Σχετικά πρόσφατα είχαμε επικρίνει τον Άνθρωπο του Θεού ως μια ταινία που συσκοτίζει την πραγματικότητα και, αποθεώνοντας το θρησκευτικό αίσθημα, μπορεί να οδηγήσει όσους υιοθετούν τα πρότυπά της μόνο σε λαθεμένους, αδιέξοδους δρόμους . Η Μπενεντέτα, η τελευταία ταινία του Πολ Βερχόφεν, μπορεί από πολλές απόψεις να θεωρηθεί ως ο αντίποδάς της. Είναι μια ταινία που απομυθοποιεί, αποδομεί και ανατέμνει διεισδυτικά τη θρησκεία με τα κάθε λογής συμπαρομαρτούντα της. Το κάνει όμως αυτό σε ένα υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο, με ωμό ρεαλισμό και πειστικότητα, καθιστώντας έτσι ευδιάκριτα όσα επιχείρησε να κρύψει και να φτιασιδώσει ο Άνθρωπος του Θεού.
Ο Βερχόφεν είναι ασφαλώς ένας κάπως άνισος σκηνοθέτης. Μερικές ταινίες του όπως ο Ρόμποκοπ και η Ολική Επαναφορά έχουν έντονο το στοιχείο του εντυπωσιασμού, προς ζημία των θεμάτων που θα μπορούσαν να ανακινήσουν. Είναι όμως ταυτόχρονα ένας σκηνοθέτης με οξεία αίσθηση και ικανότητα να εκθέτει τη διαφθορά του αστικού κόσμου, ιδιαίτερα του star system, του οποίου και ο ίδιος αποτελεί μέρος. Μια παλιότερη κλασική ταινία του, το Showgirls, ήταν από τις πιο αιχμηρές σε αυτό το πεδίο, προκαλώντας αδικαιολόγητα δυσμενή σχόλια από μεγάλο μέρος των κριτικών. Η Μπενεντέτα έρχεται να κάνει το ίδιο για την Εκκλησία και το μοναστισμό, όχι με στόχο να αντικρούσει τη θρησκεία επιστημονικά αλλά να καταδείξει το ρόλο της στην πραγματική ζωή.
Μια πραγματική ιστορία
Η υπόθεση διαδραματίζεται στις αρχές του 17ου αιώνα, σε μια εποχή παντοδυναμίας του παπισμού στην Ιταλία, όταν οι μεσαιωνικές προλήψεις και οι θεσμοί διατηρούσαν την κυριαρχία τους. Βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία, της μυστικίστριας ηγουμένης Μπενεντέτα Καρλίνι, η οποία είχε μια λεσβιακή σχέση με μια από τις μοναχές της, την Μπαρτολομέα. Ο Βερχόφεν ακολουθεί χαλαρά τη βιογραφία της Καρλίνι, δίνοντας τη δική του εκδοχή, που μετατρέπεται σε μια κοινωνική κριτική εκείνης της εποχής αλλά και της δικής μας. Και ενώ η κριτική εστιάζει, όπως είπαμε, στον παπισμό, αποκτά ευρύτερες διαστάσεις και ευδιάκριτους σύγχρονους συσχετισμούς.
Η Μπενεντέτα (υποδυόμενη από την Virginie Efira), μια νεαρή με θρησκευτική ανατροφή, αφιερώνεται από τον πατέρα της, ένα πλούσιο άρχοντα της Τοσκάνης, σε ένα μοναστήρι στην Πέσια. Εκεί αρχίζει να έχει οράματα, και όταν στη διάρκεια μιας τέτοιας εμπειρίας της εμφανίζονται στο σώμα της τα σημάδια της σταύρωσης, αναγορεύεται από τον τοπικό επίσκοπο σε ηγουμένη, παραμερίζοντας την προκάτοχό της (Charlotte Rampling). Στο μεταξύ, η Μπενεντέτα συνάπτει μια ερωτική σχέση με την Μπαρτολομέα (Δάφνη Πατακιά), μια νεαρή που βιάζεται από τον πατέρα και τους αδελφούς της και καταφεύγει στο μοναστήρι για να σωθεί από τα μαρτύρια. Όταν η Χριστίνα, η κόρη της παλιάς ηγουμένης, που είχε κατηγορήσει την Μπενεντέτα ότι αυτοτραυματιζόταν, καταδικάζεται σε αυτομαστίγωση και αυτοκτονεί, η ηγουμένη παρακολουθεί κρυφά τις συνευρέσεις των κοριτσιών και φροντίζει να περιέλθουν σε γνώση του Νούντσιου της Φλωρεντίας (Lambert Wilson). Ο τελευταίος έρχεται στην Πέσια και θέτει σε κίνηση τις διαδικασίες για καθαίρεση της Μπενεντέτα, η οποία, μόλις η Μπαρτολομέα ομολογεί τη σχέση τους, καταδικάζεται να καεί στην πυρά. Στο μεταξύ, η πανούκλα έχει εξαπλωθεί στη Φλωρεντία και ο Νούντσιος και η παλιά ηγουμένη προσβάλλονται από την αρρώστια. Στο τέλος, όταν η Μπενεντέτα δένεται στον πάσαλο, ο λαός της πόλης εξεγείρεται και εξοντώνει τον Νούντσιο και τη συνοδεία του, ενώ η ετοιμοθάνατη ηγουμένη, θύμα και αυτή των συνθηκών, βοηθά την Μπενεντέτα. Η τελευταία και η Μπαρτολομέα διαφεύγουν από την Πέσια, αλλά την επομένη η Μπενεντέτα ανακοινώνει ότι πρέπει να επιστρέψει, ακόμη και αν αυτό σημαίνει να καεί στην πυρά, γιατί το μοναστήρι είναι το σπίτι της και δεν υπάρχει ζωή αλλού γι’ αυτήν. Στον επίλογο μαθαίνουμε ότι η Πέσια γλίτωσε από την πανούκλα και η Μπενεντέτα έζησε ως το θάνατό της σε περιορισμό στο μοναστήρι.
Το κύριο στην ταινία δεν είναι αν η εκδοχή της παραμένει πιστή στην αυθεντική ιστορία, αλλά η συγκεκριμένη οπτική με την οποία την προσεγγίζει ο Βερχόφεν και η ατμόσφαιρα που δημιουργεί. Σε κάθε βήμα, η θρησκεία, η Εκκλησία και ο μοναστισμός αποκαλύπτονται ως ένα ψέμα, ένα φύλλο συκής για τις πολύ γήινες, ιδιοτελείς επιδιώξεις των υπηρετών τους που καμιά σχέση δεν έχουν με το θρησκευτικό τους περιτύλιγμα.
Η ηγουμένη του μοναστηριού αποδεικνύεται μια εμπόρισσα της πίστης, που φροντίζει να αποσπά από τους πλούσιους γονείς των κοριτσιών το μέγιστο δυνατό αντίτιμο για να γίνουν δεκτά στο μοναστήρι. Όταν ο πλούσιος πατέρας της Μπενεντέτα, που υποτίθεται την έχει τάξει από ευλάβεια στο Θεό, τη φέρνει εκεί, τον βλέπουμε να παζαρεύει σκληρά με την ηγουμένη το οφειλόμενο τίμημα. Ο επίσκοπος της περιοχής, μαθαίνοντας για τα σημάδια στο σώμα της Μπενεντέτα αποφασίζει να στηρίξει την ανάδειξή της σε ηγουμένη, όχι γιατί πιστεύει ότι έγινε κάποιο θαύμα, αλλά γιατί τα νέα θα τραβήξουν την προσοχή στην επισκοπή του, βοηθώντας έτσι την άνοδό του στην ιεραρχία. Ο Νούντσιος, από τη μεριά του, θα αντιδράσει και θα προσπαθήσει να οδηγήσει την ηρωίδα στην πυρά για τον ακριβώς αντίστροφο λόγο, καθώς βλέπει στο γεγονός μια απειλή για τη δική του εξουσία. Ακόμη και ο βάναυσος πατέρας της Μπαρτολομέα που τη βιάζει συστηματικά, καλοδέχεται να την αποχωριστεί όταν η αμοιβή του ανεβαίνει από τα δέκα στα είκοσι δηνάρια. Κοντολογίς, το χρήμα και η δύναμη είναι ο κοινός σκοπός όλων, για την επίτευξη του οποίου χρησιμεύει σε μερικούς ως όχημα η θρησκευτική «πίστη», όπως χρησιμεύουν σε άλλους η κλεψιά, η ωμότητα και η πορνεία.
