Το ερώτημα που τίθεται είναι πως γίνεται να δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη δύσκολη μάχη βασισμένος σε διάφορους Βουδούρηδες, Καρυπίδηδες και λοιπές πολιτικές δυνάμεις εθισμένες χρόνια στον παραγοντισμό, τη σοσιαλδημοκρατική λογική της διαπραγμάτευσης και των δημοσίων σχέσεων και με ένα πολιτικό παρελθόν που απέχει πολύ από τις αρχές και τις αξίες της Αριστεράς.
Είναι αναμφισβήτητο ότι υπάρχει ένα έντονα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ ευνοϊκό κλίμα στην ελληνική κοινωνία, το οποίο αναμένεται να έχει και την αντίστοιχη αντανάκλαση στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι τόσο οι αυτοδιοικητικές όσο και οι ευρωεκλογές που θα διεξαχθούν ταυτόχρονα θα αποτελέσουν μια πρόβα τζενεράλε για τις εθνικές εκλογές, θα καταδείξουν τις διαθέσεις και την αντίδραση του χειμαζόμενου ελληνικού λαού και θα επιδράσουν καθοριστικά στη διαμόρφωση των εξελίξεων και του πολιτικού στάτους κβο της ερχόμενης περιόδου στη χώρα μας.
ΣΥΝΤΑΓΗ ΝΙΚΗΣ
Ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να δώσει μια εκλογική μάχη η οποία εκτός των άλλων αποτελεί και ένα τεστ για την ικανότητα του να μετατρέψει αυτό το ευνοϊκό κλίμα και την κοινωνική αποδοχή σε εκλογική νίκη. Κι εδώ δικαίως μπαίνει το ζήτημα των κατάλληλων χειρισμών και των πολιτικά ορθών επιλογών που αφορούν όχι μόνο τους επικεφαλής των παρατάξεων, (κυρίως όμως αυτούς), αλλά και το σύνολο των υποψηφίων που θα απαρτίσουν τα ψηφοδέλτια του.
Η βασική αντίληψη που διαχέεται αυτή τη στιγμή σε όλα τα οργανωμένα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ εδράζεται στην άποψη ότι οι υποψηφιότητες πρέπει να ανατεθούν σε δοκιμασμένα κομματικά στελέχη με στέρεες πολιτικές βάσεις, ικανά να περάσουν το πολιτικό μήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ στα πλατιά στρώματα της κοινωνίας.
Από εδώ ξεκινούν τα παράπονα και οι ενστάσεις για την κομματική στήριξη σε διάφορες πολιτικές «περσόνες» που το μοναδικό πράγμα για το οποίο έχουν διακριθεί το προηγούμενο διάστημα ήταν ότι υπήρξαν κομματικοί γυρολόγοι με ασαφείς πολιτικές απόψεις, δίνοντας σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και την ψήφο τους σε μνημονιακά νομοσχέδια.
Κάποιοι μιλούν για επιβεβλημένο άνοιγμα σε άλλους χώρους, σε μια λογική να κερδίσουμε τους συντηρητικούς και κεντρώους ψηφοφόρους. Προφανώς δεν αντιλαμβάνονται ούτε την έντονη ριζοσπαστικοποίηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των πάλαι ποτέ μικροαστικών στρωμάτων που προλεταριοποιούνται με καταιγιστικούς ρυθμούς, ούτε την ένταση της κοινωνικής δυναμικής που έχει αναπτύξει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ψάχνουν σαν σύγχρονοι Διογένηδες με το φανάρι να ανακαλύψουν τον ανύπαρκτο κεντρώο χώρο.
Αναμφισβήτητα στις μικρές τοπικές κοινωνίες υπάρχουν ιδιομορφίες που θα καθορίσουν σε κάποιο βαθμό το εκλογικό αποτέλεσμα όπως είναι οι συγγενικοί, επαγγελματικοί και φιλικοί δεσμοί μεταξύ μερίδας ψηφοφόρων και υποψηφίων. Η πολύχρονη τριβή με τα δημοτικά πράγματα και η εκλογική εμπειρία κάποιων τοπικών παραγόντων είναι ένα θέμα που επίσης πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψη στην αντιπαράθεση μαζί τους. Χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς και τις υπηρεσίες των δήμων καθώς και τοπικά έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, στήνουν διαφόρων ειδών «σκηνικά» για τη προσωπική τους προβολή, επιδιώκοντας να κερδίσουν την ψήφο των δημοτών με διαφορετικούς τρόπους μιας και δεν μπόρεσαν να το καταφέρουν με το έργο τους.
Αυτό σημαίνει ότι παρά το ευνοϊκό κλίμα, οι συγκεκριμένες εκλογές δεν θα είναι ένας απλός και υγιεινός περίπατος αλλά θα χρειαστεί υποδειγματική και έγκαιρη προετοιμασία, σωστές επιλογές και μια σοβαρή προεκλογική καμπάνια από τη μεριά μας. Το βασικό κριτήριο όμως που θα παίξει και τον πρωτεύοντα ρόλο μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες δεν θα είναι τα αναγνωρίσιμα πρόσωπα αμφιβόλου πολιτικής τοποθέτησης αλλά η καλά συντονισμένη συλλογική δουλειά. Μέσα στο δεδομένο πολιτικό κλίμα, η επιλογή των προσώπων αποκτά διάσταση ιδιαιτέρως πολιτική και ελάχιστα επικοινωνιακή.
ΜΕΤΩΠΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΟΪΚΑ
Αυτή όμως είναι η μία πλευρά του ζητήματος και αφορά την εκλογική τακτική. Η άλλη είναι το ευρύτερο πολιτικό σχέδιο που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ για την τοπική αυτοδιοίκηση η οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε κατάσταση απαξίωσης, χωρίς πόρους, εγκλωβισμένη στους σχεδιασμούς της τρόικα και των τοποτηρητών της μέσω του «παρατηρητηρίου» που έχει εγκαταστήσει στη χώρα μας, με απώτερο σκοπό αυτή να καταστεί απλά αγωγός και πεδίο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ντόπιων και αλλοδαπών εταιρειών. Οι οποιεσδήποτε υπηρεσίες που θα προσφέρει από εδώ και πέρα θα έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα με υψηλό χρηματικό κόστος για τον δημότη. Την ίδια ώρα μειώνεται δραματικά ο αριθμός των εργαζομένων σε αυτή με τη θεσμοθέτηση εποχιακής, ενοικιαζόμενης ή μερικής απασχόλησης και καταργούνται σταδιακά οι θέσεις μονίμων που αδειάζουν λόγω συνταξιοδοτήσεων.
Ήδη έχει δρομολογηθεί η αποκομιδή και αξιοποίηση των απορριμμάτων από τον γνωστό «εθνικό» μας επιχειρηματία και θα ακολουθήσουν και άλλες κερδοφόρες δραστηριότητες. Ακόμη, ότι τεχνικό έργο σχεδιάζεται από εδώ και στο εξής θα υλοποιείται μέσω των περίφημων ΣΔΥΤ (συμπράξεων του ελληνικού δημοσίου με ιδιωτικές εταιρείες) στη βάση φωτογραφικών αναθέσεων, προς όφελος βεβαίως των ιδιωτικών εταιρειών και πάντα υπό την υψηλή εποπτεία των Γερμανών «γκαουλάιτερς».
Έτσι γίνεται καθοριστικό πλέον και ζήτημα επιβίωσης για την τοπική αυτοδιοίκηση να καταγάγει ο ΣΥΡΙΖΑ περιφανή νίκη σε όσες περισσότερες περιφέρειες και δήμους είναι δυνατόν και στη συνέχεια να παλέψει να αλλάξει το καθεστώς που έχει επιβληθεί στην τοπική αυτοδιοίκηση από τους μνημονιακούς πάτρωνες. Αυτό που διαφαίνεται για το άμεσο μέλλον είναι η πιθανότητα μιας μετωπικής σύγκρουσης σε όλα τα επίπεδα απέναντι στην τρόικα και όχι η συνήθης «βελούδινη» διαπραγμάτευση διεκδίκησης κάποιων κονδυλίων. Και αυτό είναι που δίνει τη ζωτικής σημασίας ιδιαιτερότητα, κάτω από τις παρούσες συνθήκες, στην επιλογή των υποψηφίων δημάρχων και περιφερειαρχών καθώς και στη σωστή στελέχωση των συνδυασμών τους. Για να μπεις σε μια τέτοια μάχη πρέπει να έχεις τον ανάλογο στρατό.
ΑΜΦΙΒΟΛΕΣ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΜΕ «ΔΥΣΑΝΕΚΤΙΚΕΣ» ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Ως εκ τούτου, το ερώτημα που τίθεται είναι πως γίνεται να δώσει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη δύσκολη μάχη βασισμένος σε διάφορους Βουδούρηδες, Καρυπίδηδες και λοιπές πολιτικές δυνάμεις εθισμένες χρόνια στον παραγοντισμό, τη σοσιαλδημοκρατική λογική της διαπραγμάτευσης και των δημοσίων σχέσεων και με ένα πολιτικό παρελθόν που απέχει πολύ από τις αρχές και τις αξίες της Αριστεράς. Είναι καίριο το ερώτημα και θα πρέπει άμεσα να απαντηθεί από αυτούς που είναι υπέρμαχοι του «κεντρώου» ανοίγματος και οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται ή δεν επιθυμούν να αντιληφθούν ότι οι υποτιθέμενοι εκπρόσωποι του συγκεκριμένου ανύπαρκτου χώρου δεν αντιπροσωπεύουν κανένα κομμάτι του πληθυσμού παρά μόνο τον εαυτό τους.
Αν οι συγκεκριμένοι σύντροφοι θεωρούν ότι εμείς οι υπόλοιποι που δεν στηρίζουμε αυτή την αντίληψη κατεχόμαστε από πασοκοφοβία, φακελώνουμε τους «νεοφερμένους», κουβαλάμε «αριστερομετρητή» ή πάσχουμε από «πολιτική δυσανεξία» (όλες αυτές οι εκφράσεις ακούστηκαν κατά καιρούς), μάλλον θα πρέπει να ψαχτούν γιατί υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα οι ίδιοι να πάσχουν από «πολιτική ανεπάρκεια». Αλλιώς πως να εξηγηθεί η πρόσφατη δήλωση κορυφαίου στελέχους που σε στυλ ιατρικού ανακοινωθέντος, μίλησε περί «δυσανεξίας» κάποιων μελών επειδή απλά και μόνο αυτά «δεν καταπίνουν αμάσητες» ορισμένες, τουλάχιστον περίεργες, επιλογές που «σερβίρει» η ηγεσία και που επίσης δεν πετάνε τη σκούφια τους από ενθουσιασμό σε κάθε άνοιγμα χωρίς πολιτικές προϋποθέσεις προς τον συντηρητικό χώρο.
Αν ορισμένοι στη ηγεσία επιθυμούν, όπως λένε, να σηκώσουμε τα μανίκια και να παλέψουμε από κοινού για νίκη στις εκλογές, καλό θα είναι να αρχίσουν να σέβονται τις πολιτικές αποφάσεις του κόμματος, την άποψη των τοπικών και νομαρχιακών Οργανώσεων Μελών και τη θέληση της πλατιάς βάσης των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ και να σταματήσουν να παίζουν παιγνίδια «ρεαλιστικής προσέγγισης» στο σύστημα και τους εκπροσώπους του, μέρος των οποίων είναι και οι περίεργες όσο και ακατανόητες τις περισσότερες φορές επιλογές υποψηφίων από άλλους πολιτικούς χώρους.