«Πληγές» από το παρελθόν
Οι υποσχέσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις και η διάψευσή τους τις πιο κρίσιμες στιγμές συνοδεύει επί δεκαετίες το κουρδικό εθνικό κίνημα. Συγκεκριμένα από την αρχή του: από την επαύριο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ματαιώθηκε η υπόσχεση για ανεξάρτητο Κουρδιστάν, μετά τη διάλυση της πολυεθνικής οθωμανικής αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα ο κουρδικός λαός να βρεθεί κατακερματισμένος (ως μειονότητα) σε Τουρκία, Συρία, Ιράκ, Ιράν.
Την εποχή του τέλους της αποικιοκρατίας, της άνθησης των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και της οικοδόμησης των σύγχρονων εθνών-κρατών στην περιοχή, το κουρδικό ζήτημα απέκτησε μια επιπλέον δυσκολία: Οι κουρδικοί πληθυσμοί αντιμετώπισαν ακραίες διακρίσεις και αντιμετωπίστηκαν ως «ξένο σώμα». Στην κεμαλική Τουρκία, η προσπάθεια «ομογενοποίησης» από τα πάνω, κήρυξε πόλεμο στη μουσουλμανική και την κουρδική ταυτότητα –φτάνοντας στο σημείο να αρνείται την ίδια την ύπαρξη των Κούρδων ως τέτοιων.
Σε Ιράκ και Συρία, ο αγώνας για ανεξαρτησία από την αποικιοκρατία είχε ως κινητήρια δύναμη τον αραβικό εθνικισμό, μια δύναμη προοδευτική όσον αφορά τη σύγκρουση με την εξάρτηση και με τα παλιά αντιδραστικά καθεστώτα, αλλά που «εξ’ ορισμού» απέκλειε το κουρδικό στοιχείο. Αν κατά την εποχή των αγώνων αυτό δεν δημιουργούσε ιδιαίτερες εντάσεις, όταν τα κόμματα του αραβικού εθνικισμού (Μπάαθ) βρέθηκαν στην εξουσία και σταθεροποιήθηκαν σε αυτήν, επέτειναν τον αποκλεισμό και τη δυνατότητα συνύπαρξης. Οι πολιτικές δημιουργίας «αραβικών ζωνών» με εσωτερικές μετεγκαταστάσεις πληθυσμών (σε Ιράκ και Συρία), η άρνηση στοιχειωδών δικαιωμάτων (στη Συρία καταχωρήθηκαν ως «maktumim» ως μη-καταγεγραμμένοι, χωρίς ταυτότητα ή δικαιώματα), η καταπίεση έκαναν εξαιρετικά δύσκολη την προοπτική να αναγνωρίσουν οι Κούρδοι τους εαυτούς τους στα νέα κράτη.
Ο κεμαλισμός, έχοντας γεννηθεί μέσα από τα ερείπια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ως προσπάθεια να αποτραπεί ο πλήρης διαμελισμός της Τουρκίας, αντιλαμβανόταν τους Κούρδους ως υπαρξιακή απειλή. Ο αραβικός εθνικισμός κουβαλούσε το «τραύμα» της Παλαιστίνης και της ίδρυσης του Κράτους του Ισραήλ και στεκόταν με σκληρή καχυποψία απέναντι σε μια «ξένη» εθνοτική ομάδα που ζούσε σε «αραβικά» εδάφη.
Το πρόβλημα εντάθηκε από την πολιτική που χάραξαν οι ιστορικές ηγεσίες του κουρδικού εθνικού κινήματος (οι Μπαρζανί και Ταλαμπανί), με «κοιτίδα» το Ιράκ. Επρόκειτο για δεξιές αστικές ηγεσίες, που έμοιαζαν να επιδιώκουν να κάνουν πράξη τους αραβικούς φόβους: Αντιμετώπισαν ως «μοντέλο» το Ισραήλ, το «νεαρό ανεξάρτητο κράτος» που τα κατάφερε «περικυκλωμένο από Άραβες εχθρούς», χάρη στην στήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων. Μάλιστα στην περίπτωση των Κούρδων του Ιράκ, κάποια στιγμή αυτή η ταύτιση έπαψε να είναι απλά «ιδεολογική» κι έγινε πραγματική προνομιακή σχέση. Πέρα από αυτό, η τακτική όντως λογοδοτούσε στην αναζήτηση στήριξης στις Μεγάλες Δυνάμεις. Και σε μια εποχή που ο αραβικός εθνικισμός αντιμετωπιζόταν ως επικίνδυνος εχθρός από τον δυτικό ιμπεριαλισμό, αυτή η επιλογή οδήγησε το κουρδικό εθνικό κίνημα να βρεθεί σε «αυτήν την πλευρά» της παγκόσμιας διαμάχης, σε μια ιστορική περίοδο που τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στηρίζονταν στην αλληλεγγύη μεταξύ τους και στον αντι-ιμπεριαλισμό. Οι «δεσμοί» (συναισθηματικοί, ιδεολογικοί, αλλά και πολύ υλικοί) μεταξύ Κούβας-Βιετνάμ-Παλαιστίνης κ.ο.κ., το κίνημα των «Αδεσμεύτων», οι σχέσεις αλληλεγγύης με τη διεθνή Αριστερά είναι μια ιστορία από την οποία σε μεγάλο βαθμό απουσίαζε το κουρδικό ζήτημα.
Κάθε εθνικό κίνημα είναι σε ένα βαθμό «οπορτουνιστικό» (κι εδώ δεν χρησιμοποιούμε τον όρο ως «ανάθεμα», αλλά ως ερμηνεύσιμη πραγματικότητα –η ωφελιμιστική αξιοποίηση κάθε ευκαιρίας) όσον αφορά τις σχέσεις του με άλλα κράτη. Αλλά αυτός ο «οπορτουνισμός» έγινε δεύτερη φύση του κουρδικού εθνικού κινήματος και πληρώθηκε ακριβά πολλές φορές στην ιστορία, όποτε έπαυαν να είναι χρήσιμοι κι αφήνονταν και πάλι στη μοίρα τους, απέναντι σε έναν αντίπαλο τον οποίο είχαν «εξαγριώσει» όταν φαντασιώνονταν ότι θα έχουν «ισχυρές πλάτες» επ’ άπειρον. Απότις διαδοχικές ένοπλες εξεγέρσεις των Κούρδων του Ιράκ –με αμερικανική παρότρυνση– που πνίγηκαν στο αίμα (με αμερικανική ανοχή) μέχρι το πρόσφατο δημοψήφισμα για ανεξαρτησία και την ταπεινωτική του κατάληξη όταν τους άδειασαν όλοι οι «σύμμαχοι» απέναντι στην αντεπίθεση της Βαγδάτης είναι ενδεικτικά παραδείγματα.
Πέρα από τη σχέση με Μεγάλες Δυνάμεις, που βρίσκονταν μίλια μακριά από την περιοχή που τα ενδιαφέρει, τα κουρδικά πολιτικά κόμματα πολλές φορές επιχείρησαν να «παίξουν» και με τους ανταγωνισμούς μεταξύ των Τουρκίας-Ιράκ-Ιράν-Συρίας, φτάνοντας να συμμαχούν με κυβερνήσεις που καταπίεζαν «Κούρδους αδελφούς» στο εσωτερικό τους, αλλά ήταν πρόθυμες να στηρίξουν άλλους Κούρδους στο εσωτερικό του ανταγωνιστή τους. Ο ρόλος που έπαιξαν κουρδικά πολιτικά κόμματα σε περιόδους όξυνσης των σχέσεων Τουρκίας-Συρίας ή στην εποχή του πολέμου Ιράν-Ιράκ και οι πιο πρόσφατες προνομιακές σχέσεις της αυτόνομης κουρδικής περιοχής του Ιράκ με το τουρκικό κράτος, περιέχουν τέτοια παραδείγματα… Με το αποτέλεσμα να είναι κάθε φορά νέες ήττες και πισωγυρίσματα για τον κουρδικό λαό. Αλλά και να διαιωνίζεται η ιστορική «καχυποψία» ανάμεσα στους Κούρδους και τους Άραβες και τους Τούρκους, που έχει σταθεί ιστορικά ως εμπόδιο σε κάθε απόπειρα μιας πραγματικά προοδευτικής λύσης, στα πλαίσια της κοινής πάλης των «από κάτω» απέναντι στα καθεστώτα της περιοχής.
Οι προσπάθειες για έναν άλλο δρόμο
Δεν θέλουμε να αδικήσουμε μικρότερες πραγματικά ριζοσπαστικές δυνάμεις, αλλά η πλέον μαζική-ορατή δύναμη που διεκδίκησε και διεκδικεί ηγετικό ρόλο και τοποθετείται ιδεολογικά στα αριστερά των ηγεσιών τύπου Μπαρζανί και Ταλαμπανί, προέκυψε από το PKK.
Ένα κόμμα που ενέτασσε τον εαυτό του στην «μαρξιστική-λενινιστική» παράδοση (μαοϊσμός) και διεξήγαγε για δεκαετίες ένοπλη πάλη στο εσωτερικό της Τουρκίας με στόχο ένα ανεξάρτητο (και αργότερα «σοσιαλιστικό») κουρδικό κράτος. Ο στόχος για ανεξάρτητο κράτος βάρυνε περισσότερο από τη «σοσιαλιστική» προοπτική και αυτό καθόρισε τακτικές, συμμαχίες, μεθόδους πάλης κ.ο.κ. Το PKK δεν απέφυγε τελικά πρακτικές και τακτικές που ακολούθησαν και οι «παραδοσιακές» ηγεσίες, κινούμενο με το δόγμα «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» (όπως γνωρίζουμε πολύ καλά στην Ελλάδα, όπου σε διάφορες χρονικές στιγμές η απεύθυνση για «αλληλεγγύη» στρεφόταν περισσότερο στο ελληνικό κράτος και τις πιο σκοτεινές «υπηρεσίες» του και λιγότερο στην Αριστερά) αλλά και γκρεμίζοντας κάθε προοπτική «γέφυρας» με την τουρκική Αριστερά.
Η διαδρομή του PKK έχει αρκετές «στροφές». Οι πιο ενδιαφέρουσες ήρθαν τα τελευταία χρόνια. Κατά την εποχή του «ανοίγματος» του Ερντογάν για ειρηνική επίλυση της διαμάχης, ο ιστορικός ηγέτης του PKK, Οτσαλάν, ανταποκρίθηκε, εισηγούμενος την αντικατάσταση της πάλης για «ενιαίο κι ανεξάρτητο Κουρδιστάν» με το στόχο για μια «λαϊκή δημοκρατία»: ήταν ένα θολό σχήμα που άφηνε ανοιχτή την πιθανότητα μιας επίλυσης του κουρδικού στα πλαίσια ενός γενικότερου εκδημοκρατισμού του τουρκικού κράτους.
Έπειτα, εν μέρει ως απάντηση στις επιτυχίες του –μεγάλου ανταγωνιστή– κόμματος του Μπαρζανί στο Ιράκ (ανακήρυξη αυτόνομης κουρδικής περιοχής στο Ιράκ), το PKK υποχρεώθηκε να δώσει απαντήσεις στο κουρδικό ζήτημα και πέραν της Τουρκίας. Καταρχήν επιχείρησε μια «αποκέντρωση», με την ίδρυση αδελφών κομμάτων στη Συρία (το PYD το 2003) και το Ιράν (το PJAK το 2004). Παράλληλα, ο Οτσαλάν, επηρεασμένος από το έργο του Αμερικάνου βετεράνου ελευθεριακού Μάρεϊ Μπούκτσιν, εισηγήθηκε το σχέδιο του «δημοκρατικού κονφεντεραλισμού» και της «δημοκρατικής αυτονομίας», ως στρατηγική που ξεπερνά τα εθνικά σύνορα κι αφορά όλη την περιοχή.
Ήταν μια στρατηγική «αυτό-κυβέρνησης» σε τοπικό επίπεδο, που θα ομοσπονδιοποιούταν και θα «ξεπερνούσε την απαρχαιωμένη ιδέα του έθνους-κράτους». Ήταν μια στρατηγική με θολά σημεία: Αφορά μόνο τις κουρδικές περιοχές ή είναι ένα σχέδιο για όλους τους λαούς της περιοχής; Και με ποια πολιτικά εργαλεία (πέραν των αμιγώς κουρδικών κομμάτων;) θα υλοποιηθεί; Και κυρίως: ακόμα κι αν οι Κούρδοι όντως εγκαταλείπουν το στόχο για ένα δικό τους κράτος (ένα μεγάλο «αν», καθώς η «δημοκρατική αυτονομία» χωράει πολλές ερμηνείες) ποια η σχέση και η τακτική απέναντι στα υπαρκτά κράτη, τα οποία προφανώς δεν θα εξαφανιστούν; Κατά τη γνώμη μου, η ασάφεια ήταν σε μεγάλο βαθμό σκόπιμη, ώστε να χωράνε διάφορες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα και να μένουν ανοιχτές πολλές τακτικές επιλογές.
Για παράδειγμα, μέχρι τη στροφή 180 μοιρών του Ερντογάν και την επανέναρξη των βίαιων κατασταλτικών επιθέσεων στις κουρδικές περιοχές της Τουρκίας,η «νέα στρατηγική» μπορούσε να σημαίνει απλά την έμφαση κι ενίσχυση της δουλειάς στην τοπική αυτοδιοίκηση εκ μέρους του HDP, το οποίο παράλληλα επιχειρούσε να συγκροτηθεί ως κόμμα της Αριστεράς, που αγωνίζεται για τα δικαιώματα όλων στην Τουρκία. Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα «ερμηνεία» της νέας στρατηγικής προέκυψε στη Συρία μέσα από τη δράση του PYD: Το πείραμα που έγινε διεθνώς γνωστό ως «Ροζάβα» και (μαζί με την ίδρυση του HDP στην Τουρκία) ήταν από τις πιο ελπιδοφόρες απόπειρες χάραξης ενός διαφορετικού δρόμου για το κουρδικό κίνημα.
Η Ροζάβα
Ένα χρόνο μετά την ίδρυσή του, το PYD «πήρε το βάπτισμα του πυρός» στην εξέγερση του Καμισλί, την «κουρδική Ιντιφάντα» του 2004 που εξαπλώθηκε σε όλες τις πόλεις με κουρδικό πληθυσμό, απαιτώντας δημοκρατικά δικαιώματα, αλλά αντιμετωπίστηκε με άγρια καταστολή από το καθεστώς Άσαντ, αυξάνοντας τη διάθεση για αυτονομία (που ως τότε ήταν περιορισμένη στη Συρία).
Το 2011, με το ξέσπασμα της εξέγερσης ενάντια στο καθεστώς, διαδηλώσεις έγιναν και στις κουρδικές περιοχές. Τα περισσότερα κουρδικά κόμματα επιχείρησαν να συμμετέχουν στις προσπάθειες συγκρότησης ενός συνασπισμού όλων των αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Δημιουργήθηκαν δύο διαφορετικές «ομπρέλες», μια πιο αδιάλλακτη («να γκρεμιστεί το καθεστώς») και μια πιο μετριοπαθής («στηρίζουμε τις διαδηλώσεις, απαιτούμε διάλογο για μεταρρυθμίσεις»). Η πρώτη –που κυριάρχησε πολιτικά λόγω της έξωθεν αναγνώρισης και στήριξης– καθορίστηκε και από τον αραβικό εθνικισμό αλλά και από τη στενή σχέση με το τουρκικό κράτος (που εκείνη την εποχή στήριζε ένθερμα την αντι-ασαντική δράση): Απορρίφτηκε κάθε συζήτηση για κάποιου είδους «αυτονομία» και ακόμα και το απλό κουρδικό αίτημα να μετονομαστεί το κράτος που θα προέκυπτε μετά από μια πτώση του Άσαντ σε «Συριακή Δημοκρατία» από «Συριακή Αραβική Δημοκρατία». Η δεύτερη αντιπολιτευτική ομαδοποίηση (με την οποία ήταν πιο κοντά το PYD) γρήγορα ξεπεράστηκε από τα γεγονότα, που πήραν τη μορφή εμφυλίου πολέμου.
Σε αυτήν τη συνθήκη, το PYD έμεινε μετέωρο μεταξύ καθεστώτος και αντιπολίτευσης. Αλλά η εξέγερση και ο εμφύλιος του έδωσαν «χώρο» και χρόνο» να προωθήσει το πρόγραμμά του: Σε μια εποχή που έχανε διαδοχικά από τον έλεγχό του περιφέρειες και πόλεις της χώρας, ο Άσαντ προτίμησε να αποσύρει τις δυνάμεις του από τις κουρδικές περιοχές, όταν ξεσηκώθηκαν και αυτές. Αφενός, έστρεφε όλη την πολεμική του προσπάθεια σε άλλες κρίσιμες πόλεις, σε μια δύσκολη συγκυρία για το καθεστώς που τότε έχανε την πολιτική και στρατιωτική δυνατότητα να ελέγξει όλη την επικράτεια (μαζικές εξεγέρσεις και κύμα ανταρσιών στο στράτευμα). Αφετέρου, διασφάλιζε την ουδετερότητα των Κούρδων και του PYD, που έμειναν έξω από τον εμφύλιο (οι μόνες πόλεις που έχασε το καθεστώς τον έλεγχό τους και δεν αντιμετώπισαν τα καταστροφικά αντίμετρα των βομβαρδισμών και της πολιορκίας).
Αυτή η δυνατότητα επέτρεψε την οικοδόμηση των θεσμών αυτοκυβέρνησης της Ροζάβα. Όπου υπήρξαν πολύ σημαντικά βήματα σε θέματα δημοκρατικών δικαιωμάτων (για τις γυναίκες, τις θρησκευτικές μειονότητες, τις πολιτικές ελευθερίες κ.ο.κ.). Σε σύγκριση με την κόλαση που επικρατούσε τριγύρω, αλλά και τις δικτατορίες και τις θρησκευτικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις που έδιναν τον τόνο στην ευρύτερη περιοχή, η Ροζάβα φάνηκε να αποτελεί «όαση».
Αυτό εξηγεί σε ένα βαθμό και μια ρομαντική υπερεκτίμηση των όσων συνέβαιναν εκεί, τα οποία είχαν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους όρια κι αντιφάσεις: από την ένταση μεταξύ «δημοκρατικού πειράματος»και της βαρύνουσας κυριαρχίας του PYD μέχρι την ένταση μεταξύ «ενός συμπεριληπτικού προγράμματος για όλους τους λαούς» και την εμφανή επιρροή του κουρδικού εθνικισμού στο κόμμα.
Η εξέλιξη της σχέσης με τις ΗΠΑ
Κατά την άνοδο και την επέλαση του Ισλαμικού Κράτους, η Ροζάβα απειλήθηκε για πρώτη φορά. Οι μαχητές του ΙΚ είχαν ταπεινώσει τον ιρακινό κυβερνητικό στρατό, αποσπώντας πανάκριβο βαρύ οπλισμό και ξεχύνονταν στη Συρία είτε αήττητοι είτε ανενόχλητοι. Οι πολιτοφυλακές του PYD έδωσαν μια ηρωική μάχη για την άμυνα του Κομπάνι.
Την ίδια εποχή, οι ΗΠΑ ξεκινούσαν την εκστρατεία για τη συντριβή του Ισλαμικού Κράτους κι αναζητούσαν ένα ικανό «πεζικό». Στη Συρία, δεν υπήρχε περίπτωση συνεργασίας με τον κυβερνητικό στρατό, ενώ οι αντικαθεστωτικοί αντάρτες αρνούνταν να ιεραρχήσουν τον πόλεμο ενάντια στο ΙΚ πάνω από τον πόλεμο ενάντια στον Άσαντ (μια βασική αμερικανική απαίτηση εκείνη την περίοδο). Αυτή ήταν η βάση της στρατιωτικής συμμαχίας με τις κουρδικές πολιτοφυλακές. Είχαν αποδειχθεί αποτελεσματικές στη μάχη και κάλυπταν την βασική αμερικανική απαίτηση: δεν στήριζαν το καθεστώς Άσαντ αλλά δεν πολεμούσαν εναντίον του. Η ηγεσία του PYD δέχτηκε τη συμφωνία με το διάβολο: Η αεροπορική κάλυψη βοήθησε στην άμυνα του Κομπάνι, ο βαρύς εξοπλισμός βοήθησε στην πορεία του πολέμου ενάντια στο ΙΚ.
Αλλά ο κίνδυνος που ελλοχεύει πάντοτε στις συμφωνίες με το διάβολο εκδηλώθηκε. Με την αεροπορική κάλυψη και τα βαριά όπλα, ήρθαν και οι «εκπαιδευτές» και οι «σύμβουλοι» και έπειτα οι αμερικανικές βάσεις στη Ροζάβα. Σύντομα οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF, μια «διεύρυνση» των κουρδικών πολιτοφυλακών με Σύρους Άραβες μαχητές) ανέλαβαν έναν πιο ενεργό ρόλο στον πόλεμο κατά του ΙΚ, που ξεπερνούσε την υπεράσπιση των εδαφών τους και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν πχ η εκστρατεία προς την Ράκα αποτελούσε επιλογή του PYD ή του Πενταγώνου (για να μην αναφέρουμε ότι η «μορφή» της εκστρατείας καθορίστηκε από το Πεντάγωνο, δηλαδή η πόλη ισοπεδώθηκε για να «απελευθερωθεί»).
Σε μια εποχή που ο πόλεμος κατά του ΙΚ γινόταν ταυτόχρονα «αγώνας δρόμου» για κατάληψη εδαφών, με το βλέμμα στην διαπραγμάτευση της μεταπολεμικής Συρίας (κάτι σαν τον «αγώνα δρόμου» κατά το τέλος του ΒΠΠ), οι SDF πόνταραν στην αμερικανική στήριξη και επέκτειναν τον έλεγχό τους στο 1/3 των εδαφών της Συρίας.Καθώς ρωσικές, ιρανικές και κυβερνητικές δυνάμεις ανακτούσαν στρατιωτικά τον έλεγχο της υπόλοιπης Συρίας, οι ΗΠΑ αξιοποιούσαν ως «διαπραγμευτικό χαρτί» τους στην μεταπολεμική διευθέτηση τις (βάσεις στις) περιοχές των SDF.
