(90 χρόνια από τον θάνατό του)
Εφέτος, μεταξύ άλλων εκδηλώσεων και αφιερωμάτων, συμπληρώθηκαν 90 χρόνια και από τον θάνατο, του ποιητή και πεζογράφου Κώστα Καρυωτάκη (γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 και πέθανε στις 21 Ιουλίου 1928).
Ο Καρυωτάκης έζησε σε μια εποχή πολύ ταραγμένη, η οποία τον σημάδεψε: Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, επέκταση των συνόρων της χώρας, Μικρασιατική καταστροφή και καταποντισμός της Μεγάλης Ιδέας, μαζική εισροή προσφύγων, πολιτική διαφθορά, εκτεταμένη εξαθλίωση των λαϊκών τάξεων, άθλιες συνθήκες εργασίας, έντονοι απεργιακοί αγώνες κλπ. Η ανεργία μόνο στην Αθήνα, το 1928 έφτανε στο 55%. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα, που ο ίδιος εκείνη την εποχή είχε αναπτύξει και συνδικαλιστική δράση, σε «σύγκρουση με την αστική τάξη της παρακμής» και το αντίστοιχο κράτος. Όντας Δημόσιος Υπάλληλος είχε εκλεγεί, στις 13 Ιανουαρίου 1928, γραμματέας της «Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών» και συμμετείχε σε απεργιακούς αγώνες, πράγμα το οποίο του στοίχησε την μετάθεσή του σε Πάτρα και Πρέβεζα.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, ιδιαίτερα ζοφερό για τη νέα γενιά, πολλοί νέοι με κάποιες ευαισθησίες, βλέποντας ένα απροσδιόριστο μέλλον, στρέφονται στην πνευματική ζωή και αναζήτηση. Ένας από αυτούς ήταν και ο Καρυωτάκης, ο οποίος με την απαισιοδοξία που τον διέκρινε, σε συνδυασμό με την έλλειψη σημείου στήριξης και νέου κοινωνικού προσανατολισμού, έκφρασε με τα ποιήματά του, όλο αυτό το εσωτερικό δράμα μιας σειράς ανθρώπων εκείνης της εποχής, και «τον πόνο ενός κόσμου που αλλάζει».
Ο συνδυασμός προσωπικών και κοινωνικών παραγόντων είχαν ως αποτέλεσμα να βάλει ο ίδιος τέλος στη ζωή του, σε ηλικία 32 ετών, στην περιοχή της Πρέβεζας, που ήταν με δυσμενή μετάθεση. Οι προσωπικοί λόγοι είναι μάλλον δύο. Ο ένας, που φαίνεται να ώθησε τον Καρυωτάκη στην αυτοκτονία, είναι η σύφιλη από την οποία έπασχε. Ο άλλος, είναι μάλλον η συναισθηματική του αναπηρία. Σύμφωνα με το βιβλίο, «Ιδανικοί αυτόχειρες», του καθηγητή της ψυχιατρικής Πέτρου Χαρτοκόλλη, «ήταν περισσότερο η αδυναμία ν’ αγαπήσει η αιτία που τον ώθησε στην αυτοκτονία, παρά η στέρηση της γυναικείας αγάπης». Είναι γνωστή η στενή ανολοκλήρωτη ερωτική σχέση που είχε αναπτύξει με την επίσης ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Και συνεχίζει το βιβλίο: «Το πρόβλημα του Καρυωτάκη ήταν ότι δεν μπορούσε να αγαπήσει τις γυναίκες που μπορούσαν να τον αγαπήσουν. Έχοντας μια πολύ κακήν ιδέα για τον εαυτό του την προέβαλλε στους άλλους -πολύ εύκολο για την φθονερή πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούσε- πλάθοντας για τον εαυτό του μια ψεύτικη εικόνα ανωτερότητας που κατέρρεε όταν μια γυναίκα τον απέρριπτε, ενώ τον έκανε να χάνει την εκτίμησή του για μια γυναίκα που, σαν την Πολυδούρη, μπορούσε να τον αγαπήσει».
Όπως και να έχει, ο Καρυωτάκης υπήρξε ένας σπουδαίος ποιητής, ενώ για το έργο του έχουν γραφεί πολλά άρθρα και βιβλία, και έχουν πραγματοποιηθεί πολλά συνέδρια αφιερωμένα σε αυτόν, παρ’ ότι αδικήθηκε από τη Αριστερά του Μεσοπολέμου.
Ο ποιητής και δοκιμιογράφος, Βύρων Λεοντάρης, γράφει στο δοκίμιό του, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», πως ο Καρυωτάκης είναι «Οριακός ποιητής με ποιήματα αμετάκλητα – δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουργίας», καθώς δεν περπατούσε «στο χείλος του γκρεμού» γράφοντας, αλλά είχε «αντικρύσει κατά μέτωπο τον γκρεμό», εκεί όπου «η ποίηση φτάνει στην οριακή της στιγμή».
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Καρυωτάκης έζησε σε ένα εποχιακό μεταίχμιο, σε μια «Οριακή πραγματικότητα», ανάμεσα στην ποιητική γενιά της δεκαετίας του 1920 και στην ανερχόμενη της δεκαετίας του 1930.