Μέσα σε αυτό τον απατηλά θεοσεβή κόσμο, η Μπενεντέτα είναι η συγκριτικά πιο έντιμη, με την έννοια ότι βιώνει πραγματικά τα οράματα και τις εκστάσεις της, που περιλαμβάνουν μια άμεση επικοινωνία με τον Χριστό και με διάφορους δαίμονες. Αλλά και στην περίπτωσή της δεν αφήνεται αμφιβολία πως τα «θαύματα» είναι επινοημένα και η ίδια επιφέρει στον εαυτό της τις πληγές της. Όταν εμφανίζονται τα σημάδια του Ιησού στο σώμα της ξεχνά να τα κάνει και στο μέτωπό της, σε αντιστοιχία με το ακάνθινο στεφάνι, και η Χριστίνα, η κόρη της ηγουμένης, τη βλέπει να τα προκαλεί η ίδια αργότερα. Ακόμη και στο φινάλε, όταν η Μπενεντέτα δείχνει στο πλήθος τις νέες πληγές που έχουν ανοίξει στα χέρια της, υποτιθέμενα από τη θεία πρόνοια, για να τους παροτρύνει ενάντια στον Νούντσιο, η Μπαρτολομέα βρίσκει εκεί κοντά ένα θραύσμα αγγείου, που όλα δείχνουν ότι έχει χρησιμοποιηθεί κατάλληλα για το σκοπό.
Ένα ερώτημα που θα τεθεί είναι αν η απουσία κάποιων γνήσια πιστών ιερωμένων στην ταινία, όπως ο πρωταγωνιστής και οι μοναχές στον Άνθρωπο του Θεού, παραβιάζει τη ρεαλιστική αναπαράσταση. Κατόπιν όλων, σε όλες τις εποχές μια μερίδα του κλήρου εμφορούνταν από μια ειλικρινή πεποίθηση πως εκπροσωπούν το νόμο του Θεού, και τα έργα και τα λόγια τους, ακόμη και αν απέκλιναν, δεν βρίσκονταν σε πλήρη διάσταση με αυτόν, όπως συμβαίνει στην Μπενεντέτα.
Νομίζουμε πως όχι, για μια σειρά λόγους.
Κατ’ αρχήν, η ταινία αναφέρεται σε μια εποχή που η διαφθορά και ο φανατισμός της παπικής εκκλησίας είχαν κορυφωθεί στο έπακρο. Στο 16ο αιώνα η Ρώμη ήταν βουτηγμένη στην πορνεία και οι πάπες ζούσαν μέσα στη χλιδή, συχνά διαθέτοντας στον εαυτό τους ερωμένες. επιδιδόμενοι σε ίντριγκες και φόνους και μαζεύοντας έσοδα από τα συγχωροχάρτια. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Λέοντα του 10ου, «Αφού ο Θεός μας έδωσε την παπική έδρα, ας την απολαύσουμε»[1]. Η επόμενη φάση, στην οποία εντάσσεται χρονικά η ιστορία της Μπενεντέτα Καρλίνι, χαρακτηρίστηκε από την αντιμεταρρύθμιση, την Ιερά Εξέταση (ο Τζορντάνο Μπρούνο κάηκε στην πυρά στα 1600) και τον κατατρεγμό των μαγισσών. Όλα αυτά δεν σήμαιναν μια πραγματική αλλαγή των ηθών, αλλά μια αντίδραση στη λουθηρανική Μεταρρύθμιση, μέσα από την πιο σκοταδιστική καταπίεση. Ο Βερχόφεν παραλείπει δικαιολογημένα τις εξαιρέσεις για να αποδώσει οξυμένα το πνεύμα της εποχής.
Κατά δεύτερο λόγο, η ταινία παρουσιάζει πράγματι μερικούς θεοσεβείς τύπους, που όμως αποδεικνύεται ότι δεν έχουν καμιά τύχη μέσα σε αυτή την κατάσταση. Η κόρη της ηγουμένης, η Χριστίνα (Louise Chevillotte), είναι μια τέτοια περίπτωση, που βάζει πάνω από κάθε τι άλλο την αλήθεια. Η Χριστίνα αποφασίζει να καταγγείλει την απάτη της Μπενεντέτα όχι γιατί δεν πιστεύει γενικά στα θαύματα, αλλά γιατί απαιτεί ένα αληθινό θαύμα για να πιστέψει, και γνωρίζει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται για ένα ψέμα. Καταδικάζεται όμως από την ίδια τη μητέρα της, που την έχει προειδοποιήσει να μην αποκαλύψει την αλήθεια και όταν το κάνει τη διαψεύδει, καθώς θεωρεί ότι το να ενεργήσει στη συγκεκριμένη στιγμή δεν θα φέρει αποτέλεσμα και θα κάνει ζημιά στην ίδια και το μοναστήρι.
Η Χριστίνα, όπως και ο εφημέριος που εξομολογεί τις μοναχές, είναι λαϊκές φυσιογνωμίες, και η θρησκευτική πίστη τους, αν της αφαιρεθεί ο μεταφυσικός μανδύας, δεν είναι κάτι άλλο από μια αφελή και άμεσα ανέφικτη απαίτηση για αγνότητα και γνησιότητα. Από τη Χριστίνα όμως λείπει η σκληρή εμπειρία της ζωής, που έχει η πηγαία και δυνατή Μπαρτολομέα, με συνέπεια η φιλαλήθειά της να παραμένει ιδεαλιστική.
Το αισθητικό αποτέλεσμα βοηθιέται πολύ από το εξαιρετικό ταίριασμα και τις φυσικές ερμηνείες των ηθοποιών. Επιπλέον, ο Βερχόφεν διανθίζει την ταινία με χιουμοριστικά επεισόδια, όπως ο διάλογος ανάμεσα στον ετοιμοθάνατο Νούντσιο και την Μπενεντέτα[2], αλλά και τολμηρές ερωτικές σκηνές, με αποκορύφωμα τη μετατροπή από τη Μπαρτολομέα ενός μικρού αγάλματος της Παναγίας σε ερωτικό βοήθημα.
Το τελευταίο εύρημα θα φανεί ίσως βέβηλο σε ορισμένους, και θα ήταν πράγματι αν παρεμβαλόταν αυθαίρετα, χωρίς κανένα λόγο. Επιτρέπει όμως στον Βερχόφεν να εντείνει την αντιπαράθεση ανάμεσα στον Νούντσιο και την ηρωίδα. Σε έναν σημαντικό διάλογο ο Νούντσιος, μετά την εύρεση του αγαλματιδίου, κατηγορεί την Μπενεντέτα για διαστροφή και ότι η αγάπη της για την Μπαρτολομέα παραβιάζει τη χριστιανική πίστη, για να λάβει την απάντηση ότι στο πρόσωπο της Μπαρτολομέα αγαπά και όλους τους άλλους ανθρώπους. Η ίδια η ανεύρεση του αγαλματιδίου στη διάρκεια των ανακρίσεων μέσα σε μια «κρύπτη» που έχει ανοίξει η Μπαρτολομέα στο ογκώδες βιβλίο λογαριασμών της μονής, κάνει έναν ισχυρό υπαινιγμό για την αναζήτηση της ηδονής που κρύβεται πίσω από όλες τις σχέσεις εξουσίας.
Αντιδράσεις και κριτικές
Με την οξεία της αμφισβήτηση στις κυρίαρχες προκαταλήψεις και τον κομφορμισμό ήταν επόμενο η Μπενεντέτα να προκαλέσει αντιδράσεις και κριτικές, που όμως απέτυχαν γενικά να φτάσουν στον πυρήνα της και να αναμετρηθούν με τα ζητήματα που θέτει.
Η Μπενεντέτα χαρακτηρίστηκε ευρέως ως μια «προκλητική» ταινία και είναι πράγματι τέτοια. Ωστόσο, οι «προκλήσεις» της, μακριά από το να απηχούν την ιδιοτροπία του Βερχόφεν και τη διάθεσή του να σοκάρει, μας φέρνουν αντιμέτωπους με την απανθρωπιά μιας ιστορικής εποχής, που μόνο εξωτερικά και μορφικά διαφέρει από τη δική μας.
Αν και η στάση της επίσημης καθολικής εκκλησίας ως τώρα ήταν μάλλον η σιωπή –κατανοητή λόγω της ισχυρής αίσθησης της υποκρισίας της που θα αποκομίσουν όσοι δουν την Μπενεντέτα– οι σκοταδιστικές καθολικές οργανώσεις διαμαρτυρήθηκαν για «προσβολή του Ιησού» και τα παρόμοια. Χαρακτηριστικά, κατά την προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης το Σεπτέμβρη, μια ομάδα καθολικών κρατούσε πλακάτ με συνθήματα όπως «Διαμαρτυρόμαστε έντονα για τη βλάσφημη λεσβιακή ταινία Μπενεντέτα, που προσβάλλει την ιερότητα των καθολικών μοναχών»[3]. Σε ένα άλλο σάιτ, της εύγλωττα τιτλοφορούμενης «Αμερικάνικης Ένωσης για την Προστασία της Παράδοσης, της Οικογένειας και της Ιδιοκτησίας» (πάνω απ’ όλα της ιδιοκτησίας!, Χ.Κ.), βρίσκουμε αναρτημένα κατατοπιστικά άρθρα πάνω στο «Γιατί η ταινία Μπενεντέτα είναι βλάσφημη και αντι-καθολική» ενώ η Ρωσία απαγόρευσε την προβολή της [4].
Από την άλλη μεριά, η ταινία, που έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ Κανών του 2021, απέσπασε θετικές γνώμες από τους κριτικούς, με μια 85% αποδοχή στο Rotten Tomatoes[5]. Οι περισσότεροι όμως την είδαν σαν ένα προβληματισμό για τη σχέση ανάμεσα στη σεξουαλική ελευθερία και την πίστη. Αυτή η διάσταση όντως υπάρχει, όπως το υποδηλώνει και το βάρος των ερωτικών σκηνών. Απέχει όμως πολύ –ακόμη και αν δεχτούμε, πράγμα αμφίβολο, ότι τέτοια ήταν η πρόθεση του Βερχόφεν– από το να είναι η κύρια. Όπως πολύ περισσότερο δεν ευσταθούν οι κρίσεις ότι η ταινία επιχειρεί απλά να σκανδαλίσει, χωρίς να έχει τίποτα να πει.
Σε μια τέτοια, ακραία απαξιωτική κριτική προβαίνει η Μ. Θεοδωροπούλου: «Το Μπενεντέτα… [προσπαθεί] να περάσει ως σοβαρή ψυχο-κοινωνική κριτική της τυφλής εξουσίας αντί για μια παιδαριώδη τρολιά… Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του, από το RoboCop ως το Βασικό Ένστικτο κι από το Showgirls ως το Elle, τον Βερχόφεν έχουν απασχολήσει θέματα πίστης, σάρκας, δύναμης και σεξ, όμως εδώ οι αδέξιες προσπάθειες για χιούμορ, η low budget σάτιρα και η επιφανειακή σύγκρουση του ιερού με το ασήμαντο κάνουν την ταινία να μην αντιστοιχεί με τίποτα παραπάνω από φάρσα σε σχολικό προαύλιο»[6].
Όλα αυτά θα μπορούσε, βέβαια, να ισχύουν, θα έπρεπε όμως κάπως να τεκμηριώνονται. Η κριτικός μας δεν φέρνει ούτε ένα επιχείρημα, εμφανίζοντάς τα περίπου ως αυτονόητα και αφήνοντάς μας έτσι στα σκοτάδια μας.
