Το «τέλος εποχής» συζητιέται ή αναγγέλλεται χρόνια τώρα, με τις πιο διαφορετικές αφορμές, ήδη από την αρχή της κρίσης. Μέσα στη χρονιά που φεύγει, όμως, είναι φανερό ότι η συζήτηση δεν αφορά πλέον τους εσχατολόγους που πλήθυναν από το 2008. Δεξαμενές σκέψης και διανοούμενοι του κυρίαρχου ρεύματος υποχρεώνονται να παραδεχτούν ότι «κάτι αλλάζει» — και, την ίδια στιγμή, ως εκ της θέσης τους, να καθησυχάσουν ότι ως προς τα βασικά δεν αλλάζει κάτι στ’ αλήθεια.

Το πρώτο τεύχος του αμερικανικού Foreign Affairs για το 2017 αναρωτιέται αν «θα επιβιώσει» η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων που εγγυώνται ως τώρα οι ΗΠΑ. Υπάρχουν, εξηγεί ο Τζόζεφ Νάι, επιχειρήματα ότι ο κόσμος δεν θα επιστρέψει στη δεκαετία του ‘30: Η Κίνα για παράδειγμα, που η συμβατική σοφία θεωρεί μείζονα απειλή, εκπροσωπεί ακόμα το 61% της αμερικανικής οικονομίας. Οι αμερικανικές στρατιωτικές δαπάνες παραμένουν τετραπλάσιες από τις κινέζικες και οι ΗΠΑ δύσκολα θα χάσουν έδαφος στον Δυτικό Ειρηνικό. Σε επίπεδο «soft power», επιπλέον, από τη δυνατότητα δηλαδή προσεταιρισμού συμμάχων –όπου οι ΗΠΑ είναι πρώτες και η Κίνα 28η–, ως την τεχνολογία, τη φτηνή ενέργεια και τα πανεπιστήμια, ο ρόλος της πρώτης δύναμης στον κόσμο δεν μπορεί ακόμα να αμφισβητηθεί· οι κινέζοι θέλουν απλώς μεγαλύτερο μερίδιο στην πίτα. Αλλά αυτά είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι η προσφυγική κρίση και η κλιματική αλλαγή είναι προκλήσεις που οι ΗΠΑ δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνες – και το ίδιο συμβαίνει με την τρομοκρατία. Στα συμφραζόμενα αυτά λοιπόν, λέει ο Νάι, «η αποχή τους από την επέμβαση σε εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών ούτε εφικτή είναι, ούτε επιθυμητή»[1].

Πιο απαισιόδοξος, ο Ρόμπιν Νίμπλετ μιλά στο ίδιο τεύχος για «φιλελευθερισμό σε υποχώρηση» και, με μελανότερα χρώματα, για τη «διάλυση ενός ονείρου». Η διεθνής φιλελεύθερη τάξη, εξηγεί, στηριζόταν πάντα στην ιδέα της προόδου: «Από το 1945, οι αρχιτέκτονες της πολιτικής στη Δύση πίστεψαν ότι οι ανοιχτές αγορές, η δημοκρατία και τα ατομικά δικαιώματα θα εξαπλώνονταν σε όλο τον πλανήτη. Τέτοιες ελπίδες σήμερα μοιάζουν αφελείς». Δεν είναι μόνο η ανερχόμενη Κίνα που τις κάνει να δείχνουν έτσι. Είναι, επίσης, το σκηνικό στη Μέση Ανατολή και η διεθνής επιρροή της Ρωσίας, για πρώτη φορά τόσο ισχυρή μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου· αρκεί να δει κανείς τη σύσκεψη για τη Συρία με Ρωσία, Τουρκία και Ιράν να αποκλείουν τις ΗΠΑ. Και βεβαίως, την κατάσταση στο εσωτερικό της Δύσης: από την Ευρωπαϊκή Ένωση, που την επαύριο του Brexit συρρικνώνεται και επιβραδύνει έπειτα από αλλεπάλληλες διευρύνσεις, μέχρι την εκλογή Τραμπ. Ηθικό δίδαγμα; «Οι χώρες που δημιούργησαν τη φιλελεύθερη διεθνή τάξη πραγμάτων», λέει ο Νίμπλετ, «είναι σήμερα πιο αδύναμες απ’ όσο υπήρξαν ποτέ τα τελευταία τριάντα χρόνια. Για ένα διάστημα, λοιπόν, θα υποχρεωθούν σε μια «άβολη συνύπαρξη» με τις αντιφιλελεύθερες, συνεργαζόμενες μαζί τους σε κάποια πεδία και ανταγωνιζόμενες σε άλλα[2].

Στον ίδιο, ανήσυχα καθησυχαστικό τόνο, παρεμβαίνει και ο Εconomist, συζητώντας σε πρόσφατο κεντρικό άρθρο «το μέλλον του φιλελευθερισμού». Αν για άλλους η επαναφορά στο ’30 φαίνεται μη ρεαλιστική, εδώ οι αναλογίες πάνε πίσω στον 19ο αιώνα. Όπως τότε, λοιπόν, που τα αυταρχικά καθεστώτα πρέσβευαν συγκεντρωτικές λύσεις για την εξουσία και ο κομμουνισμός την καταστροφή της, για να επικρατήσει τελικά η φιλελεύθερη απάντηση –η διάχυση των εξουσιών, η οικονομική ελευθερία, το δικαίωμα στα άτομα να επιλέγουν–, έτσι και σήμερα, η άνοδος των «αντιφιλελεύθερων δημοκρατιών» (στην Ουγγαρία, την Πολωνία και αλλού) θέτει το ίδιο ζήτημα, υποχρεώνοντας τον φιλελευθερισμό να εντείνει τη μάχη των ιδεών. Να επιμείνει, δηλαδή, στην ευημερία διά του εμπορίου και των συμφωνιών[3]. Ως εάν η επικράτησή του, το 1945 αισίως, να είχε συμβεί στο επίπεδο αποκλειστικά των ιδεών…

***

Στο τελευταίο του άρθρο για το 2016, ο βιογράφος του Κέινς, Ρόμπερτ Σκιντέλσκι διαπιστώνει ότι κανείς δεν μπορεί να πει σήμερα πού πάει η οικονομία διεθνώς και αν η «παγκοσμιοποίηση» είναι παρελθόν ή παρόν – όπως, αντίστοιχα, κανείς δεν μπορούσε ως το 2008 να προβλέψει την κρίση. Όταν η βασίλισσα Ελισάβετ επισκέφθηκε το LSE και ρώτησε τους οικονομολόγους γιατί δεν είχαν μπορέσει να το δουν να έρχεται, αυτοί απλώς δεν ήξεραν τι ήταν αυτό που αγνοούσαν. Κατά συνέπεια, λέει ο Σκιντέλσκι, τα επιτελεία χάραξης πολιτικής απλά δεν ξέρουν τι να κάνουν. Πώς εξηγείται αυτό; Για τον ίδιο, το πρόβλημα είναι η εμμονή των οικονομολόγων στα μαθηματικά μοντέλα και η αντίληψή τους για την οικονομία ως μηχανή, που εξαρτά την ισορροπία της από την προσφορά και τη ζήτηση: η αδυναμία τους να δουν ότι στην οικονομία δρουν ανθρώπινα όντα, τους στερεί τη «μεγάλη εικόνα», άρα και τη δυνατότητα πρόβλεψης [4].

Είναι όμως τόσο απλό; Μαρξιστές οικονομολόγοι, όπως ο Μάικλ Ρόμπερτς, διαφωνούν ότι το πρόβλημα είναι τα μαθηματικά. Συγγραφέας, μέσα στο 2016, του εξαιρετικού The Long Depression, ο Ρόμπερτς σημειώνει ότι η πολιτική οικονομία έχει πάψει να ασχολείται με τους οικονομικούς νόμους, περιοριζόμενη στην απολογία του καπιταλισμού: αυτός είναι το μόνο βιώσιμο οικονομικό σύστημα, η ευημερία έρχεται μόνο από το εμπόριο και τις συμφωνίες – δεν υπάρχει εναλλακτική. Έτσι, οι μεν νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι μένουν να συστήνουν λιγότερες παρεμβάσεις στην «ελεύθερη οικονομία»· οι δε νεοκεϋνσιανοί περισσότερες, ώστε να αποκατασταθούν τα «τεχνικά προβλήματα» της παραγωγής και της διανομής. Γι’ αυτούς τους τελευταίους, ο καπιταλισμός είναι κατά βάση πολιτικό πρόβλημα: το γεγονός ότι οι δημόσιες επενδύσεις και η χαλάρωση των ελλειμμάτων που προτείνουν δεν εγγυώνται την επαναφορά στην ανάπτυξη, όσο η κερδοφορία για το κεφάλαιο παραμένει χαμηλά, αυτό δεν τίθεται στη συζήτηση[5]. Είναι αυτό ακριβώς, όμως, που θέτει όριο και στην πιο προωθημένη εκδοχή της Αριστερας, κάνοντάς την μέρος του πολιτικού προβλήματος –της κρίσης εκπροσώπησης– αντί μέρος της λύσης.

***

Τα πολιτικά επιτελεία δεν ξέρουν τι να κάνουν – κι η περίπτωση της ελληνικής κυβέρνησης είναι η πιο χαρακτηριστική. Στη μικροκλίμακα, η αδυναμία των υπουργών να συμφωνήσουν αν θέλουν ή όχι το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και σε ποιο ρόλο, αν και πότε πρέπει να γίνουν οι εκλογές κ.ο.κ., δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στα πρόσωπα. Όταν ήταν ακόμα δυνατό, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ασχολήθηκε με αυτό που θα ήταν μια αντικαπιταλιστική πολιτική – μια πολιτική για το μισθό, το τραπεζικό σύστημα, το χρέος, την «άλλη παραγωγή». Αποτυγχάνοντας σε αυτά, σήμερα υποχρεώνεται να αλλάξει πολιτικές εκπροσωπήσεις, αφήνοντας στο μεσοδιάστημε τη ΝΔ να επωφεληθεί: εξωθεί τους ανέργους σε μια αγορά εργασίας-καρμανιόλα επί ποινή διαγραφής από τον ΟΑΕΔ, δεσμεύεται για άρση των «εμποδίων» στην αγορά εργασίας (βλ. τελευταία απόφαση Eurogroup), απειλεί τους συνταξιούχους με νέα μέτρα αν δεν πιαστούν οι στόχοι του προϋπολογισμού (βλ. επιστολή Τσακαλώτου). Κι όλα αυτά, προεξοφλώντας από σήμερα το πρόγραμμα των κυβερνήσεων τουλάχιστον ως και το 2020.

Σε μια φετινή συζήτηση με τον Βόλφγκανγκ Στρεκ, ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Κρεγκ Καλχούν σημειώνει κάπου[6] ότι το «τέλος του καπιταλισμού» μπορεί να είναι κάτι σαν την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: όλοι έβλεπαν ότι επίκειται, όμως τελικά κράτησε 300 χρόνια. Αυτή ακριβώς η προοπτική είναι που κάνει επείγουσα μια αντικαπιταλιστική πολιτική: αν έχει αρχίσει ήδη, όπως λίγο-πολύ παραδέχονται και οι καθ’ έξιν αισιόδοξοι, η Μεσοβασιλεία εγκυμονεί τέρατα.

______________

Σημειώσεις

[1] Joseph S. Nye Jr., «Will the Liberal Order survive? The History of an Idea», Foreign Affairs, January-February 2017 Issue

[2] Robert Niblett, «Liberalism in Retreat. The Demise of a Dream». Συντομευμένη εκδοχή του άρθρου εδώhttps://www.chathamhouse.org/expert/comment/liberalism-retreat

[3] «The future of liberalism: Ηοw to make sense of 2016», 24.12.2016 [http://www.economist.com/news/leaders/21712128-liberals-lost-most-arguments-year-they-should-not-feel-defeated-so-much]

[4] Robert Skidelsky, «Economists versus the Economy», Project Syndicate, 23.12.2016 [https://www.project-syndicate.org/commentary/mathematical-economics-trai...]

[5] Michael Roberts, «Τhe system is broken», The Next Recession, 25.12.2016 [https://thenextrecession.wordpress.com/2016/12/25/the-system-is-broken/]

[6] «Does capitalism have a future?», Socio-Economic Review, 2016, Vol. 14, No. 1, 163–183 [https://wolfgangstreeck.files.wordpress.com/2016/03/2016_ser-discussion-...]

Ετικέτες