Με το διάγγελμα του Μητσοτάκη μπαίνουμε κι επισήμως στη δεύτερη φάση της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης.

Από τις 4 Μάη χαλαρώνουν σταδιακά τα μέτρα της καραντίνας, με επιτάχυνση μέσα στον Ιούνη και στόχο στις αρχές του Ιούλη να μπορέσει να εργαστεί κερδοφόρα η «βαριά βιομηχανία» του μαζικού τουρισμού.

Κατά την πρώτη φάση της κρίσης του Covid19, στην Ελλάδα καταγράφηκε, πραγματικά, ένα χαμηλό επίπεδο διάδοσης του ιού και των απωλειών μέσα στον πληθυσμό.

Έχοντας επίγνωση της μεγάλης καταστροφής που οι διαρκείς μνημονιακές αντιμεταρρυθμίσεις έχουν προκαλέσει στο δημόσιο σύστημα υγείας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε νωρίτερα από τις άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να καταφύγει στο lockdown και, επίσης, ο πληθυσμός έδειξε ένα υψηλότερο επίπεδο κοινωνικής πειθαρχίας, διαισθανόμενος τον κίνδυνο που διέτρεχε.

Ταυτόχρονα, το σύνολο του προσωπικού στα δημόσια νοσοκομεία αποδείχθηκε πολύτιμος φύλακας της ζωής του απλού κόσμου. Η σκληρότερη αντίσταση (απ’ ότι σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες…) απέναντι στις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις που χαρακτηρίζει την ιστορία του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος των νοσηλευτικών στην Ελλάδα, αποδείχθηκε την ώρα της επικίνδυνης υγειονομικής κρίσης ότι έχει διατηρήσει μέσα στα δημόσια νοσοκομεία ένα δυναμικό γνώσης και αυτοθυσίας πολύτιμο για την κοινωνική πλειοψηφία. Σε αντίθεση με τον πολυδιαφημισμένο ιδιωτικό τομέα που είτε λούφαξε, είτε αποδείχθηκε επικίνδυνος (με τους Ταξιάρχες του και τις Κασταλίες του…).

Οι ευθύνες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, σε αυτήν την πρώτη φάση της κρίσης, ήταν σημαντικές: Παρά τις διακηρύξεις, άφησε το νοσηλευτικό προσωπικό σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα προσλαμβάνοντας λίγους και κυρίως «προσωρινούς» γιατρούς και νοσηλευτές-τριες. Παρά τις διακηρύξεις, δεν αύξησε ουσιαστικά τον αριθμό των διαθέσιμων ΜΕΘ που παραμένουν σε προκλητικά χαμηλό επίπεδο και δεν αύξησε ουσιαστικά τους πόρους που διατίθενται προς τα δημόσια νοσοκομεία. Δεν φρόντισε να καλύψει τις ανάγκες σε διαγνωστικά τεστ, με αποτέλεσμα να μείνουν αβοήθητοι χιλιάδες άνθρωποι στην ώρα της αγωνίας τους, αλλά και να έχουμε σήμερα μια στατιστικά αναξιόπιστη εικόνα για την πραγματική διάδοση, ακόμα και για τη θνητότητα, του Covid19 στην Ελλάδα.

Η αντιμετώπιση του κοροναϊού, σχεδόν αποκλειστικά με την έμφαση στην καραντίνα είχε κι έχει μεγάλες κοινωνικές συνέπειες. Σε μεγάλα τμήματα του κόσμου τα εισοδηματικά αποθέματα έχουν εξαντληθεί και η φτώχεια έχει γίνει σκληρότερη. Για τα εργατικά και φτωχά λαϊκά νοικοκυριά η μακρά καραντίνα δημιουργεί δυσεπίλυτα ή και αξεπέραστα προβλήματα. Για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, για τους φυλακισμένους, για τους κατοίκους στους συνοικισμούς Ρομά, για τους 20χρονους μέσα στους στρατώνες, για τους μόνιμους «τρόφιμους» στα γηροκομεία και στις ψυχιατρικές μονάδες, ο εγκλεισμός και η απομόνωση συνιστούν σοβαρή απειλή για την υγεία και για την ίδια τη ζωή.

Σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη μετακινείται από τη γραμμή της καραντίνας, αλλά όχι για λόγους ευαισθησίας απέναντι στα παραπάνω προβλήματα.

Οι καπιταλιστές επείγονται να ξαναβγάλουν την εργατική τάξη στην «κανονική» εργασία στα εργοστάσια και στις υπηρεσίες, παρά τον κίνδυνο που εξακολουθεί να υπάρχει. Όποιος αμφιβάλει ας διαβάσει την ανακοίνωση του ΣΕΒ που προηγήθηκε του διαγγέλματος Μητσοτάκη. Όπως άλλωστε, δήλωσε και ο Σόιμπλε είναι λάθος να θεωρείται η ανθρώπινη ζωή ως υπέρτατη αξία. Στη σημερινή εποχή του αχαλίνωτου καπιταλισμού, ακόμα και σε συνθήκες πανδημίας, η κερδοφορία του κεφαλαίου που προϋποθέτει την παρουσία των εργατών-τριών στη δουλειά, είναι πάνω από τον Μωυσή και όλους τους προφήτες.

Στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία, υπήρξαν σημαντικές απεργιακές κινητοποιήσεις που ζητούσαν να παραμείνουν κλειστά τα εργοστάσια και οι υπηρεσίες, όπου οι εργασίες δεν είναι άμεσα αναγκαίες για το κοινωνικό σύνολο. Η απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να οδηγήσει σταδιακά, αλλά χωρίς να έχει εξαλειφθεί ο κίνδυνος, τη μεγάλη εργατική πλειοψηφία πίσω στη δουλειά, θα μας βάλει μπροστά σε μεγάλα διλήμματα τακτικής. Ένα μεγάλο τμήμα του κόσμου μας, έχοντας εξαντλήσει τα αποθέματά του, προσβλέπει στο μεροκάματο, ακόμα και με τον κίνδυνο να νοσήσει. Η ασφάλεια στην εργασία, στην κίνηση από και προς τους εργατικούς χώρους, τα μέτρα υγιεινής μέσα στις φάμπρικες ή στα γραφεία, πρέπει να γίνουν κεντρικά ζητήματα συλλογικής διεκδίκησης και απεργιακής δράσης.

Η υποκρισία της κυβερνητικής και κρατικής πολιτικής γίνεται αξεπέραστη. Οι μάσκες που κατά τον κ. Τσιόδρα ήταν από άχρηστες ως και επικίνδυνες, κηρύσσονται τώρα ως υποχρεωτικές στα μέσα μεταφορές και στους κλειστούς χώρους. Οι μαθητές στα γυμνάσια και στα λύκεια που έχασαν δύο γεμάτους μήνες διδασκαλίας, οδηγούνται εσπευσμένα πίσω στα θρανία, μόνο και μόνο για να καλλιεργηθεί η εντύπωση «ολοκλήρωσης του προγράμματος» και να γίνουν εξετάσεις μετά από δυο μήνες καραντίνας.

Όμως η προσπάθεια να προετοιμαστεί μια «κανονικότητα» μαζικής τουριστικής σεζόν ισοδυναμεί με υγειονομικό έγκλημα. Οι άνθρωποι που εργάζονται στον τουρισμό θα πρέπει να στηριχθούν αλλιώς, όπως και οι πόροι που απομυζούν οι βαρώνοι του τουρισμού θα πρέπει να διατεθούν αλλού.

Η κυβέρνηση ξέρει ότι παίζει με τη φωτιά, με το ενδεχόμενο απώλειας του ελέγχου και την πιθανότητα δημιουργίας συνθηκών Ιταλίας ή Ισπανίας του περασμένου Μάρτη. Γι’ αυτό υπογραμμίζει και επαναλαμβάνει ότι η στροφή της θα είναι σταδιακή, ότι πρόκειται για χαλάρωση και όχι για κατάργηση της καραντίνας.

Όμως υπάρχει και μια ακόμα πτυχή σε αυτήν τη «σταδιακότητα» που υπερασπίζουν οι άνθρωποι του Μητσοτάκη. Θέλουν να κρατήσουν ως μόνιμες όλες τις αντιδραστικές παρεμβάσεις που έγιναν ως έκτακτες μέσα στις συνθήκες της υγειονομικής κρίσης: η διάβρωση της εργατικής νομοθεσίας, η πλήρης «απελευθέρωση» των εργοδοτών, η σχετικοποίηση των εργατικών δικαιωμάτων, είναι τομείς που τους κοιτάει ο ΣΕΒ και του «τρέχουνε τα σάλια». Και ασφαλώς ο Μητσοτάκης, ο Σταϊκούρας, ο Χατζηδάκης, ο Βρούτσης και ο Άδωνις εκεί τρώνε ψωμί κι εκεί λογοδοτούν.

Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για αυταπάτες απέναντι στην κυβερνητική στροφή.

Η εμπειρία του κόσμου μας σε αυτήν τη φοβερή περίοδο διαμορφώνει ένα ολόκληρο πρόγραμμα αντιπαράθεσης, που έχει ως κορωνίδα την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, αλλά απλώνεται και σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν και διαμορφώνουν το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των καπιταλιστών και της εργατικής τάξης στην Ελλάδα.

Το κρίσιμο θα είναι να συνδυαστεί αυτό το «πρόγραμμα» με πραγματικές διεκδικήσεις, με μια πραγματικά προσπάθεια «να λογαριαστούμε» με την κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της, πάνω στα ζητήματα που άνοιξε η πανδημία, η καραντίνα και τώρα η σταδιακή χαλάρωσής της από την επικίνδυνη και προκλητική κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Ετικέτες