Η ταινία «Το μεγάλο σορτάρισμα» αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογραφική σπουδή σχετικά με τις επενδύσεις κάποιων επαγγελματιών του χρηματιστηριακού κλάδου στην κατάρρευση της αγοράς των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ την περίοδο 2007-2008 ‒κατάρρευση που, ως γνωστόν, πυροδότησε την τρέχουσα παγκόσμια οικονομική κρίση.

Βα­σί­ζε­ται στο ομώ­νυ­μο βι­βλίο του Αμε­ρι­κα­νού συγ­γρα­φέα και δη­μο­σιο­γρά­φου στα οι­κο­νο­μι­κά θέ­μα­τα Μάικλ Λιού­ις το οποίο εκ­δό­θη­κε το 2010. Ο Λιού­ις είχε ερ­γα­στεί πα­λαιό­τε­ρα στην πολύ γνω­στή και πα­λαιά εται­ρεία τρα­πε­ζι­κών επεν­δύ­σε­ων της Wall Street, Salomon Brothers, η οποία είχε πε­λά­τες πο­λυ­ε­θνι­κές επι­χει­ρή­σεις, με­γά­λα ιδρύ­μα­τα και κυ­βερ­νή­σεις αλλά στη συ­νέ­χεια, το 1998, απο­κτή­θη­κε από τον πα­γκό­σμιο τρα­πε­ζι­κό και επεν­δυ­τι­κό κο­λοσ­σό Citigroup. Ο Λιού­ις ερ­γά­ζε­ται σή­με­ρα (με­τα­ξύ άλλων) ως δη­μο­σιο­γρά­φος στο Bloomberg. Ας ση­μειω­θεί ότι ο Λιού­ις αφη­γεί­ται πραγ­μα­τι­κή ιστο­ρία.

Το βι­βλίο, όπως και το σε­νά­ριο της ται­νί­ας, ασχο­λεί­ται με την πα­ράλ­λη­λη πο­ρεία με­μο­νω­μέ­νων χρη­μα­τι­στών και επεν­δυ­τι­κών συμ­βού­λων που δεν γνω­ρί­ζο­νταν με­τα­ξύ τους και οι οποί­οι, με βάση εκτε­τα­μέ­νες με­λέ­τες των δια­φό­ρων πο­λύ­πλο­κων χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κών προ­ϊ­ό­ντων με­γά­λων εται­ρειών και τρα­πε­ζών σχε­τι­κά με τα στε­γα­στι­κά δά­νεια στις ΗΠΑ, απο­φά­σι­σαν να επεν­δύ­σουν στην πτώση των προ­ϊ­ό­ντων αυτών σε μια πε­ρί­ο­δο που οι πά­ντες πί­στευαν ακρά­δα­ντα στην ισχύ και στη συ­νε­χή από­δο­σή τους και στο μέλ­λον.

Η ται­νία ξε­κι­νά με την έρευ­να ενός κοι­νω­νι­κά απο­μο­νω­μέ­νου δια­χει­ρι­στή ενός επεν­δυ­τι­κού κε­φα­λαί­ου υψη­λού ρί­σκου (hedge fund), του Μάικλ Μπέρι, τον οποίο υπο­δύ­ε­ται ο Κρί­στιαν Μπέιλ και ο οποί­ος, έπει­τα από μακρά, επί­πο­νη και εν­δε­λε­χή με­λέ­τη τρα­πε­ζι­κών δα­νεί­ων που δό­θη­καν σε χι­λιά­δες πο­λί­τες χα­μη­λής πι­στω­τι­κής αξιο­πι­στί­ας, άνερ­γους, με­τα­νά­στες, επι­σφα­λώς ερ­γα­ζό­με­νους κ.λπ. (subprime loans), απο­φα­σί­ζει ότι το πε­ριε­χό­με­νο των χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κών προ­ϊ­ό­ντων τα οποία είχαν ως βάση τέ­τοια δά­νεια ήταν σαθρό. Με βάση αυτή την εκτί­μη­ση ο Μπέρι επέν­δυ­σε με­γά­λα ποσά και με με­γά­λη από­δο­ση στην πτώση των προ­ϊ­ό­ντων αυτών από το 2005. Πα­ράλ­λη­λα, πα­ρα­κο­λου­θού­με την πο­ρεία και άλλων δια­χει­ρι­στών hedge funds, χρη­μα­τι­στών και επεν­δυ­τών (τους υπο­δύ­ο­νται οι Στιβ Καρέλ, Μπραντ Πιτ και Ράιαν Γκό­σλινγκ), οι οποί­οι, είτε μα­θαί­νο­ντας την κί­νη­ση του Μπέρι είτε κά­νο­ντας δικές τους έρευ­νες, απο­φα­σί­ζουν να επεν­δύ­σουν και αυτοί στην πτώση των ίδιων χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κών προ­ϊ­ό­ντων.

Ο σκη­νο­θέ­της (και συν­σε­να­ριο­γρά­φος) Άνταμ Μακ Κέι επι­λέ­γει μια σφι­χτο­δε­μέ­νη αφή­γη­ση, η οποία, αξιο­ποιώ­ντας με δη­μιουρ­γι­κό και κα­τα­νοη­τό τρόπο το μο­ντάζ εναλ­λάσ­σει τις ανα­φο­ρές της στις δια­φο­ρε­τι­κές αλλά συ­γκλί­νου­σες ως προς το σκοπό ιστο­ρί­ες των προ­α­να­φε­ρό­με­νων επεν­δυ­τών και δια­χει­ρι­στών, δί­νο­ντας, κατά δια­στή­μα­τα, έναν τόνο ελα­φρά­δας στην ατμό­σφαι­ρα της ται­νί­ας σε μία κατά τ’ άλλα πολύ σο­βα­ρή προ­σέγ­γι­ση του φαι­νο­μέ­νου της κα­τάρ­ρευ­σης της αγο­ράς των στε­γα­στι­κών δα­νεί­ων. Επί­σης, με συ­γκε­κρι­μέ­να ιντερ­μέ­δια στην αφή­γη­ση, επι­χει­ρεί να εξη­γή­σει με οπτι­κά, εκλαϊ­κευ­μέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα τους όρους των χρη­μα­τι­στη­ρια­κών συ­ναλ­λα­γών. Έτσι η ται­νία παίρ­νει τη μορφή δρα­μα­τι­κής κο­με­ντί και ο γρή­γο­ρος ρυθ­μός που επι­λέ­γει ο σκη­νο­θέ­της δια­τη­ρεί αμεί­ω­το το εν­δια­φέ­ρον του θεατή μέχρι το τέλος, οπότε η αύ­ξη­ση της δρα­μα­τι­κής έντα­σης προσ­δί­δει στην ται­νία ζο­φε­ρό τόνο λόγω της αρ­χι­κά αργής αλλά τε­λι­κά πολύ γρή­γο­ρης κα­τάρ­ρευ­σης με­γά­λων χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κών εται­ρειών μέσω της κα­τάρ­ρευ­σης της αγο­ράς των στε­γα­στι­κών δα­νεί­ων.

