Εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας

Η εκλογή του Τασούλα στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, θεωρείται δεδομένη. O Τασούλας αναμένεται να ψηφιστεί από τους 156 βουλευτές της ΝΔ καθώς και από ορισμένους ανεξάρτητους βουλευτές, όπως ο Αντώνης Σαμαράς και ο Μάριος Σαλμάς (και τους Π. Σαράκη-εκλέχτηκε με την Ελ. Λύση, Χ. Κατσιβαρδά-εκλέχτηκε με τους Σπαρτιάτες), στην τέταρτη ψηφοφορία της 12ης Φεβρουαρίου.

O προτεινόμενος από τον πρωθυπουργό για ΠτΔ υπήρξε «πολιτικό τέκνο» της αβερωφικής πτέρυγας της ΝΔ και βαμμένος αντικομμουνιστής, κάτι που καθιστά αστείους τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι είναι μια ενωτική προσωπικότητα. Επιπλέον, κατηγορήθηκε για διαφθορά όταν ήταν δήμαρχος Κηφισιάς, ενώ ως πρόεδρος της βουλής είχε καθοριστική συμβολή στη συγκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών και του εγκλήματος των Τεμπών.

Ο Μητσοτάκης σπάει έτσι την άτυπη παράδοση που θέλει την εκάστοτε κυβέρνηση να επιλέγει πρόσωπο που προέρχεται από το χώρο της αντιπολίτευσης. Είναι προφανές ότι η επιλογή Τασούλα αντανακλά τη δεξιά στροφή Μητσοτάκη, συμβατή με τις «τραμπικές πινελιές» στην πολιτική γραμμή που εκπέμπει τελευταία το Μαξίμου. Σε ομηρία από τη σκληρή δεξιά του κόμματός του και με την ανάγκη ανάσχεσης των διαρροών προς Βελόπουλο και Λατινοπούλου, κατέληξε σε έναν κομματικό υποψήφιο. Μια υποψηφιότητα από τον χώρο της κεντροαριστεράς θα έφερνε σίγουρα «αντάρτικες» ψήφους, εντός ΝΔ, στη διαδικασία εκλογής.

Η συσπείρωση της εκλογικής βάσης της ΝΔ και τα ανοίγματα στα ακροδεξιά ακροατήρια, κρίθηκαν ως σημαντικότερες προτεραιότητες από τη συναίνεση με το ΠΑΣΟΚ, που για την ώρα δεν φαίνεται να απειλεί την πρωτοκαθεδρία της ΝΔ. Το ίδιο μήνυμα εκπέμπει και η επιλογή του Κακλαμάνη για να διαδεχθεί τον Τασούλα στην προεδρία της βουλής. Τα δύσκολα για τον ελληνικό καπιταλισμό είναι μπροστά. Ο Μητσοτάκης ξέρει ότι χωρίς τη στήριξη της «βαθιάς ΝΔ» και των αντιδραστικών μηχανισμών στο κράτος, δεν πρόκειται να τα βγάλει εύκολα πέρα, τη στιγμή μάλιστα που η λαϊκή δυσαρέσκεια εντείνεται.

Μια τόσο δεξιά υποψηφιότητα βρίσκεται βέβαια σε ευθεία αντίφαση με τα ανοίγματα στο «μεσαίο χώρο» και την προσπάθεια του Κυριάκου να εμφανιστεί ως συνεχιστής του «εκσυγχρονισμού» και της κληρονομιάς του Κώστα Σημίτη. Μια τέτοια απόφαση δεν είναι χωρίς ρίσκο. Υπενθυμίζεται ότι οι ψηφοφόροι που αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώοι» αποτελούσαν για συνεχόμενες εκλογικές μάχες προνομιακό πεδίο του Μητσοτάκη, στις τελευταίες δημοσκοπήσεις όμως φαίνεται να στρέφονται προς το ΠΑΣΟΚ.

Στο ΠΑΣΟΚ, για να εμφανιστούν ως ο εναλλακτικός πόλος στη ΝΔ, έχουν επιλέξει να κοιτούν δεξιότερα. Όπως ακριβώς δηλαδή και η ΝΔ. Η άτολμη και «υπεύθυνη» αντιπολίτευση του Ανδρουλάκη, δεν μπορούσε να βρει καλύτερη αποτύπωση από την πρόταση Γιαννίτση, για την Προεδρία. H συγκεκριμένη επιλογή έγινε στο πλαίσιο της στρατηγικής του Ανδρουλάκη για τον διεμβολισμό του κέντρου. Αλλά φαίνεται πως δεν έχει αποτέλεσμα. Αφού περίμενε το Μητσοτάκη, να προτείνει τον Βενιζέλο ή άλλο πρόσωπο που θα μπορούσε να ψηφίσει το ΠΑΣΟΚ, η πρόταση της Χ. Τρικούπη ήταν τελικά ένας από τους πιο λαομίσητους υπουργούς της περιόδου Σημίτη.

Και μάλιστα με το γνωστό νεοφιλελεύθερο επιχείρημα, ότι αν είχαν εφαρμοστεί οι προτάσεις Γιαννίτση το 2001, θα είχαμε αποφύγει την χρεοκοπία. Όταν ακριβώς αυτές οι αντιμεταρρυθμίσεις, όπου προχώρησαν, οδήγησαν στη μαζική φτωχοποίηση των εργαζομένων. Οι μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις ενάντια στο Ασφαλιστικό έκτρωμα, η άτακτη υποχώρηση και η παραίτηση Γιαννίτση, αποτελούν μια εμβληματική νίκη του εργατικού κινήματος. Επιπλέον, οι διαβόητες αλλαγές, συνάντησαν τότε και ισχυρές αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Από αυτή την παράδοση θέλει να ξεκόψει ο Ανδρουλάκης.

Ο Γιαννίτσης θα πάρει λιγότερες ψήφους από την Κατσέλη που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια μάταιη απόπειρα της Κουμουνδούρου να εμφανίσει κοινό «προοδευτικό μέτωπο» με το ΠΑΣΟΚ και να αναθερμάνει τα σενάρια συμπόρευσης των «προοδευτικών δυνάμεων», επέλεξε να πιέσει το ΠΑΣΟΚ «δεξιόστροφα», με μια υποψηφιότητα εντελώς ΠΑΣΟΚ. Στην επιλογή αυτή σύρθηκε και η Νέα Αριστερά, όχι χωρίς αντιδράσεις στο εσωτερικό της. Το 50% των μελών του Πολιτικού Γραφείου και το 40% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, διαφώνησαν με τη γραμμή υπερψήφισης της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, σηματοδοτώντας την αντίθεση της μειοψηφίας στο ενδεχόμενο σύγκλισης με την Κουμουνδούρου.

Η διαδικασία της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, ελάχιστα απασχολεί την κοινωνική πλειοψηφία, με την κρίση του κόστους ζωής να ροκανίζει το εργατικό εισόδημα. Είναι ενδεικτική όμως για τη μετατόπιση του πολιτικού άξονα όλο και δεξιότερα, καθώς και πρόβα για τις μετεκλογικές συνεργασίες των κομμάτων. Αλλά και μια μέτρηση της διαθεσιμότητας του αστικού πολιτικού προσωπικού, για λύσεις «ευρύτερων συναινέσεων», που απαιτεί το σύστημα. Ειδικά στους «αβέβαιους καιρούς» που ζούμε.