Στη συζήτηση στη διεθνή αντικαπιταλιστική Αριστερά για τη διαδοχή του Τραμπ από τον Μπάιντεν, είναι κοινή η συνισταμένη ότι ελάχιστα πρόκειται να αλλάξουν σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής (νεοφιλελευθερισμός, κρατικός ρατσισμός κλπ) στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ένα σημείο στο οποίο είναι πολύ πιο ορατές οι διαφορές και αναμένονται αλλαγές, όπως φάνηκε και από το χαρακτήρα που πήρε η «από τα πάνω» προεκλογική συζήτηση, είναι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Δημοσιεύουμε αποσπάσματα δύο σχετικών άρθρων. Η Κλόι Ραφέρτι, με αφορμή την μαζική δημόσια προεκλογική υποστήριξη του στρατιωτικού κατεστημένου (ακόμα και πολλών Ρεπουμπλικάνων) στον Μπάιντεν, παρουσιάζει το συνολικότερο υπόβαθρο. Σε άρθρο της στην εφημερίδα red flag, παρουσιάζει τα στρατηγικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός τα τελευταία 10-15 χρόνια, την αποτυχία της στρατηγικής Τραμπ να τα αντιμετωπίσει και τις προσδοκίες του κατεστημένου από την διακυβέρνηση Μπάιντεν. Ο Άσλεϊ Σμιθ, σε άρθρο του στο περιοδικό tempest, «εξειδικεύει» αυτές τις προσδοκίες, παρουσιάζοντας τις εκτιμήσεις του για το πώς πρόκειται να κινηθεί  συγκεκριμένα η διοίκηση Μπάιντεν σε μια σειρά από κρίσιμα μέτωπα στον πλανήτη. 

-------------------------------

Γιατί τα «γεράκια» στήριξαν τον Μπάιντεν;

Της Κλόι Ραφέρτι

Η αμερικανική αυτοκρατορία βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής. Οι ΗΠΑ είναι η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη από το 1871 και ο στρατός τους έχει περίπου 800 εγκαταστάσεις σε 80 χώρες διεθνώς. Αλλά σήμερα αντιμετωπίζουν έναν ενισχυόμενο οικονομικό ανταγωνιστή, την Κίνα, και αρκετές μικρότερες δυνάμεις που αμφισβητούν την ικανότητά τους να παίρνουν αποφάσεις σε κάθε γωνιά του πλανήτη, με πιο σημαντικές το Ιράν και τη Ρωσία. 

Ο Πόλεμος Ενάντια στην Τρομοκρατία, που εξαπέλυσε η κυβέρνηση Μπους, κατέληξε στις εισβολές στο Αφγανιστάν το 2001 και στο Ιράκ το 2003. Σκότωσε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους και κόστισε πάνω από 2,4 τρισ. δολάρια. Για τους λαούς της Μέσης Ανατολής, ήταν ένα σφαγείο. Για την αμερικανική αυτοκρατορία ήταν μια καταστροφή. Η αποσταθεροποίηση του Ιράκ οδήγησε στην επέκταση της ιρανικής επιρροής σε όλη την περιοχή, αντί για την αλλαγή καθεστώτος στην Τεχεράνη που ονειρευόταν το Πεντάγωνο. Η επέμβαση στο Ιράκ υποτίθεται ότι θα διασφάλιζε την αμερικανική κυριαρχία. Αντίθετα αποκάλυψε τις αδυναμίες και τα όρια της αμερικανικής ισχύος, ακριβώς στη συγκυρία που ξεκινούσε η δραματική οικονομική άνοδος της Κίνας. 

Οι εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας αυξάνονταν επί χρόνια. Από όταν εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, η Κίνα χτίζει την οικονομική της δύναμη, την διπλωματική της ισχύ και τη στρατιωτική της δύναμη, καθώς οι ΗΠΑ είχαν βρεθεί καθηλωμένες σε ατελείωτους πολέμους και υπέστησαν οικονομική κρίση και ύφεση μετά την κρίση του 2008. 

