Πρόκειται για την πολυσυζητημένη ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, με τίτλο, «Ο Αστακός» και με πρωταγωνιστές τους Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις.

Η υπό­θε­ση της ται­νί­ας έχει να κάνει με αν­θρώ­πους που μέ­νουν μόνοι είτε επει­δή χω­ρί­ζουν είτε επει­δή πε­θαί­νει ο/η σύ­ντρο­φός τους, οι οποί­οι συλ­λαμ­βά­νο­νται και με­τα­φέ­ρο­νται υπο­χρε­ω­τι­κά σε ένα ξε­νο­δο­χείο. Διότι, στην κοι­νω­νία που ζουν, για να είναι κά­ποιος/-α «ελεύ­θε­ρος/-η», πρέ­πει, επί­σης υπο­χρε­ω­τι­κά, να είναι μέρος ενός ζευ­γα­ριού. Έτσι, στο ξε­νο­δο­χείο που με­τα­φέ­ρο­νται, το οποίο είναι ένα μέρος με πολύ αυ­στη­ρούς κα­νό­νες, πρέ­πει μέσα σε 45 ημέ­ρες να βρουν το ταίρι τους και να ζευ­γα­ρώ­σουν. Και η επι­λο­γή είναι συ­νή­θως ψυχρή, υπο­λο­γι­στι­κή, με βάση από­λυ­τα κοι­νές συ­νή­θειες και με στε­ρε­ό­τυ­πα περί αρ­μο­νι­κών σχέ­σε­ων («αν με τον σύ­ντρο­φό σας αρ­χί­σε­τε να τσα­κώ­νε­στε, θα σας ανα­τε­θεί ένα παιδί, συχνά αυτό βοη­θά­ει», τους λένε). Ο λόγος που πα­ντρεύ­ο­νται δεν είναι επει­δή γνω­ρί­ζουν ο ένας τον άλλο, αλλά μέσα από το γάμο να γνω­ρι­στούν. Υπάρ­χει δια­φο­ρά. Αν, τε­λι­κά, δεν κα­τα­φέ­ρουν να βρουν ταίρι, έχουν τη δυ­να­τό­τη­τα να με­τα­μορ­φω­θούν σε ένα ζώο της αρε­σκεί­ας τους και να απε­λευ­θε­ρω­θούν στη φύση, όπου εκεί θα βρουν το άλλο τους μισό για να ζευ­γα­ρώ­σουν.

Απέ­να­ντι από το ξε­νο­δο­χείο υπάρ­χει ένα δάσος, όπου ζουν οι «Μο­να­χι­κοί», που είναι δρα­πέ­τες και γι’ αυτό μο­νί­μως κυ­νη­γη­μέ­νοι από τους ενοί­κους του ξε­νο­δο­χεί­ου, οι οποί­οι πολύ συχνά βγαί­νουν για κυ­νή­γι «μο­να­χι­κών» στο δάσος. Οι «Μο­να­χι­κοί», ναι μεν λει­τουρ­γούν αντι­συμ­βα­τι­κά και ελεύ­θε­ρα, όμως υπάρ­χει και για αυ­τούς ένας απα­ρά­βα­τος κα­νό­νας-όρος: απο­κλεί­ουν κάθε εί­δους ερω­τι­κή σχέση είτε είναι αγάπη είτε απλό φλερτ είτε φιλί είτε συ­ντρο­φι­κό­τη­τα είτε συ­ναι­σθη­μα­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις, πόσο μάλ­λον η ίδια η ερω­τι­κή πράξη. Αντί­θε­τα, όποιος/-α πα­ρα­βαί­νει αυτόν τον κα­νό­να τι­μω­ρεί­ται αυ­στη­ρά.

 

Ο Ντέι­βιντ (που τον υπο­δύ­ε­ται ο Κόλιν Φάρελ), που έχει πε­θά­νει η γυ­ναί­κα του, είναι ένας από αυ­τούς που με­τα­φέρ­θη­καν στο ξε­νο­δο­χείο με προ­ο­πτι­κή να βρει ένα ταίρι. Έχει απο­φα­σί­σει πως αν δεν κα­τα­φέ­ρει να ζευ­γα­ρώ­σει θέλει να με­τα­μορ­φω­θεί σε αστα­κό επει­δή του αρέ­σει η θά­λασ­σα και επει­δή ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο από 100 χρό­νια και πα­ρα­μέ­νουν γό­νι­μοι σε με­γά­λη ηλι­κία. Όταν οι μέρες πα­ρα­μο­νής του στο ξε­νο­δο­χείο κο­ντεύ­ουν να τε­λειώ­σουν χωρίς να έχει ζευ­γα­ρώ­σει, απελ­πι­σμέ­νος δρα­πε­τεύ­ει στο δάσος και τάσ­σε­ται με τους «Μο­να­χι­κούς». Όμως, εκεί θα βρει τον πραγ­μα­τι­κό έρωτα, ο οποί­ος όπως εί­πα­με είναι απα­γο­ρευ­μέ­νος.

 

Η ται­νία ανα­φέ­ρε­ται, βέ­βαια, σε μια δυ­στο­πι­κή κοι­νω­νία του μέλ­λο­ντος. Να επι­ση­μά­νου­με ότι η Δυ­στο­πία είναι το αντί­θε­το της Ου­το­πί­ας. Η Δυ­στο­πία είναι ένας τόπος αλ­λοί­ω­σης, φόβου και δυ­στυ­χί­ας, μα­κριά από το ονει­ρι­κό στοι­χείο των αν­θρώ­πων που είναι η ανα­ζή­τη­ση της Ου­το­πί­ας, δη­λα­δή του τόπου της χαράς, της ευ­τυ­χί­ας και της ισό­τη­τας.

 

Ου­σια­στι­κά μέσα από την ται­νία επι­χει­ρεί­ται η επα­νε­φεύ­ρε­ση των συ­ναι­σθη­μά­των, δη­λα­δή το δι­καί­ω­μα του αν­θρώ­που να αγαπά και να ζει όπως αυτός επι­λέ­γει την ευ­τυ­χία του, ακόμη και τη μο­να­χι­κό­τη­τά του, αρ­νού­με­νος τον προ­κα­θο­ρι­σμέ­νο ρόλο μιας κοι­νω­νί­ας που ανα­πα­ρά­γει τη δυ­στο­πία. Στο ξε­νο­δο­χείο επι­βάλ­λε­ται η υπο­χρε­ω­τι­κή «αγάπη». Όμως, αυτό είναι μια πράξη τι­μω­ρί­ας. Ζευ­γα­ρώ­νω επει­δή φο­βά­μαι, επει­δή πρέ­πει. Δεν επι­λέ­γω. Είναι ζευ­γά­ρω­μα ζώου. Έρ­χο­νται μαζί επει­δή φο­βού­νται και έτσι βρί­σκουν όποιον/-α νάναι, και όχι γιατί χαί­ρο­νται να είναι μαζί, να εμπλου­τί­ζει ο ένας τη ζωή του άλλου με νοιά­ξι­μο, με οι­κειό­τη­τα, με αγάπη. Όμως, η αγάπη δεν επι­βάλ­λε­ται.

Στο άλλο άκρο, η ζωή των «Μο­να­χι­κών», είναι κι αυτή αλ­λο­τριω­μέ­νη. Επει­δή, ούτε τη μο­να­χι­κό­τη­τα μπο­ρείς να την επι­βάλ­λεις. Την επι­λέ­γεις. Και αυτό απο­δει­κνύ­ε­ται από το γε­γο­νός ότι ακόμη και στους «Μο­να­χι­κούς» ανα­δύ­ε­ται η αγάπη, πα­ρα­βιά­ζο­ντας τους κα­νό­νες και δια­τα­ράσ­σο­ντας τις ισορ­ρο­πί­ες. Είναι στη φύση του αν­θρώ­που η αγάπη. Αλ­λιώς θα ζευ­γα­ρώ­να­με εν­στι­κτω­δώς, όπως τα ζώα. Φαί­νε­ται ότι η αγάπη είναι πο­λι­τι­σμι­κή επι­λο­γή, η οποία λέει ότι θέλω να μοι­ρά­ζο­μαι πράγ­μα­τα με τον/την σύ­ντρο­φό μου. Όπως λέει κά­ποια στιγ­μή στους δια­λό­γους της ται­νί­ας, «Δεν ήξερε πόσο πο­νά­ει να είσαι μόνος» και «να τρί­βεις μόνος με αναλ­γη­τι­κή κρέμα την πλάτη σου».

 

