Σε όλες τις επαναστατικές καταστάσεις της ιστορίας των τελευταίων 150 χρόνων, όπου επικρατούσαν κοινωνικές συνθήκες αθλιότητας και αυταρχισμού, όπως στη ρωσική ή στη χιλιανή οικονομία στις αντίστοιχες περιόδους, το αριστερό κομμουνιστικό κίνημα δεν έκανε στην άκρη την επικαιρότητα του σοσιαλισμού, αλλά απεναντίας την έθεσε κυριολεκτικά στο επίκεντρο.

Τα χρο­νι­κά ορό­ση­μα της σο­σια­λι­στι­κής επαγ­γε­λί­ας

          Στη διάρ­κεια των δύο τε­λευ­ταί­ων σχε­δόν αιώ­νων, επι­χει­ρή­θη­κε η σο­σια­λι­στι­κή επα­να­στα­τι­κή αλ­λα­γή σε γε­γο­νό­τα που στά­θη­καν ορό­ση­μα για την εξέ­λι­ξη του αρι­στε­ρού και ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος : Η Πα­ρι­σι­νή Κομ­μού­να του 1871, η Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση του 1917, η Κι­νε­ζι­κή Επα­νά­στα­ση του 1950, το εγ­χεί­ρη­μα της Λαϊ­κής Ενό­τη­τας στη Χιλή στα 1970 – 73, με­τα­ξύ άλλων προ­σπα­θειών, με με­γα­λύ­τε­ρο ή μι­κρό­τε­ρο συμ­βο­λι­σμό. Σε όλες αυτές τις ιστο­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις τα επα­να­στα­τι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα είτε συ­νε­τρί­βη­σαν από την στρα­τιω­τι­κή, αι­μα­τη­ρή, δι­κτα­το­ρι­κή επι­βο­λή (Κομ­μού­να, Χιλή, εα­μι­κό κί­νη­μα, γερ­μα­νι­κή εξέ­γερ­ση κλπ.), είτε οδη­γή­θη­καν στον στα­δια­κό τους εκ­φυ­λι­σμό, εξ αι­τί­ας των εγ­γε­νών τους ανε­παρ­κειών, με­τα­τρε­πό­με­να σε μορ­φές αυ­ταρ­χι­κού κρα­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, ο οποί­ος και έδωσε τη θέση του από το με­ταίχ­μιο του 1990, στον αυ­ταρ­χι­κό ιδιω­τι­κό κα­πι­τα­λι­σμό του σύγ­χρο­νου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού (Ρωσία, Κίνα κ.ά.). Μ’ αυτά τα δε­δο­μέ­να, εκεί όπου επι­χει­ρή­θη­κε η υλο­ποί­η­ση της σο­σια­λι­στι­κής επαγ­γε­λί­ας, είτε γνώ­ρι­σε την κα­τα­στο­λή και την κα­τα­στρο­φή, είτε έδωσε γέν­νη­ση σε κα­θε­στώ­τα που αναι­ρού­σαν το βα­σι­κό πε­ριε­χό­με­νο του σο­σια­λι­σμού.

          Από την άλλη πλευ­ρά, ση­μα­ντι­κά τμή­μα­τα του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος, και ιστο­ρι­κά πρω­τί­στως η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία, επαγ­γέλ­θη­καν τον σο­σια­λι­σμό, το­πο­θε­τώ­ντας τον σε ένα απώ­τα­το μέλ­λον, ως το απο­τέ­λε­σμα μιας εξε­λι­κτι­κής ανά­πτυ­ξης του κα­πι­τα­λι­σμού και στα­δια­κών με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων στα πλαί­σιά του. Και σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση, και πέρα από εν­διά­με­σες πε­ριό­δους ει­σο­δη­μα­τι­κής ανα­δια­νο­μής και «κρά­τους πρό­νοιας», το σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό ρεύμα, που απο­σπά­στη­κε από τις αρχές του 20ου αιώνα από τον κορμό του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος, αστό­χη­σε στην επί­τευ­ξη των επι­διώ­ξε­ών του. Στην αφε­τη­ρία του με την σύ­ντα­ξή του στην­στή­ρι­ξη του Πρώ­του Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, με τις πρα­κτι­κές εν­σω­μά­τω­σής του στο σύ­στη­μα της αστι­κής δια­χεί­ρι­σης, και στις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες με την εκ βά­θρων νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρή του με­τάλ­λα­ξη. Οι ίδιες οι κα­πι­τα­λι­στι­κές κρί­σεις (του με­σο­πο­λέ­μου και η σύγ­χρο­νη) κα­τέ­στη­σαν απρό­σφο­ρη τη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή πο­λι­τι­κή, που με­τέ­θε­τε την σο­σια­λι­στι­κή αλ­λα­γή πά­ντο­τε για το πιο από­μα­κρο ση­μείο του ορί­ζο­ντα.

