Εβδομήντα χρόνια μετά τη στρατιωτική επικράτηση του «μοναρχοφασιστικού» αστισμού στο Κάμενικ, ας θυμηθούμε μερικές, άβολες αλήθειες.
Σε λίγες μέρες, συμπληρώνονται 70 χρόνια από τη στιγμή, κατά την οποία στρατιώτες του Εθνικού Στρατού ύψωσαν τη σημαία με τον πολεμικό θυρεό του στέμματος στην κορυφή Κάμενικ, στα ελληνοαλβανικά σύνορα, σηματοδοτώντας το σημείο εκείνο, το οποίο, σύμφωνα με τους πλαστογράφους και τους λαθολόγους της δεκαετίας του 1940, αποτελεί τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου.
Κάτι που δεν ίσχυσε για τους εκατοντάδες αποκομμένους αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού στη Στερεά Ελλάδα, που ολόκληρο το φθινόπωρο του 1949, ζούσαν μέσα σε σπηλιές και χαράδρες, τρώγοντας φλοιούς δένδρων έως ότου ανέλαβε ο πρωταντάρτηςκαι «αρειανός», Περικλής (Γιώργης Χουλιάρας) την αποστολή συγκέντρωσης και περάσματός τους στην Αλβανία, αποστολή αυτοκτονίας με τις ύαινες των καταδιωκτικών αποσπασμάτων του Στρατού και των Μάυδων να βρίσκονται συνεχώς στο κατόπι τους – αποστολή που στέφθηκε με τεράστια επιτυχία και η σταλινική γραφειοκρατία του Κόμματος και της μεγάλης ήττας ξεπλήρωσε στον καπετάνιο με έναν εγκλεισμό σε πολωνικό στρατόπεδο «αναμόρφωσης», όπου έσπαγε πέτρες για να αποκτήσει προλεταριακή συνείδηση.
Ο Εμφύλιος δεν είχε λήξει για τον πρωταντάρτη του Μοριά, Ετεοκλή Δουμουλάκη, που έμεινε καταδιωκόμενος στα βουνά έως το 1952, όταν ένας προδότης δηλητηρίασε τον ανυπότακτο της Πελοποννήσου με ένα πιάτο κουκιά, για να εισπράξει έπειτα τις λίρες της επικήρυξης.
Ο Εμφύλιος δεν είχε λήξει για τους αμετάπειστους αντάρτες της Κρήτης, Γιώργη Τζομπανάκη και Σπύρο Μπλαζάκη, που παρέμειναν αποσυνάγωγοι και περιπλανώμενοι στα Λευκά Όρη έως το 1974. Ο Εμφύλιος δεν έληξε στο Κάμενικ για τους χιλιάδες φυλακισμένους στου Αβέρωφ και τα Βούρλα, τους εκατοντάδες εξόριστους στη Μακρόνησο και τον Άη-Στράτη, τους χιλιάδες κρατικόπληκτουςεκτοπισμένους των ορεινών χωριών που ζούσαν σε παραγκουπόλεις στις παρυφές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Ο Εμφύλιος δεν έληξε για τους χιλιάδες μετανάστες που αναγκάστηκαν να φύγουν από την Ελλάδα προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και την Αυστραλία επειδή συγκαταλέγονταν στα «μιάσματα» και δεν υπήρχε περίπτωση να βρουν δουλειά στον τόπο τους, από τη στιγμή που δεν είχανπιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων ως «γνήσιοι Έλληνες», δηλαδή εθνικόφρονες.
Ο Εμφύλιος δεν έληξε με τη δολοφονία του Σαράφη ή τις εκτελέσεις του Μπελογιάννη, του Μπάτση, του Καλούμενου και του Αργυριάδη. Ο Εμφύλιος δεν έληξε με το τρίκυκλο των γκοτζαμάνηδων και της Αστυνομικής Διεύθυνσης Βορείου Ελλάδος, τον Φον Γιοσμά και τις παρακρατικές συμμορίες της καρφίτσας που σκότωναν τον Λαμπράκη και προκαλούσαν παράκρουση περί του ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο στον κιουπκιοϊάρχη των ακανέδων και της Δεξιάς. Ο Εμφύλιος δεν έληξε όταν ο ίδιος κιουπκιοϊάρχης της Δεξιάς και των ακανέδων στην προεκλογική εκστρατεία της βίας και της νοθείας του 1961 έβγαζε λόγο στο χωριό Ροδολίβος των Σερρών, δηλαδή εντός έδρας, όπως θα λέγαμε στις εξέδρες των γηπέδων, και μετά διέταζε τον τοπικό ενωμοτάρχη της Χωροφυλακής να συλλάβει έναν γνωστό και σοβαρό κομμουνιστή της περιοχής που είχε το θράσος να του απευθύνει ενοχλητικές ερωτήσεις στο πέρας της ασήμαντης, ψηφοθηρικής ομιλίας του με το επιχείρημα «Καλά, αυτός, ελεύθερος είναι!;» - τέτοια ήταν η… δημοκρατία επί κιουπκιοϊάρχη…
Ο Εμφύλιος δεν είχε λήξει όταν η «ξεχασμένη» αμερικανική νάρκη ανατίναξε την πλαγιά στον Γοργοπόταμο, τον Νοέμβριο του 1964, στην πρώτη απόπειρα να τιμηθεί η επέτειος του σαμποτάζ, με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες ανάμεσα στους συγκεντρωμένους, παλιοί αντάρτες ή εφεδροΕΛΑΣίτες οι περισσότεροι και πολλά γυναικόπαιδα.
Ο Εμφύλιος δεν έληξε στις 21 Απριλίου 1967 ούτε στα πρωτοσέλιδα καθημερινών, αστικών εφημερίδων που διευθύνονταν από προβεβλημένες και μη-μου-άπτου αστές κληρονόμους, οι οποίες αναζητούσαν πρόθυμους λοχίες για να αποτρέψουν την εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου στις επικείμενες και προγραμματισμένες εκλογές εκείνης της κατά Τσίρκα «χαμένης άνοιξης». Ο Εμφύλιος δεν έληξε στο δολοφονημένο σώμα του Παναγιώτη Ελλή ή του Νικηφόρου Μανδηλαρά, στη κηδεία του Πέτρουλα, στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας ή τη νύχτα του Πολυτεχνείου και τα ματωμένα ρούχα του Διομήδη Κομνηνού.
Ο Εμφύλιος δεν έληξε με την αναγνώριση της νόμιμης πολιτικής δράσης και τη νομιμοποίηση του Κόμματος από τον κιουπκιοϊάρχη μετά τη «βελούδινη» αλλαγή σκυτάλης, που ονομάστηκε μεταπολίτευση και συντελέστηκε κάτω από το βλέμμα του Φαίδωνα Γκιζίκη και πάνω στον αιματοβαμμένο, πολιτικό και κοινωνικό, ακρωτηριασμό της Κύπρου. Ο Εμφύλιος δεν έληξε στη δίκη των «στιγμιαίων» πρωταιτίων της χούντας ή των βασανιστών του ΕΑΤ-ΕΣΑ και την αποχουντοποίηση, στο κράτος, τον στρατό και τα πανεπιστήμια με το σταγονόμετρο – για να έχουμε σήμερα υπουργούς, γραμματείς, φαρισαίους και λοιπούς… της αριστείας με χουντικές περγαμηνές και παρελθόν.