Μια σαφώς πιο σοβαρή κριτική επιχειρεί ο Χρ. Μήτσης, που όμως μένει στα μισά του δρόμου. Ο Μήτσης εντοπίζει εύστοχα το στοιχείο της κοινωνικής κριτικής που υπολανθάνει διαρκώς στην ταινία, στερώντας κάθε βάση από μια πρόχειρη απόρριψή της:
«Αν περιμένει κανείς πως η ταινία θα εστιάσει αποκλειστικά στην απαγορευμένη ερωτική σχέση των δυο γυναικών και στην καταγγελία της κληρικής αδιαλλαξίας, σίγουρα θα εκπλαγεί. Η Μπενεντέτα διατηρεί το επιθετικά σαρκαστικό βλέμμα του Βερχόφεν απέναντι στα ανεξέλεγκτα πάθη και τη σύγκρουσή τους με έναν αυστηρό θεσμικό κομφορμισμό. Εδώ τον τελευταίο εκπροσωπούν όλοι οι “άνθρωποι του Θεού”, οι οποίοι από τον αντιπρόσωπο του Πάπα ως την ηγουμένη του μοναστηριού παζαρεύουν οικονομικά και πολιτικά κάθε… πνευματική αντιπαράθεσή τους. Σε έναν ανδροκρατούμενο, βίαιο και άρρωστο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) κόσμο που τα πάντα πουλιούνται κι αγοράζονται όμως, ο Βερχόφεν δεν αντιπαραβάλλει δυο ρομαντικές, ερωτευμένες γυναίκες»[7].
Έχοντας προβεί σε αυτές τις διαπιστώσεις, ο Μήτσης μέμφεται παραπέρα τον «κυνισμό» του Βερχόφεν, που, όπως εκτιμά, «φέρνει σε πρώτο πλάνο το ένστικτο της επιβίωσης και ειρωνεύεται πικρά θύτες και θύματα, αρχίζοντας αργά αλλά σταθερά να παρασύρεται από την ξέφρενη διάθεσή του για ανελέητη διακωμώδηση». Εξαιτίας αυτού, «οι χαρακτήρες γλιστρούν άτσαλα στο γκροτέσκο, η πλοκή κορυφώνεται με μια ανεξέλεγκτα θορυβώδη σύγκρουση, ψυχολογικές διαθέσεις αλλάζουν στο λεπτό και μια ανατρεπτική, κατάμαυρη σάτιρα καταλήγει σε μια άνιση παρωδία»[8].
Εδώ ο κριτικός χάνει κατά τη γνώμη μας το στόχο. Ο κυνισμός τον οποίο ανιχνεύει υπάρχει πράγματι στην ταινία. Μόνο που δεν είναι ένας κυνισμός που εμφυτεύει ξεπερνώντας το μέτρο από τα έξω ο Βερχόφεν, αλλά –όπως συνήθιζε να λέει σε τέτοιες περιπτώσεις ο Μαρξ– ένας κυνισμός που βρίσκεται μέσα στο ίδιο το πράγμα. Ως αποτέλεσμα, αποτυχαίνει να εκτιμήσει στο αυθεντικό τους νόημα στοιχεία της πλοκής και ειδικά το φινάλε της ταινίας που κάθε άλλο παρά έχουν την παρωδιακή διάθεση που τους αποδίδει. Έτσι κι αλλιώς, μας δίνει μια καλή αφορμή να συμπληρώσουμε αυτά τα σημεία.
Η Μπενεντέτα είναι στην πραγματικότητα μια σκληρή ταινία, που απεικονίζει ωμά τη βαρβαρότητα του Μεσαίωνα, και κατ’ επέκταση των εκμεταλλευτικών κοινωνιών, θέτοντας το ερώτημα αν υπάρχει κάποια διέξοδος προς την ανθρώπινη πραγμάτωση. Θυμίζει αρκετά μια από τις πρώτες ταινίες του Βερχόφεν, το Σάρκα και Αίμα, όπου δυο ομάδες μεσαιωνικών μισθοφόρων αλληλοεξοντωνόταν. Ενώ εκεί όμως η έμφαση έπεφτε στην ατομική περιπέτεια, εδώ βρίσκουμε μια αρκετά πιστή παρουσίαση των κοινωνικών δυνάμεων που δρουν πίσω από τα άτομα, με τις τύχες των ατόμων να καθορίζονται ισχυρά από αυτές τις δυνάμεις.
Η προκύπτουσα εικόνα της θρησκείας συμπίπτει κατά βάση με την εκτίμηση του θρησκευτικού αισθήματος από τον νεαρό Μαρξ: «Η θρησκευτική αθλιότητα είναι ταυτόχρονα η έκφραση της πραγματικής αθλιότητας και η διαμαρτυρία για την πραγματική αθλιότητα. Η θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεσμένου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, και η ψυχή άψυχων συνθηκών. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού»[9].
Από την άλλη μεριά, έχουν λάθος εκείνοι οι κριτικοί, όπως ο Λ. Κατσίκας[10], που θεωρούν ότι απέναντι στο θρησκευτικό φανατισμό, η Μπενεντέτα αντιπροσωπεύει τον κόσμο των ενστίκτων. Οι επίμονες εκκλήσεις της Μπενεντέτα να κλείσουν τα τείχη της πόλης όταν εξαπλώνεται η πανούκλα –αυτό που μένει από τις εκστάσεις της αν τους αφαιρεθούν τα μεταφυσικά άμφια– είναι η φωνή της λογικής, ακόμη και αν υποτεθεί ότι απορρέουν από ένα συνδυασμό υπολογισμού (η επιδίωξη να μην μπει ο Νούντσιος στην πόλη) και ενστίκτου (οι μυστικιστικοί παροξυσμοί της και το καταπιεσμένο ηδονιστικό υπόβαθρο που υποκρύπτουν). Σε μια εποχή πρωτόγονης βαρβαρότητας, η λογική δεν μπορεί να επιβληθεί με την πειθώ, αλλά μόνο με το φόβο και την πρόληψη (ο κομήτης που ερμηνεύεται ως θεϊκό σημάδι), παίρνοντας τη μορφή θείων εντολών, που η παραβίασή τους θα επιφέρει τιμωρία. Μόνο έτσι μπορεί να τηρηθούν οι στοιχειώδεις νόρμες συμπεριφοράς, που καθιστούν δυνατή τη συμβίωση των ανθρώπων και, στη δοσμένη κατάσταση, τη σωτηρία τους από τη φοβερή αρρώστια. Η απόφαση της Μπενεντέτα να επιστρέψει στο μοναστήρι αποτελεί μια αναγνώριση αυτού του λίγου που δίνει η θρησκεία αναφορικά με την ανθρώπινη εκπλήρωση στην προϊστορία της ανθρωπότητας, αλλά ταυτόχρονα και μια κατάδειξη της ανεπάρκειάς του.
Αν και θα ήταν λάθος να μεταφέρουμε αυτούσια την προβληματική της ταινίας στην εποχή μας, υπάρχουν σαφείς υπαινιγμοί για το παρόν. Αρκεί να αντικαταστήσουμε την πανούκλα με την πανδημία του Covid, το θρησκευτικό φανατισμό και τα βασανιστήρια με το ρατσισμό και την κακοποίηση των γυναικών στις μέρες μας ή τους βιασμούς παιδιών από καθολικούς ιερείς, για να έχουμε την αίσθηση ότι η ανθρωπότητα δεν έχει προοδεύσει πολύ έκτοτε και ότι η ρίζα γι’ αυτό θα βρεθεί στους κυρίαρχους θεσμούς. Στο τέλος του έργου ο θεατής τίθεται έτσι αντιμέτωπος με το ερώτημα: «Αν η Μπενεντέτα επιλέγει αναγκαστικά το μοναστήρι από την πορνεία, μπορεί αυτό το δίλημμα να είναι η επιλογή στην εποχή μας, όταν είναι πλέον δυνατή μια καλή ζωή για όλους;»
Η εξέγερση των μαζών είναι παρούσα στη σκηνή όπου τα πλήθη επιτίθενται στον Νούντσιο και τη συνοδεία του. Ο Βερχόφεν, που στο παρελθόν είχε κάνει ενδιαφέρουσες ταινίες με αναφορά στο σοσιαλιστικό κίνημα, όπως η Κάτι Τίπελ, δεν θέτει ερωτήματα –το ίδιο το υλικό του δεν το επιτρέπει– για το αν και πώς ένα τέτοιο κίνημα θα μπορούσε σήμερα να αναπτυχθεί και να είναι αποτελεσματικό. Δείχνει όμως την αναποτελεσματικότητα όλων των άλλων στάσεων, των οποίων η ευγενέστερη επιτομή είναι η θρησκεία. Αυτό καθιστά την Μπενεντέτα μια από τις πιο ώριμες και περιεκτικές ταινίες του βετεράνου σκηνοθέτη.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης. Ο γράφων εκφράζει τις ευχαριστίες του στον Νίκο Χριστόπουλο για τις παρατηρήσεις του σε συζήτηση για την ταινία.
[1] Βλέπε «Renaissance Papacy», https://en.wikipedia.org/wiki/Renaissance_Papacy.
[2] Ο Νούντσιος ρωτά την Μπενεντέτα αν σε κάποια από τις εκστάσεις της είδε αν η ψυχή του ήταν στον Παράδεισο ή την Κόλαση και, όταν παίρνει την απάντηση «Στον Παράδεισο», της αντιλέγει, «Πάλι ψέματα λες».
[3] Βλέπε Ε. Σάφερ, «Catholic Protesters Congregate Outside ‘Benedetta’s’ New York Film Festival Premiere», https://variety.com/2021/film/news/benedetta-protesters-new-york-film-festival-1235074748/.
[4] L. S. Solimeo, «Why the Movie Benedetta Is Blasphemous And Anti-Catholic», https://www.tfp.org/why-the-movie-benedetta-is-blasphemous-and-anti-catholic/. Ο Βερχόφεν κατακεραυνώνεται στο άρθρο επειδή είναι μέλος μιας ένωσης που θεωρεί τον Χριστό όχι ως Θεό αλλά ως επαναστάτη – πράγμα ενδεικτικό των προτερημάτων αλλά και των ορίων της οπτικής του. Για την απαγόρευση της ταινίας στη Ρωσία, βλέπε, π.χ., «Benedetta with Virginie Efira banned in Russia», https://news.in-24.com/lifestyle/movies/126927.html.
[5] Για τη γενικότερα θετική υποδοχή της ταινίας από τους κριτικούς, βλέπε «Benedetta (film)», https://en.wikipedia.org/wiki/Benedetta_(film)
[6] Μ. Θεοδωροπούλου, «Αμαρτωλές καλόγριες, τοξική αρρενωπότητα στην Άγρια Δύση και ένας νεαρός Τόνι Σοπράνο στις νέες ταινίες της εβδομάδας», https://popaganda.gr/art/amartoles-kalogries-toxiki-arrenopotita-stin-agria-disi-ke-enas-nearos-toni-soprano-stis-nees-tenies-tis-evdomadas/.
[7] Χρ. Μήτσης, «Μπενεντέτα», https://www.athinorama.gr/cinema/article/mpenenteta-2552260.html.
[8] Στο ίδιο.
[9] Κ. Μαρξ, «Εισαγωγή στην κριτική της Φιλοσοφίας του Δικαίου του Χέγκελ», στο Το Εβραϊκό Ζήτημα, εκδ. Οδυσσέας, σελ. 118.
[10] Αυτή η εκτίμηση οδηγεί τον Λ. Κατσίκα σε πολύ λάθος κρίσεις: «Ο Πολ Βερχόφεν διατηρεί την πρόφαση μιας παραβολής πάνω στους κινδύνους του θρησκευτικού και πάσης φύσεως φανατισμού και στο σαρωτικό, σχεδόν κοσμογονικό κάλεσμα των ενστίκτων… Η “Benedetta” είναι σίγουρο ότι θα διασκεδάσει τους θιασώτες των εύκολων προκλήσεων και υπόσχεται να κόψει αρκετά εισιτήρια στις αίθουσες. Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν συγχέεται με το καλό γούστο, το καλό σινεμά και τις καλές προθέσεις. Είναι ένα παιδιάστικης σύλληψης σαδομαζοχιστικό θέαμα που δεν γνωρίζει από λεπτότητα και το οποίο επιτίθεται στις ευαισθησίες του κοινού με την ορμή ταύρου σε υαλοπωλείο» (Λ. Κατσίκας, «Κάννες 2021: Η βέβηλη “Benedetta” του Πολ Βερχόφεν είναι η ιδανική ταινία-σκάνδαλο για όσους επιθυμούσαν κάτι τέτοιο», https://www.cinemagazine.gr/nea/arthro/benedetta_review-131033819/).