          Στον σύγ­χρο­νο κόσμο, και στην ελ­λη­νι­κή πε­ρί­πτω­ση ιδιαί­τε­ρα, η σο­σια­λι­στι­κή ανα­φο­ρά χα­ρα­κτη­ρί­ζει το σύ­νο­λο, χωρίς καμία εξαί­ρε­ση, όλων των αρι­στε­ρών πο­λι­τι­κών σχη­μα­τι­σμών, ωστό­σο με εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό τρόπο σε κάθε πε­ρί­πτω­ση. Σε γε­νι­κές γραμ­μές εκεί­νο που συμ­βαί­νει είναι μια διπλή εκτρο­πή : Από τη μια πλευ­ρά προ­βάλ­λει η στρα­τη­γι­κή της απώ­θη­σης της σο­σια­λι­στι­κής επαγ­γε­λί­ας στο ιστο­ρι­κό υπερ­πέ­ραν (πε­ρί­πτω­ση του ΚΚΕ), χωρίς να δια­συν­δέ­ε­ται ορ­γα­νι­κά με τις άμε­σες προ­κλή­σεις και τα κρί­σι­μα επί­δι­κα της τα­ξι­κής πάλης του ιστο­ρι­κού πα­ρό­ντος. Από την άλλη πλευ­ρά προ­βάλ­λε­ται η αντί­λη­ψη της άμε­σης δρο­μο­λό­γη­σης μιας κομ­μου­νι­στι­κής επα­να­στα­τι­κής προ­ο­πτι­κής, που πα­ρό­λη την κα­θα­ρό­τη­τά της, αδυ­να­τεί να λει­τουρ­γή­σει με όρους ευ­ρεί­ας λαϊ­κής συ­σπεί­ρω­σης και απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας. Εξί­σου στο προ­σκή­νιο έρ­χε­ται και η ίδια η πο­λι­τι­κή ανα­φο­ρά του μνη­μο­νια­κά με­ταλ­λαγ­μέ­νου ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, η οποία προ­φα­νώς και δεν εγκα­τα­λεί­πει την λε­κτι­κή ανα­φο­ρά στον σο­σια­λι­σμό, μόνον που αυτή θα επέλ­θει, με βάση την υλική κυ­βερ­νη­τι­κή του πο­λι­τι­κή, με την ισχυ­ρο­ποί­η­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης και την όξυν­ση της κοι­νω­νι­κής ανέ­χειας.

Εθνι­κό - απε­λευ­θε­ρω­τι­κή και κοι­νω­νι­κό - τα­ξι­κή δια­πά­λη

Τέλος, τόσο στον προ του 3ου Μνη­μο­νί­ου ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, όσο και σε ση­με­ρι­νές δυ­νά­μεις της Αρι­στε­ράς, επι­κρα­τεί η άποψη και η αντί­στοι­χη πο­λι­τι­κή, ότι ναι μεν ο σο­σια­λι­σμός πα­ρα­μέ­νει η ορα­μα­τι­κή ανα­φο­ρά του μέλ­λο­ντος, ωστό­σο εξ αι­τί­ας της κοι­νω­νι­κής και οι­κο­νο­μι­κής κα­τα­στρο­φής που έχουν επι­φέ­ρει η κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση και οι πο­λι­τι­κές των Μνη­μο­νί­ων, εκεί­νο που πρω­τεύ­ει είναι ένα είδος εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κής, κατά τα εα­μι­κά πρό­τυ­πα, πλα­τειάς πα­τριω­τι­κής και δια­τα­ξι­κής συ­μπα­ρά­τα­ξης, που να δώσει άμε­σες λύ­σεις στα οξυ­μέ­να λαϊκά προ­βλή­μα­τα, και να απαλ­λά­ξει τη χώρα από τα σύγ­χρο­να ιμπε­ρια­λι­στι­κά δεσμά και κα­το­χή. Είναι ηλίου φα­ει­νό­τε­ρον ότι σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση υιο­θε­τεί­ται η πα­λαιό­τε­ρη αντί­λη­ψη του ΚΚΕ, κυ­ρί­ως της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, για την πα­ρεμ­βο­λή ανα­ρίθ­μη­των εν­διά­με­σων στα­δί­ων μέχρι την σο­σια­λι­στι­κή από­λη­ξη των πραγ­μά­των. Η σο­σια­λι­στι­κή ανα­φο­ρά γί­νε­ται «έμπνευ­ση του μέλ­λο­ντος», μα­κράν του να απο­κρυ­σταλ­λώ­νει σο­σια­λι­στι­κές πρα­κτι­κές στο ιστο­ρι­κό παρόν. Απου­σιά­ζει έτσι η επί­κλη­ση του σο­σια­λι­σμού ως επι­και­ρό­τη­τας και ανα­γκαιό­τη­τας του σή­με­ρα, μέσα στον πυθ­μέ­να της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου και των ατε­λεύ­τη­των Μνη­μο­νί­ων, με τρόπο ρι­ζω­μέ­νο στις υλι­κές αντι­θέ­σεις και δια­κυ­βεύ­μα­τα της σύγ­χρο­νης τα­ξι­κής δια­πά­λης.

Η βα­σι­κή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία που προ­βάλ­λε­ται από αυτή την άποψη είναι ότι η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία σή­με­ρα έχει υπο­στεί ισχυ­ρά μνη­μο­νια­κά πλήγ­μα­τα, ότι βρί­σκε­ται κάτω από «ξε­νι­κή» κυ­ριαρ­χία, σχε­δόν «αποι­κια­κού» τύπου, ότι ζει κάτω από την «μπότα της κα­το­χής», και ως εκ τού­του εκεί­νο που χρειά­ζε­ται είναι η απαλ­λα­γή από αυτή την επι­κυ­ριαρ­χία και η επού­λω­ση των μνη­μο­νια­κών πλη­γών της λι­τό­τη­τας, της ανερ­γί­ας κλπ. Μ’ αυτή την έν­νοια επα­να­φέ­ρε­ται στο προ­σκή­νιο η αντί­λη­ψη για την δρο­μο­λό­γη­ση ενός «σύγ­χρο­νου» ΕΑΜ, μιας με­τω­πι­κής συμ­μα­χί­ας ευ­ρύ­τα­των δια­τα­ξι­κών δια­στά­σε­ων, με κύριο στόχο την εθνι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση. Γι’ αυτό και η ση­με­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θε­ω­ρεί­ται «εθνο­προ­δο­τι­κή», πα­ρα­δο­μέ­νη στις ορέ­ξεις των δα­νει­στών της χώρας, έτσι ώστε η απο­μά­κρυν­σή της θα επι­φέ­ρει την απο­κα­τά­στα­ση της εθνι­κής κυ­ριαρ­χί­ας και την δρο­μο­λό­γη­ση μιας ανά­πτυ­ξης ικα­νής να θε­ρα­πεύ­σει τα μνη­μο­νια­κά τραύ­μα­τα στο σώμα της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας.

Ιστο­ρι­κά το ΕΑΜ στο οποίο γί­νε­ται ανα­φο­ρά είχε ακραιφ­νώς εθνι­κά απε­λευ­θε­ρω­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τα οποία χρω­μα­τί­ζο­νταν με κοι­νω­νι­κές δια­στά­σεις, εφό­σον στο εσω­τε­ρι­κό του ηγε­μό­νευαν οι αρι­στε­ρές δυ­νά­μεις, με πρω­ταρ­χι­κό το ρόλο του ΚΚΕ. Εθνι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση από τη να­ζι­στι­κή κα­το­χή, δια­σφά­λι­ση λα­ο­κρα­τι­κών δη­μο­κρα­τι­κών εξε­λί­ξε­ων, μέτρα κοι­νω­νι­κής σω­τη­ρί­ας, αυτά ήταν τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του εα­μι­κού κι­νή­μα­τος, που αντα­πο­κρί­νο­νταν κατά έναν γό­νι­μο τρόπο στις συν­θή­κες και στις ανά­γκες της επο­χής. Στις ση­με­ρι­νές όμως συν­θή­κες, καμία εντε­λώς αντι­στοι­χία δεν υφί­στα­ται, γιατί οι όροι που τί­θε­νται σή­με­ρα είναι κυ­ρί­αρ­χα όροι τα­ξι­κής αντι­πα­ρά­θε­σης αστι­κών δυ­νά­με­ων και λαϊ­κών ερ­γα­ζο­μέ­νων τά­ξε­ων, και σε καμία πε­ρί­πτω­ση όροι απαλ­λα­γής από τα δεσμά της «ξένης εξάρ­τη­σης» και κα­το­χής.

Ο κύ­ριος αντί­πα­λος του λαϊ­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος δεν είναι πρω­τευό­ντω­ςοι «ξένοι δυ­νά­στες», τα κέ­ντρα των Βρυ­ξελ­λών, της Φραγ­κφούρ­της και της Ουά­σιγ­κτον, οι θε­σμοί των δα­νει­στών, αλλά πρω­ταρ­χι­κά η ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη που επι­βάλ­λει στο εσω­τε­ρι­κό του ελ­λη­νι­κού κοι­νω­νι­κού σχη­μα­τι­σμού την πο­λι­τι­κή της δια μέσου ακρι­βώς της υπε­ρε­θνι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής συμ­μα­χί­ας της Ευ­ρω­παϊ­κής Ένω­σης και της Ζώνης του Ευρώ. Δεν πρό­κει­ται για ζή­τη­μα «εθνι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας», γιατί ακρι­βώς δεν υφί­στα­ται ξένη στρα­τιω­τι­κή κα­το­χή που να υπα­γο­ρεύ­ει κυ­βερ­νή­σεις δο­σι­λό­γων, αλλά για οξυ­μέ­νο στο έπα­κρο κοι­νω­νι­κό ζή­τη­μα, για δια­πά­λη ανά­με­σα στα ερ­γα­τι­κά τα­ξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα και στις αστι­κές ανά­γκες και υπα­γο­ρεύ­σεις. Δεν υπήρ­ξε επέ­λα­ση ξένων δυ­νά­με­ων, στρα­τιω­τι­κών και οι­κο­νο­μι­κών, που επέ­βα­λε την μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή και την το­κο­γλυ­φι­κή απο­μύ­ζη­ση της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, αλλά απε­να­ντί­ας η ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη, μπρο­στά στην τε­ρά­στια κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης που προ­έ­κυ­ψε από το 2008, και αντι­με­τω­πί­ζο­ντας τον κίν­δυ­νο της τα­ξι­κής κα­τάρ­ρευ­σης, επι­στρά­τευ­σε από τη μια πλευ­ρά τον εθνι­κό δα­νει­σμό και τον δα­νεια­κό έλεγ­χο της ΕΕ και του ΔΝΤ, και από την άλλη πλευ­ρά την εφαρ­μο­γή των Μνη­μο­νί­ων. Στην ση­με­ρι­νή γαλ­λι­κή κοι­νω­νία όπου επι­χει­ρεί­ται τον τε­λευ­ταίο χρόνο η ου­σια­στι­κή κα­τάρ­γη­ση του Ερ­γα­τι­κού Δι­καί­ου (νόμοι Εμ­μα­νου­έλ Μα­κρόν και Ελ Κομρί), δη­λα­δή η εφαρ­μο­γή σκλη­ρών μνη­μο­νια­κών μέ­τρων, λει­τουρ­γεί κά­ποια «ξένη κα­το­χή» που τα υπα­γο­ρεύ­ει, τη στιγ­μή που η γαλ­λι­κή οι­κο­νο­μία είναι η δεύ­τε­ρη σε ισχύ στην Ευ­ρώ­πη ; Είναι η ίδια η αστι­κή τάξη της χώρας, που με την συ­νέρ­γεια των ευ­ρω­παϊ­κών θε­σμών, επι­βάλ­λει αυτή την ακραία νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη πο­λι­τι­κή. Από ποια «ξε­νι­κή» κα­το­χή χρειά­ζε­ται να απαλ­λα­γεί η γαλ­λι­κή ερ­γα­τι­κή τάξη, αν όχι από την αστι­κή τα­ξι­κή κυ­ριαρ­χία στο εσω­τε­ρι­κό της χώρας;

Η ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη, βλέ­πο­ντας την κερ­δο­φο­ρία της να κλο­νί­ζε­ται ισχυ­ρό­τα­τα προ­σέ­τρε­ξε σ’ αυτά τα δύο κα­τα­στρε­πτι­κά για την κοι­νω­νία οι­κο­νο­μι­κά και χρη­μα­το­πι­στω­τι­κά ερ­γα­λεία : Επέ­βα­λε την ει­σο­δη­μα­τι­κή λι­τό­τη­τα, την αύ­ξη­ση της ανερ­γί­ας, την ερ­γα­σια­κή απορ­ρύθ­μι­ση (αλ­λε­πάλ­λη­λα Μνη­μό­νια), προ­κει­μέ­νου να ανα­κάμ­ψει η απο­δο­τι­κό­τη­τα των κε­φα­λαί­ων της και προ­σέ­τρε­ξε στον εθνι­κό δα­νει­σμό προ­κει­μέ­νου να κα­λύ­ψει τις δη­μο­σιο­νο­μι­κές της ανά­γκες, εφό­σον η φο­ρο­λο­γι­κή ασυ­λία της αστι­κής και των ανώ­τε­ρων μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων δη­μιουρ­γού­σαν κυ­ριο­λε­κτι­κά «μαύ­ρες οπές» στην δη­μο­σιο­νο­μι­κή δια­χεί­ρι­ση της χώρας. Το ζή­τη­μα είναι ότι η με­τω­πι­κή αυτή νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη επί­θε­ση δεν αφο­ρού­σε μόνον τους όρους απα­σχό­λη­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης, αλλά επέ­βαλ­λε ταυ­τό­χρο­να την με­τα­κύ­λι­ση του βά­ρους απο­πλη­ρω­μής των τόκων και χρε­ο­λυ­σί­ων στους ώμους του ερ­γα­ζό­με­νου λαού με τις δρα­κό­ντιες πε­ρι­κο­πές και τις φο­ρο­λο­γι­κές επι­βα­ρύν­σεις. Κατά συ­νέ­πεια οι υπα­γο­ρεύ­σεις, πιέ­σεις και εκ­βια­σμοί των ευ­ρω­παϊ­κών θε­σμών δεν προ­έ­κυ­ψαν «από τα έξω», αλλά απε­να­ντί­ας η ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη, δια μέσου της ιερής της συμ­μα­χί­ας με τις ευ­ρω­παϊ­κές αστι­κές τά­ξεις, προ­ώ­θη­σε τα τα­ξι­κά της συμ­φέ­ρο­ντα δια μέσου των ευ­ρω­παϊ­κών οι­κο­νο­μι­κών και νο­μι­σμα­τι­κών μη­χα­νι­σμών.

Άλ­λω­στε η εν­δε­χό­με­νη μο­νο­διά­στα­τη επί­τευ­ξη της εθνι­κής κυ­ριαρ­χί­ας και της απαλ­λα­γής από τον κορσέ της ευ­ρω­ζώ­νης, καθώς και του βρόγ­χου του δη­μό­σιου χρέ­ους, δεν θα επέ­φε­ρε την απαλ­λα­γή από τις μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές, στο μέτρο που θα δια­τη­ρού­σε ανέ­πα­φη την αστι­κή τα­ξι­κή κυ­ριαρ­χία. Η οποια­δή­πο­τε απο­τί­να­ξη του το­κο­γλυ­φι­κού ζυγού δεν μπο­ρεί να έχει επαρ­κή απο­τε­λέ­σμα­τα, εφό­σον δεν θίγει την εγ­χώ­ρια κα­πι­τα­λι­στι­κή κερ­δο­φο­ρία, και στο μέτρο που δεν συν­δέ­ε­ται ορ­γα­νι­κά με βα­θιούς αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κούς με­τα­σχη­μα­τι­σμούς στο εσω­τε­ρι­κό της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας. Η κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση είναι το κύριο ζη­τού­με­νο, και εφό­σον αυτή προ­ω­θεί­ται, επι­φέ­ρει και την απρό­σκο­πτη λει­τουρ­γία της λαϊ­κής κυ­ριαρ­χί­ας και εθνι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας.

Μια «ου­δέ­τε­ρη ζώνη» με­τα­ξύ αστι­κής και σο­σια­λι­στι­κής πο­λι­τι­κής ;

Το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο βέ­βαια σ’ αυτή την επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία είναι ότι θε­ω­ρεί ότι «σή­με­ρα δεν τί­θε­ται θέμα σο­σια­λι­σμού», αλλά αντι­με­τώ­πι­σης των άμε­σων  λαϊ­κών ανα­γκών, θαρ­ρείς και ο σο­σια­λι­σμός ανα­φέ­ρε­ται σε κάτι άλλο πέρα από τις ζω­τι­κές ερ­γα­τι­κές ανα­γκαιό­τη­τες, ότι δη­λα­δή αυτή η πο­λι­τι­κή εν­δια­φέ­ρε­ται για το ψωμί ενώ ο σο­σια­λι­σμός για το πα­ντε­σπά­νι. Θε­ω­ρεί­ται δη­λα­δή ότι ανά­με­σα στην αστι­κή πο­λι­τι­κή της κα­πι­τα­λι­στι­κής δια­χεί­ρι­σης και ανά­πτυ­ξης και στην σο­σια­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή υπάρ­χει μια εν­διά­με­ση «ου­δέ­τε­ρη ζώνη», που δεν ανή­κει σε καμία από τις δύο αυτές κα­τη­γο­ρί­ες, με ου­δέ­τε­ρα δη­λα­δή χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, και με βάση την οποία μπο­ρεί κα­νείς να αντι­με­τω­πί­σει τα ζη­τή­μα­τα των μι­σθών, της κοι­νω­νι­κής ασφά­λι­σης, της ανερ­γί­ας κλπ., με μια πο­λι­τι­κή που δεν θα είναι ακραιφ­νώς αστι­κή, δεν θα μπαί­νει όμως ταυ­τό­χρο­να στο πεδίο των σο­σια­λι­στι­κών απα­ντή­σε­ων. Έτσι ο σο­σια­λι­σμός αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως μια «επαγ­γε­λία πο­λυ­τε­λεί­ας» του μέλ­λο­ντος, χωρίς κοι­νω­νι­κή χρη­σι­μό­τη­τα στο ιστο­ρι­κό παρόν, πράγ­μα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ανα­πα­ρά­γει την αντί­λη­ψη του ΚΚΕ για τον σο­σια­λι­σμό (λαϊκή εξου­σία και οι­κο­νο­μία) που με­τα­τί­θε­ται στο «ιστο­ρι­κό υπερ­πέ­ραν».

Πι­στεύ­ε­ται έτσι ότι εφό­σον έχει υπάρ­ξει μια πο­λύ­χρο­νη οι­κο­νο­μι­κή και κοι­νω­νι­κή κα­τα­στρο­φή (λόγω των Μνη­μο­νί­ων και της κε­φα­λαιο­κρα­τι­κής κρί­σης), εκεί­νο που προ­έ­χει είναι πρω­τί­στως η αύ­ξη­ση της «ει­σο­δη­μα­τι­κής πίτας», μια ανα­συ­γκρο­τη­μέ­νη δη­λα­δή ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων (δη­λα­δή της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας), θέ­το­ντας στο απυ­ρό­βλη­το τις αστι­κές πα­ρα­γω­γι­κές σχέ­σεις. Εντού­τοις μια τέ­τοια λο­γι­κή ου­δό­λως οδη­γεί στην ρι­ζι­κή αντι­με­τώ­πι­ση των καί­ριων λαϊ­κών προ­βλη­μά­των (αμοι­βής, πε­ρί­θαλ­ψης, συ­ντά­ξε­ων, απα­σχό­λη­σης κ.ά.), γιατί το μόνον το οποίο μπο­ρεί να επι­φέ­ρει είναι στην κα­λύ­τε­ρη των πε­ρι­πτώ­σε­ων η ανά­τα­ξη της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης, δη­λα­δή η ισχυ­ρο­ποί­η­ση της κοι­νω­νι­κής κυ­ριαρ­χί­ας του κε­φα­λαί­ου, το οποίο για να μπο­ρεί να ανα­πα­ρα­χθεί κερ­δο­φό­ρα σή­με­ρα έχει ζω­τι­κή ανά­γκη την εφαρ­μο­γή συ­νε­χών μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών.

Σε όλες τις επα­να­στα­τι­κές κα­τα­στά­σεις της ιστο­ρί­ας των τε­λευ­ταί­ων 150 χρό­νων, όπου επι­κρα­τού­σαν κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες αθλιό­τη­τας και αυ­ταρ­χι­σμού, όπως στη ρω­σι­κή ή στη χι­λια­νή οι­κο­νο­μία στις αντί­στοι­χες πε­ριό­δους, το αρι­στε­ρό κομ­μου­νι­στι­κό κί­νη­μα δεν έκανε στην άκρη την επι­και­ρό­τη­τα του σο­σια­λι­σμού, αλλά απε­να­ντί­ας την έθεσε κυ­ριο­λε­κτι­κά στο επί­κε­ντρο. Δεν πε­ρί­με­νε πρώτα να υπάρ­ξει μια αστι­κή οι­κο­νο­μι­κή ανά­καμ­ψη, και μετά να θέσει το ζή­τη­μα του κοι­νω­νι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού ( βά­ζο­ντας μπρο­στά τον Κε­ρέν­σκι και θέ­το­ντας στην άκρη τον Λένιν ) , αλλά αντί­θε­τα το έθεσε στην πρώτη γραμ­μή των προ­τε­ραιο­τή­των του. ( «σο­βιέτ + εξη­λε­κτρι­σμός» ο Β. Λένιν, «εθνι­κο­ποι­ή­σεις + δη­μο­κρα­τία» ο Σ. Αλ­λιέ­ντε ). Τι έχει πιά­σει αυτές τις μορ­φές του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος και συ­νε­χώς ανα­βάλ­λουν την επί­κλη­ση της σο­σια­λι­στι­κής επι­και­ρό­τη­τας για το απώ­τα­το μέλ­λον ; Η Αρι­στε­ρά γί­νε­ται πρω­τα­γω­νι­στι­κή δύ­να­μη (από την σο­βιε­τι­κή μέχρι τη χι­λια­νή εμπει­ρία) ακρι­βώς σε πε­ριό­δους κρί­σης και κα­τά­πτω­σης των λαϊ­κών τά­ξε­ων. Σε πε­ριό­δους εντα­τι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης, σχε­τι­κά πλή­ρους απα­σχό­λη­σης και λει­τουρ­γί­ας ενός «κρά­τους πρό­νοιας» θριαμ­βεύ­ει η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία : Στην ελ­λη­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα επί μακρά σειρά ετών το ΠΑΣΟΚ δια­σφά­λι­ζε μια πλειο­ψη­φία της τάξης κατά μέσο όρο του 45%, τη στιγ­μή που η Αρι­στε­ρά στο σύ­νο­λό της μετά βίας έφτα­νε στο 12%. Ο ίδιος ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ κα­τέ­στη πλειο­ψη­φι­κός στις εκλο­γι­κές ανα­με­τρή­σεις του 2015, γιατί κα­τα­γρά­φο­νταν ως η ρι­ζο­σπα­στι­κή διέ­ξο­δος στις λαϊ­κές ανά­γκες («να πλη­ρώ­σουν οι πλού­σιοι» κλπ.), και ο ίδιος θα κα­τα­στεί εκ νέου μειο­ψη­φι­κός εφό­σον εφαρ­μό­ζει μια πο­λι­τι­κή στή­ρι­ξης της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μι­κής ανά­καμ­ψης και ανά­πτυ­ξης.

Ο σο­σια­λι­σμός ως ρε­α­λι­στι­κή ανα­γκαιό­τη­τα και όχι ως πο­λυ­τέ­λεια

Πώς είναι δυ­να­τό να επι­τύ­χεις την απο­κα­τά­στα­ση των μι­σθών και των συ­ντά­ξε­ων χωρίς να επι­βάλ­λεις μια ισχυ­ρή ανα­δια­νε­μη­τι­κή πο­λι­τι­κή προς όφε­λος των υπο­τε­λών τά­ξε­ων και σε βάρος της επι­χει­ρη­μα­τι­κής κερ­δο­φο­ρί­ας ; Πώς είναι δυ­να­τό να αντι­με­τω­πί­σεις την υπερ­με­γέ­θη ανερ­γία αν δεν θέ­σεις σε λει­τουρ­γία με κοι­νω­νι­κο­ποι­η­μέ­νους όρους τις πα­ρα­γω­γι­κές μο­νά­δες που εκ­κα­θα­ρί­ζει η κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση; Πώς είναι δυ­να­τό να απο­κα­τα­στή­σεις τη δη­μο­κρα­τία χωρίς να θε­σμο­θε­τή­σεις και να επι­βάλ­λεις κα­το­χυ­ρω­μέ­νες δια­δι­κα­σί­ες ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου, ενερ­γού δη­λα­δή ρόλου των ερ­γα­ζο­μέ­νων, στην ίδια την πα­ρα­γω­γι­κή επι­χει­ρη­μα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα ; Τέ­τοιου εί­δους μέτρα δεν ανή­κουν στη σφαί­ρα της «πο­λι­τι­κής ου­δε­τε­ρό­τη­τας», δεν αντι­προ­σω­πεύ­ουν την ανα­βο­λή του σο­σια­λι­στι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού για το μέλ­λον, αλλά απε­να­ντί­ας φέρ­νουν στο προ­σκή­νιο ζω­τι­κής ανα­γκαιό­τη­τας αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κές τομές στο ιστο­ρι­κό παρόν. Δεν μπο­ρεί να υπάρ­χει επί­λυ­ση των λαϊ­κών προ­βλη­μά­των έξω και πέρα από την άμεση επί­κλη­ση και υλική προ­α­γω­γή της σο­σια­λι­στι­κής επι­και­ρό­τη­τας. Δεν είναι η προ­τε­ραιό­τη­τα της ανά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων (οι­κο­νο­μι­σμός) και στη συ­νέ­χεια το άνοιγ­μα του δρό­μου για τον μελ­λο­ντι­κό σο­σια­λι­σμό, αλλά η προ­τε­ραιό­τη­τα, για το αρι­στε­ρό επα­να­στα­τι­κό κί­νη­μα, είναι η απαρ­χή με­τα­σχη­μα­τι­σμού των αστι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής, η οποία εφό­σον υλο­ποιεί­ται μπο­ρεί να επι­φέ­ρει και την απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη ολό­πλευ­ρη ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων.

Προ­φα­νώς η ανά­δει­ξη της επι­και­ρό­τη­τας του σο­σια­λι­σμού στο ιστο­ρι­κό παρόν δεν με­τα­φρά­ζε­ται στην άμεση εφαρ­μο­γή της κομ­μου­νι­στι­κής επαγ­γε­λί­ας. Απε­να­ντί­ας, ο δρό­μος που συν­δέ­ει την ση­με­ρι­νή κοι­νω­νι­κή αθλιό­τη­τα και την κα­τα­θλι­πτι­κή αστι­κή κυ­ριαρ­χία με τον σο­σια­λι­στι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό είναι το ρι­ζο­σπα­στι­κό με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα. Αυτό πε­ρι­λαμ­βά­νει τομές αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα που δεν είναι δυ­να­τό να απορ­ρο­φη­θούν σε μια δια­δι­κα­σία εν­σω­μά­τω­σης. Απε­να­ντί­ας εκ­φρά­ζουν μορ­φές αμ­φι­σβή­τη­σης και πε­ριο­ρι­σμού του διευ­θυ­ντι­κού δι­καιώ­μα­τος του κε­φα­λαί­ου, όσο και μορ­φές με­ρι­κής κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σης της πα­ρα­γό­με­νης υπε­ρα­ξί­ας για την ικα­νο­ποί­η­ση συλ­λο­γι­κών κοι­νω­νι­κών ανα­γκών. Μ’ αυτή την έν­νοια το ρι­ζο­σπα­στι­κό με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα (μα­κράν της λο­γι­κής της ανα­πτυ­ξια­κής ανα­συ­γκρό­τη­σης του κε­φα­λαί­ου και των όποιων δια­τα­ξι­κών συμ­μα­χιών) δεν είναι παρά η υλική απο­τύ­πω­ση της σο­σια­λι­στι­κής επαγ­γε­λί­ας στο κα­πι­τα­λι­στι­κό παρόν.

Η λο­γι­κή ότι μια τέ­τοια το­πο­θέ­τη­ση δεν είναι για την ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία, αλλά για το απώ­τε­ρο μέλ­λον, εφό­σον δεν υπάρ­χουν υπο­κει­με­νι­κές συν­θή­κες ανα­γκαί­ες γι’ αυτό, και άρα απαι­τού­νται ευ­ρεί­ες δια­τα­ξι­κές πα­τριω­τι­κές συ­μπα­ρα­τά­ξεις (που εκ των πραγ­μά­των ξε­θω­ριά­ζουν στο έπα­κρο τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά οποιου­δή­πο­τε αρι­στε­ρού προ­γράμ­μα­τος) είναι ολό­τε­λα αβά­σι­μες. Η ίδια η πρό­σφα­τη εμπει­ρία της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς κα­τέ­δει­ξε ότι ένα στοι­χειώ­δες με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα ήταν εφι­κτό να υλο­ποι­η­θεί, εφό­σον ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ως πο­λι­τι­κός απο­δέ­κτης της λαϊ­κής οργής και προσ­δο­κιών, είχε κα­τα­κτή­σει την σχε­τι­κή κοι­νο­βου­λευ­τι­κή πλειο­ψη­φία (36%), η οποία και θα μπο­ρού­σε να διευ­ρυν­θεί ακόμη πα­ρα­πέ­ρα, όπως έδει­ξαν τα απο­τε­λέ­σμα­τα του δη­μο­ψη­φί­σμα­τος της 5ης Ιου­λί­ου 2015. Δεν πρό­κει­ται άρα για μια ανέ­φι­κτη επι­δί­ω­ξη, αλλά για την πλέον ρε­α­λι­στι­κή στό­χευ­ση, εφό­σον πα­ρα­μέ­νει προ­σγειω­μέ­νη στο πεδίο των τα­ξι­κών λαϊ­κών συμ­φε­ρό­ντων, και υπη­ρε­τεί με συ­νέ­πεια τους αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κούς στό­χους της γε­νι­κευ­μέ­νης χει­ρα­φέ­τη­σης. 

Ετικέτες