Συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από τον θάνατο του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (4 Αυγούστου 1991), ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή και το έργο του στο αγαθό της ζωής και την ομορφιά του κόσμου, άλλα και στους ταπεινούς και καταφρονεμένους αυτής της γης, στους ανθρώπους του μόχθου, στον πόνο και τη θλίψη τους, «αυτού που χτίζει, αυτού που οργώνει, αυτού που κατεβαίνοντας ανοίγει δρόμους στης γης τα έγκατα κι ανεβάζει το κάρβουνο στους ώμους του», σε όλους αυτούς που αγωνίζονται για μια καλύτερη ζωή.

Δεν είναι τυχαίο, που αποκλήθηκε «ποιητής του φωτός και της αγάπης». Όμως, τι ονομάζει Αγάπη; Να, ένα πολύ μικρό απόσπασμα: «[…] Από το πλησίασμα λοιπόν του ανθρώπου, από το πλησίασμα του προσώπου σου πάνω στο πρόσωπο του άλλου ανθρώπου, από το βύθισμα των δικών σου χαρακτηριστικών μέσα στα δικά του χαρακτηριστικά, από την αποκάλυψη που σού δίνει η βαθύτερη παρατήρηση, αρχίζει η αγάπη. Την κατανόηση λοιπόν του ανθρώπινου δράματος, χωρίς όρια μέσα στον κόσμο, αυτό είναι που ονομάζω αγάπη […]».

Ο ίδιος πίστευε πως «ο ποιητής δεν είναι ένα άτομο ξεκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο... Δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τη ζωή, από τα φαινόμενα, από τα γεγονότα, από τις παραστάσεις της. Είτε το θέλει είτε όχι είναι φτιαγμένος από τη ‘‘μοίρα’’ του να είναι ο ευαίσθητος δέκτης τους». Με τα ποιήματά του, έκφρασε μια ολόκληρη εποχή.

Γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1912 στις Κροκεές Λακωνίας και πέρασε εκεί τα παιδικά του χρόνια. Γυμνάσιο πήγε στο Γύθειο, όπου φοίτησε με πολλές στερήσεις λόγω των οικονομικών δυσκολιών της οικογένειάς του. Το 1929 έρχεται στην Αθήνα, σε ηλικία 17 χρόνων, όπου ξεκινά τη λογοτεχνική του πορεία με την έκδοση της ποιητικής συλλογής, «Κάτω από σκιές και φώτα». Τα χρόνια αυτά ο Βρεττάκος εντάσσεται στην ομάδα των πρωτοπόρων ποιητών, οι οποίοι επιχείρησαν να ανανεώσουν την ποίηση, ενώ γνωρίζεται με τον Ρίτσο, ο οποίος συμβάλλει στον ιδεολογικό του προσανατολισμό.

Η πρώτη δίωξη που δέχτηκε ήταν από τη δικτατορία Μεταξά, η οποία έκαψε το έργο του, «Ο Πόλεμος», που είχε εκδοθεί το 1935, επειδή θεωρήθηκε επικίνδυνο.

Με την έναρξη του πολέμου, το 1940, στρατεύεται και πολεμά στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Την περίοδο της Κατοχής αγωνίζεται μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, ενώ εντάσσεται και στο ΚΚΕ. Το 1945 ο Βρεττάκος αναλαμβάνει τη βιβλιοκριτική στο προοδευτικό περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», του οποίου αργότερα θα διατελέσει αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής. Την ίδια περίοδο απολύεται από το υπουργείο Εργασίας για τα πολιτικά του φρονήματα, όπου είχε προσληφθεί από το 1938. Το 1949 εξέδωσε το δοκίμιο, «Δυο Άνθρωποι Μιλούν Για Την Ειρήνη Του Κόσμου». Εξαιτίας αυτού του έργου διαγράφτηκε από το ΚΚΕ, το οποίο θεώρησε ότι ο Βρεττάκος δεν συμφωνούσε με την πολιτική γραμμή του κόμματος, ενώ αποπέμθηκε και από τη διεύθυνση του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα».

Παράλληλα με το λογοτεχνικό του έργο, εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε αρκετές  εφημερίδες και περιοδικά, ενώ είχε κάνει πολλές περιστασιακές και χειρωνακτικές δουλειές.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974. Προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ  ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Γιώργο Βαλέτα το 1984, όπως επίσης επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά. Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 13 γλώσσες.

Τα ποιήματα του, ενώ φαίνεται πως έχουν στοιχεία απαισιοδοξίας και απογοήτευσης, εντούτοις το βασικό τους χαρακτηριστικό είναι η αισιοδοξία και οι ανθρωπιστικές αξίες, η χαρά και η ευθύνη, η εξύμνηση της αγάπης και της ειρήνης, η ελευθερία και η ισότητα, η ελπίδα και η επιμονή στην ομορφιά για ένα κόσμο καλύτερο.  

«[...] Έχεις το έλεος. Πάνω σου το βλέμμα του Θεού.

Έχεις την εύνοια των πρωινών του. Μη με μαρτυρήσεις!

Και προπαντός να μην του ειπείς πως μ’ εγκατέλειψεν

η ελπίδα.

Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο σημείωσε τα φαράγγια

που πέρασα, και τις κορφές που πάτησα, και τα άστρα

που είδα. Πες τους από μένα, πες τους απ’ τα δάκρυά μου,

ότι επιμένω ακόμα πως ο κόσμος

είναι όμορφος!».

Ετικέτες