Ένα πρώτο συ­μπέ­ρα­σμα είναι ότι ενώ ο άν­θρω­πος δεν μπο­ρεί να είναι μόνος του, ταυ­τό­χρο­να ούτε η αγάπη μπο­ρεί να επι­βλη­θεί. Απε­να­ντί­ας, η ται­νία αυτό που, κατά τη γνώμη μου, θέλει να δεί­ξει είναι ότι ο άν­θρω­πος είναι απρό­βλε­πτος, με την έν­νοια ότι δεν μπο­ρούν να του επι­βάλ­λουν τί­πο­τα. Ακόμη και σε μία σχέση είναι επι­λο­γή να συ­νυ­πάρ­χουν και τα δύο: και η ανά­γκη της μο­να­χι­κό­τη­τας και η ανά­γκη της αγά­πης. Εδώ να διευ­κρι­νί­σου­με ότι άλλο πράγ­μα είναι η μο­να­ξιά και άλλο η μο­να­χι­κό­τη­τα. Η μο­να­ξιά είναι αρ­νη­τι­κή κα­τά­στα­ση. Ση­μαί­νει ότι είσαι σε από­γνω­ση, αι­σθά­νε­σαι πα­ρα­τη­μέ­νος, πως δεν σε χρειά­ζε­ται κα­νείς και κα­λύ­πτεις την κε­νό­τη­τα της μο­να­ξιάς με φα­γη­τό, με αλ­κο­όλ, με ναρ­κω­τι­κά, με σεξ, με τη­λε­ό­ρα­ση, με Η/Υ και οτι­δή­πο­τε σε κάνει να ξε­χνιέ­σαι. Αντί­θε­τα, η μο­να­χι­κό­τη­τα είναι υγεία, γιατί βρί­σκε­σαι μαζί με τον εαυτό σου, λέει ο Όσσο. «Είναι η χαρά του να είσαι ο εαυ­τός σου. Είναι η χαρά να έχεις δικό σου χώρο. […] Αγάπη και μο­να­χι­κό­τη­τα είναι δύο πο­λι­κό­τη­τες της ίδιας ενέρ­γειας. […] Αν οι ερα­στές δεν αφή­νουν ο ένας στον άλλον χώρο, ώστε να μπο­ρούν να είναι και μόνοι, τότε η αγάπη θα κα­τα­στρα­φεί. Γιατί μέσα από τη μο­να­χι­κό­τη­τα η αγάπη μα­ζεύ­ει φρέ­σκια ενέρ­γεια, φρέ­σκους χυ­μούς. Όταν  είσαι μόνος, μα­ζεύ­εις ενέρ­γεια, ώσπου να ξε­χει­λί­σεις απ’ αυτήν.

Αυτό το ξε­χεί­λι­σμα γί­νε­ται αγάπη. Τότε μπο­ρείς να το μοι­ρα­στείς με το φίλο σου, με τη γυ­ναί­κα σου, με οποιον­δή­πο­τε αγα­πάς. Τώρα έχεις αρ­κε­τά να μοι­ρα­στείς, για την ακρί­βεια πάρα πολλά».

 

Η ται­νία τε­λειώ­νει με ένα συ­γκι­νη­τι­κό φι­νά­λε, που, κατά τη γνώμη μου, αφή­νει μια γλυ­κό­πι­κρη γεύση. Δίνει την αί­σθη­ση της θυ­σί­ας για την αγάπη και ότι για χάρη της πρέ­πει να εί­μα­στε όμοιοι. Όμως, η αγάπη δεν είναι ούτε υπέρ­με­τρο ούτε ημί­με­τρο. Επί­σης, δεν είναι κα­νέ­νας ανώ­τε­ρος ή κα­τώ­τε­ρος από τον άλλο. Εί­μα­στε συ­μπλη­ρω­μα­τι­κοί, και μαζί δη­μιουρ­γού­με μια ολό­τη­τα. Αγάπη ση­μαί­νει αυ­το­νο­μία, ιδιαι­τε­ρό­τη­τα, οι­κειό­τη­τα, νοιά­ξι­μο, φρο­ντί­δα, στορ­γή, χαρά, υπο­μο­νή, μοί­ρα­σμα ευ­χά­ρι­στων και δυ­σά­ρε­στων πραγ­μά­των. Ση­μαί­νει να εί­μα­στε ο εαυ­τός μας και όχι να γί­νου­με δύο σε ένα. Όλα αυτά συ­νά­δουν μια διαρ­κή πε­ρι­πέ­τεια, ένα ρίσκο, που πε­ρι­λαμ­βά­νει και θε­τι­κά και αρ­νη­τι­κά. Αγάπη ση­μαί­νει να σχε­τί­ζε­σαι και όχι σχέση. Η σχέση είναι δομή, πα­γιο­ποι­η­μέ­νη κα­τά­στα­ση, εξάρ­τη­ση, χά­σι­μο της αυ­το­νο­μί­ας. Είναι κάτι που έχει κλεί­σει. Αντί­θε­τα, το σχε­τί­ζε­σαι είναι ρήμα, δεν είναι ου­σια­στι­κό. Είναι δια­δι­κα­σία, ενέρ­γεια, δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα. Συ­στή­νου­με τον εαυτό μας, ο ένας στον άλλο, κάθε μέρα από την αρχή. Χτί­ζε­ται κα­θη­με­ρι­νά. Είναι ο κα­θρέ­φτης μας.

 

Τε­λι­κά, η Αγάπη είναι Τέχνη, όπως λέει ο Έριχ Φρομ, και γι’ αυτό απο­τε­λεί ένα ανοι­χτό ερώ­τη­μα. Ένα ερώ­τη­μα, με το οποίο τε­λειώ­νει και η ται­νία, με το άκου­σμα ενός πα­λαιού τρα­γου­διού (1957), των Τάκη Μω­ρά­κη και Γιάν­νη Φερ­μά­νο­γλου, το οποίο ερ­μη­νεύ­ει η Σοφία Λόρεν στα ελ­λη­νι­κά, «Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη». Ας το ακού­σου­με (https://​www.​youtube.​com/​watch?​v=lGW​2iql​yAOU).

Ετικέτες