση της ΕΕ. Όµως, όποιος υποστηρίζει ή ανέχεται την ευρωπαϊκή στροφή προς την «πολεµική οικονοµία» και ταυτόχρονα υπόσχεται ότι αυτή δεν θα γίνει σε βάρος των εργατικών και λαϊκών δικαιωµάτων, απλώς κοροϊδεύει τον κόσµο. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει πλέον την ικανότητα να διακρίνεται σε αυτό το παιχνίδι. Αυτό εξηγεί τη γρήγορη δηµοσκοπική υποχώρησή του, αλλά και το ξέσπασµα του νέου γύρου εσωκοµµατικών συγκρούσεων που εκδηλώθηκαν στην τελευταία ΚΕ και παραπέµπονται ως «ανοιχτοί λογαριασµοί» στο επερχόµενο συνέδριο. Με αυτά και άλλα, ίσως η πρόβλεψη του Π. Πολάκη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «επιστρέφει σε ποσοστά της προ του 2009 περιόδου» να αποδειχθεί τελικά υπεραισιόδοξη.

Η Νέα Αριστερά παρεµβαίνει σε αυτή τη διεργασία µε την πρόταση για ένα Λαϊκό Μέτωπο α λα γαλλικά. Μόνο που αυτή επιδέχεται δύο αναγνώσεις. Η µία οδηγεί σε σύµπτυξη της συνεργασίας µε τον ΣΥΡΙΖΑ και -δι’ αυτής- σε πίεση πάνω στο ΠΑΣΟΚ για ένα ευρύ «αντιµητσοτακικό» εκλογικό µέτωπο. Η άλλη, κατανοώντας τα αδιέξοδα αυτής της εκλογοκεντρικής τακτικής σκέφτεται κυρίως τη δράση από τα κάτω, αφήνοντας ανοιχτό και ελπίζοντας να δηµιουργηθεί (κάπως, κάποτε) και το εκλογικό µέτωπο. Δεν είναι ίδιες «αναγνώσεις» και αυτό ίσως οδηγεί σε νέες αποκλίσεις ή και σχισµατικές αντιπαραθέσεις. Αυτή η τάση ενισχύεται από τις διαφορετικές εµφάσεις στην αναγκαία αυτοκριτική για την κυβερνητική εµπειρία του 2015-19. Όπως έχουµε κατ’ επανάληψη ισχυριστεί, όποιος εξακολουθεί να υπερασπίζεται ένα κάποιο «θετικό έργο» των κυβερνήσεων Τσίπρα, δεν θα βρει ξανά χώρο συµµετοχής στις διεργασίες ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Άλλωστε τα θεµέλια της σύγκλισης µεταξύ του ευρωπαϊκού σοσιαλφιλελευθερισµού και της «τραµπικής» στρατηγικής, τέθηκαν στον ελληνικό καπιταλισµό εκείνη την περίοδο (Αλεξανδρούπολη, «άξονας» µε Νετανιάχου και Σίσι κ.ά.).

Νέα Εθνική Πυξίδα;

Χαρακτηριστικός του βάρους του παρελθόντος στις τωρινές εξελίξεις ήταν ο «θόρυβος» για τις πιθανότητες επανόδου του Αλ. Τσίπρα στην ενεργό πολιτική ζωή. Ο ίδιος ο Τσίπρας επέλεξε να τον πυροδοτήσει, µιλώντας στο Χάρβαρντ (!) και εξαγγέλοντας µια… ΝΕΠ (Νέα Εθνική Πυξίδα). Δεν ήταν τίποτα πέρα από µια δήλωση πίστης στο κυρίαρχο σήµερα ρεύµα των ευρωηγεσιών, όπως εκφράζεται από τις εκθέσεις Ντράγκι και Λέτα. Όµως µε ανάλογο προσανατολισµό δεν µπορεί να φτιάξει κανείς ούτε καν σοσιαλδηµοκρατικό ρεύµα, ακόµα και στην εποχή του σοσιαλφιλελεύθερου εκφυλισµού της σοσιαλδηµοκρατίας. Η κρίση των άλλων κοµµάτων δεν τα µετατρέπει αυτόµατα σε απεριφρούρητα οικόπεδα που µπορεί κάποιος να τα καταλάβει εύκολα, ακόµα κι αν χαρακτηρίζεται από ένα εντυπωσιακά κενό ιδεολογικοπολιτικό προσανατολισµό.

Ούτε αριστερά-Ούτε δεξιά;

Τούτων δοθέντων, που θα έλεγε και η Ζωή Κωσταντοπούλου, ο χώρος της κεντροαριστεράς για την ώρα λεηλατείται από την δηµοσκοπική άνοδο της Πλεύσης Ελευθερίας, που εκτινάσσεται σε προβλέψεις για ισχυρά διψήφια ποσοστά και «βλέπει» ήδη την δεύτερη θέση στην κατάταξη ισχύος των κοµµάτων. Η κατεύθυνση της Πλεύσης δεν µας αφορά: ο αυτοπροσδιορισµός Ούτε Αριστερά – Ούτε Δεξιά – Μπροστά, είναι ένα σύνθηµα εµπνευσµένο από τον λατινοαµερικάνικο «ριζοσπαστικό λαϊκισµό», κατάλληλο για να αυγατίζει κανείς εκλογική επιρροή σε περιόδους σύγχυσης, αλλά απολύτως ανεπαρκές για να υπερασπιστούµε τον κόσµο µας από τις σκληρές επιθέσεις του κεφαλαίου. Αυτό φάνηκε και σε πιο «ειδικές» τοποθετήσεις της Ζ. Κωνσταντοπούλου (εξοπλισµοί, Ωνάσεια σχολεία, ελληνοτουρκικά κ.ά.). Όµως την ίδια στιγµή, το µεγαλύτερο µέρος των ανθρώπων που µετακινούνται προς την κάλπη της Πλεύσης αυτοπροσδιορίζεται (σε όλες τις µετρήσεις) κυρίως στην… Αριστερά. Η εκτίναξη της Πλεύσης συνδέεται µε τα πολιτικά κενά που αντιµετωπίζουν προοδευτικοί άνθρωποι, συνδέεται µε το φαινόµενο της πρωτοφανούς αποχής στη νεολαία και σε λαϊκές-εργατικές περιοχές στις προηγούµενες εκλογές, και είναι ένα «εργαλείο» έκφρασης της οργής ενάντια στην κυβέρνηση, αλλά και της απογοήτευσης απέναντι στην πολιτική της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης. Άλλωστε η Ζωή τροφοδότησε την άνοδο της Πλεύσης κυρίως µε την ταύτισή της µε την οργή για το έγκληµα στα Τέµπη, αλλά και µε τη συγκρουσιακή ρητορική της που αδιαφορεί για τον κοινοβουλευτικό καθωσπρεπισµό.

Από τον βάλτο της κεντροαριστεράς, µε όλες τις πιθανές µετακινήσεις στο εσωτερικό του και µε όλες τις πιθανές και απίθανες µεταµορφώσεις του, δεν έχει κανείς τίποτα θετικό να περιµένει. Η ψοφοδεής πολιτική κυρίως του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ είναι η τελευταία ελπίδα σωτηρίας του Μητσοτάκη.

Η ανασύνταξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι υπόθεση που αφορά τις κινηµατικές δυνάµεις πέρα κι έξω από αυτόν τον αδιέξοδο χώρο κρίσης και διαρκούς συντηρητικής µετατόπισης.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες