Από την εποχή ήδη του Ημεροδρόμου στο Ριζοσπάστη (και κατόπιν στο enikos.gr), η αρθρογραφία του Νίκου Μπογιόπουλου έχει κερδίσει το ενδιαφέρον και διαβάζεται με προσοχή από μεγάλη μερίδα του ευρύτερου κόσμου της Αριστεράς. Η απήχηση αυτή ήταν –και είναι– δικαιολογημένη. Στρατευμένος στις γραμμές του ΚΚΕ και χωρίς να έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τις βασικές επιλογές που του επιβάλλει αυτή η στράτευσή, η υπογραφή του Νίκου Μπογιόπουλου φέρει τη σφραγίδα της δικής του ματιάς, των δικών του διαβασμάτων, των δικών του ανησυχιών.
Διότι, όπως και να το κάνουμε, ο Νίκος Μπογιόπουλος «ξέρει γράμματα», όπως θα έλεγαν οι παλιοί. Και, μέσα σε αυτό το «ξέρει γράμματα», συμπεριλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, κάτι που για μας είναι σημαντικό: Η εξοικείωση με την ιστορική διαδρομή του εργατικού κινήματος και των κομμάτων που δομήθηκαν πάνω στην αναφορά τους στην Τέταρτη Τάξη. Χωρίς την ιστορική προοπτική, καταλήγουμε πολλές φορές να ψάχνουμε ψύλλους στ’ άχερα και να παραβλέπουμε τον ελέφαντα που είναι στο δωμάτιο.
Όταν λοιπόν περιγράφει ο Νίκος Μπογιόπουλος τη διαδρομή που οδήγησαν σε σχίσμα της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ και τη συγκρότηση της Λαϊκής Ενότητας, προκαλεί κάποια έκπληξη ότι η όλη περιγραφή γίνεται σα να μην υπήρξε ποτέ μια κρίσιμη και θλιβερή ημερομηνία, που έμελε να σημαδέψει την Ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος –και την Παγκόσμια Ιστορία γενικώς. Για να μην ψάχνουμε ψύλλους στ’ άχερα, επιδιδόμενοι σε δίκη προθέσεων και αγνοώντας τον ελέφαντα που είναι στο δωμάτιο, ας τη θυμηθούμε εμείς αυτή την κρίσιμη και θλιβερή ημερομηνία:
4 Αυγούστου 1914. Λίγες βδομάδες πριν το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, η κοινοβουλευτική ομάδα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD) ψηφίζει στο Reichstag υπέρ των στρατιωτικών δαπανών. Το μαζικότερο κόμμα της Β΄ Διεθνούς, πρότυπο και καμάρι των απανταχού επαναστατών σοσιαλιστών (συμπεριλαμβανομένου και του Λένιν βεβαίως), δίνει λευκή επιταγή στον Κάιζερ Γουλιέλμο και στην ουσία δηλώνει τη συστράτευση της γερμανικής εργατικής τάξης στο πλευρό του γερμανικού κεφαλαίου για τον επερχόμενο πόλεμο.
Επί 110 βουλευτών του SPD, καταγράφονται 109 θετικές ψήφοι, καμία αρνητική και μονάχα μία αποχή. Καθολικότερη αποστασία από τις διεθνιστικές, αντιπολεμικές, αντιμιλιταριστικές κλπ διακηρύξεις του SPD και του διεθνούς επαναστατικού κινήματος δε θα μπορούσε να υπάρξει. Μοναδικός διαφωνών ο Καρλ Λήμπκνεχτ, που κι αυτός περιορίζεται στην άχαρη, «μεσοβέζικη» στάση της αποχής από την ψηφοφορία, για να μη θέσει σε κίνδυνο την ενότητα του κόμματος. (Αχ, αυτή η «ενότητα του κόμματος»…)
Η φιλοπόλεμη στροφή του SPD δεν ήρθε βέβαια σαν κεραυνός σε ξάστερο ουρανό. Στην πραγματικότητα, η διαπίστωση του Μπερνστάιν μερικά χρόνια νωρίτερα ότι η σοσιαλδημοκρατία ήταν επαναστατική μονάχα στις διακηρύξεις («στα Συνέδρια») ήταν ορθή. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες της Αριστεράς του SPD να εναρμονίσουν την πολιτική πρακτική με τις ρητά διακηρυγμένες αρχές είχαν πέσει στο κενό. Το γεγονός όμως είναι ότι, παρά τα σημάδια που συσσωρεύονταν, η τελική πράξη της αποστασίας προκάλεσε πραγματικό σοκ σε όλους τους επαναστάτες σοσιαλιστές, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Λένιν. Xρειάστηκε να περάσουν σχεδόν δύο χρόνια ανείπωτης ανθρωποσφαγής (και να εμφανιστεί το αυθόρμητο κίνημα ανυπακοής των φαντάρων στα χαρακώματα), προτού αρχίσουν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους τα πρώτα ρήγματα στην κοινοβουλευτική ομάδα του SPD, που τελικά οδήγησαν στη διάσπαση και το σχηματισμό του USPD, με το οποίο συνεργάστηκε για ένα διάστημα και η Ομάδα Σπάρτακος.
Ας κλείσουμε εδώ την ιστορική παρέκβαση. Ας έρθουμε στα δικά μας. Το ερώτημα «Τι κάνατε εσείς όταν...» {μπορείτε να αντικαταστήσετε τις τρείς τελείες με ό,τι θέλετε} είναι ένα νόμιμο ερώτημα –και καλά κάνει ο Νίκος Μπογιόπουλος να το θέτει. Το θέτουμε κι εμείς άλλωστε. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα μπορεί να είναι ηθικολογική, ή μπορεί να είναι πολιτική και ιστορικά υποψιασμένη.
Μεταξύ ανθρώπων που «ξέρουν γράμματα», οι ηθικολογικές ερωτήσεις και οι ηθικολογικές απαντήσεις θα πρέπει να αποφεύγονται. Η πολιτική και ιστορικά υποψιασμένη απάντηση που μπορούμε να δώσουμε στον Νίκο Μπογιόπουλο (και που θα μπορούσε και ο ίδιος να δώσει στον εαυτό του, αν δεν υπέκυπτε στους πειρασμούς της ηθικολογίας και του τακτικισμού) είναι ότι, παρά τις πολλές και κραυγαλέες αδυναμίες μας, τα πήγαμε καλύτερα από την Αριστερά του SPD, η οποία περιλάμβανε στους κόλπους της αναστήματα όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λήμπκνεχτ.
Και μάλιστα τα πήγαμε καλύτερα, τη στιγμή που, σε αντίθεση με το SPD, η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ δεν κέρδιζε ούτε καν τα Συνέδρια κι έβλεπε τα κείμενά της και τις τροπολογίες της να καταψηφίζονται συστηματικά από το ετερόκλητο συνονθύλευμα της «πλειοψηφίας», με αστείες προφάσεις ενίοτε.
Τα «Όχι», που δεν ακούστηκαν στο Reichstag, ακούστηκαν ξανά και ξανά στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Δύο στην αρχή, από τις συντρόφισσες του Κόκκινου Δικτύου, που άνοιξαν το δρόμο ώστε τα «Όχι» να γίνουν τριάντα. Σίγουρα δεν είναι το παν, αλλά δεν είναι και λίγο. Σίγουρα δεν κερδίζει το παιχνίδι. Έχουμε όμως βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι το πάει τουλάχιστον στην παράταση. Ή έστω στις καθυστερήσεις. Με άλλα λόγια, δεν επιτρέπει στο διαιτητή να το λήξει προτού λήξει…