Η επίσκεψη Δένδια στην Κωνσταντινούπολη κατέληξε σε έναν έντονο «καυγά» με τον Τσαβούσογλου, μπροστά στις κάμερες, γεγονός που βρίσκεται σε ρήξη με τις διπλωματικές συνήθειες και πρακτικές, τουλάχιστον όταν αυτές αναζητούν πραγματικά λύσεις σε επικίνδυνα προβλήματα.

Νωρίτερα, η τουρκική πλευρά είχε κάνει καθαρή την πρόθεσή της για ενίσχυση των διαπραγματεύσεων. Ο Ερντογάν ζήτησε προσωπική συνάντηση, «εκτός προγράμματος», με τον Έλληνα υπ. Εξωτερικών και ο Δένδιας αποδέχθηκε την πρόσκληση. Κατά την εφημερίδα «Το Βήμα», η τουρκική πλευρά πρότεινε επισήμως την αναβάθμιση των διαπραγματεύσεων από το επίπεδο των «διερευνητικών» στην ανώτερη κλίμακα των «συμβουλευτικών», ζητώντας επίσης να επιταχυνθεί η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν.

Σε αυτή την απόπειρα απάντησε ο Δένδιας -κατά το Μαξίμου, μετά από συνεννόηση με τον Μητσοτάκη…- επιλέγοντας τον on camera καυγά με τον Τσαβούσογλου.

Ας δούμε πώς εκτίμησε το γεγονός η λεγόμενη «εθνική δημοσιογραφία», διαλέγοντας μια από τις mainstream ιστοσελίδες της και όχι κάποια από τις πολεμοκάπηλες:

«Ο κ. Δένδιας κατανόησε ότι η ρητορική του διεθνούς δικαίου, των διεθνών οργανισμών κλπ είναι μεν αναγκαία, αλλά όχι ικανή να μας προστατεύσει. Έτσι μίλησε με όρους εθνικού συμφέροντος και ισχύος στην Τουρκία, μέσα στο σπίτι της, και έδειξε δόντια αν και χαμογελώντας…

Ο σεβασμός και η εθνική επιβίωση κερδίζονται από την εθνική ισχύ και τη διάθεση προάσπισης των εθνικών συμφερόντων. Για να σε παίρνουν στα σοβαρά, πρέπει να δείχνεις έτοιμος να συγκρουστείς… Ο 20ός αιώνας τελείωσε, καλώς ήλθατε στα τέλη του 19ου!».

(«Ο Δένδιας εξέφρασε τους Έλληνες, ο Μητσοτάκης θα τον ακούσει;», SLPRESS)

Κατά τον διεθνή και τον ελληνικό Τύπο, οι μέχρι τώρα αντιδράσεις της Άγκυρας στην πρόκληση («μέσα στο σπίτι της…») εκτιμώνται ως ψύχραιμες και αφήνουν ανοιχτό το γήπεδο για συνέχεια των διαπραγματεύσεων. Όλοι όμως μένουν με το ερώτημα αν η στάση του Δένδια «ανακοίνωσε» μια νέα στρατηγική της Αθήνας και αν ναι, ποια είναι αυτή; Έχει σημασία να σημειώσουμε ότι για το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος αναρωτιέται και η μερίδα του λεγόμενου σοβαρού ελληνικού Τύπου, που συνήθως είναι ενήμερη για τις καθεστωτικές απαντήσεις, όταν τουλάχιστον αυτές υπάρχουν.

Για να αναζητήσουμε τις απαντήσεις σε αυτό το διπλό ερώτημα, οφείλουμε να θυμηθούμε τη συγκυρία πριν από την επίσκεψη Δένδια στην Τουρκία. Στις 25 Μάρτη, κατά την επέτειο των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, επισκέφτηκαν τα ελληνικά νερά δύο εμβληματικά πλοία: το αμερικανικό πυρηνικό αεροπλανοφόρο Αϊζενχάουερ και το γαλλικό Σαρλ Ντε Γκολ. Αυτοί οι βροντόσαυροι, τα σύμβολα της καταστρεπτικής ισχύος του δυτικού ιμπεριαλισμού, δεν μετακινούνται για το θεαθήναι. Η παρουσίας τους εδώ ήταν σαφές μήνυμα που υπενθύμιζε τις επιλογές των ΗΠΑ και της Γαλλίας. Οι μεν ΗΠΑ έχουν θέσει επισήμως την Τουρκία σε καθεστώς «κυρώσεων», η δε Γαλλία του Μακρόν, είναι η χώρα-μέλος της ΕΕ που έχει (ανεπισήμως, αλλά δραστικά) αναλάβει πρόσφατα στρατιωτική δράση σε βάρος τουρκικών πλοίων στα διεθνή ύδατα ανοιχτά της Λιβύης.

Αυτή η δύναμη, σε συνδυασμό με το ξέσπασμα της εσωτερικής οικονομικοκοινωνικής κρίσης, υποχρέωσαν το καθεστώς Ερντογάν προς την επείγουσα «στροφή» προς τις διαδικασίες του ελληνοτουρκικού «διαλόγου» υπό τη διεθνή (δυτική) εποπτεία.

Αν για τη στάση των ΗΠΑ και της Γαλλίας δεν απομένουν αμφιβολίες, πολλοί επιμένουν ότι η συλλογική στάση της ΕΕ κυμαίνεται μεταξύ της «ανεκτικότητας» απέναντι στον Ερντογάν ή και της ανοιχτής «φιλοτουρκικής» πολιτικής.

Λίγο πριν την επίσκεψη Δένδια στην Τουρκία, δόθηκε στη δημοσιότητα το σχέδιο συμπερασμάτων για την Ανατολική Μεσόγειο της Επιτροπής Μονίμων Αντιπροσώπων σχετικά με τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Εκεί υπογραμμίζεται:

«…Υπενθυμίζουμε το στρατηγικό ενδιαφέρον της ΕΕ σε ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον στην ανατολική Μεσόγειο και στην ανάπτυξη μιας συνεργασίας και αμοιβαία επωφελούς σχέσης με την Τουρκία, σαν υποψήφια χώρα. Χαιρετίζουμε την πρόσφατη αποκλιμάκωση στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω της διακοπής των παράνομων δραστηριοτήτων γεώτρησης και σεισμικών ερευνών στα χωρικά ύδατα, την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα της Κύπρου και την επανάληψη διμερών συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Υπό την προϋπόθεση ότι τα τρέχοντα θετικά σημάδια από πλευράς Τουρκίας θα συνοδευτούν από πράξεις που θα οδηγήσουν σε πιστοποιημένη, διαρκή αποκλιμάκωση… η ΕΕ είναι έτοιμη να εξετάσεις τρόπους να συνεργαστεί με την Τουρκία, με προοδευτικό, τμηματικό και αναστρέψιμο τρόπο…

Επαναβεβαιώνουμε την αποφασιστικότητα της ΕΕ, σε περίπτωση ανανεωμένων προκλήσεων ή μονομερών ενεργειών εντός των θαλασσίων ζωνών των κρατών μελών, να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα και τις επιλογές που διαθέτει για να υπερασπίσει τα συμφέροντά της και τα συμφέροντα των κρατών μελών της…».

(μετάφραση της «Εφ.Συν.», εμφάσεις δικές μου)

Η θέση αυτή που συναρτά άμεσα την όποια εξέλιξη των ευρωτουρκικών σχέσεων («με τμηματικό και αναστρέψιμο τρόπο») από την προϋπόθεση («πιστοποιημένης») αποχής της Τουρκίας από κάθε «μονομερή ενέργεια» στις θάλασσες που είναι, ή θεωρούνται, «θαλάσσιες ζώνες των κρατών-μελών» στην περιοχή, είναι μια πολύ σημαντική πίεση πάνω στον Ερντογάν. Ιδιαίτερα τη στιγμή που αυτός αναζητά αγωνιωδώς ένα θετικό «νεύμα» των ευρωπαϊκών αγορών στην προσπάθεια να διασώσει τις τουρκικές τράπεζες και να στηρίξει το τουρκικό νόμισμα.

Ο Δένδιας πήγε στην Κωνσταντινούπολη έχοντας στη βαλίτσα του την υποστήριξη όλων των δυτικών μεγάλων δυνάμεων. Οι μαγκιές που πούλησε εκεί είναι στηριγμένες σε ξένες πλάτες.

Όμως ακριβώς αυτό το στοιχείο αναδεικνύει το στρατηγικό πρόβλημα που ήδη αντιμετωπίζει η κυβερνητική πολιτική του Μητσοτάκη. Γιατί είναι άλλο να γνωρίζεις ότι οι ΗΠΑ και η ΕΕ υποστηρίζουν τους δικούς σου όρους σχετικά με την επίλυση μιας ακανθώδους διαφοράς στα πλαίσια ενός υπό εποπτεία «διαλόγου» και τελείως άλλο να υποθέτεις ότι οι μεγάλες δυνάμεις θα αποδειχθούν πρόθυμες να εμπλακούν μαζί σου στην καταφυγή σε μια αντιπαράθεση «ισχύος». Η ευρύτερη περιοχή έχει γίνει ένα μεγάλο ναρκοπέδιο παγκόσμιας σημασίας, όπου οι πρωτοβουλίες μονομερούς «ρήξης» δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι διαθέτουν την πραγματική έγκριση των μεγάλων δυνάμεων (ακόμα και όταν μιλάμε για το «αγαπημένο τους παιδί», το Κράτος του Ισράηλ…).

Πίσω από το γενικευμένο «εθνικοενωτικό» χειροκρότημα προς τον Δένδια, ο έμπειρος αναγνώστης μπορεί να διακρίνει στις σελίδες του καθεστωτικού Τύπου το αγωνιώδες ερώτημα «Και τώρα τι;», το ερώτημα σχετικά με το επόμενο βήμα της κυβερνητικής πολιτικής.

Οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις είναι σίγουρο ότι έχουν μπροστά πολλά και κρίσιμα στάδια. Σε λίγες ημέρες συγκαλείται, υπό τον ΟΗΕ, η πενταμερής διάσκεψη για την Κύπρο, όπου η ελληνοκυπριακή πλευρά προσέρχεται προσπαθώντας αγωνιωδώς να επαναφέρει το «πλαίσιο» του Κραν Μοντανά, το οποίο η ίδια τότε απέρριψε, για να αποφύγει τη δρομολόγηση της «λύσης» των δύο κρατών.

Οι ελληνο-ιταλικές ελληνο-αιγυπτιακές και ελληνο-λιβυκές διαπραγματεύσεις για τις θαλάσσιες ζώνες, έχουν καταγράψει ότι αυτές δεν είναι δυνατόν, ακόμα και τεχνικά, να περιορίζονται σε «ένα και μόνο θέμα» (οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας), όπως επιδιώκει η Αθήνα στις ελληνοτουρκικές συζητήσεις. Στην πραγματική ζωή, το ενδιαφέρον των «αγορών» (που όπως υπενθύμισε ο Τζέφρι Πάιατ είναι καθοριστικός παράγοντας), αλλά και οι προτιμήσεις του Ισραήλ και της Αιγύπτου, αλλάζουν πλέον σημαντικά το αρχικό σχέδιο του East Med, τροποποιούν τη διαδρομή του σε πιο ρεαλιστικές και φτηνότερες εναλλακτικές, υποβαθμίζοντας έτσι τη σημασία της γεωγραφικής συνέχειας μεταξύ της ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδας και εκτονώνοντας τη σημασία του να κατοχυρωθεί «πάση θυσία» η πλήρης επήρεια του Καστελόριζου και της Στρογγύλης στην οριοθέτηση της ελληνικής ΑΟΖ.

Όλα αυτά ανοίγουν μπροστά στις ελληνικές καθεστωτικές δυνάμεις κρίσιμες και διχαστικές στρατηγικές επιλογές: Μέχρι πού διάλογος και διαπραγμάτευση και μέχρι πού πολιτική ισχύος; Αποδοχή «επωφελούς συμβιβασμού» τώρα, για να κατοχυρωθούν τα κέρδη που κάνει ρεαλιστικά η υποστήριξη των ΗΠΑ και της ΕΕ, ή πολιτική «απορριπτισμού» που θα τορπιλίζει κάθε εκδοχή «λύσης», επιδιώκοντας βέλτιστο αποτέλεσμα στο απώτερο μέλλον; Πολιτική προετοιμασίας της εσωτερικής κοινής γνώμης για το ενδεχόμενο συμβιβαστικής λύσης, ή έμφαση στην αξιοποίηση μιας εθνικιστικής γραμμής για την κυριαρχία στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις;

Η σημασία αυτών των ερωτημάτων είναι πίσω από την πρόσφατη διαμάχη Σημίτη-Καραμανλή σχετικά με το Ελσίνκι, είναι πίσω από την πρόσφατη ενεργοποίηση του εσωκομματικού ρήγματος στη ΝΔ με τη δραστηριότητα της σαμαρικής πτέρυγας. Στη βάση αυτών των αναπάντητων, ακόμα, ερωτημάτων δεν είναι καθόλου δεδομένο αν η στάση του Δένδια στην Κωνσταντινούπολη ήταν μια σοβαρή πολιτική πρωτοβουλία «αλλαγής σελίδας» στην ελληνική πολιτική, ή ένα πυροτέχνημα δημαγωγικού και συγκυριακού χαρακτήρα.

Αυτό που είναι όμως δεδομένο είναι το ότι αποτελεί σοβαρότατο πολιτικό λάθος η ταύτιση οποιασδήποτε δύναμης της Αριστεράς με μια εκδοχή αυτού του καθεστωτικού διπόλου, ενάντια στην άλλη. Είναι ντροπή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ που χειροκρότησε τη μπραβούρα του Δένδια για να ψαρέψει στα θολά απέναντι στο Μητσοτάκη. Είναι ντροπή το ότι εμφανίστηκαν αριστεροί άνθρωποι που συνυπέγραψαν «μανιφέστα» για την Κύπρο μαζί με τον ακροδεξιό απόστρατο Φρ. Φραγκούλη και τον Σ. Καλεντερίδη. Είναι ντροπή οι «αναλύσεις» που παρουσίασαν τον Καραμανλή να «αντιστέκεται στα σημιτικά τανκς», πιστώνοντας στον εν εφεδρεία ηγέτη της Δεξιάς αντιστασιακές ή ακόμα και αντι-ιμπεριαλιστικές δάφνες.   

Στο κρίσιμο θέμα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, η ανεξάρτητη στάση της Αριστεράς είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση της αυτονόμησης των εργατικών και λαϊκών μαζών από τα εθνικοενωτικά δεσμά της καθεστωτικής πολιτικής.

Ετικέτες