Πρόκειται για τη νουβέλα του Ρώσου λογοτέχνη, Λέσκοφ, η οποία εκδόθηκε το 1865. Η ταινία (2016), την οποία σκηνοθέτησε ο Ουίλιαμ Όλντροϊντ, περιγράφει τη ζωή μιας νεαρής γυναίκας, της Κάθριν, στη Βρετανία του 19ου αιώνα. Ζει με τον γαιοκτήμονα πεθερό της και τον αδιάφορο άνδρα της σε ένα νοσηρό και καταπιεστικό περιβάλλον. Η αδιαφορία του άνδρα της φτάνει στο σημείο να μην κάνει έρωτα μαζί της, να την περιφρονεί και να την κρατά κλεισμένη στο σπίτι. Η ίδια, βέβαια, είναι μια ατίθαση γυναίκα, που με κάθε ευκαιρία αντιδρά.
Όταν οι δύο άνδρες θα απουσιάσουν αρκετές μέρες για δουλειές, εκείνη θα νιώσει τι σημαίνει ελευθερία. Την ίδια στιγμή, εκτονώνει τη δική της καταπίεση με το να συμπεριφέρεται αυταρχικά απέναντι στους υπηρέτες και ιδιαίτερα προς την έγχρωμη υπηρέτρια, την Άννα. Θα γοητευτεί από ένα νεαρό μιγά εργάτη στο κτήμα, τον Σεμπάστιαν, και θα ξεκινήσει μαζί του μια θυελλώδη ερωτική σχέση, η οποία ωστόσο δεν μένει κρυφή. Το πάθος της είναι τόσο μεγάλο, που όταν προσπαθούν να την περιορίσουν, εκείνη αντιδρά και οδηγείται στα άκρα. Η επιστροφή του πεθερού της οξύνει τα πνεύματα και εκείνη με ένα έντεχνο τρόπο τον δηλητηριάζει. Κάτι ανάλογο γίνεται και με τον άνδρα της. Τον προκαλεί και όταν εκείνος συμπεριφέρεται βίαια, τον σκοτώνει και τον εξαφανίζει. Το ίδιο κάνει και με το νόθο μικρό παιδί του άνδρα της, που εμφανίζεται ξαφνικά από τη γιαγιά του ως ο νόμιμος κληρονόμος του, επειδή στο πρόσωπό του βλέπει κάποιον που στέκεται εμπόδιο στα σχέδιά της. Δεν διστάζει ακόμη να στείλει στην φυλακή και τον εραστή της όταν εκείνος, λόγω τύψεων, μαρτυρά τι έχει συμβεί.
Έτσι, η Κάθριν, από θύμα μετατρέπεται σε ένα ανελέητο θύτη. Μεταμορφώνεται σε μια σκληρή και αδίστακτη γυναίκα που φτάνει ακόμη και σε αποτρόπαιες εγκληματικές πράξεις, σε αρρωστημένες καταστάσεις, προκειμένου να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της σε ένα κόσμο αντροκρατούμενο.
Κατά τη γνώμη μου, η ταινία δείχνει ότι η καταπίεση λειτουργεί πολλαπλασιαστικά και πως ο καταπιεζόμενος μπορεί να γίνει και ο ίδιος καταπιεστής αν δεν διέπεται από ηθικές αξίες και απελευθερωτικά οράματα. Αντίθετα, η μη υπέρβαση αυτού του δίπολου, ενδυναμώνει ένα φαύλο κύκλο, ο οποίος εκφράζεται με τη λογική που λέει ότι «αντί να είμαι εγώ από κάτω, καλύτερα να είμαι από πάνω» ή αντί να είμαι το θύμα καλύτερα να είμαι ο θύτης. Η συνέπεια είναι η φυσικοποίηση της καταπίεσης. Όπως, μου είπε ένα φίλος, επικαλούμενος τον Φρέιρε, το όραμα του καταπιεζόμενου είναι να γίνει ο ίδιος καταπιεστής.
Όμως, τελικά, το ζητούμενο είναι το αντίθετο, δηλαδή η υπέρβαση του εαυτού από το πλήγωμα και τη ματαίωση, ώστε να πάψει να αναπαράγεται η στέρηση, και έτσι να μπορεί να υπερασπιστεί τη δυνατότητα να είμαι ή να γίνω ελεύθερος/-η. Και επειδή η ταινία, παρ’ ότι αναφέρεται σε μια άλλη εποχή, εντούτοις παίζεται στο σήμερα, θεωρώ ότι το νόημα που μπορεί να διεξαχθεί είναι ούτε θύμα ούτε θύτης, άλλα διαφορετικός, ελεύθερος και κριτικά στοχαζόμενος.