Το αποτέλεσμα των τουρκικών εκλογών δικαίωσε τελικά όσους κι όσες προειδοποιούσαν «μην ξεγράφετε τον Ερντογάν».

Πρώτος γύρος

Σε πείσμα των δημοσκοπήσεων, αλλά και της προσδοκίας ενός σημαντικού τμήματος της τουρκικής κοινωνίας, ο Τούρκος πρόεδρος πήρε την πρώτη θέση, φτάνοντας κοντά σε νίκη από τον πρώτο γύρο (49,5%) και διαμορφώνοντας μια διαφορά 4,6 μονάδων από τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου (44,9%) που δημιούργησε μια -δύσκολο να αντιστραφεί-  «παράσταση νίκης» προς την αναμέτρηση του δεύτερου γύρου.  

Στην πιο κρίσιμη κι αμφίρροπη εκλογική μάχη της θητείας του (παρατεταμένη οικονομική κρίση, πρόσφατος ο φονικός σεισμός), ο Ερντογάν διατήρησε τη συνοχή του κοινωνικού μπλοκ που τον υποστηρίζει (ίδιες περίπου ψήφοι με εκείνες του 2018).

Στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αξιοποίησε όλα τα ιδεολογικά «όπλα» του ΑΚΡ: Τον κοινωνικό συντηρητισμό (με συχνές επιθέσεις πχ. στα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα), τον αντιαμερικανισμό (παρουσιάζοντας μια πιθανή εκλογική νίκη της αντιπολίτευσης ως «πολιτικό πραξικόπημα της Δύσης μετά την αποτυχία του στρατιωτικού»), τον εθνικισμό (χρεώνοντας στον Κιλιτσντάρογλου «δεσμούς με το PKK»). Ωστόσο, όλοι οι δημοσκόποι συνέκλιναν ότι το βασικό θέμα που ενδιαφέρει τους Τούρκους είναι η οικονομία. Πάνω σε αυτό το κρίσιμο θέμα, φαίνεται ότι απέδωσαν κάποιες παροχές «αντιστροφής της δημοσκοπικής εικόνας» από το Γενάρη και μετά, αλλά και ένα μπαράζ προεκλογικών υποσχέσεων για αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις κ.ο.κ. Αυτά μπορούν εύκολα να αποδειχθούν ψηφοθηρικές δημαγωγίες, μιας κι έρχονται σε αντίθεση με τα «θέλω» της ραχοκοκκαλιάς του ερντογανισμού -τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, «υψηλής έντασης εργασίας», που καίγονται περισσότερο από κάθε άλλη αστική μερίδα για την συμπίεση του «εργατικού κόστους».

Αλλά πάνω σε αυτό το κρίσιμο θέμα, απέτυχε παταγωδώς (ακόμα και να δημαγωγήσει…) ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης. Τις μέρες της δημοσκοπικής σιγουριάς (και της ράθυμης αναπαραγωγής της) στη μεγαλύτερη μερίδα του διεθνούς Τύπου, ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου είχε εύστοχα αναφερθεί σε μια αποστροφή άρθρου του Foreign Policy: «Με το να απαρνείται την Αριστερά και να υιοθετεί νεοφιλελεύθερες θέσεις, ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου μπορεί να αποξενωθεί από την εργατική τάξη και να χάσει τις εκλογές». 

Στις γραμμές της αστικής αντιπολίτευσης, επικρατούσε μια γραμμή παθητικής αναμονής της φθοράς που θα προκαλούσε η οικονομική κρίση στην εκλογική βάση του Ερντογάν. Στηρίζονταν στη φράση του πρώην πρωθυπουργού Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ που φορέθηκε πολύ στο σχολιασμό των φετινών εκλογών: «Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να αντέξει την άδεια κατσαρόλα». Ο Κιλιτσντάρογλου διαπίστωσε ότι για να ισχύσει αυτή η ρήση, χρειάζεται μερικές φορές να πείσει και η αντιπολίτευση (είτε δημαγωγικά είτε ειλικρινά) ότι ενδιαφέρεται και έχει καλύτερο τρόπο να γεμίσει την «κατσαρόλα».  

Φαίνεται επίσης ότι δεν λειτούργησε προωθητικά η (ακραία ετερογενής) πολυσυλλεκτικότητα. Η συνεργασία του κεμαλικού και αλεβίτη Κιλιτσντάρογλου με κορυφαία πρώην στελέχη του ΑΚΡ (Νταβούτογλου, Μπαμπακάν) δεν μεταφράστηκε σε εκλογική διείσδυση μέσα στην κοινωνική βάση του σουνιτικού πολιτικού Ισλάμ. Σύμφωνα με κάποιους σχολιαστές του αποτελέσματος, ακόμα και η υπόνοια μιας κάποιας επικοινωνίας με το HDP (λόγω της έξωθεν στήριξης που έδωσε), είναι πιθανό να αποξένωσε τμήμα του κεμαλισμού -ενώ σε κάθε περίπτωση βοήθησε το φιλοκυβερνητικό ακροδεξιό MHP να διαψεύσει τις προβλέψεις απωλειών του προς το αντιπολιτευτικό  ακροδεξιό «Καλό Κόμμα». Τελικά, ο Κιλιτσντάρογλου δεν κατόρθωσε να πετύχει κάτι (πολύ) περισσότερο από το άθροισμα των ψήφων που είχαν πάρει το 2018 οι διαφορετικές τότε υποψηφιότητες της αντιπολίτευσης.

Δεύτερος γύρος

Μεταξύ των δύο γύρων, το ενδιαφέρον στράφηκε αφενός στον ακροδεξιό Σινάν Ογκάν και τους ψηφοφόρους του. Οι κεμαλικές αναφορές και ο έξαλλος αντιπροσφυγικός ρατσισμός αυτού του ρεύματος, αποτέλεσαν σημείο επαφής με τον Κιλιτσντάρογλου (που έχει δεσμευτεί να διώξει σε 2 χρόνια τους Σύρους πρόσφυγες). Αλλά ο έξαλλος αντικουρδισμός τον απομάκρυνε από τον Κιλιτσντάρογλου και τον έφερνε πιο κοντά στο ερντογανικό μπλοκ. Τελικά αυτό το τμήμα της ακροδεξιάς διασπάστηκε (όπως έχει ήδη συμβεί στον ευρύτερο χώρο, με την ύπαρξη του κυβερνητικού MHP και του αντιπολιτευτικού «Καλού Κόμματος»). Ο «κουρδοφάγος» Ογκάν δήλωσε την στήριξή του στον Ερντογάν. Το «προσφυγοφάγο» κόμμα «Νίκη», το μεγαλύτερο του συνασπισμού που τον στήριξε, διαφοροποιήθηκε και στήριξε τον Κιλιτσντάρογλου.  

Το δεύτερο σημείο που απασχόλησε ήταν το αν και ποιος θα μπορούσε να ενεργοποιήσει εκλογικά τα περίπου 8,5 εκατομμύρια Τούρκους που απείχαν (η συμμετοχή έφτασε στο 87,04%). Τελικά, η συμμετοχή στο δεύτερο γύρο μειώθηκε (84,15%), καθώς ξαναπήγαν στην κάλπη σχεδόν 2 εκατομμύρια λιγότεροι ψηφοφόροι. Είτε «σκόρπισαν» οι ψηφοφόροι του Ογκάν, είτε «επαναπαύτηκαν» ψηφοφόροι του Ερντογάν, είτε απογοητεύτηκαν ψηφοφόροι του Κιλιτσντάρογλου, οι αλλαγές ήταν αρκετά μικρές (+590 χιλιάδες ο Ερντογάν, +840 χιλιάδες ο Κιλιτσντάρογλου) για να αντιστρέψουν το αποτέλεσμα. Ο Ερντογάν με 52,18% επικράτησε του υποψηφίου της αντιπολίτευσης (47,82%). 

Διέψευσε έτσι και μια άλλη ρήση -δική του αυτή τη φορά: «Όποιος ελέγχει την Ισταμπούλ, ελέγχει την Τουρκία». Ο Ερντογάν έχασε την Ιστανμπούλ -και την Άγκυρα και την Αντάνα (η Σμύρνη δεν είναι είδηση, γιατί δεν την κέρδισε ποτέ…). Αλλά εδραίωσε (και λογικά διεύρυνε) την κυριαρχία του στη «βαθιά» Τουρκία της υπαίθρου και των μικρών πόλεων, όπου κυριαρχούν και τα «δίκτυα» του ΑΚΡ -σε ιδεολογικό, σε οικονομικό, σε πειθαρχικό πεδίο.    

Οι κοινοβουλευτικές

Σε σύγκριση με τις προεδρικές, στις κοινοβουλευτικές εκλογές αποτυπώθηκε περισσότερο μια φθορά του ΑΚΡ. Έχασε πάνω από 2 εκατομμύρια ψήφους και έπεσε στο 35,84%, από το 42,56% του 2018, που ήταν κι αυτό με τη σειρά του προϊόν σημαντικών απωλειών. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, φθείρεται το κυβερνητικό κόμμα αλλά όχι ο «Αρχηγός» που πηγαίνει καλύτερα στις προεδρικές, όπου βέβαια υπολογίζει και στις ψήφους των συμμάχων του. Και στη Βουλή άλλωστε, ήταν τα αποτελέσματα του MHP (σταθερό στο 10,14%) και των μικρότερων συμμάχων του (που άθροισαν 3,81%) αυτά που εξασφάλισαν μια νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία (322 έδρες από τις 600), καθώς όλες οι απώλειες εδρών της «Λαϊκής Συμμαχίας» αφορούσαν το ΑΚΡ.

Στις γραμμές της «Εθνικής Συμμαχίας» (συνολικά 213 έδρες, με 35,13% των ψήφων), το «Καλό Κόμμα» της Ασκενέρ έμεινε σταθερό (οριακή αύξηση ψήφων και οριακή μείωση ποσοστού με 9,7% από 9,96%). Το CHP κατέγραψε μια σχετική αύξηση σε ψήφους και ποσοστά (περίπου 2,5 εκατομμύρια ψήφοι περισσότεροι και ποσοστό 25,33% από 22,65%), ίσως αξιοποιώντας και το ότι στα δικά του ψηφοδέλτια εντάχθηκαν οι άλλοι «σύμμαχοι» (Νταβούτογλου κ.ά.) πλην της ακροδεξιάς.

Το ανησυχητικό είναι ότι η διαιρεμένη σε ερντογανική και αντιερντογανική ακροδεξιά (το MHP και το Καλό Κόμμα που αποτελεί διάσπασή του, αλλά και διάφορες μικρές εκδοχές ακροδεξιού Ισλάμ, κάποια μικρότερα ακροδεξιά κεμαλικά κόμμα) συγκεντρώνουν δυνάμεις άνω του 20%. Όπως σημειώνει ο Ονούρ Ντανάτσι: «Όλες οι διαφορετικές αποχρώσεις του φαιού πήραν τα υψηλότερα ποσοστά ψήφου στην ιστορία τους. Αυτό το φαιό πανηγύρι εξυπηρετήθηκε και από αυτούς στην κυβέρνηση και από αυτούς στην αντιπολίτευση. Μοιάζει λες και η διαιρεμένη ακροδεξιά στην Τουρκία πολλαπλασιάζεται με τη μέθοδο της μίτωσης, της διαίρεσης των κυττάρων της». 

Ρατσισμός

Για τις ευθύνες της κυβέρνησης μετά το 2015 και τη συμμαχία του Ερντογάν με το MHP, έχουν γραφτεί πολλά. Εδώ θα σημειώσουμε το όργιο έξαλλου ρατσισμού που εξαπέλυσε ο (κεντροαριστερός, φιλελεύθερος δημοκράτης) Κιλιτσντάρογλου μεταξύ των δύο γύρων. Όπου κατηγόρησε τον Ερντογάν που «έφερε 10 εκατομμύρια πρόσφυγες», ότι «τους δίνει δικαίωμα ψήφου για να επηρεάσει το αποτέλεσμα», ότι «οι Τούρκοι γίνονται πολίτες δεύτερης κατηγορίας» και δεσμεύτηκε: «Θα τους διώξω όλους. Τελεία». Πήγανε περίπατο ακόμα και οι ευφημισμοί για «οικειοθελή επαναπατρισμό σε ορίζοντα 2ετίας».

Πρόκειται για τις χειρότερες πρακτικές της ακροδεξιάς δημαγωγίας: Τους πρόσφυγες κάποιοι «τους φέρνουν», δεν τους «υποδέχονται». Οι αριθμοί τους είναι φουσκωμένοι (υπολογίζονται σε 4 εκατομμύρια). Η εικόνα περί παραχώρησης  δικαιωμάτων είναι ψευδής (περίπου 200.000 έχουν πάρει υπηκοότητα και ένα μέρος τους είχε δικαίωμα ψήφου -πολλά είναι ανήλικα παιδιά) και ασφαλώς καταγγέλεται ως κάτι επονείδιστο. Οι ντόπιοι είναι αυτοί που παρουσιάζονται ως  «πολίτες δεύτερης κατηγορίας», σε μια πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας. Όλα αυτά, την στιγμή που ο Ερντογάν καθοδηγεί μια «σκλήρυνση» της μεταναστευτικής του πολιτικής (ή αφήνει τους πρόσφυγες στο μετέωρο καθεστώς του «προσωρινά φιλοξενούμενου», δηλαδή βορρά στις ορέξεις των επιχειρηματιών της Ανατολίας) κάνοντας έναν Συρο-Παλαιστίνιο πρόσφυγα να δηλώνει (σε σχετικό προεκλογικό ρεπορτάζ του Αλ Τζαζίρα) ότι «κοίταξα τα προγράμματα, το μόνο κόμμα που δεν θέλει να μας διώξει είναι το HDP»…   

Αριστερά

Δυστυχώς, η τουρκική Αριστερά (που κατέβηκε μόνο στις κοινοβουλευτικές) δεν ενισχύθηκε, αλλά τουλάχιστον δεν πιέστηκε από την πόλωση μεταξύ των δύο μπλοκ. Το ενωτικό σχήμα «Συμμαχία για την Εργασία και την Ελευθερία» πήρε περίπου τις ίδιες ψήφους με εκείνες του HDP το 2018, οι οποίες όμως μεταφράστηκαν σε μικρότερο ποσοστό φέτος (10,54% από 11,7%). Η στενότερη «Συμμαχία των Σοσιαλιστικών Δυνάμεων» (3 οργανώσεις της άκρας Αριστεράς που δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα για κοινό κατέβασμα) πήρε 0,29%.

Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες της «Συμμαχίας για την Εργασία και την Ελευθερία» κέρδισαν 66 έδρες στη Βουλή. Το πιο ενδιαφέρον νέο σε αυτόν το χώρο αποτελεί το αποτέλεσμα του TIP (Κόμμα Εργατών Τουρκίας). Δεν γνωρίζουμε την επιρροή των άλλων οργανώσεων της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του HDP και εντάχθηκαν στη «Συμμαχία», καθώς προκρίθηκε η μέθοδος της ένταξης των υποψηφίων τους σε ένα ψηφοδέλτιο -αυτό της Πράσινης Αριστεράς, της «συνιστώσας» της Συμμαχίας που αξιοποίησε με τον ίδιο τρόπο και το HDP για να αποφύγει τυχόν δικαστική απαγόρευσή του. 

Το TIP, μετά από μια παρόμοια τακτική (μέσα στις λίστες του HDP) το 2018, επιχείρησε να δώσει φέτος την εκλογική μάχη με διακριτό ψηφοδέλτιο εντός της ευρύτερης συμμαχίας. Η επιλογή προκάλεσε εντάσεις με το HDP, που εκτιμούσε ότι (με όρους αποτελεσματικότητας σε αριθμό εδρών) θα ήταν καλύτερο να υπάρξει ενιαίο ψηφοδέλτιο. Το TIP, έχοντας κάνει έναν πρώτο κύκλο οικοδόμησης οργανώσεων μετά την ίδρυσή του, αντιμετώπισε τις εκλογές ως την πρώτη δυνατότητα να παρουσιάσει τον εαυτό του, να εξηγήσει τις θέσεις του και να επικοινωνήσει το πρόγραμμά του στον κόσμο. Σε εκλογικές περιφέρειες όπου υπήρχε κίνδυνος απώλειας έδρας (λόγω δύο ψηφοδελτίων -κι ας αθροίζεται το ποσοστό της «Συμμαχίας» στην κεντρική καταγραφή), το TIP δέχτηκε να μην κατεβάσει υποψηφιότητες και να στηρίξει τις κοινές. 

Τελικά, όπως γράφει ο Μετίν Φεγιάζ: «Για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1960, ένα σοσιαλιστικό κόμμα κέρδισε 1 εκατομμύριο ψήφους και 1,7% (παρότι δεν κατέβαινε σε αρκετές πόλεις), ενώ έφτασε τα 50 χιλιάδες μέλη, συμβάλλοντας σημαντικά στην οικοδόμηση ενός μαζικού σοσιαλιστικού κόμματος. Συνεπώς, μπορούμε να αποκαλέσουμε όλες αυτές τις συζητήσεις ως τους “πόνους της γέννας” ενός νέου σοσιαλιστικού κέντρου το οποίο στέκεται αλληλέγγυο με το κουρδικό κίνημα αλλά διαθέτοντας το δικό του ανεξάρτητο πρόγραμμα. Ασφαλώς, οι ταλαντεύσεις που μπορεί να περάσει αυτό το κόμμα και άλλα προβλήματα ως προς την πολιτική γραμμή που θα ακολουθήσει, θα αποτελέσουν αντικείμενο μελλοντικών αγώνων στο εσωτερικό του κόμματος». 

Η ενίσχυση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η διεύρυνση των προσπαθειών να χτίσει την επιρροή της πέρα από τα «κουρδικά κάστρα», αλλά σε αλληλεγγύη με αυτά -ενάντια στην κυριαρχία του εθνικισμού, η προσπάθειά της να οργανώσει/στηρίξει ταξικές αντιστάσεις «από τα κάτω» (με απεργίες σε χώρου δουλειάς, με αγώνες για τα δημοκρατικά δικαιώματα των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων) είναι το κρίσιμο ζήτημα για την επόμενη μέρα στην Τουρκία. Μόνο αυτές τις δυνάμεις μπορούν να στηρίξουν ειλικρινά τους ανθρώπους για τους οποίους η ζωή γίνεται αφόρητη, να περιφρουρήσουν την ελπίδα στους αγώνες των απλών ανθρώπων ως αντίβαρο στην απελπισία που γεννά η υπερβολική επένδυση στην κάλπη, να εμπνεύσουν με ένα άλλο όραμα απέναντι και στην «ισχυρή, ανεξάρτητη Τουρκία» (με εργασιακά κάτεργα α λα Κίνα και περιστολή δημοκρατικών δικαιωμάτων…) του Ερντογάν και στην γκρίζα «κανονικότητα» (με καλύτερες σχέσεις με την ΕΕ και πιο πιστή προσήλωση στην αδίστακτη «ορθοδοξία» των «αγορών») που προβάλει ως εναλλακτική η αντιπολίτευση.    

Συνέχεια

Ο εκλογικός συσχετισμός αποδείχθηκε σχεδόν «αμετακίνητος» σε σχέση με τις περασμένες κάλπες. Ο Ερντογάν βγαίνει νικητής, αποδεικνύοντας ότι έχει διαμορφώσει ένα συμπαγές, διαταξικό «ηγεμονικό» ρεύμα, με δεσμούς που αφορούν μια διαδρομή 20ετίας (και την προϊστορία της Τουρκίας πριν την άνοδο του Ερντογάν), αλλά και την ενίσχυση του ελέγχου του ΑΚΡ επί του κράτους και της οικονομίας τα τελευταία χρόνια. Αλλά συνεχίζει να κυβερνά μια πολωμένη κοινωνία και θα συνεχίσει να διαχειρίζεται μια οικονομία σε κρίση, χωρίς να έχει διαφανεί ότι διαθέτει λύση είτε για το ένα πρόβλημα είτε για το άλλο. Με αυτή την έννοια, αν και τα αποτελέσματα των κομμάτων τελικά δεν βγάζουν καμία ιδιαίτερη «είδηση», η Τουρκία παραμένει σε μια συνθήκη που αναμφίβολα θα συνεχίσει να παράγει «ειδήσεις»… 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά. Επικαιροποιημένη και διευρυμένη εκδοχή του άρθρου που αναρτήθηκε στο Rp μετά τον πρώτο γύρο

Ετικέτες