Τοποθέτηση στην σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ, στις 13,14 Απρίλη.
Στο πρόσφατο παρελθόν ο Β. Βενιζέλος απευθυνόμενος στον Α. Τσίπρα είχε αποφανθεί πως το momentum για τον ΣΥΡΙΖΑ χάθηκε το Ιούνη του 2012. Ήθελε να πει, εκφράζοντας όλο το αστικό, πολιτικό απαράτ ότι η περίοδος δεν περιέχει δυνατότητες για μια κυβέρνηση της Αριστεράς πέρα από μια στιγμή που χάθηκε. Φυσικά πρόκειται για ψευδή προπαγάνδα ή/και για προβολή επιθυμίας καθώς η ίδια η Ιστορία δείχνει πως η βαθιά καπιταλιστική κρίση γεννά μέσα από τις διαρκείς αντιφάσεις της πολλαπλές δυνατότητες για ιστορικές ανατροπές.
Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν αφορά κυρίως στον χρόνο που θα γίνουν οι εκλογές όπως λανθασμένα έχει κατανοηθεί από την προεδρική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ που επανειλημμένα, σχεδόν κάθε τρεις μήνες, εκτιμά πως η κυβέρνηση θα πέσει και κινείται σε μια διαρκή προεκλογική, επικοινωνιακή ένταση. Συνέπεια αυτής της προσέγγισης είναι όλα τα σημαντικά ζητήματα που αφορούν στην οικοδόμηση του κόμματος σε όλα τα επίπεδα και στην διαμόρφωση των ουσιαστικών σχέσεων του κόμματος με την κοινωνία να αντιμετωπίζονται πρόχειρα και να εξυπηρετούνται παρεμπίπτοντος, ως συρόμενα μιας ατμομηχανής που κυνηγά διαρκώς την εκλογική στιγμή. Βγάζοντας μάλιστα λανθασμένα συμπεράσματα πως το ζήτημα αφορά στην διάσωση όσων επικοινωνιακών στοιχείων διαμορφώθηκαν στιγμιαία τον περασμένο Μάη και Ιούνη και εξακολουθούν να είναι χρήσιμα. Αυτό δείχνει η δημόσια δήλωση πως το σύνθημα «κυβέρνηση της Αριστεράς» ήταν σωστό για τις εκλογές του Μάη αλλά λανθασμένο για τις εκλογές του Ιούνη και μάλιστα κόστισε στον ΣΥΡΙΖΑ την επιτυχία.
Στην πραγματικότητα το ζήτημα αφορά στην κατανόηση όχι μιας στιγμής αλλά μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, των όρων της κρίσης και των συνακόλουθων συνεπειών στη ταξική πάλη και την πολιτική και ιδεολογική πόλωση καθώς και τα αναγκαία συμπεράσματα από τον τρόπο με τον οποίο, πριν από περίπου ένα χρόνο, ο ΣΥΡΙΖΑ συγχρονίστηκε και εξέφρασε επιτυχημένα αυτή την διαδικασία, εισάγοντας το σύνθημα «Κυβέρνηση της Αριστεράς».
Σήμερα εμφανίζεται ένα νέο «momentum» σαν αποτέλεσμα της κυπριακής εμπειρίας και της εξέλιξης της ευρωπαϊκής κρίσης. Διαμορφώνεται στην ελληνική (και όχι μόνο) κοινωνία ένα έντονα πολωτικό δίλημμα: απ’ την μια ενισχύεται η άποψη πως δεν υπάρχει εναλλακτική λύση (το περίφημο TINA της Θάτσερ που με αφορμή τον θάνατό της ενώνουμε την ευφορία μας με τους χιλιάδες βρετανούς εργάτες που πανηγυρίζουν). Απ’ τη άλλη εμφανίζεται και πάλι με όρους νέας δυναμικής η εναλλακτική της ρήξης και της ανατροπής, της κυβέρνησης της Αριστεράς. Μόνο που αυτή τη φορά συνοδεύεται από την κοινή διαπίστωση πως η αναγκαία συνθήκη αποφασιστικότητας για την εκπλήρωση της ρήξης με τα μνημόνια, την τρόικα και την νεοφιλελεύθερη στρατηγική γενικότερα, περιλαμβάνει πλέον και την ενδεχόμενη συνέπεια/ επιλογή της εξόδου από το ευρώ.
Σε δύο κυρίως σημεία εστιάζεται η συζήτηση – αντιπαράθεση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, στο ζήτημα της ρήξης με τους δανειστές και την τρόικα και στο ζήτημα της κυβέρνησης της Αριστεράς. Το ουσιαστικό επίδικο αφορά στο τι σημαίνει ρεαλισμός και ρεαλιστική πολιτική πρόταση. Είναι ρεαλιστική η εναλλακτική πρόταση της ρήξης και της ανατροπής με όρους ταξικής μονομέρειας και σοσιαλιστικό ορίζοντα ή μήπως ο ρεαλισμός επιβάλει κάθε πρόταση να κινείται λίγο - πολύ στα πλαίσια της αγοράς;
Στο ζήτημα της ανατροπής του μνημονίου, της λιτότητας, της κυβέρνησης και της τρόικας σήμερα έχει γίνει αναπόφευκτη η απάντηση στο ερώτημα μέχρι πού είναι αποφασισμένη να φτάσει η κυβέρνηση της Αριστεράς, με βάση την κυπριακή εμπειρία. Είναι σαφές πως δεν υπάρχει πλέον κανείς στον ΣΥΡΙΖΑ που να ισχυρίζεται ότι η εκδοχή της ρήξης με την ΟΝΕ και το ευρώ μπορεί να αποφευχθεί σε κάθε περίπτωση και ταυτόχρονα να ανατραπεί η μνημονιακή πολιτική. Διατυπώνεται η άποψη πως το «σχέδιο Β» είναι τμήμα του «σχεδίου Α», αλλά είναι λάθος να το λέμε δημόσια!
Ακριβώς σ’ ατό το σημείο βρίσκεται σήμερα η μείζονα διαφορά! Η Αριστερή Πλατφόρμα ισχυρίζεται πως είναι επιβεβλημένο να γνωρίζει ο λαός.
Αυτή η διαφορά στην προσέγγιση κρύβει ένα απολύτως κρίσιμο και ουσιαστικό κριτήριο που σχετίζεται άρρηκτα με την φύση και το περιεχόμενο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς.
Μια οποιαδήποτε κυβέρνηση με όρους κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα του εκλογικού συσχετισμού. Αυτή είναι όμως μόνο η εξωτερική εικόνα. Στην πραγματικότητα αφορά στην έκφραση συγκεκριμένων ταξικών συμφερόντων. Σε «κανονικές» συνθήκες αφορά στην οικοδόμηση κοινωνικών συναινέσεων τμημάτων των υποτελών τάξεων με τμήματα της κυρίαρχης τάξης χωρίς να διαταράσσεται η τάξη των πραγμάτων, η ταξική πυραμίδα. Γι αυτό και κάθε πολιτική δύναμη που φιλοδοξεί να γίνει κυβέρνηση, δεξιά ή κεντροαριστερή, πολύ περισσότερο κι από την εκλογική της προπαγάνδα προς την κοινωνία γενικώς, οφείλει να οικοδομεί συγκεκριμένες σχέσεις και να παίρνει συγκεκριμένες δεσμεύσεις απέναντι στους καπιταλιστές, ντόπιους και διεθνείς, σαν προϋπόθεση απαράβατη στον δρόμο προς την κυβερνητική εξουσία. Μέσα στην κρίση όμως τα πράγματα παίρνουν άλλη διάσταση. Οι κοινωνικές συναινέσεις καταρρέουν και η ταξική πραγματικότητα εμφανίζει το πιο σκληρό της πρόσωπο. Σε τέτοιες συνθήκες, όπως αυτές που βιώνουμε σήμερα με την ταξική πόλωση να οξύνεται, οι επιλογές για τις πολιτικές δυνάμεις μειώνονται δραματικά καθώς το σύστημα της συναίνεσης παύει να λειτουργεί.
Μέσα σε μια τέτοια, σπάνια ιστορική συνθήκη αναφύεται η δυνατότητα για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς», καθώς ένα μεγάλο κοινωνικό τμήμα επιλέγει αυτή την λύση. Μια τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί να στηριχθεί σε κανενός είδους σχέσεις και δεσμεύσεις προς αστικά τμήματα της ντόπιας άρχουσας τάξης καθώς και των διεθνών ιμπεριαλιστικών κέντρων και συσχετισμών. Μοναδική δυνατότητα οικοδόμησης νικηφόρου συσχετισμού δύναμης είναι ο κόσμος της εργασίας και η κοινωνική, λαϊκή πλειοψηφία στην Ελλάδα και οι λαοί της Ευρώπης και διεθνώς. Αντίστοιχα δεν μπορεί να συγκροτηθεί σε συμμαχία με πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούν συμφέροντα, σχέσεις και δεσμεύσεις προς ντόπια αστικά τμήματα και διεθνείς συσχετισμούς. Αν το επιχειρήσει θα καταστραφεί μαζί με τις ελπίδες του λαού. Γι’ αυτό και ήδη από τον Μάη του 2012 επιδιώκεται από το σύστημα να οδηγηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε λύσεις «ευρέων» κυβερνήσεων δήθεν εθνικής σωτηρίας.
Ο ταξικός, λαϊκός συσχετισμός μιας κυβέρνησης της Αριστεράς δεν αφορά παρά μόνο σε τελική ανάλυση στην προεκλογική και εκλογική διαδικασία. Εδώ απαιτείται αντιστρόφως ανάλογα ότι και με τα κόμματα της αστικής διαχείρισης. Οικοδόμηση δηλαδή, σχέσεων και δεσμεύσεων με τον κόσμο της εργασίας και την κοινωνική, λαϊκή πλειοψηφία. Αυτός είναι ο ρόλος του κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς και η σχέση του με την κοινωνία και το κίνημα. Πολύ περισσότερο αυτός πρέπει να είναι και ο στόχος της κεντρικής πολιτικής εκφώνησης. Σε αντίθεση με επικοινωνιακά ευρήματα και θέσεις που είναι θολές, πολυερμηνεύσιμες και αντιφατικές, απαιτείται σταθερό πλαίσιο και ειλικρινής διάλογος με την κοινωνία και ιδιαίτερα με τα συγκεκριμένα ταξικά ακροατήρια που αποτελούν την βάση και τον πυρήνα του συσχετισμού δύναμης μιας ενδεχόμενης κυβέρνησης της Αριστεράς. Η διαρκής επανάληψη, για παράδειγμα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει οπωσδήποτε κυβέρνηση δεν προσφέρει τίποτε εκτός από την υπονομευτική για την προσπάθειά του παθητικοποίηση των κοινωνικών στρωμάτων που τον υποστηρίζουν. Είναι η επιτομή της «ανάθεσης».
Ο λαός πρέπει να γνωρίζει την αλήθεια, το σχέδιο της αριστεράς, τους κινδύνους και τις δυσκολίες ταυτόχρονα με τους στόχους, τα άμεσα οφέλη και τις προοπτικές. Γιατί μόνο με την ενεργή και συνειδητή συμμετοχή του εργατικού, λαϊκού κινήματος είναι δυνατόν να επιτευχθεί από την κυβέρνηση της Αριστεράς η ρήξη και η ανατροπή ανοίγοντας νέους δρόμους με σοσιαλιστικό ορίζοντα.
Σ’ αυτή την σπάνια ιστορική συνθήκη που σημαντικά κοινωνικά τμήματα απορρίπτουν τον «ρεαλισμό» της τρόικας, της κυβέρνησης και εν τέλει των «μονόδρομων» της αγοράς, ο εναλλακτικός ρεαλισμός του στόχου της κυβέρνησης της Αριστεράς εμπεριέχει ταυτόχρονα ιδεολογικό περιεχόμενο και στοιχεία της σοσιαλιστικής στρατηγικής.
Γι αυτό οι στόχοι και οι προγραμματικές αιχμές του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι σταθερά και ξεκάθαρα η μονομερής ανατροπή του μνημονίου, η άμεση ανατροπή της λιτότητας, η παύση πληρωμών προς τους δανειστές με παράλληλη διαγραφή χρέους, βαριά φορολογία στο κεφάλαιο, εθνικοποίηση τραπεζών και στρατηγικών τομέων της παραγωγής και της οικονομίας, η διεύρυνση της δημοκρατίας με θεσμούς εργατικού και κοινωνικού ελέγχου.
Γι αυτό η κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί παρά να βασίζεται στο κάλεσμα για συμπαράταξης όλης της αριστεράς τονίζοντας έτσι το ουσιαστικό ιδεολογικό και πολιτικό της περιεχόμενο. Επιχειρώντας να στρατεύσει την κοινωνική πλειοψηφία στον δρόμο της ανατροπής και της οικοδόμησης του εναλλακτικού υποδείγματος που θα εμπνεύσει τους λαούς, τα κινήματα και την Αριστερά των άλλων χωρών της ΟΝΕ και της ΕΕ για μια διαφορετική σοσιαλιστική Ευρώπη.