Μάλλον είναι κοινοτοπία σήμερα να διαπιστώνεις ότι η εξελισσόμενη κυπριακή κρίση αποτελεί σημείο τομής στην πολιτική συγκυρία. Είναι το έδαφος στο οποίο δοκιμάζονται τα αναλυτικά εργαλεία όλων, αλλά κυρίως η δυνατότητά μας να εγγράψουμε τα παράγωγά της στο δικό μας στρατηγικό πρόταγμα, ανεξάρτητα από το αν αυτό θα συμβεί με όρους δικαίωσης ή επιτυχημένης προσαρμογής.

Στην πολιτική εξάλλου, όπως και στη ζωή, το ζητούμενο δεν είναι να είσαι ή πολύ περισσότερο να παριστάνεις τον αλάνθαστο, αλλά να διατηρείς τη δυνατότητά για επανόρθωση των λαθών σου.

Αν δεχθούμε εξάλλου ότι η κατανόηση της πραγματικότητας δεν είναι μια ευθεία αντανάκλασή της στη συνείδηση, μια περίπου αυτόματη και μηχανική καταγραφή, αλλά διαμεσολαβείται από τις διεκδικούμενες ερμηνείες της, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι το πεδίο αυτό είναι κρίσιμο για την ηγεμονία της πολιτικής μας.

Ευρωπαϊκή Ένωση: Ρήξη ή υποταγή;

Καταρχήν η νέα Κυπριακή τραγωδία αποδεικνύει ότι –παρά τις εσωτερικές του αντιθέσεις– το ευρωπαϊκό κεφάλαιο υπό τη γερμανική ηγεμονία είναι διατεθειμένο να φτάσει σε ακραίες λύσεις επιβολής. Στη «λύση» αυτή εξωθείται από τη σφοδρότητα της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης και την ανειρήνευτη διαμάχη ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα για ηγεμονία.

Στο πλαίσιο αυτό η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αναδειχθεί σε στρατηγείο αυτής της πολιτικής, το οποίο δρα με πολιτικά κριτήρια. Πώς αλλιώς να κατανοήσουμε την παραβίαση από τη μεριά της ΕΚΤ της εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων; Μια ιεροσυλία που προκάλεσε πανικό στην ελλαδική –και όχι μόνο–  αστική ελίτ.

Το Eurogroupμε τη σειρά του είναι ο εφαρμοστικός βραχίονας αυτής της πολιτικής, που αναλαμβάνει, με προεξάρχοντα τον Σόιμπλε, τη στοίχιση των προθύμων και την πολιτική απομόνωση των «παραβατών».

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει εξάλλου ότι σε ένα ιδεολογικό επίπεδο η απομόνωση και η «τιμωρία» επιβάλλονται ως κάθαρση και εξαγνισμός με μια ηθικολογική ακαμψία, δυστυχώς αποδεκτή από τους λαούς της μεσευρώπης.

Αν ισχύουν αυτές οι εκτιμήσεις, τότε τα περιθώρια στη σημερινή συγκυρία για μεταρρυθμιστικές αυταπάτες εντός των ευρωπαϊκών θεσμών ισοδυναμούν όχι μόνο με ασυγχώρητη αφέλεια, αλλά και με επικίνδυνο αποπροσανατολισμό του λαού.

Μετά τις εξελίξεις στο Κυπριακό φαντάζεται κανείς στην ελληνική Αριστερά και στον ΣΥΡΙΖΑ ότι η ακύρωση των μνημονίων, η ανατροπή της λιτότητας, η διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους και η επαναδιαπραγμάτευση των δανειακών συμβάσεων –με λίγα λόγια οι θέσεις μας της πανελλαδικής συνδιάσκεψης– θα γίνονταν ποτέ αποδεκτές από αυτή την ΕΕ;

Η ΕΕ έχει ολοκληρώσει τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή της και τη θεσμική της θωράκιση και η εφαρμογή του προγράμματός μας προοιωνίζεται την άμεση, σφοδρή και χωρίς περιθώρια συμβιβασμού σύγκρουση μαζί της. Αυτή η ΕΕ δεν μεταρρυθμίζεται, αλλά ανατρέπεται!

Ωστόσο αυτή η ανατροπή δεν είναι δεδομένο ότι θα επισυμβεί σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Παραμένει ένα ανοιχτό στοίχημα στο οποίο ενδέχεται να πρωταγωνιστήσουν και να ηγεμονεύσουν οι αστικές δυνάμεις, όπως μας προϊδεάζει και το παράδειγμα του Μπερλουσκόνι.

Στα γεγονότα της Κύπρου είναι εκκωφαντική, αλλά και εύγλωττη, η σιωπή των χωρών του Νότου. Καμία από αυτές τις αστικές κυβερνήσεις δεν υπερασπίστηκε την Κύπρο και πολύ περισσότερο δεν τόλμησε στο Eurogroupνα έρθει σε αντιπαράθεση  με τον πυρήνα της ΕΕ και τη γερμανική ηγεμονία, γεγονός που δείχνει τα όρια της αυτονομίας τους.

Επίσης αυτό που δια γυμνού οφθαλμού παρατηρούμε στη νότια Ευρώπη είναι η πολιτική αδυναμία της Αριστεράς. Προς το παρόν –και γι’ αυτό υπάρχουν ιστορικοί λόγοι– σ’ αυτές τις χώρες οι ηρωικές κινηματικές αντιστάσεις βρίσκουν έκφραση, όπως στην Ιταλία, σε μορφώματα έξω από την παράδοση και τις αξίες της Αριστεράς.

Με τον ορατό λοιπόν συσχετισμό δυνάμεων στις χώρες του Νότου μια ενδεχόμενη ρήξη κέντρου και περιφέρειας στο εσωτερικό της ΕΕ, στο βαθμό που θα συμβεί σύντομα, το πιο πιθανό είναι να συμβεί υπό την ηγεμονία των αντίστοιχων αστικών τάξεων και των πολιτικών τους εκπροσωπήσεων.

Και όσο κι αν αυτή η ρήξη είναι επιθυμητή και αξιοποιήσιμη από τη δική μας οπτική γωνία, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να παραβλέπουμε το χαρακτήρα της ή πολύ παραπάνω να την ανάγουμε σε προαπαιτούμενο της στρατηγικής μας.

Αν υιοθετήσουμε αυτή τη στάση και περιμένουμε να «ωριμάσουν» οι συνθήκες στο Νότο, οι λύσεις θα είναι, αναγκαστικά και λόγω συσχετισμών, εθνικές και στη βάση «κυβέρνησης εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας», η οποία θα ευνουχίσει εκ των πραγμάτων το ριζοσπαστικό, αριστερό και ταξικό πρόταγμα.

Να συμφωνήσουμε επομένως ότι στόχος στρατηγικός οφείλει να είναι η μετάδοση της ρήξης στην Ευρωζώνη που, για να επιτευχθεί, όμως, πρέπει η στρατηγική μας να χειραφετηθεί από μεταρρυθμιστικές αυταπάτες.

Αν λοιπόν επιδιώκουμε –και οφείλουμε να το επιδιώξουμε– ηγεμονικά να προσδιορίσουμε την ταυτότητα της ρήξης προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας, χρειάζεται να προσδώσουμε σ’ αυτή το ταξικό της περιεχόμενο και άρα να προτάξουμε τα ριζοσπαστικά στοιχεία του προγράμματός μας:ανατροπή της λιτότητας, εθνικός και κοινωνικός έλεγχος του τραπεζικού συστήματος, δημόσιος έλεγχος όλων των στρατηγικών πυλώνων της οικονομίας με επανάκτηση από το δημόσιο όλων των κρατικών επιχειρήσεων που θα έχουν στο μεταξύ ιδιωτικοποιηθεί.

Με άλλα λόγια, τα πολιτικά προτάγματα του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αποκτήσουν έναν μεταβατικό χαρακτήρα, ικανό να πείθει και να συσπειρώνει το λαό, να τον ενεργοποιεί στην οδό της αντισυστημικής ρήξης και να συγκροτεί κοινωνικό μπλοκ εξουσίας με σκοπό τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Μόνο έτσι οι υπαρκτές και εντεινόμενες εσωτερικές αντιθέσεις στην ΕΕ ανάμεσα στη Γερμανία και τις χώρες της περιφέρειας, ακόμη και οι γεωστρατηγικές, μπορούν να είναι αξιοποιήσιμες.

Με άλλα λόγια μπορούν να είναι αξιοποιήσιμες από μια συνεκτική αριστερή στρατηγική που διαθέτει planBκαι προετοιμάζει τον ελληνικό λαό για όλα τα ενδεχόμενα.

«Καμιά θυσία για το ευρώ» και το «Plan B»

Στα πλαίσια αυτής της ανάλυσης η πολιτική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να θέσει σε προτεραιότητα την προετοιμασία του λαού με βάση το σύνθημα της πανελλαδικής μας συνδιάσκεψης «καμιά θυσία για το ευρώ», θέση που αποκτά επιτακτική προτεραιότητα.

Μοναδική κόκκινη γραμμή μιας κυβέρνησης της Αριστεράς είναι η σωτηρία του λαού! Για να είναι αξιόπιστη μια τέτοια διακήρυξη στα μάτια εχθρών και φίλων, χρειάζεται τον εξοπλισμό της με ένα εναλλακτικό σχέδιο, αυτό που ευρέως αποκαλείται PlanBκαι αυτό σίγουρα πρέπει να είναι μια νέα διάσταση της πολιτικής μας γραμμής.

Στην περίπτωση της Κύπρου ήταν πανθομολογούμενη η αδυναμία διαπραγμάτευσης, εκτός όλων των άλλων παραγόντων και επειδή απουσίαζε η επεξεργασία μιας εναλλακτικής στρατηγικής, που ως βασικό συστατικό της θα είχε την έξοδο από την ΕΕ, το ευρώ και την επιστροφή στην κυπριακή λίρα. Το ΑΚΕΛ, δυστυχώς πολύ αργά, το συνειδητοποίησε και προσπαθεί τώρα ασθμαίνοντας να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο.

Στη σημερινή συγκυρία της κυπριακής κρίσης η θέση της Πανελλαδικής «καμιά θυσία για το ευρώ» συναντά τη «βίαιη ωρίμανση» της κοινής γνώμης. Μια κοινή γνώμη την οποία δεν θα έπρεπε διστακτικά να παρακολουθούμε και σ’ αυτήν να προσαρμοζόμαστε, όταν πια οι συνθήκες εκθέτουν την πολιτική μας γραμμή και μας υποχρεώνουν σε αναδίπλωση, αλλά να προετοιμάζουμε και να εξοπλίζουμε πολιτικά. Ο αποκαλούμενος «ρεαλισμός» αποδεικνύεται όχι μόνο ουτοπικός, αλλά και δυνάμει επικίνδυνος.  

Το σύνθημα βέβαια «καμιά θυσία για το ευρώ» και ο εξοπλισμός με Plan B δεν ισοδυναμούν σε καμιά περίπτωση με την επιδίωξη της μονομερούς εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ. Είναι η πολιτική γραμμή η οποία μας επιτρέπει να αξιοποιούμε τις αντιθέσεις τόσο στην ΕΕ όσο και στο εσωτερικό της χώρας και να αποφεύγουμε τη σεχταριστική αναδίπλωση και την απομόνωση.

Εξάλλου η τυχόν έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ, αν συμβεί ως αποτέλεσμα ρήξεων, θα έχει διεκδικούμενο ταξικό πρόσημο. Πιστεύει κανείς ότι η εγχώρια αστική τάξη θα παραιτηθεί οικειοθελώς από την απαίτησή της για ηγεμονία ακόμη και εκτός της ΕΕ; Το πιο πιθανό είναι να αναζητήσει σε άλλα γνωστά υπερατλαντικά κέντρα στήριξη και συμμαχίες.

Ας μη ξεχνάμε τον τρόπο με τον οποίο ο Αμερικανικός ιμπεριαλισμός αντικατέστησε τον Αγγλικό κατά τη δεκαετία του ’40, εξασφαλίζοντας στην εγχώρια αστική τάξη τη νίκη στον εμφύλιο και τη διαιώνιση της ταξικής κυριαρχίας της.

Αριστερή ή εθνική λύση; Ακόμη μια ιστορική ευκαιρία!

Επανερχόμενοι στα γεγονότα της Κύπρου διαπιστώνουμε –και μαζί μ’ εμάς ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού– τον υπονομευτικό και προδοτικό ρόλο της εγχώριας αστικής ελίτ απέναντι σε ό,τι γίνεται ευρέως αντιληπτό ως «εθνικό θέμα».

Αρχικά με το PSI, το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων από την κυβέρνηση Παπαδήμου-Βενιζέλου, το τραπεζικό σύστημα και η οικονομία της Κύπρου δέχτηκαν ένα συντριπτικό πλήγμα και άνοιξε διάπλατα η κερκόπορτα για τους σημερινούς μνημονιακούς εκβιασμούς εκ μέρους της ΕΕ και του ΔΝΤ. Και σήμερα η κυβέρνηση Σαμαρά-Στουρνάρα, με τη στάση της στο Eurogroup και την αρπαγή των εν Ελλάδι υποκαταστημάτων της τράπεζας Κύπρου και την προσφορά τους ως προίκα στον κ. Σάλλα και την τράπεζα Πειραιώς, βάζει την ταφόπλακα στην τραγωδία της Κύπρου, έχοντας ενεργητικό και όχι παθητικό ρόλο στην υπαγωγή της στο μνημόνιο.

Για πολλοστή φορά στην ελληνική ιστορία των νεότερων χρόνων η εγχώρια αστική τάξη τοποθετεί το ταξικό της συμφέρον πάνω από το «εθνικό», θέτοντας τις δικές της κόκκινες γραμμές.

Ταυτόχρονα όμως γίνεται σαφές –και η πολιτική μας χρειάζεται να το αναδείξει– ότι αδυνατεί πλέον να λειτουργήσει ηγεμονικά στο εσωτερικό της χώρας ως εγγυητής των εθνικών συμφερόντων. Είναι ελάχιστες και γι’ αυτό ιστορικές οι στιγμές στην πρόσφατη ιστορία μας κατά τις οποίες η εγχώρια αστική τάξη δυσκολεύεται να παρουσιάσει το ιδιοτελές της συμφέρον με τον μανδύα του «καθολικού» και «εθνικού».

Η ελληνική Αριστερά βρίσκεται μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία για ηγεμονία υπό μια αυστηρή προϋπόθεση: να αξιοποιήσει την τραγωδία της Κύπρου χωρίς να ενδώσει σε μια γραμμή «εθνικής ενότητας» ή «εθνικής σωτηρίας». Ας αντλήσουμε επιτέλους τα πολύτιμα ιστορικά μας διδάγματα όχι μόνο από την εποποιία, αλλά και από τα λάθη του ΕΑΜ!

Η συνάντηση και η συμφωνία με τον Π. Καμένο και τους «Ανεξάρτητους Έλληνες» στο αποκορύφωμα της Κυπριακής κρίσης αποτέλεσε υπό την έννοια αυτή τη λάθος κίνηση, η οποία σηματοδότησε ακριβώς την προσχώρηση στη γραμμή αυτή.

Διαπιστώνουμε μετά από όλα αυτά πόσο απαραίτητη είναι στη χάραξη της πολιτικής μας στρατηγικής μια σαφής εκτίμηση για τους μετασχηματισμούς της ελληνικής αστικής τάξης τα τελευταία χρόνια τόσο πριν όσο και κυρίως μετά τα μνημόνια. Η εκτίμηση αυτή προφανώς ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου, ωστόσο μάλλον είναι κοινός τόπος η διαπίστωση ότι η ελληνική αστική τάξη τα τελευταία τρία χρόνια άσκησης της μνημονιακής πολιτικής έχει εμφανώς απολέσει ένα σημαντικό βαθμό της αυτονομίας που είχε κατακτήσει κατά την προηγούμενη εικοσαετία στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.

Με άλλα λόγια, και μιλώντας πάντα συγκριτικά, η ελληνική αστική τάξη έχει υποβαθμιστεί στα πλαίσια του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Το ζήτημα επομένως του αν η ελληνική αστική τάξη είναι «εξαρτημένη» ή «ανεξάρτητη» δεν τίθεται διαζευκτικά και αντιπαραθετικά, αλλά αντίθετα με διαλεκτικό τρόπο. Η «εξάρτηση» εξάλλου είναι μια έννοια σύνθετη, η οποία δεν πρέπει να γίνεται κατανοητή αποκλειστικά με οικονομικούς όρους. Περιλαμβάνει στη διαπλοκή τους ιδεολογικά και πολιτικά στοιχεία.

Αυτό που σίγουρα μπορούμε να διαπιστώσουμε και το επιβεβαιώνει περίτρανα η εμπειρία της μνημονιακής πολιτικής των τελευταίων τριών χρόνων είναι ότι η ελληνική αστική τάξη, χωρίς την καθοριστική συμμαχία και βοήθεια  των κέντρων της ΕΕ, δεν θα μπορούσε να επιβληθεί στον ταξικό της αντίπαλο στο εσωτερικό της χώρας, δηλαδή στον κόσμο της εργασίας.

Υπό την έννοια αυτή η πρόσδεση του πυρήνα της ελληνικής αστικής τάξης στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο της Ευρώπης και τις πολιτικές θεσμοποιήσεις του της είναι απαραίτητη για τη μεταφορά της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης σε βάρος της εργασίας. Μπορούμε λοιπόν με ασφάλεια να υποστηρίξουμε ότι η εγχώρια αστική τάξη είναι πολιτικά εξαρτημένη, διότι είναι αδύναμη να υπερασπιστεί αυτόνομα το ταξικό της συμφέρον, όπως για παράδειγμα και σε αντιπαραβολή είναι ικανή να κάνει η γερμανική αστική τάξη.

Υπάρχει περίπτωση να επιλέξει άλλο δρόμο; Τίποτα δεν αποκλείεται, στο βαθμό που θα απειληθούν οι κόκκινες γραμμές της, αλλά σε κάθε περίπτωση η αλλαγή συμμάχων και προστατών έχει ως διακύβευμα την ενότητα και την ηγεμονία της έναντι των δυνάμεων της εργασίας. Η εφαρμογή λοιπόν ενός Plan B από τη μεριά της, ενώ βρίσκεται υπό μελέτη, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση.

Κυβέρνηση της Αριστεράς: μια αναγκαιότητα

Το απαραίτητο πολιτικό συμπέρασμα είναι ότι η υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων του κόσμου της εργασίας, αν είναι συνεπής, αναγκαστικά θα οδηγήσει σε σύγκρουση με τον συνασπισμό του πυρήνα της ΕΕ και της εγχώριας αστικής τάξης. Αρκεί να θυμηθούμε τον ενιαίο και συντονισμένο τρόπο αντίδρασής τους, τις απειλές και τους κοινούς εκβιασμούς τους μπροστά στο ενδεχόμενο της εκλογικής ήττας τους στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου- Ιουνίου.

Ακόμη όμως και στο υποθετικό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο η ελληνική αστική τάξη συγκρούεται με τον πυρήνα της ΕΕ και το ευρώ, εφαρμόζοντας κάποιο εναλλακτικό σχέδιο, αν της επιτρέψουμε να διαχειριστεί την κρίση και να ηγεμονεύσει, τότε είναι βέβαιο ότι το κόστος θα το πληρώσει πολύ ακριβά ο κόσμος της εργασίας.

Κατά συνέπεια η πολιτική συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να απευθύνεται σε τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης, καλλιεργώντας την αυταπάτη στο λαό ότι μαζί με αυτά θα υπηρετήσουμε τον ίδιο αντιμνημονιακό σκοπό. Και αυτό διότι, όπως φάνηκε περίτρανα και στην υπόθεση της Κύπρου, η ελληνική αστική τάξη, παρά την πολυμορφία της και τις εσωτερικές της αντιθέσεις,  θέτει το ταξικό της συμφέρον πάνω από τον οποιονδήποτε «πατριωτικό» ή «εθνικό» στόχο.

Το κρίσιμο λοιπόν διακύβευμα της πολιτικής μας γραμμής δεν είναι τόσο η θέση μας για το νόμισμα και υπό την έννοια αυτή πράγματι ούτε το ευρώ ούτε η δραχμή είναι φετίχ. Το κρίσιμο διακύβευμα, αυτό που θα επικαθορίσει και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του μείγματος της πολιτικής μας, είναι η θέση μας για την κυβέρνηση της χώρας. Γι’ αυτό ο άμεσος πολιτικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να είναι σε καμία περίπτωση η κυβέρνηση «εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας» με τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες που συνεπάγεται, διότι απλούστατα με μια τέτοια στρατηγική ακυρώνεται το οποιοδήποτε ταξικό και κοινωνικό περιεχόμενο του πολιτικού μας προτάγματος.

Η δημόσια εκφώνηση και κυρίως η πρακτική εφαρμογή μιας τέτοιας γραμμής απλά απεμπολεί την ταξική ηγεμονία των δυνάμεων της εργασίας, υπονοώντας μια λογική ενδιάμεσων σταδίων στον αγώνα για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, την οποία κατά τα άλλα ξορκίζουμε!Το σύνθημα των εκλογών παραμένει επιτακτικά επίκαιρο: κυβέρνηση της Αριστεράς!

Υστερόγραφο

Πολιτική γραμμή είναι οι δημόσιες τοποθετήσεις, οι πρωτοβουλίες, οι πρακτικές και τα «συμβάντα» που τη σηματοδοτούν και την οριοθετούν και αυτό είναι που προσλαμβάνει και κατανοεί ο «πολύς κόσμος». Πολιτική γραμμή δεν είναι αυτό που φανταζόμαστε μέσα στον υποκειμενισμό μας και προφανώς μπορεί να διαφέρει απ’ ό,τι καταγράφεται στα κείμενα και τις πολιτικές αποφάσεις ακόμα και να τα αναιρεί. Γι’ αυτό, αν θέλεις να πείσεις ότι ο Πάπας είναι καλός χριστιανός, δεν καταφεύγεις στην ανάγνωση των ευαγγελίων.

*Ο Θόδωρος Αζούδης είναι μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ και της ΠΓ της Α’ Θεσσαλονίκης.

Ετικέτες