Τέσσερις μήνες έχουν περάσει από την επιχείρηση «Πλημμύρα του Αλ Άκσα» και από την έναρξη του Σιωνιστικού γενοκτονικού πολέμου που ακολούθησε.
Η κατάσταση έχει πλέον ξεπεράσει τη Νάκμπα του 1948 με όρους έντασης της καταστροφής και φρίκης. Ας αναλογιστούμε τα γεγονότα που παρουσίασε ο ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για το δικαίωμα στην επαρκή στέγαση, σε ένα αξιοσημείωτο άρθρο που δημοσιεύτηκε στους New York Times στις 29 Γενάρη: Τα εκρηκτικά που έχει ρίξει το Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας αποτελούν το ισοδύναμο δύο ατομικών βομβών σαν εκείνη που έριξαν οι ΗΠΑ στη Χιροσίμα το 1945.
Αυτός ο μαζικός βομβαρδισμός έχει ως τώρα οδηγήσει στην καταστροφή του 70% των κτιρίων σε ολόκληρο τον θύλακα και του 85% ειδικά στο βόρειο μισό του. Κατά συνέπεια, 70.000 οικιστικές μονάδες έχουν καταστραφεί ολοσχερώς και 290.000 οικιστικές μονάδες έχουν καταστραφεί εν μέρει. Αν σε αυτά προσθέσουμε την καταστροφή των υποδομών υπηρεσιών όπως το νερό και ο ηλεκτρισμός, του συστήματος υγείας συμπεριλαμβανομένων των νοσοκομείων, του εκπαιδευτικού δικτύου (σχολεία και πανεπιστήμια), των τόπων λατρείας και πολιτισμού, και των ιστορικών κτιρίων, το αποτέλεσμα είναι μια σχεδόν πλήρης εξαφάνιση της Παλαιστινιακής Γάζας. Πρόκειται για κάτι αντίστοιχο με την εξαφάνιση σχεδόν κάθε ίχνους Παλαιστινιακής ζωής με την καταστροφή 400 πόλεων και χωριών στο 78% της γης της Παλαιστίνης ανάμεσα στο ποτάμι και τη θάλασσα, που άρπαξε το Σιωνιστικό Κράτος το 1948.
Ο εισηγητής του ΟΗΕ πρότεινε να προστεθεί ένα νέο έγκλημα στη λίστα των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, ένα έγκλημα που αποκαλεί «domicide» (οικοκτονία, η σκόπιμη-συστηματική καταστροφή κατοικιών). Ανέφερε περιπτώσεις όπου είχε εφαρμογή αυτή η έννοια στη διάρκεια αυτού του αιώνα: Το Γκρόζνι της Τσετσενίας, που καταστράφηκε ολοσχερώς από το ρωσικό στρατό του Βλάντιμιρ Πούτιν στην αρχή αυτού του αιώνα. Το Χαλέπι της Συρίας, που καταστράφηκε από το ρωσικό στρατό σε συμμαχία με ιρανικές δυνάμεις και δυνάμεις του καθεστώτος Άσαντ το 2016. Και η Μαριούπολη της Ουκρανίας, που καταστράφηκε από το ρωσικό στρατό κατά τους πρώτες μήνες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία το 2022. Στον κατάλογο του εισηγητή πρέπει εμείς να προσθέσουμε την Φαλούτζα του Ιράκ, που καταστράφηκε από τον αμερικανικό στρατό το 2004, κατά το δεύτερο χρόνο της κατοχής του Ιράκ. Όπως και τη Μοσούλη του Ιράκ και τη Ράκα της Συρίας, που και οι δύο καταστράφηκαν από τις αμερικανικές δυνάμεις και τους συμμάχους τους στη διάρκεια του πολέμου κατά του ISIS το 2017.
Αλλά η «οικοκτονία» της Γάζας διαφέρει από όλες αυτές τις περιπτώσεις γιατί δεν χτύπησε μόνο μια πόλη, αλλά ολόκληρο τον θύλακα και όλες τις πόλεις του –μια περιοχή πολύ μεγαλύτερη από οποιαδήποτε από τις πόλεις που αναφέρθηκαν παραπάνω. Η «οικοκτονία» της Γάζας εξελίσσεται παράλληλα με μια γενοκτονία του πληθυσμού της. Όχι μόνο σκοτώνοντας ένα μεγάλο ποσοστό του: Περίπου 27.000 όταν γραφόταν αυτό το άρθρο, ή πάνω από το 1% του συνολικού πληθυσμού, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Υγείας στη Γάζα, τα οποία δεν συνυπολογίζουν τον αριθμό εκείνων που πεθαίνουν λόγω των καταστροφικών υγειονομικών συνθηκών που έχει δημιουργήσει η επίθεση, που παροξύνονται από τον ισραηλινό περιορισμό της πρόσβασης της ανθρωπιστικής βοήθειας στη Λωρίδα. Αυτές οι συνθήκες καθιστούν ένα μεγάλο τμήμα των Παλαιστίνιων τραυματιών, που υπολογίζεται σε περίπου 70.000, ευάλωτο απέναντι σε θάνατο ή σε μόνιμες βλάβες που θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί αν υπήρχε διαθέσιμη η απαιτούμενη περίθαλψη. Το ίδιο ισχύει για τη μερίδα ανθρώπων που υποφέρουν από φυσικές ασθένειες και δεν λαμβάνουν πλέον τα φάρμακα που χρειάζονται για να ζήσουν, ο αριθμός των οποίων δεν είναι διαθέσιμος.
Προσθέστε σε όλα τα παραπάνω ότι περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή το 85% του πληθυσμού της Λωρίδας της Γάζας, εκτοπίστηκαν από τα σπίτια τους προς την πόλη της Ράφα και άλλες περιοχές στα σύνορα με την Αίγυπτο. Ακόμα κι αν η επίθεση σταματούσε ξαφνικά σήμερα και ακόμα κι αν επιτρεπόταν στους εκτοπισμένους να μετακινηθούν σε όποιο σημείο της Λωρίδας της Γάζας θέλουν, η μεγάλη πλειοψηφία τους θα ήταν υποχρεωμένη να παραμείνει στα σημερινά καταλύματα λόγω της καταστροφής των σπιτιών τους. Επιπλέον, ο Σιωνιστικός στρατός ετοιμάζεται τώρα να ολοκληρώσει την κατοχή της Λωρίδας της Γάζας εισβάλλοντας στη Ράφα, επιδεινώνοντας αναπόφευκτα την κατάσταση των εκτοπισμένων, ακόμα κι αν τους υποχρέωνε να μετακινηθούν εκ νέου προς μια άλλη περιοχή στα νότια της Λωρίδας της Γάζας, ώστε να τους θέσει υπό τον έλεγχό του και να τους αποσπάσει από ό,τι έχει απομείνει από τους θεσμούς όπου κυριαρχούσε η Χαμάς από όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση του θύλακα το 2007.
Όλα αυτά είναι πραγματικά μια τεράστια καταστροφή που ξεπερνά τη Νάκμπα του 1948 με όρους έντασης και φρίκης. Είναι μια Νάκμπα της οποίας ο πολιτικός αντίκτυπος στην ιστορία της περιοχής, ακόμα και του πλανήτη, δεν θα είναι μικρότερος από εκείνον της προηγούμενης Νάκμπα, όπως θα αποδείξει σίγουρα το μέλλον.
Μπροστά σε αυτό το φρικιαστικό θέαμα, τα κουβεντολόγια της αμερικανικής κυβέρνησης και άλλων κυβερνήσεων που ανησυχούν για τις συνέπειες αυτής της νέας Νάκμπα, και ιδιαίτερα οι φλυαρίες τους για μια «λύση» του Παλαιστινιακού ζητήματος, αναφέρονται σε μια επέκταση στη Λωρίδα της Γάζας του καθεστώτος που ισχύει στην Περιοχή Α της Δυτικής Όχθης, επαναφέροντάς την υπό την επίβλεψη της Παλαιστινιακής Αρχής η οποία είναι η ίδια υπό άμεσο Ισραηλινό έλεγχο, ενώ οι δυνάμεις κατοχής παραμένουν ανεπτυγμένες στο μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Όχθης (Περιοχές Β και Γ) και παρεμβαίνουν στρατιωτικά κατά βούληση στην Περιοχή Α.
Το ότι αποκαλούν «κράτος» μια τέτοια πετσοκομμένη οντότητα που διαθέτει μικρότερη κυριαρχία και από εκείνη που είχε παραχωρηθεί στα Μπαντουστάν της Νότιας Αφρικής επί Απαρτχάιντ, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια άθλια απόπειρα να συγκαλυφτούν οι ευθύνες της Ουάσιγκτον, όπως και των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών, για την ενθάρρυνση του Σιωνιστικού γενοκτονικού πολέμου και τη στρατιωτική του διευκόλυνση –γιατί το Ισραήλ βεβαίως δεν θα μπορούσε να διαπράξει όλα όσα περιγράφηκαν παραπάνω χωρίς την αμερικανική στρατιωτική στήριξη.