Ο Εμφύλιος δεν έληξε όταν τον Αύγουστο του 1982 ο Ανδρέας αποφάσιζε να μην διχάσει και να μην δικάσει αναγνωρίζοντας κάπως σόλοικα την Εθνική Αντίσταση στις ανταρτοομάδες του ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ, αν και μέχρι τότε ο όρος αφορούσε τους κρατικούς νόμους και τις συντάξιμες αποδοχές των ταγματασφαλιτών, των μάυδων, των κυνηγών κεφαλών και όλων όσοι είχαν συνεπείς, αντικομμουνιστικές, πολιτικές ταυτότητες και ένσημα ανθρωποφαγίας με καθαρά πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, βουτηγμένα στο αίμα του ΕΛΑΣίτη και του ΕΑΜοβούλγαρουβενιζελοκομμουνιστή και άμεμπτη εθνικοφροσύνη, δηλαδή και κατά κανόνα άγρια και έξαλλη, φιλοβασιλική, αντικομμουνιστική και αντικοινοβουλευτική ψήφο και στάση ζωής, για δέκα γενιές πίσω και κάτω από το σύνθημα Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια.
Ο Εμφύλιος φυσικά δεν έληξε όταν τον ίδιο Αύγουστο ο Ευάγγελος «φωτιά και τσεκούρι» Αβέρωφ-Τοσίτσας πήρε σύσσωμη την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ και αποχώρησε από την ολομέλεια της Βουλής ωρυόμενος για την… αποκατάσταση των ΕΑΜοβουλγάρων! Πλην ενός βουλευτή – του «πεφωτισμένου» αχαιούδιανοούμενου, Παναγιωτάκη Κανελλόπουλου που κατά τα άλλα ως υπουργός Στρατιωτικών στον Εμφύλιο θεωρούσε τη Μακρόνησο των ΑΕΤΟ, ΒΕΤΟ και ΓΕΤΟ, του σάκου με τη γάτα και το «αεροπλανάκι», της κοτρόνας και του αλφαμίτικου κλομπ και περιστρόφου, «φωτεινό φάρο της ανθρωπότητας» και «νέο Παρθενώνα».
Ο Εμφύλιος δεν έληξε όταν ο Ανδρέας κρέμασε στον πράσινο ήλιο και τα υπουργικά και κοινοβουλευτικά έδρανα τα αντίπαλα στον Εμφύλιο (ή συμμοριτοπόλεμο ή Δεύτερο Αντάρτικο) άρματα του Αντώνη Δροσογιάννη και του Μάρκου Βαφειάδη, καθώς, την ίδια ώρα, στερούσε το δικαίωμα επαναπατρισμού στις εστίες και τα σπίτια τους, από τους πρόσφυγες, σλαβομακεδόνες μαχητές του ΔΣΕ επειδή «δεν ήταν Έλληνες το γένος».
Ο Εμφύλιος δεν έληξε επειδή ο Χαρίλαος και ο Λεωνίδας έφαγαν ντολμαδάκια της Μαρίκας, παραμέρισαν την ψαροκασέλα και σχημάτισαν κυβέρνηση συνεργασίας με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, που βάσισε την έναρξη της πολιτικής του καριέρας στα Χανιά στα αντικομμουνιστικά άρθρα του Κήρυκα και τα περίστροφα των Γυπαραίων, και τον ΤζανήμπεηΤζανεττάκη πρωθυπουργό για να καούν αργότερα οι δεκάδες χιλιάδες φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στη Χαλυβουργική, για να μην μαθαίνουν οι νέοι και να μην θυμούνται οι παλιοί – τέτοια ξεφτίλα…
Ο Εμφύλιος φυσικά δεν έληξε, επειδή ο Τσίπρας είδε το εσωτερικό του Μεγάρου Μαξίμου ως πρωθυπουργός και η «πρώτη φορά Αριστερά» εφάρμοσε σκληρά και πιστά «τρίτη φορά, μνημόνιο» ούτε επειδή εκεί που ο Ανδρέας κρεμούσε στον πασοκικό ήλιο, τα άρματα του Βαφειάδη και του Δροσογιάννη, ο Τσίπρας κρέμασε στις σημαίες του ΣΥΡΙΖΑ, τα νταούλια της Κουντουρά, του Παπαγγελόπουλου, του Ραγκούση και της Ξενογιαννακοπούλου – μεταξύ άλλων πολλών και μη εξαιρετέων.
Ο Εμφύλιος δεν έληξε επειδή έπεσε το Τείχος, και ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός παρέδωσε μετά τη φοβερή «Κάθοδο των Εννιά», την απολογία του ταγματασφαλιτισμού στην «Ορθοκωστά». Ο Εμφύλιος δεν έληξε όταν ο γνωστός αμαθής, απολίτιστος μπουρτζόβλαχος κιουπκιοϊάρχης της Δεξιάς και του διαβατηρίου με το όνομα Τριανταφυλλίδης, απαγόρευσε την επίσημη συμμετοχή του «Θιάσου» του Θόδωρου Αγγελόπουλου στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών. Ο Εμφύλιος δεν έληξε στις λογοτεχνικές σελίδες και την ποίηση ή τον κινηματογράφο – στο «Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου, τον «Λοιμό» του Φραγκιά, τη «Γλαροφωλιά» του Στάβερη, τον «Υιό Συμμορίτου» του Αθανασίου, τα βιβλία του Μίσσιου και του Λουντέμη, την ποίηση του Ρίτσου, του Λειβαδίτη και του Αναγνωστάκη, το «ΧάπυΝταίη» και τα «Πέτρινα Χρόνια» του Βούλγαρη (αν και η «Ψυχή Βαθιά» έπασχε και χώλαινε σεναριακά, ιστορικά ή μάλλον ανιστορικά), στους «Κυνηγούς» και το «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Αγγελόπουλου, στη «Βασιλική» του Σερντάρη ή τα «Παιδιά της Χελιδόνας» του Βρεττάκου, ή χωρίς πάθος και παρωπίδες, στην «Πτήση του Ίκαρου» του Άντριους.
Ο Εμφύλιος δεν θα λήξει επειδή θα γράφουν ακόμη ψευδοϊστορικά πονήματα διάφοροι καψοκαλύβες ή όσο δεν μελετώνται και δεν διαδίδονται οι απόψεις και οι ιστορικές κρίσεις των ίδιων των αστών για τους αστούς της δεκαετίας του 1940 και όχι μόνο – για παράδειγμα του διπλωμάτη και ποιητή, Γιώργου Σεφέρη, που στο Πολιτικό του Ημερολόγιο, θεωρούσε τους αστούς που την είχαν κοπανήσει από την κατεχόμενη Ελλάδα, μαζί με τον βασιλιά Γεώργιο Β’, τον τραπεζίτη Τσουδερό και τον χρυσό της Τράπεζας της Ελλάδος, «κουβάρι από σκουλήκια», που αν τους δοθεί η ευκαιρία «θα κάνουν μεγάλο κακό στην πατρίδα». Και το έκαναν, γιατί τους δόθηκε η ευκαιρία.
Για τον οργανωτικό νου του ΕΔΕΣ στην Αθήνα, Ηρακλή Πετιμεζά «το όλο ζήτημα στη δεκαετία του 1940 ήταν πως στη διάρκεια της Κατοχής, οι Βρετανοί είχαν χάσει τον πολιτικό έλεγχο της χώρας και μετά την Απελευθέρωση αυτός ο έλεγχος δεν μπορούσε να αποκατασταθεί με δημοκρατικές μεθόδους» - άρα το πάγιο αίτημα του ΕΑΜ και του ΚΚΕ για ελεύθερες και αδιάβλητες εκλογές πήγαινε κατά διαόλου και έμενε στο προσκήνιο το σενάριο που απεργάζονταν βασιλόφρονες (Ράλλης, Μαρκεζίνης, Ζαλοκώστας) και εξωνημένοι βενιζελικοί (Πάγκαλος, Γονατάς, Σοφούλης, Ντερτιλής) ήδη από την εποχή της τρίτης, δωσιλογικής κυβέρνησης Ράλλη – γενικευμένος εμφύλιος πόλεμος για να διασωθεί το κοινωνικό καθεστώς, δηλαδή η πολιτική, στρατιωτική και οικονομική τους ύπαρξη, επιβίωση και υπόσταση απέναντι στην εξέγερση και την αντίσταση του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ. Με αυτό το σκεπτικό και πάντα σε συνεργασία και με τους Γερμανούς, ιδρύθηκαν, χρηματοδοτήθηκαν και στελεχώθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας του φον Παπαδόγκωνα, του Κουρκουλάκου, του Πλυτζανόπουλου, του Τολιόπουλου και του Στούπα ή ενισχύθηκαν αντικομμουνιστικές αγέλες γερμανοντυμένων λύκων όπως εκείνες του Πούλου και των Παπαδοπουλαίωνστη Μακεδονία και του Σούμπερ, πρώτα στην Κρήτη και μετά στη Μακεδονία.
Η επιβίωση του αστισμού περνούσε και από την ουσιαστική και συμβολική επαναφορά του θρόνου και του στέμματος, στο πρόσωπο του Γεώργιου Β’. Τι γνώμη είχε για τον θρόνο και τον εν λόγω βασιλέα (sic) ο πλέον επιφανής βασιλόφρων αστός της εποχής του, ο ιδρυτής και αρθρογράφος της «Καθημερινής», Γεώργιος Βλάχος ; «Είναι ένας εστεμμένος φελλός που σιχαίνεται τον λαό του» - αμοιβαία τα αισθήματα. Και επειδή ήταν αμοιβαία, ανέλαβαν οι χίτες του Γρίβα και οι συμμορίες του Σούρλα, του Μπίσδα, του Βουρλάκη, του Καραμπίνη, του Μαγγανά ή του Κατσαρέα να πειθαρχήσουν τον λαό για να επανέλθει ο βασιλεύς πάνω στο αίμα και τα κόκκαλα των δολοφονημένων και των κακοποιημένων της μετά-τη-Βάρκιζα τρομοκρατίας.
Μέχρι και ο κατεξοχήν πράκτορας των Βρετανών στην αντιστασιακή Ελλάδα, ο Κρις ΜόντακιουΓούντχαουζ είχε φρίξει με την επιμονή των αστών που βρίσκονταν στο Κάιρο, την Αλεξάνδρεια και το Λονδίνο, να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος, ώστε να επανέλθουν στην εξουσία στην Ελλάδα. Γράφει σχετικά στο «Μήλον της Έριδος» : «Μετά την παύση των εχθροπραξιών (σ.σ. του πολέμου ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ στην Ήπειρο, που υποδαύλισαν αναλόγως και καταλλήλως οι Βρετανοί και τις συμφωνίες στο Μυρόφυλλο και την Πλάκα) διάφοροι γραμματείς υπουργών με έπιαναν στους διαδρόμους στο Κάιρο και με ρωτούσαν φορτικά πότε θα ξεκινούσε ξανά ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα».
Ο Εμφύλιος δεν πρόκειται να λήξει όσο παραμένει ανεξιχνίαστος ο πραγματικός και ακριβής αριθμός των θυμάτων και των νεκρών, των εκτελεσμένων και των αγνοουμένων, αν και όλες οι ιστορικές έρευνες συμφωνούν ότι ο τελικός αριθμός ξεπερνά το άθροισμα των νεκρών στους Βαλκανικούς, τη Μικρασία και το Αλβανικό – ουσιαστικά, η πλέον αιματηρή σύγκρουση στον ελλαδικό χώρο, μετά τον επαναστατικό πόλεμο του Εικοσιένα.
Ο Εμφύλιος δεν πρόκειται να λήξει όσο ορισμένοι χρήσιμοι ηλίθιοι αναρωτιούνται τάχα αθώα γιατί η σύρραξη δεν διδάσκεται στα σχολεία – γιατί, διδάσκεται πχ το πραγματικό Εικοσιένα; Εκτός αν στο πλαίσιο των πανηγυριτζίδικων εκδηλώσεων γράψει κανά σχετικό βιβλίο και η γνωστή Γιάννα «Athens 2004» Αγγελοπούλου – Δασκαλάκη – και τραβάμε τα λίγα μαλλιά μας με τα γραφόμενα και το αποτέλεσμα.
Ο Εμφύλιος δεν θα λήξει όσο άλλοι χρήσιμοι ηλίθιοι και πλαστογράφοι ψάχνουν να βρουν ανιστόρητες αναλογίες, συγκρίνοντας τη σύγκρουση με εμφυλίους όπως ήταν ο αμερικανικός ή ο ισπανικός. Στην πραγματικότητα αυτό που συντελέστηκε μετά τη Βάρκιζα, συστηματοποιήθηκε μετά το Γ΄ Ψήφισμα και «απογειώθηκε» τον Ιανουάριο του 1948 όταν τέθηκαν οριστικά και πλήρως εκτός νόμου το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, έχει περισσότερες ομοιότητες με την εκδικητική μανία των Γάλλων αστών που με τη βοήθεια των πρωσικών όπλων συνέτριψαν την Κομμούνα του Παρισιού το 1871εκτελώντας κατά χιλιάδες τους άοπλους αιχμάλωτους Κομμουνάρους– ένα ανηλεές κυνήγι εξόντωσης, φυσικής, ηθικής και ψυχολογικής, των χωρικών, της νεολαίας, των εργατών που είχαν εξεγερθεί ενάντια στους ξένους κατακτητές και τη ντόπια συνεργασία αμφισβητώντας στα θεμέλιά του, το στάτους κβο που είχε αφήσει ο αστισμός, βασιλοφρόνων και βενιζελικών, πρώτα, στη μεταξική δικτατορία και μετά, στην τριπλή κατοχή- τα κατά Μάνο Χατζιδάκι, παιδιά της γαλαρίας που είχαν σηκώσει κεφάλι και είχαν πάρει τις τύχες της ζωής τους, στα χέρια τους.
Ο Εμφύλιος δεν θα λήξει όσο η Αριστερά και το Κόμμα δεν κοιτούν κατάματα τη μεγαλύτερη αλήθεια της δεκαετίας – ότι οι διαδοχικές ηγεσίες και επικεφαλής του Κόμματος και εν προκειμένω του Δεύτερου Αντάρτικου (Σιάντος, Ιωαννίδης, Ζεύγος, Ρούσος, ΝιΖήτας, Βοντίτσιος, Βλαντάς, Βαφειάδης κτλ) ήταν όχι απλώς κατώτεροι των περιστάσεων, αλλά εντελώς ακατάλληλοι να ολοκληρώσουν την κατά Χατζή «νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε». Η μεγαλύτερη και όχι μόνο κακοδαιμονία ήταν φυσικά η τυφλή προσήλωση στη Μόσχα και το Κρεμλίνο του γνωστού μυστακοφόρου Ορεσίβιου Πατερούλη, που κρατούσε γερά τα χαλινάρια και δεν άφηνε τους υποτακτικούς του να πάρουν ανάσα κατά 90% και 10% σύμφωνα με τα περιβόητα ποσοστά της χαρτοπετσέτας – με τα εξίσου γνωστά, τραγικά αποτελέσματα. Ίσως για αυτό σημαντική μερίδα των εν Ελλάδι αριστερούληδων συνεχίζει να μισεί θανάσιμα τον Κροάτη παρτιζάνο και μετέπειτα στρατάρχη ΓιόζιπΜπροζ Τίτο. Σε αντίθεση με τους δικούς «μας», ο Τίτο δεν άκουσε κανέναν καλοθελητή – ούτε τον Πατερούλη, ούτε τους Βρετανούς, ούτε τους αντιπροσώπους του Καραγεώργεβιτς – που ήθελαν να τον σύρουν σε γιουγκοσλαβικούς Λιβάνους, Καζέρτες, Βάρκιζεςπροκειμένου να επανέλθει η λαομίσητη δυναστεία των Καραγεώργεβιτς στον θρόνο και πάει λέγοντας και πήρε την εξουσία στα χέρια του και για λογαριασμό του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας του.
Εξού και μεταπολεμικά, το Κόμμα και κατ’ επέκταση διάφοροι αριστερούληδες φρόντισαν να δείξουν εκ νέου τη γραφειοκρατική αχαριστία τους, κατηγορώντας τον Τίτο για όλα τα δεινά που επέφερε η δική τους πολιτική στρατηγική πρώτα στον απλό κόσμο, έπειτα στις ομάδες Αυτοάμυνας, έπειτα στον ΔΣΕ και κατόπιν στα διάφορα «ηρωικά» και ανεφάρμοστα περί όπλων «παρά πόδα» από το Βουκουρέστι και πάει λέγοντας, άλλο βέβαια αν στη διάρκεια της διετίας 1947-1948 μόνο από τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές είχαν λαμβάνειν υλική, πολεμική και φαρμακευτική, βοήθεια με μεγαλύτερο πλεονέκτημα τη δυνατότητα ελιγμών μέσα από το γιουγκοσλαβικό έδαφος όταν έσφιγγαν οι κλοιοί του Εθνικού Στρατού στις ορεινές ραχοκοκαλιές της Δυτικής Μακεδονίας. Όταν όμως ο ΝιΖήτας μπροστά στη διένεξη και το οριστικό ρήγμα μεταξύ Πατερούλη και Τίτο διάλεξε Πατερούλη, ε, ο έτερος έκλεισε τα σύνορα – τις πταίει, ο Τίτο ή ο ΝιΖήτας και η τυφλή προσήλωση στους εν Κρεμλίνωκρυπτόμενους μυστακοφόρους Πατερούληδες;
Αλλά κάναμε τεράστιο άλμα.
Στον πυρήνα της πλαστογραφίας και της λαθολογίας του Εμφυλίου, βρίσκονται αφενός η γνωστή θεωρία των τριών γύρων και αφετέρου η αποχή των εκλογών του Μαρτίου του 1946. Τρεις γύροι όντως υπήρξαν αλλά δεν είχαν να κάνουν με το Κόμμα και τις υποτιθέμενες διαδοχικές βίαιες απόπειρες κατάληψης της εξουσίας – ο αστικός κόσμος ήταν εκείνος που είχε χάσει αντικειμενικά τα πολιτικά και κοινωνικά του ερείσματα, τηλαϊκή απήχηση και αποδοχή μέσα στην Κατοχή και κυρίως μετά το φούντωμα του ΕΑΜικού κινήματος και του ΕΛΑΣίτικου αντάρτικου στη σκιά του σαμποτάζ στον Γοργοπόταμο. – εξού και ακόμη έχουν λυσσάξει εναντίον αυτής της καταδρομικής ενέργειας οι απολογητές είτε του προδοτικού είτε του αναχωρούντος είτε του ριψάσπιδος και απόντος αστισμού, παλιότεροι και νεότεροι. Ο Γοργοπόταμος αποδείκνυε ότι το Αντάρτικο και η Αντίσταση είχαν τεράστια περιθώρια επιτυχίας αναπτερώνοντας το ηθικό και τις ελπίδες του λαού.
Πρώτος γύρος, με την τρίτη σκληρά αντικομμουνιστική και αντιΕΑΜικήδωσιλογική κυβέρνηση Ράλλη, την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, στην οποία πρωταγωνιστούν διόλου τυχαία κυρίως παλιοί βενιζελικοί αξιωματικοί και τον αναπροσανατολισμό κατ’ εντολή των Βρετανών των αντάρτικων σχηματισμών του ΕΔΕΣ και εν συνεχεία της ΕΚΚΑ σε ρόλο αντιΕΑΜικού και φιλοβρετανικού προγεφυρώματος. Δεύτερος γύρος, πρώτα στην Αλεξάνδρεια και το Κάιρο με την εκκαθάριση του στρατού από τους ΕΑΜίτες φαντάρους, τις φυλακίσεις και τα βασανιστήρια στα στρατόπεδα της Ελ Ντάμπα, την αιματηρή καταστολή του κινήματος του Ναυτικού από τον πανάθλιο Σοφοκλή Βενιζέλο και εν συνεχεία τη μεταφορά του αντιΕΑΜικού πολιτικού και στρατιωτικού μετώπου στην Ελλάδα πάνω στα βρετανικά καταδρομικά της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον Παπανδρέου, δεσμοφύλακα-στρατηγό των ελληνικών δυνάμεων, τον Σκόμπυ και προμετωπίδα του στρατιωτικού βραχίονα , την 3η Ορεινή Ταξιαρχία του Ρίμινι, με επικεφαλής τον Τσακαλώτο, για να ακολουθήσουν ο Δεκέμβρης του ’44 και η Βάρκιζα. Και τρίτος γύρος, σε δυο φάσεις, πρώτα με τη χίτικημεταβαρκιζιανή τρομοκρατία στην ύπαιθρο και μετά το Γ΄ Ψήφισμα, που σε μεγάλο βαθμό εξειδίκευε περαιτέρω τη Βάρκιζα, με την κήρυξη ουσιαστικά εμφυλίου πολέμου μαζικών εκτελέσεων, θανατώσεων, φυλακίσεων και εκτοπισμών, από την κυβέρνηση του γελοιωδέστατου Ντίνου Τσαλδάρη όχι προς το Κόμμα, που διατηρούσε τύποις τη νομιμότητα της δράσης του, αλλά προς τους οπαδούς, τους υποστηρικτές και τους φίλα προσκείμενους – ένα κράτος που δολοφονούσε ουσιαστικά τους μη αρεστούς προς αυτό πολίτες του.
Η κυρίαρχη, πλαστογραφημένη αφήγηση θέλει το Κόμμα να επιλέγει την αποχή στις εκλογές του 1946, επειδή, λέει, είχε ήδη επιλέξει τον δρόμο των όπλων για να αρπάξει την εξουσία και με αυτό το σκεπτικό δόθηκε η εντολή από τον ΝιΖήτα, για το χτύπημα στον σταθμό της χωροφυλακής στο Λιτόχωρο.
Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική.
Στο αποκορύφωμα της τρομοκρατικής δράσης των χίτικων, (παρα)κρατικών συμμοριών των βασιλοφρόνων-εθνικοφρόνων, οι διαβόητοι Μαγγανάδες της Μεσσηνίας εισέβαλαν και κατέλαβαν την Καλαμάτα για τρεις μέρες, τον Γενάρη του 1946. Σαράντα τέσσερα στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ δολοφονήθηκαν στη μέση του δρόμου ή στα σπίτια τους, τα τέσσερα τυπογραφεία των ΕΑΜικών εφημερίδων της Μεσσηνίας καταστράφηκαν, δεκάδες σπίτια αριστερών λεηλατήθηκαν και, με την ανοχή της χωροφυλακής και της φρουράς των φυλακών της πόλης, απελευθερώθηκαν από τα κελιά τους, περίπου 600 ταγματασφαλίτες που επρόκειτο να δικαστούν για την αιματηρή, κατοχική δράση τους. Η κατάσταση προκάλεσε πανικό στην Αθήνα της υπηρεσιακής κυβέρνησης Σοφούλη κυρίως επειδή οι ξένοι ανταποκριτές και οι εφημερίδες ειδικά της Βρετανίας στηλίτευσαν την αδράνεια αν όχι τη συνενοχή της κυβέρνησης στην τρομοκρατία. Μπροστά στη διεθνή κατακραυγή εστάλη ένα πολεμικό πλοίο, το «Κρήτη», υποτίθεται για να αποκαταστήσει την τάξη αν και κατά τα άλλα, οι Μαγγανάδες αναχώρησαν από την πόλη ανενόχλητοι.
Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι του αίματος στο μετά-τη-Βάρκιζα μακελειό.
Το Κόμμα ήταν το τελευταίο που πήρε την απόφαση για αποχή επειδή η εντολή από το Κρεμλίνο του Πατερούλη ήταν «συμμετοχή στις εκλογές οπωσδήποτε» - έδινε συνεπή διαπιστευτήρια τήρησης της συμφωνίας στη χαρτοπετσέτα του Τσώρτσιλ. Όλα τα άλλα εαμογενή κόμματα δήλωσαν ότι θα απείχαν από τις εκλογές σχεδόν αμέσως μετά τα αιματηρά έκτροπα της Καλαμάτας με πρώτο, τη Σοσιαλιστική Ένωση που είχε ηγέτη τον αστό πολιτικό και συνταγματολόγο, Αλέξανδρο Σβώλο. Δεν ήξερε ο Σβώλος που κατά τα άλλα ήταν ένας εκνευριστικά μετριοπαθής άνθρωπος, σε τι κλίμα θα διεξάγονταν οι εκλογές έπειτα και από την εισβολή των Μαγγανάδων, σε πόλεις όπως η Λάρισα, η Λιβαδειά, η Άρτα, ο Βόλος ή η Σπάρτη, όπου κυριαρχούσαν οι τρομοκρατικές οργανώσεις της Δεξιάς; Το Κόμμα απείχε περισσότερο ως ελάχιστηένδειξη συμπαράταξης με τα υπόλοιπα, εαμογενή κόμματα.
Όμως πέρα από την Καλαμάτα και τους Μαγγανάδες μια άγνωστη λεπτομέρεια της διεξαγωγής των εκλογών του ΄46 είναι πως έπειτα από κοινή απόφαση των Βρετανών και της κυβέρνησης Σοφούλη, οι εκλογές θα είχαν ως σημείο αναφοράς τους παρωχημένους, ανεπίκαιρους και σε μεγάλο βαθμό πλαστούς εκλογικούς καταλόγους του 1935. Με πρόσχημα την αδυναμία των ληξιαρχείων να επικαιροποιήσουν τους εκλογικούς καταλόγους και να πιστοποιήσουν πόσοι και ποιοι άνδρες (οι γυναίκες δεν είχαν ακόμη δικαίωμα ψήφου σε εθνικές εκλογές) είχαν αποκτήσει δικαίωμα ψήφου μέσα σε μια ολόκληρη δεκαετία, Βρετανοί και αστοί είχαν σημαδέψει προκαταβολικά την τράπουλα των εκλογών, αποκλείοντας σχεδόν το σύνολο της γενιάς της Αντίστασης από την εκλογική διαδικασία.
Τόση φερεγγυότητα, σε τέτοια ομαλότητα και με τέτοια αξιοπιστία πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές του Μαρτίου του 1946…
Το χτύπημα των ανταρτών της στενής Αυτοάμυνας στο Λιτόχωρο ήταν η προειδοποίηση πως μετά την Καλαμάτα, το Κόμμα θα περνούσε στην αντεπίθεση, όταν και όπως έκρινε σκόπιμο, χρησιμοποιώντας τα μέσα που μετά τη Βάρκιζα πρώτοι οι αντίπαλοί του μεταχειρίζονταν - «νόμιμη» πολιτική δράση στις πόλεις, ένοπλη βία στην ύπαιθρο χώρα. Η ανταπάντηση του κράτους και της κυβέρνησης Τσαλδάρη ήρθε με το Γ’ Ψήφισμα - «νόμιμη» πολιτική δράση για τον σταδιακά απογυμνωμένο και σε συνεχή πίεση οργανωτικό σκελετό του Κόμματος, ολοκληρωτικός εξανδραποδισμός και φονική καταδίωξη εναντίον των μελών και των οπαδών του, ειδικά στην ύπαιθρο.
Τότε ουσιαστικά μεταπηδά η καταδίωξη του παρακράτους στις συστηματικές διώξεις και εκτελέσεις του κράτους, ξεσπά και αποκτά ολοκληρωτικές διαστάσεις ο Εμφύλιος.
Ένα δεύτερο σημείο που εύκολα κυριαρχεί στην πλαστογραφημένη αφήγηση είναι ο ρόλος πρώτα των Βρετανών, που σύντομα και λόγω των εσωτερικών, οικονομικών προβλημάτων της παραπαίουσαςαυτοκρατορίας που άφηνε πίσω της λουτρά αίματος και εμφυλίων πολέμων (θυμηθείτε πχ την Ινδία την ίδια περίπου εποχή) αποσύρονται από την Ελλάδα και κυρίως και μετά, των Αμερικανών που καταφτάνουν ως εφαρμοστές του Δόγματος Τρούμαν. Όντως, η αμερικανική βοήθεια προς τις διαδοχικές, αστικές και εμφυλιοπολεμικές, κυβερνήσεις Τσαλδάρη, Μάξιμου, Σοφούλη και στο τέλος του πολέμου, Διομήδη, υπήρξε κολοσσιαία – αν και σε μεγάλο ποσοστό σπαταλήθηκε, καταναλώθηκε και διαμοιράστηκε μέσα στους δαιδάλους διαφθοράς και πελατειακών δικτύων, στα οποία σε γενικές γραμμές συμμετείχαν με ενθουσιασμό και μπόλικη όρεξη για αρπαγή και κάμποσοι Αμερικανοί – χτίστηκαν αμύθητες περιουσίες με την αμερικανική βοήθεια.
Ο όγκος των τροφίμων και του πολεμικού υλικού δεν εξηγεί το γιατί χρειάστηκαν δυόμιση χρόνια για να επικρατήσει ο αστισμός στη στρατιωτική αναμέτρηση, που πέρασε από διάφορες φάσεις πύρρειων νικών και αποκαρδιωτικών αποτελεσμάτων, που σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν παραλύσει εντελώς τον κρατικό και στρατιωτικό μηχανισμό, είτε στην Αθήνα είτε κυρίως σε ορισμένες επαρχιακές πόλεις.
Η… εύκολη και σύντομη κατάπνιξη της κομμουνιστικής ανταρσίας, κατά την έκφραση του Τσακαλώτου, συνεχώς αναβαλλόταν προκαλώντας τριγμούς στο κράτος, πανικό σε διάφορα κλιμάκια των διαδοχικών κυβερνήσεων, που άλλαζαν ακριβώς επειδή δεν κατόρθωναν να νικήσουν και να καταβάλουν τον ΔΣΕ, εκνευρισμό στους Αμερικανούς και κυρίως κινητικότητα στο παρασκήνιο και τις συνωμοσίες των ανώτερων στρατιωτικών στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτιζε ο Ιερός Δεσμός Ελλήνων Αξιωματικών (ΙΔΕΑ), οργάνωση που είχε ιδρυτή και συντονιστή τον απότακτο του ΄35, βενιζελικόαντιστράτηγο Κωνσταντίνο Βεντήρη.
Ο Βεντήρης είχε επιστρέψει από το Κάιρο ως υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας τον Οκτώβριο του 1944, όταν και ιδρύθηκε ο ΙΔΕΑ αφενός για να συντονιστούν τα αντικομμουνιστικά και φιλοβασιλικά βήματα των αξιωματικών του στρατού, ανεξάρτητα από τη στολή που φορούσαν στη διάρκεια της Κατοχής – γερμανική του ταγματασφαλίτη, εδεσίτικη του Ζέρβα ή βρετανική της ερήμου και του Ρίμινι – και αφετέρου για να πετύχουν οι ΙΔΕΑτες αξιωματικοί σημαντικό προβάδισμα στη στελέχωση, τις προαγωγές και τις διοικήσεις του Εθνικού Στρατού που άρχιζε να σχηματίζεται από τον Νοέμβρη του 1944, με πυρήνα τους Ριμινίτες και τους ταγματασφαλίτες. Χαρακτηριστική επί του συγκεκριμένου είναι η διαταγή του Βεντήρη για την απελευθέρωση από τους στρατώνες στο Γουδί, των περίπου 11.000 ταγματασφαλιτών που κρατούνταν εκεί μετά τις διαδοχικές νίκες του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο (Πύργος, Μελιγαλάς, Γαργαλιάνοι) και την απελευθέρωση της Αθήνας, έχοντας ως επικεφαλής τον συνταγματάρχη Παπαδόγκωνα – τη διαταγή εκτέλεσε ο Τσακαλώτος και έτσι,Ριμινίτες και ταγματασφαλίτες βρέθηκαν να πολεμούν δίπλα-δίπλα, εναντίον του ΕΛΑΣ Αθήνας στη διάρκεια των Δεκεμβριανών.
Αλλά, γράφαμε για τους Αμερικανούς. Παρά τον κυρίαρχο μύθο, η διοικητική επάρκεια των Αμερικανών και η πραγματική συμβολή τους στην επικράτηση των όπλων του Εθνικού Στρατού μπορεί να αμφισβητηθεί. Και αυτό γιατί στην πραγματικότητα το δίπολο προσώπων Γκρίνσγουολντ και Βαν Φλητ αποδείχτηκαν ικανότεροι στις παρασκηνιακές μηχανορραφίες και τις πιέσεις προς το αστικό, πολιτικό προσωπικό για την ανακατάταξη ισχύος ανάμεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς, όπως αυτή μετουσιώθηκε σε πράξη με τη δικτατορικών εξουσιών στραταρχία που ανέλαβε ο Παπάγος τον Γενάρη του 1949.
Ειδικά ο Βαν Φλητ υπήρξε ένας εξαιρετικά μέτριος αν όχι κακός στρατιωτικός, ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα για να περισώσει μια καταρρακωμένη στη Νορμανδία καριέρα, μιλούσε και ήξερε περισσότερα για το μπέιζμπολ, του οποίου ήταν και παίκτης, παρά για τακτικές μάχης και η έλευση του στον Εθνικό Στρατό, του οποίου ανέλαβε για τους τύπους γενικός αρχηγός, ήταν ρουσφέτι της οικογένειας του στρατηγού Μάρσαλ – του ομώνυμου Σχεδίου οικονομικής βοήθειας προς τη Δυτική Ευρώπη- μπας και ο καταπτοημένος από τις αποτυχίες Βαν Φλητ κέρδιζε κάποιες στρατιωτικές δάφνες με μια «εύκολη» νίκη επί των κομμουνιστών στην Ελλάδα.
Στην πραγματικότητα, ο Εμφύλιος κρίθηκε από στρατιωτική σκοπιά στα αναθεωρημένα, επιτελικά σχέδια που εκπόνησε και εφάρμοσε πρώτα στην Πελοπόννησο τον χειμώνα του 1948-49, (σχέδιο «Περιστέρα») το Γενικό Επιτελείο Στρατού με επικεφαλής τον αντιστράτηγο Δημήτρη Γιατζή. Σε αυτά βασίστηκε η αναδιοργάνωση του Εθνικού Στρατού σε συμπαγή και ολιγάνθρωπα, ευκίνητα, καταδιωκτικά αποσπάσματα Λόχων Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ) που κατ’ ουσία έκαναν ανταρτοπόλεμο στους αντάρτες. Αλλά ο Γιατζής, που δεν ήταν αξιωματικός από τη Σχολή Ευελπίδων, αλλά προερχόταν από εκείνη την τάξη των «εξ εφέδρων» στρατιωτικών (όπως και ο Ναπολέων Ζέρβας), είχε αποφύγει σε όλη του την καριέρα τη συμμετοχή σε συνωμοσίες και κινήματα, και είχε αναδειχθεί μέσα στην πρώτη γραμμή του μετώπου από τους Βαλκανικούς έως την Πίνδο, δεν πρόλαβε να καρπωθεί την επιτυχία του – το «βελούδινο» πραξικόπημα του ΙΔΕΑ που επέβαλε τη στραταρχία του Παπάγου προκαλώντας την τύχη ακόμη και του ίδιου του θρόνου με βασιλιά τον Παύλο, (εξού και η έξαλλη και μισόμουρλη, χιτλεροντυμένη στα νιάτα της, Φρειδε(φ)ρίκη για χρόνια αποκαλούσε τον Παπάγο, «σκατάρχη» και τον άνδρα της, που είχε υποχωρήσει στις πιέσεις του ΙΔΕΑ, «ηλίθιο»), οδήγησε στην οικειοποίηση των σχεδίων και της στρατιωτικής επικράτησης από τους συνωμότες αξιωματικούς που έως τότε χλεύαζαν ανοικτά τον επιτελάρχη.
