Αυτός θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της Έκθεσης Ζωγραφικής της Αθηνάς Βαλατσού, στο Τεχνολογικό και Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου (7 έως 21 Μαϊου 2017). Η θεματική της Έκθεσης είναι τα Μεταλλεία του Λαυρίου, με 22 πίνακες και 24 σκίτσα, τα οποία αναπαριστούν κυρίως τους χώρους εργασίας, ενώ η ανθρώπινη φιγούρα, όπου αυτή υπάρχει, γίνεται για να αναδείξει το δράμα των εργατών που δούλευαν σε άθλιες συνθήκες καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος πίνακας ονομάζεται «Περίσκεψη» και δείχνει έναν εργάτη καθισμένο στο πάτωμα, ο οποίος έχει πεθάνει και έχει επιστρέψει στον χώρο εργασίας του, να σκέφτεται τη ζωή που έζησε. Ανάλογος είναι και ο πίνακας με τον τίτλο, «Άγγελος», που αναπαριστά πάλι ένα πεθαμένο ανθρακωρύχο με φτερά, ο οποίος βρίσκεται στο τηλεφωνείο του χώρου εργασίας, προσπαθώντας να επικοινωνήσει με τους δικούς του, πράγμα αδύνατο εφόσον είναι πνεύμα άϋλο.
Οι πίνακες για τα Μεταλλεία του Λαυρίου είναι έργο ζωής για την ζωγράφο, καθώς δουλευόντουσαν για είκοσι χρόνια. Αναφέρουμε ορισμένα από αυτά, όπως είναι ο «Φούρνος» (δείχνει ένα εργάτη που λιώνει το μετάλλευμα), η «Κυπέλλωση», το «Σιδηρουργείο», το «Μηχανουργείο», το «Μεταλλείο» (βρισκόταν στην περιοχή Καμάριζα-Άγιος Κωνσταντίνος, ενώ απομεινάρια του υπάρχουν ακόμη και σήμερα), η «Ξεκούραση», το «Σπίτι στο Λαύριο» κλπ.
«Μια βαθιά μελαγχολία διαπνέει τα έργα», όπως γράφει η Ιστορικός Τέχνης, Βένια Παστάκα, για να συμπληρώσει ότι «Στο έργο της ζωγράφου, σημασία έχει η απόδοση του αισθήματος και η ανάδειξη του ανθρώπινου δράματος που εκτυλίχθηκε εκεί. […] Οι μορφές –όταν υπάρχουν– είναι βουβές, ήρεμες και μελαγχολικές, θα ’λεγε κανείς υποταγμένες στη μοίρα τους να πολεμάνε με το χάος και το έρεβος στα έγκατα της γης».
Και πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην εταιρεία, που ίδρυσε το 1864 ο Ιταλός μεταλλειολόγος Σερπιέρι, οι συνθήκες εργασίας και διαβίωσης ήταν φριχτές, οι θάνατοι από μολυβδίαση και πνευμονοκονίαση ήταν μάστιγα, η προστασία και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ανύπαρκτες, τα εργατικά ατυχήματα συχνότατα, οι εργάτες στοιβάζονταν σε παραπήγματα, ο χρόνος εργασίας υπερέβαινε το 12ωρο (ανατολή με δύση ηλίου), δούλευαν ακόμη και την Κυριακή μέσα στις γαλαρίες, αρκετές γυναίκες εργάζονταν στην χειροδιαλογή των μεταλλευμάτων, καθώς επίσης και παιδιά, ιδιαίτερα αν είχε σκοτωθεί ο πατέρας τους και έπρεπε να συντηρηθεί η οικογένειά τους, ενώ ο μέσος όρος ζωής για τους άντρες ήταν τα 30 χρόνια και για τις γυναίκες τα 35.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η εργοδοσία ασκούσε και τρομοκρατία κατά των εργατών. Ο πίνακας, με τον τίτλο, «Παρατηρητήριο», δείχνει ένα ψηλό κτήριο, στο οποίο οι φύλακες και οι επιστάτες της εργοδοσίας παρακολουθούσαν τις κινήσεις των εργατών.
Όμως, ακόμη και στο θάνατο υπήρχαν ταξικές διαφορές, όπως δείχνει ο τελευταίος πίνακας με τον τίτλο, «Requiem» (Ρέκβιεμ), που στα λατινικά σημαίνει «νεκρώσιμη τελετή». Από τη μια το κάρο με το άλογο που μετέφερε σημαίνοντα πρόσωπα που είχαν πεθάνει, ενώ δίπλα ακριβώς ένα χειροποίητο φορείο που το μετέφεραν μόνοι τους οι εργάτες, έχοντας επάνω τον νεκρό συνάδελφό τους.
Ήταν αυτές οι συνθήκες που ώθησαν τους εργάτες να αρχίσουν να οργανώνονται, με αποτέλεσμα, το 1896, να ξεσπάσει μια μεγάλη απεργία στα Μεταλλεία Λαυρίου και άλλη μία το 1929, η οποία διήρκεσε 48 ημέρες.
Τελικά, οι ζωγραφιές της Αθηνάς Βαλατσού, καταφέρνουν να περάσουν το μήνυμα που θέλουν, το οποίο είναι να φορτίσουν συναισθηματικά τον αποδέκτη. Και όπως εύστοχα παρατηρεί η Βένια Παστάκα, «όταν η τέχνη καταφέρνει να φορτίσει τόσο έντονα συναισθηματικά τον αποδέκτη της, είναι πραγματική ευλογία».