Οι μαζικές απώλειες ψήφων της ΝΔ στις ευρωεκλογές, σε σύγκριση με την επιρροή της στις εθνικές εκλογές του Μάη-Ιούνη του ’23, ήταν ένα σοβαρό πολιτικό χτύπημα.

Η απόπειρα των κυβερνητικών στελεχών να υποβαθμίσουν το γεγονός κράτησε λίγα μόνο 24ωρα. Ο Μητσοτάκης υποχρεώθηκε να παραδεχθεί ότι «το 41% δεν υπάρχει πλέον» και να προχωρήσει σε κυβερνητικό ανασχηματισμό. Όμως ήταν ένας ανασχηματισμός «τζούφιος»: η θυσία δύο υπουργών-αποδιοπομπαίων τράγων (για να διασκεδαστεί η δυσαρέσκεια για την ακρίβεια και η αγανάκτηση των αγροτών…), η τοποθέτηση ενός απόστρατου στο υπουργείο Μετανάστευσης (που κλείνει το μάτι στην ακροδεξιά) και η μετάθεση της Κεραμέως στο υπουργείο Εργασίας (μια κίνηση-προειδοποίηση, όπως θα ισχυριστούμε παρακάτω) δεν συνιστούν πρωτοβουλίες αντίστοιχες με το πρόβλημα. 

Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ο κανόνας ότι όταν ένα κόμμα έχει πάρει την «κατηφόρα», τότε τα περιθώριά του για ουσιαστικές πρωτοβουλίες ανασύνταξης γίνονται όλο και στενότερα. 

Ασφαλώς, η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει άμεσα πρόβλημα βιωσιμότητας. Όμως γίνεται όλο και πιο καθαρό ότι αυτό οφείλεται κυρίως στα χάλια της αντιπολίτευσης, παρά στις πολιτικές δυνατότητες της σημερινής ηγετικής ομάδας της ΝΔ. 

Πίσω από αυτήν την εικόνα, αρχίζει να προβάλει ένα «στρατηγικό» πρόβλημα που, όσο γίνεται πιο συνειδητό, μπορεί να επιταχύνει ή και να πυροδοτήσει εξελίξεις μέσα στους κύκλους της Δεξιάς. 

Αν τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών αναπαραχθούν σε κάλπη κοινοβουλευτικών εκλογών, τότε θα προκύψει σαφής αδυναμία σχηματισμού αξιόπιστης (για τους καπιταλιστές) κυβέρνησης. Και αυτή η «προδρομική» διαπίστωση ενισχύεται από δύο πλευρικές, αλλά όχι δευτερεύουσες, παρατηρήσεις: α) Οι πολιτικές ηγεσίες όλων των «μεγάλων» κομμάτων δεν είναι ώριμες για εναλλακτικές κυβερνητικών συμμαχιών. β) Οι επερχόμενες οικονομικές εξελίξεις είναι πιθανό να μετατρέψουν τη χαμηλή επίδοση της ΝΔ στις ευρωεκλογές σε υπεραισιόδοξο στόχο στις επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν. 

Στην πράξη, ο Μητσοτάκης βρίσκεται μπροστά στη διαπίστωση ότι οι συνθήκες πολιτικής «κυριαρχίας» του (και πολύ περισσότερο «ηγεμονίας» του) δεν υπάρχουν πλέον. Και αυτό ανοίγει ξανά τη συζήτηση για τις προοπτικές μέσα στο στελεχικό δυναμικό της Δεξιάς. 

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι γνωστό το περιεχόμενο της πολυδιαφημισμένης «παρέμβασης» των Κ. Καραμανλή και Αντ. Σαμαρά στην παρουσίαση του βιβλίου του («καραμανλικού») Μ. Κοττάκη. Όμως, και στις δύο εκδοχές υπενθύμισης του «παρελθόντος» της ΝΔ –είτε με την υπεράσπιση της παράδοσης μιας «κυριαρχικής» Δεξιάς «κοινωνικού φιλελευθερισμού» από τον Καραμανλή, είτε με την απαίτηση μιας «στροφής προς τα δεξιά» που θα διεκδικεί τα ακροδεξιά ακροατήρια, από τον Σαμαρά– αυτό που προκύπτει είναι η έκφραση δυσπιστίας για τα έργα και τις ημέρες του Κυρ. Μητσοτάκη. 

Το μήνυμα άλλωστε ακούστηκε καθαρά στην «χαοτική» συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΝΔ. Πίσω από τις φωνές για «υπερβολική έμφαση στο κέντρο», για μετατοπίσεις προς τον «δικαιωματισμό» που υποσκάπτουν τη συνοχή του παραδοσιακού ιδεολογικού πλαισίου της «παράταξης», πίσω από τις διαμαρτυρίες για παραγκωνισμό των «κομματικών» της ΝΔ κ.ο.κ. προέκυπτε μια διαπίστωση: ότι ο Μητσοτάκης παραμένει στην πρωθυπουργική καρέκλα του γιατί έχει αποδείξει την αποφασιστικότητά του να ολοκληρώνει «δουλειές» για συγκεκριμένους κύκλους και ομίλους της κυρίαρχης τάξης, αλλά έχει πλέον απωλέσει την ικανότητα να μεταμφιέζει τις αντιμεταρρυθμίσεις σε πολιτική που, τάχα, υπηρετεί το γενικό καλό, που ταυτίζεται με ένα κάποιο «εθνικό συμφέρον». 

Αυτή η διαμαρτυρία είναι δυνατόν να ενισχυθεί από τις διεθνείς εξελίξεις, γιατί συνδέεται με γενικότερους προβληματισμους/διασπάσεις μέσα στους κύκλους των κυβερνητικών κομμάτων του «συντηρητισμού». Εάν η ολοκλήρωση των πολιτικών αλλαγών που προανάγγειλαν οι ευρωεκλογές στη Γαλλία και στη Γερμανία, σε συνδυασμό με τις επερχόμενες εκλογές στις ΗΠΑ, καταλήξουν σε ενίσχυση του σουβερενιστικού-προτεξιονιστικού ρεύματος, τότε ο Μητσοτάκης θα έχει μπροστά του ένα εκρηκτικό πρόβλημα. 

Σε τι οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον θα «περπατήσουν» οι πολιτικές εξελίξεις; Ο Μητσοτάκης δεν έχει ούτε την πρόθεση ούτε τη δυνατότητα να υποχωρήσει από τη γραμμή των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων που έχει χαράξει στην πενταετία. Αυτή η κατεύθυνση θα ενισχυθεί από τις επιταγές των διεθνών «θεσμών» μέσα στη γενικευμένη επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών. Η αποστολή του ΔΝΤ στη χώρα, υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να αυξήσει το πρωτογενές πλεόνασμα ως ποσοστό του ΑΕΠ μέσα στο 2024 κα να το διατηρήσει σε υψηλότερα επίπεδα για μια μακρά περίοδο πολλών ετών, με στόχο να υπηρετηθεί η «βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους». Το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα έχει κατακρημνιστεί (κάτω από το μισό του αντίστοιχου στις ΗΠΑ, και κατά 33% κάτω από το μέσο όρο των χωρών-μελών της ευρωζώνης), αλλά δηλώνει ότι τα μόνα «συζητήσιμα» μέτρα είναι… η στήριξη των επιχειρήσεων και η… μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας! Σε απλά ελληνικά, αυτά σημαίνουν επιμονή στο μπαράζ αντεργατικών-αντικοινωνικών μέτρων. 

Το νόημα της μετάθεσης της Κεραμέως στο υπουργείο Εργασίας είναι να οργανώσει την επιβολή της σκληρής και συνολικής αντιμεταρρύθμισης στο Ασφαλιστικό, που έχει ήδη προετοιμάσει ο Τσακλόγλου. Κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά την προειδοποίηση του Άδωνι Γεωργιάδη, όταν αυτός αποχωρούσε από το υπουργείο Εργασίας: το δημογραφικό, λέει, δεν επιτρέπει τη διατήρηση του σημερινού συνταξιοδοτικού συστήματος. Από το 2027, τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα πρέπει να αυξηθούν δραστικά (στα 70; Στα 73;), ενώ το σημερινό επίπεδο καταβαλλόμενων συντάξεων θα πρέπει να μειωθεί κατά 30%!

Από την 1η Ιούλη η Ελλάδα μπαίνει στη «ζώνη» όπου θα θεωρείται νόμιμη η εργασιακή εβδομάδα των 48 εργάσιμων ωρών (6Χ8). Όσοι πιστεύουν ότι το έκτο 8ωρο εβδομαδιαίως θα συνοδεύεται από την προσαύξηση κατά 40% αυτού του μεροκάματου, ας σκεφτούν ότι αυτή η υποχρέωση θα στοιχειοθετείται τώρα από τη δήλωση του… εργοδότη στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Πρόκειται για μια βάναυση αύξηση του εργάσιμο χρόνου την ώρα που σε όλο τον κόσμο τα συνδικάτα απαιτούν τη μείωσή του, χωρίς μείωση των αποδοχών. 

Η απαίτηση για υψηλότερα πλεονάσματα οδηγεί προς την αύξηση της φορο-ληστείας που ρημάζει το εργατικό/λαϊκό εισόδημα. Η επαναφορά του ΦΠΑ στην εστίαση στο 24%, που θα κάνει τον καφέ φαρμάκι, είναι μόνο μια προειδοποίηση. Όσοι πιστεύουν ότι αυτά τα αυξημένα «έσοδα» φτάνουν στο φινάλε στα κρατικά ταμεία, ας σκεφτούν τις πραγματικότητες που δείχνουν (σπανίως) κάποιοι σποραδικοί έλεγχοι: Η μεγάλη εμπορική αλυσίδα H&Μ αποδείχθηκε ότι «έκρυβε» πολλές δεκάδες χιλιάδες αποδείξεις πώλησης ετησίως, διασφαλίζοντας τον τζίρο της ως αφορολόγητο, αλλά και το σύνολο του εισπραχθέντος ΦΠΑ ως πρόσθετο μπόνους στην κερδοφορία της. Αυτή είναι μια γενικευμένη πρακτική που αφορά τις μεγάλες Α.Ε. και τους Ομίλους, και όχι τους μεμονωμένους «υδραυλικούς» και «ηλεκτρολόγους» που καταγγέλει η κυβερνητική προπαγάνδα. 

Η απόλυτη άρνηση του Μητσοτάκη για δημόσιο έλεγχο των τιμών, ειδικά στα αγαθά υποχρεωτικής λαϊκής κατανάλωσης, είναι το «μυστικό» πίσω από την έκρηξη της κερδοφορίας σε συγκεκριμένους κλάδους. Στα τρόφιμα έχει αποδειχθεί ότι μέσα σε 2 χρόνια το 50ευρω έχει μετατραπεί σε κάτι λιγότερο από 30ευρω. Την ώρα που το καυτό καλοκαίρι θα αυξήσει κατακόρυφα την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, η κυβέρνηση επιτρέπει μια σχεδιασμένη εκτίναξη της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος, που θα μεταφέρει πλούτο από τα εργατολαϊκά νοικοκυριά στα θησαυροφυλάκια της (ιδιωτικοποιημένης) ΔΕΗ και των ποικίλων «παρόχων» που έχουν συνωστιστεί στον τομέα της εμπορίας της ενέργειας. 

Όμως η «σκληρή» δημοσιονομική πολιτική –που γίνεται δρακόντεια στην υγεία, στην εκπαίδευση και στην κοινωνική προστασία (πχ με την πλειοψηφία των πυροσβεστών να είναι «ελαστικοποιημένοι» τριμηνίτες μπροστά στις σαρωτικές πυρκαγιές του πιο επικίνδυνου καλοκαιριού…)– δεν αφορά εξίσου όλες τους τομείς. Στην αγορά των όπλων, η κυβέρνηση που «έτρεξε» το πιο φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα της σύγχρονης εποχής, ανακοίνωσε ξαφνικά ότι αυγατίζει τις παραγγελίες των F35, προκαλώντας απορίες και ερωτηματικά ακόμα και ανάμεσα στα στρατιωτικά επιτελεία, και «ψιθύρους» που έφτασαν ακόμα και στα φιλοπόλεμα και φιλομιλιταριστικά sites. 

Γιατί ο Μητσοτάκης επιδιώκει να διατηρεί την κυβέρνησή του στην πρώτη γραμμή του ΝΑΤΟϊκού στρατοπέδου, αλλά και να στηρίζει δια των εξοπλισμών την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κράτους στη διαπάλη για κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο. Όπου, παρά τις περί του αντιθέτου φιλολογίες, ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός παραμένει μια ενεργή και επικίνδυνη πραγματικότητα. Πρόσφατα, με πρόσχημα την προστασία των θαλασσών (!), η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξήγγειλε ένα κουτοπόνηρο πρόγραμμα «θαλάσσιων πάρκων», που επεκτείνει μονομερώς την ελληνική κυριαρχία σε όλα τα (μέχρι σήμερα) διεθνή ύδατα του κεντρικού Αιγαίου. Έτσι, μια κυβέρνηση που καμώνεται ότι οργανώνει μια μετάβαση σε «ήρεμα νερά στο Αιγαίο» (και κατηγορείται γι’ αυτό από θερμοκέφαλους μέσα κι έξω από τη ΝΔ…) οδηγεί στην πραγματικότητα τις εξελίξεις στα όρια του τουρκικού casus belli. 

Ο κατάλογος με τις παραδειγματικές αναφορές στην αντιδραστική και επικίνδυνη πολιτική του Μητσοτάκη θα μπορούσε να συνεχιστεί χωρίς τέλος. 

Μέσα από τις ανάλογες εμπειρίες μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού ωρίμασε η μαζική απόσυρση εμπιστοσύνης που εκφράστηκε στις ευρωεκλογές. Σε όσα ακολούθησαν εκφράστηκε η απροθυμία και η ανικανότητα του μητσοτακικού «συστήματος» να αυτό-ρυθμιστεί παραλαμβάνοντας και επεξεργαζόμενο το μήνυμα εκατοντάδων χιλιάδων ψηφοφόρων. Έστω κι αν αυτό ενέχει πολιτικούς κινδύνους για την ηγετική ομάδα της ΝΔ, κινδύνους που μπορούν να εξελιχθούν σε γενικότερη καθεστωτική αστάθεια. Η παράλυση της αντιπολίτευσης δεν θα αρκεί για πασπαρτού του Μητσοτάκη για πολύ καιρό. Τα παραδείγματα του Μακρόν ή του Σολτζ (θα έπρεπε να) είναι διδακτικά. 

Το κίνημα και η Αριστερά έχουν απέναντί τους μια πιο ευάλωτη κυβέρνηση απ’ ό,τι ίσχυε χθες. Όμως για να την ανατρέψουμε, και για να σταματήσουμε το πρόγραμμα των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, χρειαζόμαστε μια σχεδιασμένη και οργανωμένη παρέμβαση, με στόχο μια κάθετη κλιμάκωση της κοινωνικής αντίστασης από τα κάτω.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες