Να δούµε καθαρά τα λάθη, να µην πάει χαµένη η κοινή εµπειρία
Είναι κοινή συνείδηση ότι διατρέχουµε µία περίοδο κρίσιµη τόσο για το µαζικό κίνηµα του κόσµου της εργασίας, όσο και για τις δυνάµεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που έµειναν όρθιες µετά το σεισµό του 2015 και τη συνθηκολόγηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ µε την ντόπια κυρίαρχη τάξη και τους δανειστές.
Έχει κλείσει ένας κύκλος που είχε αρχίσει µε το αντιπαγκοσµιοποιητικό κίνηµα και είχε κλιµακωθεί εντυπωσιακά µε τους µεγάλους κοινωνικούς αγώνες του 2008-2013.
Στο κρίσιµο σηµείο αυτού του κύκλου το 2015, την ώρα της προδοσίας του µαζικού αντιµνηµονιακού κινήµατος και την εποµένη του Δηµοψηφίσµατος, η συγκρότηση της ΛΑΕ υπήρξε ένα κέντρο της προσπάθειας για να διαµορφωθεί µία µαζική και σοβαρή, αλλά και συνάµα ριζοσπαστικά αριστερή, εναλλακτική απάντηση στη µνηµονιακή µετάλλαξη και στον σοσιαλδηµοκρατικό εκφυλισµό της ηγεσίας Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτή την υποχρεωτική προσπάθεια, συναντήθηκε το µεγαλύτερο τµήµα της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ και οι οργανώσεις που µέσα από τις γραµµές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχαν καταλήξει στο συµπέρασµα της αναγκαίας ρήξης µε τον αδιέξοδο σεχταρισµό.
Παρά την ήττα στις εκλογές του Σεπτέµβρη του 2015, η ΛΑΕ συγκράτησε στις γραµµές της και στις διαδικασίες της ένα σηµαντικό δυναµικό της µαχόµενης ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως φάνηκε στην ιδρυτική Συνδιάσκεψή της. Η απόφαση της Συνδιάσκεψης για µία συγκροτηµένη µετωπική λειτουργία ήταν σωστή και επιβεβληµένη στις συνθήκες που τότε διαµορφώνονταν.
Η ΠΓ και το ΠΣ της ΛΑΕ απέτυχαν στη συνέχεια να υπηρετήσουν αποτελεσµατικά αυτή την αναγκαία κατεύθυνση. Τα πολιτικά και οργανωτικά προβλήµατα που εκδηλώθηκαν διαδοχικά µέσα σε αυτή την περίοδο θα έπρεπε να εκτιµηθούν προσεκτικά, γιατί αυτά ερµηνεύουν τη διάσταση των αποτελεσµάτων του 2019.
Στις ευρωεκλογές του 2019 η ΛΑΕ, µε το 0,56%, κατέγραψε µία συντριπτική πολιτική ήττα, αποτυγχάνοντας όχι µόνο να εκφράσει πολιτικά/εκλογικά τη µαζική αριστερή δυσαρέσκεια απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τη δυνατότητα να εκφράσει ένα στενότερο, πιο «αποφασισµένο» δυναµικό που νωρίτερα είχε µαζί του προνοµιακή σχέση.
Είναι γνωστό ότι –στη βάση της παραπάνω εκτίµησης– δεν συµφωνούσαµε στην κατά πλειοψηφία απόφαση για κατέβασµα στις επερχόµενες εθνικές εκλογές, προκρίνοντας την έµφαση στις διαδικασίες ανασυγκρότησης. Επιλέξαµε να ενισχύσουµε κατά το δυνατόν την απόφαση της πλειοψηφίας, για λόγους ειλικρινούς συντροφικής αλληλεγγύης και για να µείνει ανοιχτή η δυνατότητα µίας κοινής συζήτησης του απολογισµού και συµπερασµάτων.
Το ΠΣ της ΛΑΕ που πήρε τις σχετικές αποφάσεις, παρέπεµψε την αναγκαία συζήτηση αυτοκριτικής/απολογισµού σε µία διαδικασία Συνδιάσκεψης της ΛΑΕ, που θα έπρεπε να έχει συγκληθεί µέσα στο φθινόπωρο του 2019.
Στις εκλογές του Ιούλη του ’19, η ζηµιά ολοκληρώθηκε. Η εκλογική επιρροή της ΛΑΕ, που είχε νωρίτερα συρρικνωθεί σε έναν «πυρήνα» πολιτικής και οργανωτικής επιρροής της τάξης του 0,56%, υποδιπλασιάστηκε στο 0,28%.
Η πολιτική/εκλογική ήττα, αυτής της διάστασης, αντικειµενικά ορίζει ένα «τέλος διαδροµής» και κάνει τη συζήτηση απολογισµού και αυτοκριτικής αναντικατάστατη προϋπόθεση για κάθε «νέο ξεκίνηµα». Επίσης αντικειµενικά, η συζήτηση αυτή οφείλει να πάει βαθύτερα από την αποδοχή της παραίτησης του Γραµµατέα του ΠΣ της ΛΑΕ.
Οι αντικειµενικοί παράγοντες ήταν πράγµατι σοβαροί και εξαιρετικά πιεστικοί.
Όµως δεν αρκούν για να ερµηνεύσουν την ήττα και τις διαστάσεις της. Το ωφέλιµο πολιτικά στοιχείο βρίσκεται στην αυτοκριτική για τα δικά µας λάθη. Κεντρικοί άξονες, κατά τη γνώµη µας, σε αυτή τη συζήτηση θα έπρεπε να είναι:
α) Ο εκλογοκεντρικός χαρακτήρας του προγραµµατισµού δράσης της ΛΑΕ για µακρό διάστηµα, που υποβίβαζε τις παρεµβάσεις σε επικοινωνιακούς ακτιβισµούς και όχι σε σχέδιο συγκροτηµένης σχέσης µε κοινωνικούς χώρους και κινήµατα.
β) Η αποτυχία διαµόρφωσης σταθερής και µακρόχρονης τακτικής απέναντι στον κόσµο του ΣΥΡΙΖΑ, τακτικής που αντικειµενικά συνδέονταν και µε µια σταθερή πολιτική απέναντι στον κίνδυνο της ακραία νεοφιλελεύθερης ηγεσίας της ΝΔ.
γ) Η στροφή προς τον «εθνικό-πατριωτικό» χώρο. Οι εκτιµήσεις ότι η αναβάθµιση του προστατευτισµού και του οικονοµικού εθνικισµού στο διεθνές πεδίο (Τραµπ, Brexit κ.ά.) αποτελούν, τάχα, µιαν «αντικειµενικά προοδευτική» εξέλιξη, µία ρήξη µε τη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσµιοποίηση, ρήξη στην οποία θα µπορούσαν να βρουν «αποκούµπι» οι εργαζόµενοι και οι λαϊκές τάξεις. Αυτή η στροφή προς έναν νεφελώδη «εθνικό ρεπουµπλικανισµό», ειδικά έτσι όπως προβλήθηκε από την κεντρική δηµόσια εκφώνηση, συνδέονταν µε την υποτίµηση του κινδύνου του εθνικισµού και του ρατσισµού, µε υποτίµηση της ακροδεξιάς. Οι αµφιλεγόµενες θέσεις της ηγεσίας της ΛΑΕ απέναντι στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για τις Πρέσπες, απέναντι στις φασιστοκαταλήψεις της Χρυσής Αυγής στα σχολεία, απέναντι στους εξοπλισµούς και στα ζητήµατα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισµού στην Ανατολική Μεσόγειο, πληρώθηκαν πολύ ακριβά µε την αποµόνωση από ένα αριστερό ακροατήριο.
δ) Ένα αρχηγοκεντρικό και συγκεντρωτικό µοντέλο λειτουργίας που δεν αντιστοιχεί ούτε σε «µονολιθικό» κόµµα, ενώ είναι πέρα από κάθε συζήτηση για ένα µέτωπο όπως η ΛΑΕ. Αυτό το µοντέλο εµπόδισε τη διόρθωση των παρεµβάσεων και της πολιτικής γραµµής, ακόµα και όταν τα προβλήµατα πήραν διαστάσεις.
Κατανοούµε ότι, απολύτως φυσιολογικά, µπορεί να υπάρχουν και άλλες σκέψεις, άλλες ιεραρχήσεις, άλλες εµφάσεις κ.ο.κ. Όµως δεν είναι δυνατόν να συρρικνώνεται η αυτοκριτική για τους υποκειµενικούς παράγοντες που αφορούν την ίδια τη ΛΑΕ.
Από τις εκλογές του Ιούλη έχουν περάσει 7 µήνες. Στο µεταξύ δεν υπήρξε καµία συλλογική δραστηριότητα της ΛΑΕ. Σε αυτό το διάστηµα κάτι έχει συντελεστεί. Και αυτό οφείλουµε να το αναγνωρίσουµε.
Σήµερα ένα τµήµα της ΛΑΕ καλεί «όσους έχουν την πολιτική βούληση, να συνεχίσουµε τη ΛΑΕ». Ταυτόχρονα δηλώνει διαθέσιµο για άλλες πρωτοβουλίες, πιο µακροπρόθεσµα, υπέρβασης της ΛΑΕ και συγκρότησης ενός χώρου διαλόγου και κοινής δράσης της µαχόµενης ριζοσπαστικής Αριστεράς ευρύτερα.
Αυτές οι εκκλήσεις είναι αντιφατικές. Αφενός, η συνέχιση µιας κοινής πορείας δεν µπορεί να είναι αποτέλεσµα µόνο «πολιτικής βούλησης», κυρίως προϋποθέτει µια βαθύτερη αυτοκριτική και κυρίως πολιτικά συµπεράσµατα που προκύπτουν από αυτή. Αφετέρου, η διατήρηση ενός «µετώπου» ως προθάλαµου για τη µελλοντική πρωτοβουλία άλλου ευρύτερου µετώπου δεν είναι κάτι δηµιουργικό.
Ο κύκλος της ΛΑΕ έχει κλείσει. Υπάρχει η κοινή εµπειρία από µία προσπάθεια µακρού χρόνου. Αυτή θα πρέπει να αξιοποιηθεί και να συστηµατοποιηθεί ως βάση για µία νέα µετωπική πρωτοβουλία που θα περιλαµβάνει και άλλες δυνάµεις από το χώρο της µαχόµενης Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Που θα ενσωµατώνει το αναγκαίο προγραµµατικό ξεκαθάρισµα και την απόρριψη των λαθών και συγχύσεων που βρίσκονται στη βάση της αποτυχίας της ΛΑΕ. Και θα διατηρεί την αντίθεση στο δίδυµο αντίπαλο µέσα στη σηµερινή δύσκολη συγκυρία: Ενάντια στο διαλυτισµό, ενάντια στη σεχταριστική αυτοαναφορικότητα.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά