Στις τελευταίες εβδομάδες του 2016, οι τρομοκρατικές επιθέσεις στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και η δολοφονία του Ρώσου πρεσβευτή στην Άγκυρα δείχνουν το πόσο κοντά σε επικίνδυνη γενικευμένη ανάφλεξη έχει φτάσει ο κόσμος.
Το υπόβαθρο για να γίνουν κατανοητές αυτές οι εξελίξεις είναι η παρατεινόμενη διεθνής κρίση του καπιταλισμού. Η κρίση «στενεύει» τις δυνατότητες για τους καπιταλιστές της κάθε πλευράς, τους κάνει άκαμπτους και επιθετικούς στο κυνήγι κάθε «ευκαιρίας». Η κρίση, επίσης, τροποποιεί τον διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, χωρίς ταυτόχρονα να αναδεικνύει έναν καινούργιο συσχετισμό που θα επέτρεπε έναν πειθαρχημένο χειρισμό των ανταγωνισμών και των αντιθέσεων που είναι σύμφυτες με τον «παγκοσμιοποιημένο» καπιταλισμό.
Το καυτό υπέδαφος των εξελίξεων είναι η ήττα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στο Ιράκ και η αποτυχία του σχεδίου «Νέα Μέση Ανατολή», που είχε ως στόχο να αντικαταστήσει τα «απείθαρχα καθεστώτα» –τύπου Σαντάμ Χουσεΐν– με «δημοκρατικές διακυβερνήσεις» ελεγχόμενες από τη Δύση, που θα μπορούσαν όμως να διασφαλίζουν μια στοιχειώδη κρατική σταθερότητα. Το αποτέλεσμα της αμερικανικής επίθεσης στο Ιράκ και τελικά της αποτυχίας της ήταν η ανάδυση του ISIS, μιας δύναμης πολιτικά αντιδραστικής, αλλά στρατιωτικά ιδιαίτερα ανθεκτικής στον ανορθόδοξο πόλεμο ενάντια στους δυτικούς ιμπεριαλιστές, αρχικά, αλλά και ενάντια στους Ρώσους στη συνέχεια. Το ISIS του θρησκευτικού φανατισμού και του παναραβικού εθνικισμού («χαλιφάτο της Βαγδάτης») αποτελεί μια μάστιγα και κατά των πληθυσμών της Ανατολής και των απελευθερωτικών οραμάτων και ελπίδων τους.
Αυτά αποδείχθηκαν κατά την «άνοιξη» των αραβικών εξεγέρσεων. Όπου οι δυνάμεις του δυτικού ιμπεριαλισμού (π.χ. στην Αίγυπτο), της ρωσικής επιρροής (π.χ. στη Συρία) και της σουνιτικής μισαλλοδοξίας (σε όλη την Ανατολή) συνεργάστηκαν, χτυπούσαν μαζί αν και βάδιζαν χωριστά, για τη συντριβή της ανεξάρτητης εισβολής των λαϊκών μαζών στο προσκήνιο. Οι αραβικές εξεγέρσεις, που τόσο υποτίμησε η Αριστερά στην Ελλάδα, ήταν μια σπάνια ευκαιρία που χάθηκε, κυρίως με το φιλοδυτικό πραξικόπημα στην Αίγυπτο και με την απομόνωση μιας αυθεντικά λαϊκής εξέγερσης –τουλάχιστον στην αρχική φάση της– στη Συρία.
Η Συρία μετατράπηκε στο έδαφος μιας άναρχης, πολυπολικής και «ασύμμετρης» σύγκρουσης. Το καθεστώς του Άσαντ, ένα καθεστώς άγριας καταπίεσης και άθλιας διαφθοράς, για να γλιτώσει από την εξέγερση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού του, δεν δίστασε να καταφύγει στα μόνα πιστά στηρίγματά του: την αεροπορία και το πυροβολικό, που ανέλαβαν φονική δράση σε πόλεις και χωριά. Δεν δίστασε να απελευθερώσει τη συριακή Αλ Κάιντα, που βρισκόταν στις φυλακές, υπολογίζοντας (σωστά, όπως αποδείχθηκε) ότι η Αλ Νούσρα θα συγκρουόταν με τις δημοκρατικές οργανώσεις του συριακού πληθυσμού, ενώ ταυτόχρονα θα έδινε στο καθεστώς ένα ισχυρό διπλωματικό και πολιτικό άλλοθι για τη συνέχεια του πολέμου ενάντια στο λαό του. Από αυτό το σημείο και μετά, στη Συρία επεμβαίνουν ανοιχτά οι αμερικανονατοϊκές δυνάμεις με την αξιοποίηση κάθε θρησκευτικής ή εθνικής διαφοράς που ιστορικά υπέβοσκε. Οι διεθνείς Μεγάλες Δυνάμεις είναι πιθανό να βρουν τελικά σημείο συμβιβασμού για τη μελλοντική Συρία (με ή χωρίς τον Άσαντ), όμως είναι αμφίβολο αν επιτόπου θα υπάρχουν εσωτερικές δυνάμεις ικανές να τον επιβάλουν. Γιατί στο μεταξύ ο συριακός πληθυσμός μετράει απίστευτες απώλειες: πάνω από 600.000 νεκρούς, 4-5 εκατομμύρια πρόσφυγες, ερειπωμένες πόλεις και χωριά. Και αυτές οι πληγές «αίματος» δεν είναι εύκολο να κλείσουν ειρηνικά, αν και όποτε οι ιμπεριαλιστές «άσπονδοι-φίλοι» συμφωνήσουν σε κάποια διεθνή συνδιάσκεψη.
Η συριακή κρίση έχει την τάση να διευρυνθεί. Το άνοιγμα της προοπτικής να δημιουργηθεί ανεξάρτητο κράτος των Κούρδων της Συρίας και του Ιράκ αλλάζει τα σύνορα της περιοχής και μεταφέρει τη φωτιά στην Τουρκία. Η επιδείνωση των σχέσεων του καθεστώτος Ερντογάν με τη Δύση αλλάζει σημαντικά τους συσχετισμούς. Την επομένη της δολοφονίας του Ρώσου πρεσβευτή στην Άγκυρα, το μέλλον της Συρίας τίθεται σε συζήτηση σε διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών της Ρωσίας, του Ιράν και της Τουρκίας. Σε αυτή την αλλαγή λογοδοτεί η παρουσία (με ελληνική πρόσκληση) της νατοϊκής αρμάδας στο Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο, αλλά και η συγκρότηση του «άξονα» μεταξύ Ισραήλ-Αιγύπτου-Κύπρου και Ελλάδας. Η σύγκρουση για τον στρατιωτικό έλεγχο της Μ. Ανατολής συνδυάζεται πλέον με τη σύγκρουση για την πρωτοκαθεδρία στον έλεγχο της ΝΑ Μεσογείου και την αξιοποίηση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων της.
Είναι μια προοπτική εξαιρετικά επικίνδυνη. Οι δυνάμεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος, οι δυνάμεις της Αριστεράς, οφείλουν να επαγρυπνούν συνδέοντας τα καθήκοντα της αντιιμπεριαλιστικής πάλης με το καθήκον απόρριψης του πολέμου, υπεράσπισης της ειρήνης ως μείζονος αγαθού απέναντι σε κάθε «γεωπολιτικό» ή ιστορικό φιλοπόλεμο επιχείρημα.
Το τεστ της αλήθειας, η δοκιμασία ειλικρίνειας για κάθε τέτοια πολιτική, είναι η στάση μας απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Η αλληλεγγύη και η ανθρώπινη υποδοχή τους είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση για να απαντήσουμε αποτελεσματικά στους ιμπεριαλιστές, στον πόλεμο, στον κίνδυνο της ακροδεξιάς.