Το «πίβοτ στην Ασία» του Μπαράκ Ομπάμα, που σχεδίαζε να αυξήσει τις αμερικανικές ναυτικές δυνάμεις στον Ειρηνικό, ήταν ένα σημάδι ότι η αμερικανική άρχουσα τάξη ήθελε να περιορίσει και να περικυκλώσει την Κίνα. Η στρατηγική Ομπάμα ήρθε καθυστερημένα και δεν αρκούσε για την ανάσχεση της Κίνας. Η Κίνα είχε γίνει ήδη πιο επιθετική στην επιδίωξη των διεκδικήσεών της στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, ενώ είχε αρχίσει να κλείνει το τεράστιο χάσμα με τις ΗΠΑ σε στρατιωτικές δυνατότητες, υλοποιώντας το ταχύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα, σε καιρό ειρήνης, στην Ιστορία. 

Επί Τραμπ αυτές οι εντάσεις οξύνθηκαν. Η συγκρουσιακή ρητορική του Τραμπ και οι εμπορικοί πόλεμοι υπήρξαν μια ρήξη με την αμερικανική στρατηγική δεκαετιών που επεδίωκε την ενσωμάτωση της Κίνας στη διεθνή φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων. Από την εποχή της διακυβέρνησης Νίξον -που το 1972 έγινε ο πρώτος Αμερικάνος πρόεδρος που επισκέφτηκε το Πεκίνο- η αμερικανική άρχουσα τάξη πίστευε ότι θα διασφάλιζε την παγκόσμια ανωτερότητά της ενσωματώνοντας την Κίνα στο διεθνές σύστημα. Για ένα διάστημα, αυτό έμοιαζε να λειτουργεί. Η Κίνα έγινε το «εργασιακό κάτεργο» του πλανήτη και κομβικός τόπος επενδύσεων για αμερικανικές εταιρίες όπως η Apple και η General Motors. Αλλά αυτή η στρατηγική δεν μπορούσε να είναι αμοιβαία επωφελής για πάντα. Σήμερα η Κίνα αξιοποιεί την μετεωρική ανάπτυξή της για να αμφισβητήσει τον ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ στον Ειρηνικό. 

Η εμβληματική στρατηγική ανάσχεσης του Ομπάμα ήταν η Συμφωνία Συνεργασίας στον Ειρηνικό (TPP). Η TPP θα ήταν η μεγαλύτερη συμφωνία ελευθέρου εμπορίου στην Ιστορία, μειώνοντας τους δασμούς και άλλα μη-δασμολογικά εμπόδια στο εμπόριο μεταξύ 11 χωρών του Ειρηνικού και των ΗΠΑ. Ο στόχος ήταν να αποκλειστεί η Κίνα και να ενσωματωθούν οι χώρες του Ειρηνικού στην αμερικανική οικονομία.  Ο υπουργός Άμυνας του Ομπάμα, Άστον Κάρτερ, είχε πει ότι η TPP ήταν «εξίσου σημαντική με αεροπλανοφόρο».

Αλλά λίγα χρόνια μετά, ο Ντόναλντ Τραμπ την γκρέμισε. Ήταν μια κίνηση σε αντίθεση με την συναίνεση που επικρατούσε στην αμερικανική οικονομική και στρατιωτική ελίτ, αλλά ο νέος πρόεδρος είχε τις δικές του ιδέες για το πώς περιορίζεται πιο αποτελεσματικά η Κίνα. Μέχρι τον περασμένο Αύγουστο, ο Τραμπ είχε επιβάλει δασμούς 550 δισ. σε κινεζικά προϊόντα, με μια καμπάνια που έβαζε στο στόχαστρο ιδιαίτερα τον τεχνολογικό γίγαντα Huawei, που έδειχνε έτοιμος να ξεπεράσει την Apple σε παγκόσμιες πωλήσεις τηλεφώνων. Αν και υπήρχε διακομματική συναίνεση στην σκληρή γραμμή απέναντι στην Κίνα, η ανορθόδοξη προστατευτική προσέγγιση του Τραμπ απέναντι στο διεθνές εμπόριο αποξένωσε μεγάλα τμήματα της αστικής τάξης που κατά άλλα ήταν ικανοποιημένα με τις εγχώριες πολιτικές φοροαπαλλαγών και απορρύθμισης. 

Αυτό που ανησύχησε ακόμα περισσότερο το αμερικανικό κατεστημένο ήταν ότι ο Τραμπ υιοθέτησε μια απορριπτική στάση απέναντι σε συμμάχους των ΗΠΑ, ειδικά την ΕΕ. Ο Τραμπ δήλωνε περήφανος για την ικανότητά του να κλείνει συμφωνίες με άλλα κράτη που ευνοούσαν τις ΗΠΑ. Έδωσε το σήμα ότι η πολυμερής προσέγγιση στο εμπόριο είχε λήξει όταν έσκισε την TPP και στη συνέχεια επέβαλλε δασμούς στα γερμανικά αυτοκίνητα, τον καναδικό χάλυβα και τα γαλλικά είδη πολυτελείας. Για ένα σοβαρό τμήμα της αμερικανικής ελίτ, αυτές οι ενέργειες το μόνο που κατάφεραν ήταν να δημιουργήσουν ένα κενό το οποίο καλύπτει το Πεκίνο, με τις δικές του συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και την πρωτοβουλία Μία Ζώνη-Ένας Δρόμος, αξίας 1 τρισ. δολαρίων, που επιδιώκει να ενσωματώσει πάνω από 138 χώρες σε εμπορικούς δρόμους και αλυσίδες παραγωγής που έχουν ως κέντρο την Κίνα. 

Το ΔΝΤ, το ΝΑΤΟ, ο ΟΗΕ και άλλοι διεθνείς θεσμοί προβάλουν την αμερικανική κυριαρχία ρυμουλκώντας τα σύμμαχα κράτη πίσω από την αμερικανική ηγεσία. Η προεδρία Τραμπ απονομιμοποίησε ή περιθωριοποίησε αυτούς τους θεσμούς, καθώς εστίαζε στο «Πρώτα η Αμερική». Το στρατιωτικό κατεστημένο εκτιμά ότι αυτό απείλησε και δεν ενίσχυσε την αμερικανική ισχύ. 

Οι εγκληματίες πολέμου ελπίζουν ότι ο Μπάιντεν θα αποκαταστήσει την πολιτική νομιμοποίηση της αμερικανικής κυβέρνησης. Πάνω απ’ όλα, το αμερικανικό κατεστημένο ελπίζει ότι ο Μπάιντεν θα αποκαταστήσει τις σχέσεις με τους συμμάχους των ΗΠΑ και θα οικοδομήσει ένα συνασπισμό κρατών για την αντιπαράθεση με την Κίνα, μετά από 4 καταστροφικά χρόνια που έθεσαν σε αμφισβήτηση τον διεθνή ηγετικό ρόλο των ΗΠΑ. Όπως παραπονιόταν η επιστολή των Στελεχών Εθνικής Ασφάλειας που δήλωναν προεκλογική υποστήριξη στον Μπάιντεν: «Οι σύμμαχοί μας ούτε μας εμπιστεύονται ούτε μας σέβονται πλέον, και οι εχθροί μας δεν μας φοβούνται πια». 

Υπάρχει συναίνεση μέσα στην αμερικανική άρχουσα τάξη γύρω από την ανάγκη να «σκληρύνουμε με την Κίνα». Προεκλογικά ο Μπάιντεν κατηγόρησε τον Τραμπ ότι «τον δουλεύει» ο Κινέζος Πρόεδρος Ξι Τζινπίνγκ, τον οποίο χαρακτήρισε «αλήτη». Ήταν συνεπές με την πρακτική του Δημοκρατικού Κόμματος στο Κογκρέσο, που συνίσταται σε επικρίσεις στον Τραμπ ότι δεν είναι αρκετά σκληρός…

Ο παγκόσμιος καπιταλισμός αντιμετωπίζει μια βαθιά κρίση που αναδιαμορφώνει τις διεθνείς σχέσεις και πιέζει τις υπάρχουσες συγκρούσεις. Η ανοιχτή ιμπεριαλιστική αντιπαλότητα θα είναι χαρακτηριστικό της ερχόμενης περιόδου, μαζί με πολέμους και περιφερειακές διαμάχες. Οι ΗΠΑ δε θα διστάσουν σε τίποτα προκειμένου να διαφυλάξουν τη θέση τους ως παγκόσμια υπερδύναμη. Και ο ο Τζο Μπάιντεν είναι ο επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεών τους. Είναι πλέον ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στον πλανήτη. 

Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται

Του Άσλεϊ Σμιθ​

Παρουσιάζοντας την εξωτερική του πολιτική, ο Μπάιντεν δήλωσε: «Η Αμερική επιστρέφει, έτοιμη να καθοδηγήσει τον κόσμο κι όχι να αναδιπλωθεί μακριά από αυτόν. Να καθίσει για άλλη μια φορά στην κεφαλή του τραπεζιού. Έτοιμη να αντιμετωπίσει τους εχθρούς μας και να μην απορρίπτει τους συμμάχους μας».  

Προτείνει έτσι μια νέα ιμπεριαλιστική στρατηγική που συνδυάζει όψεις της «μυώδους πολυμέρειας» του Ομπάμα με την προσήλωση του Τραμπ στον ανταγωνισμό με την Κίνα και τη Ρωσία. 

Για να εστιάσει σε αυτούς τους αντιπάλους, ο Μπάιντεν θα χρειαστεί να συνεχίσει την αποχώρηση αμερικανικών στρατευμάτων από Αφγανιστάν και Ιράκ. Στη θέση των στρατιωτικών κατοχών, στοχεύει να εφαρμόσει μια αντιτρομοκρατική στρατηγική, κλιμακώνοντας τον Πόλεμο των Drones για δολοφονίες στελεχών της Αλ Κάιντα και το ISIS και βομβαρδισμούς εγκαταστάσεών τους. 

Αν και υπόσχεται να υιοθετήσει μια πιο κριτική στάση απέναντι στο Τελ Αβίβ και το Ριάντ και να περιορίσει κάποιες από τις πιο ακραίες πολιτικές τους, βλέπει και τους δύο ως αναντικατάστατους στρατηγικούς συμμάχους. 

Ανεξάρτητα από διαφωνίες σε συγκεκριμένες πολιτικές του Ισραήλ, ο Μπάιντεν στοχεύει να συντηρήσει μια «σιδερένια δέσμευση» στην ασφάλειά του. Η νέα κυβέρνηση θα συνεχίσει να στηρίζει το καθεστώς και να καταγγέλει το κίνημα BDS, θα διατηρήσει την πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ και την αναγνώρισή της ως πρωτεύουσα του Ισραήλ και θα επικυρώσει τις ειρηνευτικές συμφωνίες που έκλεισε το Ισραήλ με τα κράτη του Κόλπου. 

Ο Μπάιντεν έχει υιοθετήσει μια πιο αυστηρή στάση προς τη Σαουδική Αραβία. Διαφωνεί με τον τρομακτικό πόλεμο που έχει εξαπολύσει στην Υεμένη κι έχει σκεφτεί να τερματίσει τις πωλήσεις επιθετικών όπλων, αλλά συνεχίζει να στηρίζει το Βασίλειο με βάση τις κοινές στρατηγικές προτεραιότητες -συγκεκριμένα τη συμμαχία ενάντια στο Ιράν. 

Με τα πιο λυσσασμένα σκυλιά της Ουάσινγκτον να βρίσκονται και πάλι δεμένα με λουρί, ο Μπάιντεν σκοπεύει να αρχίσει νέες διαπραγματεύσεις με το Ιράν για να επαναλειτουργήσει η Πυρηνική Συμφωνία την οποία εγκατέλειψε ο Τραμπ. Υπόσχεται να τερματίσει τις κυρώσεις αν η Τεχεράνη κάνει πίσω στο πυρηνικό της πρόγραμμα. 

Αν ο Μπάιντεν καταφέρει να τερματίσει τους «αιώνιους πολέμους» και να περιορίσει τη σύγκρουση με το Ιράν -και πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο «αν»- ελπίζει να εστιάσει στον ανταγωνισμό με τις μεγάλες δυνάμεις. Με τα λόγια ενός συμβούλου του, οι προτεραιότητες της κυβέρνησης θα είναι: «Η Κίνα. Η Κίνα. Η Κίνα. Και η Ρωσία». 

Σε αντίθεση με τον Τραμπ που κατέφυγε σε μονομερείς τραμπουκισμούς, ο Μπάιντεν θέλει να υποχρεώσει την Κίνα να πειθαρχήσει στις επιταγές της Ουάσινγκτον. Έχει ήδη καλέσει μια σύνοδο συμμάχων που περιλαμβάνει ΗΠΑ, Βρετανία, Καναδά, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, κάποιες ευρωπαϊκές δυνάμεις, την Ιαπωνία και την Ινδία. 

Είναι πιθανό να διατηρήσει τους δασμούς του Τραμπ απέναντι στην Κίνα, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Θέλει να επανεκκινήσει τις συζητήσεις για την TPP, προκειμένου να αντιμετωπίσει την πρόσφατη Περιφερειακή Εκτεταμένη Οικονομική Συνεργασία που υπέγραψε η Κίνα [με όλα τα κράτη του Ειρηνικού και της ΝΑ Ασίας, πλην Ινδίας, συμπεριλαμβανομένων συμμάχων των ΗΠΑ όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα]. 

Ο Μπάιντεν έχει ήδη απευθυνθεί σε Αυστραλία, Ιαπωνία, Ν. Κορέα, Ινδία και Ταϊβάν για να τους διαβεβαιώσει ότι οι ΗΠΑ θα τους στηρίξουν στις διαμάχες τους με την Κίνα. 

Στοχεύει να στηρίξει τις διπλωματικές και οικονομικές πρωτοβουλίες με στρατιωτική δύναμη. Ήδη υποσχέθηκε τέτοια στήριξη στην Ιαπωνία σε περίπτωση που υπάρξει σύρραξη με την Κίνα για τα νησιά Σενκάκου/Ντιαογιού. Διατηρεί μια εξίσου σκληρή γραμμή υποστήριξης της Ταϊβάν απέναντι στην Κίνα. 

Η Κίνα έχει καταλάβει νησιά που διεκδικούνται από διάφορα άλλα ασιατικά κράτη, προκειμένου να εγκαταστήσει στρατιωτικές βάσεις, να ασκήσει έλεγχο σε κομβικά δρομολόγια της διεθνούς ναυσιπλοΐας και να αποκτήσει τον έλεγχο στην αλιεία και σε υποθαλάσσια αποθέματα φυσικής ενέργειας. Στην προεκλογική περίοδο, ο Μπάιντεν περηφανεύτηκε ότι είπε στον Ξι ότι οι ΗΠΑ θα αγνοήσουν τις κινεζικές διεκδικήσεις και θα συνεχίσουν να επιχειρούν στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας.  

Ο δεύτερος στόχος του Μπάιντεν στον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων είναι η Ρωσία. Είναι αποφασισμένος να πειθαρχήσει την Ρωσία και ταυτόχρονα να την προσελκύσει μακριά από τη συμμαχία με την Κίνα, καθώς αν αυτή επιτευχθεί, θα συνδυάζει την θηριώδη οικονομική δύναμη της Κίνας με το πετρελαϊκό και πυρηνικά εξοπλισμένο κράτος του Πούτιν. 

Ο Πούτιν εκμεταλλεύθηκε την αμφιταλάντευση του Τραμπ για να προβάλει ακόμα περισσότερο τη δύναμη της Ρωσίας στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Ο Μπάιντεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το ΝΑΤΟ για να πιέσει τη Ρωσία στην ανατολική Ευρώπη και να αμφισβητήσει τις συμμαχίες της στη Μέση Ανατολή. Έχει υποσχεθεί να αυξήσει τις κυρώσεις στο Κρεμλίνο. Την ίδια ώρα, ο Μπάιντεν υπόσχεται διπλωματική συνεργασία με τον Πούτιν για να τον τραβήξει μακριά από το Πεκίνο. 

Η νέα στρατηγική του Μπάιντεν εγκαινιάζει μια επιθετική και παρεμβατική εξωτερική πολιτική. Όπως κατέληξε σε άρθρο του ο Λόρεν Τόμπσον στο Forbes: «Η προεδρία Μπάιντεν είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιήσει αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις στο εξωτερικό σε σχέση με τον πρόεδρο Τραμπ». 

Αν και ο ανταγωνισμός ΗΠΑ και Κίνας οξύνεται, υπάρχουν αντίρροπες τάσεις που βάζουν φρένο στην εξέλιξή του σε ανοιχτό πόλεμο. Η βαθιά αλληλεξάρτηση των δύο οικονομιών παραμένει, κάνοντας επικίνδυνη κάθε ανοιχτή σύγκρουση και για τα δύο κράτη. Συνεπώς, η αντιπαλότητα θα εκφραστεί κυρίως σε οικονομικό και διπλωματικό ανταγωνισμό όπως και σε συγκρούσεις δι’ αντιπροσώπων. Αλλά υπάρχει μια σειρά διενέξεων, ειδικά αυτές σε Ταϊβάν και Θάλασσα Νότιας Κίνας, που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν στρατιωτικές συρράξεις ακόμα και αν τα δύο κράτη θα προτιμούσαν να τις αποφύγουν.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

 

 

Ετικέτες