Οι χα­ρα­κτή­ρες της ται­νί­ας δεν πα­ρου­σιά­ζο­νται ως υπο­νο­μευ­τές ή «αντι­στα­σια­κοί» απέ­να­ντι σ’ ένα φαι­νο­με­νι­κά πα­ντο­δύ­να­μο αλλά εγ­γε­νώς σαθρό χρη­μα­το­πι­στω­τι­κό σύ­στη­μα, αλλά κατά βάση ως με­θο­δι­κοί και λε­πτο­λό­γοι επαγ­γελ­μα­τί­ες του χώρου που πα­ρα­τη­ρούν, κα­τα­γρά­φουν και ερευ­νούν τα κενά του και επεν­δύ­ουν (ή πο­ντά­ρουν) στη βαθ­μιαία εμ­φά­νι­ση και τε­λι­κά στην κυ­ριαρ­χία των κενών αυτών στις χρη­μα­τι­στη­ρια­κές αγο­ρές. Οι βα­σι­κοί χα­ρα­κτή­ρες της ται­νί­ας είναι, εντέ­λει, και αυτοί «παί­κτες» του ίδιου συ­στή­μα­τος, που εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται τις αδυ­να­μί­ες του για να βγά­λουν χρή­μα­τα. Η ται­νία μάς απο­κα­λύ­πτει με σαφή αλλά ταυ­τό­χρο­να και τρο­μα­κτι­κό τρόπο την ανευ­θυ­νό­τη­τα, την ακα­τά­σχε­τη απλη­στία, την αλα­ζο­νεία και τον κυ­νι­σμό ενός ολό­κλη­ρου κό­σμου επαγ­γελ­μα­τιών των επεν­δύ­σε­ων, των τρα­πε­ζών και των συ­να­φών εται­ρειών που ου­σια­στι­κά έχτι­ζαν μια τε­ρά­στια «φού­σκα» χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κών προ­ϊ­ό­ντων με τη σιω­πη­ρή ανοχή και συ­νε­νο­χή των οίκων (δήθεν) αξιο­λό­γη­σης, η οποία, για να προ­σλά­βει πα­να­με­ρι­κα­νι­κές δια­στά­σεις, ενεί­χε προ­φα­νώς και τε­ρά­στια δια­φθο­ρά και πα­ρα­βί­α­ση βα­σι­κών σχε­τι­κών θε­σμι­κών ρυθ­μί­σε­ων. Η αφή­γη­ση των ερευ­νών και των συ­νε­ντεύ­ξε­ων των βα­σι­κών χα­ρα­κτή­ρων της ται­νί­ας μάς απο­κα­λύ­πτει έναν βαθιά ανερ­μά­τι­στο τύπο αν­θρώ­που στον σύγ­χρο­νο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο κα­πι­τα­λι­σμό-κα­ζί­νο που δεν ορ­ρω­δεί προ ου­δε­νός, ούτε καν αντι­λαμ­βά­νε­ται ούτε εν­δια­φέ­ρε­ται να αντι­λη­φθεί τις συ­νέ­πειες των πρά­ξε­ών του σε βάρος άλλων αν­θρώ­πων (ερ­γα­ζο­μέ­νων σε διά­φο­ρους, σχε­τι­κούς ή μη το­μείς της οι­κο­νο­μί­ας, συ­ντα­ξιού­χων με συμ­με­το­χή σε συ­ντα­ξιο­δο­τι­κά τα­μεία κ.λπ.), οι οποί­ες έχουν σκοπό το γρή­γο­ρο, άκοπο και υψηλό κέρ­δος. Αυτή η κα­τάρ­ρευ­ση των νοη­μά­των στις πρά­ξεις του κό­σμου των χρη­μα­το­πι­στω­τι­κών εται­ρειών ανα­δύ­ε­ται με τη βαθιά αδια­φο­ρία και απα­ξία για οτι­δή­πο­τε δεν τους προ­σφέ­ρει κέρ­δος, ανα­δύ­ε­ται με εκ­κω­φα­ντι­κό τρόπο μέσα από την απο­κά­λυ­ψη των αν­θρώ­πων που ασχο­λή­θη­καν σε θέ­σεις-κλει­διά για να στη­θεί αυτή η τε­ρά­στια «φού­σκα».

Όμως, οι βα­σι­κοί χα­ρα­κτή­ρες της ται­νί­ας, παρά το γε­γο­νός ότι τε­λι­κά είναι «γρα­νά­ζια» του ίδιου συ­στή­μα­τος, αντι­λαμ­βά­νο­νται τη ση­μα­σία και τις συ­νέ­πειες όλης αυτής της «φού­σκας» που ανα­μέ­νουν να «σκά­σει», και το σε­νά­ριο δίνει τη δυ­να­τό­τη­τα στο θεατή να ανα­ρω­τη­θεί και να προ­βλη­μα­τι­στεί για την πο­ρεία και τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μιας τέ­τοιας «φού­σκας» που είχε και έχει τρο­μα­κτι­κές συ­νέ­πειες, όχι βέ­βαια για τις ίδιες τις εται­ρεί­ες και τα ανώ­τε­ρα στε­λέ­χη τους, αλλά για δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια αν­θρώ­πους σε όλο τον κόσμο.

Το «Με­γά­λο σορ­τά­ρι­σμα» μας απο­κα­λύ­πτει με εύ­πε­πτο τρόπο αλλά και με συ­νεί­δη­ση τις οι­κο­νο­μι­κές και αν­θρω­πο­λο­γι­κές δια­στά­σεις ενός κα­πι­τα­λι­σμού-κα­ζί­νο που κα­τα­βρο­χθί­ζει τα πάντα με σκοπό τη με­γέ­θυν­ση του κέρ­δους. Όμως, παρά την τε­ρά­στια κρίση του και την αδυ­να­μία του να δια­χει­ρι­στεί όπως πα­λαιό­τε­ρα τις τρα­γι­κές κοι­νω­νι­κές επι­πτώ­σεις της διά­χυ­σής του, αυτός ο κα­πι­τα­λι­σμός φαί­νε­ται να οδεύ­ει προς νέες «φού­σκες» χωρίς ου­σια­στι­κές, λαϊ­κές και πο­λι­τι­κές αντι­στά­σεις, και είναι υπο­χρέ­ω­ση κα­θε­νός και κα­θε­μιάς από εμάς να ανα­στο­χα­στού­με και να πρά­ξου­με ανά­λο­γα ώστε να αντι­δρά­σου­με με (αυτο)ορ­γά­νω­ση και πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση, με «λο­γι­σμό και μ’ όνει­ρο».

 

Ετικέτες