Το Ισλαμικό Κράτος δεν αποτελούσε πλέον άμεση απειλή (ή προτεραιότητα των ΗΠΑ) ενώ η ηγεσία Τραμπ μετά από αρκετές ταλαντεύσεις αποφάσισε να επιχειρήσει πιο αποφασιστικά τη γραμμή απεμπλοκής από ένα μέτωπο το οποίο δεν υπήρξε ποτέ κεντρικής σημασίας για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Έτσι ήρθε το «άδειασμα» της αμερικανικής αποχώρησης, που διευκόλυνε το σχεδιασμό Ερντογάν για εισβολή με στόχο να απωθήσει από τα σύνορά του τις κουρδικές πολιτοφυλακές και να ακυρώσει την παρουσία μιας «αυτόνομης» κουρδικής ημι-κρατικής οντότητας…
Η Άστανα και η Άντανα
Απέναντι στην απειλή της τουρκικής εισβολής, η πολιτική ηγεσία της Ροζάβα και των SDF οδηγήθηκε σε αυτό που περιγράφουν ως «επώδυνο συμβιβασμό» με το καθεστώς Άσαντ, του οποίου οι ένοπλες δυνάμεις επιστρέφουν στις περιοχές από τις οποίες είχαν εκδιωχθεί μετά το 2011, με αντάλλαγμα την προστασία από τον τουρκικό στρατό.
Σε πείσμα διάφορων φαντασιώσεων, δεν πρόκειται για κάποια σύμπραξη κυβερνητικού στρατού-Κούρδων ανταρτών ενάντια στον τουρκικό στρατό. Πρόκειται για «καταμερισμό εργασιών» μεταξύ των δυνάμεων της Άστανα (η στρατηγική συνεννόηση Ρωσίας-Τουρκίας-Ιράν-Συρίας), με τρόπο που να μένουν όλες οι πλευρές ικανοποιημένες. Άλλωστε και η Άγκυρα και η Δαμασκός και η Τεχεράνη συμμερίζονται την αντίθεση σε μια κουρδική αυτονομία. Η Μόσχα παίζει το ρόλο του βασικού ρυθμιστή, συντονίζοντας το διάλογο Άγκυρας-Δαμασκού και μεσολαβώντας με τους Κούρδους.
Το είχε πράξει και κατά την τουρκική εισβολή στο Αφρίν: Τότε το PYD ήταν πιο ανθεκτικό απέναντι στο τελεσίγραφο («υποταγή στο Μπάαθ ή τουρκική εισβολή και κατοχή») και ο Πούτιν πιο πρόθυμος να αφήσει τον τουρκικό στρατό να ολοκληρώσει την επιχείρησή του. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει: ο δυσμενής συσχετισμός υποχρεώνει το PYD να ζητήσει «επώδυνο συμβιβασμό» ενώ η αμερικανική αποχώρηση διευκολύνει το ρωσικό σχεδιασμό να οργανώσει τη «λύση του ζητήματος».
Η συμφωνία που επιτεύχθηκε δεν σημαίνει ότι το «μπλοκ της Άστανα» έσπασε (ούτε σπάει έτσι εύκολα), το αντίθετο: συντονίζεται για να επιβάλει αυτό την δική του λύση στο κουρδικό ζήτημα. Ο Άσαντ και ο Ερντογάν μπορεί να υιοθετούν μια πιο πατριωτική-επιθετική ρητορική για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, αλλά οι αξιωματούχοι της Μόσχας μιλάνε πιο ανοιχτά. Και ομολογούν ότι τα δύο κράτη βρίσκονται σε διαρκείς επαφές μεταξύ τους. Παραδέχονται ότι ρωσικές δυνάμεις αναπτύσσονται για να διασφαλίσουν την «ομαλότητα» των επιχειρήσεων τουρκικού και συριακού στρατού και να αποτρέψουν ατύχημα. Η πραγματικότητα στο έδαφος επίσης ενισχύει αυτήν την περιγραφή. Ο Σεργκέι Λαβρόφ υπενθύμισε την Άντανα ως μοντέλο. Πρόκειται για τη συμφωνία του 1998. Μέχρι τότε, ο πατέρας Άσαντ φιλοξενούσε βάσεις του PKK, αφενός για να παρενοχλεί την Τουρκία κι αφετέρου για να «μετατοπίζει» το κουρδικό ζήτημα προς τον γείτονα και να εκτονώνεται στο εσωτερικό του. Όταν τα δύο κράτη ήρθαν πιο κοντά (όπως συμβαίνει και σήμερα), συμφωνήθηκε στην Άντανα ότι ο συριακός στρατός αναλαμβάνει να περιορίσει τη συνοριακή δράση των Κούρδων και ότι ο τουρκικός στρατός διατηρεί το δικαίωμα περιορισμένων επιχειρήσεων σε συριακό έδαφος απέναντι στην κουρδική «τρομοκρατία». Στα πλαίσια αυτής της συμφωνίας εκδιώχθηκε από τη Συρία ο Οτσαλάν, με τη γνωστή κατάληξη της περιπέτειάς του. Η αναφορά του Λαβρόφ «σκιαγραφεί» λοιπόν τις προθέσεις. Το βασικό ερωτηματικό είναι αν θα υπάρξει στη «νέα Άντανα» ένα πολιτικό ισοδύναμο της «παράδοσης Οτσαλάν», δηλαδή πολιτικά-οργανωτικά μέτρα του καθεστώτος Άσαντ απέναντι στο PYD και τη Ροζάβα γενικότερα.
Αυτό μένει να φανεί. Προς το παρόν υπάρχει πόλεμος προπαγάνδας, με τις SDF ή αγωνιστές από τη Ροζάβα να επιμένουν ότι «ο συριακός στρατός αναπτύσσεται μόνο στα σύνορα όπως οφείλει» και ότι οι δομές του «πειράματος» παραμένουν άθικτες, ενώ το συριακό κρατικό πρακτορείο ειδήσεων μεταδίδει πανηγυρικές ειδήσεις για είσοδο των κυβερνητικών δυνάμεων στη μία πόλη μετά την άλλη.
Σε αυτή τη φάση, ο συριακός στρατός αναλαμβάνει να ολοκληρώσει το στόχο της τουρκικής εισβολής. Ο Ερντογάν, όταν δεν εκτοξεύει εθνικιστικές κορώνες, παραδέχεται ότι είναι θετική εξέλιξη η ανάπτυξη του συριακού στρατού, ενώ κάποια φιλο-ερντογανικά ΜΜΕ φτάνουν να πανηγυρίζουν για την πρόοδο της «τουρκο-συριακής επιχείρησης που απομακρύνει τους τρομοκράτες». Η διαφορά είναι ότι ο συριακός στρατός το κάνει αναίμακτα, καθώς οι SDF υποκύπτουν στον εκβιασμό για να σώσουν ζωές. Μια τεράστια διαφορά για τον άμαχο πληθυσμό, αναμφίβολα, που δεν μπορεί να υποτιμηθεί ως εξέλιξη. Που δεν ακυρώνει όμως την πολιτική ήττα της Ροζάβα και τη συμπαιγνία των εμπλεκόμενων δυνάμεων (συντονισμός Άστανα, ανοχή ΗΠΑ) στο στραγγαλισμό της.
Σε αυτό το φόντο, ήρθε η αμερικανική πρωτοβουλία και η επίσκεψη του αντιπροέδρου Πενς στην Τουρκία. Αυτή επιβεβαίωσε την αμερικανική ανοχή στην τουρκική επιχείρηση, καθώς το κοινό κείμενο αποτελεί στην ουσία μια ρητή αναγνώριση εκ μέρους των ΗΠΑ των τουρκικών διεκδικήσεων. Δείχνει να είναι μια προσπάθεια της Ουάσινγκτον να παραμείνει «στο παιχνίδι», κρατώντας την Τουρκία «μετέωρη» μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας, κάνοντας τις αναγκαίες παραχωρήσεις προς την Άγκυρα κι επιχειρώντας να παίξει και πάλι ρόλο μεσολαβητή μεταξύ Άγκυρας και PYD. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας (με το PYD) σίγουρα δεν έχουν γκρεμιστεί και ότι στο άνοιγμα της συζήτησης για αφοπλισμό των SDF, η Ουάσινγκτον έχει ακόμα ρόλο να παίξει (γνωρίζοντας πχ επακριβώς για πόσο και τι οπλισμό μιλάμε, παραμένει η μόνη που θα μπορούσε να εγγυηθεί ότι παραδόθηκε).
Μιλώντας για «ανοιχτούς διαύλους», οι SDF ανακοίνωσαν την εκκένωση της Ρας Αλ Αΐν, μιας συνοριακής πόλης που είχε έντονη συμβολική σημασία για την τουρκική εκστρατεία, καθώς αφενός οριοθετούσε τη «ζώνη» που έχει δημιουργήσει σε αυτήν την πρώτη φάση της επιχείρησης και αφετέρου εκεί συνάντησε την ισχυρότερη αντίσταση από τις πολιτοφυλακές. Οι SDF ανακοίνωσαν την εκκένωση «σεβόμενες την εκεχειρία με αμερικανική διαμεσολάβηση».
