Η θητεία Μπολσονάρο έχει ξεκινήσει με ταραχώδη τρόπο, «φωτίζοντας» τους κινδύνους που φέρνει η παρουσία ενός νεοφασίστα στην κυβέρνηση, αλλά (κυρίως) τις δυνατότητες που αποδεικνύεται ότι υπάρχουν για αντίσταση.

Η κυ­βέρ­νη­ση Μπολ­σο­νά­ρο αντι­με­τω­πί­ζει μια σειρά προ­βλή­μα­τα. Κα­ταρ­χήν οι απο­κα­λύ­ψεις για σκάν­δα­λα στε­λε­χών του: ιστο­ρί­ες με κο­κα­ΐ­νη που γκρε­μί­ζουν την ει­κό­να του «εχθρού της εγκλη­μα­τι­κό­τη­τας», ιστο­ρί­ες δια­φθο­ράς που θυ­μί­ζουν τις πρα­κτι­κές του βρα­ζι­λιά­νι­κου πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος ενά­ντια στις οποί­ες υπο­τί­θε­ται ότι στρέ­φε­ται ο Μπολ­σο­νά­ρο, στοι­χεία για δε­σμούς της οι­κο­γέ­νειάς του με πα­ρα­στρα­τιω­τι­κές ομά­δες κ.ο.κ.

Έπει­τα υπάρ­χουν εντά­σεις μέσα στην πλα­τιά κοι­νω­νι­κή συμ­μα­χία που τον υπο­στή­ρι­ξε (στρα­τός, ευαγ­γε­λι­στές, με­σο­στρώ­μα­τα, συ­γκε­κρι­μέ­νοι κα­πι­τα­λι­στι­κοί όμι­λοι, τμήμα των ερ­γα­ζο­μέ­νων), η οποία ενο­ποι­ή­θη­κε στον «αγώνα ενά­ντια στο PT» ή «ενά­ντια στο παλιό πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα», αλλά πλέον η κάθε ομάδα υπε­ρα­σπί­ζε­ται τα δικά της κοι­νω­νι­κά συμ­φέ­ρο­ντα.

Αυτό αντα­να­κλά­ται και στο κοι­νο­βού­λιο. Η σχέση της εκτε­λε­στι­κής εξου­σί­ας με την κοι­νο­βου­λευ­τι­κή πλειο­ψη­φία, που της επι­τρέ­πει να κυ­βερ­νά (υπεν­θυ­μί­ζου­με ότι το κόμμα του Μπολ­σο­νά­ρο έχει ένα μικρό κλά­σμα των εδρών μόνο του), είναι του­λά­χι­στον τα­ρα­χώ­δης.

Το με­γα­λύ­τε­ρο πρό­βλη­μα του Μπολ­σο­νά­ρο, που οξύ­νει τα υπό­λοι­πα, είναι η άσχη­μη κα­τά­στα­ση της οι­κο­νο­μί­ας, που πα­ρα­μέ­νει βαλ­τω­μέ­νη. Ο Τραμπ μπό­ρε­σε να δώσει «πολλά στους λί­γους» και ταυ­τό­χρο­να να έχει την τύχη να συ­μπέ­σει η θη­τεία του με μια συν­θή­κη οι­κο­νο­μι­κής ανά­καμ­ψης. Αν αυτό συ­νέ­βαι­νε στη Βρα­ζι­λία, η «από τα πάνω» αμ­φι­σβή­τη­ση που πε­ρι­γρά­φη­κε είναι πολύ πι­θα­νό να μην υπήρ­χε. Σή­με­ρα στη Βρα­ζι­λία, η οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση είναι άσχη­μη και ο Μπολ­σο­νά­ρο μόλις ξε­κι­νά να βρει τρό­πους να απο­δει­χθεί χρή­σι­μος στην αστι­κή τάξη (ή σε με­ρί­δες της), αλλά και να πα­ρου­σιά­σει γε­νι­κό­τε­ρα τη «βελ­τί­ω­ση της οι­κο­νο­μί­ας» την οποία υπο­σχέ­θη­κε στους πά­ντες. Ξε­κί­νη­σε ως «ταύ­ρος» (με την άρση της πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κής προ­στα­σί­ας στον Αμα­ζό­νιο, την επί­θε­ση σε διά­φο­ρα μέτρα ερ­γα­σια­κής ασφά­λειας, την πρι­μο­δό­τη­ση της ιδιω­τι­κής πα­ρα-παι­δεί­ας κ.ο.κ.), αλλά τα δύ­σκο­λα είναι μπρο­στά.

Σε αυτό το τοπίο, η δη­μο­φι­λία του έχει πέσει ση­μα­ντι­κά μετά το Γε­νά­ρη (ει­δι­κά ανά­με­σα στους φτω­χό­τε­ρους), κα­τα­γρά­φο­ντας τα χει­ρό­τε­ρα πο­σο­στά για πρό­ε­δρο που βρί­σκε­ται στην αρχή της θη­τεί­ας του μετά τη δε­κα­ε­τία του ’80.

Απέ­να­ντι σε αυτές τις εντά­σεις, ο Μπολ­σο­νά­ρο έχει επεν­δύ­σει στο κα­λό­πια­σμα και τη συ­γκρό­τη­ση του σκλη­ρού πυ­ρή­να της κοι­νω­νι­κής του βάσης –των πλέον φα­να­τι­κών–, πρα­κτι­κή η οποία όμως με τη σειρά της προ­κα­λεί νέες εντά­σεις κ.ο.κ.

Αλλά χρειά­ζε­ται μια προ­σο­χή. Το ότι η δια­κυ­βέρ­νη­σή του είναι αστα­θής κι αντι­με­τω­πί­ζει κρί­σεις μπο­ρεί να δεί­χνει ότι δεν είναι «ανί­κη­τος οδο­στρω­τή­ρας», αλλά δεν ση­μαί­νει ότι δεν είναι επι­κίν­δυ­νη ή δεν μπο­ρεί να προ­ω­θή­σει το πο­λι­τι­κό σχέ­διο του Μπολ­σο­νά­ρο (ποιο­τι­κά δια­φο­ρε­τι­κό από μιας πα­ρα­δο­σια­κής Δε­ξιάς).

Κα­ταρ­χήν αξί­ζει να θυ­μό­μα­στε το προη­γού­με­νο του Ντό­ναλντ Τραμπ, ο οποί­ος δεί­χνει να «τρέ­φε­ται» από τις κρί­σεις και τυ­χαί­νει να έχει τον ίδιο μυ­στι­κο­σύμ­βου­λο με τον Βρα­ζι­λιά­νο ομό­λο­γό του: τον Στί­βεν Μπά­νον, ει­ση­γη­τή του «μπλί­τζ­κριγκ» κατά πά­ντων –συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων τμη­μά­των της κρα­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας»– στην αρχή της θη­τεί­ας Τραμπ. Είναι εν­δει­κτι­κή η κω­μι­κή, αλλά και ανη­συ­χη­τι­κή αντί­δρα­ση του Μπολ­σο­νά­ρο στον καλ­πα­σμό της ανερ­γί­ας: Αμ­φι­σβή­τη­σε τις με­θό­δους μέ­τρη­σής της, επι­τέ­θη­κε στις κρα­τι­κές υπη­ρε­σί­ες που τη με­τρούν και μεί­ω­σε δρα­μα­τι­κά τον προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό τους, πιέ­ζο­ντας «να αλ­λά­ξουν με­θο­δο­λο­γία»!  

Αυτό που δια­ψεύ­στη­κε ήταν η αυ­τα­πά­τη κά­ποιων φι­λε­λεύ­θε­ρων ότι «θα προ­σαρ­μο­στεί» και «θα δε­χτεί το χα­λι­νά­ρι» των «αν­θρώ­πων του κρά­τους» ή/και των άλλων δε­ξιών κομ­μά­των στα οποία στη­ρί­ζε­ται κοι­νο­βου­λευ­τι­κά. Η επι­μο­νή του να συ­γκρού­ε­ται και να κι­νεί­ται ακρο­δε­ξιά ται­ριά­ζει με τις εκτι­μή­σεις Βρα­ζι­λιά­νων συ­ντρό­φων που πί­στευαν ότι το σχέ­διό του είναι μια με­τα­μόρ­φω­ση του βρα­ζι­λιά­νι­κου πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος προς ένα «βο­να­παρ­τι­στι­κό» μο­ντέ­λο. Φυ­σι­κά πρό­κει­ται για ανοι­χτό στοί­χη­μα. Αλλά θέ­λου­με να υπο­γραμ­μί­σου­με ότι οι «εν­δο-αστι­κές» ή «εν­δο-κρα­τι­κές» εντά­σεις δεν αρ­κούν από μόνες τους για να βια­στεί κα­νείς να ανα­κη­ρύ­ξει τον νε­ο­φα­σί­στα πρό­ε­δρο «απο­μο­νω­μέ­νο» ή/και «αδύ­να­μο».

Όπως και να έχει, όσα πε­ρι­γρά­φη­καν πα­ρα­πά­νω εξη­γούν τη με­τω­πι­κή επί­θε­ση που εξα­πέ­λυ­σε τις τε­λευ­ταί­ες εβδο­μά­δες (στη δη­μό­σια παι­δεία και στο ασφα­λι­στι­κό σύ­στη­μα), που έχει διπλό χα­ρα­κτή­ρα: οι­κο­νο­μι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κό.

Όταν ανα­κοί­νω­σε τη δρα­μα­τι­κή πε­ρι­κο­πή χρη­μα­το­δό­τη­σης των πα­νε­πι­στη­μί­ων, συν­δύ­α­σε ένα νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο μέτρο με μια ιδε­ο­λο­γι­κή επί­θε­ση στις «φω­λιές του μαρ­ξι­σμού», τις «άχρη­στες επι­στή­μες» και τους «τα­ρα­ξί­ες» στις σχο­λές. Έπει­τα επέ­κτει­νε τις πε­ρι­κο­πές και στη βα­σι­κή εκ­παί­δευ­ση (την οποία τάχα ιε­ραρ­χού­σε ψη­λό­τε­ρα από τα πα­νε­πι­στή­μια), ισχυ­ρι­ζό­με­νος ότι αυτοί οι πόροι θα «απε­λευ­θε­ρω­θούν» μόνο αν πε­ρά­σει η συ­ντα­ξιο­δο­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση, σε μια κυ­νι­κή εκ­δο­χή «κοι­νω­νι­κού αυ­το­μα­τι­σμού» όπου οι κοι­νω­νι­κές δα­πά­νες χρη­σι­μο­ποιού­νται κυ­ριο­λε­κτι­κά ως «λύτρα»!

Η συ­ντα­ξιο­δο­τι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση είναι πάγιο αί­τη­μα της βρα­ζι­λιά­νι­κης αστι­κής τάξης. Επι­πλέ­ον είναι η «ση­μαία» του Μπολ­σο­νά­ρο όσον αφορά την προ­σπά­θειά του να πεί­σει τους κα­πι­τα­λι­στές ότι έρ­χε­ται ως «οδο­στρω­τή­ρας». Αξί­ζει να θυ­μό­μα­στε ότι είναι η πρώτη με­γά­λη με­ταρ­ρύθ­μι­ση που επι­χεί­ρη­σε ο κε­ντρο­δε­ξιός Τεμέρ κατά την με­τα­βα­τι­κή 2ετία του, μετά την ανα­τρο­πή της κυ­βέρ­νη­σης PT και της Ντίλ­μα Ρού­σεφ. Αξί­ζει επί­σης να θυ­μό­μα­στε ότι η απο­τυ­χία του (μετά από γι­γά­ντιες ερ­γα­τι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις) να την πε­ρά­σει, απο­τέ­λε­σε το ση­μείο κα­μπής για τη στρο­φή τμη­μά­των της αστι­κής τάξης προς τη λύση Μπολ­σο­νά­ρο.

Ξε­δι­πλώ­νο­νται λοι­πόν μπρο­στά μας δύο κο­ρυ­φαί­ας ση­μα­σί­ας μάχες. Και από εκεί έρ­χο­νται τα πραγ­μα­τι­κά καλά νέα, πέρα από τις «από τα πάνω» πε­ρι­πέ­τειες της κυ­βέρ­νη­σης.

Οι φοι­τη­τές των πα­νε­πι­στη­μί­ων (που από την επο­μέ­νη των εκλο­γών έγι­ναν «κέ­ντρα» αντι­μπολ­σο­να­ρι­κών συ­νε­λεύ­σε­ων και ζυ­μώ­σε­ων) σή­κω­σαν το γάντι. Στο πλευ­ρό τους βρέ­θη­καν οι εκ­παι­δευ­τι­κοί. Και το πα­νεκ­παι­δευ­τι­κό μέ­τω­πο πλαι­σιώ­θη­κε από χι­λιά­δες «συμ­μά­χους», καθώς η δη­μό­σια παι­δεία κου­βα­λά τε­ρά­στιο φορ­τίο στη βρα­ζι­λιά­νι­κη κοι­νω­νία: Το δη­μό­σιο πα­νε­πι­στή­μιο είναι η μόνη ελ­πί­δα του φτω­χού νε­ο­λαί­ου και ο εκ­παι­δευ­τι­κός είναι ο μόνος δη­μό­σιος υπάλ­λη­λος που είναι στο πλευ­ρό των φτω­χών παι­διών.

Ένας πυ­ρε­τός μα­ζι­κών συ­νε­λεύ­σε­ων οδή­γη­σε σε δύο με­γα­λειώ­δεις πα­νεκ­παι­δευ­τι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις στις 15 και 30 Μάη, που απο­τέ­λε­σαν τις με­γα­λύ­τε­ρες δια­δη­λώ­σεις που έζησε η Βρα­ζι­λία μετά το θερμό κα­λο­καί­ρι του 2013. Η προ­ώ­θη­ση του συ­ντα­ξιο­δο­τι­κού στη συ­νέ­χεια ενερ­γο­ποί­η­σε και τις ερ­γα­τι­κές συ­νο­μο­σπον­δί­ες, με μια πε­τυ­χη­μέ­νη γε­νι­κή απερ­γία (εξαι­ρε­τι­κά σπά­νιο φαι­νό­με­νο στη Βρα­ζι­λία) στις 14 Ιούνη. Σε όλες τις κι­νη­το­ποι­ή­σεις, μαζί με τα συ­γκε­κρι­μέ­να αι­τή­μα­τα της κάθε μάχης, υπήρ­ξε έντο­νος ο πο­λι­τι­κός αντι-Μπολ­σο­νά­ρο χα­ρα­κτή­ρας. Σε αυτή την ει­κό­να αξί­ζει να προ­στε­θεί η συ­γκλο­νι­στι­κή στιγ­μή του Pride στη Βρα­ζι­λία, όταν δια­δή­λω­σαν πε­ρή­φα­να 3 εκα­τομ­μύ­ρια άν­θρω­ποι, απέ­να­ντι σε έναν πρό­ε­δρο που τους έχει στο­χο­ποι­ή­σει με τον πιο ακραίο αντι­δρα­στι­κό τρόπο.

Ο Μπολ­σο­νά­ρο απά­ντη­σε στην πρώτη πα­νεκ­παι­δευ­τι­κή δια­δή­λω­ση, κα­λώ­ντας τους υπο­στη­ρι­κτές του στο δρόμο «υπέρ του προ­έ­δρου – κατά των φοι­τη­τών». Ήταν μια μα­ζι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση (αλλά αρ­κε­τά μι­κρό­τε­ρη από την πα­νεκ­παι­δευ­τι­κή). Κατά την απερ­γία ενά­ντια στο συ­ντα­ξιο­δο­τι­κό, ο «λαός του» ενερ­γο­ποι­ή­θη­κε μα­ζι­κά στα κοι­νω­νι­κά δί­κτυα, ανα­πα­ρά­γο­ντας το σύν­θη­μα «απο­λύ­στε τον απερ­γό».

Είναι δείγ­μα­τα που επί­σης προει­δο­ποιούν για τον κίν­δυ­νο και δεν επι­τρέ­πουν εύ­κο­λη αι­σιο­δο­ξία. Υπεν­θυ­μί­ζουν αυτό που γρά­φα­με με­τε­κλο­γι­κά, ότι ο Μπολ­σο­νά­ρο επι­χει­ρεί να χτί­σει «κί­νη­μα» και ότι προ­σφέ­ρει στο κα­θε­στώς «ενερ­γο­ποι­η­μέ­νη κοι­νω­νι­κή βάση». Δεν πρό­κει­ται για έναν κλασ­σι­κό αντί­πα­λο, για μια τυ­πι­κή δεξιά κυ­βέρ­νη­ση, αλλά για κάτι δια­φο­ρε­τι­κό. Αλλά βρί­σκε­ται ακόμα στην αρχή αυτού του πο­λι­τι­κού σχε­δί­ου. Όσο κι αν σο­κά­ρουν ως μέ­θο­δοι, απέ­χουν ακόμα από το να συ­γκρο­τή­σουν ανί­κη­τη απει­λή.

Το πραγ­μα­τι­κά ευ­χά­ρι­στο είναι η διά­θε­ση και η δυ­να­τό­τη­τα κι­νη­το­ποί­η­σης που δεί­χνει η δική μας μεριά. Ανή­κου­με σε όσους συμ­με­ρί­ζο­νταν την εκτί­μη­ση κά­ποιων Βρα­ζι­λιά­νων συ­ντρό­φων ότι το κί­νη­μα υπέ­στη μια βαριά πο­λι­τι­κή ήττα, αλλά όχι «ιστο­ρι­κή-στρα­τη­γι­κή» (από αυτές που μια ολό­κλη­ρη γενιά χάνει κάθε αυ­το­πε­ποί­θη­ση να αγω­νι­στεί, οι μι­κρές πρω­το­πο­ρί­ες απο­μο­νώ­νο­νται και στα­δια­κά απο­θαρ­ρύ­νο­νται από το «τεί­χος» που συ­να­ντά­νε στην κοι­νω­νία και πρέ­πει να πε­ρι­μέ­νει κα­νείς πολλά χρό­νια για να έρθει μια νέα γενιά στο προ­σκή­νιο). Η πο­λι­τι­κή Αρι­στε­ρά πα­ρα­μέ­νει βαριά τραυ­μα­τι­σμέ­νη κι ανα­ζη­τά βη­μα­τι­σμό. Αλλά τα κι­νή­μα­τα ανα­κάμ­πτουν. Το βα­σι­κό επι­χεί­ρη­μα όσων αρ­νού­νταν τη «στρα­τη­γι­κή ήττα» ήταν άλ­λω­στε ο πλού­τος κοι­νω­νι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων που έπε­σαν σε χει­με­ρία νάρκη επί PT, αλλά δεν «εξο­ντώ­θη­καν» και άρα δια­τη­ρού­σαν τη δυ­να­τό­τη­τα να επι­στρέ­ψουν στη δράση.

Ένας από τους ει­ση­γη­τές αυτής της άπο­ψης, ο βε­τε­ρά­νος επα­να­στά­της μαρ­ξι­στής Βα­λέ­ριο Αρ­κά­ρι, εξη­γού­σε ότι «ίσως μιλά η αι­σιο­δο­ξία, δεν εί­μα­στε από­λυ­τοι» κι έδινε στην εκτί­μη­σή του «με­ρι­κούς μήνες» για να επα­λη­θευ­τεί ή να δια­ψευ­στεί. Ήταν πα­ρά­τολ­μη και σο­κα­ρι­στι­κή η ασφυ­κτι­κή «προ­θε­σμία» που έδινε τότε. Κι όμως λί­γους μήνες μετά, οι δρό­μοι της Βρα­ζι­λί­ας επι­βε­βαί­ω­σαν ότι το παι­χνί­δι πα­ρα­μέ­νει ανοι­χτό…

*Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από την Ερ­γα­τι­κή Αρι­στε­ρά

Ετικέτες