Μια συμβολή στην αποτίμηση της ιστορικής κληρονομιάς της Οκτωβριανής Επανάστασης

Στην ιστορική διαδρομή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, από την Παρισινή Κομμούνα του 1871 μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και την εμπειρία της Χιλής (1970 – 73), αναδείχθηκε ένα σύνολο καίριων ζητημάτων που απασχολούν μέχρι και σήμερα το αριστερό κίνημα και έχουν να κάνουν : Με τον ρόλο του κράτους στην πορεία ανάπτυξης των σοσιαλιστικών εγχειρημάτων, με τον χαρακτήρα της ασκούμενης οικονομικής και παραγωγικής πολιτικής, με το μείζον ζήτημα του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, με την φυσιογνωμία τέλος του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου και την παρέμβασή του σε μια μεταβατική διαδικασία. Βέβαια αυτά τα καίρια ζητήματα που έχουν την πρώτη τους θεωρητική επιστημονική απάντηση, σε γενικές γραμμές, στο έργο των θεμελιωτών του επιστημονικού σοσιαλισμού, Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, απαντήθηκαν με διαφορετικούς τρόπους από τις διάφορες επαναστατικές απόπειρες, και χαρακτήρισαν την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος κυρίως στην εκατονταετία που μας χωρίζει από την σοβιετική εμπειρία. Από μια γενική άποψη η απάντηση που δίνεται σ’ αυτά βρίσκεται συνήθως σε αλληλοδιαπλοκή μεταξύ τους : Π.χ. το είδος του επαναστατικού υποκειμένου διαδραματίζει καίριο ρόλο στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής και την θέση του κράτους στην πορεία προς τον κοινωνικό μετασχηματισμό κλπ. Εντελώς επιγραμματικά μπορεί κανείς να αναφέρει ως κύρια χαρακτηριστικά τον μετασχηματισμό των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (έναντι της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων), τον μαρασμό – συντριβή του αστικού κράτους (σε σχέση με την παντοδυναμία των κρατικών μηχανισμών), την κατάργηση του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας (έναντι της διατήρησης και ισχυροποίησης της διάκρισης διανοητικής / εκτελεστικής εργασίας), και τέλος τον ρόλο χειραφέτησης που μπορεί να διαδραματίζει ο φορέας της κοινωνικής αλλαγής (εν αντιθέσει με το κόμμα – «κυρίαρχη εξωτερικότητα» ως προς την εργατική τάξη) [ Γι’ αυτό τον ρόλο του κομμουνιστικού κόμματος τα Συμπεράσματα στο τέλος του πρώτου τόμου του έργου του Φ. Κλαουντίν «Η κρίση του κομμουνιστικού κινήματος» είναι καταλυτικής σημασίας, 1978 ].

Εργατική λαϊκή χειραφέτηση και ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων

          Ανάμεσα σ’ αυτά τα καίρια πολιτικά ζητήματα, σημαντική θέση κατέχει το είδος της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής που έμελλε να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο τόσο στη σοβιετική επανάσταση και στα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης ευρύτερα, όσο και στα κομμουνιστικά κόμματα της Δυτικής Ευρώπης στη διάρκεια τουλάχιστον ενός αιώνα μέχρι σήμερα. Το πραγματικό γεγονός είναι ότι στις τάξεις του αριστερού κινήματος, αλλά και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, επικράτησε το θεμελιακό χαρακτηριστικό του οικονομισμού, που αγκάλιασε σχεδόν το σύνολο των πολιτικών σχηματισμών που επικαλούνταν ή θεωρούσαν ότι εφαρμόζουν, την σοσιαλιστική πολιτική [Ανάλυση του οικονομισμού της Τρίτης Διεθνούς ως απότοκου του σοβιετικού μαρξισμού από τον Γ. Μηλιό «Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάσεων», Εναλλακτικές Εκδόσεις ]. Μ’ αυτή την έννοια εννοούμε ότι δόθηκε η καθοριστική προτεραιότητα στην προώθηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (παγίων κεφαλαίων, τεχνικών εφαρμογών, εργατικού δυναμικού), θεωρώντας ότι η αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων (ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης) θα επέρχονταν νομοτελειακά από την συνεχή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Απεναντίας διακηρυγμένος σκοπός του μαρξιστικού αριστερού κινήματος δεν ήταν άλλος από την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, έτσι ώστε η χειραφετημένη απελευθέρωση της μισθωτής εργασίας θα μπορούσε να δώσει στη συνέχεια μια ισχυρή ώθηση και στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Εντούτοις, παρόλο τον αυθεντικά μαρξιστικό (στην τρέχουσα ορολογία αντικαπιταλιστικό) στόχο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων, αυτός εγκαταλείφθηκε, τόσο στο κομμουνιστικό κίνημα της  Ανατολής όσο και της Δύσης, και την θέση του πήρε, κατά τον πλέον ακλόνητο και αδιαμφισβήτητο τρόπο, η επιζήτηση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Μ’ αυτή την έννοια ο σοσιαλισμός απωθούνταν συστηματικά σε μεθύστερες φάσεις, αφού πρώτα πραγματώνονταν η ανάπτυξη των εθνικών οικονομιών, αν δεν ταυτίζονταν μ’ αυτή την ίδια την ανάπτυξη της παραγωγής.

          Να διευκρινισθεί αφετηριακά ότι ο οικονομισμός δεν έχει να κάνει κατά κανέναν τρόπο με αντιλήψεις που τον ταυτίζουν με την προβολή οικονομικών αιτημάτων από εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις που χαρακτηρίζονται οικονομίστικες, σε σχέση με την επιζήτηση θεσμικών στόχων και αλλαγών. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για οικονομισμό, αλλά για την διεκδίκηση μείωσης του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, ιδιαίτερα μάλιστα στη σημερινή εποχή, όπου η ταπείνωση των εργατικών μισθών χρησιμοποιείται ως μέσον αντιστάθμισης της απώλειας των κερδών παραγωγικότητας της εργασίας, προκειμένου να διατηρηθεί η κερδοφορία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Απεναντίας ο οικονομισμός αντιπροσωπεύει ένα πολυσήμαντο χαρακτηριστικό της αστικής οικονομικής πολιτικής, εκφράζοντας την συνεχή επιδίωξη του κεφαλαίου για την ανάπτυξη της παραγωγής (παραγωγικών δυνάμεων), προκειμένου να διασφαλίζεται η διευρυμένη αναπαραγωγή του, με συνεχείς αλλαγές και μετασχηματισμούς : Μείωση του κόστους της εργατικής δύναμης, εξασφάλιση μιας επαρκούς κερδοφορίας, εφαρμογή τεχνολογικών καινοτομιών, επέκταση σε νέες αγορές κλπ. Πρόκειται για την ίδια την ψυχή της καπιταλιστικής οικονομίας που εκφράζεται με την πολιτική επιδίωξη στην διαρκή ανάπτυξη, την συσσώρευση και συγκεντροποίηση, την αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Είναι δηλαδή θεμελιακό δομικό στοιχείο της καπιταλιστικής παραγωγής αυτή η προσπάθεια αδιάλειπτης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων [ Εκτενέστατη ανάλυση του ζητήματος του οικονομισμού στο δίτομο έργο του Σ. Μπετελέμ «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ», Κουκκίδα 2010 ].

          Το ζήτημα τίθεται όταν δυνάμεις της Αριστεράς υιοθετούν και ενσωματώνουν στην πολιτική τους μια τέτοια αντίληψη για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και μ’ αυτό τον τρόπο απολήγουν σε φορείς άσκησης μιας αστικής πολιτικής. Και βέβαια αυτό θα ήταν κατανοητό για τις περισσότερες δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, εφόσον τοποθετούνται στο πεδίο στήριξης και ενίσχυσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης με ορισμένα αναδιανεμητικά αντισταθμίσματα, τα οποία και αυτά έχουν εξαφανισθεί σήμερα με την μετατόπιση των σοσιαλιστικών κομμάτων στο νεοφιλελευθερισμό. Ωστόσο όμως για το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα, στο βαθμό που ισχύει κάτι τέτοιο (και δυστυχώς είναι το κυρίαρχο επί μακρά σειρά δεκαετιών), πρόκειται για μια καθοριστική εκτροπή από τους στόχους της γενικευμένης εργατικής χειραφέτησης, της κοινωνικοποίησης του παραγόμενου υπερπροϊόντος (υπεραξίας), της καθιέρωσης μορφών της εργατικής δημοκρατίας στην παραγωγή και στην κοινωνία, της καθολικής μορφωτικής συγκρότησης της εργατικής τάξης κλπ. Η πάλη απέναντι στον οικονομισμό δεν είναι παρά η διαπάλη εντός του αριστερού κινήματος ανάμεσα στην ταξική σοσιαλιστική οπτική και στην αστική ή μικροαστική ηγεμονία εντός της Αριστεράς. Ουσιαστικά οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις έχουν να αντιπαλέψουν τον οικονομισμό τόσο στο έδαφος της αντιπαράθεσης προς την αστική ταξική κυριαρχία, όσο και στο εσωτερικό του αριστερού κινήματος, όταν εμφορείται από την ιδεολογία της προτεραιότητας ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, παραπέμποντας τον επαναστατικό μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων στις ελληνικές καλένδες.

          Η πρώτη περίοδος κυριαρχίας του οικονομισμού δεν ήταν άλλη από την εποχή του μεσοπολέμου, με αφετηρία την ίδια την εξέλιξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, με τις αντιλήψεις που έγιναν  κυρίαρχες στην Τρίτη Κομμουνιστική Διεθνή, και μέχρι το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Και αν για τα σοσιαλιστικά κόμματα της περιόδου αυτό ήταν τελικά αναμενόμενο, δεν ήταν η ίδια περίπτωση για το ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα. Σ’ αυτό ο οικονομισμός (προτεραιότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και παραπομπή του σοσιαλισμού στο μέλλον) ήταν κυρίως απότοκος των ίδιων των ταξικών μετασχηματισμών που κυριάρχησαν ήδη από την δεκαετία του 1920 και συνεχίστηκαν, με δευτερογενείς τροποποιήσεις, μέχρι την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στο μεταίχμιο του 1990. Η αιτία ήταν το γεγονός ότι ενώ η επαναστατική σοβιετική εξουσία έθετε ταυτόχρονα το ζήτημα της ανάπτυξης στο πεδίο της πολεμικής παραγωγικής καταστροφής (ιμπεριαλιστικού και εμφυλίου πολέμου) και του ξεδιπλώματος της εργατικής  δημοκρατίας στα εργοστάσια και στην ευρύτερη κοινωνία, εντούτοις η σταδιακή περιθωριοποίηση μέχρι κατάργησης της κυριαρχίας των σοβιετικών μορφών δικτατορίας του προλεταριάτου (=κοινωνικής εξουσίας της εργατικής τάξης), άφησε ως μοναδική προτεραιότητα την ανάπτυξη της οικονομίας, δηλαδή των παραγωγικών δυνάμεων, χωρίς ριζοσπαστική τροποποίηση των παραγωγικών σχέσεων.

Η αναπαραγωγή δομικών χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής

          Επόμενο έτσι ήταν στην θέση της τάξης των καπιταλιστών που είχε καταργηθεί ήδη από τον Οκτώβρη 1917, και με την διάλυση της σοβιετικής εξουσίας, να εγκατασταθεί η πολιτική και τεχνοκρατική γραφειοκρατία ως νέα κρατική αστική τάξη, ανέκδοτου ιστορικά τύπου, και το ρωσικό κοινωνικό καθεστώς να μετατραπεί σταδιακά σε έναν δεσποτικό κρατικό καπιταλισμό. Σ’ αυτό συνέργησαν τα μέγιστα η αναπαραγωγή του ιεραρχικού  καταμερισμού της εργασίας στην εκπαίδευση και στα εργοστάσια, η υιοθέτηση των τεϋλορικών μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής, η εξουσία των διευθυντών στις παραγωγικές επιχειρήσεις κλπ. Η κορυφή του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας, η διανοητική δηλαδή τεχνοκρατία , κατέλαβε την κυρίαρχη διευθυντική κοινωνική θέση υπάγοντας την μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης στην εκτελεστική / χειρωνακτική εργασία. Μ’ άλλες λέξεις με την κατάργηση της τάξης των κεφαλαιοκρατών και την σταδιακή αποδυνάμωση των Σοβιέτ η εξουσία περιήλθε στους «αξιωματικούς και υπαξιωματικούς» του κεφαλαίου όπως περιγράφει τον ρόλο τους ο Κ. Μαρξ στο Κεφάλαιο (δυνάμεις της επιστημονικής και τεχνικής διανοητικής εργασίας), αναδεικνύοντας την νέα κρατική αστική τάξη, με την εργατική πλειοψηφία αλυσοδεμένη στην εκτελεστική / χειρωνακτική εργασία. Συνεπώς η καινούρια πολιτική τεχνοκρατική ιθύνουσα τάξη, που συνέχισε να αναπαράγεται συστηματικά από ένα σχολείο πανομοιότυπο με αυτό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (μηχανισμός επιλογής και κατανομής), έθεσε ως κυρίαρχο στόχο της σοβιετικής κοινωνίας την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (όπως ακριβώς στην ιδιωτική καπιταλιστική οικονομία), που ακριβώς διασφάλισαν την προνομιακή της θέση ταξικής κυριαρχίας : Εξουσιαστική επιβολή της διανοητικής (μειοψηφικής) επί της εκτελεστικής (πλειοψηφικής) εργασίας, δημιουργία υπεραξίας (και αρχικά με όρους πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου) και ιδιοποίησή της από τη κρατική αστική τάξη, εγκατάλειψη κάθε επαναστατικής επιδίωξης για την εργατική δημοκρατία της καθολικής χειραφέτησης. Ο σοσιαλισμός δεν αποτιμάται από την εκτόξευση του πρώτου δορυφόρου στο διάστημα ή το ύψος των τόννων παραγωγής χάλυβα, αλλά από τις κοινωνικές εξουσίες που διαθέτει ο ίδιος ο κόσμος της εκτελεστικής εργασίας. [ Μια από τις πιο φωτισμένες αναλύσεις αυτών των εξελίξεων από τον Ρ. Μπάρο «Η εναλλακτική λύση : Κριτική του υπαρκτού σοσιαλισμού», γαλλική έκδοση 1979 ]. Το σοβιετικό κράτος αντί να οδηγηθεί στον «μαρασμό» και στην «συντριβή» μέσα από την ολοκλήρωση της δικτατορίας του προλεταριάτου, διευρύνθηκε στο έπακρο και κατέστη ο εγγυητής αυτής της νέας αστικής ταξικής κυριαρχίας, μετερχόμενο κάθε είδους κατασταλτικούς μηχανισμούς και πρακτικές. Φυσικό επακόλουθο ήταν αυτές οι κατευθύνσεις να μεταφερθούν στην διαμόρφωση των χαρακτηριστικών των κομμουνιστικών κομμάτων που ανήκαν στην Τρίτη Διεθνή.

          Στην μεταπολεμική εποχή που ακολούθησε και χαρακτηρίστηκε από την «χρυσή τριακονταετία» (δεκαετία του 1950 – δεκαετία του 1980) της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης στον δυτικό κόσμο και αντίστοιχες σχετικά εξελίξεις οικονομικής ανάπτυξης στον ανατολικό κόσμο, επινοήθηκε η καινούργια μυθολογία που έγινε κυρίαρχη τόσο στα δυτικά αριστερά κόμματα όσο και σε εκείνα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» για την κοινωνική σημασία της επιστημονικό-τεχνικής επανάστασης [ σχετικά Ρ. Ρίχτα κ.ά. «Η επιστημονικό – τεχνική επανάσταση», Εκδόσεις Ράπα ]. Η εκτίμηση δηλαδή ότι η φαντασμαγορική ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής θα επέφερε μέσα από τις προόδους της τον πολυπόθητο σοσιαλισμό ως αποτέλεσμα όχι της ταξικής διαπάλης της εκτελεστικής εργασίας, αλλά ως προϊόν των καινούριων επιστημονικών μεθόδων και τεχνικών εφαρμογών στην παραγωγή. Προφανώς και σ’ αυτή την περίπτωση ο οικονομισμός συνέχισε να είναι κυρίαρχος, επενδυμένος μάλιστα με την επίκληση της επιστήμης και της τεχνικής, και η όλη αυτή διαδικασία συνέχισε να τοποθετείται εντός των πλαισίων του δεσποτικού κρατικού καπιταλισμού. Ακόμη και το εγχείρημα της «Άνοιξης της Πράγας» του 1968, που πήρε άδοξο τέλος με την επέμβαση και την επιβολή των σοβιετικών στρατευμάτων, και επιδίωκε την πραγματοποίηση δημοκρατικών τομών και μεταρρυθμίσεων στο πολιτικό εποικοδόμημα του καθεστώτος, ήταν βαθειά συνδεδεμένο με αυτή την αντίληψη της επιστημονικό-τεχνικής επανάστασης ως διαδικασίας ανάδειξης σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων, στο πλαίσιο πάντοτε του κλασικού οικονομισμού.

          Κατ’ αντιστοιχία μ’ αυτές τις εξελίξεις στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα της μεταπολίτευσης και μέχρι σήμερα, η επιρροή του οικονομισμού ήταν περισσότερο από έντονη, παίρνοντας και σ’ αυτή την περίπτωση τη μορφή της λατρείας προς την επιστημονικό – τεχνική επανάσταση. Τόσο στα πλαίσια του ΚΚΕ [ σχετικά Γ. Φαράκος «Η επιστημονικό-τεχνική επανάσταση και η εργατική τάξη», Σύγχρονη Εποχή ], όσο και σε εκείνα του ΚΚΕ εσωτερικού [ Θ. Βακαλιός « Η επιστημονικό – τεχνική επανάσταση, ο σοσιαλισμός και ο άνθρωπος», αυτοτελής έκδοση ], ο οικονομισμός επιχειρούσε να «ανανεωθεί» προάγοντας εκ νέου τη μυθολογία ότι οι σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις θα προέκυπταν από την ανάπτυξη της επιστημονικής θεωρίας και της εφαρμοσμένης τεχνικής, δηλαδή ως αυτόματο αποτέλεσμα της ανάπτυξης των σύγχρονων παραγωγικών δυνάμεων, και δεν θα ήταν προφανώς το αποτέλεσμα της επαναστατικοποίησης των αστικών σχέσεων παραγωγής. Πολύ περισσότερο που η κοινή εκτίμηση ήταν ότι ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν «ξενόδουλος», «εξαρτημένος», «καθυστερημένος» και αυτό θεωρούνταν ως απόδειξη της «αδυναμίας» του να αναπτύξει επαρκώς τις παραγωγικές δυνάμεις. Άρα στην Αριστερά εναπόκειτο η ιστορική αποστολή να επιτελέσει τον «πραγματικό» ρόλο της εξασφάλισης της (κεφαλαιοκρατικής) ανάπτυξης, η οποία στο απώτατο μέλλον θα επέφερε την «πρόοδο» του λαού και την «προκοπή» της πατρίδας.

Ο οικονομισμός ίδιον γνώρισμα του μικροαστικού τεχνοκρατισμού και εκσυγχρονισμού

          Κλασική περίπτωση εκφοράς της πολιτικής του οικονομισμού, με την ιδεολογική επένδυση της επιστημονικό – τεχνικής επανάστασης, ο ΣΥΝ και η μετέπειτα κυριαρχία του στον ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που κατέληξε στην αστική κυβερνητική πολιτική του τελευταίου. Ο ΣΥΝ έκφραζε ιστορικά από τη δεκαετία του 1990 αυτή την κατεύθυνση γιατί ακριβώς συγκροτούνταν και έκφραζε αποκλειστικά δυνάμεις της μικροαστικής τεχνοκρατίας, δηλαδή της διανοητικής εργασίας στο δημόσιο τομέα και στα ελεύθερα επαγγέλματα. Αυτά τα μικροαστικά στρώματα (με δεδομένο ότι η εργατική παρουσία στον ΣΥΝ ήταν περιθωριακή), εκείνο που έβλεπαν ως ρόλο τους στην ελληνική κοινωνία ήταν η συμβολή τους στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική ανάπτυξη, προσδίδοντάς την ωστόσο ορισμένα χαρακτηριστικά «εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού». Βέβαια η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ και η δρομολόγηση αρχικά μιας ριζοσπαστικής λαϊκής φυσιογνωμίας και πολιτικής έτεινε να γύρει την πλάστιγγα προς αντί-νεοφιλελεύθερες πρακτικές, που δυνητικά μπορούσαν να απολήξουν σε μια αντικαπιταλιστική πολιτική. Εντούτοις μετά τις εκλογικές αναμετρήσεις Μαίου – Ιουνίου 2012, και την αποτύπωση σε υποκειμενικό πολιτικό επίπεδο μιας ευρεία πλειοψηφικής μικροαστικής τεχνοκρατικής κυριαρχίας, η πλάστιγγα έγειρε σαφώς προς τον μικροαστικό εκσυγχρονισμό (Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015), δηλαδή στην ευθεία υπηρέτηση των συμφερόντων της καπιταλιστικής ανάκαμψης, μ’ άλλες λέξεις στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (στήριξη των επιχειρηματικών επενδύσεων, παραγωγική ανασυγκρότηση, ενίσχυση των μικρομεσαίων εταιριών κλπ.), και στην ολοσχερή εγκατάλειψη των όποιων μεταβατικών ριζοσπαστικών προσανατολισμών. Από αυτή την κυβερνητική του στάση απορρέει η άτεγκτη υπεράσπιση και πιστή εφαρμογή των τεσσάρων μνημονίων (για την ενίσχυση της ανάκαμψης της κερδοφορίας του ελληνικού καπιταλισμού) καθώς και η συνέχιση της βαρύτατης λαϊκής φορολόγησης και δημοσιονομικής λιτότητας, για την ατελεύτητη αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων, με τις αποκλειστικές πλάτες του εργαζόμενου κόσμου.

          Βέβαια να εξηγούμαστε για να μην παρεξηγούμαστε : Η  οικονομική ανάπτυξη είναι κεντρικός στόχος της Αριστεράς, γιατί κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να διευρυνθεί η κοινωνική παραγωγή και να καλύπτονται πληρέστερα οι παντοειδείς ανάγκες των λαϊκών τάξεων. Αυτή όμως η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ιδιαίτερα στη σημερινή περίοδο της οξυμένης καπιταλιστικής κρίσης, όπου η μείωση της αμοιβής της μισθωτής εργασίας και η ολοσχερής απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων έχουν τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής των συντηρητικών (ΝΔ) και σοσιαλφιλελεύθερων (ΣΥΡΙΖΑ) πολιτικών σχηματισμών, δεν μπορεί παρά να έχει ως προϋπόθεση την σταθερή και παγιωμένη εξαθλίωση των εργατικών στρωμάτων, όντας μια ανάπτυξη σε μια απέραντη «ειδική οικονομική ζώνη». Η «δίκαιη» ανάπτυξη που επικαλείται η σημερινή κυβέρνηση της μικροαστικής τεχνοκρατίας, δεν αντιπροσωπεύει παρά μια προπαγανδιστική μυθολογία, για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων : Πώς μπορεί να είναι δίκαιη μια ανάπτυξη που διατηρεί σε ισχύ το σύνολο των αντεργατικών ρυθμίσεων των τεσσάρων μέχρι τώρα μνημονίων, δηλαδή των αποψιλωμένων μισθών, των κατακρεουργημένων συντάξεων, της γενικευμένης ελαστικής, μερικής και προσωρινής απασχόλησης κλπ. ; Και από την άλλη πλευρά ποια αύξηση της προστιθέμενης αξίας όταν οι άμεσες ξένες επενδύσεις που εκλιπαρούν τα δύο κόμματα του αστικού διπολισμού δεν αφορούν σε δημιουργία αποδοτικών βιομηχανικών επενδύσεων ή αντίστοιχων υπηρεσιών, αλλά στην γυμνή εξαγορά δημόσιων επιχειρήσεων και περιουσίας (ΟΣΕ, ΟΛΘ, Ελληνικό, Σκουριές κ.ά.) ; Τέλος, πώς είναι δυνατό μια τέτοια καπιταλιστική ανάπτυξη να αντιμετωπίζει την ανεργία, όταν η υποτιθέμενη μείωσή της υποκρύπτει την μαζική μετανάστευση νέων επιστημόνων και τεχνικών, και όταν οι αυξημένες παραγωγικές ανάγκες καλύπτονται από την αύξηση του χρόνου εργασίας των ήδη εργαζομένων ;

          Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική μεγέθυνση με ριζική κοινωνική δικαιοσύνη, παρά με την αφετηριακή αλλαγή θεμελιωδών δομών των αστικών παραγωγικών σχέσεων, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει παρά με ένα μεταβατικό ριζοσπαστικό πρόγραμμα σοσιαλιστικού προσανατολισμού ; Και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά με την εκ βάθρων αλλαγή του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων και την προώθηση γενναίων αναδιανεμητικών πολιτικών, διασφάλισης επιδομάτων ανεργίας για το σύνολο των ανέργων, αποκατάστασης των κοινωνικών κοινωφελών δραστηριοτήτων και υπηρεσιών, εγκαθίδρυσης μορφών εργατικού ελέγχου στις παραγωγικές μονάδες, κοινωνικοποίηση νευραλγικών τομέων της οικονομικής δραστηριότητας κλπ. Η κοινωνικοποίηση της παραγωγής είναι σε θέση να απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις, ενώ η ανάπτυξή τους εντός των πλαισίων των αστικών παραγωγικών σχέσεων, το μόνο που μπορεί να επιφέρει είναι η ισχυροποίηση των θέσεων και της επιβολή της αστικής ταξικής κυριαρχίας. Στην μυθολογία της καπιταλιστικής ανάπτυξης για να προκύψει κοινωνική δικαιοσύνη, δεν μπορούμε να απαντάμε παρά με την επίκληση του σοσιαλισμού ως προϋπόθεσης της ανάπτυξης με καθολική εργατική χειραφέτηση.        

Ετικέτες