Κατά τα άλλα, ο πρακτικός αντίκτυπος της «συμφωνίας» δε μοιάζει να προσθέτει κάτι καινούργιο, καθώς δεν αναφέρει οτιδήποτε συγκεκριμένο (ή κάποιο ρόλο των αμερικανικών δυνάμεων) ως προς την υλοποίηση των τουρκικών διεκδικήσεων –πέρα από την πίεση στο PYD να συμμορφωθεί σε αυτές. Είναι ενδεικτικές οι χλιαρές ως ανύπαρκτες αντιδράσεις των άλλων εμπλεκόμενων δυνάμεων (Ρωσία, Ιράν, Δαμασκός). Είναι πολύ πιο ενδεικτική η χρονική διάρκεια του μόνου συγκεκριμένου μέτρου που προέβλεπε η συμφωνία: οι 5 μέρες εκεχειρίας. Συμπίπτουν με το χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε μέχρι το προγραμματισμένο ραντεβού Ερντογάν-Πούτιν στο Σότσι, όπου θα ξανασυζητηθούν όλα τα ζητήματα (θα γινόταν καθώς η ΕΑ θα πήγαινε στο τυπογραφείο -σημείωση Rp: στον "καταμερισμό εργασιών" που αποφασίστηκε εκεί και στην παράταση της εκεχειρίας με αύξηση της πίεσης στο PYD να αποχωρήσει σε βάθος 30 χλμ επιβεβαιώθηκε η σύμπλευση των δυνάμεων της Άστανα).
Το «μπλοκ της Άστανα» δείχνει να συντονίζεται για να απαλλαγεί από το βραχνά της Ροζάβα, την τελευταία «εκκρεμότητα» του συριακού. Ο Τραμπ δείχνει πρόθυμος να αφήσει τους άλλους να κλείσουν τις εκκρεμότητες, εκφράζοντας με ωμό τρόπο («δεν είναι δουλειά μας…») αυτό που έγραψε πιο εκλεπτυσμένα το σοβαρό ιμπεριαλιστικό περιοδικό Foreign Policy: «Η αποχώρηση από τη Συρία δεν αποτελεί κάποια ήττα. Ήττα θα ήταν ο εγκλωβισμός μας στη Συρία, την ώρα που η Κίνα κερδίζει έδαφος αλλού…».
Πού αφήνει αυτό την ίδια τη Ροζάβα; Είναι νωρίς να κρίνει κανείς, αλλά ο «επώδυνος συμβιβασμός» μπορεί να είναι η αρχή του τέλους για το ελπιδοφόρο πείραμα. Η στρατηγική-προγραμματική ασάφεια που υπήρχε εξαρχής ως προς τις σχέσεις της «δημοκρατικής συνομοσπονδίας» με τα υπαρκτά κράτη έρχεται δραματικά στο προσκήνιο. Το «πολιτικό σκέλος» του συμβιβασμού με το καθεστώς παραμένει θολό (πέρα από γενικόλογα ευχολόγια) και αμφιβάλουμε έντονα για την περίπτωση να έχει χώρο στη Συρία του Άσαντ ένα «πείραμα δημοκρατικής αυτονομίας»… Δεν αποκλείεται η αποτύπωση κάποιων κατακτήσεων στη διαπραγμάτευση της μεταπολεμικής Συρίας, στα πλαίσια μιας «παθητικής επανάστασης», όπου «όλα πρέπει να αλλάξουν για να παραμείνουν όπως πριν». Αλλά ο συμβολισμός της ανύψωσης της συριακής καθεστωτικής σημαίας σε πόλεις όπου μέχρι πρότινος ανέμιζε η σημαία της συνομοσπονδίας και του PYD, και η απαίτηση για ένταξη των πολιτοφυλακών σε «Λεγεώνα» του κυβερνητικού στρατού (η αποκατάσταση του κρατικού μονοπωλίου της βίας) δείχνει μια πρώτη νίκη του συριακού (και του τουρκικού) κράτους απέναντι στην προσπάθεια της Ροζάβα.
Αλλά αν διδάσκει κάτι η πρόσφατη (και όχι μόνο!) ιστορία της περιοχής, και η πιο σίγουρη «τακτοποίηση» θέλει πολύ χρόνο και κόπο για να προχωρήσει και μπορεί ανά πάσα στιγμή να τιναχτεί στον αέρα, προς το καλύτερο ή και προς το χειρότερο…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά