Σ τις 14 Οκτώβρη θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του ΝΑΤΟ, μέσα σε μια καυτή διεθνή συγκυρία, που ορίζει η φρικιαστική «στασιμότητα» του πολέμου στην Ουκρανία και, κυρίως, η επέκταση της δολοφονικής εκστρατείας του Κράτους του Ισραήλ από τη Γάζα προς το Λίβανο.
Αυτή η μάζωξη των πολιτικών στελεχών του ευρωατλαντισμού θα πρέπει να απαντηθεί στο δρόμο από σοβαρή κινητοποίηση της Αριστεράς και του αντιπολεμικού κινήματος.
Στα τελευταία χρόνια οι καθεστωτικές δυνάμεις έχουν κάνει συστηματική προσπάθεια να απομειώσουν τα αντινατοϊκά-αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα που έγιναν πλειοψηφικά στην Ελλάδα μετά από την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Κομβικό «επιχείρημα» σε αυτήν την προσπάθεια είναι ο ισχυρισμός ότι η ομαλή ένταξη στην ευρωατλαντική συμμαχία είναι επιβεβλημένη και χρήσιμη λόγω «εθνικών θεμάτων», δηλαδή λόγω του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού για πρωτοκαθεδρία στην περιοχή.
Οι δυο χώρες υπήρξαν επί δεκαετίες μέλη του ΝΑΤΟ και αποτέλεσαν στήριγμα του ευρωατλαντισμού σε εξαιρετικά αντιδραστικές εξορμήσεις του, σε κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες. Αυτή είναι μια αλήθεια-πλαίσιο που, παρά τα επιφαινόμενα κάθε συγκυρίας, διατηρεί την ισχύ της.
Το ελληνικό κράτος σήμερα διαθέτει στο ΝΑΤΟ μια σειρά από «στρατηγικές» βάσεις, που έγιναν κομβικής σημασίας για τον ευρωατλαντισμό ως ορμητήρια προς την ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, στην περίοδο που ο Ερντογάν έδειξε τάσεις «πολυδιάστατης» εξωτερικής πολιτικής που επέφερε την υποβάθμιση στην άλλοτε κεντρική νατοϊκή βάση του Ιντσιρλίκ. Διαθέτει επίσης την Αλεξανδρούπολη, ως «πύλη» του νατοϊκού χερσαίου διαδρόμου προς τη Μαύρη Θάλασσα και την Ουκρανία, που λειτουργεί ως παράκαμψη της στρατηγικής σημασίας των Στενών.
Η ελληνική διπλωματία έχει ταυτιστεί απολύτως με τη Νατοϊκή, και πιο ιδιαίτερα με την αμερικανική, όχι μόνο στο Ουκρανικό και στο Παλαιστινιακό, αλλά και σε μια σειρά στρατηγικά μέτωπα, που μένουν πιο αφανή στη δημόσια συζήτηση, αλλά έχουν μεγάλη σημασία. Ας το δούμε με τα λόγια του Έντι Ζεμενίδη, διευθυντή του «σκοτεινού» Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC): [με] «τον ρόλο της Ελλάδας σε πολυμερείς προσπάθειες όπως το 3+1 (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ + ΗΠΑ), το Φόρουμ για το Φυσικό Αέριο, τον οικονομικό διάδρομο Ινδίας-Μέσης Ανατολής και πλέον στην Πρωτοβουλία Τριών Θαλασσών, η Αθήνα έχει βρει τον τρόπο να βρίσκεται σταθερά στο τραπέζι…». Οι οικονομικές, διπλωματικές και στρατιωτικές συμφωνίες με την Ινδία του Μόντι έχουν βάθος που συνήθως υποτιμάται. Από τη θέση του εκλεγμένου μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το ελληνικό κράτος θα ενθαρρυνθεί για να προχωρήσει αυτές τις πρωτοβουλίες για λογαριασμό των συνολικών ευρωατλαντικών συμφερόντων.
Η Τουρκία, αντίστοιχα, παραμένει μέλος της Συμμαχίας και παρά τα «ανοίγματα» του Ερντογάν προς τη Ρωσία, την Κίνα και τους BRICS, η Ουάσιγκτον δεν έχει παραιτηθεί από τη συστηματική προσπάθεια να επαναφέρει την Τουρκία σε ομαλή ένταξη στο νατοϊκό μαντρί. Στην προσπάθεια αυτή το νατοϊκό κέντρο δεν έχει περιορισμένα μέσα: οι εξοπλισμοί, οι οικονομικές σχέσεις, οι διπλωματικοί εκβιασμοί, υπενθυμίζουν ότι ο ευρωατλαντισμός δεν είναι ένας «χάρτινος τίγρης». Την ώρα που η Μέση Ανατολή παίρνει φωτιά λόγω της επιθετικότητας του Ισραήλ, ο Ερντογάν υποχρεώθηκε να αναζητήσει «συνεννόηση» και εξομάλυνση των σχέσεων με την Αίγυπτο του Σίσι, ενός από τα πιο φιλοαμερικανικά καθεστώτα στην περιοχή, παρά τη συστηματική καταστολή του ρεύματος των Αδελφών Μουσουλμάνων, με το οποίο το κόμμα του Ερντογάν διατηρεί αδελφικές σχέσεις.
Η κυβέρνηση Ερντογάν, παρά τα ανοίγματά της προς την «πολυπολική» πολιτική, πάντα υπογράμμιζε ότι δεν έχει την πρόθεση να αποσπαστεί από τις σχέσεις με τις ευρωατλαντικές δομές. Εξάλλου η δομή της τουρκικής κυρίαρχης τάξης, αλλά και του κράτους και του στρατού, παρά τις μετατοπίσεις που έγιναν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, παραμένει ακόμα δεμένη με πολλά νήματα με το δυτικό και ευρωατλαντικό περιβάλλον.
Αυτή η διπλή ένταξη, παρά τη χυδαία μιντιακή προπαγάνδα, λειτουργεί και ως «πλαίσιο» των ελληνοτουρκικών σχέσεων, πιέζοντας ενίοτε και προς αποφυγή εκρήξεων που θα την έθεταν εκτός ελέγχου.
Ανταγωνισμοί και Κυπριακό
Το ελληνικό κράτος αναδείχθηκε σε μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με την υποστήριξη της Τουρκίας. Στην πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο περιθώριο της ΓΣ του ΟΗΕ, διατυπώθηκε (διμερώς!) η εκτίμηση ότι η κομβική ελληνοτουρκική διαφορά (ο καθορισμός των θαλάσσιων ζωνών κυριαρχίας) θα μπορούσε να επιλυθεί μέσα στην τρέχουσα περίοδο θητείας των δύο ηγετών. Η εκτίμηση αυτή επαναλήφθηκε στις παράλληλες ομιλίες, τόσο του Μητσοτάκη όσο και του Ερντογάν, στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, όπου και οι δύο σημείωσαν «το συμφέρον όλων των χωρών της περιοχής στον καθορισμό των θαλάσσιων περιοχών ευθύνης σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο…». Αυτή η τάση της υπό διαιτησία «συνεννόησης» βρίσκεται στη βάση των «ήρεμων νερών στο Αιγαίο» τα τελευταία 2 χρόνια και το μορατόριουμ στο επικίνδυνο παιχνίδι υπερπτήσεων-αναχαιτίσεων των οπλισμένων αεροσκαφών στον ουρανό του Αιγαίου.
Όμως αυτή είναι μόνο η μισή αλήθεια. Γιατί ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός για κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο έχει τη δική του αυτόνομη δυναμική κι επικινδυνότητα.
Ένα βασικό «αγκάθι» σε αυτή την επικίνδυνη δυναμική παραμένει το Κυπριακό. Μετά την κατάρρευση των συνομιλιών υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στο Κραν Μοντανά, το τουρκικό κράτος επιδιώκει πλέον απερίφραστα τη «λύση» των δύο κρατών, φεύγοντας από το έδαφος όλων των προηγούμενων διαπραγματεύσεων για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ) στην Κύπρο. Όμως είναι κοινό μυστικό ότι το Κραν Μοντανά «τορπιλίστηκε» από το δίδυμο της συμφοράς, την κυπριακή ηγεσία του Αναστασιάδη και το ελληνικό υπ. Εξ. υπό τον Κοτζιά, που τότε διέγνωσαν «απομόνωση» της Τουρκίας και στράφηκαν σε άρνηση της ΔΔΟ, επιδιώκοντας ένα «ενιαίο κράτος» με περιορισμένη πολιτική προστασία της τουρκοκυπριακής μειονότητας, που θα επέτρεπε στην ελληνοκυπριακή πλευρά να αποκαταστήσει κυριαρχία στο σύνολο του νησιού με βάση την οικονομική και διπλωματική υπεροχή της. Αυτά που στο ΚρανΜοντανά ήταν η βάση αφετηρίας της συζήτησης για όλες τις πλευρές, σήμερα αποτελούν αμφίβολους στόχους της ελλαδικής και κυπριακής διπλωματίας.
Η ηλεκτρική διασύνδεση
Παρόλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ερντογάν, στις διαπραγματεύσεις στο περιθώριο του ΟΗΕ, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο επιστροφής στις τριμερείς συνομιλίες, δηλαδή επιστροφής σε ένα κάποιο «περιβάλλον» Κραν Μοντανά.
Οι δυσκολίες στο Κυπριακό γίνονται ακόμα πιο μεγάλες καθώς διαπλέκονται με το πιο καυτό πρόβλημα της περιοχής, δηλαδή τις σχέσεις με το Κράτος του Ισραήλ. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μεγάλο «σχέδιο» ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, μέσω του διαβόητου «καλωδίου» της GreatSeaInterconnector. Όλοι εμφανίζονται να συζητούν τα οικονομικά αυτού του σχεδίου και το ποιος θα φορτωθεί το κόστος μιας πιθανής κατάρρευσής του, το πώς θα πιεστεί η Τουρκία να «κάνει πώς δεν βλέπει» μια σαφή άσκηση κυριαρχίας στη θάλασσα όπου δεν έχουν καθοριστεί οι ζώνες κυριαρχίας κλπ. Και όλοι υποβαθμίζουν το κρίσιμο πρόβλημα: μια κολοσσιαίων διαστάσεων «νομιμοποίηση» του Κράτους του Ισραήλ που, την ώρα που σφάζει στη Γάζα και βομβαρδίζει στο Λίβανο, αποκτά τη δυνατότητα για διεθνείς συμφωνίες σαν να μην τρέχει τίποτα, και παρεμπιπτόντως να διασφαλίζει ενεργειακά αποθέματα για κάθε ενδεχόμενο στην εξέλιξη των πολεμικών σχεδίων του. Λίγες μόνο εβδομάδες πριν, πολεμικά πλοία του Ισραήλ πραγματοποιούσαν ασκήσεις μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα, κάνοντας βόλτες μεταξύ των Κυκλάδων και της Σούδας. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να καταλάβει κανείς ότι το «σενάριο» αυτών των ασκήσεων είναι τμήμα των σχεδίων απόβασης στις ακτές του Λιβάνου. Αυτές οι πλευρές των σχέσεων -των οικονομικών και διπλωματικών με τις άμεσα στρατιωτικές- είναι απολύτως συνδεδεμένες και όποιος δεν το κατανοεί απλώς εθελοτυφλεί.
Η επιχείρηση «καλώδιο» Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ οδήγησε στην πρώτη σοβαρή δοκιμασία των «ήρεμων νερών» στην ανατολική Μεσόγειο. Το ιταλικό πλοίο IevoliRelume (για λογαριασμό του κατασκευαστικού κονσόρτιουμ) πραγματοποίησε τον Ιούλη έρευνες στα νότια της Κάσου, πέραν των 6 ν. μιλίων των αναγνωρισμένων ελληνικών χωρικών υδάτων. Η Τουρκία αντέδρασε δηλώνοντας ότι η έρευνα προς οικονομική εκμετάλλευση στα διεθνή ύδατα αποτελεί μονομερή διεκδίκηση κυριαρχίας και έβγαλε πολεμικά πλοία στην περιοχή. Η ιδιοκτήτρια εταιρεία υποχώρησε, δηλώνοντας τον τερματισμό των ερευνών και το επεισόδιο αποκλιμακώθηκε. Στη διάρκειά του ακούστηκαν ξανά οι «τρέλες των Ιμίων». Θερμοκέφαλοι απόστρατοι κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι «απέφυγε την εμπλοκή» (!) ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη (και του γνωστού λεβεντο-ναυάρχου) εξέδωσε ανακοίνωση όπου γραπτώς κατηγορεί τον Μητσοτάκη ότι «απεμπολεί τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα»… στα διεθνή ύδατα. Πρόκειται για κουβέντες του αέρα που θα προκαλούσαν αμηχανία σε όποιον επίσημο διαπραγματευτή του ελληνικού κράτους θα ήταν υποχρεωμένος να υποστηρίξει αυτές τις μπούρδες μπροστά σε διεθνές «θεσμικό» ακροατήριο.
Επιθετικοί εξοπλισμοί
Πολιτικά, αυτή η κριτική στον Μητσοτάκη είναι απολύτως τζούφια και αποπροσανατολιστική. Γιατί αυτή η αντιδραστική κυβέρνηση έχει κάνει μεγάλα κι επικίνδυνα βήματα στον τομέα που μπορεί πράγματι να στηρίζει τις μονομερείς αναθεωρήσεις των διεθνών ρυθμίσεων: στον τομέα των εξοπλισμών.
Ο υπ. Εθνικής Άμυνας, Νίκος Δένδιας, μιλώντας σε γαλλικό ακροατήριο, στο ναυπηγείο Λοράν της NavalGroup, όπου κατασκευάζονται οι φρεγάτες Μπελαρά, έριξε κάποιες «βόμβες», τη σημασία των οποίων φαίνεται να κατανοήσαν κυρίως τα φιλομιλιταριστικάsites. Ο Δένδιας, λες και αγόραζε στραγαλοφυστίκια, ανακοίνωσε την παραγγελία μιας πρόσθετης φρεγάτας Μπελαρά, «ξεχειλώνοντας» το προηγούμενο πρόγραμμα παραγγελιών που είχε θεωρηθεί «πέραν των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας». Κυρίως όμως ανακοίνωσε ότι οι Μπελαρά θα φέρουν οπλισμό «μακρού πλήγματος MdCN», πιο γνωστό ως Scalp-Naval. Πρόκειται για πυραύλους τύπου Cruise, που θεωρούνται «στρατηγικά» και όχι αμυντικά όπλα, με τεράστια καταστρεπτική δυνατότητα και εμβέλεια μεγαλύτερη των 1.000 χλμ. Οι στρατόκαυλοι εθνικιστές πανηγύρισαν: πρόκειται για επιλογή, λένε, που δηλώνει αλλαγή του «αμυντικού δόγματος» σε επιθετικό ευρείας περιοχής, και σε προμήθεια των μέσων που μπορούν να στηρίξουν αποφάσεις «πρώτου πλήγματος» εάν και εφόσον αυτές κριθούν αναγκαίες. Ο Δένδιας ανακοίνωσε, ακόμα, ότι οι Μπελαρά και τα αναμενόμενα F35, θα συνδυαστούν με την ανάπτυξη ενός αντιπυραυλικού «θόλου» (εδώ η αναφορά στον ισραηλινό IronDomeείναι προφανής) που θα κάνει τον «ελληνικό χώρο» στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο (;) πρακτικά αδιαπέραστο.
Πρόκειται για μια υπέρβαση μεγάλης κλίμακας, πάνω σε ένα ήδη μεγάλο πρόγραμμα εξοπλισμών. Και από καμιά πλευρά της αντιπολίτευσης δεν ακούστηκαν δυνατά και καθαρά σοβαρές αντιρρήσεις.
Λόγοι για να απορρίψουμε αυτήν την πολιτική υπάρχουν πολλοί και σοβαροί. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το κόστος των εξοπλισμών των Μητσοτάκη-Δένδια θα πληρωθεί με αιματηρές περικοπές στους μισθούς, στις συντάξεις, στις κοινωνικές δαπάνες. Το δίλημμα «φρεγάτες ή σχολεία και νοσοκομεία;» είναι απολύτως πραγματικό και καταναγκαστικό, δεν ενέχει ίχνος «αριστερής» δημαγωγίας. Όμως υπάρχει και μια άλλη κατηγορία λόγων για να απορρίψουμε τους εξοπλισμούς. Όποιος αποκτά όπλα, αποκτά και τον «πειρασμό» να τα χρησιμοποιήσει, όπως και την ενίσχυση των μιλιταριστικών κύκλων και δικτύων σε όλα τα πεδία της πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής ζωής.
Δεν θέλουμε φρεγάτες και πυραύλους! Δεν θέλουμε να αποκτήσουμε την «ικανότητα» να εξοντώνουμε τους γείτονες με στόχο να αυγατίσουν τα «οικόπεδα» των «δικών μας» εξορύξεων στην ανατολική Μεσόγειο. Δεν θέλουμε να γίνουμε κράτος-δολοφόνος! Δεν θέλουμε να γίνουμε Ισραήλ.
Αυτά, η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να τα φωνάξει δυνατά και καθαρά στα μούτρα του Μητσοτάκη, στα μούτρα των βιομηχάνων και των εφοπλιστών που κρύβονται πίσω του, στα μούτρα των Νατοϊκών γερακιών. Και θα πρέπει να τα φωνάξουμε σε μια μακρά περίοδο, συνδέοντάς τα με όλα τα άλλα αιτήματα των εργατικών και λαϊκών μαζών. Αρχίζοντας από τη διαδήλωση ενάντια στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του ΝΑΤΟ στην Αθήνα.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά