Ο δρόμος της Αριστεράς περνά μέσα από τα δύσβατα μονοπάτια της εργατικής ανάταξης.
Δεν μπορεί κανείς να μην νοιώθει ανείπωτη χαρά με την εργατική και νεολαιίστικη εξέγερση που πραγματοποιείται εδώ και ένα τρίμηνο στη γαλλική κοινωνία, και που οδεύει προς την παραπέρα κλιμάκωση των απεργιακών κινητοποιήσεων μέσα στον Ιούνιο. Το σημερινό κίνημα με την δυναμική που αναδεικνύει σε τίποτα πλέον δεν υπολείπεται της λαϊκής εξέγερσης του Μάη του 1968. Με μια αξιοθαύμαστη επιμονή, που φέρνει στο νου τις πιο γνήσιες επαναστατικές παραδόσεις, παρόλο που οι δρόμοι των γαλλικών πόλεων έχουν καλυφθεί από τα δακρυγόνα των CRS, και που εφαρμόζεται μια ανείπωτη αστυνομική βία απέναντι στους διαδηλωτές. Κι’ όλα αυτά όταν το αντικείμενο αυτών των κινητοποιήσεων είναι η κατάργηση της αντιδραστικής μεταρρύθμισης του Κώδικα Εργασίας με το νομοσχέδιο της Μιριάμ Ελ Κομρί της κυβέρνησης του σοσιαλφιλελευθερισμού (υπερίσχυση ατομικών – επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών, διευκόλυνση των απολύσεων και της εργασιακής ευελιξίας κλπ.), μέτρα σκληρά αλλά πολύ ηπιότερα από τα μνημονιακά μέτρα των δύο τελευταίων νόμων της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν μπορούμε ταυτόχρονα να μην θλιβόμαστε όταν στο αντίστοιχο τελευταίο τρίμηνο αυτής της Άνοιξης 2016, με την εξαίρεση των περιορισμένων πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ), το θεσμικό συνδικαλιστικό κίνημα και η Αριστερά του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ, μπροστά σε μεταλλαγές πολλαπλάσια χειρότερες (άμεση και έμμεση φορολογία, ασφαλιστικό, σαρωτικές αποκρατικοποιήσεις κλπ.), ήταν βυθισμένοι στην ολοσχερή αδράνεια, με απουσία απεργιακών κινητοποιήσεων και «κομματικές παρελάσεις» εντελώς ακίνδυνου χαρακτήρα. Φαίνεται εντελώς καθαρά ότι δεν είναι στραβός ο γυαλός, αλλά στραβά αρμενίζουν τα πλοία της ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και του ΠΑΜΕ. Έτσι χρειάζεται να δούμε αναλυτικά και κριτικά την δική μας κινηματική πραγματικότητα, έχοντας πλέον ως πηγή έμπνευσης και την γαλλική εργατική και νεολαιίστικη εξέγερση του Μάη 2016, που ανεξάρτητα από την εξέλιξή της, έχει ήδη καταγράψει ισχυρές παρακαταθήκες για την μελλοντική πορεία του ευρωπαϊκού εργατικού και αριστερού κινήματος.
Όταν δεν δίνεις μια μάχη είναι πολύ χειρότερα
από το να την δίνεις και να γνωρίζεις την ήττα
Αποτελεί μοναδική ιστορική πρωτοτυπία το γεγονός ότι μέσα σε διάστημα ενός σχεδόν δεκαπενθημέρου, μια κυβέρνηση που εξελέγη μάλιστα στο όνομα της Αριστεράς και της εκπροσώπησης των λαϊκών συμφερόντων, κατορθώνει και επιτυγχάνει την κοινοβουλευτική ψήφιση δύο εξαιρετικά σπουδαίων και άκρως αντιλαϊκών νομοσχεδίων, χωρίς να προβληθεί καμία ουσιαστικά αντιπαλότητα από τον εργαζόμενο κόσμο και τις αριστερές πολιτικές συλλογικότητες. Στη διάρκεια αυτού του Μαίου 2016, όπου ξεκίνησε η ουσιαστική εφαρμογή του 3ου μνημονίου, μπροστά στο νομοσχέδιο για την κοινωνική ασφάλιση και την φορολόγηση, μετά από μια ολόκληρη τρίμηνη αδράνεια, ΓΣΣΕ και ΑΔΕΔΥ προκήρυξαν τριήμερη πανεργατική απεργία την τελευταία στιγμή και για το θεαθήναι, όπου την πρώτη την πρώτη ημέρα που ήταν εργάσιμη δεν καταγράφηκε κανενός είδους απεργιακή συμμετοχή, το δε επόμενο διήμερο της «κινητοποίησης» ήταν η αργία του Σαββατοκύριακου. Και στην δεύτερη περίπτωση του πολυνομοσχεδίου για τα φορολογικά μέτρα, τα κόκκινα δάνεια, τον «κόφτη» των δημοσιονομικών περικοπών και το υπερταμείο εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, δεν προκηρύχθηκε καμία απολύτως απεργιακή κινητοποίηση, και δεν πραγματοποιήθηκε καμία μαζική λαϊκή αντιπολιτευτική δράση.
ΟΙ δύο αυτοί νόμοι πλέον, που αντιπροσωπεύουν θεμελιώδεις πυλώνες του 3ου μνημονίου της μεταλλαγμένης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, δεν συνάντησαν τελικά παρά μια περιθωριακή αντίσταση από πολιτικές δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κλπ.). Το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ διοργάνωσαν βέβαια μεγαλειώδη συλλαλητήρια, τα οποία όμως δεν εξέφρασαν καμία απεργιακή συμμετοχή, αποτέλεσαν «κομματικές παρελάσεις», την επίδειξη ισχύος που όμως δεν χρησιμοποιείται ως όπλο της ταξικής πάλης παρά μόνον ως έκφραση διαμαρτυρίας και τίποτα άλλο. Αυτά τα δεδομένα μας επιβάλλουν να δούμε κατάματα την πραγματικότητα του αριστερού και εργατικού κινήματος, αποφεύγοντας τόσο τη συγκάλυψη της αλήθειας, ή οδηγούμενοι στο αντίθετο συμπέρασμα του ότι «όλα έχουν τελειώσει», και ότι «δεν γίνεται τίποτα.
Για να υπάρξει η οποιαδήποτε ανάκαμψη του αριστερού και εργατικού κινήματος, έτσι ώστε να είναι σε θέση να εμποδίζει την εφαρμογή και των καινούριων μέτρων του 3ου μνημονίου, χρειάζεται πρωτίστως η αναζήτηση και ο εντοπισμός των αιτίων αυτής της αναποτελεσματικότητας, γιατί στην προκειμένη περίπτωση δεν καταγράφηκε μια ήττα του κινήματος σε μια μάχη που δόθηκε, αλλά δεν δόθηκε καμία μάχη. Το να καταφεύγει κανείς σε επιχειρήματα και ισχυρισμούς του τύπου του αναθέματος στον λαϊκό κόσμο που «δεν βλέπει και δεν καταλαβαίνει», ή το να αρκείται σε κλασικές επικλήσεις για ανασύνταξη του κινήματος σε ταξικές βάσεις, ή να διαπιστώνει ότι κυριαρχεί η λογική της απουσίας εναλλακτικής λύσης, όλα αυτά καταδεικνύουν ότι δεν εντοπίζονται τα αίτια της σημερινής κινηματικής αδράνειας. Έτσι, μεταξύ των άλλων παραμέτρων, μπορεί κανείς να επισημάνει :
Στις αφετηρίες της σημερινής εργατικής αδρανοποίησης
α) Την υπερμεγέθη διόγκωση της ανεργίας, κυριολεκτικά νίκης του κεφαλαίου επί της εργασίας, που έχει ήδη συντελεσθεί στην τελευταία μνημονιακή εξαετία, με δύο καθοριστικές συνέπειες: Αφενός την ίδια την κοινωνική εξουδετέρωση του άνεργου εργατικού δυναμικού (καθώς και του τμήματος της αδήλωτης – μαύρης εργασίας), στο μέτρο που οι άνεργοι έχουν οδηγηθεί εκτός παραγωγικής διαδικασίας και ως εκ τούτου δεν μπορούν να ασκήσουν καμία αποτελεσματική πίεση. – Αφετέρου την παραλυτική επιρροή που ασκεί ο εφεδρικός στρατός των ανέργων στην ενεργό εργατική τάξη, εφόσον οποιαδήποτε κινητοποίηση της τελευταίας έχει στον ορίζοντά της την απόλυση και την κατάπτωση στο διαλυτικό καθεστώς της ανεργίας.
Κατά συνέπεια το αποτέλεσμα είναι ότι μ’ αυτό τον τρόπο έχει επέλθει η αποσύνθεση του όποιου συνδικαλιστικού ιστού συλλογικότητας λειτουργούσε στην καπιταλιστική παραγωγή, εφόσον η διαπραγματευτική ισχύς της μισθωτής εργασίας έχει εξασθενήσει τα μέγιστα λόγω της επίδρασης της ανεργίας. Έτσι το επίπεδο της συνδικαλιστικής πυκνότητας στον συντριπτικά πλειοψηφικό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, είτε σε κλαδικό είτε σε επιχειρησιακό επίπεδο, με την εξαφάνιση εκατοντάδων συνδικάτων και την αποψίλωση του δυναμικού αυτών που έχουν απομείνει, βρίσκεται κυριολεκτικά στο ναδίρ. Αυτό οδηγεί στην κατακόρυφη μείωση της όποιας κινηματικής, απεργιακής διαθεσιμότητας, και εν πολλοίς επικαθορίζει και την εξέλιξη της συνδικαλιστικής εργοδοτικής γραφειοκρατίας στην ΓΣΕΕ, με αυτή την τελευταία να βασίζεται πλειοψηφικά στην εκπροσώπηση τμημάτων του ευρύτερου κοινωφελούς δημόσιου τομέα, που είναι όμηροι των ρουσφετολογικών διορισμών τους από τα αστικά πολιτικά κόμματα.
β) Από αυτή την άποψη μεγάλη και σημαντική είναι η αλλοίωση που επέρχεται στις λαϊκές εργατικές συνειδήσεις από την εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, από μια παράταξη που είχε γίνει ο φορέας των λαϊκών προσδοκιών και διεκδικήσεων: Αφού ακόμη και μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τις υπαγορεύσεις της ελληνικής αστικής τάξης και των υπερεθνικών οικονομικών μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, τότε αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια λαϊκού χαρακτήρα εναλλακτική προοπτική. Η χρεοκοπία της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων (γιατί από την άποψη των αστικών συμφερόντων υπήρξε μια καταπληκτική νίκη, εφόσον η Ριζοσπαστική Αριστερά λειτούργησε νομιμοποιητικά για την άσκηση όλων των μνημονιακών πολιτικών), δεν σημαίνει αυτόματα ότι η απογοήτευση και η δυσανασχέτηση των εργαζομένων θα στραφεί «ακόμη πιο αριστερά», όπως είχε συμβεί με την μετατόπιση της κοινωνικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας προς τα αριστερά, μετά την εφαρμογή του 1ου μνημονίου.
Κι’ αυτό γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μεν ένα αριστερό κόμμα της λαϊκής και εργατικής εκπροσώπησης, το ίδιο όμως στην εσωτερική κοινωνική, ιδεολογική και πολιτική του σύνθεση παράμενε ένας σχηματισμός των νέων μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας, χωρίς σχεδόν καμία οργανική σύνδεση με την εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής. Και γι’ αυτό άλλωστε η στροφή και μετάλλαξη του καλοκαιριού 2015 δεν συνάντησε ισχυρή κοινωνική αντίσταση. Κατά συνέπεια η διάψευση των ελπίδων και η ματαίωση των προσδοκιών, δύσκολα μπορεί να στραφεί προς τα αριστερά δίχως τη διαμεσολάβηση ενός κοινωνικού αντιμνημονιακού κινήματος. Με την επικρατούσα κατάσταση των πραγμάτων (συνολική κινηματική καθίζηση), εκείνο που μπορεί να προκύψει είναι είτε η διαφοροποίηση της εκλογικής επιρροής της Ριζοσπαστικής Αριστεράς προς συντηρητικές κατευθύνσεις, είτε η παραμονή στην εκλογική εκπροσώπηση του ΣΥΡΙΖΑ και η ανοχή στην κυβερνητική του πολιτική.
γ) Επιπρόσθετος παράγοντας που έχει οδηγήσει στην αναποτελεσματικότητα αντιμετώπισης των δύο σημαντικών μνημονιακών νόμων (αφενός ασφάλιση και φορολογία και αφετέρου έμμεση φορολογία, κόφτης δημοσιονομικών παροχών, κόκκινα δάνεια, καθολική εκποίηση της δημόσιας περιουσίας), είναι η στάση απομονωτισμού και διαχωρισμού των εργατικών δυνάμεων που συμμετέχουν στο ΠΑΜΕ και εκπροσωπούνται από το ΚΚΕ. Το να διοργανώνεις ακίνδυνες «κομματικές παρελάσεις» χωρίς να μπαίνεις στη διαδικασία κινητοποίησης όλων των υποτελών κοινωνικών στρωμάτων, παραπέμποντας την επίλυση των ζωτικών ζητημάτων στο «ιστορικό υπερπέραν» της λαϊκής εξουσίας, που όσο προχωράς τόσο απομακρύνεται, μια τέτοια στάση στα σίγουρα αδυνατεί να συμβάλει σε μια αποτελεσματική αντιμετώπιση όλου του φάσματος των ακραίων μνημονιακών μέτρων. Μόνον εφόσον το αντιμνημονιακό ριζοσπαστικό κίνημα κατορθώσει να αναδείξει κινηματικές μορφές δράσης των συλλογικών εργατικών υποκειμένων (παραδοσιακών και νέων), θα είναι δυνατή η μετατόπιση δυνάμεων από τον περιχαρακωμένο χώρο του ΠΑΜΕ, στην ανοιχτή θάλασσα των λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων. Τίποτα δεν έχει διδαχθεί το ΠΑΜΕ από την δυναμική και παρατεταμένη απεργιακή κινητοποίηση της CGT, FOκλπ. με την κατάληψη των διυλιστηρίων της Γαλλίας, πυρηνικών σταθμών, οδικού δικτύου κ.ά., πράγματα που τα χαρακτηρίζει ως «κινήσεις εκτόνωσης» του γαλλικού λαού.
δ) Τέλος η απουσία προβολής σε μαζικό επίπεδο μιας πορείας και μιας εναλλακτικής λύσης που να έχει αξιοπιστία και φερεγγυότητα, με τις συνακόλουθες συνδικαλιστικές και πολιτικές πρακτικές. Το να επιχειρεί κανείς να εκφράσει τον «συνεπή ΣΥΡΙΖΑ» του παρελθόντος έναντι του σημερινού εκφυλισμένου κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ είναι απρόσφορο, γιατί επιχειρείς να εκφράσεις έναν μικροαστικό ριζοσπαστισμό, που είναι ακατάλληλος για την αντιμετώπιση των σημερινών μέγιστων προκλήσεων. Το να επιχειρείς εξίσου να διαμορφώσεις μια εναλλακτική πορεία, προτάσσοντας ως πρώτη προτεραιότητα την έξοδο από την ευρωζώνη, χωρίς αυτή να συνοδεύεται από βαθιές αντικαπιταλιστικές τομές στο εσωτερικό της χώρας, και θέτοντας τον ελληνικό καπιταλιστικό επιχειρηματικό τομέα στο απυρόβλητο, ουσιαστικά αδυνατείς να συνδέσεις την πραγματικότητα του αντιμνημονιακού αγώνα με την σοσιαλιστική εναλλακτική λύση.
Ορόσημα μιας πορείας λαϊκής ανασύνταξης
Ποιοι είναι οι δρόμοι που χρειάζεται να ακολουθήσουμε, ποια τα εργαλεία που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα συσσωρευμένα καταστρεπτικά αποτελέσματα των τριών διαδοχικών μνημονίων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) ;
1) Μια πρώτη διάσταση του ζητήματος αφορά την πρόταξη της ανασύνθεσης του εργατικού και ευρύτερου λαϊκού κινήματος, σε μια αντιμνημονιακή και ριζοσπαστική κατεύθυνση, η ανάπτυξη δηλαδή μιας ενεργού και ευρείας λαϊκής αντιπολίτευσης. Κατ’ αυτό τον τρόπο είναι δυνατό να βγει το κίνημα στο πολιτικό επίκεντρο, να διαδραματίσει τον ταξικό του ρόλο και να τροφοδοτήσει εκ νέου μια Αριστερά της καθολικής εργατικής χειραφέτησης. Η αντίληψη ότι με την εκφώνηση ενός πολιτικού και μόνον λόγου (αντιμνημονιακού, αντικαπιταλιστικού, κομμουνιστικού, μεταρρυθμιστικού κλπ.) είναι δυνατόν να συσπειρωθεί ο λαϊκός κόσμος που είχε επενδύσει στον ΣΥΡΙΖΑ και διαψεύστηκε, είναι απρόσφορη και δεν επιφέρει συσσώρευση δυνάμεων. Άλλωστε το κεντρικό πολιτικό σκηνικό είναι ασφυκτικά κατειλημμένο στο κοινοβουλευτικό επίπεδο από τους δύο πόλους της αστικής πολιτικής, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ με τους δορυφόρους τους, πράγμα που διασφαλίζει στην αστική πολιτική μια ευρύτατη εκλογική βάση εκπροσώπησης (λαϊκά στρώματα ο ΣΥΡΙΖΑ και αστικά – μικροαστικά στρώματα η ΝΔ). Άλλωστε και στις προηγούμενες ιστορικές περιόδους, δεν αναδείχθηκε κεντρικά κανένα προοδευτικό εγχείρημα, χωρίς πρώτα να έχει προηγηθεί μια ισχυρή κοινωνική διαπάλη. Ο μονοδιάστατος «κυβερνητισμός» που αντιπροσωπεύει πάγιο γνώρισμα της ελληνικής Αριστεράς, ουσιαστικά καταλήγει στον ατέρμονα «εκλογικισμό», χαρακτηριστικά που η πορεία του ΣΥΡΖΑ κατέδειξε τον άγονο και επιζήμιο χαρακτήρα τους. Αν οι αριστερές δυνάμεις δεν τροφοδοτήσουν ένα νέο κύμα εργατικής ριζοσπαστικοποίησης, ανάλογου ποιοτικά με το ευρύ κίνημα των εργοστασιακών σωματείων της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, τότε ο δρόμος της Αριστεράς προς το κεντρικό πολιτικό σκηνικό θα παραμένει κλειστός.
2) Η οργανική σύνδεση του αντιμνημονιακού αγώνα που αφορά όλες τις πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, με την αναγκαιότητα και τον ρεαλισμό της σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης. Πρωταρχικό πεδίο αντιπαλότητας από αυτή την άποψη η προαγωγή της ταξικής διαπάλης στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, δηλαδή απέναντι στην αστική τάξη (μεγάλη, μεσαία και μικρή) και τους πολιτικούς φορείς που την υπηρετούν : Η αντιπαράθεση καισύγκρουση με τους «απέξω», δηλαδή τα υπερεθνικά ευρωπαϊκά πολιτικά και νομισματικά κέντρα δεν θα είναι παρά η συνέπεια της πρωταρχικής διαπάλης με τον κύριο «εσωτερικό εχθρό», την αστική ταξική κυριαρχία, όπως εκφράζεται με όλο το πλέγμα των μνημονιακών μέτρων. Η πρόταξη της αποχώρησης από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, χωρίς αυτή την αφετηριακή σύγκρουση με τον «εσωτερικό εχθρό», δεν διασφαλίζει αναγκαστικά καμία προοδευτική διέξοδο. Στις γαλλικές εργατικές και νεολαιίστικες απεργιακές κινητοποιήσεις την άνοιξη του 2016 απέναντι στην μεταρρύθμιση του Κώδικα Εργασίας (διευκόλυνση απολύσεων, ισχύς των ατομικών συμβάσεων εργασίας έναντι των κλαδικών συμβάσεων κλπ.), τα συνθήματα και οι κατευθύνσεις των απεργιακών δυνάμεων στρέφονταν καθαρά απέναντι στην «εθνοσυνέλευση του κεφαλαίου», στις εργοδοτικές οργανώσεις (Medef), και στην κυβερνητική εξουσία των σοσιαλιστών. Δεν είχαν στην προμετωπίδα τους την απαίτηση τερματισμού της «δικτατορίας του ευρώ», αλλά της δικτατορίας της εργοδοσίας : Ο διαχωρισμός με την ζώνη του ευρώ είναι παρεπόμενο αποτέλεσμα αυτής της πρωταρχικής και αυθεντικής ταξικής σύγκρουσης κι’ όχι το αντίστροφο.
3) Η οριστική και αμετάκλητη υπέρβαση της «λογικής των σταδίων» που δίνει προτεραιότητα στον οικονομισμό, δηλαδή στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, σε σχέση με τους μετασχηματισμούς στις αστικές σχέσεις παραγωγής. Πρόκειται για μια εκτροπή από την επαναστατική πολιτική που έχει τις αφετηρίες στον μεσοπόλεμο, και που και σήμερα ταλανίζει, με διάφορες μορφές την ελληνική Αριστερά. Το αριστερό κίνημα δεν υπάρχει για να ανασυγκροτήσει την καπιταλιστική παραγωγή και να ενισχύσει την επιχειρηματική δραστηριότητα, προκειμένου «να αυξηθεί η πίτα», αλλά για να προάγει την αμφισβήτηση και τον κλονισμό των βασικών χαρακτηριστικών των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων (ατομικής ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής, ιεραρχικός καταμερισμός της εργασίας, σχεδιασμός της παραγωγής με βάση τις κοινωνικές ανάγκες πέραν του ανταγωνισμού της ελεύθερης αγοράς κλπ.). Διαφορετικά η Αριστερά λειτουργεί ως μοχλός ανάπτυξης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, από την οποία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προκύψει η εργατική και λαϊκή χειραφέτηση. Οποιαδήποτε λογική, συντηρητική ή σοσιαλδημοκρατική, δεν μπορεί να διασφαλίσει την έξοδο από την κρίση παρά σε βάρος των λαϊκών τάξεων και καταλήγει στην αναπαραγωγή των αδιεξόδων. Μόνον η επικαιρότητα του σοσιαλισμού, και όχι η απώθησή του σε μεθύστερα στάδια, μπορεί να εξασφαλίσει ταυτόχρονα την κοινωνική δικαιοσύνη, τον ενεργό ρόλο των εργαζομένων στην παραγωγή και στην πολιτική, την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων κλπ.
4) Ένα ισχυρό κριτικό πολιτιστικό ρεύμα, μια ζωτική μορφωτική επανάσταση, ένας επαναπροσανατολισμός στην τέχνη μπορούν να διαμορφώσουν τους όρους μιας σοσιαλιστικής λαϊκής ηγεμονίας και να ανοίξουν το δρόμο για την κατάργηση της διάκρισης διευθυντικής – διανοητικής και εκτελεστικής – χειρωνακτικής εργασίας, με την καθολική πρόσβαση της εργατικής τάξης στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Οποιαδήποτε αλλαγή της θέσης του εργαζόμενου κόσμου στην κοινωνική παραγωγή και στην πολιτική διαχείριση, δεν μπορεί να υλοποιηθεί παρά με την ίδια την κοινωνικοποίηση της γνώσης για τον εργαζόμενο λαό. Κάθε άλλη διαδικασία που τοποθετεί στην θέση της καπιταλιστικής εξουσίας την κρατική γραφειοκρατία και την επιστημονική τεχνοκρατία, είναι καταδικασμένη να αναπαράγει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής κοινωνικής οργάνωσης.
5) Η συγκρότησητου συνασπισμού των λαϊκών δυνάμεων που έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από τις μνημονιακές πολιτικές, περιλαμβάνει την κοινωνική διαδικασία διαμόρφωσης μιας ενότητας, μέσα από την διαφορετικότητα, των επιμέρους στρωμάτων και καταστάσεων : Της εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής, του δημοσιοϋπαλληλικού κόσμου, των ανέργων, των συνταξιούχων, της νεολαίας, των κατώτερων μερίδων των αυτοαπασχολουμένων μικροαστικών τάξεων. Η λαϊκή αυτή κοινωνική συμμαχία που είναι προς κατάκτηση και δεν είναι δεδομένη (ας σκεφτεί κανείς το κοινωνικό χάσμα που χωρίζει τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα με τους μακροχρόνια ανέργους), μπορεί να αντιπροσωπεύσει την μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού. Απέναντί της στέκεται το κυρίαρχο αστικό μπλοκ εξουσίας, που έχει απεργαστεί τα μνημόνια και είναι οργανικά ενσωματωμένο στην ευρωπαϊκή υπερεθνική ενοποίηση, δηλαδή το σύνολο της αστικής τάξης της χώρας (ανεξαρτήτως του μεγέθους των επιχειρήσεών της) και τα ανώτερα στρώματα των μικροαστικών τάξεων. Αυτή η λαϊκή συσπείρωση είναι η αναγκαία και αναπόφευκτη συνθήκη για την αποτελεσματική αντιπαλότητα στα συνεχή μνημόνια.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αναδεικνύονται συμμαχίες αυτού του λαϊκού μπλοκ με την μικρή και μεσαία επιχειρηματική εργοδοσία, δηλαδή την μαζική βάση της πυραμίδας της αστικής τάξης της χώρας. Μια τέτοιου είδους «αντιμονοπωλιακή» πολιτική δεν είναι κατ’ ανάγκην αντικαπιταλιστική, συσκοτίζεικαίρια τον ταξικό ορίζοντα, σε κάθε περίπτωση δεν είναι και εφικτή, και ούτε άλλωστε είναι και επιθυμητή από την μικρομεσαία επιχειρηματική εργοδοσία. Άλλωστε πώς είναι δυνατή η σύμπλευση μισθωτών εργαζομένων με εργοδοτικές επιχειρηματικές δυνάμεις που ταξικά βρίσκονται στην αντίπερα όχθη των κοινωνικών ανταγωνισμών ; Και από την άλλη πλευρά δεν είναι παρά οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, που αποτέλεσαν ισχυρό στήριγμα του «ναι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, που έχουν ωφεληθεί τα μέγιστα από την ταπείνωση του κατώτατου μισθού, την ελαστικοποίηση των ωραρίων εργασίας κλπ.