Η «ουρά» της πρωτοκαθεδρίας του ΙΔΕΑ στις στρατιωτικές εξελίξεις, ήταν, φυσικά η χούντα των συνταγματαρχών του 1967, όταν δυο αλληλεπικαλυπτόμενες ομάδες συνωμοτών απεργάζονταν δυο διαφορετικά πραξικοπήματα, αφενός, οι βετεράνοι ΙΔΕΑτες βασιλικοί στρατηγοί, που ετοίμαζαν τη μεγάλη χούντα η οποία είχε τις ευλογίες του αμερικανικού Πενταγώνου και του Γκλύξμπουργκ και αφετέρου, οι δραστήριοι συνταγματάρχες της Ένωσης Ελλήνων Νέων Αξιωματικών (ΕΝΕΑ), το αυτονομημένο παρακλάδι του ΙΔΕΑ με επικεφαλής τον Παπαδόπουλο και τον Μακαρέζο, που είχαν τις ευλογίες της CIA και επικράτησαν στον αγώνα δρόμου έπειτα και από την εσωτερική μεταπήδηση του Ζωιτάκη και του Σπαντιδάκη από τη «μεγάλη», στη «μικρή» χούντα – τόσο καλά… Νωρίτερα, βέβαια, είχε συντελεστεί το «αόρατο» πραξικόπημα του 1951, όταν ο ΙΔΕΑ, που πάντοτε στόχευε στην επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα, είχε κατεβάσει τα άρματα μάχης από το Γουδί έως τον «Ευαγγελισμό» και εκεί τους σταμάτησε ο Παπάγος, που προετοιμαζόταν για την κάθοδό του στην πολιτική με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον και ως αρχηγός του Εθνικού Συναγερμού, με την απίστευτη φράση : «Δεν ήρθε η ώρα ακόμη!» - τόσο… δημοκρατικά λειτουργούσαν οι νικητές του Εμφυλίου, η «ώρα» σήμανε χούντα,16 χρόνια μετά…
Αν επομένως για τους αστούς, ο Εμφύλιος κρίθηκε στο πεδίο της μάχης εξαιτίας των σχεδίων του ΓΕΣ με επιτελάρχη τονΓιατζή, το Κόμμα, από την άλλη πλευρά του νομίσματος, πού έχασε τον πόλεμο;
Σε μια χιονοστιβάδα λαθών, η απομόνωση μιας χούφτας χιονιού είναι κάπως ανοίκεια αν όχι αστεία – είπαμε, το μέγα λάθος ήταν ο όμιλος, η ομάδα ηγετών που έλαχε στο Κόμμα καθ’ όλη τη δεκαετία του 1940, είτε στο Πρώτο είτε στο Δεύτερο Αντάρτικο. Παρόλα αυτά ορισμένοι αστοιχείωτοι λαθολόγοι επιμένουν ότι η εμμονή του ΝιΖήτα να μην συμμετέχουν στον ΔΣΕ μόνιμοι αξιωματικοί στοίχισε την ήττα στον ΔΣΕ.
Στην πραγματικότητα, με εξαίρεση όσους μόνιμους αξιωματικούς είχαν πολεμήσει στο Πρώτο Αντάρτικο, οι υπόλοιποι, κλεισμένοι στην αυταρέσκεια, τον ναρκισσισμόκαι την ταξική, αστική ασυνειδησία τους, για να μην μιλήσουμε για τους προδότες και τους κοπανατζήδες, χλεύαζαν τον ανταρτοπόλεμο ως αναποτελεσματικό ακόμη και όταν ο ΕΛΑΣ αποδείκνυε έμπρακτα και συνεχώς τη στρατιωτική υπεροχή της τακτικής σε γεωγραφικό ανάγλυφο όπως είναι αυτό της Ελλάδας.
Δύο ήταν τα υπαρκτά και αυτοκτονικά λάθη στον ΔΣΕ και τα δύο φέρουν τη σφραγίδα του ΝιΖήτα.
Το πρώτο, πως σε όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου, κανένας από τους ψημένους στον ανταρτοπόλεμο καπετάνιους του ΕΛΑΣ που είχαν ταυτόχρονα και το στίγμα του «αρειανού» δηλαδή ήταν σημαντικοί αντάρτες ή μαθητές του Άρη Βελουχιώτη, δεν πήρε τη θέση διοίκησης και συντονισμού που του άξιζε στο Δεύτερο Αντάρτικο– κα-νέ-νας! Ούτε ο Διαμαντής (Αλεξάνδρου), που τον υπολόγιζαν ως τον πλέον ικανό και επίφοβο αντίπαλο όλοι οι αστοί στρατιωτικοί, ούτε ο Περικλής (Χουλιάρας), ούτε ο Πελοπίδας (Λάσκος), ούτε ο Αγησίλαος (Τσιαμπούρας) που δολοφονήθηκε από τον Γούσια, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος…
Όσοι παλιοί καπετάνιοι αναδείχθηκαν, όπως ο Βαφειάδης, προωθήθηκαν ως πιστοί κομματικοί ανεξάρτητα από τις πολεμικές και διοικητικές τους ικανότητες – με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Γούσια-Βοντίτσιο που στο Πρώτο Αντάρτικο δεν είχε κρεμάσει αορτήρα στον ώμο και πέρα από το δολοφονικό, αντιΕΛΑΣίτικο και αντι-αρειανό μίσος του, δεν μπορούσε να διαβάσει καν στρατιωτικό χάρτη…
Ακόμη και μόνιμοι αξιωματικοί που βγήκαν στο βουνό και στο Πρώτο και στο Δεύτερο Αντάρτικο, όπως ο Κανελλόπουλος στην Πελοπόννησο, που είχε περάσει και από το «αναμορφωτήριο-εκκαθαριστήριο» του Μπούλκες, υπέστησαν την ταπείνωση της πολιτικής και γραφειοκρατικής (συν)διοίκησης με στελέχη όπως εν προκειμένω ο Ρογκάκος και ο Γκιουζέλης – με καταστροφικά αποτελέσματα όταν η τακτική επιθέσεων του Εθνικού Στρατού άλλαξε τον χειμώνα του 1948-49 και τα περιθώρια καίριων, ορθών και ακαριαίων αποφάσεων εξανεμίστηκαν.
Το δεύτερο, καθοριστικό και εγκληματικό λάθος του ΝιΖήτα ήταν η απόπειρα μετατροπής του ΔΣΕ από αντάρτικο σε τακτικό στρατό, με ταξιαρχίες, μεραρχίες, «έδρες», επιμελητεία (ανύπαρκτη) και γραφειοκρατία (υπερχειλίζουσα) – την ώρα που το ΓΕΣ «έσπαγε» τον Εθνικό Στρατό σε μονάδες μικρές και αντιανταρτικές, κατάλληλες για ορεινό πόλεμο, ο ΝιΖήταςπροωθούσε εν τοις πράγμασι ανεπιτυχώς και αυτοχειριαστικά,έναν«ενιαίο» και δυσκίνητο στρατό, εντελώς ακατάλληλο για πόλεμο φθοράς και σε απομακρυσμένες ορεινές περιοχές, απογυμνωμένες από τον πληθυσμό τους έπειτα από τους αναγκαστικούς εκτοπισμούς και την εσωτερική προσφυγιά που είχε επιβάλει η κυβέρνηση Σοφούλη, η τρίτη εμφυλιοπολεμική.
Οι κραυγές του αστισμού ότι ο ΝιΖήτας και το Κόμμα επιζητούσαν ως έσχατη λύση στα «προδοτικά, εαμοβουλγαρικά» σχέδιά τους τη δημιουργία «ανεξάρτητου κράτους» που θα αναγνωριζόταν από τα κομμουνιστικά κράτη και την ΕΣΣΔ θα ήταν υπέροχα αστείες, αν οι αστοί δεν ξεχνούσαν ότι η απόπειρα του ΝιΖήτα και του Κόμματος για την ίδρυση «ελεύθερης επικράτειας» κυρίως στη Δυτική Μακεδονία δεν είχε περισσότερες ομοιότητες και δάνεια, στα χαρτιά, με τη διπλή απόπειρα του Βενιζελισμού για τη διάσπαση του κράτους καθώς κατά Κλαούσεβιτς, η οξεία, πολιτική αναμέτρηση διεξαγόταν με άλλα μέσα, πρώτα το 1915-16 (κορύφωση του Εθνικού Διχασμού και Κίνημα της Εθνικής Άμυνας) και μετά το 1935 (Κίνημα του ΄35) και κυρίως με την ίδρυση της «Ελεύθερης Ελλάδας» στην διάρκεια της Κατοχής και πάνω στα βουνά.
Παρεμπιπτόντως, όταν ακόμη και σήμερα οι πλαστογράφοι της δεκαετίας του 1940 μιλούν για την «προδοσία» της Μακεδονίας, ας θυμούνται ότι η Μακεδονία, και ειδικά η Ανατολική, είχε μπει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και του τεμαχισμού της, πρώτα από τους Κωνσταντινικούς (όταν παραδόθηκε στους Γερμανούς και τους Βούλγαρους το Γ΄ Σώμα Στρατού στην Καβάλα, μαζί με τη γύρω περιοχή) και μετά από τους Βενιζελικούς (ως αντάλλαγμα προς τη Βουλγαρία και την «έξοδο στο Αιγαίο» για την εξάπλωση της Ελλάδας στην Μικρασία). Αυτά, μπας και το βουλώσουν κάποια στιγμή…
Έγραψα όμως για τη Βουλγαρία και επειδή κάπως πρέπει να κλείσει αυτό το μάλλον μακροσκελές και κουραστικό για τον αναγνώστη κείμενο, νομίζω ότι αξίζει μια τελευταία απάντηση ειδικά στους ιστορικούς παραχαράκτες της σχολής καψοκαλύβα και ομοϊδεατών απολογητών ουσιαστικά του ένοπλου ή κουστουμαρισμένου δωσιλογισμού παντός καιρού και πάσης εποχής.
Λένε, ότι η νίκη των αστών στον Εμφύλιο απέτρεψε την Ελλάδα από το να γίνει Βουλγαρία.
Ενδιαφέρον…
Προφανώς οι πλαστογράφοι και οι λαθολόγοι της περιόδου δεν έχουν προσέξει ότι είναι η καπιταλιστική Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, των νικητών του Εμφυλίου εκείνη που έχει ρίξει το βιοτικό επίπεδο, τους μισθούς και τις συντάξεις και έχει διαλύσει το κοινωνικό κράτος και τη διαβρωμένη δημόσια διοίκηση σε επίπεδα… Βουλγαρίας και ακόμη πιο κάτω στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης, αστικής αντεπανάστασης κατά την οποία οι κατά τα άλλα νικητές αστοί της «ανήκομεν εις την Δύσιν», σπεύδουν να αντιγράψουν τους ανατολικοευρωπαίους, μετακρατικοκαπιταλιστές ηττημένους…
Εβδομήντα χρόνια μετά το Κάμενικ, οι αστοί νεοφιλελεύθεροι και νοσταλγοί της χούντας πανηγυρίζουν επειδή η εντός ΕΕ και ΝΑΤΟ (για να μην ξεχνιόμαστε) Ελλάς έχει ξεπέσει σε πολιτικοκοινωνικά επίπεδα Βουλγαρίας! Τέτοια ξεφτίλα για τον ελληνικό αστικό κόσμο.
Με τα «αν» δεν γράφεται ιστορία και πολύ περισσότερο δεν ξεπλένονται τα ταξικά εγκλήματα του αστισμού και του ελλαδικού (παρα)κράτους πριν, κατά τη διάρκεια και σίγουρα και πάντα μετά τη στρατιωτική επικράτηση της Δεξιάς και του Κέντρου στο Κάμενικ και τον Γράμμο.
Ο Εμφύλιος έχει αφήσει ακόμη εκκρεμότητες, ιστοριογραφικές και ερευνητικές – όχι πλαστογραφικές και λαθολογικές.
Πολύ αριστεροί ίσως και με κάποια ανακούφιση μπροστά στο επίπεδο ηγεσίας που έλαχε στο Κόμμα τη δεκαετία του 1940 και με όσα κρατικοκαπιταλιστικά συντελούνταν πέρα από το Τείχος του Βερολίνου και ουσιαστικά ευτέλισαν το κομμουνιστικό, επαναστατικό όραμα της δικαιότερης κοινωνίας και της πραγματικής ισότητας είπαν κατά καιρούς το «καλύτερα που ηττηθήκαμε» - όλοι τους ξέχναγαν όμως να θυμηθούν τι κόστος κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και κυρίως ηθικό είχε αυτή η ήττα για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα του πελατειακού κράτους, των ΤΕΑ, των φακέλων κοινωνικών φρονημάτων, του κιτσαριού του εθνικισμού, της μεταναστευτικής πληθυσμιακής αιμορραγίας, του ακρωτηριασμού της Κύπρου και των κολαστηρίων της Γυάρου.
Κάποιοι άλλοι ακόμη και σήμερα συνήθως συμπληρώνουν το «Αν ακούγαμε τον Άρη…» - τον Βελουχιώτη εννοούν, ότι την ομάδα με έδρα το «Κλεάνθης Βικελίδης».
Για να δούμε, αν στο άμεσο ή όχι και τόσο μακρινό μέλλον, η πολλή πιθανή υποτροπή της καπιταλιστικής κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο σε συνδυασμό με τον κλιματικό κυκλώνα της υπερθέρμανσης του πλανήτη ανοίξουν νέους, πρωτοφανέρωτους δρόμους στην ταξική εκμετάλλευση, την εξαθλίωση και τη φτώχεια και επομένως στο αίτημα της χειραφέτησης και της αναδιοργάνωσης της ζωής μας, για την επανάσταση και την κομμουνιστική ουτοπία, θα εισακουστεί η επικαιρότητα του «Άρη» και όλων των επαναστατών «Άρεων» ή θα τραβιόμαστε πάλι με ΝιΖήτες, Βλαντάδες, και Βοντίτσιους;
Τροφή για σκέψη, εβδομήντα χρόνια μετά την υποτιθέμενη λήξη του Εμφυλίου.